(Το ξύπνημα τής Ιστορίας, κεφ. I, σελ.17-27)
(μτφ./πηγή: waltendegewalt)
Η συνηθισμένη κατηγορία που μου προσάπτεται, ακόμα και από ανθρώπους που ανήκουν στο «στρατόπεδο» των εν δυνάμει πολιτικών μου φίλων, είναι ότι παραβλέπω τα χαρακτηριστικά τού σύγχρονου καπιταλισμού, ότι δεν προτείνω μια «ανάλυσή» του «από μαρξιστική σκοπιά». Από αυτό συνάγουν ότι, για μένα, ο κομμουνισμός είναι, υποτίθεται, μια ιδέα αιωρούμενη στο κενό, ότι είμαι, σε τελική ανάλυση, ένας ιδεαλιστής χωρίς απολύτως καμιά γείωση στο πραγματικό και — σαν να μην ήταν αυτά αρκετά — ότι υποτιμώ τη σημασία των εκπληκτικών μεταλλαγών τού καπιταλισμού, μεταλλαγών που οπωσδήποτε μας δίνουν το δικαίωμα — μη μπορώντας να κρατήσουμε τα σάλια μας — να μιλάμε για ένα «μεταμοντέρνο καπιταλισμό».
Ο Αντόνιο Νέγκρι, λόγου χάρη, κατά τη διάρκεια ενός διεθνούς συνεδρίου για την ιδέα τού κομμουνισμού (ας σημειώσω εν παρενθέσει ότι ήμουν και εξακολουθώ να είμαι πολύ ικανοποιημένος από τη συμμετοχή μου στο συνέδριο αυτό) αναφέρθηκε δημόσια στο πρόσωπό μου λέγοντας ότι αποτελώ χαρακτηριστικό παράδειγμα όσων ισχυρίζονται ότι είναι κομμουνιστές, χωρίς καν να είναι μαρξιστές. Για να μην πολυλογώ, του απάντησα ότι χίλιες φορές αυτό παρά να δηλώνεις μαρξιστής, χωρίς καν να είσαι κομμουνιστής. Με δεδομένο ότι, σύμφωνα με την αγοραία αντίληψη, ο μαρξισμός συνίσταται στην αναγνώριση τού καθοριστικού ρόλου τής οικονομίας και των κοινωνικών αντιφάσεων που πηγάζουν από τη λειτουργία της, υπάρχει σήμερα κανείς που να μην είναι «μαρξιστής»; Με πρώτους και καλύτερους τους κυβερνώντες μας, που τους πιάνει σύγκρυο και αρχίζουν τις νυχτερινές διαβουλεύσεις, μόλις δουν ότι υπάρχει αστάθεια στο Χρηματιστήριο ή ότι μειώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης. Τρίψτε τους, όμως, στη μούρη τη λέξη «κομμουνισμός» και θα τους δείτε να βγαίνουν από τα ρούχα τους και να σας αντιμετωπίζουν σαν εγκληματίες.
Δεν θα ασχοληθώ περαιτέρω με τους αντιπάλους και ανταγωνιστές μου. Ωστόσο, θα ήθελα να πω εδώ πως και εγώ ο ίδιος είμαι μαρξιστής, μαρξιστής μέχρι το κόκκαλο, τόσο αυθόρμητα και φυσικά ώστε να μην χρειάζεται να το δηλώνω σε κάθε ευκαιρία. Άλλωστε τι νόημα θα είχε για έναν σύγχρονο μαθηματικό να αποδείξει ότι παραμένει πιστός στην κληρονομιά τού Ευκλείδη ή τού Όιλερ; Είναι αλήθεια ότι ο πραγματικός μαρξισμός, που ταυτίζεται με την ορθολογική πολιτική πάλη για μια κοινωνική οργάνωση ισότητας, γεννήθηκε το 1848, με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, αλλά από τότε έκανε σημαντικά βήματα, χάρις στον Λένιν, τον Μάο και και μερικούς άλλους ακόμα. Έχοντας γαλουχηθεί με τα ιστορικά και θεωρητικά τους διδάγματα, πιστεύω ότι είμαι καλά εξοικειωμένος όχι μόνο με τα προβλήματα που έχουν ήδη επιλυθεί και τα οποία δεν χρειάζεται να τα ξαναπιάσουμε από την αρχή ή με τα ακόμη εκκρεμή προβλήματα που δίνουν αφορμή για περαιτέρω στοχασμό και εμπειρικό πειραματισμό, αλλά και με εκείνα που αντιμετωπίστηκαν μέχρι τώρα ελλιπώς ή λανθασμένα, πράγμα που, βεβαίως, απαιτεί εκ μέρους μας ριζοσπαστικές τροποποιήσεις και επίπονες και καινοτόμες δράσεις. Κάθε ζώσα γνώση είναι φτιαγμένη από ήδη δομημένα (ή επαναδομημένα) προβλήματα ή από προβλήματα που πρέπει να (επανα)δομηθούν, και όχι από μονότονες και επαναληπτικές περιγραφές. Ο μαρξισμός δεν αποτελεί ως προς αυτό εξαίρεση. Δεν αποτελεί αυτοτελή κλάδο τής οικονομικής επιστήμης (θεωρία των σχέσεων παραγωγής) ή τής κοινωνιολογίας (αντικειμενική περιγραφή τής «κοινωνικής πραγματικότητας»), ούτε όμως και μια μορφή φιλοσοφίας (διαλεκτική σκέψη των αντιθέσεων). Ας το επαναλάβουμε, ο μαρξισμός είναι η συστηματική γνώση των αναγκαίων πολιτικών μέσων για την κατεδάφιση τής υπάρχουσας κοινωνίας και την υλική πραγμάτωση μιας εν τέλει εξισωτικής και ορθολογικής μορφής συλλογικής οργάνωσης τής οποίας το όνομα είναι «κομμουνισμός».
Θα ήθελα, ωστόσο, να προσθέσω ότι όσον αφορά τα «αντικειμενικά» δεδομένα τού σύγχρονου καπιταλισμού δεν θεωρώ τον εαυτό μου ανενημέρωτο ή ελλιπώς πληροφορημένο. Παγκοσμιοποίηση ή διεθνοποίηση τής οικονομίας; Μετεγκατάσταση μονάδων βιομηχανικής παραγωγής σε χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος και με αυταρχικά πολιτικά καθεστώτα; Μετάβαση, κατά τη διάρκεια τής δεκαετίας τού ’80 στις παλαιές αναπτυγμένες χώρες τής Δύσης, από μια αυτοκεντρική-εσωστρεφή οικονομία που χαρακτηριζόταν από σταθερή αύξηση των εργατικών αποδοχών και από μηχανισμούς κοινωνικής αναδιανομής που λειτουργούσαν υπό την αιγίδα τού Κράτους και των συνδικάτων σε μια φιλελεύθερη οικονομία πλήρως ενταγμένη στις παγκόσμιες συναλλαγές και συνεπώς εξειδικευμένη και εξαγωγικά προσανατολισμένη — σε ένα σύστημα ιδιωτικοποίησης των κερδών και κοινωνικοποίησης των κινδύνων που θεωρεί αυτονόητη και αποδεκτή την παγκόσμια αύξηση των ανισοτήτων; Ταχύτατη κεφαλαιακή συγκέντρωση υπό την καθοδήγηση τού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου; Χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών χάρη στις οποίες έχει επιταχυνθεί σημαντικά ο ρυθμός ανακύκλωσης τού κεφαλαίου και συνακόλουθα των εμπορευμάτων (γενίκευση των εναέριων μεταφορών, καθολικές υπηρεσίες τηλεφωνίας, ΑΤΜ, διαδίκτυο, υπολογιστικά προγράμματα για τη λήψη άμεσων και επιτυχών αποφάσεων); Εξεζητημένες μέθοδοι κερδοσκοπίας μέσω τής χρήσης νέων παράγωγων προϊόντων που βασίζονται σε περίπλοκες μαθηματικές τεχνικές επιμερισμού των κινδύνων; Δραματική οικονομική εξασθένιση τού αγροτικού πληθυσμού στις χώρες μας και διάλυση κάθε μορφής αγροτικής κοινωνικής οργάνωσης — πράγμα που καθιστά απολύτως αναγκαία την ανάδειξη τής μικροαστικής τάξης των πόλεων σε στυλοβάτη τού υπάρχοντος κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος; Μεγάλης κλίμακας αναβίωση — εν πρώτοις και κατά κύριο λόγο μεταξύ των μεγιστάνων μεγαλοαστών — τής πεποίθησης, που ανάγεται τουλάχιστον στον Αριστοτέλη, ότι οι «μεσαίες» τάξεις αποτελούν το άλφα και το ωμέγα τής «δημοκρατικής» ζωής; Διαμάχες και συγκρούσεις σε όλον τον πλανήτη, άλλοτε χαμηλής έντασης και άλλοτε εξαιρετικής βιαιότητας, για να διασφαλισθεί η φθηνή πρόσβαση σε πρώτες ύλες και ενεργειακές πηγές — και ιδίως στην Αφρική, στην ήπειρο που γνώρισε κάθε είδους λεηλασίες και θηριωδίες εκ μέρους των «δυτικών»; Τι από όλα αυτά δεν γνωρίζω, λίγο-πολύ επακριβώς, όπως άλλωστε και όλοι μας;[1]
Το ζήτημα είναι να μάθουμε αν τα μεμονωμένα αυτά χαρακτηριστικά, λαμβανόμενα ως σύνολο, συνιστούν έναν νέο, έναν «μεταμοντέρνο» καπιταλισμό, έναν καπιταλισμό που ανταποκρίνεται στο πρότυπο των επιθυμητικών μηχανών των Ντελέζ-Γκαταρί, έναν καπιταλισμό που δημιουργεί, αφ’ εαυτού, μια νέου τύπου συλλογική νοημοσύνη η οποία φέρνει στην επιφάνεια μια, έως τώρα, υποταγμένη συντακτική εξουσία, έναν καπιταλισμό που υπερβαίνει τις παλιές κρατικές εξουσίες, έναν καπιταλισμό που προλεταριοποιεί το πλήθος μετατρέποντας τους μικροαστούς σε εργάτες τής άυλης διανοητικής παραγωγής, έναν καπιταλισμό τού οποίου η άλλη όψη δεν είναι παρά ο ίδιος ο κομμουνισμός, έναν καπιταλισμό που το Υποκείμενό του ταυτίζεται, κατά κάποιον τρόπο, με το Υποκείμενο τού λανθάνοντος κομμουνισμού επί τού οποίου εδράζεται το παράδοξο τής ύπαρξής του. Εν ολίγοις, έναν καπιταλισμό που βρίσκεται ένα μόνο βήμα πριν από τη μεταμόρφωσή του σε κομμουνισμό. Θα έλεγα ότι, σε πολύ αδρές γραμμές, τα ανωτέρω αποτελούν πιστή περιγραφή τής θέσης τού Νέγκρι. Γενικότερα όμως, αυτή είναι και η θέση όλων όσων ενθουσιάζονται με τις τεχνολογικές μεταλλαγές και τη διαρκή ανάπτυξη τού καπιταλισμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων και που, πιασμένοι στο δόκανο τής κυρίαρχης ιδεολογίας («τα πάντα αλλάζουν συνεχώς κι εμείς τρέχουμε ξοπίσω από τις αξιοσημείωτες εξελίξεις»), φαντάζονται ότι γίνονται μάρτυρες ενός εκπληκτικού επεισοδίου τής Ιστορίας (ανεξάρτητα από το πώς θα κρίνουν τελικώς τον χαρακτήρα τής εν λόγω ιστορικής ακολουθίας).
Εγώ πάλι υποστηρίζω το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει όλα τα χαρακτηριστικά τού κλασσικού καπιταλισμού. Θα έλεγα δε ότι ανταποκρίνεται απόλυτα στον ιδεατό του τύπο, από τη στιγμή μάλιστα που η νίκη τοπικά εντοπισμένων και αποφασιστικών ταξικών πρωτοβουλιών και δράσεων δεν θέτει πλέον προσκόμματα στην εξωτερίκευση τής εσωτερικής λογικής του. Αν εξετάσουμε μία προς μία όλες τις προγνωστικές κατηγορίες τού Μαρξ αναφορικά με το γίγνεσθαι τού Κεφαλαίου, θα διαπιστώσουμε ότι μόλις στις μέρες μας επαληθεύονται πέρα για πέρα οι εκτιμήσεις του. Ο Μαρξ δεν έκανε λόγο για «παγκόσμια αγορά»; Τι είναι όμως η παγκόσμια αγορά τού 1860 μπροστά στην παγκόσμια αγορά τού σήμερα, την οποία εις μάτην προσπαθούμε να εξωραΐσουμε μεταβαπτίζοντάς την σε «παγκοσμιοποίηση»; Ο Μαρξ δεν αντιλήφθηκε τον αναπόδραστο χαρακτήρα τής συγκέντρωσης τού κεφαλαίου; Αλλά πώς μπορεί να συγκριθεί ο βαθμός συγκέντρωσης τού κεφαλαίου και το μέγεθος των επιχειρήσεων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών τής εποχής στην οποία διατυπώθηκε αυτή η πρόβλεψη με τους σύγχρονους κολοσσούς που γεννιούνται καθημερινά μέσα από αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις; Επί μακρόν προβαλλόταν η αντίρρηση ότι η γεωργική παραγωγή παρέμενε δέσμια τού συστήματος τής οικογενειακής εκμετάλλευσης, ενώ ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης θα επηρέαζε αναμφίβολα και την έγγεια αγροτική ιδιοκτησία. Σήμερα ωστόσο γνωρίζουμε ότι, στις επονομαζόμενες «αναπτυγμένες» χώρες (εκεί δηλαδή όπου ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός κυριαρχεί και λειτουργεί ανεμπόδιστα), το τμήμα τού πληθυσμού που ζει από την γεωργία είναι, στην πραγματικότητα, σχεδόν αμελητέο. Είναι, άραγε, συγκρίσιμο το σημερινό μέσο μέγεθος των εγγείων ιδιοκτησιών με εκείνο τής εποχής τού Μαρξ, όταν στη Γαλλία η αγροτιά αντιπροσώπευε το 40% τού συνολικού πληθυσμού; Ο Μαρξ ανέλυσε επισταμένως την αναγκαιότητα των κυκλικών κρίσεων, που αποτελούν, μεταξύ άλλων, απόδειξη τού θεμελιώδους ανορθολογισμού τού καπιταλισμού και τού αναπόδραστου χαρακτήρα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πόλεμων. Κατά τη διάρκεια τής ζωής του, μια σειρά πολύ σοβαρών κρίσεων επιβεβαίωσαν τις αναλύσεις του, ενώ το ξέσπασμα αποικιακών και ενδοϊμπεριαλιστικών πολέμων αποτέλεσε το επιστέγασμα τής αξιοπιστίας των προβλέψεών του. Αλλά, όσον αφορά το μέρος τής αξίας τού κεφαλαίου που καταστρέφεται, όλα αυτά δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με την κρίση τής δεκαετίας τού ’30 ή την κρίση που ζούμε σήμερα — ή μπροστά στις δύο παγκόσμιες συρράξεις τού 20ού αιώνα και στους θηριώδεις αποικιακούς πολέμους και τις δυτικές «επεμβάσεις» τού χθες και τού σήμερα. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη την παγκόσμια κατάσταση και όχι μόνον ό,τι γίνεται μπροστά στην πόρτα μας, βλέπουμε ότι ακόμα και σε σχέση με την φτωχοποίηση τεράστιων μαζών τού πληθυσμού οι προβλέψεις τού Μαρξ επαληθεύονται ολοένα και περισσότερο.
Στην πραγματικότητα, ο σύγχρονος κόσμος μας ανταποκρίνεται απόλυτα στην περιγραφή τού Μαρξ, η οποία, κατά κάποιο τρόπο, λειτουργεί ως ένα είδος μεγαλοφυούς προεικόνισης, ως αληθινή επιστημονική φαντασία, τουλάχιστον καθόσον αφορά την πλήρη ανάπτυξη τής ανορθολογικής ή, για να ακριβολογήσω, τερατώδους δυναµικής τού καπιταλισμού.
Στον καπιταλισμό, το μέλλον και η μοίρα των λαών αφήνεται βορά στις οικονομικές ορέξεις μιας εξαιρετικά ολιγάριθμης ολιγαρχίας. Υπό μια έννοια πρόκειται για ένα γκανγκστερικό σύστημα. Πώς μπορεί να αποδεχτεί κανείς ότι ο νόμος τού κόσμου μας διαμορφώνεται από τα ανηλεή συμφέροντα μιας καμαρίλας τυχάρπαστων και γόνων πλουσίων οικογενειών; Δεν είναι λογικό να ονομάσουμε «γκάνγκστερ» εκείνους που έχουν ανάγει σε ύψιστο κανόνα το κέρδος, εν ονομάτι τού οποίου είναι έτοιμοι, αν χρειαστεί, να συνθλίψουν εκατομμύρια ανθρώπους; Το ότι σήμερα είναι πλέον τόσο εξόφθαλμη η εξάρτηση τής μοίρας εκατομμυρίων ψυχών από τους υπολογισμούς και τα συμφέροντα τέτοιων απατεώνων — και τόσο καταφανής η αποδοχή αυτής τής «πραγματικότητας», όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν οι κονδυλοφόροι στην υπηρεσία των εν λόγω απατεώνων — είναι κάτι που με εκπλήσσει μέρα με τη μέρα ολοένα και περισσότερο. Το θέαμα οικτρά ταπεινωμένων κρατών, επειδή ένα ανώνυμο μπουλούκι αυτοανακηρυγμένων αξιολογητών τούς έβαλε κακό βαθμό — όπως θα έκανε, για παράδειγμα, ο καθηγητής των οικονομικών στους μπουμπούνες τής τάξης — είναι καταγέλαστο και συνάμα άκρως ανησυχητικό. Μα, αγαπητοί μου ψηφοφόροι, δεν βλέπετε ότι φέρατε στην εξουσία ανθρώπους που σαν σχολιαρόπαιδα μένουν ξάγρυπνοι από την αγωνία μήπως και το επόμενο πρωί οι εκπρόσωποι των «αγορών» — οι κερδοσκόποι και τα παράσιτα τής πλουτοκρατίας — θα τους έχουν υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα από τη βαθμίδα ΑΑΑ στη βαθμίδα ΑΑΒ; Δεν είναι δείγμα βαρβαρότητας η εθελούσια υποταγή των τύποις εκπροσώπων μας στους άτυπους αφέντες μας, που μόνο τους μέλημα είναι το ύψος των τρεχόντων και των μελλοντικών τους κερδών από τον τζόγο στον οποίο ρίχνουν τα εκατομμύριά τους; Αλλά και ποιος δεν ξέρει ότι οι οδυνηροί τους μυκηθμοί, «Αα! Αα! Μπεεέ!», δεν μεταφράζονται σε τίποτα άλλο παρά σε δουλική υποταγή στις — ίδιες πάντα και απαράλλαχτες — εντολές τής μαφίας: «Ιδιωτικοποιήστε τα πάντα. Καταργήστε τις κοινωνικές παροχές για τους αδύναμους, για τους κοινωνικά αποκλεισμένους, για τους αρρώστους και για τους ανέργους. Καμία κρατική βοήθεια σε κανέναν, εκτός από τις τράπεζες. Καμία πλέον μέριμνα για τους φτωχούς, αφήστε τους γέρους να πεθάνουν. Μειώστε κι άλλο τους μισθούς των φτωχών, αλλά μην παραλείψετε να μειώσετε και τους φόρους των πλουσίων. Όλοι να δουλεύουν μέχρι τα 90. Ανάγνωση να μαθαίνουν μόνον οι μεγαλοϊδιοκτήτες, μαθηματικά οι χρηματιστές και ιστορία οι διατεταγμένοι σε υπηρεσία ιδεολόγοι.» Και ποιος νοιάζεται αν η εκτέλεση των εντολών αυτών θα σημάνει την καταστροφή τής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων;
Στον καπιταλισμό, το μέλλον και η μοίρα των λαών αφήνεται βορά στις οικονομικές ορέξεις μιας εξαιρετικά ολιγάριθμης ολιγαρχίας. Υπό μια έννοια πρόκειται για ένα γκανγκστερικό σύστημα. Πώς μπορεί να αποδεχτεί κανείς ότι ο νόμος τού κόσμου μας διαμορφώνεται από τα ανηλεή συμφέροντα μιας καμαρίλας τυχάρπαστων και γόνων πλουσίων οικογενειών; Δεν είναι λογικό να ονομάσουμε «γκάνγκστερ» εκείνους που έχουν ανάγει σε ύψιστο κανόνα το κέρδος, εν ονομάτι τού οποίου είναι έτοιμοι, αν χρειαστεί, να συνθλίψουν εκατομμύρια ανθρώπους; Το ότι σήμερα είναι πλέον τόσο εξόφθαλμη η εξάρτηση τής μοίρας εκατομμυρίων ψυχών από τους υπολογισμούς και τα συμφέροντα τέτοιων απατεώνων — και τόσο καταφανής η αποδοχή αυτής τής «πραγματικότητας», όπως συνηθίζουν να την αποκαλούν οι κονδυλοφόροι στην υπηρεσία των εν λόγω απατεώνων — είναι κάτι που με εκπλήσσει μέρα με τη μέρα ολοένα και περισσότερο. Το θέαμα οικτρά ταπεινωμένων κρατών, επειδή ένα ανώνυμο μπουλούκι αυτοανακηρυγμένων αξιολογητών τούς έβαλε κακό βαθμό — όπως θα έκανε, για παράδειγμα, ο καθηγητής των οικονομικών στους μπουμπούνες τής τάξης — είναι καταγέλαστο και συνάμα άκρως ανησυχητικό. Μα, αγαπητοί μου ψηφοφόροι, δεν βλέπετε ότι φέρατε στην εξουσία ανθρώπους που σαν σχολιαρόπαιδα μένουν ξάγρυπνοι από την αγωνία μήπως και το επόμενο πρωί οι εκπρόσωποι των «αγορών» — οι κερδοσκόποι και τα παράσιτα τής πλουτοκρατίας — θα τους έχουν υποβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα από τη βαθμίδα ΑΑΑ στη βαθμίδα ΑΑΒ; Δεν είναι δείγμα βαρβαρότητας η εθελούσια υποταγή των τύποις εκπροσώπων μας στους άτυπους αφέντες μας, που μόνο τους μέλημα είναι το ύψος των τρεχόντων και των μελλοντικών τους κερδών από τον τζόγο στον οποίο ρίχνουν τα εκατομμύριά τους; Αλλά και ποιος δεν ξέρει ότι οι οδυνηροί τους μυκηθμοί, «Αα! Αα! Μπεεέ!», δεν μεταφράζονται σε τίποτα άλλο παρά σε δουλική υποταγή στις — ίδιες πάντα και απαράλλαχτες — εντολές τής μαφίας: «Ιδιωτικοποιήστε τα πάντα. Καταργήστε τις κοινωνικές παροχές για τους αδύναμους, για τους κοινωνικά αποκλεισμένους, για τους αρρώστους και για τους ανέργους. Καμία κρατική βοήθεια σε κανέναν, εκτός από τις τράπεζες. Καμία πλέον μέριμνα για τους φτωχούς, αφήστε τους γέρους να πεθάνουν. Μειώστε κι άλλο τους μισθούς των φτωχών, αλλά μην παραλείψετε να μειώσετε και τους φόρους των πλουσίων. Όλοι να δουλεύουν μέχρι τα 90. Ανάγνωση να μαθαίνουν μόνον οι μεγαλοϊδιοκτήτες, μαθηματικά οι χρηματιστές και ιστορία οι διατεταγμένοι σε υπηρεσία ιδεολόγοι.» Και ποιος νοιάζεται αν η εκτέλεση των εντολών αυτών θα σημάνει την καταστροφή τής ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων;
Αλλά και εδώ πάλι η σημερινή πραγματικότητα επαληθεύει — ή και ξεπερνά — τις προβλέψεις τού Μαρξ. Άλλωστε, αυτός δεν είχε αποκαλέσει τις κυβερνήσεις τής δεκαετίας τού 1840-50 «διαχειριστές και εντολοδόχους τού Κεφαλαίου»; Εδώ βρίσκεται κρυμμένο το κλειδί τού αινίγματος. Διότι, σε τελική ανάλυση, εκείνο που διαπιστώνουμε είναι ότι οι πολιτικοί ηγέτες και η μαφία τού χρηματοοικονομικού κεφαλαίου προέρχονται από τον ίδιο κόσμο. Από την άποψη αυτή, η φράση «εντολοδόχοι τού κεφαλαίου» ακούγεται σήμερα επίκαιρη όσο ποτέ, ιδίως αν σκεφτούμε ότι οι κυβερνήσεις τής δεξιάς (λχ. τού Σαρκοζί και τής Μέρκελ) δεν διαφέρουν σε τίποτε από εκείνες τής «αριστεράς» — τού Ομπάμα, τού Θαπατέρο ή τού Παπανδρέου.
Έχοντας ζήσει την παλινόρθωση τής ηγεμονίας των αντιδραστικών ιδεών που επακολούθησε την περίοδο των «κόκκινων χρόνων» (1960-1980) — κατά τον ίδιο τρόπο που η δεκαετία τού 1850 είχε ως προαπαιτούμενο την αντεπαναστατική Παλινόρθωση των ετών 1815-1840 σε απάντηση στη Μεγάλη Επανάσταση τού 1792-94 — γινόμαστε σήμερα μάρτυρες μιας ανάδρομης αυτοπραγμάτωσης τής ουσίας τού καπιταλισμού, μιας επιστροφής στο πνεύμα τής δεκαετίας τού 1850.
Ο Μαρξ, βέβαια, θεωρούσε ότι η προλεταριακή επανάσταση, κάτω από τη σημαία τού κομμουνισμού, θα αναχαίτιζε οριστικά και θα μας απάλλασσε από την ολοκληρωτική ανάπτυξη τής καπιταλιστικής δυναμικής, τη φρίκη τής οποίας αντιλήφθηκε με διαύγεια. Για τον Μαρξ, ένα ήταν το δίλημμα: κομμουνισμός ή βαρβαρότητα. Τα εκπληκτικά εγχειρήματα έμπρακτης επαλήθευσης τής πρόγνωσής του αυτής, κατά τα πρώτα δύο τρίτα τού 20ού αιώνα και κυρίως μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ανέτρεψαν την πορεία και παρεμπόδισαν σε σημαντικό βαθμό την πραγμάτωση τής εσωτερικής λογικής τού καπιταλισμού. Εδώ και τριάντα περίπου χρόνια — μετά την κατάρρευση των σοσιαλιστικών κρατών ως εναλλακτικών βιώσιμων πολιτικών σχημάτων (περίπτωση τής ΕΣΣΔ) ή την εκ των έσω ανατροπή τους μέσω τής ισχυροποίησης ενός επιθετικού κρατικού καπιταλισμού, η οποία ακολούθησε την ήττα ενός καθαρά κομμουνιστικού μαζικού κινήματος (περίπτωση τής Κίνας κατά τα έτη 1965-68)—, διεκδικούμε το πολύ αμφίβολο προνόμιο να βλέπουμε να επαληθεύονται μπροστά στα μάτια μας όλες οι προβλέψεις τού Μαρξ σε σχέση με την πραγματική φύση τού καπιταλισμού και των κοινωνιών στις οποίες κυριαρχεί. Και να που φτάσαμε επιτέλους στη βαρβαρότητα, η οποία, σας διαβεβαιώ, δεν έχει πάτο! Όπως ακριβώς προέβλεψε, μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, ο Μαρξ, που όμως ήλπιζε ότι η δύναμη τού οργανωμένου προλεταριάτου θα εμπόδιζε την επέλασή της.
Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι επομένως καθόλου «δημιουργικός» και μεταμοντέρνος: πιστεύοντας ότι έχει ξεφορτωθεί τον κομμουνιστικό εχθρό, συνεχίζει μακαρίως την πορεία την οποία σε αδρές γραμμές σκιαγράφησε ο Μαρξ έχοντας προσεγγίσει κριτικά και συνεχίζοντας το έργο των πατέρων των κλασσικών οικονομικών. Ο καπιταλισμός και οι πολιτικοί του υπηρέτες δεν είναι βεβαίως εκείνοι που αφυπνίζουν την ιστορία, εφόσον με τον όρο «αφύπνιση» αναφερόμαστε στην απρόσμενη ανάδυση μιας δημιουργικής και συνάμα καταστροφικής δυνατότητας, προκειμένου να υπάρξει μια αληθινή έξοδος από την καθεστηκυία τάξη. Με αυτήν την έννοια, δεν είχε άδικο ο Φουκουγιάμα: ο σύγχρονος κόσμος, έχοντας φτάσει στο ύψιστο στάδιο τής τελείωσης του και έχοντας επίγνωση τού ότι οφείλει να πεθάνει — έστω κι αν χρειαστεί γι’ αυτό να βυθιστεί σ’ ένα αυτοκαταστροφικό σπιράλ βίας (πράγμα, δυστυχώς, καθόλου απίθανο) —, δεν έχει άλλη έγνοια παρά μόνο «το τέλος τής Ιστορίας», όπως ακριβώς ο Βόταν, στη δεύτερη πράξη τής Βαλκυρίας τού Βάγκνερ, εξηγεί στην κόρη του Βρουνχίλδη πως μοναδική του σκέψη είναι «το τέλος!».
Αν υποτεθεί η ύπαρξη μιας ιστορικής αφύπνισης, αυτή δεν πρέπει να αναζητηθεί προς την κατεύθυνση τής βαρβαρότητας τού καπιταλιστικού συντηρητισμού και την επιστράτευση όλων των κρατικών μηχανισμών για τη διαφύλαξη των ξέφρενων ρυθμών αναπαραγωγής του. Η μόνη πιθανή αφύπνιση είναι αυτή ενός λαϊκού εγχειρήματος όπου θα βλαστήσει η δύναμη μιας Ιδέας.
[1] Για μια πολύ διαφωτιστική θεώρηση των μορφών τού σύγχρονου καπιταλισμού, προτείνω την ανάγνωση των δύο βιβλίων τού Πιέρ-Νοέλ Ζιρό, «L’Inégalité du monde contemporain» [Η ανισότητα τού σύγχρονου κόσμου] (Γκαλιμάρ, Παρίσι, 2001) και «La Mondialisation» [Η Παγκοσμιοποίηση] (2008). Ο Ζιρό πραγματεύεται με ιδιαίτερα πειστικό και διαφωτιστικό τρόπο τις γενικές (αντιδραστικές) αλλαγές τού παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, αρχής γενομένης από τα τέλη τής δεκαετίας τού 1970.
Πολλά δυνατό. Τζιαι με "εποικοδομητικόν" ύφος (ως προς τους φορώντας παρωπίδας)...
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε. Αν σου άρεσε αυτό, πάει να πει θα βρούμε κι άλλα πολλά κείμενα κοινής προτίμησης. :)
Διαγραφή