Η εκκλησία της Κύπρου έχει πει κάτι θαυμάσιο.
Όπως οι περισσότεροι από εσάς ενδεχομένως ήδη γνωρίζετε, θρησκευτικές και πολιτικές εξοχότητες κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα αναλογιζόμενοι τις άτακτες, αν όχι ιμπεριαλιστικές ενέργειες της μικρής, αυθάδους διαλέκτου που, άκουσον άκουσον, υποκρύπτει στρατηγική εκθρόνισης της Ελληνικής γλώσσας, και κυριαρχίας επί του κόσμου. Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β’ (με το χρυσό στόμα όνομα και πράγμα), η “αποποινικοποίηση” της χρήσης της Κυπριακής διαλέκτου στα σχολεία όπως εφαρμόστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση αποτελεί απειλή για την “Ελληνική, εθνική συνείδηση”. Πολλοί αριστεροί, φιλελεύθεροι και πλουραλιστές είναι εξοργισμένοι από την επερχόμενη αρπαγή της μικρής, έστω, προόδου που η προηγούμενη κυβέρνηση επέφερε στο νησί, αλλά κανείς μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει αξιοποιήσει λίγο από τον χρόνο του για να αναστοχαστεί πάνω στις δηλώσεις που προήλθαν από το –κατά τα άλλα- χρυσό αυτό στόμα.
Το παράπονο του Αρχιεπισκόπου ουσιαστικά έχει να κάνει με το ότι η πραγματικότητα αντίκειται στο προσποιητό: το γεγονός ότι μιλούμε Κυπριακά, αντιτίθεται στην θέση ότι είμαστε φορείς μιας “Ελληνικής εθνικής συνείδησης”. Αν η πρωταρχική αναπαράσταση της ταυτότητάς μας είναι η γλώσσα, και η γλώσσα μας είναι υπέροχα πολύχρωμη και πλουραλιστική – ένα συνονθύλευμα Ελληνικών, Τουρκικών, Αραβικών, Περσικών, Αγγλικών, Γαλλικών, Λατινικών και χιλίων άλλων τόσων χαμένων και ανώνυμων διαλέκτων της ιστορίας- τότε αυτή η χοάνη είναι επίσης και αυτό που είμαστε. Στην προσπάθειά του να αποσιωπήσει ακριβώς αυτό, ο Αρχιεπίσκοπος και οι πολιτικοί που με πίστη τον διαβουλεύονται γύρω από την δαιμονοποίηση των Κυπριακών, το επιβεβαιώνουν. Δεν πρέπει να είμαστε αυτό που είμαστε, γιατί δεν είναι αυτό που είμαστε. Υπέροχα.
Επομένως, τώρα που φαινομενικά δεν προσπαθούμε να κρυφτούμε από τη ντροπιαστική θέση ότι πρέπει να είμαστε αυτό που εκ των πραγμάτων δεν είμαστε, μπορούμε με αρκετή τόλμη να υποβάλουμε κάποια πιεστικά ερωτήματα:
Αντί να διδάσκεται μια ταυτότητα στο σχολείο, δεν θα ήταν πιο ενδιαφέρον και λογικό να ανακαλύπτεται μια; Δεν θα ήταν πιο λογικό όχι μόνο να επιτρέπεται η χρήση της Κυπριακής διαλέκτου στις αίθουσες διδασκαλίας, αλλά και να διδάσκεται, να αποδομείται, να γίνεται κατανοητό από τι αποτελείται και ποιά μυστικά υποκρύπτει; Δεν θα έπρεπε να έχουμε τα αυτιά μας τεντωμένα για τις ιστορίες που οι λέξεις της μας διηγούνται για τα ταξίδια αμέτρητων ανθρώπων, τεχνολογιών και ιδεών που μετέφεραν μαζί τους; Δεν θα έπρεπε να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τους ανθρώπους στους οποίους οφείλεται η ύπαρξη εμάς και του νησιού μας; Δεν θα ήταν πιο λογικό να είμαστε συνειδητοί ομιλητές της διαλέκτου μας, καθώς επίσης και καλοί γνώστες της Νεοελληνικής αντί να υιοθετούμε εκείνη την χαρακτηριστική στάση από τα έγκατα της ιμπεριαλιστικής σκέψης που προϋποθέτει την κυριαρχία του ενός επί του άλλου; Γιατί η Ελληνική να πρέπει να κατακτήσει την Κυπριακή και γιατί τα Κυπριακά στα σχολεία αναπαριστούν την απειλή ότι θα μπορούσαν να εξελιχθούν στην γλώσσα στην οποία γράφουμε τα πάντα; Τα βιβλία ιστορίας του Μεξικού πού νομίζετε ότι είναι γραμμένα, στην αργκό ή στην Ισπανική;
Όλοι το γνωρίζουν, μιλάμε Κυπριακά. Αποτελεί πραγματικά συναρπαστική ιδέα το να προσποιούμαστε ότι ισχύει το αντίθετο. Αν η αγγλική λέξη “idiot”(ηλίθιος) έχει κάποια σχέση με την ελληνική λέξη “ίδιος”, τότε ηλίθιος είναι αυτός που επαναλαμβάνει μια πράξη ξανά και ξανά περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα. Δεν είναι καιρός να σταματήσουμε να επιβάλλουμε στους εαυτούς μας το τι νομίζουμε ότι είμαστε ή θα έπρεπε να ήμαστε, με όλα τα τραγικά αποτελέσματα που αυτό έχει επιφέρει στο νησί μας, και να αρχίσουμε να αναπαλύπτουμε τι πραγματικά είμαστε; Χρειάζεται όχι μόνο να μιλούμε την διάλεκτό μας, αλλά να την ακούμε κιόλας.
Είναι φανερό ότι η εκκλησία, οι πολιτικοί και ο μέσος πολίτης έχουν περιορισμένη πρακτική κατανόηση του τι είναι γλώσσα και τι διάλεκτος. Ο γλωσσολόγος Max Weinreich το συνοψίζει επ΄ακριβώς: “Γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό”. Αυτό που ο Weinreich υπονοεί εδώ, είναι ότι η μόνη διαφορά μεταξύ μιας γλώσσας και μιας διαλέκτου είναι διοικητική. Μια γλώσσα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διάλεκτο που έχει επιλεχθεί για την διοίκηση μιας χώρας, για την κατάκτηση και υποδούλωσή της, για την ένωσή της, ή για πολλούς άλλους σκοπούς, τόσο ευγενείς, όσο και μοχθηρούς. Δεν ενυπάρχει τίποτε το φυσικώς ιεραρχικό στις γλώσσες και τις διαλέκτους. Δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες γλώσσες με ανολοκλήρωτα βλαστάρια και δεν υπάρχει Μητρική Ισπανική με πολλά μωρά-διαλέκτους. Υπάρχει απλώς ένας κόσμος διαλέκτων, ορισμένες εκ των οποίων επιλέγουμε να αποκαλούμε γλώσσες. Δεν υπάρχει τίποτε το θεϊκό, το αγνό ή έστω “Ελληνικό” στην Νεοελληνική γλώσσα. Είναι απλώς η διάλεκτος την οποία η κυβέρνηση έχει επιλέξει για να μας φορολογεί.
Αλλά ακόμα πιο ουσιαστικά, η εσφαλμένη ιδέα ότι αυτό που μιλάμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο άσωτος υιός της Μητρικής Ελληνικής, επιφέρει δύο σημαντικές επιπτώσεις: ότι είμαστε εξίσου απότοκοι αλλά και κατώτεροι της “Ελληνικότητας”. Και οι δύο ιδέες συμβάλλουν στην ενίσχυση του Κυπριακό κόμπλεξ κατωτερότητας, το οποίο βοηθά στην αδιάλειπτη οικονομική ενίσχυση της εκκλησίας, καθώς επίσης και στην ευχέρεια της πολιτικής τάξης να ξεφεύγει από την κατηγορία για φόνο. Η ιδέα ότι είμαστε ανολοκλήρωτοι, μια υποδεέστερη εκδοχή σπουδαιότητας, αλλά αρκετά τυχεροί ούτως ώστε να μπορούμε να συνδέουμε τους εαυτούς μας με αυτή την μυστηριώδη σπουδαιότητα, αποτελεί μια από τις πολλές ιδέες που χρησιμοποιήθηκαν για να δημιοθργήσουν μια νοοτροπία “κυβερνησίας” μεταξύ των Κυπρίων. Αν είμαστε φορείς “Ελληνικότητας”, είμαστε κατ’ ανάγκην υποδεέστεροί της, ωσάν μια ακάθαρτη μορφή της παρά ως κάτι διαφορετικό, του οποίου αναπόσπαστο κομμάτι αποτελεί η “Ελληνικότητα”. Η ιδεολογία αποτελεί θύμα και θύτη ακόμα μιας ιδεολογίας. Αυτής που υπαγορεύει ότι οι Κύπριοι πρέπει να ανήκουν σε κάτι μεγαλύτερο, ότι πρέπει να είμαστε Έλληνες ή Τούρκοι ή Αρμένιοι. Μέσα σε αυτό το χάος, στο οποίο αποστολή μας είναι να οικοδομήσουμε παρά να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας, είμαστε τυφλωμένοι με τους πιο περίεργους τρόπους και πρόθυμοι για αυταπάτες, με εξωφρενικά στερεότυπα όπως η κακή οδήγηση και οι δύο κουζίνες- μια για το μαγείρεμα και μια για τη μόστρα.
Το ερώτημα περί διαλέκτων δεν είναι παρά άλλη μια επικάλυψη με μακιγιάζ στο ήδη εκπορνευμένο πρόσωπο της Κύπρου, και τα ζητήματά που μας αφορούν δεν διαφέρουν από τα συστημικά ζητήματα που μαστίζουν τον υπόλοιπο κόσμο. Το νόθο σύστημα αξιών μας μοιράζεται σε διαφορετικά σχήματα και μεγέθη μια τεράστια μερίδα ανθρώπων στον κόσμο, οι οποίοι επίσης υποφέρουν από το ίδιο σύστημα αξιών που παλεύουν να δαμάσουν, και το οποίο θα αγωνιστούν για να υπερασπιστούν.
Αυτό που ωστόσο είναι σίγουρο, είναι η σοφία που ενυπάρχει στην ελληνική λέξη “αλήθεια”, που σημαίνει κάτι σαν “αυτό που δεν δύναται να λησμονηθεί”. Η αλήθεια δεν υπάρχει επειδή την επιβεβαιώνουμε, και η μη αλήθεια δεν μετατρέπεται σε αλήθεια επειδή την επιβεβαιώνουμε χίλιες φορές. Είμαστε ό,τι είμαστε, και αυτό που είμαστε θα συνεχίσει να μας δαγκώνει τον κώλο, με περηφάνεια ή χωρίς.
Αρχικά γραμμένο στα αγγλικά. Μετάφραση: Χαρά Ζυμαρά
Γράφει: Μιχάλης Ελευθερίου
Γραμμένο αγγλικά και μεταφρασμένο εις άπταιστον νεοελληνικήν. Και ο συγγραφέας ΚΑΙ η μεταφράστρια απαξίωσαν την κυπριακή τόσο κατά τη συγγραφή όσο και κατά την μετάφραση. Αποδόμησαν τον ίδιο τους τον λόγο. (Καμιά πράξη μας δεν στερείται λόγου, ακόμα και η "ασυνείδητη" επιλογή).
ΑπάντησηΔιαγραφή