(σημ: Χθες, παρευρέθηκα σε μια μάζωξη μικρομεσαίων επιχειρηματιών στη Λάρνακα. Η παρουσία μου ήταν τυχαία, κυρίως λόγω φιλίας με κύκλους άτομων στην πόλη, τα οποία δραστηριοποιούνται διαχρονικά σε πολιτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες της αριστεράς. Πληροφορήθηκα εκεί, πως το επαρχιακό δικαστήριο Λάρνακας είναι καθημερινά γεμάτο με διωκώμενους μικρομεσαίους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν εντάλματα συλλήψεων, λόγω δυσπραγίας να ανταποκριθούν στις οφειλές τους προς το Κράτος ( ΦΠΑ ) αλλά και στις οφειλές τους προς τις τράπεζες. Εικάζω πως κάτι παρόμοιο θα συμβαίνει και στις υπόλοιπες πόλεις. Αναφέρω το γεγονός για να μεταφέρω εδώ τον προβληματισμό αυτής της κατηγορίας των πολιτών, που μεταξύ άλλων αποτελούν και τη λεγόμενη "ραχοκοκαλιά" της κυπριακής οικονομίας, όσον αφορά στο ζήτημα της απουσίας "πολιτικής οργάνωσης". Έμαθα, πως η κατηγορία αυτή, στην πραγματικότητα δεν αντιπροσωπεύεται από κανένα. Η ΠΟΒΕΚ είναι απούσα, το ίδιο και οι συντεχνίες ΠΕΟ,ΣΕΚ,ΔΕΟΚ. Ο καθένας καλείται να αντιμετωπίσει την κρίση ως άτομο και δεν διαφαίνεται προοπτική μιας μαζικής και οργανωμένης αντίδρασης. Διερωτήθηκα για ποιό λόγο τα πολιτικά οργανωμένα σύνολα στην πράξη απουσιάζουν από την καθημερινότητα. Ούτε τα θεσμικά κόμματα ούτε οι εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, φαίνονται πρόθυμα να επέμβουν στη διαδικασία ούτε να "εκμεταλλευτούν" το γεγονός, πως ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων ίσως να ήταν έτοιμο υπό τις συνθήκες να δει τα ζητήματα της συστημικής κρίσης "με άλλο φακό". Η λεγόμενη "μεσαία τάξη" εξαρθρώνεται όσο εμείς μιλάμε γενικώς και αορίστως για τις ευθύνες του ενός ή του άλλου, για τα γκόλντεν μπόις, για τα κομματικά συμφέροντα, για τις κόρες και τους γιούς των πολιτικών και ούτω καθεξής. Η διαδικασία εξάρθρωσης δεν πρόκειται να αναχαιτιστεί από τις αναλύσεις ή από τις λύσεις που επιδιώκονται με τις ερευνητικές επιτροπές και τις αναλύσεις εντός των τειχών που λαμβάνουν χώρα στα γραφεία των κυπριακών κομμάτων. Η κυπριακή κοινωνία είναι μια έντονα κομματικοποιημένη κοινωνία αλλά ταυτόχρονα είναι μια εντελώς "εξατομικευμένη" κοινωνία, χωρίς προοπτική μάλλον καμιάς οργάνωσης από τα κάτω, εκτός από τα διάφορα ιβέντς που έχουν τον χαρακτήρα της διαμαρτυρίας δρόμου ή της εσωστρεφούς ανακύκλωσης απόψεων και ιδεών εκ του ασφαλούς και ως συνήθως μεταξύ μας).
Γιώργος Χαραλάμπους
Η οπτική δεν είναι μόνο, ή τουλάχιστον πάντα, θέμα έμφασης, αλλά και ιδεολογικός προσανατολισμός. Εάν κάτι δεν αναφερθεί, υποτονιστεί, θεωρηθεί σαν δευτερεύον, ή αποσυμπλακεί από την ευρύτερη προβληματική που το εξηγεί, τότε εύκολα ξεχνιέται και μόνο εκείνο που αναφέρεται και τονίζεται αποκτά την υπόσταση του ουσιαστικού. Η \'α’ οπτική πολλές φορές εξυπηρετεί ένα σκοπό αρκετά διαφορετικό από εκείνο της ‘β’ οπτικής, παρόλο που και οι δύο μοιράζονται ένα γενικό σημείο αφετηρίας - εξού και προσδιορίζονται σαν οπτικές. Θεωρώ ότι είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο της εννοιολόγησης της ‘οπτικής’ που μπορούν να γίνουν κατανοητές οι διαφορές μεταξύ όσων αναλύουν τις αιτίες της γενικευμένης οικονομικής δυσχέρειας που μαστίζει σήμερα την Κύπρο. Κατ’ επέκταση, αυτή είναι ενδεχομένως και μια μέθοδος για να γίνει αντιληπτή η ετερογένεια των ιδεών, ιδεολογιών και πολιτικών αντιλήψεων που χαρακτηρίζουν σήμερα την Κυπριακή κοινωνία και να απορριφτεί περίτρανα το επιχείρημα ότι η Κύπρος έχει ένα εθνικό συμφέρον, μια φωνή αντίστασης, ή τη δυνατότητα ενός ενιαίου πολιτικού συνειρμού. Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα, ούτε καν σε χώρες όπου λόγω κρίσης ολόκληρη η κοινωνία - από τους εργάτες μέχρι τα πιο κερδοφόρα τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου - βρίσκεται σε αισθητά δυσμενέστερη θέση απ’ ότι προηγουμένως. Η πάλη των ιδεών παραμένει επίκαιρη όσο ποτέ.
Κάπως σχηματικά διακρίνω μερικές, όχι απαραίτητα αμοιβαία αποκλειόμενες οπτικές, των οποίων το βασικό σημείο αφετηρίας είναι η δυσαρέσκεια με την υφιστάμενη κατάσταση και η προβολή της επιτακτικής ανάγκης για επίλυση των οικονομικών προβλημάτων. Οι οπτικές που θέλω να σχολιάσω εδώ είναι εκείνες που αναδεικνύουν την Κυπριακή κουλτούρα, την κοινωνική και πολιτική αντίστοιχα, υπό την έννοια της νοοτροπίας, των αξιών και της συλλογικής ψυχοσύνθεσης, σαν το βασικό πρόβλημα. Και οι δύο έχουν ανησυχητικά μεγάλη εγχώρια απήχηση, αλλά ταυτόχρονα και Γερμανική σφραγίδα. Συνοψίζονται στα λόγια του Μπέρτολτ Κόλερ στην «Frankfurter Allgemeine Zeitung» στις 15 Νοεμβρίου 2012, όπως αναφέρονται σε άρθρο του Γιώργου Δελαστίκ στο «Εθνος»: ‘Αν ο Νότος της Ευρώπης δεν γίνει κατ’ ελάχιστον λίγο «γερμανικότερος», τότε η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της’.
Κοινωνική κουλτούρα
Μια οπτική θεωρεί την Κυπριακή ‘αμπαλατωσύνη’ σαν βασικότατο παράγοντα του αντίκτυπου της οικονομικής κρίσης πάνω στην Κύπρο. Εντός των τάξεών της υπάρχουν αυτοί που διαχωρίζουν τους Κύπριους από όλους τους υπόλοιπους λαούς σαν ιδιαίτερα ‘προβληματικούς’ και εκείνοι που επιλέγουν να τους εντάσσουν στην ομάδα των τεμπέληδων, απειθάρχητων και ανοργάνωτων νοτιοευρωπαίων. Σε κάθε περίπτωση, η κρισιακή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε αντιμετωπίζεται κυρίως ως θέμα υπερβολικού καταναλωτισμού, αφελούς καλοπέρασης, ακόμα και χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου. Το κέντρο βάρους, δηλαδή η μονάδα ανάλυσης, είναι ο μέσος πολίτης, το μέσο νοικοκυριό. Εκφράζεται μια ψυχαναλυτική διάθεση, η οποία εδράζεται στην πεποίθηση ότι υπάρχει εκείνο που λέγεται Κυπριακή (ή νοτιοευρωπαϊκή) νοοτροπία, κάτι που υπονοεί ότι το μυαλό του μέσου Κύπριου (ή νοτιοευρωπαίου) είναι διαφορετικό από τα άλλα ‘εθνικά μυαλά’ της Ευρώπης. Τα εν λόγω επιχειρήματα αντηχούν σε κάποιο βαθμό τη θεωρία του Μαξ Βέμπερ για τη σημασία της προτεσταντικής εργασιακής ηθικής, με βάση την οποία ο Προτεσταντισμός ενθάρρυνε τη σκληρή δουλειά σαν καθήκον πίστης. Ενώ η θρησκεία κάθε αυτή δεν ανάγεται σε βασικό αίτιο της Κυπριακής νοοτροπίας, θεωρείται πως οι Κύπριοι χαρακτηρίζονται από μια εν τέλει αυτοκαταστροφική χαλαρότητα, που από νωρίς απορρίφθηκε από τους βόρειους και ηπειρωτικούς ευρωπαϊκούς λαούς.
Η βασική πρόταση που συντάσεται στη βάση αυτής της οπτικής, είναι ότι αξίζουμε αυτό που σήμερα εισπράττουμε και άρα η όποια αντίσταση σε πολιτικές λιτότητας δεν πρέπει να εκφράζεται στο βαθμό που να μας εμποδίζει από το να εξορκίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό και να φτιάξουμε ένα άλλο καινούργιο. Η υφιστάμενη κατάσταση οδηγεί λοιπόν στην πλήρη αποδοχή ενός μαθήματος που η Γερμανία, μεταξύ άλλων, εσυνέβη να πρέπει να μας διδάξει. Το μάθημα αυτό περιγράφεται από τον Ούρλιχ Μπεκ ως εξής: ‘Ο πόνος εξαγνίζει. Ο δρόμος που περνά από την κόλαση, ο δρόμος που περνά από τη λιτότητα, οδηγεί στον παράδεισο της οικονομικής ανάκαμψης’. Η συλλογική ενοχοποίηση του Κυπριακού και άλλων νότιο-ευρωπαϊκών λαών γίνεται με την πλήρη συγκατάθεσή τους. Ο ιμπεριαλισμός, τα Γερμανικά καπιταλιστικά συμφέροντα, η δομή της Ευρωζώνης λίγο-πολύ αθωόνονται, σαν θύματα μιας τοπικής συνωμοσιολογίας που έχει στόχο να συγκαλύψει την κοινωνική μας γύμνια. Λέει χαρακτηριστικά ο Νίκος Μπίστης, του οποίου οι παρεμβάσεις κοσμούν Κυπριακές εφημερίδες και εισπράτουν χειροκροτήματα σε εκδηλώσεις εδώ στην Κύπρο τον τελευταίο καιρό: ‘Βιώνουμε σε Ελλάδα και Κύπρο τα αποτελέσματα δικών μας διαχρονικών σφαλμάτων και επιλογών. Η προσφιλής σε πολλούς θεωρία της συνωμοσίας συνδέεται με την άλλη καταστροφική αντίληψη που εκλαμβάνει ως δεδομένο ότι είμαστε περίπου το κέντρο του κόσμου και όλοι μας οφείλουν. Και αντί να μας δανείζουν δωρεάν για να συνεχίσουμε να ζούμε όπως ζούσαμε (πάρτι το αποκαλούν κάποιοι), μας αδικούν. Η θεωρία συνωμοσίας λοιπόν είναι η κουρτίνα που πίσω της πάμε να κρύψουμε το πραγματικό πρόβλημα και το πλυντήριο των δικών μας ευθυνών’.
Με μια εξίσου ψυχαναλυτική διάθεση θα μπορούσε κάποιος να αντιπαραβάλει το επιχείρημα ότι αυτή η οπτική αποκαλύπτει ένα σύνδρομο κατωτερότητας. Μεταξύ άλλων, διότι ο Κυπριακός λαός δεν έζησε ποτέ την Αναγέννηση και άργησε να γνωρίσει την αστική δημοκρατία. Έτσι ανέπτυξε μια κουλτούρα που δεν είναι ευρωπαϊκή, αλλά βρίσκεται γεωγραφικά κοντά στην ευρωπαϊκή και ως εκ τούτου κάποιοι - συνήθως εκείνοι που την ορίζουν σαν το φυσικό περιβάλλον της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας - τη ζηλεύουν ή την εκθειάζουν, επηρεάζοντας και την υπόλοιπη κοινωνία. Όσο λοιπόν τα Ευρωκεντρικά αφηγήματα του εθνικισμού, αλλά και οι ανιστόρητες και στατικές αντιλήψεις του Κυπριακού ‘είναι’, πιάνουν τόπο στην κοινωνική συνείδηση, τόσο θα συνεχίζει και αυτό το αξιακό αυτομαστίγωμα με φόντο την Ευρώπη.
