Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

22.4.12

Τακτική και στρατηγική της Αριστεράς στη Δ. Ευρώπη


Θέσεις, Τεύχος 18, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 1987

Τακτική και στρατηγική της Αριστεράς στη Δ. Ευρώπη
του Henri Weber 
μετάφραση: Χρ. Βερναρδάκης


1 Ο εκλογικισμός, ή πώς χάνονται οι εκλογές.

Η Αριστερά έχασε ης εκλογές γιατί ήταν διασπασμένη, θα τις είχε κερδίσει όμως, αν δεν είχε συμβεί η ρήξη της 22ης Σεπτέμβρη, αν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα παρέμενε στην ενωτική γραμμή;
Η δειλία μπρος στην αλλαγή, ο φόβος του άγνωστου, της «περιπέτειας», χαρτιά που παίζει επιδέξια η Δεξιά, δεν θα είχαν προκαλέσει με κάθε τρόπο τη στροφή μερικών εκατοντάδων χιλιάδων διστακτικών εκλογέων που διαμορφώνουν το αποτέλεσμα;
Για να χρησιμοποιήσουμε την κλασική διάκριση των ιστορικών, αν η «προφανής αιτία» της αποτυχίας είναι βέβαια η πολεμική μεταξύ Κ.Κ. και Σοσιαλιστικού Κόμματος, η «βαθύτερη αιτία», αυτή που φωτίζει τελικά την έκρηξη της ίδιας της πολεμικής, εδράζεται μέσα στη στρατηγική της Ένωσης της Αριστεράς στον καθαρά εκλογικίστικο χαρακτήρα της.


1. Ο ταυτολογικός μηχανισμός.

Το κυριότερο σφάλμα των βασιλιάδων της Γαλλίας, έγραψε κάποτε ο Ραϊμόν Αρον, είναι ότι δεν εγκαθίδρυσαν το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Αν το είχαν κάνει, η Συνταγματική Μοναρχία θα ήταν αναμφίβολα μορφή του κράτους μέχρι σήμερα!1
Και πράγματι, όπως υπενθύμισε πρόσφατα ο Ρεζί Νεμπρέ, η· Γαλλία του 1789 εκλέγει επικεφαλής σκληρούς μοναρχικούς. Η Γαλλία του 1792 Εθνοσυνέλευση που κυριαρχεί το Τέλμα. Η Επανάσταση του 1848 προικίζεται με Κοινοβούλιο προσκείμενο στο Λουίς Φιλίπ· η σοβιετική Ρωσία από Συντακτική Συνέλευση όπου οι μπολσεβίκοι είναι μικρή μειοψηφία· η επαναστατική Γερμανία του 1918 δίνει την πλειοψηφία στα αστικά κόμματα, η Πορτογαλία των γαρύφαλλων στο συνασπισμό σοσιαλιστών κεντρώων2.
Τα σοσιαλιστικά επαναστατικά κόμματα του 19ου αι. πίστεψαν αφελώς ότι η κατάκτηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος σε κράτη όπου η προλεταριοποίηση των μαζών ακολουθούσε ήδη τη πορεία της, θα έφερνε ακάθεκτα την εργατική τάξη στην εξουσία. Έκτοτε προσγειώθηκαν ή συμβιβάστηκαν στη «δίκαιη διαχείριση» του αστικού καθεστώτος.
Οι μικρές αυτές υπενθυμίσεις δεν γίνονται ούτε για να υποστηρίξουν την κατάργηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, θεμελιακή σίγουρα κατάκτηση του εργατικού κινήματος, ούτε το αναρχικό μποϋκοτάρισμα των εκλογών. Αλλά για να μετριάσουν τον όψιμο ενθουσιασμό των ευρωκομμουνιστών για τους θεσμούς και τις διαδικασίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Παρά την αλλοίωση του εξαιτίας των λαϊκών αγώνων, οι θεσμοί αυτοί παραμένουν στην αναπτυγμένη καπιταλιστική Δύση ουσιαστικά στοιχεία του αστικού μηχανισμού ηγεμονίας: ένας «ταυτολογικός μηχανισμός προσανατολισμένος να καταγράφει την κυριαρχία των κυρίαρχων, να επικυρώνει αυτό που υπάρχει, όπως ακριβώς το βαρόμετρο λέει τον καιρό3» .
Γνωρίζουμε πως στα ιμπεριαλιστικά κράτη η αστική τάξη κυριαρχεί περισσότερο με τη «συναίνεση» παρά με την «καταστολή»: προσπαθεί να επιτύχει την προσχώρηση των κυριαρχούμενων τάξεων στις αξίες, στις προοπτικές, στις απόψεις που συνδέονται με τα ταξικά της συμφέροντα, παρά να εξαναγκάσει δια της βίας τους εργαζόμενους. Από τη θέση που καταλαμβάνει μέσα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας η ιμπεριαλιστική αστική τάξη έχει ανάγκη αυτό τον τρόπο «ηγεμονικής» κυριαρχίας (οι δεσποτικές σχέσεις εξουσίας είναι ασυμβίβαστες με την ανάπτυξη των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων που ενσωματώνουν μεγάλο μέρος διανοητικής εργασίας) και διαθέτει γενικά τα μέσα (τη διάθεση μιας δεύτερης εκμεταλλευτικής βάσης στον Τρίτο Κόσμο) που επιτρέπει μια συστηματική πολιτική ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης.
Στην καπιταλιστική κοινωνία  - ακόμα και στην «αναπτυγμένη» - που διαπερνάται από τους ταξικούς ανταγωνισμούς, η οργάνωση της συναίνεσης δεν είναι καθόλου αυθόρμητη. Πραγματοποιείται οργανωμένα και συστηματικά δια μέσου ενός πολύπλοκου συνόλου μηχανισμών ηγεμονίας,, δημόσιων ή ιδιωτικών, που ξεκινούν από τα μεγάλα μέσα πληροφόρησης και μαζικής επικοινωνίας και φθάνουν στην Εκκλησία, στην οικογένεια, στο στρατό, στο σχολείο· περνώντας φυσικά από το εργοστάσιο που όπως ο καθένας γνωρίζει δεν παράγει μόνο υλικά αγαθά, αλλά ιδεολογία και κοινωνικές σχέσεις4.
Αυτή την καθημερινή εργασία οργάνωσης και αναπαραγωγής της συγκατάθεσης έρχονται οι εκλογές να επικυρώσουν περιοδικά. Οι εκλογές δεν είναι παρά ένα εργαλείο μέτρησης, μια φωτογραφία της γνώμης στη δεδομένη στιγμή. Δεν παράγουν οι ίδιες αυτή τη γνώμη. Αυτή διαμορφώνεται ουσιαστικά έξω από την εκλογική σφαίρα, μέσα στις κοινωνικές πρακτικές όπως αυτές δομούνται μέσα στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και στους θεσμούς που τις αποκρυσταλλώνουν. Αυτό είναι που επιβεβαιώνουν όλες οι εργασίες πολιτικής κοινωνιολογίας περιλαμβανομένων κι αυτών των κομμουνιστών κοινωνιολόγων και πολιτειολόγων5.
Για να μην καταγράφουν οι εκλογές απλώς «την κυριαρχία των κυρίαρχων» το εργατικό κίνημα πρέπει να επεμβαίνει πολύ πριν την εκλογική μάχη, στο επίπεδο της ίδιας της διαδικασίας σχηματισμού της συναίνεσης. Πρέπει να προωθεί μια αγωνιστική αντικαπιταλιστική πρακτική που, ακριβώς, να υπονομεύει την αστική ηγεμονία, να αποσυνθέτει την ταξική συμμαχία στην οποία στηρίζεται, να θέτει σε κρίση τους «μηχανισμούς», τους θεσμούς, τις πρακτικές εκεί όπου αυτές ριζώνουν.
Η κατάκτηση μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας προϋποθέτει και επισφραγίζει μια πλατειά εξωκοινοβουλετική δραστηριότητα. Αν η δραστηριότητα αυτή απουσιάζει, το γενικό εκλογικό δικαίωμα οδηγεί συχνότερα στην ήττα ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια πρόσκαιρη και χωρίς προοπτική νίκη.
Υπάρχει από τη μια πλευρά μια επαναστατική πρακτική και από την άλλη μια πρακτική ενσωμάτωσης που υπερτιμά το γενικό εκλογικό δικαίωμα, πρακτική που πολεμήθηκε από τα πρώτα της βήματα από την Κομμουνιστική Διεθνή.
Η πρώτη θεωρεί την εκλογική μάχη σαν μια στιγμή  - σπουδαία μα όχι αποφασιστική - της πάλης των τάξεων. Ένα θεσμικό χώρο αντιπαράθεσης όπου το εργατικό κίνημα συγκεντρώνει αποτελέσματα που τα κέρδισε αλλού, μέσα από δουλειά κινητοποίησης, οργάνωσης, εκπαίδευσης, που αποσκοπεί να συγκεκριμενοποιεί μέσα σ' όλα τα δεδομένα τη σοσιαλιστική διαδοχή.
Η δεύτερη, τείνει πρακτικά να θεωρεί την εκλογική και κοινοβουλευτική μάχη σαν μια εξαιρετική μορφή της πάλης των τάξεων, το ύψιστο σημείο της, τον προνομιακό χώρο όπου αυτή αναπτύσσεται και επιλύεται, στρατηγική στιγμή που υπερτερεί όλων των υπολοίπων.


2. Τι είναι ο εκλογικισμός;

Εκλογικισμός δεν είναι το να συμμετέχεις στις εκλογές και να προσπαθείς να τις κερδίζεις, όπως για καιρό πίστευε ένας συγκεκριμένος αριστερισμός. Εκλογικισμός είναι η ιδέα ότι η εξουσία καταχτιέται με τις εκλογές και ότι οι εκλογές κερδίζονται μέσα στις προεκλογικές καμπάνιες. Ιδέα ολέθρια, που δεν σταμάτησε να φέρνει καταστροφικές ήττες  -  ακόμα και εκλογικές!
Για να κερδίσεις τις εκλογές λέει ο εκλογικισμός, πρέπει να προσελκύσεις τους διστακτικούς εκλογείς, τους μετριοπαθείς, τους αναποφάσιστους: αυτούς που ψήφιζαν μέχρι τότε συντηρητικά, αλλά που θα μπορούσαν αυτή τη φορά να κάνουν το μεγάλο άλμα. Άρα, όπως δεν προσελκύουμε μύγες με το ξύδι, έτσι δεν κερδίζουμε τους μετριοπαθείς με αναταραχές. Οι εργατικοί αγώνες κάνουν το σοσιαλισμό εχθρικό στην ψήφο των μεγάλων και μικρών αφεντικών οι γυναικείοι αγώνες απωθούν την ψήφο των φαλλοκρατών αυτοί των νέων την ψήφο των γέρων, των μεταναστών την ψήφο των ξενόφοβων οι αγώνες των οικολόγων την ψήφο των smicards, των αυτονομιστών την ψήφο των γιακωβίνων.
Αν θέλουμε να κερδίσουμε τις εκλογές  - λέει ο εκλογικισμός - δεν πρέπει να αρνηθούμε βέβαια αυτούς τους αγώνες μα να υποτάξουμε το περιεχόμενο και τη μορφή τους στον εκλογικό στόχο: να τους συλλάβουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να καθησυχάζουν και να προσελκύουν τους αναποφάσιστους εκλογείς: όχι πλατειά κοινωνικά κινήματα, ανεξέλεγκτα πάντα, αλλά εφήμερες πράξεις στη μορφή του ελιγμού, όπως θα ταίριαζε σ' ένα κυβερνητικό κόμμα.
Ο εκλογικισμός γίνεται έτσι παγίδα του αντιπάλου: αρνείται να προωθήσει σ' όλους τους χώρους μαζικά ενωτικά κινήματα  -  φορείς της σοσιαλιστικής αλλαγής, στο φόβο μην απολέσει τους μετριοπαθείς εκλογείς. Η καταγγελία του συστήματος μένει καθαρά προπαγανδιστική, δεν ενσαρκώνεται μέσα σε αγωνιστικές πρακτικές και σε οργανωμένες μορφές που θα την καθιστούσαν συγκεκριμένη και νικηφόρα.. Η δουλειά των «αστικών μηχανισμών ηγεμονίας» ασκείται κατά συνέπεια πάνω σε μάζες παθητικές, εξατομικευμένες σε εκλογείς, άρα αποκτά πλήρη αποδοτικότητα,
Καλλιεργεί στους λιγότερο προωθημένους χώρους «την ιδέα πως δεν μπορούμε να τροποποιήσουμε παρά φύσιν την κοινωνική τάξη και πως δοκιμάζοντας κάτι τέτοιο κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερες αποδιοργανώσεις6» .
Κατά βάση η κυρίαρχη τάξη ξυπνά την ανάγκη ασφάλειας του εκλογικού σώματος, ενάντια στη προσδοκία της αλλαγής. Η επίκληση του χάους και ο εκβιασμός μπροστά στην αβεβαιότητα, το άλμα στο κενό, ο ολοκληρωτικός εκφοβισμός εμπλέκουν όχι μόνο τους «μικροαστούς εκλογείς» αλλά και πλατειές μερίδες του ίδιου του εργατικού εκλογικού σώματος κυρίως των πιο έντονα εκμεταλλευόμενων. Και ο εκλογικισμός χάνει τις εκλογές!
Για να κερδηθούν οι εκλογές  - τεράστιος στόχος τελικά - πρέπει να γυρίσουμε αποφασιστικά την πλάτη στον εκλογικισμό.
Πρέπει να τροποποιήσουμε τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των τάξεων εκεί όπου οι συσχετισμοί αυτοί ριζώνουν να μετασχηματίσουμε τη συνείδηση, τις πολιτικές στάσεις των εργαζομένων, εκεί όπου εγκαθιδρύονται αυτές οι στάσεις: μακριά από τις σχολικές αυλές, τις αφίσες, τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις· μέσα στις επιχειρήσεις κατ1 αρχή, χώρους όπου ριζώνουν οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης, όπου αναπτύσσεται η πρωτογενής ταξική πάλη. Αλλά και έξω από τις επιχειρήσεις: στις γειτονιές (σύλλογος καταναλωτών, ενοικιαστών, μεταφορικών μέσων κίνημα υπεράσπισης των συνθηκών ζωής, κίνημα ανέργων, γυναικών, σεξουαλικών μειονοτήτων, κινήματα «αυτονομιστικά») και στους κρατικούς θεσμούς (σχολείο, στρατός, διοίκηση, έρευνα κλπ.). Στηρίζοντας ανεπιφύλακτα την αυτοοργάνωση των μαζών για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, το εργατικό κίνημα τονώνει στο έπακρο όλες τις προσδοκίες για αλλαγή και ταυτόχρονα απαντά στην ανάγκη ασφάλειας των εργαζομένων. Μόνο η ανάπτυξη του «πλατειού μαζικού κινήματος», ανάπτυξη που με τη σειρά της εισάγει το πρόβλημα της ενότητας των εργατικών οργανώσεων, μπορεί να δώσει στις κυριαρχούμενες τάξεις την εμπιστοσύνη στις δικές τους δυνάμεις και στο μέλλον, μπορεί να παρασύρει τους διστακτικούς, να επηρεάσει τους αναποφάσιστους, να πείσει τους δύσπιστους, να προσθέσει στα πιο συνειδητοποιημένα κομμάτια των εργαζομένων τα λιγότερο συνειδητά. Μόνο αυτό μπορεί να εμποδίσει το να είναι η εκλογική νίκη χωρίς μέλλον, προετοιμάζοντας μετά από μια σύντομη περίοδο μικρού ή μεγάλους χάους και αναστάτωσης τη δυναμική επιστροφή της αντίδρασης.
Γιατί η εκλογική νίκη δεν είναι η επανάσταση, η διαδοχή στην κυβέρνηση δεν είναι η κατάκτηση της εξουσίας. Δεν είναι τίποτ' άλλο από στιγμές απαραίτητες μα όχι επαρκείς - της σοσιαλιστικής προοπτικής. Η κατάκτηση της εξουσίας πραγματοποιείται ουσιαστικά έξω από την εκλογική σφαίρα (ακόμα κι αν βρίσκει στήριγμα σ' αυτή), με τη μαζική δράση και κινητοποίηση: συμβούλια εργαστηρίων, εργοστασίων, παραγωγικών ζωνών που εγκαθιδρύουν τον εργατικό έλεγχο μέσα στην παραγωγή· επιτροπές γειτονιάς, συνοικιών, συνοικισμών που διασφαλίζουν τον έλεγχο, την κάθαρση, το μετασχηματισμό του κρατικού μηχανισμού, τη διάλυση των σωμάτων καταστολής και την αντικατάσταση τους από μηχανισμούς ελεγχόμενους από τις λαϊκές μάζες. Όλ' αυτά δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν αν δεν επεκτείνουν και δεν εξαπλώνουν ένα προϋπάρχον μαζικό κίνημα. Η εξωκοινοβουλευτική κινητοποίηση αποτελεί όχι μόνο όρο της εκλογικής νίκης, αλλά ακόμα τη μόνη εγγύηση ότι η νίκη αυτή δεν θα πάρει τη θέση της στο μουσείο των χαμένων ελπίδων της εργατικής τάξης· ότι θα ανοίξει πραγματικά το δρόμο στη σοσιαλιστική μετάβαση.
Μήπως όμως δεν είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα αυτό που έχει καταλάβει όλα αυτά καλύτερα από τον καθένα; Η οργάνωση του σαν «αντικοινωνία», η παρέμβασή του σ' όλους τους χώρους, η δόμηση του σε πυρήνες, η προσπάθεια για στρατολόγηση και μορφοποίηση των προσχωρούντων, το δυνατό και διαφοροποιημένο σύστημα πίεσης του, οι σχέσεις του με τη CGT, τα κινήματα νέων, φοιτητών, γυναικών, αγροτών, παλιών πολεμιστών, γονέων, με λίγα λόγια η πλατύτητα των θεσμών του και ο πλούτος των πρακτικών του δεν πιστοποιούν ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι αδιάβλητο απέναντι στον εκλογικισμό; Όχι περισσότερο απ' όσο η πλατύτητα των θεσμών και ο πλούτος πρακτικών της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας την κατέστησαν απρόσβλητη απ' αυτό τον ιό.
Δεν είναι οι μηχανισμοί που μετράνε αλλά η λειτουργία τους, όχι η ποσότητα των μελών αλλά η φύση της πολιτικής τους δουλειάς, περισσότερο οι σχέσεις με τα κοινωνικά κινήματα και λιγότερο η πολυμορφία των οργανώσεων. Η οργάνωση και η πάλη στην καρδιά της αστικής κοινωνίας μπορούν να λαμβάνουν διαφορετικές μορφές. Δεν αποτελούν καθ' εαυτές το σημείο μιας «ηγεμονικής πορείας».


3. Η δοκιμασία του Μάη.

Ότι η στρατηγική του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος είναι καθαρά εκλογικίστικη το πιστοποιούν σαφώς τα γεγονότα των δεκαπέντε τελευταίων χρόνων. Η αντίδραση στην εξέγερση του Μάη '68  - που ούτε προβλέφθηκε ούτε προετοιμάσθηκε από το Κ.Κ. - είναι εξόχως χαρακτηριστική για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη συνάρθρωση μεταξύ κοινωνικών κινημάτων και εκλογικής μάχης. Όταν ξεσπά ξαφνικά το περίφημο «πολύμορφο μαζικό κίνημα» που το Κ.Κ. καλούσε στη βάση των δικών του στόχων, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι η ηγεσία του αντέδρασε με πολύ άσχημη διάθεση.
Η αντιαυταρχική εξέγερση της νεολαίας καταγγέλθηκε χωρίς δισταγμό σαν άσεμνη χειρονομία του γιου στο μπαμπά τα μαθητικά και φοιτητικά κινήματα θεωρήθηκαν για χρόνια σαν ταξικοί εχθροί που έπρεπε όχι μόνο να πειθαρχήσουν αλλά και να περιορισθούν. Μαζικά ψευτοκινήματα (UNEF Renouveau UNCAL κλπ.), παραρτήματα των οργανώσεων νεολαίας του κόμματος αντιπαρατέθηκαν στις αυτόνομες δομές (επιτροπές δράσης, επιτροπές αγώνα) που οι φοιτητές και οι μαθητές είχαν δημιουργήσει αυθόρμητα. Αντί να συνοδεύσει το βασικό κύμα που ξεσήκωνε τη νεολαία, με στόχο να διασφαλίσει την πολιτική της ωρίμανση, σεβόμενο την αυτονομία και τη δημοκρατία του κινήματος, το Κ.Κ. από την αρχή διάλεξε το δρόμο της αντιπαράθεσης και το εγκατέλειψε όταν βρέθηκε μειοψηφία με δική του ευθύνη. Φέρει σοβαρή ευθύνη για την κατασπατάληση στον αριστερισμό και στο σεχταρισμό της επαναστατικής δυναμικής αυτού του αυθεντικού μαζικού κινήματος, και τα συνεπαγόμενα τους: την αποηθικοποίηση, την ατομικιστική υποχώρηση στη σφαίρα του ιδιωτικού, περισσότερο δε το σφοδρό αντιμαρξισμό και τη νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση.
Ίδια στάση στεγανότητας και εχθρότητας ξαναδημιουργείται μπροστά στα νέα κοινωνικά κινήματα που γεννήθηκαν από το Μάη '68: κίνημα γυναικείο, οικολογικό, αυτονομιστικό, κίνημα μεταναστών εργατών, φυλακισμένων, ομοφυλόφιλων..". - Όσο για την εργατική απεργία του Μάη Ιούνη, της οποίας την αντικαπιταλιστική, «αυτοδιαχειριστική» δυναμική διείδαν και οι λιγότερο σχετικοί παρατηρητές 7, το Γ.Κ.Κ. δεν φείσθηκε καμιάς προσπάθειας για να το κρατήσει· μέσα στα καθαρά συντεχνιακά διεκδικητικά όρια: η «κατάργηση των διαταγμάτων για την κοινωνική Ασφάλιση» ξεχάστηκε όπως και η διεκδίκηση της «αυτόματης τιμαριθμικής αύξησης των μισθών». Η υλοποίηση του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή θεωρήθηκε αριστερίστικη ιδιοτροπία, στόχος τελείως ρεαλιστικός μπροστά στη δύναμη της απεργίας όπως το επιβεβαιώνει το ιταλικό αντιπαράδειγμα των «εργοστασιακών συμβουλίων» και  - εδώ ακόμα - η εμπειρία των LIP. Δεν είναι παρά μονό στα 1978, κάτω από την πίεση της CFDT και σαν παραχώρηση προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που το Γ.Κ.Κ. υιοθετεί το σύνθημα των «εργοστασιακών συμβουλίων» και ανακηρύσσεται φανατικός οπαδός της «εθνικής αυτοδιαχείρησης».
Μπροστά στο πιο πλατύ κοινωνικό κίνημα που γνώρισε ποτέ η Γαλλία, το Κ.Κ., τελείως αντίθετα, δεν έκανε τίποτα για να αναπτύξει τα αντικαπιταλιστικά του στοιχεία. Η επιθυμία του αντίθετα να εκμεταλλευθεί τη σύγκρουση στο σημαδεμένο γήπεδο της εκλογικής μονομαχίας προδίδεται στη βιασύνη του να αρπάξει το ραβδί που του τείνει η εξουσία στη μορφή της ψηφοφορίας: «θα ψηφίσουμε όχι!», ανακοινώνει το Π.Γ. στις 24 Μάη 1968 όταν έγινε γνωστό το γκωλικό σχέδιο για δημοψήφισμα. Ίδια ταχύτητα στο να αποδεχθεί τις βουλευτικές εκλογές (και κατά συνέπεια το τέλος της απεργίας) στις 30 Μάη μετά το λογίδριο του στρατηγού Ντε Γκωλ.
Βιασύνη που όπως γνωρίζουμε ανταμείφθηκε άσχημα: το Γ.Κ.Κ εμπλέχθηκε στη γενική απεργία για να δώσει λαβή στην αντίπαλη προπαγάνδα και να διασπείρει το φόβο με την επίκληση του χάους· όχι για να κάνει συγκεκριμένη τη σοσιαλιστική εναλλαγή. Το κίνημα του Μάη Ιούνη έγινε έτσι αντιληπτό από τα πλατιά λαϊκά στρώματα  - ακόμα και απ' αυτά που βρίσκονταν στο πόδι τις πρώτες βδομάδες - σαν καθαρή αταξία, ανέξοδη βία. Αίσθηση που δεν παρέλειψε να καταγράψει το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Η στάση του Γ.Κ.Κ. μέσα στην κοινωνική θύελλα του Μάη  - πραγματική στιγμή της αλήθειας αναδεικνύει τον ευαίσθητο συντηρητισμό της ηγεσίας του, την ανικανότητα της να πραγματοποιήσει μια «ηγεμονική πορεία»· αυτό που ο Ζαν Ρονύ αποκαλεί σεμνά «πολιτικισμό» της ή τάση να θεωρεί προνομιακές τις «θεσμικές πλευρές» της πάλης: ανικανότητα να ορίσει ένα κοινωνικό σχέδιο που θα μετάφραζε τις πιο προωθημένες προσδοκίες της νεολαίας και των εργαζομένων.
Ανικανότητα να θέσει την εργατική τάξη στη θέση της δυναμικής διευθυντικής τάξης, να πάρει υπό την ευθύνη της τα προβλήματα όλων των λαϊκών στρωμάτων δίνοντας τους μια λύση ενταγμένη στο συνολικό επαναστατικό της πρόγραμμα· ανικανότητα να οικοδομήσει την εργατική ενότητα και τη συμμαχία εργαζομένων και εκμεταλλευόμενων στρωμάτων στην καρδιά μαζικών ενωτικών κινημάτων, πραγματικά πλουραλιστικών και δημοκρατικών ανικανότητα να συγκριθεί πολιτικά  - χωρίς κόμπλεξ και σεχταρισμό - με τα διάφορα πολιτικά ρεύματα του εργατικού κινήματος, αναγνωρίζοντας τα σαν τέτοια.
Στάση σπασμωδική, φοβισμένη, συντηρητική, αποτέλεσμα ενός έμμονου, σταλινισμού που δεν υπολογίζει τίποτα περισσότερο από τη σταθερότητα του Κόμματος και την αντεπίθεση της C.G.T. μπροστά στη θαυμαστή αναγέννηση ενός Σοσιαλιστικού Κόμματος που ξεφεύγει από τη σκιά είκοσι ετών μολλετισμού.


4. Όλα έρχονται στην ώρα τους σ' όποιον ξέρει να περιμένει.

Η αλαζονική εχθρότητα στα νέα κοινωνικά κινήματα, ο συντεχνιασμός τελικά μέσα στην πορεία των εργατικών αγώνων, ο εκλογικισμός παραμένουν  - με μια πρώτη ματιά - η κληρονομιά του Γ.Κ.Κ. από το '68 ως το '78.
Ποιος δεν θυμήθηκε στη ρήξη της 22ης Σεπτέμβρη τον προσεκτικό λόγο τη μέρα της υπογραφής του κοινού Προγράμματος: λόγος προφανώς δικαιολογήσιμος, γεμάτος λαϊκή σοφία: «όποιος θέλει να ταξιδέψει μακριά προετοιμάζει το άλογο του· όλα έρχονται στην ώρα τους σ' όποιον ξέρει να περιμένει· δεν πρέπει να κυνηγάμε δυο λαγούς ταυτόχρονα: η ορμητική άνοδος της Αριστεράς τοποθετεί τη νίκη σε απόσταση αναπνοής· αυτή η ιστορική ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί. Μια μόνο λύση υπάρχει: το κοινό Πρόγραμμα" μια μόνο ημερομηνία: Μάρτης 1978. Μέχρι τότε θα διατηρήσουμε την πίστη και θα κάνουμε υπομονή».
Με το κοινό Πρόγραμμα της Αριστεράς, η Γαλλία κρατούσε εφεξής το «μαγικό φάρμακο» σ' αυτό που θα παρέδιδε αποφασιστικά τον παλιό της, ετοιμόρροπο από τα μονοπώλια, οργανισμό.
Το «φάρμακο» αυτό κρατήθηκε μυστικό μέσα στα κομματικά επιτελεία χωρίς το Κ.Κ.  - αρκετά δυνατό τότε - να κρίνει χρήσιμο να συνεργασθεί με τους εργαζόμενους στην επεξεργασία του.
Δεν ήταν εντούτοις δύσκολο να οργανώσει μέσα σ' όλες τις επιχειρήσεις ενωτικές συνελεύσεις βάσης όπου εργαζόμενοι σοσιαλιστές, κομμουνιστές, επαναστάτες, ανοργάνωτοι θα συμμετείχαν ενεργητικά στην προγραμματική συζήτηση και θα εκφράζονταν στα διάφορα σημεία. Ένα πρόγραμμα επεξεργασμένο και επικυρωμένο από τη βάση, στο έδαφος μιας πλατειάς συζήτησης, πάνω στις προτάσεις των πολιτικών κομμάτων, που θα πρόσφερε μια συναίνεση πολύ πιο βαθιά από μια συνεργασία των κορυφών.
Οι εργαζόμενοι κινητοποιημένοι μέσα στην επεξεργασία τον Προγράμματος θα ήταν συνδεμένοι μαζί του, με το περιεχόμενο του και τη γνώση των αρχών του και όχι μόνο με τη συμβολική του αξία της επανευρεμένης ενότητας. Το «γυρίστε δεξιά» θα ήταν εγχείρημα απείρως πιο πολυέξοδο για τον πιθανό υποψήφιο.
Μια τέτοια διαδικασία θα είχε ακόμα ένα φοβερά κινητοποιητικό αποτέλεσμα στο σύνολο του μισθωτού εκλογικού σώματος: θα είχε υποκινήσει ένα βαθύ κίνημα πολιτικοποίησης"., θα είχε δημιουργήσει μια θεαματική πρακτική πραγματικής δημοκρατίας, μια εξαιρετική απόδειξη εμπιστοσύνης των εργατικών κομμάτων στις μάζες και στο ίδιο το εσωτερικό τους. Μια τέτοια απόδειξη θα είχε, ακόμα περισσότερο, προλάβει τις δικαιολογημένες προκαταλήψεις των εργαζομένων απέναντι στο γραφειοκρατισμό και στον αυταρχισμό του Κ.Κ., περισσότερο από χίλιες επίσημες διαμαρτυρίες ενάντια στην παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στη Σοβιετική Ένωση.
Μια τέτοια διαδικασία θα είχε θέσει ακόμα τις βάσεις των περίφημων ενωτικών επιτροπών, των οποίων η απουσία εξηγεί, σύμφωνα με τον Μορίς Τορέζ, την αποτυχία του Λαϊκού Μετώπου το 1936. «Κάθε ενωτική συμφωνία κορυφής που δεν βρίσκει την οργανωτική της μετάφραση στη βάση, παραμένει τελείως πρόσκαιρη» λέει ο παλιός γραμματέας του Κ.Κ. σε μια περίφημη αυτοκριτική. «Αν οι κομμουνιστές είχαν δημιουργήσει την Άνοιξη του '36 επιτροπές του Λ.Μ. στη βάση, στο μικρότερό εργοστάσιο, στο μικρότερο χωριό, υλοποιώντας και στηρίζοντας τη συμμαχία του Λ.Μ. στην κορυφή, η ενότητα των εργατικών και δημοκρατικών δυνάμεων θα ήταν σε απείρως καλύτερη θέση να αντισταθεί στην υπονομευτική δουλειά του ταξικού εχθρού».
Μεταξύ των αμφισβητιών της κομματικής γραμμής της άνοιξης '78 πολλοί είναι αυτοί που καταλογίζουν σωστά στην ηγεσία τους ότι δεν διδάχτηκε το 1972 τίποτα από τη σοφή αυτή εμπειρία. Μα αν η ηγεσία αυτή περιπλανάται στο μήνα του μέλιτος με τους σοσιαλιστές και τους αριστερούς ριζοσπάστες δεν είναι από απερισκεψία προφανώς. Είναι γιατί δεν θα επιθυμούσε, όπως και οι σύμμαχοι της, να δει τις μάζες να παίρνουν στα χέρια τους τις δικές τους υποθέσεις. Ποιος ξέρει τι θέαμα θα πρόσφερε μια πλατειά προγραμματική συζήτηση στη βάση! Τι κύμα δημαγωγίας, πλειοδοσίας, ανεύθυνων προτάσεων! Ενώ οι παθητικές και γεμάτες εμπιστοσύνη μάζες, που αφήνουν στους έμπειρους καθοδηγητές τους τη φροντίδα να τις οδηγήσουν, είναι πολύ πιο ευπαρουσίαστες!
Και έπειτα, ένα ενωτικό κίνημα στη βάση δεν θα ήταν, αναμφίβολα, πρόθυμο να ηττηθεί. Μπροστά στην αντεργατική επίθεση της εξουσίας θα ήταν σίγουρα έτοιμο να πολεμήσει.
Στην άκρα Αριστερά που μέσα στην ευφορία της εκλογικής νίκης της Αριστεράς στις δημοτικές του 1976 προπαγάνδιζε την οργάνωση μιας πλατειάς ενωτικής απόκρουσης της Σχεδίου Μπαρ, η ηγεσία του Κ.Κ. αντιπαρέθετε αυτούσιο το εκλογικίστικο ρεφρέν της: όχι δυναμικό κύμα πριν το Μάρτη του '78: «Η διεκδικητική δράση που βρίσκεται σε εξέλιξη, έλεγε ο Μισέλ Βαρσολάκ στην εισήγηση του στις 10 Μάη 1977 στην Κεντρική Επιτροπή της
C.G.T., δεν αποσκοπεί να δημιουργήσει κατάσταση οικονομικού μπλοκαρίσματος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική κρίση.
Για να φθάσουμε στις αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα οι εργαζόμενοι διαθέτουν μεσοπρόθεσμα το μέσο των βουλευτικών εκλογών».
Το σύνθημα του Φρανσουά Μιτεράν στα δικά του στελέχη «το μάξιμουμ του κοινού Προγράμματος, το μίνιμουμ της κοινής δράσης» γινόταν μέσα στη συγκυρία κανόνας για όλη την Αριστερά8.
Το «μίνιμουμ» αυτό ήταν ημερίδες κομματιαστών διασκορπισμένων διαμαρτυριών, 24ωρες απεργίες κατά κλάδους, τομείς, επαρχίες, ανίκανες ολοφάνερα να ενοχλήσουν την κυβέρνηση αλλά που χρησιμοποιούσαν τη λαϊκή μαχητικότητα.
Η διάβρωση μετριέται με τη φθίνουσα επιτυχία των πρωτοβουλιών αυτών: αν στις 7 Οκτωβρίου 1976 7 εκατομμύρια μισθωτοί σταματούσαν τη δουλειά και σχημάτιζαν τις πιο μαζικές πορείες που γνωρίσαμε από το 1968, η κινητοποίηση είναι ήδη αισθητά μικρότερη στις 24 Μάη 1977 εννιά μήνες μετά τη δυναμική εμφάνιση του Σχεδίου Μπαρ· και μια νέα υποχώρηση εμφανίσθηκε στην «εθνική μέρα απεργίας», της 1 Δεκέμβρη 1977. Οι εργαζόμενοι αντιλήφθηκαν προφανώς τον καθαρό χαρακτήρα διαμαρτυρίας για την τιμή των όπλων. Εξ ου και η αυξανόμενη αναμονή.
Τίποτα δεν αποδεικνύει βέβαια ότι μια πραγματική κινητοποίηση ενάντια στο Σχέδιο Μπαρ  - του τύπου των ανθρακωρύχων και της αγγλικής εργατικής τάξης ενάντια στην αυταρχική πολιτική της κυβέρνησης Χηθ το 1973 - θα είχε σαν σίγουρο αποτέλεσμα την κάμψη της κυβέρνησης. Ακόμα και με το συσχετισμό δυνάμεων του Φθινοπώρου '76, όταν η Αριστερά είχε ευνοϊκό ρεύμα και ο συνασπισμός Ζισκαρικών γκωλλιστών διασπαζόταν, όταν η συγκυρία της οικονομικής κρίσης και της κυβερνητικής πολιτικής δεν είχε οδηγήσει ακόμα στους ενάμιση εκατομμύριο ανέργους, ήταν μια συγκυρία μακριά από το να είναι δυσμενής...
Πέρα όμως από το αν θα είχε καταλήξει ή όχι σε μια άμεση νίκη, η κλιμακούμενη κινητοποίηση ενάντια στο Σχέδιο Μπαρ θα είχε καλλιεργήσει την προσδοκία των εργαζομένου για αλλαγή και θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στην ικανότητα τους να οδηγήσουν την αλλαγή μέχρι τέλους.
Τι εμπόδιζε το Κ.Κ. και τη C.G.T να προωθήσουν ένα ενωτικό μαζικό κίνημα, στηριγμένο στη βάση, για να απλώσουν, να πολλαπλασιάσουν και να γενικεύσουν την αντίδραση στο Σχέδιο Μπαρ; Την επόμενη της 7 Οκτώβρη για παράδειγμα, τότε που έκανε απολογισμό των αντιδράσεων της όασης και που εγκαλούσε στους εργαζόμενους τη θέληση να μην αφήσουν αυτή την κινητοποίηση χωρίς συνέχεια, τι εμπόδιζε το Κ.Κ. και τη C.G.T να προτείνουν στη CFDT, στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, σ' όλα τα συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα τη συγκρότηση γενικών συνελεύσεων στις επιχειρήσεις που θα όριζαν τους τρόπους αντίδρασης στο Σχέδιο αυταρχισμού της κυβέρνησης και τις διεκδικήσεις που θα του αντιπαρέθεταν; Τι τους εμπόδιζε να προωθήσουν την «πλατειά πολύμορφη» κινητοποίηση στηριγμένη στη βάση από τις ενωτικές επιτροπές;
Τίποτα, εκτός από το στενόμυαλο εκλογικισμό που θέλει να παίξει το παιχνίδι των εκλογών σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει η κυρίαρχη τάξη και που της εγγυώνται τη νίκη.
Στενόμυαλος εκλογικισμός που δεν είναι παρά μια εκδήλωση της στρατηγικής όπως διαμορφώθηκε στο 22ο Συνέδριο.


II. Πώς θα ενωθεί η Αριστερά;

Τα αρνητικά αποτελέσματα του εκλογικισμού  - που διαφάνηκαν και στις προθέσεις των Γάλλων για τις εκλογές μεγεθύνθηκαν προφανώς από τη σεχταριστική στροφή του Γ.Κ.Κ το Φθινόπωρο του '74. Οι καθημερινές επιθέσεις του Ζωρζ Μαρσαί στο Σ.Κ. μείωσαν τη φερεγγυότητα της Ένωσης της Αριστεράς σαν εναλλακτικής πολιτικής λύσης στη Ζισκαρική εξουσία. Ενίσχυσαν αντίθετα το φάσμα του χάους που επικαλείτο η Δεξιά. Αν ο εκλογικισμός του Γ.Κ.Κ και Σ.Κ δημιούργησε τους όρους της ήττας, η πολεμική Κ.Κ.Σ.Κ, την επέσπευσε.


1. Σιωπή, γυρίζουμε

Η ηγεσία του Γ.Κ.Κ εξηγεί τις πάμπολλες παλινδρομήσεις της ενωτικής της τακτικής σαν αντίδραση στη «στροφή» του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Με το Συνέδριο του Επινί στα 1971 το κόμμα αυτό θεωρήθηκε τελείως «στραμμένο» στ' αριστερά' εξ ου και η συναδελφική, συγκαταβατική, στοργική στάση του Γ.Κ.Κ. στην προεδρική προεκλογική καμπάνια του 1974. Αλλά μετά τις «Βάσεις για το Σοσιαλισμό» και τη δυναμική είσοδο των φίλων του Μισέλ Ροκάρ το Σ.Κ. θα ανέκρουε πρύμνα παρασυρμένο, μπροστά στο κατώφλι της εξουσίας, από τους παλιούς του δαίμονες. Εξ ου και η όλο και περισσότερο κλειστή στάση του «κόμματος της εργατικής τάξης» ώστε να προστατεύσει τον ασταθή σύμμαχο του από τη σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση. Πολιτική που καταλήγει στη ρήξη της 22ης Σεπτέμβρη σαν αντίδραση στην εγκατάλειψη από τους σοσιαλιστές της ίδιας της ουσίας του κοινού Προγράμματος... Και στην επανασυμφιλίωση της 13ης Μάρτη για να διαφυλαχθούν οι τύχες της Ένωσης.
Μέσα στην πολιτική αυτή το Κ.Κ. δεν είχε ποτέ άλλο στόχο παρά να διαφυλάξει την Ένωση της Αριστεράς για την πραγματική αλλαγή. Η πίεση όμως της αστικής τάξης υπήρξε πολύ ισχυρή. Μέσα από την κλειστή του στάση και μπροστά στις απαιτήσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος προσπαθούσε όσο γίνεται καλύτερα να προφυλάξει το μέλλον. Δεν μπορούμε να κάνουμε ενότητα με τους σοσιαλδημοκράτες ευθυγραμμιζόμενοι πάνω στη σοσιαλδημοκρατία. Αν το Κ.Κ. είχε υποκύψει θα έχανε τη ζωογόνα του δύναμη, την εμπιστοσύνη που του δίνουν οι εργαζόμενοι, για ένα ασήμαντο αποτέλεσμα.
Κατ' αρχή η «εξήγηση» αυτή της ηγεσίας δεν στέκει: η καθοδήγηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος δεν ήταν περισσότερο «αριστερή» το 1972 απ'  το 1976. Ήταν πιο μακριά από την εξουσία.
Του χρειαζόταν η συμμαχία με το Κ.Κ. για να εξαγνισθεί και να γοητεύσει τα εκατομμύρια των νέων μισθωτών στους οποίους το πρόγραμμα του Φρ. Μιτεράν ήταν λεπτομερώς εκτεθειμένο από το 1969 στο βιβλίο του: Ma part de verite9.
Αν υπάρχει «στροφή στα δεξιά» τοποθετείται μάλλον στον Απρίλη Μάη 1974 στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας: δεν είναι οι μειοψηφικές θυγατρικές που απορρίπτει ο Μιτεράν να εθνικοποιήσει αλλά οι ίδιες οι μεγάλες εταιρείες10.
Ποιος δεν θυμάται την τηλεοπτική του εξαγγελία στις 14 Μάη: «Το πρόγραμμα των εθνικοποιήσεων δεν μπορεί να υλοποιηθεί άμεσα.. Οι ενθικοποιήσεις δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν παρά μόνο μέσα από το νόμο, δεν εξαρτώνται από το Συμβούλιο των Υπουργών, ούτε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά από την ψήφο του Κοινοβουλίου. Αυτό μεταθέτει γι' αργότερα τα μέτρα που θα παρθούν στα πλαίσια της συγκυρίας και των απαραίτητων ισορροπιών1» .
Δεν είναι λοιπόν μια περιορισμένη ερμηνεία του Κοινού Προγράμματος που προσπαθεί να περάσει ο Μιτεράν. Είναι η απλή και ξεκάθαρη υποτίμηση του υπέρ ενός τριπλού σχεδίου χαλάρωσης που μεταθέτει τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο Κοινοβούλιο... αν όλα πάνε καλά! Κάτι που δεν εμποδίζει το Π.Γ. του Γ.Κ.Κ να τον ψηφίζει λόγω της «εξαιρετικής του προεκλογικής εκστρατείας12» .
Η σεχταριστική στροφή του Γ.Κ.Κ. εμφανίσθηκε όταν γινόταν φανερό σ' όλο τον κόσμο ότι η ενότητα ευνοούσε κυρίως το Σ.Κ.. Ενδεχόμενο που ο Ζωρζ Μαρσαί δεν είχε προβλέψει και που ανέβασε πολύ ψηλά την τιμή που έπρεπε να πληρώσει για μια μεγαλύτερη ένταξη τον Γ.Κ.Κ. στη γαλλική πολιτική κοινωνία: να συγκατατεθεί στην κυβέρνηση σε συγκυρία κρίσης (για να προχωρήσει την αυταρχική πολιτική, όπως την λέει το Κ.Κ.)· μέσα σε δυσμενέστατο εκλογικό συσχετισμό με το Σ.Κ. (που του εξασφάλιζε μια κοινοβουλευτική ομάδα 2 φορές μεγαλύτερη από την κομμουνιστική)· κι όλα αυτά χωρίς να έχει εξασφαλισμένα ερείσματα κατάκτησης θέσεων εξουσίας μέσα στην κοινωνία και στο κράτος (σ' αυτό το τελευταίο λόγω της αδιαλλαξίας του Σ.Κ.).
Από κει και πέρα, ο κύριος στόχος της ηγεσίας του Κ.Κ. είναι να επανισορροπήσει το συσχετισμό δυνάμεων με το Σ.Κ., να εμποδίσει την πρόοδο του, κι αφήνει έτσι να καταστραφούν οι πιθανότητες της Αριστεράς. Κι αυτό όχι με την απόρριψη να διαχειρισθεί την κρίση (το κάνουν άλλωστε άλλα Κ.Κ. αυτό, το ίδιο δε το Γ.Κ.Κ. το έκανε το 194547)· ούτε λόγω πίστης στην ΕΣΣΔ πράγμα που εκμεταλλεύτηκε για να κερδίσει ο Ζισκάρ (ήταν η περίπτωση των προεδρικών του '74)· αλλά για να εξορκίσει την «ιστορική του παρακμή», να υπερβεί την «κρίση ταυτότητας» του.


2. Είναι δύσκολο να αντιστραφούν οι όροι;

Γιατί όμως το Γ.Κ.Κ. έπεσε στην παγίδα; Γιατί αφού ήξερε το σχέδιο Μιτεράν (και δεν είχε καμιά αυταπάτη για την «επαναστατική» συγγνώμη των Μορούα, Ντεφέρ, Ζακιέ και Σνατερναγκό) φάνηκε ανίκανο να αντιδράσει;
Από την αρχή της δεκαετίας του '70 οι στρατηγικές που εξαγγέλλονται από το Κ.Κ. και το Σ.Κ. τείνουν να συγκλίνουν όλο και περισσότερο: το Κ.Κ. παίρνει θέση υπέρ του πολυκομματισμού, την εναλλαγή στην εξουσία, το βαθύ σεβασμό των «συνταγματικών» ελευθεριών το Σ.Κ. παίρνει θέση υπέρ της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, της «στρατηγικής ρήξης με τον καπιταλισμό», την «αυτοδιαχείριση»... Και τα δύο κόμματα εμφανίζονται υπέρμαχοι ενός δρόμου δημοκρατικού, σταδιακού, νόμιμου, ειρηνικού για το σοσιαλισμό για τον οποίο η προοπτική της Ένωσης· της Αριστεράς αποτελεί τον πρώτο σταθμό. Αλλά εξαιτίας της ιστορίας του, των σχέσεων του με την ΕΣΣΔ, του εσωτερικού καθεστώτος, του αυταρχισμού του, το Γ.Κ.Κ - έμοιαζε πολύ λιγότερο αξιόπιστο από το νέο Σ.Κ. για να καθοδηγήσει ένα τέτοιο εγχείρημα. Όσο «η ανάπτυξη της δημοκρατίας είναι ο βασιλικός δρόμος για το σοσιαλισμό» τόσο οι νέοι μισθωτοί εμπιστεύονται τον Μιτεράν...
Το κόμμα του Ζ. Μαρσαί εμφανίζεται θύμα της μεγάλης καθυστέρησης στην αποσταλινοποίησή του. Η «ενωτική δυναμική» ευνοεί λοιπόν κυρίως το Σ.Κ. Στο βαθμό που ανεβαίνει στις προτιμήσεις του κόσμου, αποδείχνεται όλο και περισσότερο υπεροπτικό. Ο Φ. Μιτεράν εφαρμόζει με ακρίβεια το πρόγραμμα του: στο συνέδριο της Ναντ μεταχειρίζεται ήδη το Κ.Κ. σαν δύναμη συμπληρωματική.
Υπάρχει απάντηση όμως; Το Γ.Κ.Κ. είναι καταδικασμένο είτε στην αδυναμία είτε στο ρόλο του συνοδοιπόρου της σοσιαλδημοκρατίας;
Η απάντηση υπάρχει: συνίσταται στο να παίξεις μέσα στις αντιφάσεις του σοσιαλιστή συμμάχου. Μπορείς να καταβρέξεις τον καταβρεχτή. Αλλά γι' αυτό πρέπει να γυρίσεις τις πλάτες στον εκλογικισμό.
Οι αναλύσεις για το Σ.Κ. που προτείνει το Κ.Κ. πιστοποιούν μέχρι ποιου σημείου η μαρξιστική θεωρία μέσα στο κόμμα εκπίπτει σε μια ανυπόληπτη ιδεολογία. Δεν αποσκοπεί να παράγει γνώσεις μα να δικαιολογήσει τους τακτικούς ελιγμούς της καθοδήγησης. Ο Μολινά και ο Βαργκάς σημειώνουν τρεις αναλύσεις για το Σ.Κ. που διαπερνούν το κόμμα  - αναλύσεις τελείως αντιφατικές: η πρώτη, μέχρι το Σεπτέμβρη του '74, υποστηρίζει ότι «μέσα στην πολιτική του δράση το Σ.Κ. έχει διακόψει με τη πολιτική της ταξικής συνεργασίας»13. Το κόμμα του Επινί «ξαναβρίσκει» τις προλεταριακές του ρίζες. Εκφράζει και υπερασπίζει, με λιγότερη βέβαια επιμονή και γνώση από το Κ.Κ., τα ίδια ταξικά συμφέροντα.
Η δεύτερη, μετά τις 22 Σεπτέμβρη 1977, θεωρεί ότι, πέρα από τις επιφανειακές θέσεις, το Σ.Κ. έχει παραμείνει συνεπές στον εαυτό του, ένα κόμμα των μεσαίων στρωμάτων που επιζητεί πάντα να συμμαχήσει με τη μεγάλη αστική τάξη.
Η τρίτη, υπογραμμίζει την αντιφατική όψη του Σ.Κ., χώρο σύνθεσης από τη μια μεριά μιας τάσης ταξικής συνεργασίας και από την άλλη μιας τάσης έτοιμης να ακολουθήσει το λαϊκό κίνημα.
Τελικά, μόνο οι δυο πρώτες αναλύσεις λειτουργούν πραγματικά σαν δύο γραμμές αντιπαράθεσης. Η τρίτη είναι η μορφή περάσματος από την πρώτη στη δεύτερη, ο προσωρινός συμβιβασμός μεταξύ των δύο προηγούμενων, μέσα στο ασταμάτητο παλαντζάρισμα που οδηγεί το Κ.Κ. από την «ενότητα χωρίς μάχη» στην «μάχη χωρίς ενότητα», από την «ενότητα στην κορυφή» στην «ενότητα στη βάση».
Ο Ζαν Ρονύ δεν λέει κάτι διαφορετικό όταν σημειώνει ότι στην υπόθεση της περίφημης «μυστικής εισήγησης» του 1972, δημοσιευμένης κατόπιν στο παράρτημα του βιβλίου του Ετιέν Φαζόν "L' Union est un combat" («η ενότητα είναι μια μάχη»), αυτό που σοκάρει δεν είναι τόσο ότι η εισήγηση παρέμεινε μυστική, όσο το ότι κανείς δεν την υποψιάσθηκε: από το '72 ως τον Σεπτέμβρη του '74, τίποτα τελικά μέσα στο λόγο και στην πρακτική του Γ.Κ.Κ. δεν αφήνει να διαφανεί η ύπαρξη μιας τέτοιας εισήγησης, ακριβώς το αντίθετο. Από κει κι ύστερα το να θεωρείται το κείμενο αυτό σαν καθαρή παραχώρηση (χωρίς καμιά πρακτική συνέπεια) μέχρι τη σταλινική σεχταριστική «ευαισθησία» των ηγετών του κόμματος δεν υπάρχει παρά ένα άλμα ψύλου (που ο Rony το εκτελεί εύθυμα).
Αυτό που προκαλεί εντύπωση λοιπόν μέσα στις αναλύσεις για το Σ.Κ. είναι ο μονόπλευρος, μη διαλεκτικός χαρακτήρας τους: η ανικανότητα να συλλάβει τις αντιφάσεις του σοσιαλιστικού κομματικού σχηματισμού και να διαμορφώσει μια ενωτική τακτική παίζοντας πάνω σ' αυτές.


3. Οι αντιφάσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι χώροι ειδικών αντιφάσεων που οι μαρξιστές θεωρητικοί έχουν, θέσει στην επιφάνεια εδώ και πολύ καιρό.
Ο καθοδηγητικός μηχανισμός αυτών των κομμάτων έχει εσωτερικεύσει βαθιά τις αξίες, την ιδεολογία, τη νοοτροπία της κυρίαρχης τάξης. Η οικονομία της αγοράς, ο αστικός κοινοβουλευτισμός οικοδομούν τον αξεπέραστο ορίζοντα της μεταρρυθμιστικής τους δράσης. Η ενσωμάτωση τους στους κανόνες παιχνιδιού των δυτικών δημοκρατιών είναι ολοκληρωτική. Και σ' αυτό το σημείο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προσομοιάζουν στα αστικά δημοκρατικά ή φιλελεύθερα κόμματα: εκλογικοί μηχανισμοί συλλογής  - ψήφων και επιτροπές σύνδεσης των εκλεγμένων. Αλλά διαφέρουν από τα κόμματα αυτά στην πολιτική τους λειτουργία, στην ιδεολογία τους, στην παράδοση τους, στην κοινωνική τους βάση: τα κόμματα αυτά οικοδομήθηκαν από την εργατική τάξη στο τέλος του 19ου αι. για να εξασφαλίσουν την εκπροσώπηση της στην καρδιά των αστικών δημοκρατικών θεσμών και, από κει και πέρα, την παρουσία της στο πολιτικό επίπεδο. Επιτελούν λειτουργία διαμεσολάβησης μεταξύ των μισθωτών μαζών και τον αστικού κράτους υπέρ του τελευταίου. Από την εργοδοσία και το κράτος προσπαθούν να κερδίσουν μια πιο δίκαιη συμμετοχή στα κοινωνικά αγαθά υπέρ των εργαζομένων. Μ' αυτό το μέσο προσπαθούν να συγκρατήσουν τις διεκδικήσεις και τους εργατικούς αγώνες μέσα σε όρια συμβιβαστά με την καλή λειτουργία του συστήματος. Τη λειτουργία αυτή μπορούν να την επιτελούν όχι μόνο γιατί μέσω της αντιπροσώπευσης συγκρατούν μια πελατειακή σχέση με τους εργαζόμενους, αλλά γιατί ελέγχουν ή επηρεάζουν μαζικές οργανώσεις που γεννήθηκαν μέσα στην πάλη ενός αιώνα ενάντια στο κεφάλαιο: συνδικάτα, σύλλογοι, συνεταιρισμοί κλπ.
Η λειτουργία της διαμεσολάβησης (στην πραγματικότητα λειτουργία ταξικής συμφιλίωσης και συνεργασίας) που επιτελούν τα σοσιαλιστικά κόμματα  - λειτουργία πολύ χρήσιμη για την αστική τάξη - σημαίνει ότι διατηρούν την εμπιστοσύνη το λιγότερο ενός κομματιού του κόσμου της εργασίας. Αν χάσουν την ικανότητα τους να επηρεάζουν την ιδεολογία και την πολιτική συμπεριφορά ενός σημαντικού κομματιού των μισθωτών, θα χάσουν κάθε χρησιμότητα για την αστική τάξη και, κυρίως, την παρουσία τους μέσα στο κράτος και τις κορυφές του. Αυτή η επιταγή της αντιπροσώπευσης κάνει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πλατειά υποτελή στις προσδοκίες της κοινωνικής τους βάσης. Αν συγκρουστούν μετωπικά μ' αυτές τις προσδοκίες, με την παρουσία
ενός ενεργητικού Κ.Κ., κινδυνεύουν να προκαλέσουν μια διαδικασία ρήξης που θα μειώσει το πολιτικό τους βάρος μέσα στην πολιτική ζωή. Ό,τι ακριβώς συνέβη στο SFIO κάτω από την καθοδήγηση του Γκυ Μολλέ. Ό,τι συνέβη, σε μεγαλύτερο ακόμα βαθμό, στο Σοσιαλδημοκρατικό Ιταλικό κόμμα του Σαραγκάτ. Το Κ. Κ. μπορεί λοιπόν να ηγεμονεύσει πάνω στη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία ενεργώντας πάνω στις προσδοκίες, τις εμπνεύσεις, τις πολιτικές στάσεις της κοινωνικής της βάσης.
Αυτή η κοινωνική βάση, ακόμα και στην περίπτωση του Σ.Κ., αποτελείται ουσιαστικά από μισθωτούς εργαζόμενους. Υπόκειται, κάτω από διαφορετικές μορφές, στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Βρίσκεται αντιμετώπιση με τις εργοδοτικές επιθέσεις που αποσκοπούν στην αναδιοργάνωση του ποσοστού κέρδους κάνοντας τους μισθωτούς να πληρώσουν τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης. Τα ταξικά της συμφέροντα δεν είναι ουσιαστικά διαφορετικά απ' 'αυτά των κομμουνιστών εργαζομένων: μπορεί δηλαδή η κοινωνική αυτή βάση να είναι ευαίσθητη στις διεκδικήσεις, στις αγωνιστικές προοπτικές που ξεκινάν από τους κομμουνιστές. Μπορεί να παρασυρθεί σε ενωτική δράση, σε κάτι που δύσκολα μπορεί να συναινέσει η σοσιαλιστική ηγεσία (που δύσκολα επίσης μπορεί να μην συναινέσει σ' αυτή τη δράση μπροστά σε μια αντιλαϊκή ανοικτή επίθεση της κυρίαρχης τάξης, κυρίως αν η ίδια έχει εκλογικό συμφέρον απ' αυτήν την ενότητα).
Η ενωτική κινητοποίηση των εργαζομένων δημιουργεί διαδικασία πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης που προσβάλλει εξίσου τους σοσιαλιστές εργαζομένους. Ο σοσιαλδημοκρατικός μηχανισμός βρίσκεται σε δίλημμα: ή θα συνδεθεί πάνω στη νέα μαχητικότητα της βάσης του ή θα της αντιπαρατεθεί μετωπικά, με κίνδυνο βαρείες απώλειες επιρροής.
Αυτή είναι η τακτική του «ενιαίου ταξικού μετώπου να πραγματοποιήσει το μάξιμουμ της δυνατής ενότητας των εργατικών οργανώσεων πάνω στο όσο το δυνατόν πιο προχωρημένο αγωνιστικό πρόγραμμα». Γιατί η ενότητα στη δράση των εργατικών οργανώσεων επιτρέπει την ανάδειξη μιας πολύμορφης αγωνιστικής πρακτικής. Η ανάπτυξη μιας τέτοιας πρακτικής, αν συνοδεύεται κυρίως από μια πλατειά ενωτική οργάνωση στη βάση, επιτρέπει ένα προχωρημένο άλμα της πολιτικής συνείδησης και των σοσιαλιστικών προσδοκιών των εργαζομένων. Ένα τέτοιο προχωρημένο άλμακρατά «υπό πίεση» τα σοσιαλδημοκρατικά στελέχη και περιορίζει σημαντικά την ικανότητα ελιγμών τους. Αλλά για να προωθηθεί αυτή η τακτική δεν πρέπει να βουλιάζεις ο ίδιος στον εκλογικισμό. Αν το ίδιο το Κ.Κ. απορρίπτει να θέσει σ' εφαρμογή μαζικές ενωτικές κινητοποιήσεις δεν κινδυνεύει βέβαια να παρασύρει τους σοσιαλιστές εργαζομένους και να υποβάλλει το σοσιαλδημοκρατικό μηχανισμό στην αυξανόμενη και συνεχή πίεση των οπαδών του.
Ο εκλογικισμός του Γ.Κ.Κ. άφησε ελεύθερα τα χέρια στο σοσιαλιστικό επιτελείο.
Χωρίς κανένα πεδίο πάλης το Κ.Κ., όπως είδαμε, δεν προσπάθησε να μεταφράσει στη βάση και στη δράση την ενότητα κορυφής που συνάφθηκε το 1972. Μέχρι τις εκλογές του '74, εκτιμώντας τον εαυτό του πιο δυνατό, προσποιούταν να πιστεύει στα λόγια τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία. Μετά τις εκλογές προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση με καταγγελίες, ύβρεις, πολεμικές· αναποτελεσματική και καταστροφική τεχνική που δεν έπεισε παρά τους ήδη πεισμένους, αλλά απογοήτευσε και αποκινητοποίησε όλους τους άλλους, χτύπησε την ελκτική δύναμη του εργατικού κινήματος, ξανάστειλε στη Δεξιά στοιχεία που της είχαν αποσπασθεί... Ο Μολινά και ο Βαργκάς έχουν δίκιο: «Η εμπειρία δείχνει ότι όταν κατηγορούμε τους σοσιαλιστές σαν προδότες, αυτοί που τους εμπιστεύονται δεν πάνε ποτέ στα αριστερά, προς το Κ.Κ., αλλά προς τα δεξιά ή προς την αποστράτευση14» .
Ενάντια στην υπεροψία των σοσιαλιστών το Κ.Κ. δεν μπόρεσε να βρει στήριγμα πάνω στα «μαζικά πολύμορφα πλατειά κινήματα» που εμπόδισε τελείως να γεννηθούν ή τα συγκράτησε μέσα σε μετριοπαθή πλαίσια! Δεν μπορούσε να επικαλεσθεί τις επιτροπές λαϊκής βάσης τις οποίες δεν θέλησε. Στερημένο από κάθε δυνατότητα κινητοποίησης της σοσιαλιστικής βάσης ενάντια στη σοσιαλιστική ηγεσία προτίμησε να καθοδηγήσει τους «εξερχόμενους» από το κόμμα. Κάτι που πληρώνεται μακροπρόθεσμα πολύ ακριβά.


4. Πώς και με ποιον ενότητα;

Η ενωτική τακτική με το Σ.Κ. δεν είναι παρά μια πλευρά της πολιτικής συμμαχιών του Γ.Κ.Κ. Η πολιτική αυτή, η λεγόμενη «μετωπική», ευνοεί  - με το πρόσχημα να απομονώσει την πιο αντιδραστική μερίδα του μεγάλου κεφαλαίου, χθες τις 200 οικογένειες, σήμερα τα 25 «μεγάλα μονοπώλια» - τη συμμαχία του εργατικού κινήματος με τη «δημοκρατική» πτέρυγα της κυρίαρχης τάξης που βαφτίζεται στην περίπτωση «μεσαία τάξη».
Η συμμαχία αυτή συλλαμβάνεται προφανώς σαν συμφωνία με τους πολιτικούς εκπροσώπους των υποτιθέμενων «μεσαίων τάξεων»: Ριζοσπαστικό Κόμμα στη Γαλλία του '36· Χριστιανοδημοκρατία στην Ιταλία του «ιστορικού συμβιβασμού». Η απαραίτητη συμμαχία μεταξύ προλεταριάτου και μικροαστικής τάξης συλλαμβάνεται με εκλογικό τρόπο σαν μέτωπο όλων των δυσαρεστημένων, επικυρωμένη με συμφωνία κορυφής μεταξύ των κομμάτων της εργατικής τάξης και αυτών της «ηττημένης από τα μονοπώλια» αστικής τάξης.
Μια τέτοια συμφωνία είναι προφανώς αδιανόητη χωρίς σοβαρές δοσμένες εγγυήσεις στους αστούς συμμάχους όπως ο σεβασμός των «νόμων της οικονομίας» και της «δημοκρατικής νομιμότητας». Εισάγει στην πραγματικότητα την εγκατάλειψη της σκληρής φρασεολογίας, την άρνηση σε κάθε προοπτική μετάβασης στο σοσιαλισμό και την ευθυγράμμιση στις θέσεις του πιο μετριοπαθούς αστικού κόμματος του αριστερού συνασπισμού. Αυτή η «ενωτική» πολιτική είναι λοιπόν ταυτόχρονα πολιτική διαίρεσης της εργατικής τάξης γιατί τα υλικά συμφέροντα των πλατειών μισθωτών μερίδων θυσιάζονται στις επιταγές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και έτς* κάθε προοπτική «βαθιάς αλλαγής» βρίσκεται γρήγορα μπλοκαρισμένη.
Ο ιταλικός «ιστορικός συμβιβασμός» κρυσταλλώνει καλύτερα το γεγονός αυτό. Κάτω από την πρόφαση της συμμαχίας με τους «καθολικούς εργαζόμενους» και την ενότητα με τη Χριστιανοδημοκρατία, το P.C.I, έγινε ο πρωταθλητής του αυταρχισμού και της εργατικής μετριοπάθειας. Συνεισέφερε έτσι τα μέγιστα στην πολιτική διάσπαση των ιταλών εργαζομένων σε «προνομιακούς μισθωτούς» των μεγάλων επιχειρήσεων, που διαθέτουν μια σχετικά εξασφαλισμένη απασχόληση και καταναλωτική δύναμη, και «εποχιακούς» εργαζόμενους, που υπόκεινται στη μεγαλύτερη υπερεκμετάλλευση, και νέους άνεργους. Διάσπαση επιπλέον μεταξύ των πιο προωθημένων, μαχητικών εργαζόμενων που είναι αποφασισμένοι να θέσουν σε όφελος τους την κρίση του συστήματος και των πιο φοβισμένων εργαζόμενων από την ανάπτυξη της κρίσης που υποτάσσονται στον «ιστορικό συμβιβασμό» σαν το μικρότερο κακό.
Η διάσπαση αυτή του κόσμου της εργασίας είναι η αναπόφευκτη συνέπεια κάθε στρατηγικής συμμαχίας που θεωρεί προνομιακή τη συμφωνία με ένα αστικό κόμμα. Γιατί η συμφωνία αυτή δεν μπορεί να γίνει παρά σε βάρος των πλατειών εργατικών μαζών και γυρίζοντας τις πλάτες στις αντικαπιταλιστικές διαθέσεις των πρωτοπόρων εργαζόμενων. Να γιατί μια τέτοια στρατηγική συμμαχίας τελειώνει πάντα με το να παράγει τα αντίστροφα αποτελέσματα απ' αυτά που ήθελε: διαιρώντας την εργατική τάξη την αδυνατίζει και ευνοεί μακροπρόθεσμα μια νικηφόρα αντεπίθεση της αντίδρασης.
Η Ένωση της γαλλικής Αριστεράς βέβαια, δεν είναι ο ιταλικός «ιστορικός συμβιβασμός» ούτε η ισπανική «δημοκρατική σύγκλιση». Η λογική του εκλογικού συστήματος που τέθηκε σ' εφαρμογή το 1958 και το 1962 ευνοεί το διπολισμό της πολιτικής σκηνής σε συνασπισμούς Δεξιάς και Αριστεράς, ανταγωνιστικούς.
Ό,τι απόμεινε από το Ριζοσπαστικό Κόμμα προτίμησε να προσχωρήσει στον πλειοψηφικό συνασπισμό. Μόνο το γκρουπούσκουλο των «ριζοσπαστών της Αριστεράς» προστέθηκε στη μετωπική σύνδεση. Αξιοσημείωτη διαφορά με την Ιταλία και Ισπανία που δεν συνεισέφερε όμως λιγότερο στη διαμόρφωση μιας μυστικιστικής εικόνας αγωνιστικής ενότητας που θα πραγματοποιούσε την ένωση για το σοσιαλισμό... Αλλά διαφορά δευτερεύουσα: γιατί η αντίληψη της συμμαχίας που κυριαρχεί στη στρατηγική της Ένωσης της Αριστεράς, ακόμα κι αν προσωρινά η αστική αντιπροσώπευση είναι αδύναμη στο εσωτερικό της, αναδεικνύει και πάλι την παλιά καλή. μετωπική έμπνευση: να καναλιζάρει την εργατική μαχητικότητα πάνω σε μορφές και στόχους τέτοιους ώστε η «αντιμονοπωλιακή αστική τάξη»  - που συμβολικά εκπροσωπείται στην Ένωση της Αριστεράς από τους «ριζοσπάστες της Αριστεράς» - να αισθάνεται τελείως εξασφαλισμένη και να προσθέτει κατά συνέπεια άφοβα τους ψήφους της.


5. Παρεθοντολογισμός και εκλογικισμός.

Είναι μια αντίληψη ταυτόχρονα παρελθοντολογική και εκλογικίστικη για τις ταξικές συμμαχίες: παρελθοντολογική γιατί, όπως σημειώνει ο Ερνέστ Μαντέλ", οι διαδραματιζόμενοι μετασχηματισμοί στην ταξική δομή των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών  - παρακμή της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης και μεγάλη επέκταση των μισθωτών - τροποποιούν ταυτόχρονα και την αιχμή του προβλήματος και τους όρους επίλυσης του: το πρόβλημα δεν είναι πια τόσο η συμμαχία με την προσκολλημένη στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής παραδοσιακή μικροαστική τάξη, αλλά η ενοποίηση, ιδεολογική και πολιτική, των μισθωτών στρωμάτων. Αν μέσα από τις λειτουργίες που επιτελεί στην παραγωγική διαδικασία, μέσα από το επίπεδο μισθού. της, κλπ. ένα μέρος των νέων μισθωτών (διοικητικά στελέχη, επιστάτες, διδάσκοντες...) σχηματίζει μια νέα μικροαστική τάξη, η μεγάλη πλειοψηφία των νέων μισθωτών δημιουργεί νέα στρώματα στην καρδιά του προλεταριάτου: οι ταχυδρομικοί, οι φαρμακοποιοί, οι κατώτεροι υπάλληλοι τραπεζών και εμπορίου, οι τεχνικοί και μηχανικοί παραγωγής κλπ, είναι εκμεταλλευόμενοι που υπόκεινται στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. Έχουν αντικειμενικά συμφέρον στην κοινωνικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, στη σχεδιασμένη αυτοδιαχείριση της οικονομίας. Ο Baudelot και ο Establet έχουν δίκιο όταν υπολογίζουν  - παρά τον Πουλαντζά - το γαλλικό προλεταριάτο στα δύο τρίτα του ενεργού πληθυσμού16. Ας θυμηθούμε ότι στα 1936 η παραδοσιακή μικροαστική τάξη αντιπροσώπευε ακόμα περίπου το μισό του πληθυσμού αυτού!
Το ζήτημα λοιπόν των συμμαχιών δεν τίθεται σωστά όταν τίθεται όπως ακριβώς τότε που το προλεταριάτο ήταν μειοψηφική τάξη. Η αναζήτηση της πολιτικής του ενοποίησης και κινητοποίησης είναι πολύ πιο σημαντική. Είναι αυτό ακριβώς που υποδεικνύει ο Αλτουσέρ όταν υπογραμμίζει ότι η νίκη στην Γαλλία περνά περισσότερο από την κατάκτηση του 37% των εργατικών ψήφων που πάνε στη δεξιά ή στην αποχή, παρά από την έλξη του μετριοπαθούς μικροαστικού εκλογικού σώματος.
Η κατάσταση αυτή όπως είδαμε εμπλέκει την ανάπτυξη μαζικών αγώνων πάνω σε ενωτικές διεκδικήσεις· μια συνειδητή και συστηματική πολιτική των εργατικών οργανώσεων για να υπερβούν τις χίλιες και μία διαιρέσεις που ο καπιταλισμός εισάγει και αναπαράγει καθημερινά μεταξύ των εργαζομένων.
Εκτός όμως από παρελθοντολογική η πολιτική συμμαχιών του Γ.Κ.Κ. είναι εξίσου και εκλογικίστικη: περιορίζει τη συμμαχία με τα μικροαστικά στρώματα σε συμφωνία με την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση στο πλαίσιο μιας εκλογικής σταυροφορίας. Δεν αποβλέπει παρά παρεμπιπτόντως (και εξαιρετικώς) να συγκεκριμενοποιήσει αυτή τη συμμαχία στη βάση. κινητοποιώντας τα κοινωνικά στρώματα σαν τέτοια μέσα στην αντιμονοπωλιακή πάλη, στο πλάι του εργατικού κινήματος και, εν ανάγκη, ξεπερνώντας την ηγεσία των εκπροσώπων. Τα οικολογικά κινήματα, τα γυναικεία, τα αυτονομιστικά, τα κινήματα της πόλης, απόδειξαν τα τελευταία χρόνια ότι μεγάλες μερίδες της νέας μικροαστικής τάξης ήταν κινητοποιήσιμες, μαζί με την εργατική τάξη ενάντια στις διαφορετικές μορφές της καπιταλιστικής επίθεσης. Για την εργατική τάξη το να συνάψει μια ευρεία συμμαχία με τα μεσαία στρώματα σημαίνει να πάρει υπό την ευθύνη της τα συμφέροντα και τις αντικαπιταλιστικές προσδοκίες της παλιάς και νέας μικροαστικής τάξης· να εντάξει τους αντικαπιταλιστικούς αγώνες αυτών των κοινωνικών στρωμάτων στο πρόγραμμα και την. επαναστατική συνολική στρατηγική του εργατικού κινήματος: να επισφραγίσει στη βάση και στη δράση αυτή την ταξική συμμαχία, μέσα σε ένα πυκνό δίκτυο δημοκρατικών οργανώσεων.
Μια πολιτική συμμαχιών αντίθετη προφανώς με κάθε εκλογικίστικη κατάκτηση της εξουσίας.


6. Η στρατηγική στη Δύση.

Στην πραγματικότητα πίσω απ' όλες αυτές τις συζητήσεις κρύβεται το γενικότερο πρόβλημα της επαναστατικής στρατηγικής στη Δύση. Στη Δ. Ευρώπη η εργατική τάξη αντιμετωπίζει έναν αντίπαλο πολύ πιο ισχυρό από την τσαρική ή την κινέζικη ολιγαρχία. Η ιμπεριαλιστική αστική τάξη του αναπτυγμένου καπιταλισμού διαθέτει μια διπλή βάση εκμετάλλευσης: τη δική της εργατική τάξη και το πολυάριθμο προλεταριάτο του «Τρίτου Κόσμου» πραγματικό «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό» εύκολα καταπιεζόμενο. Η οικονομική της βάση δεν έχει κανένα κοινό σημείο μ' αυτή των ραχητικών αστικών τάξεων της Ρωσίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Κούβας ή της Κίνας.
Δεν είναι ίδια η κοινωνική της δύναμη: η ταξική δομή των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών  - κοιτίδες και προπύργια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής - είναι απείρως πιο πολύπλοκη απ' αυτή των κυριαρχούμενων χωρών. Ο πολλαπλασιασμός των ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων δημιουργεί ένα σχεδόν συνεχές μανδύα προέκτασης μεταξύ της μεγαλοαστικής τάξης και του προλεταριάτου, που και το ίδιο ακόμα είναι βαθιά διαφορετικό. Η μικροαστική τάξη και τα ανώτατα στρώματα του προλεταριάτου σχηματίζουν τις κοινωνικές βάσεις ενός μπλοκ αστικής κυριαρχίας κάτω από την ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου.
Η οικονομική και κοινωνική αυτή δύναμη της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης απαιτεί, όπως είδαμε, ένα τρόπο πολιτικής κυριαρχίας πολύ πιο ευέλικτο και αποτελεσματικό από την τσαρική αυτοκρατορία ή τον δεσποτισμό των «θεών του Πολέμου»: κυριαρχία περισσότερο με συγκατάθεση παρά με καταστολή, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Γκράμσι, συγκεκριμενοποιημένη μέσα από τις διαδικασίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και στηριγμένη σ' ένα σύστημα «μηχανισμών ηγεμονίας» δημοσίων και ιδιωτικών που εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμα την οργάνωση της συναίνεσης. Σ' αυτό προστίθεται  - άλλη μια βασική διαφορά με τη Ρωσία - μια συστηματική πολιτική ενσωμάτωσης και διάσπασης των μισθωτών μαζών σε πρώτο πλάνο η διαφθορά και ενσωμάτωση των εργατικών ελίτ που έχουν το ανεκτίμητο αποτέλεσμα της ένταξης των εργατικών γραφειοκρατιών μέσα στο σύστημα.
Αυτά δεν σημαίνουν ότι η μετάβαση στο σοσιαλισμό είναι αδύνατη στη Δύση: οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι χώρος ειδικών αντιφάσεων των οποίων η συμπύκνωση μπορεί να προκαλέσει επαναστατικές κρίσεις τελείως εκμεταλλεύσιμες από το εργατικό κίνημα. Αρκεί να θυμηθούμε την περίοδο '68'75 ή  - μέσα σ' άλλο ιστορικό πλαίσιο - τις μεσοπολεμικές δεκαετίες. Αλλά η μετάβαση στο σοσιαλισμό πρέπει να λάβει υπόψη της τις ιδιαιτερότητες της αστικής κυριαρχίας στη Δύση.
Όπως σημείωνε ο Γκράμσι αλλά και πριν απ' αυτόν ο Καρλ Ράντεκ, ο Πωλ Λεβύ και πολλοί άλλοι, η μετάδοση στο σοσιαλισμό στις χώρες αυτές απαιτεί μια μακριά εργασία κυοφορίας, πολιτικής προετοιμασίας, όπου το εργατικό κίνημα συνειδητά και συστηματικά να δημιουργήσει τους όρους της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας. Πρέπει ειδικότερα να αποδιοργανώσει, να ουδετεροποιήσει, να αποδιαρθρώσει, να εκφυλίσει το μηχανισμό ηγεμονίας της μεγάλης αστικής τάξης. Και μπορεί να το πετύχει αναπτύσσοντας σ' όλα τα πεδία την ενωτική και δημοκρατική αυτοοργάνωση των λαϊκών μαζών για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους και την άμεση ανάληψη απ' αυτές των υποθέσεων τους. Είναι αυτό που ο Γκράμσι αποκαλούσε «ηγεμονική πορεία» αυτό που ο Λένιν και ο Τρότσκυ ονόμαζαν «στρατηγική ενότητας και ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης» ή ακόμα «στρατηγική μετάδοσης». Πορεία και στρατηγική ξένες στη σταλινική παράδοση που διαπερνά ακόμα βαθιά τα Κ.Κ. Πορεία και στρατηγική που θα 'πρεπε να ξαναανακαλύψουν και να εμβαθύνουν αν θέλουν να εξέλθουν από την αδυναμία.


III. Εκδημοκρατισμός του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού;

Απομένει το ζήτημα της αντίληψης του Κόμματος: η σχέση του με τις μάζες, το εσωτερικό του καθεστώς. Εδώ είναι που η ακινησία του Κ.Κ. είναι χωρίς αμφιβολία η πιο χτυπητή.
Η σχέση με τα μαζικά κινήματα και τις μαζικές οργανώσεις εξακολουθεί να κυριαρχείται από το μοντέλο του «ιμάντα μεταβίβασης»: το Κόμμα εξακολουθεί να διασφαλίζει τον έλεγχο των μαζικών οργανώσεων  - χωρίς να παραλείπει προφανώς μερικά προσχήματα εν είδη «δημοκρατικών άλλοθι» - και να τους επιβάλλει τη «σωστή γραμμή». Η περίπτωση της C.G.T., μια από τις πιο σπάνιες μαζικές οργανώσεις, στην οποία επέβαλε αυτό το μοντέλο, δίνει το πιο θλιβερό σενάριο του Φθινοπώρου '77. Ένα μαζικό συνδικάτο, ανοικτό κατ' αρχήν σ' όλους τους εργαζόμενους αντιγράφει ένα-ένα όλα τα παράπονα που η ηγεσία του Κ.Κ. αντιπαραθέτει στο Σ.Κ., χωρίς το ίδιο να κρίνει χρήσιμο να ρωτήσει τους εργαζόμενους. Γραφειοκρατική και χειραγωγιτική πρακτική που την ξαναβρίσκουμε στην συμπεριφορά μέσα στους αγώνες και που εκφράζεται  - εν μέρει - από την υποχώρηση της CGT στις συνδικαλιστικές εκλογές.
Το Κ.Κ. συντηρεί με τα μαζικά κινήματα μια σχέση πατερναλιστική και αυταρχική, όλο και περισσότερο αναχρονιστική. Τίποτα πιο ξένο από την ιδέα ενός πραγματικού σεβασμού της αυτονομίας αυτών των κινημάτων. Στάση προφανώς ασυμβίβαστη με κάθε επαναστατική στρατηγική. Όπως θυμίζει η Κριστίν Γκλυκσμάν αναφερόμενη στον Γκράμσι: το Κόμμα πρέπει βέβαια να μετασχηματίζει τον αυθορμητισμό των μαζών σε συνειδητή επαναστατική πρακτική αλλά γι' αυτό πρέπει πριν απ' όλα να αναγνωρίσει αυτόν τον αυθορμητισμό και να τον διαπαιδαγωγήσει. Η παιδαγωγική λειτουργία του κόμματος δεν είναι αυτονόητη... Έγκειται στην ικανότητα του Κ.Κ. να διακόψει τις γραφειοκρατικές σχέσεις του με τις μάζες, και είναι αυτές που θα κρίνουν την ειλικρίνεια των δημοκρατικών του διαθέσεων.


1. Ο γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός.

Το εσωτερικό καθεστώς του Κόμματος έμεινε πρακτικά αναλλοίωτο μετά τον Στάλιν. Βέβαια, δεν δίνεται πάντα το γελοίο θέαμα διαγραφής των διαφωνούντων και η «ελευθερία της αναπνοής17» υπάρχει ολόκληρη στη βάση. Αλλά η άσκηση της εξουσίας στην καρδιά του Κόμματος μένει πάντα αυταρχική. Λίγο ενδιαφέρει αν ο αυταρχισμός δεν ταυτίζεται πια μ' ένα φυσικό πρόσωπο (ο γεν. γραμμ.) αλλά είναι πρόσωπο συλλογικό (η «ηγετική ομάδα»). Λίγο ενδιαφέρει αν ο τρόπος της μπορεί να 'ναι φιλελεύθερος. Η αγωνιστική βάση δεν παίζει ποτέ κανένα ρόλο στη διαμόρφωση της γραμμής και στον ορισμό της καθοδήγησης. Το καταστατικό βέβαια ισχυρίζεται τελείως το αντίθετο. Όπως το σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, στο αποκορύφωμα της σταλινικής Τρομοκρατίας, ήταν το «πιο δημοκρατικό του κόσμου»... Αλλά υπάρχει το δικαίωμα και το γεγονός, η θεωρία και η πρακτική. Και αυτή η τελευταία είναι τελείως κυκλωμένη:
Οι συζητήσεις δεν είναι συζητήσεις: αν υπάρχουν διαφωνούντες αδυνατούν να συγκεντρωθούν για να αποσαφηνίσουν τις θέσεις τους. Εξατομικευμένοι, μπροστά στο συγκεντρωτικό μηχανισμό του Κόμματος δεν μπορούν να ακουστούν παρά γύρω και μέσα στα όρια που τους επιτρέπεται· είναι η ηγεσία που κυριαρχικά αποφασίζει τι λογοκρίνει και τι δημοσιεύει.
Οι «εκλογές» δεν είναι εκλογές: σ' όλα τα επίπεδα οι «επιτροπές υποψηφιοτήτων» επιλέγουν τους υποψήφιους. Κι όπως υπάρχουν τόσοι προσδιορισμένοι υποψήφιοι όσες και οι θέσεις που θα καταλάβουν, η εκλογή δεν είναι παρά μια επικύρωση των επιλογών που έχουν γίνει από την ιεραρχία. Δεν υπάρχει έτσι παράδειγμα υποψηφίου που να καταλαμβάνει μια θέση και να μην είναι επιλεγμένος. Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες δεν είναι καθόλου παράξενο που οι ψηφοφόροι των Συνεδρίων (περιφερ. ή εθνικών) είναι ομόφωνες!
Παρουσιάζοντας το «γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό» που υπάρχει στο κόμμα του σαν μοντέλο προλεταριακής δημοκρατίας, ο Ζ. Μαρσαί δείχνει απλά το πραγματικό περιεχόμενο της ιδεατής δημοκρατίας του: μια εξουσία που ασκείται για το λαό, από μια αυστηρή ιεραρχημένη ελίτ που ξέρει καλύτερα από τους εργαζόμενους πού βρίσκεται το συμφέρον τους. Όλ' αυτά είναι πολύ γνωστά και οι «αμφισβητίες» κομμουνιστές της άνοιξης '78 τα εξήγησαν καλύτερα από οποιονδήποτε18
Μα τι προτείνουν για να «εκδημοκρατιστεί ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός;» Συνήθως μέτρα φιλελευθεροποίησης του αρτηριοσκληρωτικού συστήματος: ελεύθεροι διάλογοι στην Ουμανιτέ, δημοσιεύσεις των συζητήσεων της Κ,Ε., δυνατότητες «οριζόντιων επικοινωνιών» στο επίπεδο του Τομέα ή της Ομοσπονδίας, εκλογή των υπευθύνων με «ανοιχτή λίστα». Όλα όσα επανεγγράφονται στην επίκληση του δικαιώματος για τάση που θεωρείται φρικαλέο σκιάχτρο για την ηγεσία του Κόμματος.


2. Στρατηγική και οργάνωση.

Η πρακτική της δημοκρατίας σ' ένα μαζικό εργατικό κόμμα δεν είναι εύκολο πράγμα και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει τη φόρμουλα. Άλλωστε το επίπεδο δημοκρατίας πρακτικά μέσα σ' ένα μάχιμο κόμμα είναι αποτέλεσμα του επιπέδου δημοκρατίας που υπάρχει στην κοινωνία μέσα στην οποία παλεύει το κόμμα. Πρέπει λοιπόν να προφυλαχθούμε από μια προσέγγιση αφηρημένη, μεταφυσική ή ηθικιστική. Το πρόβλημα πρέπει να προσεγγισθεί πολιτικά: τι τύπου κομμουνιστικό κόμμα έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι, με δεδομένες τις συνθήκες πάλης στη Α. Ευρώπη και την ειδική στρατηγική μετάβασης που ανταποκρίνεται σ' αυτή;
Τι χαρακτήρα πολιτικής στράτευσης;
Αν δεχθούμε ότι η βασική πολιτική λειτουργία του εργατικού επαναστατικού κόμματος είναι να προωθήσει την αυτοοργάνωση των μαζών και να εργασθεί για την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση των κινημάτων τους, καταλαβαίνουμε την πολιτική σπουδαιότητα της εσωτερικής δημοκρατίας στην καρδιά ενός πραγματικά κομμουνιστικού κόμματος: μόνο ένα εργατικό κόμμα πραγματικά δημοκρατικό μπορεί να διαμορφώνει μαχητές ικανούς για μια «ηγεμονική πορεία»: να αναγνωρίζουν τα μαζικά κινήματα ριζοσπαστικοποίησης, να ξέρουν να επεμβαίνουν σ' αυτά σεβόμενοι την αυτονομία τους· να γνωρίζουν να διδάσκονται απ' αυτά αν ενδεχομένως βρεθούν μειοψηφία μέσα σ' αυτά' να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη τους ταυτόχρονα με την πολιτική τους ωρίμανση· να διαμορφώνουν τα καθήκοντα τους, τις μορφές οργάνωσης και πάλης έτσι ώστε να διεξάγουν στο εσωτερικό των κινημάτων την πάλη ενάντια σε αντίπαλα πολιτικά ρεύματα χωρίς να πλήττεται ο μαζικός χαρακτήρας του κινήματος... Μόνο μια ειλικρινής πρακτική της δημοκρατίας στην καρδιά του εργατικού επαναστατικού κόμματος είναι ικανή να παρέχει τις ικανότητες αυτές στον αγωνιστή.
Όλα εξαρτώνται: αν θέλουμε να διαθέτουμε αγωνιστές ικανούς για «ηγεμονικές σχέσεις»  - και όχι πια γραφειοκρατικές - με τις μάζες πρέπει να τους απαλλάξουμε από τις γραφειοκρατικές σχέσεις στο ίδιο το εσωτερικό του κόμματος τους. Διαφορετικά θα επαναλάβουμε τον Γκράμσι σ' όλους τους τόνους: δεν διαθέτουμε εργαλείο ικανό να εξουσιάσει «τα χαρακώματα και τα καταφύγια της ιδιωτικής κοινωνίας» πάνω στα οποία συναρθρώνεται η αστική εξουσία στη Δύση.


3. Δυο τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν.

Δημοκρατία δεν είναι το «δικαίωμα αναπνοής» χωρίς να διαγράφεσαι λένε σωστά οι αντιφρονούντες κομμουνιστές. Είναι η δυνατότητα να επηρεάζεις πραγματικά την επεξεργασία της γραμμής του Κόμματος και την επιλογή των καθοδηγητών του. Ο εκδημοκρατισμός του Κ.Κ. περνά από την εγκαθίδρυση καταστατικών διαδικασιών που δημιουργούν την πραγματική δυνατότητα για τους αγωνιστές να θέσουν σε μειοψηφία την καθοδήγηση, να της αλλάξουν τη σύνθεση να της επιβάλλουν πολιτικές επιλογές. Όλα αυτά που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ ακριβώς γιατί το αρτηριοσκληρωτικό σύστημα εξουσίας στο κόμμα αποκλείει δραστικά το ενδεχόμενο. Ο Λουί Αλτουσέρ έθεσε καθαρά το πρόβλημα του πώς το σύστημα αυτό κατακυριαρχεί πολιτικά τη βάση και συγκεντρώνει όλη την εξουσία στα χέρια της «ηγετικής ομάδας».
 - Για να τελειώνουμε με το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό χρειάζεται οι εκλογές στο εσωτερικό του Κόμματος να γίνουν πραγματικές εκλογές. Δεν πρόκειται τόσο για την κατάργηση του ρόλου των «επιτροπών υποψηφιοτήτων»; είναι απολύτως φυσιολογικό οι απερχόμενες ηγεσίες να δίνουν τη γνώμη τους για την ενδεχόμενη εκλογή τους πάνω στους υποψήφιους. Με τον όρο ότι η γνώμη αυτή... δεν θα είναι παρά μια γνώμη! Μια πληροφόρηση μέσα στις άλλες την οποία οι αγωνιστές θα κρίνουν πώς θα την αξιοποιήσουν. Η εισήγηση της «Επιτροπής Υποψηφιοτήτων» γίνεται ασφυκτική, μια διαδικασία απλής και καθαρής κοοπτάτσιας, όταν αρθρώνεται στο λεγόμενο εκλογικό σύστημα της «κλειστής λίστας»: τόσες θέσεις είναι να καλυφθούν τόσοι υποψήφιοι «προτείνονται» από την Επιτροπή. Για να γίνει η εκλογή πραγματική, αληθινή δυνατότητα επιλογής, πρέπει ο αριθμός των υποψηφίων να μην είναι ορισμένος ώστε να ξεπερνά τον αριθμό των θέσεων για κάλυψη· η γνώμη της «Επιτροπής Υποψηφιοτήτων» θα συζητείται, θα αντικρούεται πριν την ψηφοφορία· οι μη «προτεινόμενοι» υποψήφιοι θα μπορούν να προταθούν από τους χώρους απ' όπου προέρχονται ή από τους ίδιους.
Για να τελειώνουμε με το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, πρέπει οι συζητήσεις να γίνουν πραγματικές συζητήσεις. Ένα μαζικό εργατικό κόμμα βρίσκεται εγκλωβισμένο σε πολύπλοκες καταστάσεις, αναγκασμένο να τοποθετείται μπροστά σε δραματικές επιλογές για τις οποίες δεν διαθέτει παρά πρόχειρα και επιμέρους δεδομένα.
Είναι φυσιολογικό τέτοιες καταστάσεις να προκαλούν ποικίλες προσεγγίσεις. Κανείς δεν κατέχει την Αλήθεια μέσα στο Κόμμα, ούτε ο ίδιος ο γεν. γραμματέας. Κανείς δεν γνωρίζει a priori τη «σωστή ανάλυση», τη «σωστή γραμμή». Δεν μπορεί αυτή να προσεγγίζεται παρά μέσα από την ελεύθερη αντιμετώπιση όλων των πλευρών, τη πάλη των ιδεών. Μέσα σ' αυτή τη λειτουργία είναι που το Κόμμα καταχτά τη λειτουργία του «συλλογικού διανοούμενου».
Μα για να 'ναι γόνιμη αυτή η λειτουργία πρέπει ακριβώς, η συζήτηση να 'ναι τόσο ελεύθερη και πλατειά όσο και δυνατή. Έτσι όλες οι οπτικές και. οι διαφορετικές γνώμες που ριζώνουν οι ίδιες στις αντιφάσεις της υπαρκτής κατάστασης θα διερευνώνται αυστηρά.
Ο περίφημος άρα όρος (απαιτητικά αντιφραξιονιστικός) που απαγορεύει τις οριζόντιες επαφές μεταξύ αγωνιστών φέρει ένα δρακόντειο περιορισμό στην ελεύθερη ανάπτυξη της συζήτησης. Στο όνομα του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» οι θέσεις της «ηγετικής ομάδας» υπερασπίζονται από τα στελέχη όλων των οργάνων, ανεξαρτήτως ή όχι συμφωνίας μ' αυτές τις θέσεις.
Ο αγωνιστής όμως της βάσης που διαφωνεί δεν μπορεί να εκφράσει τις κριτικές του παρά μέσα στον πυρήνα του, στον οποίο σπεύδει γρήγορα ο μηχανισμός σε «ενίσχυση»... Αν προσπαθήσει να συγκλίνει με «κριτικούς» αγωνιστές άλλων πυρήνων, αν προσπαθήσει να συγκεντρώσει όσους συμμερίζονται τις απόψεις του για να επεξεργασθούν από κοινού εναλλακτικές αποφάσεις σ' αυτές της ηγεσίας, εκπίπτει στο αδίκημα της «φραξιονιστικής δραστηριότητας» και τίθεται εκτός νόμου. Απίστευτο σύστημα εξατομίκευσης των αγωνιστών μπροστά στην ιεραρχία των επαγγελματικών στελεχών, στέρησης της δυνατότητας τους στην πολιτική επεξεργασία! Πόσο εκπλήσσει μέσα σ' αυτούς τους όρους ότι καμιά πολιτική ώθηση δεν προέρχεται ποτέ από τη βάση!
Για να γίνει η συζήτηση πραγματική συζήτηση πρέπει να υπερβούμε το σύστημα αυτό του κάθετου διαχωρισμού με το οποίο ο μηχανισμός επιβάλλει τη δικτατορία του πάνω στο Κόμμα. Πρέπει μέσα στην προσυνεδριακή περίοδο οι αγωνιστές που βρίσκονται σε διαφωνία με τις θέσεις της καθοδήγησης να μπορούν να έρθουν σε επαφή, να σχηματίσουν ομάδες δουλειάς, να προτείνουν τις τροποποιήσεις τους ή τις συνολικές αντιρρήσεις τους· με τον όρο της αντιπροσωπευτικότητας (το ποσοστό αγωνιστών που υποστηρίζει το κείμενο τους) να μπορούν να απολαμβάνουν ένα ορισμένο αριθμό «μειοψηφικών δικαιωμάτων» καθιερώνοντας έτσι το μάξιμουμ ισότητας μεταξύ των πρωταγωνιστών της πολιτικής συζήτησης, με λίγα λόγια καθιερώνοντας τα μέσα ώστε η ενδεχόμενη μειοψηφία να μπορεί να γίνει πλειοψηφία είτε σ' επιμέρους θέμα είτε στη συνολική γραμμή.
Πρέπει όπως λέει ο Ζώρζ Λαμπικά η διαφωνία να μην είναι πλέον αυτομάτως συγκρινόμενη με την παρεκτροπή, με την αρρώστια ή, πολύ περισσότερο, με την προδοσία. Η αντιπολίτευση να θεωρείται μια νόμιμη και φυσιολογική λειτουργία μέσα στο Κόμμα.
Αυτό εμπλέκει το γεγονός ότι (όντας δεδομένο ασφαλώς ότι μετά το τέλος της. συζήτησης οι αποφάσεις που πλειοψήφησαν εφαρμόζονται από όλους) οι πρώην πλειοψηφούντες δεν θα απομακρύνονται από κάθε υπεύθυνη θέση, τοποθετημένοι στον πάγκο της ατίμωσης, αλλά θα παρίστανται αντίθετα σ' όλους τους καθοδηγητικούς χώρους του Κόμματος σύμφωνα με τις ικανότητες τους.


4. Ενάντια στο δικαίωμα τάσης.

Μα είναι το δικαίωμα τάσης που μας κηρύττετε εδώ, διαμαρτύρονται στο σημείο αυτό, καθένας με τον τρόπο του, αμφισβητίες19 και ορθόδοξοι του Γ.Κ.Κ. Πίοχο Σατανά! θέλετε να μετατρέψετε το Κομμουνιστικό Κόμμα σε «λέσχη συζητήσεων», να απομακρύνετε τους πρωτοπόρους εργάτες υπέρ των ρητόρων διανοούμενων, να αντικαταστήσετε την ενότητα του Κόμματος με τις συγκρούσεις των φραξιών; Κοιτάχτε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Ρ.S.U., την F.E.N.
Για να καταλήξουμε σ' αυτά τα αποτελέσματα μας ξορκίζετε να απαρνηθούμε τη λενινιστική κατάκτηση;
Η άρση των ασπίδων που συνενώνει τους κριτικούς κομμουνιστές  - συχνά πολύ διαυγείς και πολύ σκληρούς! - πάνω στο εσωτερικό καθεστώς του κόμματος τους, δείχνει ένα υπαρκτό πρόβλημα που ο Ζαν Ρονύ ειδικότερα εκφράζει πολύ καθαρά: η αναγνώριση των τάσεων, επειδή γι' αυτό ακριβώς πρόκειται, δεν θα ευνοούσε πράγματι τους «αγαπητούς διανοούμενους»; Αναλογιζόμενοι τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας που προκαλεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αυτοί που. στην πραγματικότητα θα καρπώνονταν το δικαίωμα αυτό δεν είναι εκείνοι που λόγω της ειδίκευσης τους και της ταξικής τους θέσης βρίσκονται στην πλευρά της διανοητικής εργασίας; Αυτοί δεν θα μονοπωλήσουν το λόγο; Οι χειρώνακτες εργαζόμενοι δεν κινδυνεύουν να αισθάνονται ξένοι μέσα στο δικό τους κόμμα; Το να ξεχνάς τις πολιτιστικές ανισότητες, τις ανισότητες ευκαιριών, για να απαιτείς την ισότητα όλων στην επεξεργασία της γραμμής δεν είναι σα να πέφτεις ακριβώς στην παγίδα της «τυπικής δημοκρατίας»;
Η αναγνώριση του δικαιώματος στην τάση δεν διακινδυνεύει ταυτόχρονα να θίξει την αποτελεσματικότητα του Κόμματος και τη δύναμη του; Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από ένα κόμμα ενιαίο, αλληλέγγυο, συνεκτικό σε κάθε δοκιμασία. Γιατί η στάση από την πλευρά της εργοδοσίας και του κράτους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δύναμη του κόμματος τους. Ένα κόμμα χωρισμένο που σπαράσσεται από εμφύλιους πολέμους θα αποθάρρυνε τους αγωνιστές εργάτες τη στιγμή που θα τους παρέδιδε πιο τρωτούς στα χτυπήματα του ταξικού εχθρού. Αυτή την πραγματικότητα εκμεταλλεύθηκε στα άκρα ο σταλινισμός για να επιβάλει την αντίληψη του για το «μονολιθικό κόμμα».
Σ' αυτά προστίθεται η «καταχθόνια λογική του δικαιώματος στην τάση», φυγοκεντρική και αποσυνθετική: οι «αντιφρονούντες» σπρώχνονται στη συστηματοποίηση των διαφωνιών τους, στην καλλιέργεια των ιδιαιτεροτήτων τους, στη θεωρητικοποίηση των διαφορών τους με την ηγεσία: η τάση μεταβάλλεται σε φράξια, σε κόμμα μέσα στο Κόμμα, με τη δικιά του ιεραρχία, τις δικές του συνδρομές, την πειθαρχία του, τις στρατολογήσεις του. Από κει και πέρα η συζήτηση γίνεται στείρα, επαναλαμβανόμενη, υπερβολικά πολεμική: δεν προσπαθεί να πείσει αλλά να αποδιοργανώσει. Όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται... Η μάζα των αγωνιστών απομακρύνεται αποκαρδιωμένη από τη συζήτηση.
Δεν μένουν στην κονίστρα παρά τα «πολιτικά κεφάλια»· αυτοί που έχουν τις θέσεις για να αμυνθούν ή να επιτεθούν, περιστοιχιζόμενοι από την πελατεία τους και τους οπαδούς τους (τα «δίκτυα» όπως λέγονται σήμερα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα...). ·
Ιδού η νέα πονηριά της διαλεκτικής: το «δικαίωμα της τάσης» εγκαθιδρυμένο για να προωθήσει τη συζήτηση παράγει τη φραξιονιστική αρτηριοσκλήρωση.


5. Το κόστος του φωτισμένου δεσποτισμού.

Το κατηγορητήριο είναι εν μέρει βάσιμο. Εξ ου και η πρόσκρουση του «δικαιώματος τάσης» πάνω στους αντιφρονούντες που έχουν εντούτοις μόνο να κερδίσουν από μια πραγματική δημοκρατία στο Κ.Κ. Αλλά είναι μονόπλευρο: αν και αναδεικνύει υπαρκτά προβλήματα, αρνείται να τα επιλύσει.
Οι «δυσχέρειες» του «δικαιώματος στην τάση» στις συνθήκες της δυτικής δημοκρατίας είναι μη συγκρίσιμες μ' αυτές του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Αυτός όχι μόνο παράγει όπως είπαμε ένα τύπο μέλους πολύ πιο ευάλωτου στις αυταρχικές πρακτικές παρά στην «ηγεμονική πορεία». Αλλά ακόμα αυξάνει σημαντικά το κόστος των λαθεμένων προσανατολισμών: η επανόρθωση τους δεν μπορεί να έρθει παρά από την κορυφή και (επιπλέον) θα είναι το καταφύγιο σε κάθε εσωτερική αμφισβήτηση. Οι «διευθετήσεις» δεν έρχονται παρά πολύ αργά, όταν η ισχυρογνωμοσύνη στη λαθεμένη γραμμή έχει ήδη προκαλέσει πολλές ζημιές ώστε και ο τελευταίος των ηγετών παραδέχεται ότι πρέπει ν: αλλάξει.
Όπως επιβεβαιώνει η ιστορία του Γ.Κ.Κ.  - ακόμα και η πιο πρόσφατη - το Κόμμα έχει βέβαια χτυπηθεί από πολλά και συσσωρευμένα «λάθη» της ηγεσίας του, αλλά πολύ περισσότερο ακόμα από τις καθυστερήσεις των διαδικασιών για να τα διορθώσει.
 - Το Γ.Κ.Κ. δεν κατάλαβε την επόμενη της Απελευθέρωσης ότι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες εισέρχονταν σε μια νέα περίοδο μακρόχρονης ανάπτυξης. Παρέμεινε στη θέση του ψυχορραγούντος καπιταλισμού, θέση του σε λίγα χρόνια. Μα χάρη στο γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, 15 χρόνια δημοκρατική λειτουργία θα είχε επιτρέψει παρ' όλα αυτά την επανόρθωση του σε λίγα χρόνια. Μα χάρη στο γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό, 15 χρόνια αργότερα, τότε που ο καπιταλισμός στη Δύση γνώριζε μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη, ο Μωρίς Τορέζ κουραζόταν ακόμα να αποδείξει την τέλεια εξαθλίωση των γάλλων προλετάριων! Ανάμεσα σ' όλες τις συνέπειες κι αυτή, η καταστροφική ισχυρογνωμοσύνη: πλήρης ανεπάρκεια των οικονομικών γραμμών του Γ.Κ.Κ. και της C.G.T., τελείως «ποσοτικές» περισσότερο κορπορατίστικες· ανικανότητα κατανόησης του γκωλικού φαινομένου που θεωρήθηκε σχεδόν σα φασισμός, παρά τον Σερδέν και τον Καζανοβά που πλήρωναν από το καθοδηγητικό τους πόστο το λάθος να είναι λιγότερο τυφλοί από τους ανώτερους τους...
 - Το Γ.Κ.Κ. δεν κατανόησε την επαύριο του 20ου Συνέδριου του Κ.Κ.Σ.Ε. ότι ο σταλινισμός άφησε στην άκρη τη σφραγίδα του και συμφωνούσε να πάρει τη στροφή της φιλελευθεροποίησης. Μεγάλο λάθος που ένα minimum δημοκρατίας στο εσωτερικό του Κόμματος θα μπορούσε μερικώς να επανορθώσει. Κάτω όμως από το καθεστώς του γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού η καθοδήγηση επέβαλε αυτή τη σε «βήμα χελώνας αποσταλινοποίηση» που εξηγεί την υποχώρηση του Γ.Κ.Κ από 25% σε 20%, τη στιγμή που το Ι.Κ.Κ. προχωρούσε από το 18% στο 33%...
Το Γ.Κ.Κ δεν κατανόησε τη σημασία του Μάη '68. Αν πραγματικά υλοποιούσε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, οι μεγάλες ωθήσεις που διαπερνούσαν τότε τη χώρα θα είχαν βρει αναμφίβολα μια πολιτική έκφραση στο εσωτερικό του. Δεν θα του χρειάζονταν 10 χρόνια  - και πόσοι λαθεμένοι ελιγμοί που έφθειραν την πολιτική ευθυγράμμιση του - για να ανακαλύψει την «αυτοδιαχείριση» το «φεμινισμό», την «οικολογία».
Ο φωτισμένος δεσποτισμός είναι ίσως η πιο αποτελεσματική μορφή οργάνωσης των εξουσιών. Με τον όρο βέβαια της οξυδέρκειας του δεσπότη! Η ηγετική ομάδα του Γ.Κ.Κ. απέδειξε την ικανότητα της να απατάται και να πέφτει στο λάθος. Από κει και ύστερα κάθε σύστημα οργάνωσης που στερεί τη βάση από τα μέσα να ελέγχει την ηγεσία θα πληρώνεται με τεράστιο κόστος.


5. Υπέρ του δικαιώματος στην τάση.

Δεν υπάρχει δημοκρατία παρά πλουραλιστική και δημοκρατικός πλουραλισμός παρά οργανωμένος. Αυτό ισχύει για ένα πολιτικό κόμμα όπως και για την κοινωνία, ακόμα κι αν η οργάνωση του πλουραλισμού και της δημοκρατίας είναι διαφορετική στη μια και στην άλλη περίπτωση.
Και όπως υπάρχουν πολλές μορφές οργάνωσης της πολιτικής δημοκρατίας στην κοινωνία, υπάρχουν και ποικίλες μορφές οργάνωσης της εσωτερικής δημοκρατίας στην καρδιά του μαζικού Κ.Κ.
Οι αρνητικές εκφράσεις του «οργανωμένου πλουραλισμού» που υπογραμμίζουν σωστά οι αντιφρονούντες του Γ.Κ.Κ. μπορούν να ελαττωθούν σημαντικά, αν όχι να εκλείψουν, από ένα σύνολο από ρήτρες, πρακτικές, στάσεις, που αποσκοπούν να αντισταθμίσουν τις ανισότητες μεταξύ αγωνιστών στην καρδιά του Κόμματος, να μπλοκάρουν κάθε φραξιονιστική δυναμική. Το δικαίωμα της τάσης, όπως κάθε δικαίωμα πρέπει να είναι κατοχυρωμένο. Μια συστηματική δουλειά μορφοποίησης των αγωνιστών μπορεί να ελαττώσει τις ανισότητες μεταξύ διανοούμενων και χειρωνακτών μπροστά στην πολιτική συζήτηση. Η συμμετοχή των εργατών αγωνιστών στην επεξεργασία της γραμμής και στην ηγεσία του Κόμματος μπορεί να εξασφαλιστεί με το δικαίωμα  - τυπικό ή ανεπίσημο - σ' αυτούς τους αγωνιστές μιας αρκούντως σημαντικής αναλογίας στο χρόνο της ομιλίας μέσα στις ολομέλειες και τα όργανα συζήτησης που θα δημοσιεύεται στον Τύπο του Κόμματος και με ένα ποσοστό αρμοδιοτήτων σ' όλες τις καθοδηγητικές θέσεις. Μέσα στην εσωτερική του ρύθμιση το Κόμμα μπορ,εί να φροντίζει ώστε η ανάπτυξη των δημοκρατικών δικαιωμάτων των μελών του να πραγματώνεται υπέρ όλων των αγωνιστών και όχι κυρίως γι' αυτούς που, εξαιτίας της μόρφωσης τους και του επαγγέλματος τους, είναι αυθόρμητα αυτοί που τα χρησιμοποιούν.
Ο Μολινά και ο Βαργκάς έχουν δίκιο όταν υπογραμμίζουν ότι ο εκδημοκρατισμός του Γ.Κ.Κ. δεν μπορεί να περιορισθεί στην αντικατάσταση αυτού που αποκαλούν «σταλινική ρουτίνα» με τον αστικό φιλελευθερισμό. Μα έχουν άδικο να καταδικάζουν στο όνομα αυτής της ανάγκης τον «οργανωμένο πλουραλισμό».
Κάθε φορά που οι συνθήκες της πάλης το επιτρέπουν, η εργατική δημοκρατία μπορεί να προχωρά, όχι συστέλλοντας την αστική δημοκρατία. Δεν ξεπερνιούνται οι «τυπικές ελευθερίες» με το να καταργηθούν, αλλά, με το να περιορισθεί αυτό που τις καθιστά τυπικές. Δεν είναι εύκολο; Σίγουρα. Είναι παρακινδυνευμένο; Ασφαλώς. Μα όχι περισσότερο από όσο είναι η συνολική πραγματοποίηση του σοσιαλιστικού σχεδίου, για την οικοδόμηση του οποίου το πραγματικά «δημοκρατικοσυγκεντρωτικό» κόμμα είναι ένα μέσο.
Άλλωστε δεν είναι αλήθεια ότι η ύπαρξη οργανωμένων τάσεων οδηγεί απαραίτητα στο φραξιονισμό, στη σκλήρυνση, ακόμα περισσότερο στη διάσπαση. Σαν να ήταν ο πολυκομματισμός αυτός που έφταιγε για την αδυναμία της IV Δημοκρατίας.
Εδώ ακόμα περισσότερο, η κατοχύρωση του δικαιώματος της τάσης μπορεί να φέρει διορθωτικά αποτελέσματα.
Κατ' αρχή, όπως είπαμε, το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει μια ρήτρα αντιπροσωπευτικότητας: δεν είναι μια «τάση» που στοχεύει εκ των προτέρων να οργανώσει μέλη αλλά που συνενώνει πάνω σ' ένα υπαρκτό προσανατολισμό ένα ποσοστό από μέλη του Κόμματος. Και έπειτα, το δικαίωμα αυτό δεν ασκείται απαραιτήτως διαρκώς. Εφαρμόζεται στις προπαρασκευαστικές φάσεις των Συνεδρίων και των εθνικών συνδιασκέψεων όταν η απερχόμενη καθοδήγηση δημοσιεύει τις θέσεις της και κηρύσσει την ανοικτή συζήτηση. Μπορεί να διακοπεί μετά το Συνέδριο, όταν όλο το Κόμμα εφαρμόζει χωρίς επιφύλαξη την πλειοψηφούσα γραμμή, αφήνοντας να κάνει τον απολογισμό της στο επόμενο Συνέδριο... Το Κόμμα ενισχύεται πραγματοποιώντας το μάξιμουμ εσωτερικής δημοκρατίας πάντα σε σχέση με την επιταγή της αποτελεσματικότητας, σε σχέση δηλαδή σε τελική ανάλυση με τα δεδομένα της πάλης των τάξεων.
Τέλος δεν είναι επιπλέον αλήθεια ότι μια τέτοια πρακτική προετοιμάζει την πόλωση των πρωταγωνιστών πάνω σε θέσεις που αναπαράγουν τη διαρκή διαίρεση του κόμματος σε αμετακίνητα μπλοκ. Αν ένα πραγματικά δημοκρατικό κλίμα βασιλεύει στο Κόμμα, οι ανακατατάξεις, αντίθετα, είναι ο κανόνας. Είναι ό,τι πιστοποιεί ειδικότερα το παράδειγμα του μπολσεβίκικου κόμματος: σε κάθε μεγάλη συζήτηση που χωρίζει το Κόμμα, οι συγκρούσεις είναι διαφορετικές και ανακατανέμουν συμμάχους και αντίπαλους της προηγούμενης: στην προετοιμασία της στρατιωτικής ανταρσίας (Λένιν Τρότσκυ ενάντια σε Κάμενεφ Ζινόβιεφ), στην υπογραφή της ειρήνης του Μπρεστ Λίτοφσκ (Λένιν Ζινόοιεφ ενάντια σε Μπουχάριν Τρότσκυ)·


Σημειώσεις
* Το άρθρο τον Henri Weber που δημοσιεύουμε υπάρχει στον τόμο "Changer le P.C.?" που κυκλοφόρησε στην Γαλλία το 1979 με την ευθύνη των Ο. Duhamel και Η. Weber.
Αν δημοσιεύουμε σήμερα το κείμενο αυτό είναι γιατί πιστεύουμε ότι τα προβλήματα της συγκυρίας στα οποία προσπαθεί να απαντήσει (ήττα της Ενωμένης Αριστεράς στις γαλλικές βουλευτικές του '78, κρίση του Γ.Κ.Κ. κλπ.) έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα ζητήματα που έχουν τεθεί σήμερα στην ελληνική Αριστερά και στο εργατικό κίνημα. Ζητήματα όπως οι στρατηγικές και τακτικές επιλογές της Αριστεράς, η ενότητα της Αριστεράς και των εργατικών οργανώσεων, η δημοκρατική λειτουργία της επαναστατικής οργάνωσης και το πρόβλημα του Κομμουνιστικού Κόμματο;:.
1. Raymon Aron, la revolution introuvable. Fayard 1968
2. Regis Debray, lettre ouverte aux communistes francais et a quelques autres, ed. Seuil, 1978.
3. Regis Debray, όπ. π.
4. Στο θέμα αυτό βλ. Robert Liuhart, L' etabli, ed. Minuit 1978.
5.. Στην ερευνά τους "Classe sociale, religion et comportement politique" (Κοινωνική Τάξη, θρησκεία και πολιτική συμπεριφορά)Ό Guy Michelat και ο Michel Simon για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι οι εκλογικές συμπεριφορές παραπέμπουν σε αντιλήψεις του κοινωνικοπολιτικοί χώρου, που με τη σειρά τους καθορίζονται από «αντικειμενικά συστατικά στοιχεία της ύπαρξης των ατόμων (οικογένεια, κατοικία, πόροι, κληρονομιά, εργασία, ομάδες ένταξης, κλπ.)· αλλά που γίνονται αντιληπτά και ερμηνεύονται με τη λειτουργία συμβολικών κωδίκων κοινωνικοπολιτιστικής προέλευσης, που αξιοποιούνται συγκινησιακά». Η ερευνά τους θέτει στην επιφάνεια το πόσο η εσωτερίκευση του καθολικού συμβολικού συστήματος, μετρήσιμη διαμέσου του επιπέδου θρησκευτικής πρακτικής, καθορίζει την πολιτική συμπεριφορά των ατόμων, πέρα από την αντικειμενική ταξική τους ένταξη. Classes, religion et comportement politique, Presses de la Fondation Nationale des sciences politiques, σελ. 461.
6., Michel Simon. Γ Humanite du 23 Mai 1978. 22
7. Raymond Aron, όπ. π.
8. Η εισήγηση του Ζώρζ Σεγκύ στο XL Συνέδριο τη; C.G.T προχωρά, μετά τον Έντοντ  Μαιρ, σε μια αυτοκριτική σ' αυτό το σημείο.
«Όσο πλησιάζαμε στις βουλευτικές εκλογές, λέει ο γεν. γραμμ. της C.G.T. τόσο επιβεβαιωνόταν η υπερεκτίμηση της σταθερότητας της ενότητας στην κορυφή, η υποτίμηση της ικανότητας του αντίπαλου να προκαλέσει τη ρήξη, και οι δυο συναντούμενες σε μια ιδεαλιστική όψη της αλλαγής και στη βεβαιότητα στην εκλογική νίκη της Αριστεράς στην οποία υπάγονταν τα πάντα ακόμα και. σ' ένα ορισμένο βαθμό. η ικανοποίηση βασικότατων διεκδικήσεων».
Και πιο κάτω: «... χρειάζεται να αναρωτηθούμε αν η τάση να εξαρτάμε τα πάντα από την αριστερή εναλλαγή δεν είχε σαν συνέπεια να υποτιμήσουμε ό,τι οι καταδεκτικές παραχωρήσεις μα; απέσπασαν από την πάλη απέναντι στον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνασπισμό...». HUMANITE. 27 Novembre 1978.
Από τη μεριά του ο Edmond Maire (γραμ. της CFDT) έλεγε στην Monde στις 25 Απριλίου 1978: «Το μεγάλο μάθημα των 10 τελευταίων χρόνων για όλο το εργατικό κίνημα της χώρας μα; είναι ότι περάσαμε από την κοινωνική κινητοποίηση του Μάη '68 χωρίς πολιτική εναλλαγή, στο άλλο άκρο: όλα για την πολιτική αλλαγή, όλα μέσα από τις εκλογές, χωρίς κοινωνική κινητοποίηση· αυτός είναι ο Μάρτης του '78».
9. "Le livre de Poche", ειδικότερα δες, σελ. 72. 90, 158.
10.. Στις 14 Απριλίου ο Φ. Μιτεράν καθορίζει από το «μίνιμουμ» των εθνικοποιήσεων που προβλέπονται από το κοινό Πρόγραμμα ένα «μάξιμουμ» που δεν θα ξεπεραστεί κατά τη διάρκεια της θητείας του. (Le Monde 1415 Απριλίου 1974)· στις 30 Απριλίου αναγγέλλει πως σε κάθε περίπτωση το «μάξιμουμ» όριο δεν θα ξεπεραστεί μια που στο εξής η εθνικοποίηση της Roussel Uclaf είναι αδύνατη εφ' όσον πέρασε κάτω από τον έλεγχο της πολυεθνικής Hoechsl (Le Monde, 30 Avril), στις 10 Μάη αφήνει να εννοηθεί ότι μόνο δυο τράπεζες θα εθνικοποιηθούν (Suez και Parilas), κλπ. 11. Le Monde της 15 Μάη 1974.
12. Γι όλη αυτή τη περίοδο δες Jean Rony, Trente ans de Parti, ed. Bourgois, σελ. 171174.
13. Paul Laurent France Nouvelle, Gaout 1974. 32
14. Molina et Vargas, Dialogue a Γ interieur du parti (P.C.F), ed. Maspero.
15. Ernest Mandel, Critique de Γ eurocommunisme. Maspero '78.
16. Baudelot et Estable, la petite bourgeoisie en France, Maspero '75.
17..Η έκφραση είναι των Μολινά Βαργκάς, όπ. π. 40
18.. Ειδικότερα Louis Altusser, ce qui ne peut plus duver dans le P.C. και MolinaVargas. dialogue a 1' interieur du P.C., Maspero 1978.
19.. Μ' εξαίρεση την ChristineBuci Glucksmann που τάσσεται υπέρ «μιας δημοκρατικής επανάστασης από και μέσα στο Κόμμα» και θέτει το πρόβλημα των πολιτικών δικαιωμάτων των μειοψηφιών, περιλαμβανομένου του δικαιώματος τους στη δημόσια έκφραση.

2 σχόλια:

  1. κι εδώ:

    εφ. Πριν

    http://www.prin.gr/2012/04/presidentielle.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εδώ: απόσπασμα ομιλίας της Νάταλι Αρτώ, τροτσκίστριας της άκρας αριστεράς.

    http://www.union-communiste.org/?DE-archp-show-2011-19-1475-x-x.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή