Ιστολόγιο Praxis. Σταθερή αξία για όσους δεν ντρέπονται ακόμα που σκέφτονται...ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό να το ξέρετε, πως είναι ένας αγώνας ενάντια στη βλακεία...όσοι πήραν την ιδεολογία και την απογύμνωσαν από τους υλικούς της όρο
υς για να φτιάξουν σουπερ ντουπερ κόμματα της αριστεράς...ας μείνουν να κάνουν παρέα με το λούμπεν λαϊκοριάτο των παλληκαριών της ΧΑ που αναδύεται ως ο νεος φορέας "των λαϊκών" κινημάτων...ας πρόσεχες...όπως είπε και κάποιος...είναι μεγάλη μαγκιά να μετατρέψεις το δίλημμα "Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα" σε δίλημμα " Ιμπεριαλισμός ή εθνοσωβινισμός"...να σας ζήσουν τα δίδυμα...και στην υγειά σας...
Kείμενο της συντακτικής επιτροπής, Οι αναφορές στην "Πρωτοβουλία stop euro-e.e" είναι για την εισήγηση της τελευταίας της συνέλευσης την προηγούμενη παρασκευή που είχε σταλεί στο Praxis και δημοσιεύσαμε σε ξεχωριστή ανάρτηση εδώ.
To ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή της στάσης απέναντι στον Ευρωπαϊκό καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, αποτελεί κομβική πλευρά για την στάση απέναντι στην κρίση γενικά και στον Ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα ειδικότερα. Σε σημείο που να αποτελεί βασικό κριτήριο και για τις πολιτικές δυνάμεις, υπερβαίνοντας τον παραδοσιακό άξονα δεξιά/αριστερά.
Το αντεργατικό έκτρωμα που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγεί την σφαγή των εργατικών δικαιωμάτων από το Λονδίνο μέχρι την Αθήνα και από τη Λισαβόνα μέχρι Σόφια. Πρόκειται για μια καπιταλιστική ολοκλήρωση, δηλαδή για ένα συνεταιρισμό/συμμαχία αστικών κρατών που στόχο έχει, όπως όλες οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, την εκμετάλλευση όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζομένων σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες περιοχές της Ευρώπης. Θα αρκούσε να ανατρέξει κανείς σε όλα τα επίσημα ντοκουμέντα και κείμενα, από την ΕΚΑΧ μέχρι την ΕΟΚ και την Ε.Ε για να διακρίνει καθαρά αυτούς τους στόχους που κάθε φορά βέβαια έπαιρναν διάφορα ονόματα («ανάπτυξη», «διαρθρωτικές αλλαγές», «ελευθερία κίνησης κεφαλαίων» κλπ). (1)
Η ανταγωνιστικότητα (δηλαδή βασικά η μείωση του κόστους εργασίας ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και να γίνουν πιο ελκτικές οι εθνικές οικονομίες για επενδύσεις) είναι η σημερινή θρησκεία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στην οποία καταλήγουν όλες οι πολιτικές ανεξάρτητα από την απόχρωση των αστικών κυβερνήσεων. Είναι πολιτική-μονόδρομος γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να αντέξουν οι Ευρωπαϊκοί Καπιταλισμοί στον ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κυρίως με τις αναδυόμενες οικονομίες που προσφέρουν μηδενικά μεροκάματα και συνθήκες εργασίας του 19ου αιώνα και νομικά πλαίσια
Με το ξέσπασμα της κρίσης οι ευρωπαϊκές αντεργατικές συνθήκες ονομάστηκαν «πακέτα βοήθειας» και «μνημόνια» και σε συνεργασία με το ΔΝΤ προωθήθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο. Κάθε πακέτο βοήθειας, κάθε παρέμβαση συνοδεύεται από αντίστοιχα μέτρα (περικοπές μισθών, πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας κλπ), Ταυτόχρονα το ευρωπαϊκό κεφάλαιο επιτίθεται και με τις ιδιωτικοποιήσεις, τις περικοπές στους κρατικούς τομείς υγείας, παιδείας κ.α., δημιουργώντας έτσι νέα πεδία κερδοφορίας.
Στόχος είναι η δημιουργία μια μεσογειακής ζώνης «λατινοαμερικανοποιήσης» (2) που θα σώσει την κερδοφορία των εγχώριων αστικών τάξεων, θα μεγαλώσει την ανάπτυξη των ισχυρότερων καπιταλισμών (του Γερμανικού ιδιαίτερα), θα λειτουργήσει σαν μοχλός για την ισοπέδωση των εργατικών δικαιωμάτων σε όλη την Ευρώπη (όπου παίρνονται μέτρα όχι επειδή ήρθαν τα μνημόνια αλλά για να μην έρθουν τα μνημόνια ενώ π.χ. στην Ελλάδα και στην Ισπανία που έχουν έρθει τα μέτρα δικαιολογούνται για να φύγουμε από τα μνημόνια).
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά: 50% των νέων σε όλη την Ευρώπη είναι άνεργοι (3), οι μισθοί έχουν τσακιστεί η καθηλωθεί (4), το κόστος ζωής ανεβαίνει καθώς οι μέχρι τώρα κρατικές υπηρεσίες «πρόνοιας» ιδιωτικοποιούνται, ξηλώνονται τα συστήματα ασφάλισης (5). Tο Ευρωπαϊκό κεφάλαιο με βασικό του όπλο την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κηρύξει μονομερώς έναν αμείλικτο ταξικό πόλεμο ενάντια στον κόσμο της εργασίας σε όλη την ήπειρο.
Στον πρώτο «πειραματόζωο» αυτής της προσπάθειας, στην Ελλάδα οι στόχοι έχουν πετύχει απόλυτα: ανεργία που σύντομα θα φτάσει το 30%, κατάργηση ακόμα και των τυπικών μορφών διαπραγμάτευσης που είχαν απομείνει στους εργαζόμενους, μειωμένο εισόδημα κατά 30 με 50% στους περισσότερους εργαζόμενους, ιδιωτικοποίηση των πάντων με μαφιόζικες διαδικασίες fast-track. Μέσα από την φτώχεια και την πείνα και την αδυναμία του εργατικού κινήματος μέχρι τώρα να αντισταθεί αποτελεσματικά, παρά τις σκληρές ταξικές μάχες που δίνονται, ξεφυτρώνουν οι ένοπλες φασιστικές συμμορίες που αναλαμβάνουν, σε συνεργασία με το αστικό κράτος, την εξόντωση όποιου αντιστέκεται.
Αυτή η στρατηγική, όπως αναφέρθηκε και πριν, δεν είναι «λάθος» πολιτική επιλογή η νεοφιλελεύθερη εμμονή. Σε συνθήκες κρίσης, εντεινόμενης διεθνοποίησης και πλήρους απελευθέρωσης των χρηματιστηριακών αγορών οι εθνικοί καπιταλισμοί της Ευρώπης ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ακολουθήσουν μια διαφορετική στρατηγική.
Δεν θέλουν γιατί αυτή η στρατηγική είναι η μόνη που μπορεί να βελτιώσει άμεσα, (και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες κρίσης) την θέση τους απέναντι στην δική τους εργατική τάξη αλλά και στον διεθνή καταμερισμό και τις αντιθέσεις που διεξάγονται εκεί. Και ταυτόχρονα είναι η μόνη που εγγυάται την συμμετοχή τους με τους καλύτερους δυνατούς όρους στους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς.
Δεν μπορούν γιατί στην πραγματικότητα τα περιθώρια παρέμβασης των αστικών κρατών σε συνθήκες κρίσης (και ιδιαίτερα της σημερινής) είναι ανύπαρκτα. Το αστικό κράτος όχι μόνο δεν είναι «ουδέτερο» αλλά αποτελεί μηχανισμό ταξικά προσανατολισμένο που σε συνθήκες κρίσης κινείται αποκλειστικά με κριτήριο την προστασία των καπιταλιστών και της κερδοφορίας τους και την αντιμετώπιση της δικής του κρίσης, αφού σαν «συλλογικός καπιταλιστής» αποτελεί μέρος της και δεν στέκει έξω από αυτήν. Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η αποτυχία της προηγούμενης αντίστοιχης απόπειρας του «Κευνσιανισμού» σε συνθήκες με πολύ μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης εθνικών πολιτικών αλλά και ύπαρξης ενός διαφορετικού πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού που θα μπορούσε να τις υπερασπιστεί και να τις επιβάλλει.(6)
Φυσικά σε κάθε χώρα το μοντέλο και ο τρόπος εφαρμογής μπορεί να διαφέρει, για μια σειρά λόγους: θέση του εκάστοτε εθνικού καπιταλισμού στο διεθνές κεφαλαιοκρατικό πλέγμα, πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί, ενδοοαστικές αντιθέσεις κλπ. Αυτό που π.χ. για τον ευρωπαϊκό νότο μπορεί να σημαίνει υποτίμηση του πραγματικού μισθού μέχρι και 10% (Ελλάδα) για τον Βορρά μπορεί να σημαίνει καθήλωση μισθών και περικοπή στις κοινωνικές δαπάνες. Ο βαθμός και ο ρυθμός της συνταγής μπορεί να διαφέρει για πολλούς λόγους, όμως η ουσία της είναι ίδια. Ανασχέσεις ,καθυστερήσεις ακόμα και ανατροπές επιμέρους μέτρων μπορεί να υπάρξουν κάτω απο τον αγώνα των εργαζομένων και είναι ζωτικής σημασίας για το εργατικό κίνημα, όμως χωρίς να συνδέονται στην πράξη με ένα συνολικό επαναστατικό ρεύμα θα είναι ολο και πιο δύσκολο να κατακτηθούν και να διατηρηθούν.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την σημερινή πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας, των πολυεθνικών κολοσσών, του ρόλου του διεθνούς βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου και ευρύτερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος γίνεται φανερή η επικίνδυνη αυταπάτη (που παίρνει διάφορα ονόματα) της δυνατότητας εξόδου από την κρίση υπέρ των εργαζομένων χωρίς επαναστατικό μετασχηματισμό. Απόδειξη για αυτό είναι η πολιτική που ακολούθησαν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε όλο τον κόσμο από την αρχή της κρίσης με σοσιαλδημοκράτες η νεοφιλελεύθερους, με αριστερές η δεξιές κυβερνήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που λειτουργεί με βάση με ένα ασφυκτικό πλαίσιο αποφάσεων, συνθηκών, διαταγμάτων, οικονομικών προγραμμάτων που ελέγχεται άμεσα από το ευρωπαϊκό πολυεθνικό κεφάλαιο έχει διπλό ρόλο: από τη μία μοιράζει την λεία της ληστείας των εργατικών δικαιωμάτων με βάση το συσχετισμό δύναμης σε διεθνές επίπεδο (δημιουργώντας έτσι συνεχώς νέες αντιθέσεις για την μοιρασιά) και από την άλλη είναι βασικό στήριγμα των εγχώριων αστικών τάξεων. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι αστοί πολιτικοί όπως π.χ. ο Παπανδρέου η ο Σαμαράς θα μπορούσαν να περάσουν αυτά τα μέτρα χωρίς τη βοήθεια της Ε.Ε και του ΔΝΤ. Στο πολιτικό επίπεδο λειτουργεί με πρόσοψη ένα ευρωκοινοβούλιο-μαϊμού (που βγαίνει και από εκλογές) που δεν έχει καμία πραγματική αρμοδιότητα αφού είναι ένα σώμα που μοιράζεται μαζί με ένα άλλο (το Συμβούλιο) απλώς το δικαίωμα να κάνει τροπολογίες στις προτάσεις ενός τρίτου οργάνου (της Κομισιόν).(7)
Συμπερασματικά, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση απο την ίδρυση της μέχρι σήμερα και πολύ πριν αποκτήσει το ευρώ (το οποίο σήμερα αναδεικνύεται από πολλούς αριστερούς οικονομολόγους σαν το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα και η έξοδος από το ευρώ-χωρίς η πριν την έξοδο από την Ε.Ε- σαν βήμα για μια κευνσιανή πολιτική εντός του σημερινού διεθνούς καπιταλιστικού πλαισίου) έχει χαραγμένους με ανεξίτηλα γράμματα τους ιερούς στόχους του κεφαλαίου: την εκμετάλλευση και εξαθλίωση των εργαζομένων μέσω της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς.
Φυσικά οι διάφοροι λακέδες της αστικής τάξης και οι αριστεροί τρόφιμοι του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού προβάλλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν «Ευρώπη» η «πεδίο παρέμβασης και ταξικής πάλης» όπως αντίστοιχα προβάλλουν τα μνημόνια σαν «λάθος συνταγή» και «γερμανική εμμονή» στις διάφορες αναλύσεις-πλυντήρια του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα η «λιτότητα χωρίς τέλος» άρχισε (και στην Ελλάδα) από τότε που αυτό το διεθνές κάτεργο άρχισε να συγκροτείται. Εξάλλου, όσοι υποστηρίζουν την δυνατότητα μιας άλλης "κοινωνικής Ε.Ε" (με ευρωζώνη η χωρίς, με Μέρκελ η χωρίς κλπ), πέρα από όλα τα παραπάνω, ίσως θα πρέπει να θυμηθούν και ότι στα 200 και παραπάνω χρόνια που εμφανίστηκε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν υπήρξε, όχι μόνο η Ε.Ε, αλλά ούτε μια ολοκλήρωση η διεθνής καπιταλιστικός οργανισμός που να λειτούργησε προς όφελος των λαϊκών τάξεων η να μην συνδέθηκε με κοινωνικές καταστροφές, πολέμους και βαρβαρότητα. Η άλλη "κοινωνική" Ε.Ε δεν υπήρξε ποτέ, ούτε πριν την Ευρωζώνη, ούτε όταν ήταν ΕΟΚ και ΕΚΑΧ. Και δεν πρόκειται να υπάρξει (8).
Όλα τα βρώμικα μέτρα που μας κατέστρεψαν την ζωή, που οι έλληνες καπιταλιστές έβλεπαν για χρόνια στα τρελά όνειρα τους (όπως η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων), βγήκαν μέσα από κάποια ευρωπαϊκή «ντιρεκτίβα», κάποιο πακέτο, κάποια «γνωμοδότηση» ιδρύματος πληρωμένου από πολυεθνικές και τράπεζες. Οι εργαζόμενοι έχουν λοιπόν κάθε συμφέρον να αγωνιστούν για έξοδο της χώρας από την Ε.Ε, με ταυτόχρονα βήματα για την απεμπλοκή από την κανιβαλική καπιταλιστική οικονομία και "ανάπτυξη".
Ενώ όμως ο ρόλος της Ε.Ε, ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα, αποκαλύφθηκε με το ξέσπασμα της κρίσης ο χαρακτήρας του αντί-Ε.Ε κινήματος στην Ελλάδα ακολούθησε αντίστροφη πορεία. Όχι μόνο δεν ενισχύθηκε αλλά αν δούμε τις πολιτικές δυνάμεις (όχι μόνο τα εκλογικά ποσοστά αλλά και αυτά) και συνολικά τις κινηματικές, πολιτικές και θεωρητικές πρωτοβουλίες έκανε και βήματα πίσω. Ωστόσο τα αίτια θα πρέπει να τα αναζητήσουμε όχι μόνο στο τι έγινε την περίοδο της κρίσης αλλά στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί πριν από αυτήν.Οι πιο σημαντικές θα μπορούσαν να αναζητηθούν πρός τις εξής κατευθύνσεις:
Α) Η συσπείρωση όλων των αστικών κομμάτων όλων των αποχρώσεων γύρω από την Ευρωπαϊκή ιδέα-για τους λόγους που περιγράψαμε-που έκλεισε όλα τα πιθανά «ρήγματα» που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από το εργατικό κίνημα. Στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και σε λεκτικό επίπεδο, υπήρξε αμετάκλητη άρση των ενδοαστικών αντιθέσεων στην Ελλάδα και σιδερένια ενότητα (προς απογοήτευση διάφορων αλτουσεριανών ρευμάτων που ακόμα υποστηρίζουν το σύνθημα να «οξύνουμε τις αντιθέσεις» νομίζοντας ότι η Ελλάδα του 2012 είναι η Ρωσία του 1917). Εδώ βέβαια πρέπει να υπολογίσουμε και το ρεύμα του «ευρωκομουνισμού» που λειτούργησε, σε όλες τις κυρίαρχες εκδοχές του, σαν πλασιέ του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα με «προοδευτικό» και «δημοκρατικό» περιτύλιγμα (ΚΚΕ εσωτερικού, ΕΑΡ, ΣΥΝ,ΣΥΡΙΖΑ).
Β) Στην ιστορική κοινωνική συμμαχία της ελληνικής αστικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα που στηρίχθηκε στην εκτεταμένη διαφθορά των επιδοτήσεων, δανείων (που προήλθαν την περίοδο του ευρώ), ευρωπαϊκών προγραμμάτων κλπ, κυρίως γύρω από το αστικό κράτος. Αυτό έδωσε την δυνατότητα στις αστικές κυβερνήσεις μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 να προωθούν αλλεπάλληλα μέτρα ενάντια στην εργατική τάξη συντηρώντας ταυτόχρονα την διαφθορά αυτών των στρωμάτων τα οποία ένιωθαν ότι τουλάχιστον δεν χειροτέρευε το επίπεδο διαβίωσης τους. Έτσι το εργατικό κίνημα βρέθηκε μόνο του και καθώς δεν έγινε δυνατό να χαράξει μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική και προσέκρουε στην σιωπή και απάθεια μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας και από τη δεκαετία του 90 και στην ανοιχτή εχθρότητα (ο «κοινωνικός αυτοματισμός» του Σημίτη) από αυτούς που αργότερα πλαισίωσαν τους «αγανακτισμένους» (και μετά –σε ένα τμήμα τους-τη Χρυσή Αυγή).
Γ) Στην εξαγορά του συνόλου σχεδόν των διανοούμενων (πανεπιστημιακών/δημοσιογραφών) με διάφορους τρόπους (ζεστές θεσούλες, συνέδρια, περιοδικά, ιδρύματα, δημοσιεύσεις, εκδόσεις κλπ) που απομόνωσε κάθε προσπάθεια θεωρητικής κριτικής και αποκάλυψης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Ιμπεριαλισμού.
Δ) Στην κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και στην δημιουργία μιας γραφειοκρατικής δομης μισθοδοτούμενης από το αστικό κράτος και την Ε.Ε που οδήγησε στον ολοκληρωτικό εκμαυλισμό των συνδικαλιστικών ηγεσιών που μετατράπηκαν σε κρατικούς υπαλλήλους, απελευθερωμένοι από την εργασία τους και πληρωμένοι από τον κράτικο μηχανισμό. Συντάξεις, συνδικαλιστικές άδειες, επιδόματα, βουλευτικές καριέρες, συμμετοχή σε Ευρωπαϊκά προγράμματα, ακαδημίες συνδικαλιστών και πολλά άλλα εξασφάλισαν την αποδοτικότητα των πρακτόρων της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα που παγίωσαν μια γραφειοκρατία που υποστήριζε την Ε.Ε και το αστικό κράτος σε όλους τους τόνους. Χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις.
Το αντεργατικό έκτρωμα που εγκαθιδρύθηκε στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγεί την σφαγή των εργατικών δικαιωμάτων από το Λονδίνο μέχρι την Αθήνα και από τη Λισαβόνα μέχρι Σόφια. Πρόκειται για μια καπιταλιστική ολοκλήρωση, δηλαδή για ένα συνεταιρισμό/συμμαχία αστικών κρατών που στόχο έχει, όπως όλες οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, την εκμετάλλευση όσο το δυνατόν περισσότερων εργαζομένων σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες περιοχές της Ευρώπης. Θα αρκούσε να ανατρέξει κανείς σε όλα τα επίσημα ντοκουμέντα και κείμενα, από την ΕΚΑΧ μέχρι την ΕΟΚ και την Ε.Ε για να διακρίνει καθαρά αυτούς τους στόχους που κάθε φορά βέβαια έπαιρναν διάφορα ονόματα («ανάπτυξη», «διαρθρωτικές αλλαγές», «ελευθερία κίνησης κεφαλαίων» κλπ). (1)
Η ανταγωνιστικότητα (δηλαδή βασικά η μείωση του κόστους εργασίας ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και να γίνουν πιο ελκτικές οι εθνικές οικονομίες για επενδύσεις) είναι η σημερινή θρησκεία του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στην οποία καταλήγουν όλες οι πολιτικές ανεξάρτητα από την απόχρωση των αστικών κυβερνήσεων. Είναι πολιτική-μονόδρομος γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να αντέξουν οι Ευρωπαϊκοί Καπιταλισμοί στον ανταγωνισμό με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και κυρίως με τις αναδυόμενες οικονομίες που προσφέρουν μηδενικά μεροκάματα και συνθήκες εργασίας του 19ου αιώνα και νομικά πλαίσια
Με το ξέσπασμα της κρίσης οι ευρωπαϊκές αντεργατικές συνθήκες ονομάστηκαν «πακέτα βοήθειας» και «μνημόνια» και σε συνεργασία με το ΔΝΤ προωθήθηκαν στον ευρωπαϊκό νότο. Κάθε πακέτο βοήθειας, κάθε παρέμβαση συνοδεύεται από αντίστοιχα μέτρα (περικοπές μισθών, πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας κλπ), Ταυτόχρονα το ευρωπαϊκό κεφάλαιο επιτίθεται και με τις ιδιωτικοποιήσεις, τις περικοπές στους κρατικούς τομείς υγείας, παιδείας κ.α., δημιουργώντας έτσι νέα πεδία κερδοφορίας.
Στόχος είναι η δημιουργία μια μεσογειακής ζώνης «λατινοαμερικανοποιήσης» (2) που θα σώσει την κερδοφορία των εγχώριων αστικών τάξεων, θα μεγαλώσει την ανάπτυξη των ισχυρότερων καπιταλισμών (του Γερμανικού ιδιαίτερα), θα λειτουργήσει σαν μοχλός για την ισοπέδωση των εργατικών δικαιωμάτων σε όλη την Ευρώπη (όπου παίρνονται μέτρα όχι επειδή ήρθαν τα μνημόνια αλλά για να μην έρθουν τα μνημόνια ενώ π.χ. στην Ελλάδα και στην Ισπανία που έχουν έρθει τα μέτρα δικαιολογούνται για να φύγουμε από τα μνημόνια).
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά: 50% των νέων σε όλη την Ευρώπη είναι άνεργοι (3), οι μισθοί έχουν τσακιστεί η καθηλωθεί (4), το κόστος ζωής ανεβαίνει καθώς οι μέχρι τώρα κρατικές υπηρεσίες «πρόνοιας» ιδιωτικοποιούνται, ξηλώνονται τα συστήματα ασφάλισης (5). Tο Ευρωπαϊκό κεφάλαιο με βασικό του όπλο την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κηρύξει μονομερώς έναν αμείλικτο ταξικό πόλεμο ενάντια στον κόσμο της εργασίας σε όλη την ήπειρο.
Στον πρώτο «πειραματόζωο» αυτής της προσπάθειας, στην Ελλάδα οι στόχοι έχουν πετύχει απόλυτα: ανεργία που σύντομα θα φτάσει το 30%, κατάργηση ακόμα και των τυπικών μορφών διαπραγμάτευσης που είχαν απομείνει στους εργαζόμενους, μειωμένο εισόδημα κατά 30 με 50% στους περισσότερους εργαζόμενους, ιδιωτικοποίηση των πάντων με μαφιόζικες διαδικασίες fast-track. Μέσα από την φτώχεια και την πείνα και την αδυναμία του εργατικού κινήματος μέχρι τώρα να αντισταθεί αποτελεσματικά, παρά τις σκληρές ταξικές μάχες που δίνονται, ξεφυτρώνουν οι ένοπλες φασιστικές συμμορίες που αναλαμβάνουν, σε συνεργασία με το αστικό κράτος, την εξόντωση όποιου αντιστέκεται.
Αυτή η στρατηγική, όπως αναφέρθηκε και πριν, δεν είναι «λάθος» πολιτική επιλογή η νεοφιλελεύθερη εμμονή. Σε συνθήκες κρίσης, εντεινόμενης διεθνοποίησης και πλήρους απελευθέρωσης των χρηματιστηριακών αγορών οι εθνικοί καπιταλισμοί της Ευρώπης ούτε θέλουν ούτε μπορούν να ακολουθήσουν μια διαφορετική στρατηγική.
Δεν θέλουν γιατί αυτή η στρατηγική είναι η μόνη που μπορεί να βελτιώσει άμεσα, (και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες κρίσης) την θέση τους απέναντι στην δική τους εργατική τάξη αλλά και στον διεθνή καταμερισμό και τις αντιθέσεις που διεξάγονται εκεί. Και ταυτόχρονα είναι η μόνη που εγγυάται την συμμετοχή τους με τους καλύτερους δυνατούς όρους στους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς.
Δεν μπορούν γιατί στην πραγματικότητα τα περιθώρια παρέμβασης των αστικών κρατών σε συνθήκες κρίσης (και ιδιαίτερα της σημερινής) είναι ανύπαρκτα. Το αστικό κράτος όχι μόνο δεν είναι «ουδέτερο» αλλά αποτελεί μηχανισμό ταξικά προσανατολισμένο που σε συνθήκες κρίσης κινείται αποκλειστικά με κριτήριο την προστασία των καπιταλιστών και της κερδοφορίας τους και την αντιμετώπιση της δικής του κρίσης, αφού σαν «συλλογικός καπιταλιστής» αποτελεί μέρος της και δεν στέκει έξω από αυτήν. Από αυτήν την άποψη είναι χαρακτηριστική η αποτυχία της προηγούμενης αντίστοιχης απόπειρας του «Κευνσιανισμού» σε συνθήκες με πολύ μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης εθνικών πολιτικών αλλά και ύπαρξης ενός διαφορετικού πολιτικού και κοινωνικού συσχετισμού που θα μπορούσε να τις υπερασπιστεί και να τις επιβάλλει.(6)
Φυσικά σε κάθε χώρα το μοντέλο και ο τρόπος εφαρμογής μπορεί να διαφέρει, για μια σειρά λόγους: θέση του εκάστοτε εθνικού καπιταλισμού στο διεθνές κεφαλαιοκρατικό πλέγμα, πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί, ενδοοαστικές αντιθέσεις κλπ. Αυτό που π.χ. για τον ευρωπαϊκό νότο μπορεί να σημαίνει υποτίμηση του πραγματικού μισθού μέχρι και 10% (Ελλάδα) για τον Βορρά μπορεί να σημαίνει καθήλωση μισθών και περικοπή στις κοινωνικές δαπάνες. Ο βαθμός και ο ρυθμός της συνταγής μπορεί να διαφέρει για πολλούς λόγους, όμως η ουσία της είναι ίδια. Ανασχέσεις ,καθυστερήσεις ακόμα και ανατροπές επιμέρους μέτρων μπορεί να υπάρξουν κάτω απο τον αγώνα των εργαζομένων και είναι ζωτικής σημασίας για το εργατικό κίνημα, όμως χωρίς να συνδέονται στην πράξη με ένα συνολικό επαναστατικό ρεύμα θα είναι ολο και πιο δύσκολο να κατακτηθούν και να διατηρηθούν.
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την σημερινή πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας, των πολυεθνικών κολοσσών, του ρόλου του διεθνούς βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου και ευρύτερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος γίνεται φανερή η επικίνδυνη αυταπάτη (που παίρνει διάφορα ονόματα) της δυνατότητας εξόδου από την κρίση υπέρ των εργαζομένων χωρίς επαναστατικό μετασχηματισμό. Απόδειξη για αυτό είναι η πολιτική που ακολούθησαν τα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε όλο τον κόσμο από την αρχή της κρίσης με σοσιαλδημοκράτες η νεοφιλελεύθερους, με αριστερές η δεξιές κυβερνήσεις.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που λειτουργεί με βάση με ένα ασφυκτικό πλαίσιο αποφάσεων, συνθηκών, διαταγμάτων, οικονομικών προγραμμάτων που ελέγχεται άμεσα από το ευρωπαϊκό πολυεθνικό κεφάλαιο έχει διπλό ρόλο: από τη μία μοιράζει την λεία της ληστείας των εργατικών δικαιωμάτων με βάση το συσχετισμό δύναμης σε διεθνές επίπεδο (δημιουργώντας έτσι συνεχώς νέες αντιθέσεις για την μοιρασιά) και από την άλλη είναι βασικό στήριγμα των εγχώριων αστικών τάξεων. Δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι αστοί πολιτικοί όπως π.χ. ο Παπανδρέου η ο Σαμαράς θα μπορούσαν να περάσουν αυτά τα μέτρα χωρίς τη βοήθεια της Ε.Ε και του ΔΝΤ. Στο πολιτικό επίπεδο λειτουργεί με πρόσοψη ένα ευρωκοινοβούλιο-μαϊμού (που βγαίνει και από εκλογές) που δεν έχει καμία πραγματική αρμοδιότητα αφού είναι ένα σώμα που μοιράζεται μαζί με ένα άλλο (το Συμβούλιο) απλώς το δικαίωμα να κάνει τροπολογίες στις προτάσεις ενός τρίτου οργάνου (της Κομισιόν).(7)
Συμπερασματικά, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση απο την ίδρυση της μέχρι σήμερα και πολύ πριν αποκτήσει το ευρώ (το οποίο σήμερα αναδεικνύεται από πολλούς αριστερούς οικονομολόγους σαν το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα και η έξοδος από το ευρώ-χωρίς η πριν την έξοδο από την Ε.Ε- σαν βήμα για μια κευνσιανή πολιτική εντός του σημερινού διεθνούς καπιταλιστικού πλαισίου) έχει χαραγμένους με ανεξίτηλα γράμματα τους ιερούς στόχους του κεφαλαίου: την εκμετάλλευση και εξαθλίωση των εργαζομένων μέσω της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής αγοράς.
Φυσικά οι διάφοροι λακέδες της αστικής τάξης και οι αριστεροί τρόφιμοι του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού προβάλλουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν «Ευρώπη» η «πεδίο παρέμβασης και ταξικής πάλης» όπως αντίστοιχα προβάλλουν τα μνημόνια σαν «λάθος συνταγή» και «γερμανική εμμονή» στις διάφορες αναλύσεις-πλυντήρια του καπιταλιστικού συστήματος. Όμως στην πραγματικότητα η «λιτότητα χωρίς τέλος» άρχισε (και στην Ελλάδα) από τότε που αυτό το διεθνές κάτεργο άρχισε να συγκροτείται. Εξάλλου, όσοι υποστηρίζουν την δυνατότητα μιας άλλης "κοινωνικής Ε.Ε" (με ευρωζώνη η χωρίς, με Μέρκελ η χωρίς κλπ), πέρα από όλα τα παραπάνω, ίσως θα πρέπει να θυμηθούν και ότι στα 200 και παραπάνω χρόνια που εμφανίστηκε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν υπήρξε, όχι μόνο η Ε.Ε, αλλά ούτε μια ολοκλήρωση η διεθνής καπιταλιστικός οργανισμός που να λειτούργησε προς όφελος των λαϊκών τάξεων η να μην συνδέθηκε με κοινωνικές καταστροφές, πολέμους και βαρβαρότητα. Η άλλη "κοινωνική" Ε.Ε δεν υπήρξε ποτέ, ούτε πριν την Ευρωζώνη, ούτε όταν ήταν ΕΟΚ και ΕΚΑΧ. Και δεν πρόκειται να υπάρξει (8).
Όλα τα βρώμικα μέτρα που μας κατέστρεψαν την ζωή, που οι έλληνες καπιταλιστές έβλεπαν για χρόνια στα τρελά όνειρα τους (όπως η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων), βγήκαν μέσα από κάποια ευρωπαϊκή «ντιρεκτίβα», κάποιο πακέτο, κάποια «γνωμοδότηση» ιδρύματος πληρωμένου από πολυεθνικές και τράπεζες. Οι εργαζόμενοι έχουν λοιπόν κάθε συμφέρον να αγωνιστούν για έξοδο της χώρας από την Ε.Ε, με ταυτόχρονα βήματα για την απεμπλοκή από την κανιβαλική καπιταλιστική οικονομία και "ανάπτυξη".
Ενώ όμως ο ρόλος της Ε.Ε, ιδιαίτερα στο ευρωπαϊκό Νότο και την Ελλάδα, αποκαλύφθηκε με το ξέσπασμα της κρίσης ο χαρακτήρας του αντί-Ε.Ε κινήματος στην Ελλάδα ακολούθησε αντίστροφη πορεία. Όχι μόνο δεν ενισχύθηκε αλλά αν δούμε τις πολιτικές δυνάμεις (όχι μόνο τα εκλογικά ποσοστά αλλά και αυτά) και συνολικά τις κινηματικές, πολιτικές και θεωρητικές πρωτοβουλίες έκανε και βήματα πίσω. Ωστόσο τα αίτια θα πρέπει να τα αναζητήσουμε όχι μόνο στο τι έγινε την περίοδο της κρίσης αλλά στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί πριν από αυτήν.Οι πιο σημαντικές θα μπορούσαν να αναζητηθούν πρός τις εξής κατευθύνσεις:
Α) Η συσπείρωση όλων των αστικών κομμάτων όλων των αποχρώσεων γύρω από την Ευρωπαϊκή ιδέα-για τους λόγους που περιγράψαμε-που έκλεισε όλα τα πιθανά «ρήγματα» που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από το εργατικό κίνημα. Στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και σε λεκτικό επίπεδο, υπήρξε αμετάκλητη άρση των ενδοαστικών αντιθέσεων στην Ελλάδα και σιδερένια ενότητα (προς απογοήτευση διάφορων αλτουσεριανών ρευμάτων που ακόμα υποστηρίζουν το σύνθημα να «οξύνουμε τις αντιθέσεις» νομίζοντας ότι η Ελλάδα του 2012 είναι η Ρωσία του 1917). Εδώ βέβαια πρέπει να υπολογίσουμε και το ρεύμα του «ευρωκομουνισμού» που λειτούργησε, σε όλες τις κυρίαρχες εκδοχές του, σαν πλασιέ του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα με «προοδευτικό» και «δημοκρατικό» περιτύλιγμα (ΚΚΕ εσωτερικού, ΕΑΡ, ΣΥΝ,ΣΥΡΙΖΑ).
Β) Στην ιστορική κοινωνική συμμαχία της ελληνικής αστικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα που στηρίχθηκε στην εκτεταμένη διαφθορά των επιδοτήσεων, δανείων (που προήλθαν την περίοδο του ευρώ), ευρωπαϊκών προγραμμάτων κλπ, κυρίως γύρω από το αστικό κράτος. Αυτό έδωσε την δυνατότητα στις αστικές κυβερνήσεις μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 να προωθούν αλλεπάλληλα μέτρα ενάντια στην εργατική τάξη συντηρώντας ταυτόχρονα την διαφθορά αυτών των στρωμάτων τα οποία ένιωθαν ότι τουλάχιστον δεν χειροτέρευε το επίπεδο διαβίωσης τους. Έτσι το εργατικό κίνημα βρέθηκε μόνο του και καθώς δεν έγινε δυνατό να χαράξει μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική και προσέκρουε στην σιωπή και απάθεια μεγάλων τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας και από τη δεκαετία του 90 και στην ανοιχτή εχθρότητα (ο «κοινωνικός αυτοματισμός» του Σημίτη) από αυτούς που αργότερα πλαισίωσαν τους «αγανακτισμένους» (και μετά –σε ένα τμήμα τους-τη Χρυσή Αυγή).
Γ) Στην εξαγορά του συνόλου σχεδόν των διανοούμενων (πανεπιστημιακών/δημοσιογραφών) με διάφορους τρόπους (ζεστές θεσούλες, συνέδρια, περιοδικά, ιδρύματα, δημοσιεύσεις, εκδόσεις κλπ) που απομόνωσε κάθε προσπάθεια θεωρητικής κριτικής και αποκάλυψης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Ιμπεριαλισμού.
Δ) Στην κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και στην δημιουργία μιας γραφειοκρατικής δομης μισθοδοτούμενης από το αστικό κράτος και την Ε.Ε που οδήγησε στον ολοκληρωτικό εκμαυλισμό των συνδικαλιστικών ηγεσιών που μετατράπηκαν σε κρατικούς υπαλλήλους, απελευθερωμένοι από την εργασία τους και πληρωμένοι από τον κράτικο μηχανισμό. Συντάξεις, συνδικαλιστικές άδειες, επιδόματα, βουλευτικές καριέρες, συμμετοχή σε Ευρωπαϊκά προγράμματα, ακαδημίες συνδικαλιστών και πολλά άλλα εξασφάλισαν την αποδοτικότητα των πρακτόρων της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα που παγίωσαν μια γραφειοκρατία που υποστήριζε την Ε.Ε και το αστικό κράτος σε όλους τους τόνους. Χέρι που σε ταΐζει δεν το δαγκώνεις.
ΣΤ) Στην αδυναμία των αντί-Ε.Ε δυνάμεων να δημιουργήσουν ένα μαζικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα που να ανατρέψει αυτήν την κατάσταση. Η μεταδικτατορική εδραίωση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έδωσε στο ΚΚΕ την δυνατότητα για μαζική πολιτική παρέμβαση αλλά ταυτόχρονα το πίεζε συνεχώς για παραμονή στο αριστερό άκρο του πολιτικού συστήματος, εγχείρημα που είχε επιτυχία καθώς -σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές της ταξικής πάλης στην Ελλάδα- στο κομμουνιστικό κίνημα συνδυάστηκε η «ορθοδοξία των σκοπών» (με κομμουνιστική αναφορά) με μια ρεφορμιστική πρακτική (π.χ. Ενωμένη αριστερά το 1974,«Πραγματική αλλαγή» το 1981, Συμμετοχή σε κυβέρνηση με την ΝΔ το 1989). Έτσι το κόμμα αυτό παρά το γεγονός ότι ήταν η πιο συνεπής αντί-ΕΕ δύναμη στην Ελλάδα (ουσιαστικά η μόνη μετά και την ένταξη μεγάλων τμημάτων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στο ρεύμα της «αλλαγής») δεν κατάφερε να μετατρέψει αυτήν την γραμμή σε μια ανατρεπτική πολιτική παρέμβαση που να έχει αποτελέσματα στο ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε.
Η αντί-ΕΕ θέση προσέκρουε στην τακτική μιας συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα, με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο («αντιμονοπωλιακά μέτωπα» κλπ) που θα έδινε αριστερή και κομμουνιστική προοπτική σε μια ανεξάρτητη «εθνική ανάπτυξη». Όμως για τους λόγους που περιγράφηκαν παραπάνω, αυτή η συμμαχία μονίμως ακυρωνόταν από την δυνατότητα της ελληνικής αστικής τάξης να ενσωματώνει αυτά τα στρώματα, με την μεγάλη συμβολή της ίδιας της Ε.Ε. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η προσπάθεια κορυφώθηκε αμέσως μετά την ένταξη, με το εγχείρημα της «αλλαγής». Έτσι η αντί-ΕΕ πάλη δεν συνδέθηκε τελικά με ένα μαζικό ταξικό επαναστατικό ρεύμα στην Ελληνική κοινωνία που θα μπορούσε να διεκδικήσει το ζήτημα της εξόδου και περιορίστικε κυρίως στις κομματικές δυνάμεις που την υποστήριζαν και σε έναν περίγυρο τους.
Έτσι δεν είναι παράξενο ότι όταν ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα, σχεδόν αυτόματα, σαν έτοιμες από καιρό, εμφανίστηκαν διάφορες ερμηνείες και αντιπολιτευτικές προτάσεις που σχεδόν όλες έθαβαν και απέκρυπταν το ζήτημα της Ε.Ε. Η κρίση σαν κρίση χρέους (και άρα έλλειψης λογιστικού έλεγχου), η κρίση σαν κρίση προδοσίας των πολιτικών, η κρίση σαν κρίση των τραπεζών, η κρίση σαν κρίση διαφθοράς. Διανοούμενοι, συνδικαλιστές, και φυσικά οι μηχανισμοί των ευρώ-κομμάτων αριστερών και δεξιών έκαναν την δουλειά τους, εξαπατώντας τους εργαζόμενους και συσκοτίζοντας την ερμηνεία της κρίσης (και άρα την απάντηση σε αυτήν). Τα αντιμνημονιακά μέτωπα, οι πλατείες και οι παρελάσεις αλλά και πολλοί εργατικοί αγώνες είτε δεν είχαν την αντί-ΕΕ πάλη σαν σύνθημα είτε, στην καλύτερη περίπτωση, αυτή έμενε σε κάποιο χαρτί.
Οι λίγες εξαιρέσεις, κυρίως το ΚΚΕ (το οποίο μέσα στην κρίση ριζοσπαστικοποιήσε την πολιτική του γραμμή η οποία τώρα έκανε σαφείς αναφορές στην εργατική εξουσία και στο αδύνατο ενδιάμεσων δρόμων, διατηρώντας όμως τις πρακτικές του παρελθόντος), μικρότερες οργανώσεις του ΜΛ-χώρου αλλά και άλλες κινήσεις όπως το Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία, που έθεσαν ξεκάθαρα το θέμα της εξόδου από την Ε.Ε, δεν κατάφεραν να μετατρέψουν αυτήν την γραμμή σε κάτι πέρα από μια-σωστή- διακήρυξη.
Καμία πρωτοβουλία δεν εμφανίστηκε στο κίνημα για το ζήτημα της έξοδου . Και ουσιαστικά παρά τις χιλιάδες πορείες, συγκεντρώσεις, κινητοποιήσεις κλπ που έχουν γίνει, έχουμε τον θλιβερό απολογισμό ελάχιστων (ίσως και μηδαμινών) κινητοποιήσεων για το ζήτημα αυτό, ακόμα και στα γραφεία της Ε.Ε. Βέβαια τα αντί-ΕΕ συνθήματα ήταν πάντα πλευρά των συνθημάτων πολιτικών δυνάμεων που διαδήλωναν αλλά ποτέ δεν τέθηκαν με αυτοτελή τρόπο στο κίνημα. Έτσι η έξοδος από την Ε.Ε λειτούργησε στην πράξη περισσότερο σαν σημείο ενδοαριστερής διαπάλης και του-αναγκαίου-διαχωρισμού από την σοσιαλδημοκρατία παρά σαν πραγματικό επίδικο των ταξικών αγώνων.
Αυτές τις μέρες περνάει άλλο ένα πακέτο αντεργατικών μέτρων, πάνω στα αποκαΐδια των εργατικών δικαιωμάτων που άφησαν τα προηγούμενα. Στην ευρωπαϊκή κομπανία συμμετέχει τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ που συναντήθηκε ακόμα και με την Task Force για να δώσει διαπιστευτήρια στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο (στο ελληνικό τα έχει δώσει χρόνια τώρα και κυρίως προεκλογικά). Το ζήτημα του πραγματικού χαρακτήρα και ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη εξακολουθεί να παραμένει στο περιθώριο, την ώρα που ο Ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός μαζί με την Ελληνική αστική τάξη έχουν ισοπεδώσει τη χώρα. Η αναγκαιότητα συγκρότησης ενός μαζικού κινήματος για την άμεση έξοδο της χώρας από την Ε.Ε και την εργατική εξουσία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής μέσα στον μηχανισμό της Ε.Ε, που γεννήθηκε και λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο για να τσακίζει εργατικά δικαιώματα και να εξασφαλίζει κερδοφορία στις Ευρωπαϊκές αστικές τάξεις. Ένας μηχανισμός που δεν διορθώνεται παρά μόνο ανατρέπεται, σε κάθε χώρα και διεθνώς. Στην πραγματικότητα το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε είναι προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική. Όσο δεν τίθεται και δεν ξεκαθαρίζεται αυτό το ζήτημα τα διάφορα «αντικαπιταλιστικά» και «αριστερά προοδευτικά» προγράμματα δεν έχουν καμία πραγματική κοινωνική και πολιτική βάση, ότι φρασεολογία και αν υιοθετούν. Είναι λοιπόν όχι μόνο άχρηστα αλλά και τροφοδοτούν τον αποπροσανατολισμό σε συνθήκες που ήδη το θέμα της Ε.Ε έχει θαφτεί από όλα τα αστικά κόμματα και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.
Η κρίση και οι σημερινές εξελίξεις στην Ε.Ε δείχνουν ότι δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες. Οι οικονομικοί, θεσμικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί της Ε.Ε, αλλά και των επιμέρους κρατών μελών, έχουν διαμορφωθεί και φέρουν τη σφραγίδα των εξουσιαστικών σχέσεων του κεφαλαίου και στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Ως τέτοιοι είναι εντελώς ακατάλληλοι και επιζήμιοι για την επαναστατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και για μια προοπτική στα πλαίσια της οποίας οι «ελεύθερα συνεταιρισμένοι (και αυτοκυβερνώμενοι) παραγωγοί» θα αποκρυσταλλώνουν σταδιακά τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας. Και δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να μετασχηματιστούν ριζικά οι σχέσεις παραγωγής χωρίς την ταυτόχρονη αλλαγή των σχέσεων εξουσίας και κράτους (σε εθνικό, περιφερειακό, και παγκόσμιο επίπεδο). Θα πρέπει, επομένως, να καταργηθούν (διαλυθούν) οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί της Ε.Ε και να αναπτυχθούν νέοι θεσμοί καικοινωνικοί μηχανισμοί σχεδόν από μηδενική βάση.
Σε αυτά τα πλαίσια, βασική θέση κάθε στρατηγικής επιδίωξης με κομμουνιστικό περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι άλλη από την πάλη για την ανατροπή των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, την κατάργηση της συμμετοχής της χώρας σε αυτές, την κατοχύρωση του δικαιώματος του αποχωρισμού και της ελεύθερης συνένωσης σε εργατικού τύπου διεθνοποιήσεις. Ο στόχος για αποχωρισμό και αποδέσμευση από την Ε.Ε συγχωνεύεται με την ανάγκη και δυνατότητα της εργατικής εξουσίας που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια σειρά χώρες η σε μία από αυτές. Ωστόσο η εδραίωση της, η αμετάκλητη νίκη της χωρίς κίνδυνο παλινόρθωσης απαιτεί μια πλέον ανεπτυγμένη διεθνή βάση και μάλιστα τέτοια που να διεκδικεί οικονομική, κοινωνική και πολιτικοιδεολογική ηγεμονία απέναντι στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου. Η πάλη για την αποδέσμευση είναι η βασική συμβολή του εργατικού κινήματος στη χώρα μας για τη διάλυση της Ε.Ε. Στη βάση αυτής της λογικής, ο στόχος της ανατροπής της συγκεκριμένης μορφής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που σήμερα είναι η Ε.Ε, κρίνεται σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο και κυρίως στο πρώτο, γιατί δεν μπορεί να προσμένει κανείς κάποια συνολική επανάσταση όλων των ευρωπαϊκών χωρών ταυτόχρονα. Η αποδέσμευση από την Ε.Ε, , ιδιαίτερα σήμερα, αν είναι να έχει περιεχόμενο υπέρ των εργαζομένων, δεν μπορεί, παρά μόνο να επιβληθεί, με την μαζική, επαναστατική δράση της εργατικής τάξης.
Τα παραπάνω καθορίζουν και τον χαρακτήρα κινήσεων όπως η «Πρωτοβουλία Stop euro-e.e», οι στόχοι της οποίας περιγράφονταν στην εισήγηση για την πρόσφατη συνέλευση που στάλθηκε και στο Praxis. Ο βασικότερος απο αυτούς είναι οχι η έξοδος απο την Ε.Ε αλλά η έξοδος απο το ευρώ και η υιοθέτηση "κοινωνικής" κρατικόκαπιταλιστικής πολιτικής εντός της Ε.Ε σαν βήμα για περαιτέρω φιλολαικά μέτρα.
Γράφει η εισήγηση:
«Να φύγουμε τώρα από τη φυλακή του ευρώ και της ΟΝΕ. Για λαϊκή απειθαρχία και συνολική ρήξη με την ΕΕ του κεφαλαίου – Να μην πληρωθεί το χρέος " (10)
Και παρακάτω:
«Η έξοδος από την κρίση μπορεί να ξεκινήσει μόνο με την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη διαγραφή του χρέους. Προϋποθέτει υιοθέτηση εθνικού νομίσματος που θα στηρίζεται σε μια αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να εθνικοποιηθούν το τραπεζικό σύστημα και πριν απ’ όλα η Τράπεζα της Ελλάδος, για να στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή και να συμβάλλουν στον αυστηρό έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων. Μόνο με εθνικό νόμισμα –και σε συνδυασμό με κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας σε βάρος των κερδών- μπορεί να ενισχυθεί το εισόδημα των εργαζομένων, να τονωθεί η εσωτερική αγορά.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αυτά δεν αρκούν. Οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας πρέπει να περάσουν υπό τον πλήρη δημόσιο έλεγχο και να κλείσουν οι μαύρες τρύπες που ευθύνονται για τα ελλείμματα και το χρέος. Ολόκληρη η παραγωγική μηχανή της χώρας πρέπει -βασισμένη σε προγράμματα δημοσίων επενδύσεων και στον εργατικό κοινωνικό έλεγχο- να προσανατολιστεί στην ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών».
Δηλαδή η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» υποστηρίζει και προτείνει ότι με τις Ευρωπαϊκές συνθήκες (πλην Ευρώ) τύπου Maastricht, Λευκής Βίβλου, ευρωτρομονόμοι κλπ σε ισχύ, με την συμμετοχή σε όλες διακρατικές συμφωνίες που συνεπάγεται η Ε.Ε, με την συνολικότερη διαπλοκή της χώρας με το ευρωπαϊκό/παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα άθικτη είναι δυνατή μια εκτεταμένη «κευνσιανή» πολιτική στήριξης της ζήτησης και παρεμβάσεων του αστικού κράτους.
Πρόκειται για μια αυταπάτη, η οποία ερμηνεύει την κρίση και τα προβλήματα στην Ελλάδα σαν αποτέλεσμα της δημιουργίας της ευρωζώνης. Αγνοεί δηλαδή ότι το ευρώ, που προφανώς είχε τον δικό του ρόλου στο ξέσπασμα της κρίσης, δεν έπεσε από τον ουρανό αλλά είναι η φυσική εξέλιξη της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και των πολιτικών που απορρέουν από αυτήν και εφαρμόζονταν, χωρίς ευρώ, για δεκαετίες πριν την δημιουργία της ευρωζώνης. Και όπως δείχνει και η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών τα «μνημονιακά» μέτρα μπορούν να εφαρμόζονται μια χαρά και με «εθνικό νόμισμα», όπως άλλωστε εφαρμόζονταν και πριν την κρίση.
Η αντίληψη αυτή όμως είναι λαθεμένη και για έναν άλλο λόγο. Προϋποθέτει (αλλιώς η πρόταση της δεν έχει νόημα) ότι μια αστική κυβέρνηση κάτω από την πίεση του κινήματος θα «αναγκαστεί» να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική, δηλαδή ότι ένα κευνσιανό οικονομικό πρόγραμμα στην Ελλάδα-εντός της Ε.Ε- είναι ζήτημα «λαϊκού εκβιασμού». Δεν αντιλαμβάνεται δηλαδή (η αποκρύπτει) ότι τα προβλήματα του Ελληνικού Καπιταλισμού δεν είναι προβλήματα εθνικού νομίσματος ούτε κρατικού χρέους αλλά παραγωγικής δομής και ανταγωνιστικότητας που από τη μια πλευρά αναπαράγονται ακριβώς λόγω της συμμετοχής στην Ε.Ε και από την άλλη καθιστούν μη βιώσιμη οποιαδήποτε «παραγωγική ανασυγκρότηση» που δεν θα σπάσει άμεσα τους δεσμούς της με το διεθνές ιμπεριαλιστικό/κεφαλαιοκρατικό πλέγμα (9). Αυτός είναι και ο λόγος που ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός και η ελληνική αστική τάξη μπορεί κάποια στιγμή κάτω από την πίεση των εξελίξεων να ανοίξουν θέμα συμμετοχής στην ευρωζώνη (κάτι που ήδη συζητιέται σε μερίδες των αστικών τάξεων στην Ευρώπη), δεν πρόκειται όμως να διαπραγματευτούν την «μνημονιακή» πολιτική και τα κεκτημένα της.
Μι λαθεμένη ανάγνωση της κρίσης οδηγεί σε παλινωδίες για το πολιτικό υποκείμενο της πρότασης απέναντι της, δηλαδή για το ποιος θα κάνει όλα αυτά που προτείνει η «Πρωτοβουλία». Όπως αναφέρθηκε, είναι προφανές ότι μόνο ένα αστικό κράτος μπορεί να υπάρξει μέσα στην Ε.Ε (με ευρώ η όχι).
Όμως το κείμενο της «Πρωτοβουλίας» δεν κάνει καμία αναφορά στο ζήτημα (όπως και γενικότερα δεν αναφέρει ποια είναι η εξουσία θα τα πραγματοποιήσει όλα αυτά). Αντίθετα υπάρχουν αόριστες περιγραφές του τύπου «Τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κινητοποίηση ολόκληρου του λαού. Χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία. Ελευθερία και κοινωνική αλληλεγγύη ενάντια στο διαίρει και βασίλευε, ενάντια στον εμφύλιο μεταξύ εργαζομένων και φτωχών».
Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι η πολιτική γραμμή που προτείνει η «Πρωτοβουλία» αρνείται να θέσει το ζήτημα της εξόδου σαν άμεσο πολιτικό στόχο (ενδεχομένως γιατί εκεί ανοίγουν και άλλα ζητήματα εξουσίας) και ταυτόχρονα δεν υιοθετεί την συνεπή πολιτική πρόταση μιας τέτοιας γραμμής (χωρίς ευρώ αλλά μέσα στην Ε.Ε), που δεν είναι άλλη από μια αριστερή κυβέρνηση που θα διαχειριστεί το αστικό κράτος εκτός του ευρώ και εντός της Ε.Ε και θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Έτσι καταλήγουμε στην φρασεολογία περί «λαού» και «μαζικού εκβιασμού» για να καλυφθεί το κενό. Μια πολιτική πρόταση δηλαδή που στο μόνο που διαφέρει με τις διαχειριστικές προτάσεις των αριστερών ρευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αρνείται την συμμετοχή στην κυβέρνηση που απορρέει από αυτήν την πολιτική γραμμή, κρατώντας για τον εαυτό της το ρόλο του «αριστερού πεζοδρομίου»..
Όμως το πρόβλημα δεν είναι ποιος θα πάρει τα υπουργεία και τις καρέκλες σε μια ενδεχόμενη τέτοια κυβέρνηση αλλά τι πολιτική θα εφαρμόζεται και αν μπορεί να αλλάξει. Από αυτήν την άποψη είναι πολύ διδακτική η πορεία αντίστοιχων ρευμάτων (και στην Ελλάδα) που ξεκίνησαν με προτάσεις εθνικής κοινωνικής οικονομικής πολιτικής, σε πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες και σε άλλη οικονομική κατάσταση για τον Ελληνικό Καπιταλισμό, και με ένα μαζικό ρεύμα να τις υποστηρίζει. Η γραμμή και ανάλυση της «Πρωτοβουλίας» βρίσκεται πίσω ακόμα και από τέτοια αστικά εγχειρήματα (3η Σεπτέμβρη κλπ) τα οποία είναι γνωστό που κατέληξαν. Το 2012, με αυτές τις διεθνείς συνθήκες και τους συσχετισμούς, αν ποτέ είχε κάποιο αποτέλεσμα μια τέτοια ρητορική το πολύ να προσέφερε νέους «αριστερούς ψάλτες» σε μια αστική διαχείριση των συνεπειών των μνημονίων.
Υπάρχει εξάλλου μεγάλη ιστορική παράδοση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα για τα ρεύματα που «ξέχναγαν» να μιλήσουν για το ζήτημα του κράτους το οποίο αποτελεί, στην Μαρξιστική τουλάχιστον θεωρία, τα βιβλία της οποίας σίγουρα βρίσκονται στα γραφεία πολλών μελών τέτοιων πρωτοβουλιών, το βασικό κριτήριο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε τυχοδιωκτικά ρεύματα και ρεύματα που υιοθετούν μια ταξική τοποθέτηση υπέρ των εργαζομένων. Η απάντηση που συνήθως δίνεται –όχι μόνο από συντελεστές της «Πρωτοβουλίας» αλλά και ευρύτερα- είναι ότι πρέπει απλά να βρούμε την σωστή «τακτική» αφού τυπικά συμφωνούμε όλοι στα «μεγάλα ζητήματα». Είναι η κριτική με την οποία σφυροκοπείται το ΚΚΕ και oi δυνάμεις και αγωνιστές πέρα από αυτό που επιμένουν στο ζήτημα της εργατικής εξουσίας, ανεξάρτητα απο το πώς το αντιλαμβάνονται.
Και δεν είναι παράξενο που όλη η ρητορική σήμερα που συκοφαντεί την προλεταριακή επανάσταση και τον σοσιαλισμό και στην οποία πρωτοστατεί το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς εστιάζει στον «ρεαλισμό» και την «τακτική» δηλαδή την υποταγή στον Ευρωπαϊκό Ιμπεριαλισμό και την εθνική αστική τάξη στο όνομα προγραμμάτων τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ποτέ αλλά σίγουρα εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή χώρων και κομματικών γραφειοκρατιών στον μαγικό κόσμο των ενδοαριστερών αντιπαραθέσεων.
Το επιχείρημα είναι ακατανίκητο. Θα περιμένουμε την εργατική εξουσία, θα περιμένουμε την επανάσταση για να αλλάξουν τα πράγματα; Έτσι η «επανάσταση» για τον ανυπόμονο μικροαστό, τον ρεαλιστή «Μαρξιστή», τον «πρακτικό» αρχισυνδικαλιστή, τον κομματικό γραφειοκράτη και τον κουρασμένο αριστερό φοιτητή, που στρατολογούνται θεωρητικά και πολιτικά σε τέτοιες απόψεις, αποκτά μια συγκεκριμένη έννοια. Γίνεται κάτι «που θα έρθει» θα συμβεί δηλαδή κάποια στιγμή και «θα αλλάξουν τα πράγματα» και όχι μια ζωντανή διαδικασία της πάλης των τάξεων, νικών και ηττών, δημιουργίας εργατικών δομών, θεωρητικής κριτικής, συγκρότησης δηλαδή ενός μαζικού επαναστατικού ρεύματος στην εργατική τάξη χωρίς το οποίο η επανάσταση δεν θα έρθει ποτέ.
Η συγκρότηση ενός τέτοιου ρεύματος είναι και η μόνη πραγματική επαναστατική τακτική σήμερα, μαζί με την απολύτως αναγκαία υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας στις βασικές συνθήκες ζωής (μισθοί, πρόνοια κλπ). Αν οι Μαρξιστές πίστευαν ότι μπορούν να υπάρξουν τέτοιες μαγικές «τακτικές» λύσεις χωρίς να χρειαστεί ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης τότε πολύ απλά δεν θα ήταν Μαρξιστές και θα υποστήριζαν όπως ο ειλικρινής Bernstein την τακτική της «σημασίας των άμεσων στόχων».
Το γεγονός σήμερα ότι η πολιτική και θεωρητική συζήτηση σε οργανώσεις που υποστηρίζουν κάποια εκδοχή της Μαρξιστικής θεωρίας έχει μετατραπεί σε συζήτηση περί «τακτικής» στην οποία η επαναστατική τακτική γίνεται «Δευτέρα παρουσία» και η ρεφορμιστική «τακτική» γενικώς δεν είναι παρά δείκτης διάβρωσης των θεωρητικών και πολιτικών ρευμάτων που μιλάνε στο όνομα της εργατικής τάξης από την αστική ιδεολογία και αιτία για την αδυναμία αυτής της αριστεράς να ηγεμονεύσει, να ριζοσπαστικοποιήσει και τελικά να δώσει πνοή σε ένα νέο εργατικό και κομμουνιστικό ρεύμα που τόσο ανάγκη έχει η εποχή μας.
Για τους ανθρώπους που ορίζουν την επανάσταση σαν κάτι «που θα έρθει» και υποβαθμίζουν την συζήτηση στο «τώρα» η επανάσταση είναι κάτι σαν ένα πραξικόπημα η μια βιβλική καταστροφή. Δείγμα και αυτό της κατάστασης που βρισκόμαστε σήμερα. Επίσης η αντίληψη αυτή και οι διάφορες «τακτικές» που προτείνει υποστηρίζει ότι μέσα από αυτές τις τακτικές θα ανοίξει ο δρόμος για πιο συνολικές αλλαγές, αντιλαμβάνεται δηλαδή την «τακτική» με μεταφυσικό τρόπο ως «κατώτατο στάδιο» της στρατηγικής και όχι ως αναπόσπαστο, ζωντανό, μέρος που συνδέεται μαζί της διαλεκτικά, νεκρανασταίνοντας τον γέρο-Kautsky και τον «Μαρξισμό» του που κατέστρεψε το εργατικό κίνημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που όλα τα παραπάνω οδηγούν σε παρόμοια συμπεράσματα και για τις πολιτικές δυνάμεις. Η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» καλεί σε συμπόρευση τους πάντες, από όσους είναι απλά ενάντια στην Ε.Ε, μέχρι όσους είναι υπέρ της εξόδου από αυτήν και της διάλυσης της. Συμπόρευσης που μπορεί-και πρέπει- να υπάρξει μόνο σαν κοινή δράση δηλαδή σαν συνάντηση στο κίνημα π.χ. σε μια κοινή αντι-ΕΕ διαδήλωση στην οποία όλοι οι παραπάνω θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να συμμετέχουν με την δική τους ξεχωριστή πρόταση, την οποία σε τελική ανάλυση θα την κρίνει η ίδια η ζωή.
Όμως καταλήγοντας η εισήγηση διατυπώνει έναν κοινό στόχο που θεωρεί ότι ενώνει όλους τους παραπάνω: «Κοινός μας στόχος είναι να σταθεί η χώρα στα δικά της πόδια». Για ποια χώρα ακριβώς μιλάμε; Για την εθνική καπιταλιστική Ελλάδα η για την Ελλάδα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων; Και αν μιλάμε για την πρώτη εκδοχή (όπως περιγράφουν και οι πάνω θέσεις) γιατί σε αυτόν τον «κοινό στόχο» δεν χωράνε και άλλα κόμματα τύπου Ανεξάρτητων Ελλήνων τα οποίοι ζητάνε να «σταθεί η χώρα στα πόδια της» και παλεύουν και αυτά ενάντια στις «συνέπειες»;
Η συγκόλληση όλων των αντί-ΕΕ απόψεων κάτω από τη σημαία της «αναστήλωσης της χώρας» αποτελεί μια αντιδραστική αυταπάτη, μεταφορά του τυχοδιωκτικού «αντιμνημονιακού» λόγου στην συνθηματολογία της αριστεράς, πολιτικά επικίνδυνη ρητορική ευάλωτη στα κάθε λογής αστικά και μικροαστικά ρεύματα που, ειδικά σε αυτήν την συγκυρία, παίζουν το παιχνίδι της «σωτηρίας της χώρας» υποβαθμίζοντας μάλιστα το ζήτημα της Ε.Ε. Φαίνεται δυστυχώς ότι τα αποτελέσματα της ανοχής και του καιροσκοπισμού απέναντι στα εθνικιστικά αντιμνημονιακά ρεύματα δεν έδωσαν τα απαραίτητα συμπεράσματα. Είναι βέβαια ένα «κοινός στόχος» ανάλογος των κοινωνικό-οικονομικών αναλύσεων και πολιτικών προτάσεων που υιοθετεί η «Πρωτοβουλία» που περιγράψαμε παραπάνω.