Υπάρχει και μια πιο δομική κριτική: όλα τα γνωρίσματα της Κυπριακής κοινωνικής κουλτούρας δεν αποτελούν πραγματική επιλογή που έκαναν σε μια συγκεκριμένη στιγμή ή περίοδο οι Κύπριοι, αλλά ένα ιστορικά καθορισμένο τρόπο απορρόφησης των αξιών και κινήτρων του παγκοσμιοποιημένου τρόπου παραγωγής από τις τοπικές ιδιαιτερότητες μιας χώρας. Η συμπεριφοριακή πορεία των Κυπρίων στον χρόνο και ο καθορισμός της από την οθωμανοκρατία, την αποικιοκρατία, τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά την εισβολή και πολλά άλλα, οδηγεί στη δημιουργία του στερεότυπου του ‘χώρκατου’. Ο Κυπριακός καταναλωτισμός τότε δεν είναι παρά μια εκδοχή της εμπορευματοποίησης και χρεοποίησης της ζωής. Το ότι είναι υψηλότερος ή πιο άπληστος ο καταναλωτισμός στην Κύπρο απ’ότι δεν είναι παρά αποτέλεσμα της ‘χρυσής’ τριανταετίας, κατά τη διάρκεια της οποίας η κοινωνία στο σύνολό της και πάντοτε με έντονες εσωτερικές ανισότητες, κατάφερνε να αναπαράγει την ταξική της βάση και να πνίγει τις όποιες αντιδράσεις στο στάτους κβο, λόγω της σχετικής ευμάρειας που ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του βιοτικού επιπέδου μέχρι και τις αρχές της νέας χιλιετηρίδας.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Αμερικανός που θέλει να αγοράσει σπίτι - για να ζήσει το Αμερικανικό όνειρο και να τηρήσει τις πατριαρχικές παραδόσεις της κοινωνίας του, σύμφωνα με τις οποίες ένας πραγματικός στυλοβάτης μιας οικογένειας αποτυχάνει εάν δεν έχει ακίνητη ιδοκτησία - δανείζεται με βάση το κριτήριο ότι το χρέος του θα είναι διαχειρίσιμο αν τα πράγματα στη χειρότερη περίπτωση μείνουν στάσιμα, έτσι δανείζεται και ο Κύπριος που - λόγω της ανθεκτικότητας του θεσμού της οικογένειας στη χώρα του - έχει τη δυνατότητα να μένει στο σπίτι των γονέων του και να αγοράζει σχετικά ακριβά καταναλωτικά αγαθά. O Κυπριακός μικροαστισμός τρέφεται με τα ακριβά αυτοκίνητα και ρούχα, τα συχνά ταξίδια, τις καθημερινές εξόδους σε εστιατόρια και καφέ, αντιγράφωντας εικόνες και εμπειρίες, που λόγω του μικρού μεγέθους της κοινωνίας στην οποία υπάρχει, βλέπει καθημερινά και παντού στις ζωές ανθρώπων από την αστική τάξη. Ο Αμερικανικός μικροαστισμός εμπνέεται από τον ατομισμό που διέπει τις κοινωνικές σχέσεις της χώρας του και τρέφεται από τις σειρές και την ειδησιογραφία του καναλιού Fox και τη ρητορεία της απεραντοσύνης των ευκαιριών στη δική του χώρα• ευκαιριών που του διατυμπανίζουν ότι μπορεί να αδράξει εάν κάνει έξυπνες επιλογές και ανεξαρτήτως της κοινωνικής του θέσης που αποτελεί την αφετηρία των επιδιώξεών του.
Πρόκειται για διαφορετικούς τρόπους σκέψης που μπορεί και να γίνονται στη βάση διαφορετικών βιοτικών επιπέδων, όμως έχουν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα - την αύξηση στα επίπεδα καταναλωτισμού, που κτίζονται στις πλάτες του αυξημένου δανεισμού. Ενός δανεισμού που στην Κύπρο έγινε επιθυμητός για πολλούς και για άλλους τόσους επιβεβλημένος, διότι, μεταξύ άλλων: ο τραπεζικός τομέας είναι υπερτροφικός αφού είναι ο πιο κερδοφόρος για το τοπικό κεφάλαιο• τα επιτόκια δανεισμού μειώθηκαν μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη• η φούσκα των ακινήτων έδωσε μια αίσθηση μεγαλύτερου πλούτου, η οποία οδήγησε με τη σειρά της σε αυξημένη κατανάλωση βασιζόμενη σε δάνεια• το κοινωνικό κράτος είναι φτωχό, αναγκάζοντας πολλούς να καταφύγουν στο δανεισμό για να καλύψουν έξοδα που σχετίζονται με θέματα υγείας και μόρφωσης, ή να ξοδεύουν τα λεφτά τους εκεί και να δανείζονται για δευτερεύουσες ανάγκες• υπάρχει έλλειψη υποδομών, ιδιαίτερα στις συγκοινωνίες, κάτι που εξηγεί το δανεισμό που γίνεται για τον σκοπό της απόκτησης αυτοκινήτου• και δεν υπάρχει η δυνατότητα οικονομικής ευλυγισίας μέσω της άσκησης αυτόνομης νομισματικής πολιτικής.
Πολιτική κουλτούρα
Η δεύτερη οπτική, που αφορά την πολιτική κουλτούρα, μιλά κυρίως για θέμα κακοδιαχείρισης από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Κύπρου και κατ’ επέκταση για ζητήματα υπολειτουργίας των θεσμών. Με φόντο λίστες με ονόματα που μετάφεραν χρήματα στο εξωτερικό, ονόματα διευθυντικών στελεχών μεγάλων τραπεζικών οργανισμών που χάρισαν δάνεια, προέδρων και άλλων ατομικών ή συλλογικών δρώντων με πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο που αγνόησαν το πρόβλημα την ώρα που έπρεπε να λυθεί ή λειτουργούσαν στη βάση αντί-παραγωγικών κριτηρίων, αρθρώνονται επιχειρήματα περί πολιτικής κρίσης, η οποία με τη σειρά της οδήγησε και στην οικονομική. Εδώ εμπίπτει και το θέμα της ‘κομματοκρατίας’, με άλλα λόγια της παντελούς κυριαρχίας των κομμάτων και του κομματικού ρουσφετιού στην κοινωνική ζωή του τόπου. Σύμφωνα με τούτη την οπτική, οι παράγοντες που οδήγησαν στην κρίση είναι εντελώς υποκειμενικοί, άρρηκτα συνδεδεμένοι με την έλλειψη πραγματικής δημοκρατίας, διαφάνειας και αξιοκρατίας. Εάν η πολιτική και θεσμική διάσταση του ζητήματος ‘τακτοποιηθούν’, τότε δύσκολα θα επαναληφθούν παρόμοια φαινόμενα καθολικής οικονομικής μιζέριας.
Ο βασικός διαχωρισμός σε επίπεδο κοινωνίας θεωρείται αυτός μεταξύ των πολιτικών καρεκλοκένταυρων και των απλών ανθρώπων που, ανεξαρτήτως τάξης και κοινωνικού στάτους, ψηφίζουν τους πρώτους, που με τη σειρά τους παρεκτρέπονται, αγνοώντας το δημόσιο συμφέρον. Το φταίξιμο δεν είναι ισομερές αλλά παραμένει διπλό: φταίνε κυρίως οι ελίτ και η θεσμική αρχιτεκτονική του Κυπριακού πολιτικού συστήματος, αλλά και ο κόσμος που λόγω πελατοκρατίας και ρουσφετιού ήταν αρκετά εφησυχασμένος, έτσι ώστε να αγνοεί ή να ανέχεται τα κακώς έχοντα. Το γενικό μήνυμα ως προς τις προτεινόμενες λύσεις είναι απαισιόδοξο και πανομοιότυπο με αυτό της προηγούμενης οπτικής - η συνέχιση της λιτότητας αντιμετωπίζεται σαν αδιέξοδο στο οποίο πρέπει να προσαρμοστούν οι δυσπραγούντες λαοί μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες. Η μόνη απαραίτητη αντίσταση πρέπει να έχει πολιτικό προσανατολισμό, έτσι ώστε το πολιτικό σύστημα της Κύπρου να εξαγνιστεί, να εκδημοκρατιστεί και να αποβάλει την αναξιοκρατία, την ατιμωρησία, την αδιαφάνεια και τους αδαείς ανθρώπους από θέσεις κλειδιά.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η πολιτική διαφθορά, το ρουσφέτι, η πελατοκρατία και η διοικητική χαλαρότητα μπορούν από μόνες τους ή κατά κύριο λόγο, να οδηγήσουν σε κρίση. Αυτό το ερώτημα καταλήγει σε άλλα πιο συγκεκριμένα. Εάν το πολιτικό σύστημα λειτουργούσε όπως αυτά της βόρειας και ηπειρωτικής Ευρώπης, οι τραπεζίτες δεν θα αγόραζαν ομόλογα του Ελληνικού κράτους το καλοκαίρι του 2010; Εάν ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας είχε καλύτερες σχέσεις με την εκάστοτε κυβέρνηση; Εάν οι Κύπριοι βουλευτές ήταν υπόχρεοι να δηλώνουν τη σύγκρουση συμφερόντων που τους αφορά όταν προέκυπταν τα ανάλογα θέματα; Έαν ο κυβερνητικός μηχανισμός δεν στελεχωνόταν στη βάση κομματικών κριτηρίων;
Ενδεχομένως ναι. Η κρίση στην Κύπρο είναι πράγματι ιδιαίτερη στην τελική φάση πριν το αποκορύφωμά της και όντως προσομοιάζει με εκείνες της Ελλάδας και της Ιταλίας όσο αφορά στο πολιτικό περιβάλλον όπου ξέσπασε. Όμως οι εθνικές ιδιομορφίες κάπου σταματούν. Το μέγεθος του τραπεζικού τομέα, το γεγονός ότι το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας είναι οι υπηρεσίες, η υπόσκαψη της γεωργικής ανάπτυξης λόγω της πορείας προς και της ένταξης στην ΕΕ και η ευρύτερη εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα προς όφελος των υπηρεσιών, που ενίσχυσε την εξάρτηση από τον διεθνή δανεισμό, η μείωση στα επίπεδα του κόστους δανεισμού και η ανάγκη συνεργασιών με ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Ισραήλ) για την αξιοποίηση του φυσικού πλούτου, αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο τα στοιχεία που κάνουν την Κύπρο να ξεχωρίζει από άλλες χώρες εμπλέκονται με τη νομοτελειακή εξέλιξη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ενώ η πολιτική κουλτούρα στην Κύπρο τρίζει υπό το βάρος των αντιδράσεων μιας κοινωνίας που βρίσκεται στη διαδικασία της φτωχοποίησης, δεν είναι αυτή η ρίζα του κακού, παρά μόνο ένας από τους καταλύτες του.
Πάλη των ιδεών και ταξική δομή
Οι οπτικές που σκιαγραφήθηκαν πιο πάνω συντείνουν στην ιδεολογική διαιρετικότητα εκείνων που έχουν να χάσουν τα περισσότερα από την κρίση, ήτοι των χαμηλών στρωμάτων του πληθυσμού. Ενώ η ταξική συνείδηση χαρακτηρίζει την αστική τάξη, δεν χαρακτηρίζει τους μισθωτούς, ούτε καν τους χαμηλά αμοιβόμενους. Αυτοί είναι βαθύτατα διχασμένοι ως προς τη διάγνωση του προβλήματος, τη λύση που τους συμφέρει και κατ’επέκταση την κοινωνική και πολιτική στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί, ενώ την ίδια ώρα ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου επικρατεί σχεδόν ομοφωνία. Είναι κυρίως σε αυτά τα τμήματα που συμφέρει η δαιμονοποίηση της Κυπριακής κοινωνικής κουλτούρας και η αποκλειστική ενασχόληση με την Κυπριακή πολιτική κουλτούρα, διότι οδηγεί σε προτάσεις που δεν ανακατανέμουν πλούτο και δεν έρχονται σε ρήξη με τον τοπικό καπιταλισμό. Ενδεχομένως, η ταξική συνείδηση ως κάτι που διέπεται από μια πολύπλοκη και εξελικτική διαδικασία μέσα στη μεταμοντέρνα κοινωνία της συνεχούς πληροφόρησης, να χρειάζεται κι’αλλη κρίση για να αποκρυσταλλωθεί. Αλλά οι προβληματισμοί που περιστρέφονται γύρω από τα ερωτήματα που έσπειρε η κρίση, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικοί και αξιακοί, χωρίς στερεό ταξικό υπόβαθρο. Όπως και ευρύτερα στον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό, στρώματα των οποίων τα συμφέροντα αντικειμενικά εξυπηρετούνται καλύτερα από τις λύσεις που προκύπτουν από τη ‘γ’ οπτική για παράδειγμα (δεδομένου ότι αυτές μπορούν να πραγματοποιηθούν), τείνουν να ασπάζονται την ‘α’.
Μέσα στο πλαίσιο της διαχρονικής επιρροής του εθνικισμού, του συντηριτισμού και του αντί-κομμουνισμού, ο προσανατολισμός προς την παραμονή στην Ευρωζώνη και την εφαρμογή του μνημονίου φαίνεται να καταφέρνει μέχρι τώρα να πείθει μεγάλο μέρος των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων, αλλά και μερίδα της εργατικής τάξης. Μόνο που η μεσαία τάξη αργά αλλά σταθερά άρχισε ήδη να φτωχοποιείται και να μετατρέπεται σε μικρομεσαία, οι μικρομεσαίοι να προλεταριοποιούνται και η εργατική τάξη να εξαθλιώνεται, με παρόμοιο τρόπο που από τη δεκαετία του ’70 και μετά πολλά τμήματα της εργατικής τάξης κατάφεραν να ανέβουν την σκάλα των τάξεων, βοηθούμενα από τους ραγδαίους τότε ρυθμούς ανάπτυξης.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες και οι οικογένειες που απαρτίζουν αυτή την τώρα μεταβαλλόμενη μερίδα του πληθυσμού θα μετακινηθούν σε πιο ριζοσπαστικές λύσεις, λόγω της χειροτέρευσης της οικονομικής τους κατάστασης και της μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης; Όχι βέβαια. Η έντονη αναπαραγωγή του αισθήματος της προσωπικής και εθνικής ευθύνης για την κρίση στην Κύπρο από πολιτικούς και ΜΜΕ αποτελεί τροχοπέδι στην κατανόηση του ευρύτερου και κατά κόρον συστημικού πλαισίου εμφάνισης της κρίσης. Όσο καλλιεργείται πάνω απ’ όλα η πίστη στη σχεδόν υπεράνθρωπη ικανότητα της επιβίωσης σε βούρκο, η εθνική περηφάνεια και η αταξική αντίληψη των κρισιακών καταστάσεων, οι δυσπραγούντες θα ελπίζουν για καιρό στην επιλογή της λιτότητας ως απαραίτητο κακό και ως κάτι το βραχυπρόθεσμο. Όπως η αστική τάξη της Αμερικής κατάφερε να πείσει ότι υπάρχει Αμερικανικό όνειρο, κατ’ αναλογία στην Κύπρο καθίσταται εύκολο για την πλειοψηφία της κοινωνίας να πιστέψει στην ισχυρή προπαγάνδα που δέχεται καθημερινά ότι πρέπει να σκύψει στο αναπόφευκτο και δύσκολο να κατανοήσει τα όρια του Κυπριακού καπιταλισμού, ιδιαίτερα εν τι απουσία ενός πραγματικά ριζοσπαστικού πολιτικού φορέα της αριστεράς.
Για να δημιουργηθεί κατάσταση που να επιτρέπει ριζικές τομές στην τοπική διακυβέρνηση, προϋπόθεση δεν είναι μόνο η καθίζηση του βιοτικού επιπέδου του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, αλλά επίσης η ιδεολογική τoυ απελευθέρωση, μέσω της αμφισβήτησης εκείνου του μείγματος αντιλήψεων και συμπεριφορών που δομούν την αντίληψή μας για τον κόσμο.
Το μέγεθος του τραπεζικού τομέα, το γεγονός ότι το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας είναι οι υπηρεσίες, η υπόσκαψη της γεωργικής ανάπτυξης λόγω της πορείας προς και της ένταξης στην ΕΕ και η ευρύτερη εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα προς όφελος των υπηρεσιών, που ενίσχυσε την εξάρτηση από τον διεθνή δανεισμό, η μείωση στα επίπεδα του κόστους δανεισμού και η ανάγκη συνεργασιών με ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Ισραήλ) για την αξιοποίηση του φυσικού πλούτου, αντανακλούν τον τρόπο με τον οποίο τα στοιχεία που κάνουν την Κύπρο να ξεχωρίζει από άλλες χώρες εμπλέκονται με τη νομοτελειακή εξέλιξη του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος…..
πηγή: ΕΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου