Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

28.9.12

Πως έσωσε τις ξένες τράπεζες ο Παπανδρέου...και πως θα σώσει το κυπριακό μνημόνιο τις ξένες τράπεζες (;)

...έχουμε πολλές απορίες παιδιά αφού αυτά τα ομόλογα, τώρα τα κρατάμε εμείς...ποιός θα μας πει επιτέλους γιατί είναι απαραίτητη η υπογραφή αυτού του μνημονίου και ποιός θα σωθεί από αυτό;;;...αυτό θα είναι το replay εντέλει; η ενοικιαγορά της χώρας για να σωθούν κάποιες ξένες τράπεζες;...κάποιος να μας εξηγήσει παρακαλώ με σαφήνεια τί ακριβώς συμβαίνει...



Απαρατήρητα σχεδόν πέρασαν, κατά παράδοξο τρόπο, τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τα μέσα ενημέρωσης, τα όντως συγκλονιστικά επί της ουσίας στοιχεία που κατατέθηκαν από το υπ. Οικονομιών στη Βουλή και αφορούν στα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους οι ξένες τράπεζες.

Στοιχεία που αποδεικνύουν με αδιαφιλονίκητο τρόπο ότι το ολέθριο Μνημόνιο, στο καθεστώς του οποίου υπήγαγε την Ελλάδα ο Γ. Παπανδρέου, έσωσε όχι την πατρίδα μας αλλά τις... ξένες τράπεζες! Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Βάσει των στοιχείων του υπουργείου Οικονομικών, στις 31 Δεκεμβρίου του 2009 οι ξένες τράπεζες (σχεδόν αποκλειστικά ευρωπαϊκές) κατείχαν ελληνικά ομόλογα συνολικής αξίας 141,5 δισ. ευρώ. Σε συνθήκες κρίσης, θα συνιστούσε εφιάλτη για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενδεχόμενη στάση πληρωμών εκ μέρους της Αθήνας. Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα υφίστατο σοβαρότατο πλήγμα από ελληνική αδυναμία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και γι' αυτό οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών ήταν υποχρεωμένες να κάνουν τα πάντα για να βοηθήσουν την ελληνική κυβέρνηση να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της προκειμένου να προφυλάξουν τις δικές τους τράπεζες. Υπενθυμίζεται ότι ο Παπανδρέου εκλέγεται θριαμβευτικά πρωθυπουργός στις 4 Οκτωβρίου 2009. Αμέσως αρχίζουν οι ανεκδιήγητες δηλώσεις τόσο του ίδιου όσο και του υπ. Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου περί «ελληνικής οικονομίας στην εντατική», περί «ελληνικής οικονομίας... Τιτανικού» και πάει λέγοντας. Εκ των υστέρων είμαστε πλέον πεισμένοι ότι οι δηλώσεις αυτές ήταν εσκεμμένες και εντάσσονταν στο πλαίσιο υπόσκαψης κάθε ίχνους διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας μας ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος για την υπαγωγή της σε καθεστώς Μνημονίου. Οντως, τις πρώτες μέρες του Μαΐου του 2010, ο Γ. Παπανδρέου υπογράφει την παράδοση της χώρας στις επικυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ και του ΔΝΤ. Αρχίζει ο υπέρμετρος δανεισμός της Ελλάδας μέσω Μνημονίου.
Στις 31 Δεκεμβρίου 2010, η κατάσταση αναφορικά με τις ξένες τράπεζες και τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχει αλλάξει εκπληκτικά. Τα στοιχεία αφήνουν εμβρόντητο όποιον τα κοιτάζει:

Από 141,5 δισ. ευρώ που είχαν προ ενός μόλις έτους, τώρα οι ξένες τράπεζες κατέχουν ελληνικά ομόλογα αξίας μόλις... 45,9 δισ.! Μέσω του Μνημονίου οι ξένες τράπεζες ξεφορτώθηκαν μέσα σε λιγότερους από οκτώ μήνες ελληνικά ομόλογα του τρομερού ύψους των... 100 δισ.!!! Ουσιαστικά όλα τα λεφτά των δανείων του Μνημονίου πήγαν στα θησαυροφυλάκια των ξένων τραπεζών και έτσι αντί η Ελλάδα να χρωστάει σε ιδιωτικές ξένες τράπεζες βρέθηκε μέσω Μνημονίου να χρωστάει περισσότερα λεφτά σε ξένα κράτη! Πρόκειται για κόλπο τρομακτικών διαστάσεων που έσωσε τις ευρωπαϊκές τράπεζες μέσω της υποθήκευσης της χώρας μας! Από το σημείο αυτό και έπειτα οποιαδήποτε ελληνική στάση πληρωμών ήταν απολύτως διαχειρίσιμη από τους Ευρωπαίους - πόσω μάλλον που τα 46 δισ. ευρώ του τέλους του 2010 μειώθηκαν ακόμη περισσότερο σε 35 δισ. στις 31 Δεκεμβρίου του 2011.

Παράλληλα, η κυβέρνηση Παπανδρέου (όπως και η διάδοχός της κυβέρνηση του Λ. Παπαδήμου) φόρτωνε μέσω των εγκάθετων διοικήσεων ελληνικά ομόλογα που η ίδια τα είχε καταντήσει «σκουπίδια» στις ελληνικές τράπεζες και στα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία. Από 56,9 δισ. ευρώ σε κρατικά ομόλογα που κατείχε ο εγχώριος τομέας στις 31 Δεκεμβρίου του 2009, η αξία των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας είχε εκτιναχθεί στα 86,16 δισ. ευρώ στο τέλος του 2011. Με το «κούρεμα» που έκαναν φέτος Βενιζέλος και Σαμαράς, ρήμαξαν το τραπεζικό σύστημα και τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας! Τα χρεοκόπησαν εν ψυχρώ και υπολογισμένα.

Άρθρο του Γιώργου Δελαστίκ για το «Έθνος» - 18/09/2012

Πίσω απ΄τις βιτρίνες των πολυεθνικών, βρίσκονται τα πτώματα χιλιάδων εργατών.

το πιο κάτω κείμενο, είναι από αυτά που αγνοεί και δεν καταδέχεται να λαμβάνει υπόψιν η εγχώρια νεοφιλελε κοτόσουπα, καθότι λέει, η ελλάδα είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση από την κύπρο και αυτό, γιατί τα μέτρα της Τρόικας ουδέποτε εφαρμόστηκαν στην ελλάδα και γι αυτό η χώρα πάει κατά διαόλου, πράγμα που δεν συμβαίνει αλλού που εφαρμόστηκαν με επιτυχία, όπως για παράδειγμα στην Ιρλανδία.

έτσι με δυό "πανέξυπνες" λογικές προτάσεις η εγχώρια νεοφιλελε δεξιά, θεωρεί πρώτον πως το μνημόνιο είναι ευλογία και δεύτερο πως χρειαζόμαστε και κάποιον να το εφαρμόσει χωρίς να διαμαρτύρεται για την γεύση και τη θερμοκρασία του φαγητού, το οποίο μετά από ένα στάδιο της αποθεραπείας, θα μας χορηγείται ως υπόθετο και όχι ως γεύμα.

έχουμε και λέμε....


Οι τρόικες «ταΐζουν» το χρέος!

Το 2009 το δημόσιο χρέος ήταν στο 126,8% του ΑΕΠ.
Φέτος
- μετά από τρία χρόνια αδιάκοπης βαρβαρότητας, μετά από δύο μνημόνια, μετά από διαρκείς εφαρμοστικούς, από μεσοπρόθεσμα και από μακροπρόθεσμα μέτρα λεηλασίας, μετά από χαράτσια, φοροληστείες και «κουρέματα» -
το χρέος αναμένεται να κλείσει στο 164,9% του ΑΕΠ!
Κι όμως, ο κατήφορος δε σταματάει εδώ.
Μόλις χτες ο «οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης» (σ.σ.: έτσι αποκαλούν τα «κοράκια» οι κυβερνώντες που συνεργάζονται μαζί τους) «Fitch» προέβλεψε ότι
το 2013 το χρέος θα έχει ανέλθει στο 176,2% του ΑΕΠ και ένα χρόνο αργότερα,
το 2014, θα έχει εκτιναχθεί στο 180,2% του ΑΕΠ!
*
Με άλλα λόγια,
το χρέος
- που ο λαός σφαγιάζεται με στόχο, υποτίθεται, τη μείωσή του -
υπολογίζεται ότι στο τέλος και του δεύτερου μνημονίου,
θα είναι κατά περίπου
55% μεγαλύτερο (!)
από όσο ήταν τη στιγμή που οι κυβερνήσεις και οι εγχώριες τρόικες της πλουτοκρατίας έφεραν στην Ελλάδα το ΔΝΤ, την Κομισιόν και την ΕΚΤ για να το μειώσουν και για να μας... σώσουν!

Γράφει:
ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ


Τούτος ο Λαός Αφέντη μου

Πού βρίσκεται ο κυπριακός λαός;

Πίσω από τις οθόνες του. Στα περίπτερα. Στις παρέες. Να αναλύει και να αμπελοφιλοσοφεί.

Πού βρίσκεται αυτός ο λαός;

Κάθεται και περιμένει τη νεκροψία. Μετέχει; Όχι δεν μετέχει. Βρίσκεται στο νοσοκομείο της Αστικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και ακούει τους πολιτικούς γιατρούς να του ανακοινώνουν πως πρέπει να του πάρουν τα μέτρα.

Δεν ασθενεί ο κυπριακός λαός. Ασθενεί το "υγειονομικό σύστημα" που προνοεί πως τώρα ο λαός πάσχει από οικονομικό καρκίνο και θα αποδεχθεί θεραπεία χωρίς "επέμβαση". Χημειοθεραπευτική αγωγή χωρίς νυστέρι.

Πού είναι το κέρατό μου το τραγιό αυτός ο λαός; Πουθενά. Ζούμε σε μια δημοκρατία χωρίς λαό. Μόνο με νοσηλευτικό προσωπικό που του παίρνει τα μέτρα. Μην κουνιέσαι λαέ. 
Ποιός φοβάται τον Λαό;

27.9.12

ΠΕΟ - ΣΕΚ: Μονόδρομος το Μνημόνιο. Διαφωνία ΠΑΣΥΔΥ

Ρήγμα επήλθε στις τάξεις του συνδικαλιστικού κινήματος μετά τις χθεσινές δηλώσεις του ΓΓ της ΠΑΣΥΔΥ, Γλαύκου Χατζηπέτρου στη StockWatch ότι «θα πρέπει όλοι μας να κάνουμε το παν να αποφύγουμε το μνημόνιο, όπως πολύ σωστά πράττουν η Ισπανία και Ιταλία». ΣΕΚ και ΠΕΟ διατύπωσαν σήμερα δημόσια τη διαφωνία τους με αυτή τη θέση της ΠΑΣΥΔΥ. 

Ο ΓΓ της ΣΕΚ Νίκος Μωυσέως, διερωτήθηκε με αφορμή τις δηλώσεις του Χατζηπέτρου πως θα λύσουμε το πρόβλημα χρηματοδότησης εάν δεν ενταχθούμε στο μηχανισμό στήριξης. 

«Eάν δεν μπούμε στο Μηχανισμό πώς θα επιλύσουμε το πρόβλημα της χρηματοδότησης" σημείωσε ο κ. Μωυσέως για να προσθέσει οτι "δεν θέλει κανένας να μπούμε στον Μηχανισμό Στήριξης, θέλουμε όμως χρήματα για να λειτουργήσει το κράτος μας, για να πληρώσουμε τα δάνεια που λήγουν του χρόνου και θέλουμε και χρήματα για να ενισχύσουμε τις τράπεζες μας». 

«Εάν υπάρχουν αυτές οι λύσεις χωρίς Μηχανισμό Στήριξης θα είναι επιθυμητές», είπε ο κ. Μωϋσέως και διαχώρισε τη θέση της οικονομίας της Κύπρου που δεν της δανείζει κανένας με άλλες χώρες, οι οποίες ακόμη μπορούν να δανειοδοτούνται. 

Τις δηλώσεις του ΓΓ της ΠΑΣΥΔΥ σχολίασε και ο ΓΓ της ΠΕΟ, Πάμπης Κυρίτσης, ο οποίος είπε ότι «το πρόβλημα όπως έχει λειτουργήσει, οδήγησε σε ένα σημείο ώστε η επιλογή της δανειοδότησης από αυτό τον mηχανισμό να προβάλλει ως μονόδρομος γιατί δυστυχώς οι λεγόμενες αγορές που παρουσιάζονται να έχουν τόση ισχύ, ενώ είναι απρόσωπες και δεν τις ξέρει κανένας, οδήγησαν στο να μην μπορεί η Κύπρος να χρηματοδοτηθεί για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της». 

«Έτσι, όλοι συμφωνούμε με αυτό που λέει η ΠΑΣΥΔΥ αλλά όλοι κατανοούμε ότι εάν έχουμε μονόδρομο πρέπει να τον διαχειριστούμε ώστε η τελική κατάληξη να μην οδηγεί σε μια ισοπέδωση και σε μια διαδικασία να οδηγηθεί η Κύπρος σε μια πιο βαθειά κρίση και δεν θα ακυρωθούν σημαντικές κατακτήσεις των εργαζομένων», είπε ο κ. Κυρίτσης. 

Σε ότι αφορά τη χάραξη μετώπου έναντι των μέτρων που προτίθεται να επιβάλει η τρόικα ο κ. Κυρίτσης είπε ότι δεν ήρθε η ώρα για πανσυνδικαλιστική σύσκεψη. Θα πρέπει, είπε, το συνδικαλιστικό κίνημα να ενημερωθεί πρώτα τόσο για τις προτάσεις της τρόικας, όσο και για τις αντιπροτάσεις της κυπριακής πλευράς. 

Ο ΓΓ της ΣΕΚ υπέδειξε από την πλευρά του, ότι θα πρέπει να χαραχθεί κοινό μέτωπο από όλους κι όχι μόνο από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, με τη συμμετοχή της κυβέρνησης και των εργοδοτικών οργανώσεων. 

Επι του ιδίου θέματος δηλώσεις έκανε και ο Γιώργος Ντάσης, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ο οποίος είπε οτι "πρέπει να γίνεται σεβαστή η ελευθερία έκφρασης και δράσης του κάθε συνδικάτου και δεν μπορώ να γίνω κριτής αυτής της άποψης, αν και μπορώ να πω ότι, πρέπει να κάνουν μια ανάλυση, να επιχειρηματολογήσουν, να προσπαθήσουν να διορθώσουν τα κακώς κείμενα στο ιστορικό της χώρας και στον αγώνα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εκεί είμαστε πάντα όλοι μαζί αλλά δεν μπορώ να υπεισέρθω σε θέματα που δεν είναι της αρμοδιότητάς μου». 

Οι δηλώσεις Μωυσέως και Κυρίτση έγιναν στο πλαίσιο της συνέντευξης τύπου με την ευκαιρία της συνεδρίασης της ομάδας των συνδικαλιστών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής που διοργανώθηκε το μεσημέρι στη Λευκωσία. 

ΦΤΩΧΟΙ ΜΠΟΡΕΙ. ΑΛΛΑ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ ΠΟΤΕ!


Tην Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012 με φρίκη παρακολουθήσαμε από τους δέκτες μας την είδηση, ότι το ΕΛΑΜ προτίθεται να μοιράσει τρόφιμα κλπ αλλά μόνο σε Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριους. Με φρίκη βλέπουμε να διαφημίζεται από το ΡΙΚ δήθεν ως πράξη αγαθοεργίας, μια ενέργεια που αντίκειται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου και που είναι κατάφορα παράνομη, όπως ρητά προνοεί ο νόμος:[1] «Κάθε πρόσωπο που προμηθεύει κατ’ επάγγελμα αγαθά ή προσφέρει υπηρεσίες και αρνείται σε άλλον την παροχή τούτων μόνο λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής του ή του θρησκεύματος του ή εξαρτά την παροχή από όρο που ανάγεται στη φυλετική ή εθνική καταγωγή ή το θρήσκευμα προσώπου είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές.»

Αλλά κυρίως γιατί το ΕΛΑΜ, γνωστό μέχρι τώρα για τις ρατσιστικές επιθέσεις του κατά μεταναστών και Τουρκοκυπρίων, εισβάλλει στη δημόσια σφαίρα με δήθεν φιλανθρωπικού τύπου δράσεις τύπου Χρυσής Αυγής, με χρηματοδότηση από άγνωστες πηγές. Εάν δεν ληφθούν μέτρα, είναι πλέον θέμα χρόνου να παρακολουθήσουμε στους δέκτες μας τα ευτράπελα με πρωταγωνιστή τη Χρυσή Αυγή, που βλέπουμε καθημερινά πλέον στην ΕΤ: την αυτοδικία, τα «τάγματα εφόδου», τους τραμπουκισμούς, τις χειροδικίες έναντι συνομιλητών τους σε ζωντανές εκπομπές, τους προπηλακισμούς και τις επιθέσεις ενάντια σε μετανάστες, τις εν ψυχρώ δολοφονίες ανυποψίαστων και ανυπεράσπιστων μεταναστών που έτυχε να βρίσκονται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Με μια διαφορά. Όταν το ΕΛΑΜ αποθρασυνθεί εντελώς και προκαλέσει με την φασιστική δράση του τους 40,000 Τούρκους στρατιώτες που κάθονται και περιμένουν δεκαετίες τώρα λίγα μέτρα πέρα από την πράσινη γραμμή, όπως δηλαδή έγινε και το 1974, τότε οι συνέπειες θα είναι πολύ πιο σοβαρές για τη χώρα μας από την άνοδο του φασισμού που παρακολουθούμε σήμερα στην Ελλάδα.

Η όλη δράση του ΕΛΑΜ, ακόμα και η ίδια του η ύπαρξη, είναι αντίθετη προς τη διεθνή και την Κυπριακή νομοθεσία και τις συστάσεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης.[2] Ο λόγος που υπάρχει ακόμα είναι γιατί τυγχάνει στήριξης από τον Αρχιεπίσκοπο και από ακροδεξιούς πολιτικούς που δρουν εντός διάφορων κομματικών σχηματισμών. Και διότι ο Γενικός Εισαγγελέας αδρανεί να κινητοποιήσει το μηχανισμό που θα βάλει τροχοπέδη στη δράση τους.  Και εν τέλει διότι όλοι εμείς, ο κατά Σαββόπουλον ‘δημοκρατικός συρφετός’ αδρανήσαμε όταν το καμπανάκι σήμαινε συναγερμό.

Κύριε Γενικέ Εισαγγελέα, Κύριε Αρχηγέ της Αστυνομίας, Κύριοι Υπουργοί της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών, Κύριε Δήμαρχε της Λεμεσού:

Αν δεν λάβετε αποτελεσματικά μέτρα τώρα για την αναχαίτιση της ακροδεξιάς, τότε όχι μόνο θα θρηνήσουμε θύματα αλλά θα δούμε το όνειρο μιας ειρηνικής Κύπρου να καταρρέει. Αν η Ελληνική πολιτεία λάμβανε μέτρα κατά της Χρυσής Αυγής όταν τα ποσοστά της δεν ξεπερνούσαν το 1%, τότε η Χρυσή Αυγή δεν θα καθόταν ποτέ στα έδρανα της Βουλής των Ελλήνων, με καλπάζοντα ποσοστά που σήμερα ξεπερνούν αυτά του ΠΑΣΟΚ.  Έτσι αναρριχήθηκαν οι Ναζί στη εξουσία κατά τον Μεσοπόλεμο.  Εμείς ακόμα έχουμε ελπίδες. Το νομικό και το θεσμικό πλαίσιο σας προσφέρουν άπειρα εργαλεία. Είναι καιρός να αρθείτε όλοι στο ύψος των περιστάσεων. Η ιστορία θα κρίνει όχι μόνο τους ενόχους αλλά και όλους το αθώους που δίστασαν και αδράνησαν.

Ας καταδικάσουμε όλοι τη δράση του ΕΛΑΜ και την άνοδο της φασιστικής ακροδεξιάς στη χώρα μας πριν να είναι αργά. Πριν η κοινωνία μας αποδεκατιστεί σε βαθμό που ο φασισμός να κερδίζει καθημερινά έδαφος και μας καταπλακώσει. Ας γυρίσουμε την πλάτη στη δήθεν φιλανθρωπική τους δράση, που στόχο έχει όχι να βοηθήσει τους ευάλωτους Έλληνες και Ελληνοκυπρίους αλλά να στοχοποιήσει τους μετανάστες και τους Τουρκοκύπριους. Κανένας μας δεν χρειάζεται τρόφιμα ή άλλη στήριξη από το ΕΛΑΜ ή από τη Χρυσή Αυγή. Το τίμημα θα είναι ο αποδεκατισμός του δημοκρατικού πολιτισμού μας. 

ΦΤΩΧΟΙ ΜΠΟΡΕΙ. ΑΛΛΑ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ ΠΟΤΕ!



[1] Ο περί της Συμβάσεως περί της Εξαλείψεως Πάσης Μορφής Φυλετικής Διακρίσεως(ΚυρωτικόςΝόμος 12 του 1967,  που κυρώνει τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την Εξάλειψη πάσης μορφής Διακρίσεων που τροποποιήθηκε από τους Νόμους 11(ΙΙΙτου 1992 και 28(ΙΙΙτου 1999. Παραβιάζει επίσης τα άρθρα 4(1) και 5(1) του Νόμου 59(Ι)/2004, που απαγορεύουν τη διάκριση λόγω φυλής ή εθνοτικής καταγωγής στην πρόσβαση αγαθών που είναι διαθέσιμα στα κοινό.
[2] Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα,  Διεθνής Σύμβαση για την Κατάργηση Όλων των Μορφών Φυλετικών Διακρίσεων, Απόφαση - Πλαίσιο Ε.Ε. για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (2008/913/ΔΕΥ), Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης στο θέμα του Μισαλλόδοξου Λόγου (R.97/20), Σύσταση Γενικής Πολιτικής (αρ. 7) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Μισαλλοδοξία (ECRI)στο θέμα της εθνικής νομοθεσίας για καταπολέμηση του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων κλπ.

πηγή: The Trim

26.9.12

Ζωντανή κάλυψη της απεργιακής συγκέντρωσης


ΕΔΩ


Μήνυμα αλληλεγγύης για την πανεργατική κινητοποίηση της 26ης Σεπτεμβρίου

H ΠΕΟ εκφράζει την ταξική αλληλεγγύη και συμπαράσταση των εργαζομένων της Κύπρου στους Έλληνες Εργαζόμενους και στο ταξικό ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα, ενόψει της πανεργατικής κινητοποίησης η οποία πραγματοποιείται στις 26 Σεπτεμβρίου.
Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος συνεχίζει να βαθαίνει την ώρα που διευρύνονται οι επιθέσεις ενάντια στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα επιβεβαιώνουν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι η επιλογή του κεφαλαίου και των νεοφιλελεύθερων εκφραστών του, είναι η χρησιμοποίηση της κρίσης για νέες επιθέσεις ενάντια στις κατακτήσεις των εργαζομένων και στο εργατικό κίνημα με στόχο την μεγιστοποίηση του κέρδους των πολυεθνικών εταιρειών και την υπεράσπιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου.
Οι επιθέσεις αυτές στην Ελλάδα παίρνουν το χαρακτήρα σαρωτικής επίθεσης με την εφαρμογή του Μνημονίου και των αποφάσεων της Τρόικας
Στις σημερινές δύσκολες για τους εργαζόμενους συνθήκες η αλληλοϋποστήριξη και η έκφραση αλληλεγγύης πολλαπλασιάζει την δύναμη της εργατικής τάξης.
Διαβεβαιώνουμε τον Ελληνικό λαό και τους Έλληνες εργαζόμενους ότι είμαστε στο πλευρό τους και αντλούμε δύναμη από τους αγώνες που με μπροστάρη το ταξικό κίνημα του ΠΑΜΕ δίνουν καθημερινά, ενάντια στα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα.

25.9.12

Κλάους Μπάρμπι και CIA: Ο Ναζί εγκληματίας πολέμου που κυνήγησε τον Τσε





Η άνανδρη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα από δυνάμεις του βολιβιανού στρατού και πράκτορες της CIA, τον Οκτώβρη του 1967, έχει πτυχές που πιθανόν να μην τις μάθουμε ποτέ. Κάποιες άλλες είναι ίσως λιγότερο γνωστές στο ευρύ κοινό. Μια απο αυτές είναι η συνεργασία της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ με διαβόητο Ναζί εγκληματία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι η ιστορία του Νίκολαους “Κλάους” Μπάρμπι, του λεγόμενου “χασάπη της Λυών” – λόγω των φρικτών εγκλημάτων που διέταξε στη γαλλική πόλη – ο οποίος μια εικοσαετία και πλέον μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου “στρατολογήθηκε” από τη CIA στο κυνήγι του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία.
Λίγα λόγια για τον Ν. Κλάους Μπάρμπι:
Γεννήθηκε στις 25 Οκτώβρη 1913 στο Γκόντεσμπεργκ της Πρωσίας. Στα 22 του χρόνια ο “Κλάους” εντάχθηκε στην ειδική υπηρεσία πληροφοριών των SS, λειτουργώντας ως πληροφοριοδότης για το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ. Η πορεία του από εκεί και πέρα είναι συνδεδεμένη με τα φρικιαστικότερα εγκλήματα των SS και της Γκεστάπο κατά την άνοδο του ναζισμού στην Ευρώπη. Σε ηλικία μόλις 29 ετών διορίζεται επικεφαλής του γραφείου της Γκεστάπο στη Λυών της Γαλλίας. Οι μαρτυρίες λένε ότι ο Μπάρμπι υπήρξε σαδιστικά αιμοσταγής: έλαβε μέρος στο βασανισμό ανδρών και γυναικόπαιδων, χρησιμοποίησε ηλεκτροσόκ κατά τη διάρκεια ανακρίσεων ενώ δεν δίσταζε να βασανίσει και σεξουαλικά τα θύματα του. Έλαβε το προσωνύμιο “Χασάπης της Λυών” για τη βαρβαρότητα που επέδειξε ως επικεφαλής της ναζιστικής μυστικής αστυνομίας στην πόλη. Τον Απρίλη του 1944 διέταξε την απέλαση – με κατεύθυνση τα κρεματόρια του Άουσβιτς – 44 παιδιών από ορφανοτροφείο της κωμόπολης Ιζιέ. Έλαβε μέρος σε δεκάδες επιχειρήσεις των ναζιστικών στρατευμάτων κατά γάλλων παρτιζάνων μέχρι και το τέλος του πολέμου.
Κατά έναν παράξενο τρόπο, μετά το τέλος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα του χιτλερικού καθεστώτος, ο Μπάρμπι στρατολογήθηκε από τους “Δυτικούς συμμάχους”, δουλεύοντας για τη Βρετανία μέχρι το 1947 και έπειτα για τις μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1951, με τη βοήθεια της CIA και του Βατικανού, καταφέρνει να διαφύγει από την Ευρώπη με κατεύθυνση την Αργεντινή – η “απόδραση” του Μπάρμπι στη Λατινική Αμερική είναι μια απ’ τις πολλές υποθέσεις αξιωματούχων του χιτλερικού καθεστώτος που με τη βοήθεια της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας εγκατέλειψαν την Ευρώπη. Απο ‘κει και πέρα ο “Χασάπης της Λυών” – πότε σε συνεργασία με την CIA και πότε ως πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών της Δυτικής Γερμανίας (BND) – θα λάβει μέρος σε αμέτρητες εγκληματικές επιχειρήσεις, από απόπειρες δολοφονίας μέχρι στρατιωτικά πραξικοπήματα. Το 1965 ο Μπάρμπι βρίσκεται στη Βολιβία δουλεύοντας για την BND και έχοντας εξασφαλίσει το μισθό του σε τραπεζικό λογαριασμό με έδρα το Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ. Διαμένει στην πρωτεύουσα Λα Παζ φέροντας τον τίτλο του “επιχειρηματία”, υπό το όνομα “Κλάους Αλτμαν”…

Η ανάμειξη του Κλάους Μπάρμπι στην σύληψη και δολοφονία του Τσε αποκαλύφθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Βαθιά αντικομμουνιστής και γνώστης τακτικών πολέμου απ’ τη θητεία του στα ναζιστικά στρατεύματα, ο Μπάρμπι αποτέλεσε έναν εκ των ιδανικών υποψηφίων για συμμετοχή στο κυνήγι του Τσε. Προκειμένου να συλλάβουν τον αργεντίνο επαναστάτη, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ήταν αποφασισμένες να κάνουν τα πάντα. Ο βρετανός, βραβευμένος με Όσκαρ, σκηνοθέτης Κέβιν Μακ Ντόναλντ ερεύνησε την συμμετοχή του πρώην διοικητή της Γκεστάπο στον εντοπισμό και την σύλληψη του Τσε. Το ντοκυμαντέρ με τίτλο “Ο Εχθρός του Εχθρού μου” (My Enemy’s Enemy) περιγράφει πτυχές της στρατολόγησης του “χασάπη της Λυών” στο κυνήγι που εξαπέλυσε η CIA στη Βολιβία. Σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε ο Μακ Ντόναλντ, η CIA χρησιμοποίησε τις – αν μη τι άλλο πολύτιμες – εμπειρίες του Μπάρμπι απέναντι στους γάλλους παρτιζάνους κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Αλβάρο ντε Κάστρο, έμπιστος του Μπάρμπι εκείνα τα χρόνια, εξιστορεί στο ντοκυμαντέρ: “Συνάντησε (ο Μπάρμπι) τον στρατηγό Σέλτον, τον αρχηγό της μεραρχίας από τις ΗΠΑ. Ο Άλτμαν (κωδική ονομασία του Μπάρμπι) χωρίς αμφιβολία του έδωσε συμβουλές στο πως να πολεμήσει τους αντάρτες. Χρησιμοποίησε τις γνώσεις που είχε αποκτήσει απ’ τη δουλειά του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πιο σημαντικό ήταν ότι κατείχε αυτήν την εμπειρία”. Μάλιστα ο ντε Κάστρο αποκαλύπτει την προκλητική υπεροψία με την οποία ο εγκληματίας Ναζί αντιμετώπιζε τον Τσε: “Αυτός ο κακομοίρης δεν θα είχε επιζήσει καθόλου εάν είχε πολεμήσει στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο” συνήθιζε να λέει ο Μπάρμπι.
Την περίοδο της προβολής του ντοκυμαντέρ (Δεκέμβρης 2007), ο σκηνοθέτης Μακ Ντόναλντ αφηγείται στην εφημερίδα “Guardian”: Ο Γκεβάρα έφτασε στη Βολιβία μεταμφιεσμένος – όπως οι γάλλοι αντάρτες στον πόλεμο που ήταν συνεχώς μεταμφιεσμένοι ώστε να περνούν απαρατήρητοι απ’ τους γερμανούς. Υποψιάζομαι ότι η συμβολή του Μπάρμπι (στην σύλληψη) ήταν περισσότερο σε θεωρητικό επίπεδο και, αν το σκεφτείτε, είναι λογικό απ’ την πλευρά των βολιβιανών και των αμερικανών. Είχε έμπρακτη ειδίκευση στο αντικείμενο, ήταν σκληρός αντικομμουνιστής. Ούτε οι αμερικανοί, ούτε οι βολιβιανοί είχαν τέτοιου είδους εμπειρία”.
Η συνεργασία της CIA και της βολιβιανής κυβέρνησης με τον διαβόητο εγκληματία του Τρίτου Ράϊχ οδήγησε στην σύλληψη και δολοφονία του Ερνέστο Γκεβάρα, στις 9 Οκτώβρη 1967. Στο ντοκυμαντέρ “Ο Εχθρός του Εχθρού μου”, ένας συνάδελφος του Μπάρμπι στην Υπηρεσία αντικατασκοπείας του αμερικανικού στρατού (US Army Counter-Intelligence) θα δηλώσει κυνικά: “Δεν πιστεύω ότι ήταν πραγματικά σαδιστής. Έκανε αυτό που του είχε ανατεθεί και ήταν περήφανος για την ικανότητα του να ανακρίνει ανθρώπους”. Από τον ναζιστικό ιμπεριαλισμό της φρίκης του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ο Κλάους Μπάρμπι (ή Κλάους Άλτμαν) θα μεταπηδήσει με παροιμιώδη ευκολία στο στρατόπεδο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού του μεταπολέμου, αυτόν του Ψυχρού Πολέμου. Για τα εγκλήματα του δεν θα τιμωρηθεί ποτέ όπως του άξιζε.
Ο “χασάπης της Λυών” θα συλληφθεί το Γενάρη του 1983 απ’ τις βολιβιανές αρχές και θα εκδωθεί στη Γαλλία προκειμένου να δικαστεί. Θα καταδικαστεί για 41 διαφορετικές κατηγορίες εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και θα φυλακιστεί σε ισόβια κάθειρξη στη Λυών το 1987 – την πόλη που τέσσερις δεκαετίες πριν είχε ζήσει τον σαδισμό και τη βαρβαρότητα της αρρωστημένης ιδεολογίας του. Αμετανόητος μέχρι τέλους θα δηλώσει ενώπιον του δικαστηρίου: “Ενώπιον του Θεού θα κριθώ αθώος”. Το 1991 πεθαίνει στην φυλακή από λευχαιμία, σε ηλικία 77 ετών.
πηγή: Guevaristas


24.9.12

Τοποθέτηση για την Ε.Ε, το αντι-ΕΕ κίνημα και την Πρωτοβουλία "Stop euro-ee"



Ιστολόγιο Praxis. Σταθερή αξία για όσους δεν ντρέπονται ακόμα που σκέφτονται...ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό να το ξέρετε, πως είναι ένας αγώνας ενάντια στη βλακεία...όσοι πήραν την ιδεολογία και την απογύμνωσαν από τους υλικούς της όρο
υς για να φτιάξουν σουπερ ντουπερ κόμματα της αριστεράς...ας μείνουν να κάνουν παρέα με το λούμπεν λαϊκοριάτο των παλληκαριών της ΧΑ που αναδύεται ως ο νεος φορέας "των λαϊκών" κινημάτων...ας πρόσεχες...όπως είπε και κάποιος...είναι μεγάλη μαγκιά να μετατρέψεις το δίλημμα "Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα" σε δίλημμα " Ιμπεριαλισμός ή εθνοσωβινισμός"...να σας ζήσουν τα δίδυμα...και στην υγειά σας...



Kείμενο της συντακτικής επιτροπής, Οι αναφορές στην "Πρωτοβουλία stop euro-e.e" είναι για την εισήγηση της τελευταίας της συνέλευσης την προηγούμενη παρασκευή που είχε σταλεί στο Praxis και δημοσιεύσαμε σε ξεχωριστή ανάρτηση εδώ.

To ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της στάσης απέναντι στον Ευρωπαϊκό καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, αποτελεί κομβική πλευρά για την στάση απέναντι στην κρίση γενικά και στον Ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα ειδικότερα. Σε σημείο που να αποτελεί βασικό κριτήριο και για τις πολιτικές δυνάμεις, υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό άξονα δεξιά/αριστερά.

Το αντεργατικό έκτρωμα που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγεί την σφαγή των εργατικών δικαιωμάτων από το Λονδίνο μέχρι την Αθήνα και από τη Λισαβόνα μέχρι Σόφια. Πρόκειται για μια καπιταλιστική ολοκλήρωση, δηλαδή για ένα συνεταιρισμό/συμμαχία αστικών κρατών που στόχο έχει, όπως όλες οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, την εκμετάλλευση όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζομένων σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες περιοχές της Ευρώπης. Θα αρκούσε να ανατρέξει κανείς σε όλα τα επίσημα ντοκουμέντα και κείμενα, από την ΕΚΑΧ μέχρι την ΕΟΚ και την Ε.Ε για να διακρίνει καθαρά αυτούς τους στόχους που κάθε φορά βέβαια έπαιρναν διάφορα ονόματα («ανάπτυξη», «διαρθρωτικές αλλαγές», «ελευθερία κίνησης κεφαλαίων» κλπ). (1)

Η ανταγωνιστικότητα (δηλαδή βασικά η μείωση του κόστους εργασίας ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και να γίνουν πιο ελκτικές οι εθνικές οικονομίες για επενδύσεις) είναι η σημερινή θρησκεία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στην οποία καταλήγουν όλες οι πολιτικές ανεξάρτητα από την απόχρωση των αστικών κυβερνήσεων. Είναι πολιτική-μονόδρομος γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να αντέξουν οι Ευρωπαϊκοί Καπιταλισμοί στον ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κυρίως με τις αναδυόμενες οικονομίες που προσφέρουν μηδενικά μεροκάματα και συνθήκες εργασίας του 19ου αιώνα και νομικά πλαίσια

Με το ξέσπασμα της κρίσης οι ευρωπαϊκές αντεργατικές συνθήκες ονομάστηκαν «πακέτα βοήθειας» και «μνημόνια» και σε συνεργασία με το ΔΝΤ προωθήθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο. Κάθε πακέτο βοήθειας, κάθε παρέμβαση συνοδεύεται από αντίστοιχα μέτρα (περικοπές μισθών, πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας κλπ), Ταυτόχρονα το ευρωπαϊκό κεφάλαιο επιτίθεται και με τις ιδιωτικοποιήσεις, τις περικοπές στους κρατικούς τομείς υγείας, παιδείας κ.α., δημιουργώντας έτσι νέα πεδία κερδοφορίας.

Στόχος είναι η δημιουργία μια μεσογειακής ζώνης «λατινοαμερικανοποιήσης» (2) που θα σώσει την κερδοφορία των εγχώριων αστικών τάξεων, θα μεγαλώσει την ανάπτυξη των ισχυρότερων καπιταλισμών (του Γερμανικού ιδιαίτερα), θα λειτουργήσει σαν μοχλός για την ισοπέδωση των εργατικών δικαιωμάτων σε όλη την Ευρώπη (όπου παίρνονται μέτρα όχι επειδή ήρθαν τα μνημόνια αλλά για να μην έρθουν τα μνημόνια ενώ π.χ. στην Ελλάδα και στην Ισπανία που έχουν έρθει τα μέτρα δικαιολογούνται για να φύγουμε από τα μνημόνια).

Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά: 50% των νέων σε όλη την Ευρώπη είναι άνεργοι (3), οι μισθοί έχουν τσακιστεί η καθηλωθεί (4), το κόστος ζωής ανεβαίνει καθώς οι μέχρι τώρα κρατικές υπηρεσίες «πρόνοιας» ιδιωτικοποιούνται, ξηλώνονται τα συστήματα ασφάλισης (5). Tο Ευρωπαϊκό κεφάλαιο με βασικό του όπλο την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κηρύξει μονομερώς έναν αμείλικτο ταξικό πόλεμο ενάντια στον κόσμο της εργασίας σε όλη την ήπειρο.

Στον πρώτο «πειραματόζωο» αυτής της προσπάθειας, στην Ελλάδα οι στόχοι έχουν πετύχει απόλυτα: ανεργία που σύντομα θα φτάσει το 30%, κατάργηση ακόμα και των τυπικών μορφών διαπραγμάτευσης που είχαν απομείνει στους εργαζόμενους, μειωμένο εισόδημα κατά 30 με 50% στους περισσότερους εργαζόμενους, ιδιωτικοποίηση των πάντων με μαφιόζικες διαδικασίες fast-track. Μέσα από την φτώχεια και την πείνα και την αδυναμία του εργατικού κινήματος μέχρι τώρα να αντισταθεί αποτελεσματικά, παρά τις σκληρές ταξικές μάχες που δίνονται, ξεφυτρώνουν οι ένοπλες φασιστικές συμμορίες που αναλαμβάνουν, σε συνεργασία με το αστικό κράτος, την εξόντωση όποιου αντιστέκεται.

Αυτή η στρατηγική, όπως αναφέρθηκε και πριν, δεν είναι «λάθος» πολιτική επιλογή η νεοφιλελεύθερη εμμονή. Σε συνθήκες κρίσης, εντεινόμενης διεθνοποίησης και πλήρους απελευθέρωσης των χρηματιστηριακών αγορών οι εθνικοί καπιταλισμοί της Ευρώπης ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ακολουθήσουν μια διαφορετική στρατηγική.

Δεν θέλουν γιατί αυτή η στρατηγική είναι η μόνη που μπορεί να βελτιώσει άμεσα, (και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες κρίσης) την θέση τους απέναντι στην δική τους εργατική τάξη αλλά και στον διεθνή καταμερισμό και τις αντιθέσεις που διεξάγονται εκεί. Και ταυτόχρονα είναι η μόνη που εγγυάται την συμμετοχή τους με τους καλύτερους δυνατούς όρους στους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς.

Δεν μπορούν γιατί στην πραγματικότητα τα περιθώρια παρέμβασης των αστικών κρατών σε συνθήκες κρίσης (και ιδιαίτερα της σημερινής) είναι ανύπαρκτα. Το αστικό κράτος όχι μόνο δεν είναι «ουδέτερο» αλλά αποτελεί μηχανισμό ταξικά προσανατολισμένο που σε συνθήκες κρίσης κινείται αποκλειστικά με κριτήριο την προστασία των καπιταλιστών και της κερδοφορίας τους και την αντιμετώπιση της δικής του κρίσης, αφού σαν «συλλογικός καπιταλιστής» αποτελεί μέρος της και δεν στέκει έξω από αυτήν. Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η αποτυχία της προηγούμενης αντίστοιχης απόπειρας του «Κευνσιανισμού» σε συνθήκες με πολύ μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης εθνικών πολιτικών αλλά και ύπαρξης ενός διαφορετικού πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού που θα μπορούσε να τις υπερασπιστεί και να τις επιβάλλει.(6)

Φυσικά σε κάθε χώρα το μοντέλο και ο τρόπος εφαρμογής μπορεί να διαφέρει, για μια σειρά λόγους: θέση του εκάστοτε εθνικού καπιταλισμού στο διεθνές κεφαλαιοκρατικό πλέγμα, πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί, ενδοοαστικές αντιθέσεις κλπ. Αυτό που π.χ. για τον ευρωπαϊκό νότο μπορεί να σημαίνει υποτίμηση του πραγματικού μισθού μέχρι και 10% (Ελλάδα) για τον Βορρά μπορεί να σημαίνει καθήλωση μισθών και περικοπή στις κοινωνικές δαπάνες. Ο βαθμός και ο ρυθμός της συνταγής μπορεί να διαφέρει για πολλούς λόγους, όμως η ουσία της είναι ίδια. Ανασχέσεις ,καθυστερήσεις ακόμα και ανατροπές επιμέρους μέτρων μπορεί να υπάρξουν κάτω απο τον αγώνα των εργαζομένων και είναι ζωτικής σημασίας για το εργατικό κίνημα, όμως χωρίς να συνδέονται στην πράξη με ένα συνολικό επαναστατικό ρεύμα θα είναι ολο και πιο δύσκολο να κατακτηθούν και να διατηρηθούν.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την σημερινή πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας, των πολυεθνικών κολοσσών, του ρόλου του διεθνούς βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου και ευρύτερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος γίνεται φανερή η επικίνδυνη αυταπάτη (που παίρνει διάφορα ονόματα) της δυνατότητας εξόδου από την κρίση υπέρ των εργαζομένων χωρίς επαναστατικό μετασχηματισμό. Απόδειξη για αυτό είναι η πολιτική που ακολούθησαν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε όλο τον κόσμο από την αρχή της κρίσης με σοσιαλδημοκράτες η νεοφιλελεύθερους, με αριστερές η δεξιές κυβερνήσεις.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που λειτουργεί με βάση με ένα ασφυκτικό πλαίσιο αποφάσεων, συνθηκών, διαταγμάτων, οικονομικών προγραμμάτων που ελέγχεται άμεσα από το ευρωπαϊκό πολυεθνικό κεφάλαιο έχει διπλό ρόλο: από τη μία μοιράζει την λεία της ληστείας των εργατικών δικαιωμάτων με βάση το συσχετισμό δύναμης σε διεθνές επίπεδο (δημιουργώντας έτσι συνεχώς νέες αντιθέσεις για την μοιρασιά) και από την άλλη είναι βασικό στήριγμα των εγχώριων αστικών τάξεων. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι αστοί πολιτικοί όπως π.χ. ο Παπανδρέου η ο Σαμαράς θα μπορούσαν να περάσουν αυτά τα μέτρα χωρίς τη βοήθεια της Ε.Ε και του ΔΝΤ. Στο πολιτικό επίπεδο λειτουργεί με πρόσοψη ένα ευρωκοινοβούλιο-μαϊμού (που βγαίνει και από εκλογές) που δεν έχει καμία πραγματική αρμοδιότητα αφού είναι ένα σώμα που μοιράζεται μαζί με ένα άλλο (το Συμβούλιο) απλώς το δικαίωμα να κάνει τροπολογίες στις προτάσεις ενός τρίτου οργάνου (της Κομισιόν).(7)

Συμπερασματικά, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση απο την ίδρυση της μέχρι σήμερα και πολύ πριν αποκτήσει το ευρώ (το οποίο σήμερα αναδεικνύεται από πολλούς αριστερούς οικονομολόγους σαν το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα και η έξοδος από το ευρώ-χωρίς η πριν την έξοδο από την Ε.Ε- σαν βήμα για μια κευνσιανή πολιτική εντός του σημερινού διεθνούς καπιταλιστικού πλαισίου) έχει χαραγμένους με ανεξίτηλα γράμματα τους ιερούς στόχους του κεφαλαίου: την εκμετάλλευση και εξαθλίωση των εργαζομένων μέσω της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς.

Φυσικά οι διάφοροι λακέδες της αστικής τάξης και οι αριστεροί τρόφιμοι του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού προβάλλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν «Ευρώπη» η «πεδίο παρέμβασης και ταξικής πάλης» όπως αντίστοιχα προβάλλουν τα μνημόνια σαν «λάθος συνταγή» και «γερμανική εμμονή» στις διάφορες αναλύσεις-πλυντήρια του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα η «λιτότητα χωρίς τέλος» άρχισε (και στην Ελλάδα) από τότε που αυτό το διεθνές κάτεργο άρχισε να συγκροτείται. Εξάλλου, όσοι υποστηρίζουν την δυνατότητα μιας άλλης "κοινωνικής Ε.Ε" (με ευρωζώνη η χωρίς, με Μέρκελ η χωρίς κλπ), πέρα από όλα τα παραπάνω, ίσως θα πρέπει να θυμηθούν και ότι στα 200 και παραπάνω χρόνια που εμφανίστηκε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν υπήρξε, όχι μόνο η Ε.Ε, αλλά ούτε μια ολοκλήρωση η διεθνής καπιταλιστικός οργανισμός που να λειτούργησε προς όφελος των λαϊκών τάξεων η να μην συνδέθηκε με κοινωνικές καταστροφές, πολέμους και βαρβαρότητα. Η άλλη "κοινωνική" Ε.Ε δεν υπήρξε ποτέ, ούτε πριν την Ευρωζώνη, ούτε όταν ήταν ΕΟΚ και ΕΚΑΧ. Και δεν πρόκειται να υπάρξει (8).

Όλα τα βρώμικα μέτρα που μας κατέστρεψαν την ζωή, που οι έλληνες καπιταλιστές έβλεπαν για χρόνια στα τρελά όνειρα τους (όπως η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων), βγήκαν μέσα από κάποια ευρωπαϊκή «ντιρεκτίβα», κάποιο πακέτο, κάποια «γνωμοδότηση» ιδρύματος πληρωμένου από πολυεθνικές και τράπεζες. Οι εργαζόμενοι έχουν λοιπόν κάθε συμφέρον να αγωνιστούν για έξοδο της χώρας από την Ε.Ε, με ταυτόχρονα βήματα για την απεμπλοκή από την κανιβαλική καπιταλιστική οικονομία και "ανάπτυξη".



Ενώ όμως ο ρόλος της Ε.Ε, ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα, αποκαλύφθηκε με το ξέσπασμα της κρίσης ο χαρακτήρας του αντί-Ε.Ε κινήματος στην Ελλάδα ακολούθησε αντίστροφη πορεία. Όχι μόνο δεν ενισχύθηκε αλλά αν δούμε τις πολιτικές δυνάμεις (όχι μόνο τα εκλογικά ποσοστά αλλά και αυτά) και συνολικά τις κινηματικές, πολιτικές και θεωρητικές πρωτοβουλίες έκανε και βήματα πίσω. Ωστόσο τα αίτια θα πρέπει να τα αναζητήσουμε όχι μόνο στο τι έγινε την περίοδο της κρίσης αλλά στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί πριν από αυτήν.Οι πιο σημαντικές θα μπορούσαν να αναζητηθούν πρός τις εξής κατευθύνσεις:



Α) Η συσπείρωση όλων των αστικών κομμάτων όλων των αποχρώσεων γύρω από την Ευρωπαϊκή ιδέα-για τους λόγους που περιγράψαμε-που έκλεισε όλα τα πιθανά «ρήγματα» που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από το εργατικό κίνημα. Στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και σε λεκτικό επίπεδο, υπήρξε αμετάκλητη άρση των ενδοαστικών αντιθέσεων στην Ελλάδα και σιδερένια ενότητα (προς απογοήτευση διάφορων αλτουσεριανών ρευμάτων που ακόμα υποστηρίζουν το σύνθημα να «οξύνουμε τις αντιθέσεις» νομίζοντας ότι η Ελλάδα του 2012 είναι η Ρωσία του 1917). Εδώ βέβαια πρέπει να υπολογίσουμε και το ρεύμα του «ευρωκομουνισμού» που λειτούργησε, σε όλες τις κυρίαρχες εκδοχές του, σαν πλασιέ του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα με «προοδευτικό» και «δημοκρατικό» περιτύλιγμα (ΚΚΕ εσωτερικού, ΕΑΡ, ΣΥΝ,ΣΥΡΙΖΑ).

Β) Στην ιστορική κοινωνική συμμαχία της ελληνικής αστικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα που στηρίχθηκε στην εκτεταμένη διαφθορά των επιδοτήσεων, δανείων (που προήλθαν την περίοδο του ευρώ), ευρωπαϊκών προγραμμάτων κλπ, κυρίως γύρω από το αστικό κράτος. Αυτό έδωσε την δυνατότητα στις αστικές κυβερνήσεις μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 να προωθούν αλλεπάλληλα μέτρα ενάντια στην εργατική τάξη συντηρώντας ταυτόχρονα την διαφθορά αυτών των στρωμάτων τα οποία ένιωθαν ότι τουλάχιστον δεν χειροτέρευε το επίπεδο διαβίωσης τους. Έτσι το εργατικό κίνημα βρέθηκε μόνο του και καθώς δεν έγινε δυνατό να χαράξει μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική και προσέκρουε στην σιωπή και απάθεια μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας και από τη δεκαετία του 90 και στην ανοιχτή εχθρότητα (ο «κοινωνικός αυτοματισμός» του Σημίτη) από αυτούς που αργότερα πλαισίωσαν τους «αγανακτισμένους» (και μετά –σε ένα τμήμα τους-τη Χρυσή Αυγή).

Γ) Στην εξαγορά του συνόλου σχεδόν των διανοούμενων (πανεπιστημιακών/δημοσιογραφών) με διάφορους τρόπους (ζεστές θεσούλες, συνέδρια, περιοδικά, ιδρύματα, δημοσιεύσεις, εκδόσεις κλπ) που απομόνωσε κάθε προσπάθεια θεωρητικής κριτικής και αποκάλυψης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Ιμπεριαλισμού.

Δ) Στην κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και στην δημιουργία μιας γραφειοκρατικής δομης μισθοδοτούμενης από το αστικό κράτος και την Ε.Ε που οδήγησε στον ολοκληρωτικό εκμαυλισμό των συνδικαλιστικών ηγεσιών που μετατράπηκαν σε κρατικούς υπαλλήλους, απελευθερωμένοι από την εργασία τους και πληρωμένοι από τον κράτικο μηχανισμό. Συντάξεις, συνδικαλιστικές άδειες, επιδόματα, βουλευτικές καριέρες, συμμετοχή σε Ευρωπαϊκά προγράμματα, ακαδημίες συνδικαλιστών και πολλά άλλα εξασφάλισαν την αποδοτικότητα των πρακτόρων της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα που παγίωσαν  μια γραφειοκρατία που υποστήριζε την Ε.Ε και το αστικό κράτος σε όλους τους τόνους. Χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις. 

ΣΤ) Στην αδυναμία των αντί-Ε.Ε δυνάμεων να δημιουργήσουν ένα μαζικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα που να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση. Η μεταδικτατορική εδραίωση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έδωσε στο ΚΚΕ την δυνατότητα για μαζική πολιτική παρέμβαση αλλά ταυτόχρονα το πίεζε συνεχώς για παραμονή στο αριστερό άκρο του πολιτικού συστήματος, εγχείρημα που είχε επιτυχία καθώς -σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές της ταξικής πάλης στην Ελλάδα- στο κομμουνιστικό κίνημα συνδυάστηκε η «ορθοδοξία των σκοπών» (με κομμουνιστική αναφορά) με μια ρεφορμιστική πρακτική (π.χ. Ενωμένη αριστερά το 1974,«Πραγματική αλλαγή» το 1981, Συμμετοχή σε κυβέρνηση με την ΝΔ το 1989). Έτσι το κόμμα αυτό παρά το γεγονός ότι ήταν η πιο συνεπής αντί-ΕΕ δύναμη στην Ελλάδα (ουσιαστικά η μόνη μετά και την ένταξη μεγάλων τμημάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στο ρεύμα της «αλλαγής») δεν κατάφερε να μετατρέψει αυτήν την γραμμή σε μια ανατρεπτική πολιτική παρέμβαση που να έχει αποτελέσματα στο ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε.

Η αντί-ΕΕ θέση προσέκρουε στην τακτική μιας συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα, με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο («αντιμονοπωλιακά μέτωπα» κλπ) που θα έδινε αριστερή και κομμουνιστική προοπτική σε μια ανεξάρτητη «εθνική ανάπτυξη». Όμως για τους λόγους που περιγράφηκαν παραπάνω, αυτή η συμμαχία μονίμως ακυρωνόταν από την δυνατότητα της ελληνικής αστικής τάξης να ενσωματώνει αυτά τα στρώματα, με την μεγάλη συμβολή της ίδιας της Ε.Ε. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η προσπάθεια κορυφώθηκε αμέσως μετά την ένταξη, με το εγχείρημα της «αλλαγής». Έτσι η αντί-ΕΕ πάλη δεν συνδέθηκε τελικά με ένα μαζικό ταξικό επαναστατικό ρεύμα στην Ελληνική κοινωνία που θα μπορούσε να διεκδικήσει το ζήτημα της εξόδου και περιορίστικε κυρίως στις κομματικές δυνάμεις που την υποστήριζαν και σε έναν περίγυρο τους.




Έτσι δεν είναι παράξενο ότι όταν ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα, σχεδόν αυτόματα, σαν έτοιμες από καιρό, εμφανίστηκαν διάφορες ερμηνείες και αντιπολιτευτικές προτάσεις που σχεδόν όλες έθαβαν και απέκρυπταν το ζήτημα της Ε.Ε. Η κρίση σαν κρίση χρέους (και άρα έλλειψης λογιστικού έλεγχου), η κρίση σαν κρίση προδοσίας των πολιτικών, η κρίση σαν κρίση των τραπεζών, η κρίση σαν κρίση διαφθοράς. Διανοούμενοι, συνδικαλιστές, και φυσικά οι μηχανισμοί των ευρώ-κομμάτων αριστερών και δεξιών έκαναν την δουλειά τους, εξαπατώντας τους εργαζόμενους και συσκοτίζοντας την ερμηνεία της κρίσης (και άρα την απάντηση σε αυτήν). Τα αντιμνημονιακά μέτωπα, οι πλατείες και οι παρελάσεις αλλά και πολλοί εργατικοί αγώνες είτε δεν είχαν  την αντί-ΕΕ πάλη σαν σύνθημα είτε, στην καλύτερη περίπτωση, αυτή έμενε σε κάποιο  χαρτί.

Οι λίγες εξαιρέσεις, κυρίως το ΚΚΕ (το οποίο μέσα στην κρίση ριζοσπαστικοποιήσε την πολιτική του γραμμή η οποία τώρα έκανε σαφείς αναφορές στην εργατική εξουσία και στο αδύνατο ενδιάμεσων δρόμων, διατηρώντας όμως τις πρακτικές του παρελθόντος), μικρότερες οργανώσεις του ΜΛ-χώρου αλλά και άλλες κινήσεις όπως το Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία, που έθεσαν ξεκάθαρα το θέμα της εξόδου από την Ε.Ε, δεν κατάφεραν να μετατρέψουν αυτήν την γραμμή σε κάτι πέρα από μια-σωστή- διακήρυξη.

Καμία πρωτοβουλία δεν εμφανίστηκε στο κίνημα για το ζήτημα της έξοδου . Και ουσιαστικά παρά τις χιλιάδες πορείες, συγκεντρώσεις, κινητοποιήσεις κλπ που έχουν γίνει, έχουμε τον θλιβερό απολογισμό ελάχιστων (ίσως και μηδαμινών) κινητοποιήσεων για το ζήτημα αυτό, ακόμα και στα γραφεία της Ε.Ε. Βέβαια τα αντί-ΕΕ συνθήματα ήταν πάντα πλευρά των συνθημάτων πολιτικών δυνάμεων που διαδήλωναν αλλά ποτέ δεν τέθηκαν με αυτοτελή τρόπο στο κίνημα. Έτσι η έξοδος από την Ε.Ε λειτούργησε στην πράξη περισσότερο σαν σημείο ενδοαριστερής διαπάλης και του-αναγκαίου-διαχωρισμού από την σοσιαλδημοκρατία παρά σαν πραγματικό επίδικο των ταξικών αγώνων.

Αυτές τις μέρες περνάει άλλο ένα πακέτο αντεργατικών μέτρων, πάνω στα αποκαΐδια των εργατικών δικαιωμάτων που άφησαν τα προηγούμενα. Στην ευρωπαϊκή κομπανία συμμετέχει τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ που συναντήθηκε ακόμα και με την Task Force για να δώσει διαπιστευτήρια στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο (στο ελληνικό τα έχει δώσει χρόνια τώρα και κυρίως προεκλογικά). Το ζήτημα του πραγματικού χαρακτήρα και ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη εξακολουθεί να παραμένει στο περιθώριο, την ώρα που ο Ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός μαζί με την Ελληνική αστική τάξη έχουν ισοπεδώσει τη χώρα. Η αναγκαιότητα συγκρότησης ενός μαζικού κινήματος για την άμεση έξοδο της χώρας από την Ε.Ε και την εργατική εξουσία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.

Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής μέσα στον μηχανισμό της Ε.Ε, που γεννήθηκε και λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο για να τσακίζει εργατικά δικαιώματα και να εξασφαλίζει κερδοφορία στις Ευρωπαϊκές αστικές τάξεις. Ένας μηχανισμός που δεν διορθώνεται παρά μόνο ανατρέπεται, σε κάθε χώρα και διεθνώς. Στην πραγματικότητα το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε είναι προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική. Όσο δεν τίθεται και δεν ξεκαθαρίζεται αυτό το ζήτημα τα διάφορα «αντικαπιταλιστικά» και «αριστερά προοδευτικά» προγράμματα δεν έχουν καμία πραγματική κοινωνική και πολιτική βάση, ότι φρασεολογία και αν υιοθετούν. Είναι λοιπόν όχι μόνο άχρηστα αλλά και τροφοδοτούν τον αποπροσανατολισμό σε συνθήκες που ήδη το θέμα της Ε.Ε έχει θαφτεί από όλα τα αστικά κόμματα και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.

Η κρίση και οι σημερινές εξελίξεις στην Ε.Ε δείχνουν ότι δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες. Οι οικονομικοί, θεσμικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί της Ε.Ε, αλλά και των επιμέρους κρατών μελών, έχουν διαμορφωθεί και φέρουν τη σφραγίδα των εξουσιαστικών σχέσεων του κεφαλαίου και στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Ως τέτοιοι είναι εντελώς ακατάλληλοι και επιζήμιοι για την επαναστατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και για μια προοπτική στα πλαίσια της οποίας οι «ελεύθερα συνεταιρισμένοι (και αυτοκυβερνώμενοι) παραγωγοί» θα αποκρυσταλλώνουν σταδιακά τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας. Και δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να μετασχηματιστούν ριζικά οι σχέσεις παραγωγής χωρίς την ταυτόχρονη αλλαγή των σχέσεων εξουσίας και κράτους (σε εθνικό, περιφερειακό, και παγκόσμιο επίπεδο). Θα πρέπει, επομένως, να καταργηθούν (διαλυθούν) οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί της Ε.Ε και να αναπτυχθούν νέοι θεσμοί καικοινωνικοί μηχανισμοί σχεδόν από μηδενική βάση.

Σε αυτά τα πλαίσια, βασική θέση κάθε στρατηγικής επιδίωξης με κομμουνιστικό περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι άλλη από την πάλη για την ανατροπή των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, την κατάργηση της συμμετοχής της χώρας σε αυτές, την κατοχύρωση του δικαιώματος του αποχωρισμού και της ελεύθερης συνένωσης σε εργατικού τύπου διεθνοποιήσεις. Ο στόχος για αποχωρισμό και αποδέσμευση από την Ε.Ε συγχωνεύεται με την ανάγκη και δυνατότητα της εργατικής εξουσίας που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια σειρά χώρες η σε μία από αυτές. Ωστόσο η εδραίωση της, η αμετάκλητη νίκη της χωρίς κίνδυνο παλινόρθωσης απαιτεί μια πλέον ανεπτυγμένη διεθνή βάση και μάλιστα τέτοια που να διεκδικεί οικονομική, κοινωνική και πολιτικοιδεολογική ηγεμονία απέναντι στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου. Η πάλη για την αποδέσμευση είναι η βασική συμβολή του εργατικού κινήματος στη χώρα μας για τη διάλυση της Ε.Ε. Στη βάση αυτής της λογικής, ο στόχος της ανατροπής της συγκεκριμένης μορφής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που σήμερα είναι η Ε.Ε, κρίνεται σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο και κυρίως στο πρώτο, γιατί δεν μπορεί να προσμένει κανείς κάποια συνολική επανάσταση όλων των ευρωπαϊκών χωρών ταυτόχρονα. Η αποδέσμευση από την Ε.Ε, , ιδιαίτερα σήμερα, αν είναι να έχει περιεχόμενο υπέρ των εργαζομένων, δεν μπορεί, παρά μόνο να επιβληθεί, με την μαζική, επαναστατική δράση της εργατικής τάξης.





Τα παραπάνω καθορίζουν και τον χαρακτήρα κινήσεων όπως η «Πρωτοβουλία Stop euro-e.e», οι στόχοι της οποίας περιγράφονταν στην εισήγηση για την πρόσφατη συνέλευση που στάλθηκε και στο Praxis. Ο βασικότερος απο αυτούς είναι οχι η έξοδος απο την Ε.Ε αλλά η έξοδος απο το ευρώ και η υιοθέτηση  "κοινωνικής" κρατικόκαπιταλιστικής πολιτικής  εντός της Ε.Ε σαν βήμα για περαιτέρω φιλολαικά μέτρα.

 Γράφει η εισήγηση:

«Να φύγουμε τώρα από τη φυλακή του ευρώ και της ΟΝΕ. Για λαϊκή απειθαρχία και συνολική ρήξη με την ΕΕ του κεφαλαίου – Να μην πληρωθεί το χρέος " (10)

Και παρακάτω:

«Η έξοδος από την κρίση μπορεί να ξεκινήσει μόνο με την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη διαγραφή του χρέους. Προϋποθέτει υιοθέτηση εθνικού νομίσματος που θα στηρίζεται σε μια αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να εθνικοποιηθούν το τραπεζικό σύστημα και πριν απ’ όλα η Τράπεζα της Ελλάδος, για να στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή και να συμβάλλουν στον αυστηρό έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων. Μόνο με εθνικό νόμισμα –και σε συνδυασμό με κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας σε βάρος των κερδών- μπορεί να ενισχυθεί το εισόδημα των εργαζομένων, να τονωθεί η εσωτερική αγορά.

Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αυτά δεν αρκούν. Οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας πρέπει να περάσουν υπό τον πλήρη δημόσιο έλεγχο και να κλείσουν οι μαύρες τρύπες που ευθύνονται για τα ελλείμματα και το χρέος. Ολόκληρη η παραγωγική μηχανή της χώρας πρέπει -βασισμένη σε προγράμματα δημοσίων επενδύσεων και στον εργατικό κοινωνικό έλεγχο- να προσανατολιστεί στην ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών». 


Δηλαδή η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» υποστηρίζει και προτείνει ότι με τις Ευρωπαϊκές συνθήκες (πλην Ευρώ) τύπου Maastricht, Λευκής Βίβλου, ευρωτρομονόμοι κλπ σε ισχύ, με την συμμετοχή σε όλες διακρατικές συμφωνίες που συνεπάγεται η Ε.Ε, με την συνολικότερη διαπλοκή της χώρας με το ευρωπαϊκό/παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα άθικτη είναι δυνατή μια εκτεταμένη «κευνσιανή» πολιτική στήριξης της ζήτησης και παρεμβάσεων του αστικού κράτους.

Πρόκειται για μια αυταπάτη, η οποία ερμηνεύει την κρίση και τα προβλήματα στην Ελλάδα σαν αποτέλεσμα της δημιουργίας της ευρωζώνης. Αγνοεί δηλαδή ότι το ευρώ, που προφανώς είχε τον δικό του ρόλου στο ξέσπασμα της κρίσης, δεν έπεσε από τον ουρανό αλλά είναι η φυσική εξέλιξη της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και των πολιτικών που απορρέουν από αυτήν και εφαρμόζονταν, χωρίς ευρώ, για δεκαετίες πριν την δημιουργία της ευρωζώνης. Και όπως δείχνει και η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών τα «μνημονιακά» μέτρα μπορούν να εφαρμόζονται μια χαρά και με «εθνικό νόμισμα», όπως άλλωστε εφαρμόζονταν και πριν την κρίση.

Η αντίληψη αυτή όμως είναι λαθεμένη και για έναν άλλο λόγο. Προϋποθέτει (αλλιώς η πρόταση της δεν έχει νόημα) ότι μια αστική κυβέρνηση κάτω από την πίεση του κινήματος θα «αναγκαστεί» να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική, δηλαδή ότι ένα κευνσιανό οικονομικό πρόγραμμα στην Ελλάδα-εντός της Ε.Ε- είναι ζήτημα «λαϊκού εκβιασμού». Δεν αντιλαμβάνεται δηλαδή (η αποκρύπτει) ότι τα προβλήματα του Ελληνικού Καπιταλισμού δεν είναι προβλήματα εθνικού νομίσματος ούτε κρατικού χρέους αλλά παραγωγικής δομής και ανταγωνιστικότητας που από τη μια πλευρά αναπαράγονται ακριβώς λόγω της συμμετοχής στην Ε.Ε και από την άλλη καθιστούν μη βιώσιμη οποιαδήποτε «παραγωγική ανασυγκρότηση» που δεν θα σπάσει άμεσα τους δεσμούς της με το διεθνές ιμπεριαλιστικό/κεφαλαιοκρατικό πλέγμα (9). Αυτός είναι και ο λόγος που ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός και η ελληνική αστική τάξη μπορεί κάποια στιγμή κάτω από την πίεση των εξελίξεων να ανοίξουν θέμα συμμετοχής στην ευρωζώνη (κάτι που ήδη συζητιέται σε μερίδες των αστικών τάξεων στην Ευρώπη), δεν πρόκειται όμως να διαπραγματευτούν την «μνημονιακή» πολιτική και τα κεκτημένα της.

Μι λαθεμένη ανάγνωση της κρίσης οδηγεί σε παλινωδίες για το πολιτικό υποκείμενο της πρότασης απέναντι της, δηλαδή για το ποιος θα κάνει όλα αυτά που προτείνει η «Πρωτοβουλία». Όπως αναφέρθηκε, είναι προφανές ότι μόνο ένα αστικό κράτος μπορεί να υπάρξει μέσα στην Ε.Ε (με ευρώ η όχι).

Όμως το κείμενο της «Πρωτοβουλίας» δεν κάνει καμία αναφορά στο ζήτημα (όπως και γενικότερα δεν αναφέρει ποια είναι η εξουσία θα τα πραγματοποιήσει όλα αυτά). Αντίθετα υπάρχουν αόριστες περιγραφές του τύπου «Τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κινητοποίηση ολόκληρου του λαού. Χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία. Ελευθερία και κοινωνική αλληλεγγύη ενάντια στο διαίρει και βασίλευε, ενάντια στον εμφύλιο μεταξύ εργαζομένων και φτωχών». 

Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι η πολιτική γραμμή που προτείνει η «Πρωτοβουλία» αρνείται να θέσει το ζήτημα της εξόδου σαν άμεσο πολιτικό στόχο (ενδεχομένως γιατί εκεί ανοίγουν και άλλα ζητήματα εξουσίας) και ταυτόχρονα δεν υιοθετεί την συνεπή πολιτική πρόταση μιας τέτοιας γραμμής (χωρίς ευρώ αλλά μέσα στην Ε.Ε), που δεν είναι άλλη από μια αριστερή κυβέρνηση που θα διαχειριστεί το αστικό κράτος εκτός του ευρώ και εντός της Ε.Ε και θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Έτσι καταλήγουμε στην φρασεολογία περί «λαού» και «μαζικού εκβιασμού» για να καλυφθεί το κενό. Μια πολιτική πρόταση δηλαδή που στο μόνο που διαφέρει με τις διαχειριστικές προτάσεις των αριστερών ρευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αρνείται την συμμετοχή στην κυβέρνηση που απορρέει από αυτήν την πολιτική γραμμή, κρατώντας για τον εαυτό της το ρόλο του «αριστερού πεζοδρομίου»..

Όμως το πρόβλημα δεν είναι ποιος θα πάρει τα υπουργεία και τις καρέκλες σε μια ενδεχόμενη τέτοια κυβέρνηση αλλά τι πολιτική θα εφαρμόζεται και αν μπορεί να αλλάξει. Από αυτήν την άποψη είναι πολύ διδακτική η πορεία αντίστοιχων ρευμάτων (και στην Ελλάδα) που ξεκίνησαν με προτάσεις εθνικής κοινωνικής οικονομικής πολιτικής, σε πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες και σε άλλη οικονομική κατάσταση για τον Ελληνικό Καπιταλισμό, και με ένα μαζικό ρεύμα να τις υποστηρίζει. Η γραμμή και ανάλυση της «Πρωτοβουλίας» βρίσκεται πίσω ακόμα και από τέτοια αστικά εγχειρήματα (3η Σεπτέμβρη κλπ) τα οποία είναι γνωστό που κατέληξαν. Το 2012, με αυτές τις διεθνείς συνθήκες και τους συσχετισμούς, αν ποτέ είχε κάποιο αποτέλεσμα μια τέτοια ρητορική το πολύ να προσέφερε νέους «αριστερούς ψάλτες» σε μια αστική διαχείριση των συνεπειών των μνημονίων.

Υπάρχει εξάλλου μεγάλη ιστορική παράδοση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα για τα ρεύματα που «ξέχναγαν» να μιλήσουν για το ζήτημα του κράτους το οποίο αποτελεί, στην Μαρξιστική τουλάχιστον θεωρία, τα βιβλία της οποίας σίγουρα βρίσκονται στα γραφεία πολλών μελών τέτοιων πρωτοβουλιών, το βασικό κριτήριο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε τυχοδιωκτικά ρεύματα και ρεύματα που υιοθετούν μια ταξική τοποθέτηση υπέρ των εργαζομένων. Η απάντηση που συνήθως δίνεται –όχι μόνο από συντελεστές της «Πρωτοβουλίας» αλλά και ευρύτερα- είναι ότι πρέπει απλά να βρούμε την σωστή «τακτική» αφού τυπικά συμφωνούμε όλοι στα «μεγάλα ζητήματα». Είναι η κριτική με την οποία σφυροκοπείται το ΚΚΕ και oi δυνάμεις και αγωνιστές πέρα από αυτό που επιμένουν στο ζήτημα της εργατικής εξουσίας, ανεξάρτητα απο το πώς το αντιλαμβάνονται.

Και δεν είναι παράξενο που όλη η ρητορική σήμερα που συκοφαντεί την προλεταριακή επανάσταση και τον σοσιαλισμό και στην οποία πρωτοστατεί το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς εστιάζει στον «ρεαλισμό» και την «τακτική» δηλαδή την υποταγή στον Ευρωπαϊκό Ιμπεριαλισμό και την εθνική αστική τάξη στο όνομα προγραμμάτων τα οποία  δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ποτέ αλλά σίγουρα εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή χώρων και κομματικών γραφειοκρατιών στον μαγικό κόσμο των ενδοαριστερών αντιπαραθέσεων.

Το επιχείρημα είναι ακατανίκητο. Θα περιμένουμε την εργατική εξουσία, θα περιμένουμε την επανάσταση για να αλλάξουν τα πράγματα; Έτσι η «επανάσταση» για τον ανυπόμονο μικροαστό, τον ρεαλιστή «Μαρξιστή», τον «πρακτικό» αρχισυνδικαλιστή, τον κομματικό γραφειοκράτη και τον κουρασμένο αριστερό φοιτητή, που στρατολογούνται θεωρητικά και πολιτικά σε τέτοιες απόψεις, αποκτά μια συγκεκριμένη έννοια. Γίνεται κάτι «που θα έρθει» θα συμβεί δηλαδή κάποια στιγμή και «θα αλλάξουν τα πράγματα» και όχι μια ζωντανή διαδικασία της πάλης των τάξεων, νικών και ηττών, δημιουργίας εργατικών δομών, θεωρητικής κριτικής, συγκρότησης δηλαδή ενός μαζικού επαναστατικού ρεύματος στην εργατική τάξη χωρίς το οποίο η επανάσταση δεν θα έρθει ποτέ.

Η συγκρότηση ενός τέτοιου ρεύματος είναι και η μόνη πραγματική επαναστατική τακτική σήμερα, μαζί με την απολύτως αναγκαία υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας στις βασικές συνθήκες ζωής (μισθοί, πρόνοια κλπ). Αν οι Μαρξιστές πίστευαν ότι μπορούν να υπάρξουν τέτοιες μαγικές «τακτικές» λύσεις χωρίς να χρειαστεί ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης τότε πολύ απλά δεν θα ήταν Μαρξιστές και θα υποστήριζαν όπως ο ειλικρινής Bernstein την τακτική της «σημασίας των άμεσων στόχων».

Το γεγονός σήμερα ότι η πολιτική και θεωρητική συζήτηση σε οργανώσεις που υποστηρίζουν κάποια εκδοχή της Μαρξιστικής θεωρίας έχει μετατραπεί σε συζήτηση περί «τακτικής» στην οποία η επαναστατική τακτική γίνεται «Δευτέρα παρουσία» και η ρεφορμιστική «τακτική» γενικώς δεν είναι παρά δείκτης διάβρωσης των θεωρητικών και πολιτικών ρευμάτων που μιλάνε στο όνομα της εργατικής τάξης από την αστική ιδεολογία και αιτία για την αδυναμία αυτής της αριστεράς να ηγεμονεύσει, να ριζοσπαστικοποιήσει και τελικά να δώσει πνοή σε ένα νέο εργατικό και κομμουνιστικό ρεύμα που τόσο ανάγκη έχει η εποχή μας.

Για τους ανθρώπους που ορίζουν την επανάσταση σαν κάτι «που θα έρθει» και υποβαθμίζουν την συζήτηση στο «τώρα» η επανάσταση είναι κάτι σαν ένα πραξικόπημα η μια βιβλική καταστροφή. Δείγμα και αυτό της κατάστασης που βρισκόμαστε σήμερα. Επίσης η αντίληψη αυτή και οι διάφορες «τακτικές» που προτείνει υποστηρίζει ότι μέσα από αυτές τις τακτικές θα ανοίξει ο δρόμος για πιο συνολικές αλλαγές, αντιλαμβάνεται δηλαδή την «τακτική» με μεταφυσικό τρόπο ως «κατώτατο στάδιο» της στρατηγικής και όχι ως αναπόσπαστο, ζωντανό, μέρος που συνδέεται μαζί της διαλεκτικά, νεκρανασταίνοντας τον γέρο-Kautsky και τον «Μαρξισμό» του που κατέστρεψε το εργατικό κίνημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο που όλα τα παραπάνω οδηγούν σε παρόμοια συμπεράσματα και για τις πολιτικές δυνάμεις. Η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» καλεί σε συμπόρευση τους πάντες, από όσους είναι απλά ενάντια στην Ε.Ε, μέχρι όσους είναι υπέρ της εξόδου από αυτήν και της διάλυσης της. Συμπόρευσης που μπορεί-και πρέπει- να υπάρξει μόνο σαν κοινή δράση δηλαδή σαν συνάντηση στο κίνημα π.χ. σε μια κοινή αντι-ΕΕ διαδήλωση στην οποία όλοι οι παραπάνω θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να συμμετέχουν με την δική τους ξεχωριστή πρόταση, την οποία σε τελική ανάλυση θα την κρίνει η ίδια η ζωή.

Όμως καταλήγοντας η εισήγηση διατυπώνει έναν κοινό στόχο που θεωρεί ότι ενώνει όλους τους παραπάνω: «Κοινός μας στόχος είναι να σταθεί η χώρα στα δικά της πόδια». Για ποια χώρα ακριβώς μιλάμε; Για την εθνική καπιταλιστική Ελλάδα η για την Ελλάδα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων; Και αν μιλάμε για την πρώτη εκδοχή (όπως περιγράφουν και οι πάνω θέσεις) γιατί σε αυτόν τον «κοινό στόχο» δεν χωράνε και άλλα κόμματα τύπου Ανεξάρτητων Ελλήνων τα οποίοι ζητάνε να «σταθεί η χώρα στα πόδια της» και παλεύουν και αυτά ενάντια στις «συνέπειες»;

Η συγκόλληση όλων των αντί-ΕΕ απόψεων κάτω από τη σημαία της «αναστήλωσης της χώρας» αποτελεί μια αντιδραστική αυταπάτη, μεταφορά του τυχοδιωκτικού «αντιμνημονιακού» λόγου στην συνθηματολογία της αριστεράς, πολιτικά επικίνδυνη ρητορική ευάλωτη στα κάθε λογής αστικά και μικροαστικά ρεύματα που, ειδικά σε αυτήν την συγκυρία, παίζουν το παιχνίδι της «σωτηρίας της χώρας» υποβαθμίζοντας μάλιστα το ζήτημα της Ε.Ε. Φαίνεται δυστυχώς ότι τα αποτελέσματα της ανοχής και του καιροσκοπισμού απέναντι στα εθνικιστικά αντιμνημονιακά ρεύματα δεν έδωσαν τα απαραίτητα συμπεράσματα. Είναι βέβαια ένα «κοινός στόχος» ανάλογος των κοινωνικό-οικονομικών αναλύσεων και πολιτικών προτάσεων που υιοθετεί η «Πρωτοβουλία» που περιγράψαμε παραπάνω.

Αυτές είναι και οι κυριότερες πλευρές πάνω στην οποία διαμορφώνει το κάλεσμα της η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας». Μια πρόταση «εθνικής» αστικής στρατηγικής εντός της Ε.Ε σαν βήμα για το σοσιαλισμό, που «ξεχνά» το κορυφαίο ζήτημα του αστικού κράτους (ποιος δηλαδή θα τα κάνει όλα αυτά), στηρίζεται σε λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις που αποκρύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης και σε ένα ανέφικτο πολιτικό πρόγραμμα που θέλει σοσιαλισμό μέσα στον διεθνή Καπιταλισμό της Ε.Ε χωρίς επανάσταση. Από αυτήν την μικροαστική πολιτική πρόταση (αφού σε ταξικό επίπεδο αντικειμενικά αντανακλά κυρίως τα ταξικά συμφέροντα των μικροαστών-μικροκαπιταλιστών που μάταια ονειρεύονται μια Ε.Ε που θα τους δίνει την οικονομική ασφάλεια του παρελθόντος χωρίς την λιτότητα και ενδεχομένως και το ευρώ) και την «αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση» που προτείνει προκύπτει ένα ευρύτερο αγωνιστικό μέτωπο στο οποίο καλεί η «Πρωτοβουλία» με κοινό στόχο την «σωτηρία της χώρας». Είναι λοιπόν μια πρόταση που όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί αλλά θολώνει και την πραγματική εικόνα της κρίσης, της Ε.Ε και της απάντησης σε αυτήν. Για αυτό και δεν μπορεί να συμβάλλει στον αγώνα για την ανατροπή των μνημονίων και της Ε.Ε και να ενώσει στην πράξη όσους αγωνίζονται για να ριζοσπαστικοποιηθεί αυτός ο αγώνας.

Η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» ισχυρίζεται-αναμφίβολα με τις καλύτερες προθέσεις-ότι «κάθε λαϊκή δύναμη που αντιστρατεύεται τα μνημόνια κρίνεται πριν απ’ όλα από το αν λέει την αλήθεια στο λαό. Από το αν τον καλεί να παλέψει για να επιβάλλει την ανατροπή των μνημονίων, για να έχει κατακτήσεις στο σήμερα. Από το αν του ζητά και τον βοηθά να παλέψει συντεταγμένα για να έχει η χώρα την εθνική και λαϊκή της κυριαρχία». 

Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή. Δεν πρόκειται να υπάρξουν όλα αυτά που περιγράφονται χωρίς επαναστατικές αλλαγές και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όσο και αυτή η αριστερά ξορκίζει την επανάσταση και την εργατική εξουσία με χίλιους δύο τρόπους θα την βρίσκει μπροστά της, μέσα στον ανειρήνευτο ταξικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο και η ελληνική αστική τάξη που δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε έχουν ανάγκη «εθνικές» στρατηγικές.

Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος. Απέναντι στα διλήμματα που θέτει σήμερα η αστική τάξη, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία: "έξοδος από την Ε.Ε η καταστροφή". Έξοδος όμως που θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων, της δικής τους εξουσίας που δεν θα απαντήσει με την ανέφικτη υπεράσπιση του παλιού οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Αλλά θα φέρει στο προσκήνιο την αντίστοιχη ταξική υπέρβαση από την πλευρά των εργαζομένων, μια άλλη εξουσία, ενός άλλου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής που θα κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα με την έξοδο από την Ε.Ε, συμβάλλοντας αποφασιστικά και στη διεθνιστική πάλη για τη διάλυση της. Στην προσπάθεια να υπάρξει ένα τέτοιο μαζικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα, στην πολιτική και στην θεωρία που ταυτόχρονα θα υπερασπίζεται παντού τον κόσμο της εργασίας και θα αναπτύσσει αντιφασιστική δράση, στην μόνη δηλαδή ρεαλιστική τακτική που μπορεί να υπάρξει σήμερα, αξίζει να δώσουν όλοι τις δυνάμεις και την συμβολή τους, ώστε να «ξελασπώσει το μέλλον» και να ανοίξει ο δρόμος για να απαλλαγούμε οριστικά από τα μνημόνια και τους διεθνείς και εγχώριους μηχανισμούς που μας οδηγούν καθημερινά πιο βαθiά στην πείνα, την φτώχεια, την εκμετάλλευση και την βαρβαρότητα.

Σημειώσεις:

1) Η απάτη της "παλιάς καλής Ευρώπης", κείμενο της συντακτικής επιτροπής του Praxis, 18/12/11

3) Τάκης Φωτόπουλος-Η Λατινοαμερικανοποίηση του ευρωπαϊκού «Νότου», επίσης στο Πάνος Παναγιώτου-  Είναι η οικονομία των Παπούα το νέο μοντέλο για την Ελλάδα;


4) Ισοπεδώθηκαν οι μισθοί στην Ελλάδα 

5) Η κατεδάφιση της Κοινωνικής Ασφάλισης – Από τη “Λευκή Βίβλο” στο σήμερα, Ριζοσπάστης 23/9/12

6) Γιώργος Σταμάτης -Η οικονομική κρίση και οι αυταπάτες για το ξεπέρασμα της,

7)  Γιώργος Βασσάλος-ΕΕ: Ό,τι πουν οι εκπρόσωποι των εταιρειών

8) Η απάτη της "παλιάς καλής Ευρώπης",

9) Γιώργος Οικονομάκης-  Κρίση και Ελληνική Οικονομία, επίσης στο Το Χρέος είναι αποτέλεσμα του τρόπου ανάπτυξης του Eλληνικού Καπιταλισμού 

10)  Όλα τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα είναι απο την Εισήγηση Πρωτοβουλίας Stop euro-e.ee για την σημερινή της συνέλευση  


Τα προνόμια της «μειονότητας»


Σε περιόδους οικονομικής κρίσης η ιδεολογική συνάφεια και σύμπνοια εθνικισμού και ρατσισμού, γίνονται στοιχεία πιο εύκολα κατανοητά. Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε ξανά μάρτυρες της προσπάθειας πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων να δημιουργηθεί στην κοινωνία ένας παροξυσμός με επίκεντρο την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και με βαθύτερο στόχο την πολιτική ποινικοποίηση της ιδέας της συμβίωσης και της συνεργασίας.

Η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων στις δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας, το ηλεκτρικό ρεύμα προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι υπηρεσίες υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς και δηλώσεις του τύπου «είναι απαράδεχτη η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων, ενώ υπάρχουν τόσοι άνεργοι Ελληνοκύπριοι», αποτελούν μόνο μερικές από τις επικεφαλίδες του επιδιωκόμενου εθνικιστικού παροξυσμού στο δημόσιο χώρο. Μια απλουστευμένη εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτών των κύκλων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι βέβαια η αντιπολιτευτική μανία και ο εθνικισμός, ή ακόμα και ο ρατσισμός, μέσα από τον οποίο αντιμετωπίζουν όλες ανεξαιρέτως τις εκφράσεις συνεργασίας των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Όμως η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να απαντήσει ολοκληρωμένα τα ερωτήματα που αφήνει πίσω της η «διαχρονικότητα» αυτών των αντιδράσεων από ένα κομμάτι της Ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Η υπόθεση δυστυχώς είναι πιο σοβαρή. Αγγίζει μεταξύ άλλων, ζητήματα εξουσίας και διαμοιρασμού της. Συνδέεται με μια βαθιά πεποίθηση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν και θα πρέπει να παραμείνει ένα ελληνικό κράτος. Τροφοδοτείται από την αντίληψη ότι το κράτος αυτό θα πρέπει να εγγυάται και να αναπαράγει μόνο την ελληνικότητα των Κυπρίων, μια ελληνικότητα όμως που διαχειρίζεται αυταρχικά η λεγόμενη εθνικοφροσύνη προσδίδοντας της συγκεκριμένο περιεχόμενο και περιθωριοποιώντας καθετί διαφορετικό και εν γένει φυγόκεντρο προς την δική της ιδεολογική κυριαρχία.

Μέσα από την ρητορική κάποιων πολιτικών και μέσα από τα δημοσιεύματα συγκεκριμένων εφημερίδων σχετικά με τους Τουρκοκύπριους, επανέρχεται στην επικαιρότητα ένα «στερεότυπο σχήμα» μελέτης της ίδιας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, το οποίο κυριάρχησε για χρόνια στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Μέσα από αυτό το σχήμα, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα παρουσιάζεται ως να μην υπάρχει ως υποκείμενο στην κυπριακή ιστορία, ως να είναι απλά ένας καθρέφτης μέσα από τον οποίο αντανακλάται η τουρκική επεκτατική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα γίνεται ένας παθητικός αποδέχτης της πολιτικής της Άγκυρας στην Κύπρο, ένας «δούρειος ίππος» υλοποίησης της διχοτομικής πολιτικής της Τουρκίας.

Μέσα από τέτοια ερμηνευτικά σχήματα, φυσιολογικά οι Τουρκοκύπριοι καταλήγουν να είναι στο επίκεντρο μιας «βολικής» ανιστορικότητας. Οι εθνικιστικοί κύκλοι στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα επιδίωκαν μέσα από την πιο πάνω αντίληψη να απαλλαγούν από τις ευθύνες να συνομιλήσουν επί ίσοις όροις με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, την κοινότητα που στο κάτω-κάτω ήταν ο συνδημιουργητής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Τουρκοκύπριοι ως «δούρειος ίππος», οι Τουρκοκύπριοι ως «στρατηγική μειονότητα» της τουρκικής επέκτασης, ήταν μερικά από τα δόγματα που δημιουργούσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός αντιμετώπιζε το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Συνεπώς, οτιδήποτε «μη ελληνικό» θα έπρεπε να υποταχθεί στην «ελληνική εξουσία» και να περιοριστεί ίσως σε κάποιες «παραχωρήσεις» από την ελληνική πληθυσμιακή πλειοψηφία.

Aυτή η πολιτική συμπεριφορά είχε πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα για το μέλλον του τόπου. Το προφανές είναι ότι οι ενέργειες των συγκεκριμένων κύκλων που εμπνέονταν από την πεποίθηση μιας δεύτερης ελληνικής εξουσίας στην Κύπρο, έσπρωχναν την Τουρκοκυπριακή κοινότητα στην «επιβεβαίωση» ότι η Τουρκία μπορούσε να αποτελέσει όντως μια σανίδα σωτηρίας. Όμως ένα άλλο αρνητικό αποτέλεσμα ήταν και το ότι με αυτό τον τρόπο, ο εθνικισμός στους Ελληνοκύπριους βοηθούσε τον αντίστοιχο στους Τουρκοκύπριους να χτίσει το δικό του «παραμύθι». Έτσι ένα μεγάλο μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας βολεύτηκε πίσω από τα θεωρητικά σχήματα της «ανιστορικότητας» και προσπάθησε να απαλλαγεί από τις συνέπειες της ιδεολογίας των δικών της ακραίων ηγεσιών. Αυτή είναι τελικά μια άλλη πτυχή της ανατροφοδότησης των εθνικισμών στην Κύπρο.

Σήμερα γίνεται αντιληπτό ότι δυστυχώς τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν κάτι για το οποίο να αναφερόμαστε μόνο από ανάγκη διήγησης ενός μακρινού παρελθόντος. Η μη ανοχή προς την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων, η αντίκρυση των δικαιωμάτων τους ως «απαράδεχτα» ή στην καλύτερη περίπτωση ως «προνόμια που πρέπει να καταργηθούν», είναι αντιλήψεις που επαναφέρουν εμπόδια προς την πραγματική ανεξαρτησία και την κυπριακότητα του κράτους. Εμποδίζουν την καλλιέργεια της συνείδησης εκείνης που προωθεί την κοινή δράση των κοινοτήτων, την συνεργασία τους και την δημιουργική συμμετοχή τους στην εξουσία, ως βασικά συστατικά της επανένωσης του κράτους.      


Νίκος Μούδουρος
Δημοσίευση: CyprusNews.eu (http://cyprusnews.eu)
21.9.2012

πηγή: Ανατολικότερα...