Αυτές είναι και οι κυριότερες πλευρές πάνω στην οποία διαμορφώνει το κάλεσμα της η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας». Μια πρόταση «εθνικής» αστικής στρατηγικής εντός της Ε.Ε σαν βήμα για το σοσιαλισμό, που «ξεχνά» το κορυφαίο ζήτημα του αστικού κράτους (ποιος δηλαδή θα τα κάνει όλα αυτά), στηρίζεται σε λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις που αποκρύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης και σε ένα ανέφικτο πολιτικό πρόγραμμα που θέλει σοσιαλισμό μέσα στον διεθνή Καπιταλισμό της Ε.Ε χωρίς επανάσταση. Από αυτήν την μικροαστική πολιτική πρόταση (αφού σε ταξικό επίπεδο αντικειμενικά αντανακλά κυρίως τα ταξικά συμφέροντα των μικροαστών-μικροκαπιταλιστών που μάταια ονειρεύονται μια Ε.Ε που θα τους δίνει την οικονομική ασφάλεια του παρελθόντος χωρίς την λιτότητα και ενδεχομένως και το ευρώ) και την «αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση» που προτείνει προκύπτει ένα ευρύτερο αγωνιστικό μέτωπο στο οποίο καλεί η «Πρωτοβουλία» με κοινό στόχο την «σωτηρία της χώρας». Είναι λοιπόν μια πρόταση που όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί αλλά θολώνει και την πραγματική εικόνα της κρίσης, της Ε.Ε και της απάντησης σε αυτήν. Για αυτό και δεν μπορεί να συμβάλλει στον αγώνα για την ανατροπή των μνημονίων και της Ε.Ε και να ενώσει στην πράξη όσους αγωνίζονται για να ριζοσπαστικοποιηθεί αυτός ο αγώνας.
Η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» ισχυρίζεται-αναμφίβολα με τις καλύτερες προθέσεις-ότι «κάθε λαϊκή δύναμη που αντιστρατεύεται τα μνημόνια κρίνεται πριν απ’ όλα από το αν λέει την αλήθεια στο λαό. Από το αν τον καλεί να παλέψει για να επιβάλλει την ανατροπή των μνημονίων, για να έχει κατακτήσεις στο σήμερα. Από το αν του ζητά και τον βοηθά να παλέψει συντεταγμένα για να έχει η χώρα την εθνική και λαϊκή της κυριαρχία».
Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή. Δεν πρόκειται να υπάρξουν όλα αυτά που περιγράφονται χωρίς επαναστατικές αλλαγές και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όσο και αυτή η αριστερά ξορκίζει την επανάσταση και την εργατική εξουσία με χίλιους δύο τρόπους θα την βρίσκει μπροστά της, μέσα στον ανειρήνευτο ταξικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο και η ελληνική αστική τάξη που δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε έχουν ανάγκη «εθνικές» στρατηγικές.
Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος. Απέναντι στα διλήμματα που θέτει σήμερα η αστική τάξη, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία: "έξοδος από την Ε.Ε η καταστροφή". Έξοδος όμως που θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων, της δικής τους εξουσίας που δεν θα απαντήσει με την ανέφικτη υπεράσπιση του παλιού οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Αλλά θα φέρει στο προσκήνιο την αντίστοιχη ταξική υπέρβαση από την πλευρά των εργαζομένων, μια άλλη εξουσία, ενός άλλου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής που θα κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα με την έξοδο από την Ε.Ε, συμβάλλοντας αποφασιστικά και στη διεθνιστική πάλη για τη διάλυση της. Στην προσπάθεια να υπάρξει ένα τέτοιο μαζικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα, στην πολιτική και στην θεωρία που ταυτόχρονα θα υπερασπίζεται παντού τον κόσμο της εργασίας και θα αναπτύσσει αντιφασιστική δράση, στην μόνη δηλαδή ρεαλιστική τακτική που μπορεί να υπάρξει σήμερα, αξίζει να δώσουν όλοι τις δυνάμεις και την συμβολή τους, ώστε να «ξελασπώσει το μέλλον» και να ανοίξει ο δρόμος για να απαλλαγούμε οριστικά από τα μνημόνια και τους διεθνείς και εγχώριους μηχανισμούς που μας οδηγούν καθημερινά πιο βαθiά στην πείνα, την φτώχεια, την εκμετάλλευση και την βαρβαρότητα.
Η αντί-ΕΕ θέση προσέκρουε στην τακτική μιας συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα, με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο («αντιμονοπωλιακά μέτωπα» κλπ) που θα έδινε αριστερή και κομμουνιστική προοπτική σε μια ανεξάρτητη «εθνική ανάπτυξη». Όμως για τους λόγους που περιγράφηκαν παραπάνω, αυτή η συμμαχία μονίμως ακυρωνόταν από την δυνατότητα της ελληνικής αστικής τάξης να ενσωματώνει αυτά τα στρώματα, με την μεγάλη συμβολή της ίδιας της Ε.Ε. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η προσπάθεια κορυφώθηκε αμέσως μετά την ένταξη, με το εγχείρημα της «αλλαγής». Έτσι η αντί-ΕΕ πάλη δεν συνδέθηκε τελικά με ένα μαζικό ταξικό επαναστατικό ρεύμα στην Ελληνική κοινωνία που θα μπορούσε να διεκδικήσει το ζήτημα της εξόδου και περιορίστικε κυρίως στις κομματικές δυνάμεις που την υποστήριζαν και σε έναν περίγυρο τους.
Έτσι δεν είναι παράξενο ότι όταν ξέσπασε η κρίση στην Ελλάδα, σχεδόν αυτόματα, σαν έτοιμες από καιρό, εμφανίστηκαν διάφορες ερμηνείες και αντιπολιτευτικές προτάσεις που σχεδόν όλες έθαβαν και απέκρυπταν το ζήτημα της Ε.Ε. Η κρίση σαν κρίση χρέους (και άρα έλλειψης λογιστικού έλεγχου), η κρίση σαν κρίση προδοσίας των πολιτικών, η κρίση σαν κρίση των τραπεζών, η κρίση σαν κρίση διαφθοράς. Διανοούμενοι, συνδικαλιστές, και φυσικά οι μηχανισμοί των ευρώ-κομμάτων αριστερών και δεξιών έκαναν την δουλειά τους, εξαπατώντας τους εργαζόμενους και συσκοτίζοντας την ερμηνεία της κρίσης (και άρα την απάντηση σε αυτήν). Τα αντιμνημονιακά μέτωπα, οι πλατείες και οι παρελάσεις αλλά και πολλοί εργατικοί αγώνες είτε δεν είχαν την αντί-ΕΕ πάλη σαν σύνθημα είτε, στην καλύτερη περίπτωση, αυτή έμενε σε κάποιο χαρτί.
Οι λίγες εξαιρέσεις, κυρίως το ΚΚΕ (το οποίο μέσα στην κρίση ριζοσπαστικοποιήσε την πολιτική του γραμμή η οποία τώρα έκανε σαφείς αναφορές στην εργατική εξουσία και στο αδύνατο ενδιάμεσων δρόμων, διατηρώντας όμως τις πρακτικές του παρελθόντος), μικρότερες οργανώσεις του ΜΛ-χώρου αλλά και άλλες κινήσεις όπως το Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία, που έθεσαν ξεκάθαρα το θέμα της εξόδου από την Ε.Ε, δεν κατάφεραν να μετατρέψουν αυτήν την γραμμή σε κάτι πέρα από μια-σωστή- διακήρυξη.
Καμία πρωτοβουλία δεν εμφανίστηκε στο κίνημα για το ζήτημα της έξοδου . Και ουσιαστικά παρά τις χιλιάδες πορείες, συγκεντρώσεις, κινητοποιήσεις κλπ που έχουν γίνει, έχουμε τον θλιβερό απολογισμό ελάχιστων (ίσως και μηδαμινών) κινητοποιήσεων για το ζήτημα αυτό, ακόμα και στα γραφεία της Ε.Ε. Βέβαια τα αντί-ΕΕ συνθήματα ήταν πάντα πλευρά των συνθημάτων πολιτικών δυνάμεων που διαδήλωναν αλλά ποτέ δεν τέθηκαν με αυτοτελή τρόπο στο κίνημα. Έτσι η έξοδος από την Ε.Ε λειτούργησε στην πράξη περισσότερο σαν σημείο ενδοαριστερής διαπάλης και του-αναγκαίου-διαχωρισμού από την σοσιαλδημοκρατία παρά σαν πραγματικό επίδικο των ταξικών αγώνων.
Αυτές τις μέρες περνάει άλλο ένα πακέτο αντεργατικών μέτρων, πάνω στα αποκαΐδια των εργατικών δικαιωμάτων που άφησαν τα προηγούμενα. Στην ευρωπαϊκή κομπανία συμμετέχει τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ που συναντήθηκε ακόμα και με την Task Force για να δώσει διαπιστευτήρια στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο (στο ελληνικό τα έχει δώσει χρόνια τώρα και κυρίως προεκλογικά). Το ζήτημα του πραγματικού χαρακτήρα και ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ελλάδα και την Ευρώπη εξακολουθεί να παραμένει στο περιθώριο, την ώρα που ο Ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός μαζί με την Ελληνική αστική τάξη έχουν ισοπεδώσει τη χώρα. Η αναγκαιότητα συγκρότησης ενός μαζικού κινήματος για την άμεση έξοδο της χώρας από την Ε.Ε και την εργατική εξουσία είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής μέσα στον μηχανισμό της Ε.Ε, που γεννήθηκε και λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο για να τσακίζει εργατικά δικαιώματα και να εξασφαλίζει κερδοφορία στις Ευρωπαϊκές αστικές τάξεις. Ένας μηχανισμός που δεν διορθώνεται παρά μόνο ανατρέπεται, σε κάθε χώρα και διεθνώς. Στην πραγματικότητα το ζήτημα της εξόδου από την Ε.Ε είναι προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική. Όσο δεν τίθεται και δεν ξεκαθαρίζεται αυτό το ζήτημα τα διάφορα «αντικαπιταλιστικά» και «αριστερά προοδευτικά» προγράμματα δεν έχουν καμία πραγματική κοινωνική και πολιτική βάση, ότι φρασεολογία και αν υιοθετούν. Είναι λοιπόν όχι μόνο άχρηστα αλλά και τροφοδοτούν τον αποπροσανατολισμό σε συνθήκες που ήδη το θέμα της Ε.Ε έχει θαφτεί από όλα τα αστικά κόμματα και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς.
Η κρίση και οι σημερινές εξελίξεις στην Ε.Ε δείχνουν ότι δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες. Οι οικονομικοί, θεσμικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί της Ε.Ε, αλλά και των επιμέρους κρατών μελών, έχουν διαμορφωθεί και φέρουν τη σφραγίδα των εξουσιαστικών σχέσεων του κεφαλαίου και στοχεύουν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του. Ως τέτοιοι είναι εντελώς ακατάλληλοι και επιζήμιοι για την επαναστατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και για μια προοπτική στα πλαίσια της οποίας οι «ελεύθερα συνεταιρισμένοι (και αυτοκυβερνώμενοι) παραγωγοί» θα αποκρυσταλλώνουν σταδιακά τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας. Και δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να μετασχηματιστούν ριζικά οι σχέσεις παραγωγής χωρίς την ταυτόχρονη αλλαγή των σχέσεων εξουσίας και κράτους (σε εθνικό, περιφερειακό, και παγκόσμιο επίπεδο). Θα πρέπει, επομένως, να καταργηθούν (διαλυθούν) οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί της Ε.Ε και να αναπτυχθούν νέοι θεσμοί καικοινωνικοί μηχανισμοί σχεδόν από μηδενική βάση.
Σε αυτά τα πλαίσια, βασική θέση κάθε στρατηγικής επιδίωξης με κομμουνιστικό περιεχόμενο δεν μπορεί να είναι άλλη από την πάλη για την ανατροπή των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, την κατάργηση της συμμετοχής της χώρας σε αυτές, την κατοχύρωση του δικαιώματος του αποχωρισμού και της ελεύθερης συνένωσης σε εργατικού τύπου διεθνοποιήσεις. Ο στόχος για αποχωρισμό και αποδέσμευση από την Ε.Ε συγχωνεύεται με την ανάγκη και δυνατότητα της εργατικής εξουσίας που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια σειρά χώρες η σε μία από αυτές. Ωστόσο η εδραίωση της, η αμετάκλητη νίκη της χωρίς κίνδυνο παλινόρθωσης απαιτεί μια πλέον ανεπτυγμένη διεθνή βάση και μάλιστα τέτοια που να διεκδικεί οικονομική, κοινωνική και πολιτικοιδεολογική ηγεμονία απέναντι στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου. Η πάλη για την αποδέσμευση είναι η βασική συμβολή του εργατικού κινήματος στη χώρα μας για τη διάλυση της Ε.Ε. Στη βάση αυτής της λογικής, ο στόχος της ανατροπής της συγκεκριμένης μορφής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, που σήμερα είναι η Ε.Ε, κρίνεται σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο και κυρίως στο πρώτο, γιατί δεν μπορεί να προσμένει κανείς κάποια συνολική επανάσταση όλων των ευρωπαϊκών χωρών ταυτόχρονα. Η αποδέσμευση από την Ε.Ε, , ιδιαίτερα σήμερα, αν είναι να έχει περιεχόμενο υπέρ των εργαζομένων, δεν μπορεί, παρά μόνο να επιβληθεί, με την μαζική, επαναστατική δράση της εργατικής τάξης.
Τα παραπάνω καθορίζουν και τον χαρακτήρα κινήσεων όπως η «Πρωτοβουλία Stop euro-e.e», οι στόχοι της οποίας περιγράφονταν στην εισήγηση για την πρόσφατη συνέλευση που στάλθηκε και στο Praxis. Ο βασικότερος απο αυτούς είναι οχι η έξοδος απο την Ε.Ε αλλά η έξοδος απο το ευρώ και η υιοθέτηση "κοινωνικής" κρατικόκαπιταλιστικής πολιτικής εντός της Ε.Ε σαν βήμα για περαιτέρω φιλολαικά μέτρα.
Γράφει η εισήγηση:
«Να φύγουμε τώρα από τη φυλακή του ευρώ και της ΟΝΕ. Για λαϊκή απειθαρχία και συνολική ρήξη με την ΕΕ του κεφαλαίου – Να μην πληρωθεί το χρέος " (10)
Και παρακάτω:
«Η έξοδος από την κρίση μπορεί να ξεκινήσει μόνο με την έξοδο από την Ευρωζώνη και τη διαγραφή του χρέους. Προϋποθέτει υιοθέτηση εθνικού νομίσματος που θα στηρίζεται σε μια αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να εθνικοποιηθούν το τραπεζικό σύστημα και πριν απ’ όλα η Τράπεζα της Ελλάδος, για να στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή και να συμβάλλουν στον αυστηρό έλεγχο της κίνησης των κεφαλαίων. Μόνο με εθνικό νόμισμα –και σε συνδυασμό με κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας σε βάρος των κερδών- μπορεί να ενισχυθεί το εισόδημα των εργαζομένων, να τονωθεί η εσωτερική αγορά.
Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Αυτά δεν αρκούν. Οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας πρέπει να περάσουν υπό τον πλήρη δημόσιο έλεγχο και να κλείσουν οι μαύρες τρύπες που ευθύνονται για τα ελλείμματα και το χρέος. Ολόκληρη η παραγωγική μηχανή της χώρας πρέπει -βασισμένη σε προγράμματα δημοσίων επενδύσεων και στον εργατικό κοινωνικό έλεγχο- να προσανατολιστεί στην ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών».
Δηλαδή η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» υποστηρίζει και προτείνει ότι με τις Ευρωπαϊκές συνθήκες (πλην Ευρώ) τύπου Maastricht, Λευκής Βίβλου, ευρωτρομονόμοι κλπ σε ισχύ, με την συμμετοχή σε όλες διακρατικές συμφωνίες που συνεπάγεται η Ε.Ε, με την συνολικότερη διαπλοκή της χώρας με το ευρωπαϊκό/παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα άθικτη είναι δυνατή μια εκτεταμένη «κευνσιανή» πολιτική στήριξης της ζήτησης και παρεμβάσεων του αστικού κράτους.
Πρόκειται για μια αυταπάτη, η οποία ερμηνεύει την κρίση και τα προβλήματα στην Ελλάδα σαν αποτέλεσμα της δημιουργίας της ευρωζώνης. Αγνοεί δηλαδή ότι το ευρώ, που προφανώς είχε τον δικό του ρόλου στο ξέσπασμα της κρίσης, δεν έπεσε από τον ουρανό αλλά είναι η φυσική εξέλιξη της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης και των πολιτικών που απορρέουν από αυτήν και εφαρμόζονταν, χωρίς ευρώ, για δεκαετίες πριν την δημιουργία της ευρωζώνης. Και όπως δείχνει και η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών τα «μνημονιακά» μέτρα μπορούν να εφαρμόζονται μια χαρά και με «εθνικό νόμισμα», όπως άλλωστε εφαρμόζονταν και πριν την κρίση.
Η αντίληψη αυτή όμως είναι λαθεμένη και για έναν άλλο λόγο. Προϋποθέτει (αλλιώς η πρόταση της δεν έχει νόημα) ότι μια αστική κυβέρνηση κάτω από την πίεση του κινήματος θα «αναγκαστεί» να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική, δηλαδή ότι ένα κευνσιανό οικονομικό πρόγραμμα στην Ελλάδα-εντός της Ε.Ε- είναι ζήτημα «λαϊκού εκβιασμού». Δεν αντιλαμβάνεται δηλαδή (η αποκρύπτει) ότι τα προβλήματα του Ελληνικού Καπιταλισμού δεν είναι προβλήματα εθνικού νομίσματος ούτε κρατικού χρέους αλλά παραγωγικής δομής και ανταγωνιστικότητας που από τη μια πλευρά αναπαράγονται ακριβώς λόγω της συμμετοχής στην Ε.Ε και από την άλλη καθιστούν μη βιώσιμη οποιαδήποτε «παραγωγική ανασυγκρότηση» που δεν θα σπάσει άμεσα τους δεσμούς της με το διεθνές ιμπεριαλιστικό/κεφαλαιοκρατικό πλέγμα (9). Αυτός είναι και ο λόγος που ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός και η ελληνική αστική τάξη μπορεί κάποια στιγμή κάτω από την πίεση των εξελίξεων να ανοίξουν θέμα συμμετοχής στην ευρωζώνη (κάτι που ήδη συζητιέται σε μερίδες των αστικών τάξεων στην Ευρώπη), δεν πρόκειται όμως να διαπραγματευτούν την «μνημονιακή» πολιτική και τα κεκτημένα της.
Μι λαθεμένη ανάγνωση της κρίσης οδηγεί σε παλινωδίες για το πολιτικό υποκείμενο της πρότασης απέναντι της, δηλαδή για το ποιος θα κάνει όλα αυτά που προτείνει η «Πρωτοβουλία». Όπως αναφέρθηκε, είναι προφανές ότι μόνο ένα αστικό κράτος μπορεί να υπάρξει μέσα στην Ε.Ε (με ευρώ η όχι).
Όμως το κείμενο της «Πρωτοβουλίας» δεν κάνει καμία αναφορά στο ζήτημα (όπως και γενικότερα δεν αναφέρει ποια είναι η εξουσία θα τα πραγματοποιήσει όλα αυτά). Αντίθετα υπάρχουν αόριστες περιγραφές του τύπου «Τίποτα από τα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει χωρίς την κινητοποίηση ολόκληρου του λαού. Χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη δημοκρατία. Ελευθερία και κοινωνική αλληλεγγύη ενάντια στο διαίρει και βασίλευε, ενάντια στον εμφύλιο μεταξύ εργαζομένων και φτωχών».
Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι ότι η πολιτική γραμμή που προτείνει η «Πρωτοβουλία» αρνείται να θέσει το ζήτημα της εξόδου σαν άμεσο πολιτικό στόχο (ενδεχομένως γιατί εκεί ανοίγουν και άλλα ζητήματα εξουσίας) και ταυτόχρονα δεν υιοθετεί την συνεπή πολιτική πρόταση μιας τέτοιας γραμμής (χωρίς ευρώ αλλά μέσα στην Ε.Ε), που δεν είναι άλλη από μια αριστερή κυβέρνηση που θα διαχειριστεί το αστικό κράτος εκτός του ευρώ και εντός της Ε.Ε και θα οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Έτσι καταλήγουμε στην φρασεολογία περί «λαού» και «μαζικού εκβιασμού» για να καλυφθεί το κενό. Μια πολιτική πρόταση δηλαδή που στο μόνο που διαφέρει με τις διαχειριστικές προτάσεις των αριστερών ρευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αρνείται την συμμετοχή στην κυβέρνηση που απορρέει από αυτήν την πολιτική γραμμή, κρατώντας για τον εαυτό της το ρόλο του «αριστερού πεζοδρομίου»..
Όμως το πρόβλημα δεν είναι ποιος θα πάρει τα υπουργεία και τις καρέκλες σε μια ενδεχόμενη τέτοια κυβέρνηση αλλά τι πολιτική θα εφαρμόζεται και αν μπορεί να αλλάξει. Από αυτήν την άποψη είναι πολύ διδακτική η πορεία αντίστοιχων ρευμάτων (και στην Ελλάδα) που ξεκίνησαν με προτάσεις εθνικής κοινωνικής οικονομικής πολιτικής, σε πολύ πιο ευνοϊκές συνθήκες και σε άλλη οικονομική κατάσταση για τον Ελληνικό Καπιταλισμό, και με ένα μαζικό ρεύμα να τις υποστηρίζει. Η γραμμή και ανάλυση της «Πρωτοβουλίας» βρίσκεται πίσω ακόμα και από τέτοια αστικά εγχειρήματα (3η Σεπτέμβρη κλπ) τα οποία είναι γνωστό που κατέληξαν. Το 2012, με αυτές τις διεθνείς συνθήκες και τους συσχετισμούς, αν ποτέ είχε κάποιο αποτέλεσμα μια τέτοια ρητορική το πολύ να προσέφερε νέους «αριστερούς ψάλτες» σε μια αστική διαχείριση των συνεπειών των μνημονίων.
Υπάρχει εξάλλου μεγάλη ιστορική παράδοση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα για τα ρεύματα που «ξέχναγαν» να μιλήσουν για το ζήτημα του κράτους το οποίο αποτελεί, στην Μαρξιστική τουλάχιστον θεωρία, τα βιβλία της οποίας σίγουρα βρίσκονται στα γραφεία πολλών μελών τέτοιων πρωτοβουλιών, το βασικό κριτήριο για τον διαχωρισμό ανάμεσα σε τυχοδιωκτικά ρεύματα και ρεύματα που υιοθετούν μια ταξική τοποθέτηση υπέρ των εργαζομένων. Η απάντηση που συνήθως δίνεται –όχι μόνο από συντελεστές της «Πρωτοβουλίας» αλλά και ευρύτερα- είναι ότι πρέπει απλά να βρούμε την σωστή «τακτική» αφού τυπικά συμφωνούμε όλοι στα «μεγάλα ζητήματα». Είναι η κριτική με την οποία σφυροκοπείται το ΚΚΕ και oi δυνάμεις και αγωνιστές πέρα από αυτό που επιμένουν στο ζήτημα της εργατικής εξουσίας, ανεξάρτητα απο το πώς το αντιλαμβάνονται.
Και δεν είναι παράξενο που όλη η ρητορική σήμερα που συκοφαντεί την προλεταριακή επανάσταση και τον σοσιαλισμό και στην οποία πρωτοστατεί το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς εστιάζει στον «ρεαλισμό» και την «τακτική» δηλαδή την υποταγή στον Ευρωπαϊκό Ιμπεριαλισμό και την εθνική αστική τάξη στο όνομα προγραμμάτων τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν ποτέ αλλά σίγουρα εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή χώρων και κομματικών γραφειοκρατιών στον μαγικό κόσμο των ενδοαριστερών αντιπαραθέσεων.
Το επιχείρημα είναι ακατανίκητο. Θα περιμένουμε την εργατική εξουσία, θα περιμένουμε την επανάσταση για να αλλάξουν τα πράγματα; Έτσι η «επανάσταση» για τον ανυπόμονο μικροαστό, τον ρεαλιστή «Μαρξιστή», τον «πρακτικό» αρχισυνδικαλιστή, τον κομματικό γραφειοκράτη και τον κουρασμένο αριστερό φοιτητή, που στρατολογούνται θεωρητικά και πολιτικά σε τέτοιες απόψεις, αποκτά μια συγκεκριμένη έννοια. Γίνεται κάτι «που θα έρθει» θα συμβεί δηλαδή κάποια στιγμή και «θα αλλάξουν τα πράγματα» και όχι μια ζωντανή διαδικασία της πάλης των τάξεων, νικών και ηττών, δημιουργίας εργατικών δομών, θεωρητικής κριτικής, συγκρότησης δηλαδή ενός μαζικού επαναστατικού ρεύματος στην εργατική τάξη χωρίς το οποίο η επανάσταση δεν θα έρθει ποτέ.
Η συγκρότηση ενός τέτοιου ρεύματος είναι και η μόνη πραγματική επαναστατική τακτική σήμερα, μαζί με την απολύτως αναγκαία υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας στις βασικές συνθήκες ζωής (μισθοί, πρόνοια κλπ). Αν οι Μαρξιστές πίστευαν ότι μπορούν να υπάρξουν τέτοιες μαγικές «τακτικές» λύσεις χωρίς να χρειαστεί ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης τότε πολύ απλά δεν θα ήταν Μαρξιστές και θα υποστήριζαν όπως ο ειλικρινής Bernstein την τακτική της «σημασίας των άμεσων στόχων».
Το γεγονός σήμερα ότι η πολιτική και θεωρητική συζήτηση σε οργανώσεις που υποστηρίζουν κάποια εκδοχή της Μαρξιστικής θεωρίας έχει μετατραπεί σε συζήτηση περί «τακτικής» στην οποία η επαναστατική τακτική γίνεται «Δευτέρα παρουσία» και η ρεφορμιστική «τακτική» γενικώς δεν είναι παρά δείκτης διάβρωσης των θεωρητικών και πολιτικών ρευμάτων που μιλάνε στο όνομα της εργατικής τάξης από την αστική ιδεολογία και αιτία για την αδυναμία αυτής της αριστεράς να ηγεμονεύσει, να ριζοσπαστικοποιήσει και τελικά να δώσει πνοή σε ένα νέο εργατικό και κομμουνιστικό ρεύμα που τόσο ανάγκη έχει η εποχή μας.
Για τους ανθρώπους που ορίζουν την επανάσταση σαν κάτι «που θα έρθει» και υποβαθμίζουν την συζήτηση στο «τώρα» η επανάσταση είναι κάτι σαν ένα πραξικόπημα η μια βιβλική καταστροφή. Δείγμα και αυτό της κατάστασης που βρισκόμαστε σήμερα. Επίσης η αντίληψη αυτή και οι διάφορες «τακτικές» που προτείνει υποστηρίζει ότι μέσα από αυτές τις τακτικές θα ανοίξει ο δρόμος για πιο συνολικές αλλαγές, αντιλαμβάνεται δηλαδή την «τακτική» με μεταφυσικό τρόπο ως «κατώτατο στάδιο» της στρατηγικής και όχι ως αναπόσπαστο, ζωντανό, μέρος που συνδέεται μαζί της διαλεκτικά, νεκρανασταίνοντας τον γέρο-Kautsky και τον «Μαρξισμό» του που κατέστρεψε το εργατικό κίνημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο που όλα τα παραπάνω οδηγούν σε παρόμοια συμπεράσματα και για τις πολιτικές δυνάμεις. Η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» καλεί σε συμπόρευση τους πάντες, από όσους είναι απλά ενάντια στην Ε.Ε, μέχρι όσους είναι υπέρ της εξόδου από αυτήν και της διάλυσης της. Συμπόρευσης που μπορεί-και πρέπει- να υπάρξει μόνο σαν κοινή δράση δηλαδή σαν συνάντηση στο κίνημα π.χ. σε μια κοινή αντι-ΕΕ διαδήλωση στην οποία όλοι οι παραπάνω θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να συμμετέχουν με την δική τους ξεχωριστή πρόταση, την οποία σε τελική ανάλυση θα την κρίνει η ίδια η ζωή.
Όμως καταλήγοντας η εισήγηση διατυπώνει έναν κοινό στόχο που θεωρεί ότι ενώνει όλους τους παραπάνω: «Κοινός μας στόχος είναι να σταθεί η χώρα στα δικά της πόδια». Για ποια χώρα ακριβώς μιλάμε; Για την εθνική καπιταλιστική Ελλάδα η για την Ελλάδα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων; Και αν μιλάμε για την πρώτη εκδοχή (όπως περιγράφουν και οι πάνω θέσεις) γιατί σε αυτόν τον «κοινό στόχο» δεν χωράνε και άλλα κόμματα τύπου Ανεξάρτητων Ελλήνων τα οποίοι ζητάνε να «σταθεί η χώρα στα πόδια της» και παλεύουν και αυτά ενάντια στις «συνέπειες»;
Η συγκόλληση όλων των αντί-ΕΕ απόψεων κάτω από τη σημαία της «αναστήλωσης της χώρας» αποτελεί μια αντιδραστική αυταπάτη, μεταφορά του τυχοδιωκτικού «αντιμνημονιακού» λόγου στην συνθηματολογία της αριστεράς, πολιτικά επικίνδυνη ρητορική ευάλωτη στα κάθε λογής αστικά και μικροαστικά ρεύματα που, ειδικά σε αυτήν την συγκυρία, παίζουν το παιχνίδι της «σωτηρίας της χώρας» υποβαθμίζοντας μάλιστα το ζήτημα της Ε.Ε. Φαίνεται δυστυχώς ότι τα αποτελέσματα της ανοχής και του καιροσκοπισμού απέναντι στα εθνικιστικά αντιμνημονιακά ρεύματα δεν έδωσαν τα απαραίτητα συμπεράσματα. Είναι βέβαια ένα «κοινός στόχος» ανάλογος των κοινωνικό-οικονομικών αναλύσεων και πολιτικών προτάσεων που υιοθετεί η «Πρωτοβουλία» που περιγράψαμε παραπάνω.
Αυτές είναι και οι κυριότερες πλευρές πάνω στην οποία διαμορφώνει το κάλεσμα της η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας». Μια πρόταση «εθνικής» αστικής στρατηγικής εντός της Ε.Ε σαν βήμα για το σοσιαλισμό, που «ξεχνά» το κορυφαίο ζήτημα του αστικού κράτους (ποιος δηλαδή θα τα κάνει όλα αυτά), στηρίζεται σε λαθεμένες θεωρητικές προσεγγίσεις που αποκρύπτουν τον πραγματικό χαρακτήρα της κρίσης και σε ένα ανέφικτο πολιτικό πρόγραμμα που θέλει σοσιαλισμό μέσα στον διεθνή Καπιταλισμό της Ε.Ε χωρίς επανάσταση. Από αυτήν την μικροαστική πολιτική πρόταση (αφού σε ταξικό επίπεδο αντικειμενικά αντανακλά κυρίως τα ταξικά συμφέροντα των μικροαστών-μικροκαπιταλιστών που μάταια ονειρεύονται μια Ε.Ε που θα τους δίνει την οικονομική ασφάλεια του παρελθόντος χωρίς την λιτότητα και ενδεχομένως και το ευρώ) και την «αντικαπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση» που προτείνει προκύπτει ένα ευρύτερο αγωνιστικό μέτωπο στο οποίο καλεί η «Πρωτοβουλία» με κοινό στόχο την «σωτηρία της χώρας». Είναι λοιπόν μια πρόταση που όχι μόνο δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί αλλά θολώνει και την πραγματική εικόνα της κρίσης, της Ε.Ε και της απάντησης σε αυτήν. Για αυτό και δεν μπορεί να συμβάλλει στον αγώνα για την ανατροπή των μνημονίων και της Ε.Ε και να ενώσει στην πράξη όσους αγωνίζονται για να ριζοσπαστικοποιηθεί αυτός ο αγώνας.
Η εισήγηση της «Πρωτοβουλίας» ισχυρίζεται-αναμφίβολα με τις καλύτερες προθέσεις-ότι «κάθε λαϊκή δύναμη που αντιστρατεύεται τα μνημόνια κρίνεται πριν απ’ όλα από το αν λέει την αλήθεια στο λαό. Από το αν τον καλεί να παλέψει για να επιβάλλει την ανατροπή των μνημονίων, για να έχει κατακτήσεις στο σήμερα. Από το αν του ζητά και τον βοηθά να παλέψει συντεταγμένα για να έχει η χώρα την εθνική και λαϊκή της κυριαρχία».
Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή. Δεν πρόκειται να υπάρξουν όλα αυτά που περιγράφονται χωρίς επαναστατικές αλλαγές και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όσο και αυτή η αριστερά ξορκίζει την επανάσταση και την εργατική εξουσία με χίλιους δύο τρόπους θα την βρίσκει μπροστά της, μέσα στον ανειρήνευτο ταξικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει το Ευρωπαϊκό κεφάλαιο και η ελληνική αστική τάξη που δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε έχουν ανάγκη «εθνικές» στρατηγικές.
Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος. Απέναντι στα διλήμματα που θέτει σήμερα η αστική τάξη, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μία: "έξοδος από την Ε.Ε η καταστροφή". Έξοδος όμως που θα είναι έργο των ίδιων των εργαζομένων, της δικής τους εξουσίας που δεν θα απαντήσει με την ανέφικτη υπεράσπιση του παλιού οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Αλλά θα φέρει στο προσκήνιο την αντίστοιχη ταξική υπέρβαση από την πλευρά των εργαζομένων, μια άλλη εξουσία, ενός άλλου τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας και της παραγωγής που θα κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα με την έξοδο από την Ε.Ε, συμβάλλοντας αποφασιστικά και στη διεθνιστική πάλη για τη διάλυση της. Στην προσπάθεια να υπάρξει ένα τέτοιο μαζικό ρεύμα στο εργατικό κίνημα, στην πολιτική και στην θεωρία που ταυτόχρονα θα υπερασπίζεται παντού τον κόσμο της εργασίας και θα αναπτύσσει αντιφασιστική δράση, στην μόνη δηλαδή ρεαλιστική τακτική που μπορεί να υπάρξει σήμερα, αξίζει να δώσουν όλοι τις δυνάμεις και την συμβολή τους, ώστε να «ξελασπώσει το μέλλον» και να ανοίξει ο δρόμος για να απαλλαγούμε οριστικά από τα μνημόνια και τους διεθνείς και εγχώριους μηχανισμούς που μας οδηγούν καθημερινά πιο βαθiά στην πείνα, την φτώχεια, την εκμετάλλευση και την βαρβαρότητα.
Σημειώσεις:
1) Η απάτη της "παλιάς καλής Ευρώπης", κείμενο της συντακτικής επιτροπής του Praxis, 18/12/11
3) Τάκης Φωτόπουλος-Η Λατινοαμερικανοποίηση του ευρωπαϊκού «Νότου», επίσης στο Πάνος Παναγιώτου- Είναι η οικονομία των Παπούα το νέο μοντέλο για την Ελλάδα;
3) Τάκης Φωτόπουλος-Η Λατινοαμερικανοποίηση του ευρωπαϊκού «Νότου», επίσης στο Πάνος Παναγιώτου- Είναι η οικονομία των Παπούα το νέο μοντέλο για την Ελλάδα;
4) Ισοπεδώθηκαν οι μισθοί στην Ελλάδα
5) Η κατεδάφιση της Κοινωνικής Ασφάλισης – Από τη “Λευκή Βίβλο” στο σήμερα, Ριζοσπάστης 23/9/12
6) Γιώργος Σταμάτης -Η οικονομική κρίση και οι αυταπάτες για το ξεπέρασμα της,
7) Γιώργος Βασσάλος-ΕΕ: Ό,τι πουν οι εκπρόσωποι των εταιρειών
8) Η απάτη της "παλιάς καλής Ευρώπης",
9) Γιώργος Οικονομάκης- Κρίση και Ελληνική Οικονομία, επίσης στο Το Χρέος είναι αποτέλεσμα του τρόπου ανάπτυξης του Eλληνικού Καπιταλισμού
10) Όλα τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα είναι απο την Εισήγηση Πρωτοβουλίας Stop euro-e.ee για την σημερινή της συνέλευση
5) Η κατεδάφιση της Κοινωνικής Ασφάλισης – Από τη “Λευκή Βίβλο” στο σήμερα, Ριζοσπάστης 23/9/12
6) Γιώργος Σταμάτης -Η οικονομική κρίση και οι αυταπάτες για το ξεπέρασμα της,
7) Γιώργος Βασσάλος-ΕΕ: Ό,τι πουν οι εκπρόσωποι των εταιρειών
8) Η απάτη της "παλιάς καλής Ευρώπης",
9) Γιώργος Οικονομάκης- Κρίση και Ελληνική Οικονομία, επίσης στο Το Χρέος είναι αποτέλεσμα του τρόπου ανάπτυξης του Eλληνικού Καπιταλισμού
10) Όλα τα αποσπάσματα με πλάγια γράμματα είναι απο την Εισήγηση Πρωτοβουλίας Stop euro-e.ee για την σημερινή της συνέλευση
Σταθερή αξία, όντως. Καμιά φορά τους διαβάζεις και λες "ε, μάλλον δεν τρελάθηκα εγώ τελικά." Άρθρο-καράτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα κειμενα της συντακτικής επιτροπής είναι σαν ένας τέλειος οδηγός πλοήγησης τα τελευταία δύο χρονια...και Αριανός να είσαι διαβάζοντας αυτά τα κείμενα προσανατολιζεσαι..
ΑπάντησηΔιαγραφή