- του Ούλριχ Χούαρ
ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΙΣΟΠΕΔΩΤΩΝ
Η ύπαρξη ουτοπικών - κομμουνιστικών ιδεών, μπορεί να αποδειχτεί μέχρι μέσα στην Αρχαιότητα. Υπήρχαν αυθόρμητοι, χαλαροί σύλλογοι ουτοπικών-κομμουνιστικών κοινοτήτων στην Αρχαιότητα ή κινήματα «αιρετικών» στον πρώιμο Μεσαίωνα, σύνδεσμοι καλφάδων σε γερμανικές πόλεις που οργανώνονταν στα λεγόμενα «καπηλειά», μαχητικές και ένοπλες οργανώσεις ανθρακωρύχων προς το τέλος του Μεσαίωνα, κομμουνιστικές οργανώσεις στο Τάμπορ και σε άλλες πόλεις της Βοημίας, αλλά δεν υπήρχαν ακόμα πολιτικά κόμματα με τη σύγχρονη έννοια και ως εκ τούτου ούτε κομμουνιστικά κόμματα.
Βεβαίως, η έννοια κόμμα χρησιμοποιήθηκε αρκετά νωρίς, επίσης, για τάξεις, κοινωνικά στρώματα, ρεύματα μέσα σε επαναστατικά κινήματα. Ετσι και ο Μαρξ κατανοούσε στα πρώτα του συγγράμματα, όπως στην «Εισαγωγή» της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ (τέλος του 1843), την τάξη του προλεταριάτου ως «κόμμα»[1].
Το κόμμα σαν πολιτική οργάνωση μιας τάξης ή τμήματος τάξης είναι το προϊόν των ταξικών αγώνων στο προτσές της διαμόρφωσης της καπιταλιστικής κοινωνίας*. Δημιουργήθηκε στις αντιφεουδαρχικές αστικές επαναστάσεις στη μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στην Ευρώπη. Με αυτή την έννοια είναι προϊόν της ευρωπαϊκής ιστορίας. Οι αντιφεουδαρχικές δυνάμεις στις αστικές επαναστάσεις ήταν ταξικά ετερογενείς. Ηταν από μεγαλοκτηματίες καπιταλιστικού οικονομικού χαρακτήρα, χρηματιστές και εμπορικούς καπιταλιστές μέχρι μικρομεσαίους ιδιοκτήτες και μισθωτούς εργάτες στη γεωργία, στις βιοτεχνίες και στις μανουφακτούρες των πόλεων, το πρώτο προλεταριάτο της σύγχρονης αστικής τάξης. Η ταξική διαφοροποίηση πραγματοποιήθηκε στην πορεία της επανάστασης και παρήγαγε γι’ αυτό και πολιτικά διαφορετικά κόμματα.
Η διεθνής ιστοριογραφία αναφέρει ομόφωνα σαν πρώτο επαναστατικό - δημοκρατικό κόμμα στην παγκόσμια ιστορία το Κόμμα των Ισοπεδωτών (1647-48) στην αγγλική αστική επανάσταση (1640-1649). Ο ιδρυτής του ήταν ο Τζον Λίλμπορν (John Lilborne ή Lilburn).Το κόμμα αυτό είχε τα «αρχηγεία» του (θα λέγαμε σήμερα Προεδρείο ή Κεντρική Επιτροπή) σε μια ταβέρνα στο Λονδίνο, την Whalebone Tavern. Η ηγεσία των Ισοπεδωτών, δηλαδή οι Λίλμπορν, Τόμας Πρινς (Thomas Prince), Σέμουελ Τσίντλεϊ (Samuel Chidley) και άλλοι, συναντιόνταν εκεί σχεδόν κάθε νύχτα, αν δε βρίσκονταν φυλακή, τη συνηθισμένη μοίρα ηγετών επαναστατικών κομμάτων.
Το κόμμα είχε εγγεγραμμένα μέλη, τα οποία πλήρωναν εβδομαδιαίως μια συνδρομή αντίστοιχη με το εισόδημά τους - ανάμεσα στις 2 ½ πένες έως μισή κορώνα. Ηταν οργανωμένα σύμφωνα με την εδαφική αρχή. Δηλαδή τότε, με βάση εκκλησιαστικές ενορίες και συνοικίες της πόλης, πρώτα στο Λονδίνο, αλλά βαθμιαία και σε άλλες πόλεις στον περίγυρο του Λονδίνου. Η δομή του Κόμματος ήταν ιεραρχική από τα πάνω προς τα κάτω, αφ’ ενός μεν γιατί χωρίς δημιουργία μιας ηγεσίας, χωρίς ιδεολόγους και οργανωτές δεν υπάρχει Κόμμα, αφ’ ετέρου δε λόγω του τρόπου εκλογής από τα κάτω προς τα πάνω. Τα μέλη των τοπικών ομάδων, η «κομματική βάση», εξέλεγαν απεσταλμένους στις «άμεσες επιτροπές». Αυτές με τη σειρά τους εξέλεγαν δώδεκα (12) εντεταλμένους -την κυριολεκτική «κομματική ηγεσία»- που καθόριζαν την πολιτική του Κόμματος, τη στρατηγική και την τακτική του.
Από το 1648, οι Ισοπεδωτές ξεκίνησαν την έκδοση μιας περιοδικής εφημερίδας, «Ο Μετριοπαθής», που μπορεί να συγκριθεί με το ρόλο ενός «κεντρικού οργάνου» των σημερινών πολιτικών κομμάτων. Η γραπτή προπαγάνδα είχε έναν αξιοσημείωτο όγκο. Οι Ισοπεδωτές διέθεταν δικά τους πιεστήρια. Μερικά από τα προϊόντα τους έφτασαν τιράζ έως 10.000.
Μια από τις ιδιαιτερότητες των Ισοπεδωτών που απόρρεε από τον Εμφύλιο πόλεμο ήταν το ότι είχαν δικές τους οργανώσεις και στον επαναστατικό στρατό του Κρόμγουελ, οι αγκιτάτορες των οποίων -που τους έλεγαν και πράκτορες- έπαιζαν σημαντικό ρόλο.
Στο πρόγραμμά τους, «Μια συμφωνία του Λαού» -ένα είδος «Κοινωνικού Συμβολαίου»- καθώς και στο «Η υπόθεση του στρατού» υπέβαλαν τις ιδέες τους σχετικά με ένα πολιτικό Σύνταγμα, να διαλυθεί η μεγάλη γαιοκτησία. Ελειπαν, ωστόσο, οι υποδείξεις τους για τη διανομή της στους ακτήμονες. Η προγραμματική τους προσέγγιση άγγιζε μεν τη μεγάλη ιδιοκτησία, αλλά άφηνε ανέγγιχτη την ατομική ιδιοκτησία των μικρών και μεσαίων αστών.
Ενδιαφέρον έχει η διδασκαλία περί του Συντάγματος. Για πρώτη φορά στην ιστορία, διακηρύσσεται η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας. Το ανώτατο κρατικό όργανο είναι η Κάτω Βουλή, ως νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ταυτόχρονα. Κανένα άλλο όργανο, καμία Ανω Βουλή, κανένας βασιλιάς ή Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορούσαν να το ελέγχουν ή να το διαλύσουν. Η μεταγενέστερη ιδέα του «διαχωρισμού των εξουσιών» (Μοντεσκιέ) θα φαινόταν στους Ισοπεδωτές πιθανά παράλογη.
Το «Κοινωνικό Συμβόλαιό» τους απαιτούσε το γενικό και ίσο εκλογικό δικαίωμα, εξαιρουμένων, ωστόσο, όσων ήταν αποδέκτες υπηρετικών αμοιβών, μισθών και ελεημοσύνης. Για πρώτη φορά, οι Ισοπεδωτές πρόβλεπαν εντολές των ψηφοφόρων προς τους βουλευτές, καθώς και δυνατότητες για δημοψήφισμα.
Μέσα στους κόλπους των Ισοπεδωτών διαμορφώθηκε μια πτέρυγα με κομμουνιστικό προσανατολισμό οι «αληθινοί Ισοπεδωτές» που τους έλεγαν και «σκαφτιάδες». Αντιπροσώπευαν το προζύμι του προλεταριάτου της υπαίθρου και της βιομηχανίας που βρισκόταν σε πόλεις. Το προλεταριάτο της υπαίθρου πλειοψηφούσε. Ο αντικειμενικός λόγος γι’ αυτό ήταν ότι ο καπιταλισμός στην Αγγλία αναπτύχθηκε πρώτα στον αγροτικό τομέα. Οι πιο σημαντικοί ηγέτες των «αληθινών Ισοπεδωτών» ήταν ο Γκέρραρντ ΟυAνστανλεϋ (Gerrard Winstanley) και ο κύριος Εβεραρντ (Everard) γνωστός και σαν «προφήτης». Στα συγγράμματά τους, «Η Δήλωση και ο Κανόνας των Ισοπεδωτών της Αγγλίας» του Εβεραρντ και «Ο Νόμος της Ελευθερίας» του ΟυAνστανλεϋ, επιτέθηκαν πρώτ’ απ’ όλα στην ιδιοκτησία της γης και του εδάφους, την κύρια μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας στην Αγγλία του 17ου αιώνα. Ηθελαν να περάσουν τη γη και το έδαφος στην κοινοκτημοσύνη. Τα πράγματα δεν έμειναν απλώς σε προγραμματικές απαιτήσεις. Σε μερικούς Νομούς, οι αληθινοί Ισοπεδωτές κατέλαβαν πρώτα ακαλλιέργητα χωράφια και άρχισαν να τα δουλεύουν σαν κοινότητα. Μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τα συγγράμματα και τις οργανώσεις τους σαν αγροτικο-κομμουνιστικές. Είναι φανερό ότι η σκέψη και η δράση των αληθινών Ισοπεδωτών επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Ουάικλιφ (Wycliff, 1320-1384) των Ταμποριτών της Βοημίας, καθώς και του Τζον Μπολς (John Balls) από τον αγγλικό πόλεμο των Χωρικών του 14ου αιώνα. Ο ΟυAνστανλεϋ απαιτούσε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα για όλο το λαό, με έμφαση ιδιαίτερα στους ακτήμονες και με αυτόν τον τρόπο αναιρούσε τους περιορισμούς του «Κοινωνικού Συμβολαίου» του Λίλμπορν. Και οι διορισμένοι σε δημόσια υπηρεσία έπρεπε να εκλέγονται. Απαίτησε τη γενική υποχρεωτική εργασία και εκπαίδευση[2].
Οι Εβεραρντ και ΟυAνστανλεϋ υιοθέτησαν με τις απαιτήσεις τους ιδέες οι οποίες δεν μπορούσαν ακόμα να υλοποιηθούν στο 17ο αιώνα, αλλά τις οποίες μπόρεσαν να αξιοποιήσουν οι Χαρτιστές του 19ου αιώνα στην Αγγλία. Η απαίτηση ενός καθολικού εκλογικού δικαιώματος, χωρίς κριτήριο ιδιοκτησίας ή άλλους περιορισμούς, είναι πράγμα ανεκτίμητο από άποψη πολιτικής εμβέλειας. Κατά τον Μαρξ, η αναίρεση του φορολογικού κριτηρίου για το ενεργητικό και παθητικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί την «πολιτική ακύρωση» της ατομικής ιδιοκτησίας. «Το τιμοκρατικό κριτήριο είναι η τελευταία πολιτική μορφή αναγνώρισης της ατομικής ιδιοκτησίας»[3]. Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Γκέρχαρντ Σίλφερτ (Gerhard Schilfert) που χαρακτηρίζει την αντίληψη του ΟυAνστανλεϋ ως «προ-επιστημονική»[4].
Εχει ενδιαφέρον το ότι το πρώτο κόμμα της παγκόσμιας ιστορίας γεννήθηκε σαν «αριστερό» κόμμα, όπως θα λέγαμε σήμερα, και ότι μέσα στους κόλπους αυτού του «αριστερού» κόμματος διαμορφώθηκε με τους «αληθινούς Ισοπεδωτές» ένα είδος «Κομμουνιστικής Πλατφόρμας», την οποία μπορούμε να θεωρήσουμε σαν εμβρυακό πρόδρομο των μετέπειτα Κομμουνιστικών Κομμάτων.
ΤΟ «ΠΡΩΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ»
Οι πρώτες, μόνο ανεπαρκώς οργανωμένες εξεγέρσεις των εξαθλιωμένων αγροτών και εργατών μπορούν να διαπιστωθούν στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν υπήρχαν ακόμα μεγάλες και ισχυρές προλεταριακές οργανώσεις. Ο εδαφικός και τοπικός κατακερματισμός της χώρας, οι αυστηροί κανόνες για τους εργάτες της μανουφακτούρας, οι μισθοί πείνας και ο αναλφαβητισμός εμπόδιζαν τη δημιουργία μόνιμων οργανώσεων. Επίσης, έλειπαν ακόμα οι υλικές προϋποθέσεις για κάτι τέτιο: η σύγχρονη μηχανική μεγάλη παραγωγή, η συγκέντρωση βιομηχανικών εργατών σε εργοστάσια και πόλεις. Δεν υπήρχε ακόμη οργανωμένη δύναμη ενάντια στο βασιλικό μηχανισμό εξουσίας, ο οποίος κατάστελλε βάναυσα όλες τις δραστηριότητες των προλεταρίων ενάντια στους αστούς εκμεταλλευτές τους, προς το συμφέρον των ιδιοκτητών. Οι οργανωτές απεργιών απειλούνταν με τη θανατική ποινή ή τα κάτεργα. Ενα Διάταγμα του 1781 απαγόρευε στους εργάτες να συνεννοούνται μεταξύ τους[5]. Σε αυτό δεν είχε αλλάξει τίποτα ακόμα το ξέσπασμα της Επανάστασης με την έφοδο στη Βαστίλλη στις 14 Ιουλίου 1789. Με τον περιβόητο «Νόμο Λε Σαπελιέ» (Le Chapelier) -πήρε το όνομα εκείνου που τον υπέβαλε- που αποφασίστηκε στις 14 Ιουνίου 1791 από τη Νομοθετική Συνέλευση, η απεργία έγινε πλέον ποινικό αδίκημα. Τα συνδικάτα θεωρούνταν παράνομα. Ο νόμος κατά της απεργίας ίσχυε μέχρι το 1864, η απαγόρευση των συνδικάτων μέχρι το 1884 στη Γαλλία[6]. Η αντιαπεργιακή αυτή νομοθεσία ήταν ένας από τους λόγους που οι κομμουνιστικές οργανώσεις δεν μπορούσαν παρά να σχηματίζονται σε μυστικές κοινότητες, μέχρι μετά από τα μέσα του 19ου αιώνα, μέχρι τον κύκλο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848-1850. Ομως, αυτή η αστική ταξική δικαιοσύνη δεν μπόρεσε να εμποδίσει την εμφάνιση και ανάπτυξη αυτών των οργανώσεων σαν πολιτική αντανάκλαση του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στην αστική τάξη που κατακτούσε την εξουσία στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και του προ-προλεταριάτου που εξελισσόταν σε σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο. Αποτελεί μια από τις ιδιότητες του ιστορικού προτσές ότι οι αναλφάβητες, εκμεταλλευόμενες, ακτήμονες πληβειακές μάζες υιοθετούν ιδέες προοδευτικών στοχαστών, μετατρέπουν τις ιδέες αυτές σε πράξη και τις κάνουν έτσι «υλική δύναμη». Ετσι, οι πληβειακές μάζες, οι Αβράκωτοι της Γαλλικής Επανάστασης, πήραν τις ιδέες του μικροαστικού εξισωτισμού του Ρουσό (Rousseau) και τις ερμήνευσαν με τη δική τους έννοια σε «αριστερό εξισωτισμό», ο οποίος περιλάμβανε το αίτημα της ριζικής αγροτικής μεταρρύθμισης με απαλλοτρίωση χωρίς αποζημίωση των αριστοκρατικών, εκκλησιαστικών και βασιλικών αγαθών, καθώς και της παράδοσης της γης σε φτωχούς αγρότες και αγροτικούς εργάτες. Πολιτικά, ο «αριστερός εξισωτισμός» εννοούσε την εφαρμογή μιας άμεσης δημοκρατίας, της αδιαμεσολάβητης άσκησης της εξουσίας από το λαό[7].
Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, οι Αβράκωτοι έκαναν σημαντικές προόδους - παρ’ όλες τις απαγορεύσεις - στην οργάνωτική τους δραστηριότητα.
Η αστική τάξη, οι μικροαστοί, ιδίως οι διανοούμενοί τους, ίδρυσαν λέσχες και λαϊκές κοινότητες. Αυτές, όμως, έμειναν κλειστές για τη μάζα των προλετάριων. Οι ακτήμονες και οι γυναίκες δημιούργησαν μια πολιτική στέγη στη Λέσχη των Κορδελιέρων (Cordeliers). Στον «Κοινωνικό Κύκλο», την πιο πολυσύχναστη λαϊκή κοινότητα, οι ακτήμονες βρήκαν «ένα πρώτο εργαστήριο κοινωνικών σκέψεων»[8]. Πάνω από 5.000 προλετάριοι έπαιρναν μέρος στις συνελεύσεις του. Οι πολιτικές Λέσχες και οι Λαϊκές κοινότητες είχαν κλαδικές οργανώσεις σε όλες τις πόλεις της επαρχίας και στις συνοικίες των πόλεων. Ηταν τόποι πολιτικής μόρφωσης των προλεταρίων. Εκεί αισθάνονταν τη δύναμη της οργανωμένης δράσης. Εκεί μάθαιναν μεθόδους πάλης και -και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία- απόκτησαν τη γνώση ότι πρέπει να επιβάλεις τα κοινωνικά συμφέροντα με πολιτικά μέσα. Εκεί μάζεψαν τις πρώτες τακτικές εμπειρίες τους. Η προετοιμασία για την οργάνωση του προλεταριάτου ήταν η εξέγερσή του την 10 Αυγούστου του 1792, για τη διάσωση της Επανάστασης, η οποία απειλούνταν από έξω από τα φεουδαρχικά στρατεύματα επέμβασης και από μέσα από την όλο και πιο ανοιχτή αντεπανάσταση. Η μεγαλοαστική τάξη προσπάθησε στο Κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση να συνδιαλλαγεί με την εσωτερική και εξωτερική αντεπανάσταση για να στραγγαλίσει την ίδια την Επανάσταση, εφόσον πίστευε ότι είχε εξασφαλισμένα τα συμφέροντα της. Στρατιωτικοί σύνδεσμοι εθελοντών των επαρχιών που τους είχαν καλέσει για να υπερασπιστούν στα μέτωπα την πατρίδα που κινδύνευε, συνδέθηκαν με τους προλετάριους των προαστίων του Παρισιού και σχημάτισαν μια μυστική Κεντρική Επιτροπή[9].
Τα παρισινά τμήματα μετατράπηκαν σε αποφασιστικές οργανώσεις άσκησης εξουσίας. Ηταν συνελεύσεις συνοικιών της πόλης, που αρχικά είχαν δημιουργηθεί σαν εκλογικές περιφέρειες για να γίνονται εκλογικές συνελεύσεις. Οι προλετάριοι των παρισινών προαστίων μετέτρεψαν τα τμήματα αυτά στα πρώτα κέντρα άσκησης πολιτικής δράσης, δίπλα στη νομοθετική συνέλευση, στην οποία η αστική τάξη είχε την εξουσία. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει αυτή τη φάση σαν πρώτη μορφή μιας «διπλής κυριαρχίας».
Στο Δημαρχείο του Παρισιού, οι προλετάριοι ίδρυσαν το δικό τους γραφείο ανταπόκρισης, κατάργησαν τη διάκριση ανάμεσα στους ενεργητικούς και τους παθητικούς πολίτες, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το βασιλιά. Η Επιτροπή Εξέγερσης, που σχηματίστηκε από τα τμήματα, έλεγχε το στρατό, την Εθνική Φρουρά και την Αστυνομία, δηλαδή τα κυριότερα όργανα καταστολής της κυβέρνησης.
Η ίδια η εξέγερση και η οργανωμένη προετοιμασία της, έδωσαν στους μαχόμενους προλετάριους σημαντικές εμπειρίες ταξικής πάλης. Μια από τις κυριότερες εμπειρίες ήταν η κατανόηση της δύναμης μιας πειθαρχημένης δράσης για ένα καθαρά καθορισμένο στόχο πάλης. Στα τμήματα, οι προλετάριοι έφεραν δικές τους μορφές οργάνωσης της άσκησης εξουσίας, αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, τις πρώτες μορφές της λειτουργίας μιας λαϊκής δημοκρατικής τάξης, έναν ανώτερο τύπο δημοκρατίας σε σύγκριση με την αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η Λαϊκή Δημοκρατική τάξη εμφανίζεται ξανά με το ιδανικό της «κόκκινης δημοκρατίας» των μεταγενέστερων κομμουνιστών και αναζωογονείται και πάλι από τους κομμουνάρους του 1871[10].
Στους ακροαριστερούς, που διαμορφώθηκαν στη Γαλλική Επανάσταση, ανήκαν κοντά στους Εμπερτιστές και οι Λυσσασμένοι (καμιά φορά τους έλεγαν και «Δαιμονισμένους»), οι οποίοι έφτασαν στο αποκορύφωμα της σημασίας τους το 1793[11].
Ανάμεσα στους ηγέτες τους ήταν οι Ζακ Ρου (Jacqoues Roux), Ζαν Βαλέ (Jean Valet), Τεοφίλ Λεκλέρκ (Theophile Leclerc), Πιέρ Ντολιβιέ (Pierre Dolivier), Πετιζάν (Petitjean), και Ταμπουρό ντε Μοντινιί (Taboureau de Montigny). Οι Χαίπνερ και Ζάιντελ-Χαίπνερ (Seidel - Hoppner) έβλεπαν στους Λυσσασμένους τον «εμβρυακό πυρήνα ενός πληβειακού κόμματος». Οχι βέβαια Κόμμα με τη σημερινή έννοια, «αλλά ωστόσο την επερχόμενη προαναγγελία ενός τέτιου κόμματος»[12].
Οι Λυσσασμένοι αντιπροσώπευαν εκείνα τα στρώματα των Αβράκωτων, η κοινωνική κατάσταση των οποίων δε βελτιώθηκε με την Επανάσταση, αλλά αντιθέτως χειροτέρεψε.
Η ανεργία, οι μισθοί πείνας, οι κερδοσκοπικές τιμές για ψωμί και άλλα τρόφιμα προκάλεσαν την οργή ενάντια στους πλούσιους κερδοσκόπους και τοκογλύφους, οι οποίοι κέρδισαν αμέτρητα πλούτη με τον πόλεμο και εκθέτανε ξεδιάντροπα και προκλητικά τον πλούτο τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα πράγματα έφτασαν μέχρι και σε εφόδους στα μαγαζιά, ιδιαίτερα στα αρτοποιεία. Παρ’ όλες τις διαφορές και τις διαφωνίες ανάμεσα στους Εμπερτιστές και τους Λυσσασμένους, από τη μια, και ανάμεσα στους ηγέτες των Λυσσασμένων, από την άλλη, υπήρχαν και τα κοινά σημεία στα αιτήματά τους για ανώτατο όριο τιμών για τα τρόφιμα, για κατάσχεση των αποθεμάτων σιταριού, για κρατικό έλεγχο του εμπορίου σιταριού, για υποστήριξη των φτωχών και των οικογενειών των εθελοντών, οι οποίοι πάλευαν στα επαναστατικά στρατεύματα στα μέτωπα.
Απαίτησαν θανατική ποινή για τους τοκογλύφους και τους κερδοσκόπους, πρέσβευαν ανοικτά και πολύ αποφασιστικά την επαναστατική τρομοκρατία ενάντια στους αντεπαναστάτες και τους απατεώνες που λήστευαν το λαό. Οι πλούσιοι αστοί έπρεπε να πληρώνουν ειδικούς φόρους. Στην πρότασή τους για έναν αγροτικό νόμο, απαίτησαν τη διανομή της γης προς όφελος των φτωχών αγροτών. Οι Λυσσασμένοι έβλεπαν τους πλούσιους αστούς σαν κύριο εχθρό. Τα αιτήματά τους ξεπερνούσαν κατά πολύ τους αριστερούς Ιακωβίνους γύρω από το Ροβεσπιέρο, αλλά με τη δραστηριότητά τους έσπρωχναν τους τελευταίους σε πράξεις που δεν ήταν πια προς το συμφέρον των Ιακωβίνων. Ο Ρου (Roux), στο «Μανιφέστο των Λυσσασμένων» την 25 Ιουνίου του 1793, έβαλε το δικαίωμα της ύπαρξης πιο ψηλά από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Απ’ ό,τι ξέρω, ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που στα κοινωνικά δικαιώματα δόθηκε προτεραιότητα σε σχέση με την ατομική ιδιοκτησία, που τα κοινωνικά δικαιώματα υψώθηκαν και θεωρήθηκαν πια ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην ουσία της, η προπαγάνδα των Λυσσασμένων κατάληγε σε μια κοινωνική επανάσταση, η οποία αμφισβήτησε την αστική ατομική ιδιοκτησία. Από την άρνηση της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας ως την κατάργηση και της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας υπήρχε μόνο ένα μικρό βήμα στο πεδίο της νοητικής αφαίρεσης[13].
Η ιστορική προσφορά των Λυσσασμένων σε σχέση με την οργάνωση του προλεταριάτου συνίστατο στην αναγνώριση του γεγονότος, ότι ο εργαζόμενος λαός έπρεπε να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, ότι έχει ανάγκη την εξουσία για να εγκαθιδρύσει μια τάξη στην οποία έχει παραμεριστεί η κυριαρχία των ανθρώπων πάνω στους ανθρώπους και στην προσπάθεια να κάνουν τις διαπιστώσεις τους πράξη. Ο Ζακ Ρου (Jacques Roux) στράφηκε αποφασιστικά ενάντια στον κατακερματισμό της εξουσίας. Ηταν ένας από τους πρώιμους αντιπροσώπους μιας ισχυρής, συγκεντρωτικής προλεταριακής κρατικής εξουσίας. Οσο η Επανάσταση απειλείτο από την εσωτερική και εξωτερική αντεπανάσταση, οι Ιακωβίνοι αναγκάσθηκαν να ικανοποιήσουν μερικά αιτήματα των Λυσσασμένων. Μόλις έπαψαν να χρειάζονται πια την υποστήριξη των Λυσσασμένων, στράφηκαν εναντίον των τελευταίων και με αυτό τον τρόπο φανερώθηκαν τα αστικά ταξικά τους πλαίσια. Οι Ιακωβίνοι ανέπτυξαν με όλα τα διαθέσιμα μέσα μια εκστρατεία συκοφάντησης ενάντια στους Λυσσασμένους και ιδιαίτερα ενάντια στον Ζακ Ρου. Ο Ροβεσπιέρος χαρακτήρισε το Ρου «πράκτορα της αντεπανάστασης». Επομένως, οι εκστρατείες συκοφάντησης, η «απονομιμοποίηση» επαναστατικών οργανώσεων και των αρχηγών τους υπήρχαν ήδη σε κείνη την εποχή.
Μετά από την πτώση των Ιακωβίνων, η θερμιδοριανή αστική τάξη γιόρτασε με τρελό ξεφάντωμα, ενώ στις συνοικίες των φτωχών επικρατούσε η πείνα. Νεαροί, βουτυρόπαιδα που ανήκαν στην κυρίαρχη μεγαλοαστική τάξη, η «χρυσή νεολαία», κυνηγούσαν τους οπαδούς των Ιακωβίνων. Μπορούσαν να χτυπήσουν μέχρι θανάτου τους επαναστάτες ανοικτά στους δρόμους, χωρίς να τιμωρηθούν. Η αντεπανάσταση λυσσομανούσε. Παραμερίστηκαν τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι ελευθερίες που είχε αποκτήσει ο λαός. Καταργήθηκε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα και παλινορθώθηκε το εκλογικό δικαίωμα με τιμοκρατικό κριτήριο. Οι «συναθροίσεις» και η συλλογική υποβολή αιτημάτων απαγορεύτηκαν. Η ελευθερία έκφρασης και τύπου περιορίστηκε ή καταργήθηκε. Οι ταξικές αντιθέσεις είχαν οξυνθεί εξαιρετικά, ο ταξικός ανταγωνισμός έγινε εμπειρικά αισθητός, αντιληπτός και δεν μπορούσε πια να συγκαλυφθεί με πολιτικές φράσεις.
Στα κρατητήρια της αντεπανάστασης, σχηματίστηκε γύρω από τον Φρανσουά Νοέλ Μπαμπέφ (Francois Noel Babeuf), που τον έλεγαν και Γράκχο, ο πυρήνας μιας ηγετικής ομάδας, η «συνομωσία των Ισων», ενός «Μυστικού Διευθυντηρίου Δημόσιας Σωτηρίας», το πρώτο «Κομμουνιστικό Κόμμα με πραγματική δράση». Στην ηγετική ομάδα ανήκαν οι Φιλίππο Μισέλ Μπουοναρότι (Filippo Michele Buonarotti), Ωγκυσταίν Νταρτέ (Augustin Darthe), Σαρλ Ζερμαίν (Charles Germain). Ο Μαρξ περιέγραψε την ίδρυση του Κόμματος των Μπαμπουβιστών ως εξής: «Την πρώτη εμφάνιση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος με πραγματική δράση βρίσκουμε μέσα στους κόλπους της αστικής επανάστασης, τις στιγμές που έχει παραμεριστεί η συνταγματική μοναρχία. Οι πιο συνεπείςΡεπουμπλικανοί, στην Αγγλία οι Νίβελλερ, στη Γαλλία οι Μπαμπέφ, Μπουοναρόττι, κλπ. είναι οι πρώτοι που έχουν προκηρύξει αυτά τα «κοινωνικά ζητήματα». Η «Συνομωσία του Μπαμπέφ», γραμμένη από το φίλο και σύντροφό του Μπουοναρόττι, δείχνει πως αυτοί οι Ρεπουμπλικανοί άντλησαν από την ιστορική «κίνηση» τη γνώση, ότι με τον παραμερισμό του κοινωνικού ζητήματος της μοναρχίας και της δημοκρατίας δεν έχει λυθεί ακόμα κανένα «κοινωνικό ζήτημα» με την έννοια του προλεταριάτου»[14].
Σκοπός του Κόμματος ήταν να πάει την Επανάσταση πιο πέρα από το στενό αστικό της πλαίσιο. Ηταν η ίδρυση μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Οι Μπαμπουβιστές ήξεραν ότι ο κομμουνιστικός στόχος δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μιας. Σαν πρώτο στόχο, προσανατολίστηκαν στην αποκατάσταση του δημοκρατικού Συντάγματος του 1793. Για να πετύχουν τον στόχο τους, επιδίωξαν ένα είδος «λαϊκό μέτωπο» με αριστερούς Ιακωβίνους, Λυσσασμένους και Εμπερτιστές οι οποίοι εξακολουθούσαν όλοι τους να διαθέτουν επιρροή στις μάζες. Οι Μπαμπουβιστές ήδη ξεχώρισαν ανάμεσα σε ένα μίνιμουμ και ένα μάξιμουμ πρόγραμμα. Το μίνιμουμ πρόγραμμα δεν ήταν ακόμα κομμουνιστικό. Περιλάμβανε δημοκρατικά και κοινωνικά αιτήματα για τα οποία νόμιζαν ότι μπορούσαν να κερδίσουν πλειοψηφίες: Δωρεάν παροχή ψωμιού και ρούχων από τα δημόσια αποθέματα, στέγαση των φτωχών στις βίλες των πλουσίων, επιστροφή των περιουσιακών τους στοιχείων από τα ενεχυροδανειστήρια, γενικός λαϊκός εξοπλισμός, απαγόρευση δημοσίευσης για όλους τους εχθρούς της νέας αυτής τάξης, κατάσχεση όλων των αγαθών των μεταναστών και εχθρών του λαού, κρατικό μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου, εφαρμογή της υποχρέωσης να δουλεύουν όλοι όσοι είναι ικανοί για εργασία, κατάργηση του προνομίου της μόρφωσης[15].
Σαν βάση για το μάξιμουμ πρόγραμμα, έπρεπε να χρησιμεύσουν τα «λαϊκά αγαθά» τα οποία θα δημιουργούνταν από τα χωράφια των εκκλησιών και των μεταναστών, που δεν είχαν ακόμα πουληθεί, καθώς και από την ιδιοκτησία των εχθρών του λαού. Οι μικρές αγροτικές και βιοτεχνικές επιχειρήσεις θα συνέχιζαν ακόμα να υπάρχουν για ένα διάστημα. «Η οριστική αναίρεση της ατομικής ιδιοκτησίας πρέπει να πραγματοποιηθεί σιγά-σιγά, στη διάρκεια μιας μακρύτερης μεταβατικής περιόδου, με τη βοήθεια μιας σειράς από φορολογικά-πολιτικά και κληρονομικά-νομικά μέτρα»[16]. Είναι φανερό ότι οι Μπαμπουβιστές ήδη είχαν συλλάβει μια μακρύτερη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και, μάλιστα, σε μια εποχή, όπου ο καπιταλισμός βρισκόταν ακόμα σε μια ανοδική φάση της ανάπτυξής του. Ενδιαφέρον έχει ότι οι Μπαμπουβιστές ήδη είχαν προβλέψει ένα «οικονομικό διάταγμα», το οποίο υπάρχει σαν σχέδιο. Σύμφωνα με αυτό, οι Μπαμπουβιστές πρόβλεπαν ήδη μια «κεντρική διεύθυνση και σχεδιασμό της παραγωγής, καθώς και καταμερισμό του εργατικού δυναμικού»[17]. Ο Μπουοναρόττι έγραφε για το οικονομικό αυτό διάταγμα: «Οπως είναι γνωστό, η ίδρυση μιας μεγάλης, εντελώς εθνικής κοινότητας αγαθών ήταν ο τελικός στόχος όλων των προσπαθειών της Επιτροπής Εξέγερσης. Παρ’ όλα αυτά, επιφυλασσόταν να τη διατάξει αμέσως μετά από τη νίκη και να αναγκάσει τους αντίπαλους να συμμετάσχουν. Η κάθε ατομική άσκηση βίας, η κάθε αλλαγή που δεν θα είχε διαταχθεί με το νόμο, θα απαγορευόταν και θα τιμωρούνταν. Η Επιτροπή είχε τη γνώμη ότι ο νομοθέτης έπρεπε να πράττει με τέτιο τρόπο, ώστε ο λαός στο σύνολό του να απαιτήσει τελικά από ανάγκη και συμφέρον να εξοστρακίσει την ιδιοκτησία»[18].
Δε χωράει αμφιβολία ότι η υπόδειξη να μην παραπλανηθεί κανείς και να απομακρυνθεί από τους επαναστατικούς στόχους από τις «εξυπνάδες και τις υπερβολές» των «όμορφων πνευμάτων» είναι αξιοσημείωτη[19]. Είναι φανερό ότι οι Μπαμπουβιστές είχαν στην εποχή τους ήδη κάποιες εμπειρίες με τέτιους λογοτέχνες και καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονταν υπεράνω πεζών πραγμάτων όπως η παραγωγή, η διανομή, η οικοδόμηση κατοικιών, η λαϊκή μόρφωση, η περίθαλψη κλπ. και που εμπόδιζαν με ψευδαίσθητες ιδέες την επίλυση επειγόντων κοινωνικών καθηκόντων διευκολύνοντας την αποσυνθετική δραστηριότητα της αντεπανάστασης.
Οι Μπαμπουβιστές, εξαναγκασμένοι να δουλεύουν στην παρανομία, εξαιτίας των κατασταλτικών διώξεων, ανέπτυξαν μεθόδους και αρχές της κομματικής δουλιάς κάτω από παράνομες συνθήκες. «Το κίνημα είναι οργανωμένο σε μικρές ομάδες, που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, ώστε η ενδεχόμενη ανακάλυψή τους δεν μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την όλη οργάνωση. Σε όλες τις συνοικίες της πόλης, δουλεύουν οι δάσκαλοι των ομάδων. Μέσω διασυνδέσεων, κρατάνε επαφή με τη μυστική Κεντρική Επιτροπή. Διαδίδουν προπαγανδιστικό υλικό και ενημερώνουν την Κεντρική Επιτροπή για τις διαθέσεις των εργαζόμενων μαζών και για τον αριθμό των μελών και των δυνάμει συναγωνιστών. Η Κεντρική Επιτροπή συνεδριάζει σε σπίτια. Ενα από τα μέλη της φροντίζει για την ογκώδη αλληλογραφία με τους οπαδούς στα τμήματα και στις βόρειες συνοικίες»[20]. Το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε να βρίσκεται και στο «Τι να κάνουμε;» του Λένιν. Ηταν πολλές και διάφορες οι μορφές της προφορικής και της γραπτής προπαγάνδας. «Τραγουδάνε, κάνουν προπαγάνδα σε καφενεία, σε δημόσιους τόπους και στις ουρές στα μαγαζιά τροφίμων, διαδίδουν προκηρύξεις, φέιγ βολάν και κολλάνε αφίσες... Στο πρώτο μισό του Απρίλη (1796) εμφανίζεται το ένα φέιγ βολάν μετά το άλλο. Ανάμεσα στις 9 και 11 Απριλίου 1796 οι εργάτες του Παρισιού διαβάζουν στους τοίχους πολυάριθμα τοιχοκολλημένα χαρτιά με τα 15 προγραμματικά άρθρα της «Ανάλυσης της Διδασκαλίας του Μπαμπέφ», την οποία πιθανόν, συνέταξε ο Μπουοναρότι και που προκαλούν αρκετό σάλο ώστε να τυπωθούν από μερικές εφημερίδες σαν «δείγμα θρασύτητας»[21]. Η αντιδραστική μπουρζουαζία απειλεί με θανατική ποινή «καθένα που προπαγανδίζει προφορικά ή γραπτά τη διάλυση της κυβέρνησης και της Εθνικής Αντιπροσωπείας, το Σύνταγμα του 1793 ή οποιαδήποτε μορφή διανομής της ιδιοκτησίας». Αυτό ίσχυε και για τυπογράφους, διανομείς ή πωλητές συγγραμμάτων και αφισοκολλητές[22]. Το Κόμμα των Μπαμπουβιστών είναι στην παγκόσμια ιστορία η πρώτη απόπειρα σύνδεσης της Κομμουνιστικής θεωρίας με την πράξη, η πρώτη προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η θεωρία σαν όπλο στον πρακτικό ταξικό αγώνα, «σαν βία που επαναστατικοποιεί τις μάζες». Αυτό της επιτρέπει «μια νέα, διαλεκτική σχέση θεωρίας και πράξης. Βέβαια, και ο κομμουνισμός των αριστερών Διαφωτιστών ήθελε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά υπόταξε την πράξη στη θεωρία και προσπαθούσε να διαπλάσει τον κόσμο σύμφωνα με τα σχέδιά του μέσω της διαφώτισης, της διαπαιδαγώγησης και της έκκλησης στη λογική. Η κομμουνιστική θεωρία του Μπαμπέφ, αντιθέτως υφίσταται κάθαρση με το βάπτισμα του πυρός του πληβειακού κινήματος στην Επανάσταση». Ούτε ο Μπαμπέφ, άλλωστε, δεν μπορούσε ακόμα να συμπεράνει την ιστορική κίνηση από τους οικονομικούς νόμους της καπιταλιστικής κοινωνίας[23].
Η Γαλλική Επανάσταση είχε φτάσει με το επαναστατικό κίνημα του Κοινωνικού Κύκλου και τους Μπαμπουβιστές, στην πρώτη της κορύφωση, είχε παραγάγει την κομμουνιστική ιδέα. «Η ιδέα αυτή με συνέπεια επεξεργασμένη είναι η ιδέα της νέας παγκόσμιας κατάστασης». Οι ιδέες όμως, δεν μπορούν να διαπράξουν τίποτα. «Για να υλοποιηθούν οι ιδέες χρειάζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι προσφέρουν μια πρακτική δύναμη»[24]. Για να υλοποιηθεί η κομμουνιστική ιδέα, χρειάζεται οργάνωση, χρειάζεται επαναστατικό κόμμα. Η αθάνατη προσφορά του Μπαμπέφ και των φίλων και συναγωνιστών του, είναι το ότι δημιούργησαν αυτό το Κόμμα στην εμβρυακή, προ-επιστημονική μορφή του, και ας έχουν ηττηθεί «για μια στιγμή», από την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας.
Ο «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ»
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟ ΚΟΜΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αυτό το Κόμμα θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί μονάχα στην Αγγλία. Στη χώρα αυτή αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η σύγχρονη μεγάλη βιομηχανία. Κατασκευάσανε σιδηρόδρομους, αναπτύχθηκε η βιομηχανία άνθρακα και χάλυβα, κατασκευάσανε μηχανές και εργαλεία. Συντελέστηκε μια δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Συγκεντρώθηκαν μάζες εργατών στις πόλεις και στις μεγάλες επιχειρήσεις. Απέναντι στην πολιτικά συνειδητή αναδυόμενη πλούσια και βιομηχανική αστική τάξη η μαζική εξαθλίωση του προλεταριάτου, όπως το περιγράφει ο Φρ. Ενγκελς στο έργο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» και όπως το διαβάζουμε στις αναφορές των επιθεωρητών των εργοστασίων στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ, που παρατίθενται εκτενώς. Η κατάσταση στα εργοστάσια, στα ανθρακορυχεία και στις προλεταριακές συνοικίες των μεγάλων πόλεων βρήκαν τη θεωρητική τους αντανάκλαση στην έννοια «καπιταλισμός του Μάντσεστερ». Αν η Αγγλία ήταν η χώρα, στην οποία ο καπιταλισμός για πρώτη φορά δημιουργήθηκε στην κατ’ εξοχήν «καθαρή» μορφή του, ήταν και η χώρα των πρώτων μεγάλων ταξικών μαχών στην «καθαρή μορφή» τους ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Ταξικές μάχες, στις οποίες η αστική τάξη έριχνε ένοπλες δυνάμεις, εν μέρει διαστάσεων ενός στρατού, ενάντια στους διαδηλωτές και απεργούς εργάτες.
Αν οι Ισοπεδωτές και η Κοινωνία των Ισων είχαν δημιουργηθεί στις αστικές αντιφεουδαρχικές επαναστάσεις, οι προλεταριακές μαζικές οργανώσεις δημιουργήθηκαν στην ταξική πάλη ενάντια στην αστική τάξη.
Κατά το τέλος της δεκαετίας του ’20, αρχές δεκαετίας του ’30 του 19ου αιώνα, δημιουργήθηκαν τα πρώτα συνδικάτα στο Ηνωμένο Βασίλειο (περιλαμβάνει: Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία. Από ‘δω και πέρα χρησιμοποιούμε τα αρχικά ΗΒ)[25].
Το 1829 οι εργάτες των βαμβακοκλωστηρίων της Αγγλίας, Σκωτίας και Ιρλανδίας ίδρυσαν ένα συνδικάτο στα πλαίσια του ΗΒ, τη Μεγάλη Γενική Ενωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Αρχηγός της ήταν ο Τζον Ντόχερτι (John Doherty) από το Λάνκασαϊρ (Lancashire), ένας ηγέτης των εργατών με πείρα στην οργάνωση νόμιμων και παράνομων συνδικάτων. Το 1830, ο Ντόχερτι προσπάθησε με επιτυχία να ιδρύσει ένα συνδικάτο για τους εργάτες όλων των βιομηχανικών κλάδων στο ΗΒ, τον «Εθνικό Σύνδεσμο για την Προστασία της Εργασίας». Ο Σύνδεσμος αυτός μεγάλωσε με γρήγορους ρυθμούς, έφτασε τα 100.000 μέλη και έβγαζε μια εβδομαδιαία εφημερίδα με τιράζ 3.000 αντίτυπα. Δεν πρέπει να κρίνουμε τους αριθμούς αυτούς κυκλοφορίας με βάση τα σημερινά κριτήρια. Παίρνοντας υπόψη τον πληθυσμό τότε και το γεγονός ότι λίγοι μονάχα εργάτες ήξεραν να διαβάζουν, τα 3.000 αντίτυπα ήταν σχετικά ψηλό τιράζ, που, ωστόσο, ξεπεράστηκε σύντομα από άλλες εφημερίδες εργατικών οργανώσεων στις δεκαετίες του ’30 και ’40.
Ο Σύνδεσμος αυτός των συνδικάτων που ίδρυσε ο Ντόχερτι, είχε μικρή ζωή. Ομως, όλο και δημιουργούνταν νέα συνδικάτα. Η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα, υπόκειται στον καπιταλισμό στο νόμο του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες τίναξε ξανά και ξανά στον αέρα τις οργανώσεις τους. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, οι εργάτες είχαν ένα κοινό συμφέρον απέναντι στους καπιταλιστές, δηλαδή να κρατήσουν το μισθό τους. Αυτό το κοινό συμφέρον τους ένωσε σε μια κοινή σκέψη της αντίστασης, τους πίεζε στο να συνασπιστούν. Ο συνασπισμός αυτός είχε «διπλό σκοπό»: από τη μια, να καταργήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών και, από την άλλη, να προβάλει αντίσταση στους καπιταλιστές. Ετσι, διαμορφώθηκαν οι συνεταιρισμοί στο βαθμό που οι καπιταλιστές από την πλευρά τους ενώνονταν για να σπάσουν την αντίσταση των εργατών. Τελικά, «απέναντι στο κεφάλαιο, που συνεχώς ενώνεται,... η διατήρηση των (εργατικών μ.τ.φ.) συνεταιρισμών γίνεται όλο και πιο αναγκαία, ως συνεταιρισμών των μισθωτών... Στον αγώνα αυτό -έναν πραγματικό εμφύλιο πόλεμο- ενώνονται και αναπτύσσονται όλα τα στοιχεία για μια ερχόμενη μάχη. Ο συνασπισμός, όταν φτάσει σε αυτό το σημείο, παίρνει πολιτικό χαρακτήρα»[26].
Οι εργάτες είχαν καταλάβει ότι ο οικονομικός ταξικός αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο δεν αρκούσε για να τους προστατέψει από νέες μορφές καταπίεσης και αυξανόμενης εκμετάλλευσης. Χρειάστηκε πολιτική δράση γι’ αυτό Δεν είχαν δείξει οι καπιταλιστές, τι μπορείς να καταφέρεις με τη βοήθεια της κοινοβουλευτικής εξουσίας; Η απάντηση έμοιαζε απλή: Να κερδίσεις ψήφους για τους αντιπροσώπους της εργατικής τάξης, να εκμεταλλευτείς την κοινοβουλευτική δύναμη προς το συμφέρον της εργατικής τάξης. Για να γίνει αυτό, όμως, οι αρχηγοί των εργατών έπρεπε πρώτα να μπουν στο Κοινοβούλιο.
Ετσι δημιουργήθηκε το κίνημα για το γενικό εκλογικό δικαίωμα με μυστική ψηφοφορία, ένα αίτημα το οποίο ήδη είχαν προβάλει οι «αληθινοί» Ισοπεδωτές. Η κυβέρνηση απαγόρευε τα κινήματα για το εκλογικό δικαίωμα των εργατών, σαν «παράνομα και επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη». Εστειλε 800 αστυνομικούς για να κάνουν έφοδο σε ένα μαζικό συλλαλητήριο εργατών που είχαν αγνοήσει την απαγόρευση κοντά στο Κινγκς Κρος (Kings’ Cross) στις 13 ΜαAου 1833. Στην αψιμαχία που προκλήθηκε από την αστυνομία, οι εργάτες σκότωσαν έναν αστυνομικό. Στη δίκη που έστησε η κυβέρνηση ενάντια στους κατηγορούμενους εργάτες, οι ένορκοι αθώωσαν τους εργάτες. Η κυβέρνηση υπέστη μια αισθητή πολιτική ήττα.
Οι ταξικοί αγώνες γύρω από κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση έφτασαν σε ένα νέο, ανώτερο στάδιο στο κίνημα για ένα «Λαϊκό Χάρτη» (Λαϊκό Σύνταγμα) που έδωσε στο κίνημα και το όνομα, δηλαδή Χαρτιστές, με το οποίο μπήκε στην ιστορία. Το 1837, οι συμμετέχοντες σε μια συνέλευση του «Συνδέσμου των εργατών του Λονδίνου» ενέκριναν μια αίτηση που περιλάμβανε έξι σημεία σαν βάση ενός Λαϊκού Συντάγματος και που δημοσιεύτηκαν την Ανοιξη του 1838:
1. Γενικό εκλογικό δικαίωμα για όλους τους άντρες από το 21ο έτος της ηλικίας τους. Στο πρώτο σχέδιο του Χάρτη, είχε προβλεφτεί και το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών, το οποίο σβήστηκε πάλι στη διάρκεια της συζήτησης. Δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί η χειραφέτηση των γυναικών, ούτε στο νεαρό εργατικό κίνημα[27].
2. Μυστική ψηφοφορία (εφαρμόστηκε το 1872).
3. Πληρωμή επιδομάτων στους βουλευτές για να υπάρχει η δυνατότητα συμμετοχής ως βουλευτών στο Κοινοβούλιο και των απόρων εργατών (εφαρμόστηκε το 1911).
4. Κατάργηση του κριτηρίου έγγειας ιδιοκτησίας για τους βουλευτές. Μέχρι τώρα ήταν εκλέξιμοι μόνο εκείνοι οι βουλευτές, που είχαν γαίες αξίας 300 λιρών (πολύ ψηλό ποσό εκείνη την εποχή. Μπορούμε να το συγκρίνουμε με 4.000 χρυσά Μάρκα, περίπου, στη γερμανική Αυτοκρατορία). (Το 1918 καταργήθηκε κάθε κριτήριο ιδιοκτησίας στο αγγλικό εκλογικό Δίκαιο).
5. Καταμερισμός σε όμοιες εκλογικές περιφέρειες. Υπήρχαν εκλογικές περιφέρειες με ελάχιστους μονάχα κατοίκους ή και καθόλου, εκτός από τον ιδιοκτήτη της γης. Ηταν τα λεγόμενα «Rotten Boroughs» («σάπιες περιφέρειες»), που ωστόσο, μπορούσαν να εκλέξουν τον ίδιο αριθμό βουλευτών με τις πολυπληθείς συνοικίες της πόλης, ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες βρίσκονταν συνωστισμένοι οι προλετάριοι. Υπήρχαν «εκλογικές περιφέρειες» οι οποίες βρίσκονταν στο πάτο της θάλασσας εξαιτίας της μετακίνησης των ακτών.
Ο ιδιοκτήτης της γης έκανε, την ημέρα των εκλογών, μια βόλτα με τη βάρκα για να ανταποκριθεί στο «εκλογικό καθήκον» του. (Το αίτημα αυτό έγινε διαδοχικά πράξη από το 1885 μέχρι το 1915).
6. Ετήσιες βουλευτικές εκλογές. (Αυτό το φανερά μη-ρεαλιστικό αίτημα δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί).
«Αυτά τα έξι σημεία» έγραφε ο νεαρός Φρίντριχ Ενγκελς το 1845, «που περιορίζονται όλα στη σύνθεση της Κάτω Βουλής, μπορεί να μοιάζουν αθώα, αλλά, ωστόσο, αρκούν για να συντρίψουν το αγγλικό Σύνταγμα με τη βασίλισσα και την Ανω Βουλή μαζί»[28]. Αν και οι δύο θεσμοί ήταν εκείνη την εποχή «μόνο φαινομενικά υπαρκτοί», όμως η αστική τάξη «ενδιαφερόταν για την φαινομενική διατήρησή τους». Ο Αγγλος Χαρτιστής, κατά τον Ενγκελς, ήταν κάτι «περισσότερο από σκέτο Ρεπουμπλικανό» και η δημοκρατία του δεν ήταν «μονάχα σκέτα πολιτική»[29].
Ο Ενγκελς παραθέτει έναν Μεθοδιστή κληρικό και κοινωνικό μεταρρυθμιστή, τον Τζότζεφ Ρέινερ Στέφενς (Joseph Rayner Stephens) ο οποίος είπε το 1838 στο μαζεμένο λαό του Μάντσεστερ, ότι δεν χρειάζεται να φοβάται τις ξιφολόγχες και τα κανόνια των καταπιεστών του και τους έδωσε μια, για έναν κληρικό, πολύ περίεργη συμβουλή: «...Χρειάζεστε μονάχα να πάρετε μερικά σπίρτα και ένα μάτσο άχυρο που είναι ποτισμένο με πίσσα και θα δούμε τι θα κάνει η κυβέρνηση με τις εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες της ενάντια σε αυτό το όπλο, εφόσον χρησιμοποιηθεί θαρραλέα».
Σε μια άλλη διαδήλωση στο Μάντσεστερ, ο Στέφενς δήλωσε μπροστά σε 200.000 συμμετέχοντες: «Το κίνημα των Χαρτιστών, αγαπητοί φίλοι, δεν είναι κανένα πολιτικό ζήτημα με θέμα, πώς θα αποκτήσετε το εκλογικό δικαίωμα κλπ. Το κίνημα των Χαρτιστών είναι ζήτημα μαχαιριού και πηρουνιού. Ο Χάρτης πάει να πει: καλό σπίτι, να τρως και να πίνεις καλά, καλή ζωή και λίγες ώρες εργασίας»[30]. Φυσικά, θα ήταν μονόπλευρο και από άποψη περιεχομένου λάθος να περιορίσει κανείς το κίνημα των Χαρτιστών στο κοινωνικό ζήτημα.
Ομως, ο υπερτονισμός του κοινωνικού περιεχομένου του κινήματος των Χαρτιστών -κατανοητός στην εποχή του- μας δείχνει καθαρά, ότι οι Χαρτιστές δεν προωθούσαν αφηρημένα πολιτικά αιτήματα, δεν προωθούσαν απλώς έτσι το γενικό εκλογικό δικαίωμα, αλλά το προωθούσαν σαν πολιτικό μέσο για την πραγματοποίηση κοινωνικών, ιδιαίτερα οικονομικών αιτημάτων.
Ο χωρισμός αυτός του κοινωνικού περιεχομένου από την πολιτική του μορφή δεν ήταν, ούτε στην ήπειρο, σπάνιο φαινόμενο στους ιδεολόγους των μυστικών κομμουνιστικών κοινοτήτων μέχρι μέσα στη δεκαετία του ’40. Η πλειοψηφία των εργατών κατανοούσαν την πολιτική απλώς και μόνο εντελώς σαν κάτι τι το αστικό. Περιόριζαν την πολιτική εντελώς εμπειρικά σε δολοπλοκίες, μάχες για την εξουσία, καριεριστικές μηχανορραφίες για υπουργικές καρέκλες, διαφθορά, εκλογική απάτη, αγορά ψήφων, μια μέθοδο αξιότιμων πολιτικών στις εκλογικές μάχες, που ήταν διαδομένη ιδιαίτερα στο ΗΒ. Κατανοούσαν συχνά έτσι και απόρριπταν την πολιτική και τις πολιτικές μάχες με αυτή την έννοια, επειδή οι κοινωνικές συνθήκες παρέμειναν ανέγγιχτες από τις πολιτικές αλλαγές. Ετσι, Ο Σαρλ Φουριέ (Charles Fourier), ένας από τους σημαντικότερους ουτοπιστές σοσιαλιστές, είχε ζήσει 14 διαφορετικές μορφές κυβέρνησης, από την απόλυτη μοναρχία μέχρι τη μοναρχία του Ιούλη. Και τι είχε αλλάξει για το λαό; Τίποτα!! Που είναι το περίεργο, όταν ο λαός απορρίπτει την πολιτική σαν κακό; Στο γαλλικό εργατικό κομμουνισμό, μπορεί κανείς να διακρίνει δύο κατευθύνσεις: αυτή του Ετιέν Καμπέ (Etienne Cabet), ο οποίος πρέσβευε τον πολιτικό αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά που με συνέπεια αρνούνταν την κοινωνική επανάσταση, αφού πίστευε ότι όποιος έχει την πολιτική εξουσία θα μπορούσε να φέρει την κομμουνιστική κοινωνία μέσω μεταρρυθμίσεων. Συνεπείς ήταν οι αντιπρόσωποι της επαναστατικής κατεύθυνσης του γαλλικού εργατικού κομμουνισμού, από τους οποίους οι πιο γνωστοί ήταν ο Αουγκίστ Μπλανκί (Auguste Blanqui), Τεοντόρ Ντεζαμί (Theodore Dezamy) και Ζαν Σαραβαί (Jean Charavay). Ηταν πρέσβεις της ιδέας της επαναστατικής δικτατορίας παρόμοια με τον Μπαμπέφ.
Η επανάσταση, πάντως, έπρεπε να διεξαχθεί από μια μειοψηφία επαναστατών. Τέτιες αντιλήψεις είχε και ο Βίλχελμ Βάϊτλινγκ (Wilhelm Weitling), ο πιο γνωστός Γερμανός ουτοπιστής κομμουνιστής. Μερικοί αντιπρόσωποι του ουτοπικού εργατικού κομμουνισμού ήταν κοντά στην ιδέα της ενότητας των πολιτικών και κοινωνικών επαναστατικών ανατροπών. Στους τελευταίους, ανήκαν ακριβώς οι Χαρτιστές, οι πιο σημαντικοί αντιπρόσωποι των οποίων ήταν οι Τζορτζ Τζούλιαν Χάρνεϊ (George Julian Harney) και ΟυAλιαμ Τζονς (William Jones)[31].
Το κίνημα των Χαρτιστών ήταν ένα σημαντικό βήμα μπροστά στην εξέλιξη της αγγλικής εργατικής τάξης, από μια τάξη «καθεαυτή» σε μια τάξη «για τον εαυτό της». Ο Ενγκελς περιέγραψε αυτή τη διαδικασία της εξέλιξης: «Το κίνημα των Χαρτιστών είναι η συμπυκνωμένη μορφή της αντιπολίτευσης κατά της αστικής τάξης. Στις διαδικασίες και στις συνελεύσεις, η αντιπολίτευση πάντα έμεινε μεμονωμένη. Ηταν εργάτες ή τμήματα εργατών που πάλευαν μόνα τους ενάντια σε επί μέρους αστούς. Οταν ο αγώνας γινόταν γενικός αυτό δεν οφειλόταν σε καμιά πρόθεση των εργατών και όταν αυτό γινόταν με πρόθεση, τότε ήταν η πρόθεση του κινήματος των Χαρτιστών πίσω από αυτή. Στο κίνημα των Χαρτιστών, όμως, η εργατική τάξη στο σύνολό της ξεσηκώνεται ενάντια στην αστική τάξη και επιτίθεται πρώτα-πρώτα στην πολιτική εξουσία των αστών, στον νομικό τοίχο με τον οποίο αυτοί περιτριγύριζαν τον εαυτό τους»[32].
Ούτε, όμως, στο κίνημα των Χαρτιστών η ηγεσία δεν ήταν ομογενής. Εκτός από την «αριστερή» πτέρυγα γύρω από τους Χάρνεϊ, Τζονς και Μπροντέρ Ο’ Μπράϊαν (Bronterre O’ Brien) υπήρχε και μια «δεξιά» πτέρυγα, καθώς και αυτοί που αντιπροσώπευαν διάφορες αποχρώσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες. Ιδιαίτερα στο Λονδίνο, οι εκπρόσωποι της «δεξιάς» πτέρυγας είχαν σημαντική επίδραση. Οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους των διαφόρων κατευθύνσεων καθυστερούσαν ή και εμπόδιζαν τη διεξαγωγή μαζικής δράσης, εξαιρουμένων των αιτήσεων προς το Κοινοβούλιο. Στο Βόρειο τμήμα της Αγγλίας, ιδιαίτερα στις περιοχές της εξορυκτικής βιομηχανίας, κυριαρχούσαν οι «αριστεροί» αρχηγοί. Τον Ιούλιο του 1839, υποβλήθηκε το Σχέδιο ενός «Λαϊκού Χάρτη» στο Κοινοβούλιο, σαν αίτηση. Η αίτηση ήταν υπογεγραμμένη από 1.200.000 ανθρώπους. Δηλαδή, από περισσότερους από το σύνολο των πολιτών με εκλογικό δικαίωμα στο ΗΒ, που ήταν 839.000. Η κυβέρνηση απάντησε στην αίτηση με βάναυση αστυνομική βία ενάντια στις εργατικές συνελεύσεις στο Μπέρμινγκαμ (Birmingham), με απαγόρευση των συνελεύσεων και με συλλήψεις εργατικών αρχηγών και αγκιτατόρων.
Επειτα, χιλιάδες εργάτες των ανθρακορυχείων και του μετάλλου στη Ν. Ουαλία εξοπλίστηκαν με όπλα αυτοσχέδια και παρέλασαν προς το Νιούπορτ (Newport) για να απελευθερώσουν τους φυλακισμένους ηγέτες τους. Η κυβέρνηση έστειλε μονάδες του στρατού ενάντια στους εργάτες. Δέκα εργάτες σκοτώθηκαν και πάνω από 50 τραυματίστηκαν. Οι ηγέτες της διαδήλωσης εκτοπίστηκαν και οι περισσότεροι αρχηγοί των Χαρτιστών σε όλο το ΗΒ συνελήφθησαν.
Οταν, το 1840, αποφυλακίστηκαν οι αρχηγοί των Χαρτιστών, το κίνημα αυτό αναπτερώθηκε εκ νέου. Οι αρχηγοί της «αριστερής» πτέρυγας κυριαρχούσαν. Ετσι, τον Ιούλιο του 1840, δημιουργήθηκε ο «Εθνικός Συνεταιρισμός του Χάρτη», το πρώτο μαζικό προλεταριακό κόμμα στην παγκόσμια ιστορία με μια εκλεγμένη Κεντρική Επιτροπή (Εκτελεστική Επιτροπή), 40.000 μέλη οργανωμένα σε 400 τοπικά τμήματα/κύκλους, που πλήρωναν τακτικές συνδρομές. Εβγαζαν μια εφημερίδα σαν κεντρικό όργανο «Ο Πολικός Αστέρας». Οι Χαρτιστές, με την ίδρυση ενός κόμματος, είχαν δημιουργήσει πια μια οργάνωση με την οποία μπορούσαν να ανεβάσουν την ταξική πάλη σε ένα νέο, ανώτερο στάδιο. Η ιστορική σημασία συνίσταται στο γεγονός ότι οι Χαρτιστές είχαν αναγνωρίσει, ότι χωρίς επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός ταξικός αγώνας, ούτε προλεταριακή επανάσταση, ότι η εργατική τάξη χωρίς καθοδήγηση από το Κόμμα της, δεν μπορεί να κάνει κοινωνικές προόδους διαρκείας.
Το Κόμμα των Χαρτιστών προετοίμασε μια δεύτερη αίτηση προς το Κοινοβούλιο, αυτή τη φορά και με οικονομικές απαιτήσεις πέρα από τις πολιτικές: υψηλότεροι μισθοί, λιγότερες ώρες δουλιάς. Με τη δεύτερη αυτή αίτηση το Κόμμα προκάλεσε μια μαζική εξόρμηση: 3.315.000 εργαζόμενοι υπέγραψαν την αίτηση. Στις διαδηλώσεις, οι εργάτες έριχναν αγωνιστικά συνθήματα: «Ειρηνικά, αν γίνεται. Με τη βία, αν είναι ανάγκη».
Το Μάη του 1842, πραγματοποιήθηκε ένα κύμα από απεργίες στις Βόρειες βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας. Τα αιτήματα δεν ήταν μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά. Οι συνελεύσεις απεργών εργατών σε μια συνδιάσκεψη συνδικάτων στο Μάντσεστερ αποφάσισαν ένα ψήφισμα με το οποίο απαίτησαν να μη δουλέψει καθόλου κανείς μέχρι ο Λαϊκός Χάρτης να γίνει νόμος της χώρας. Στο Λάνκασαϊρ (Lancashire), έγινε μια γενική απεργία, μια δυνάμει επαναστατική κατάσταση, που, ωστόσο, λόγω της διάσπασης της ηγεσίας δεν μπόρεσε να αξιοποιηθεί. Αντιπρόσωποι της «δεξιάς» πτέρυγας στην ηγεσία - ανάμεσά τους ο δημοφιλής και ευφραδής Ιρλανδός ομιλητής Φέργκας Ο’ Κόννορ (Feargus O’ Connor), ο οποίος είχε διάφορες ταλαντεύσεις - εναντιώθηκαν στις μαζικές δράσεις της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στη γενική απεργία. Ετσι, η κυβέρνηση μπόρεσε να τσακίσει την απεργία με τα στρατεύματά της. Επειδή οι απεργοί του Λάνκασαϊρ δεν υποστηρίχτηκαν από τους εργάτες της Ν. Αγγλίας, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη δουλιά κάτω από δυσμενέστερους όρους.
Οι «δεξιοί» αρχηγοί των Χαρτιστών στρέφονταν όλο και περισσότερο στον τρεϊντγιουνισμό, περιορίζοντας τις δραστηριότητές τους στα οικονομικά αιτήματα. Βρήκαν μια κοινωνική βάση στον όλο και αυξανόμενο αριθμό εξειδικευμένων εργατών, οι οποίοι αυξάνονταν στο βαθμό που αναπτυσσόταν ραγδαίως η βιομηχανία με περίπλοκες τεχνικές, που δεν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς εκπαιδευμένους εργάτες με ειδικότητα. Οι εργάτες αυτοί έπαιρναν ανώτερο μισθό, αφού το κόστος παραγωγής της εξειδικευμένης εργατικής δύναμης μπαίνει στην αξία της εργατικής δύναμης και ο μισθός, κατά μέσο όρο, αντιστοιχεί σε αυτή την αξία. Προστίθεται ο βαθμός οργάνωσης των συνδικάτων τον οποίο οι καπιταλιστές πρέπει να λάβουν υπόψη στη μισθολογική τους πολιτική. Ετσι, οι οργανώσεις των εξειδικευμένων εργατών μπορούσαν να επιβάλουν στους καπιταλιστές ένα ανώτερο επίπεδο μισθών. Με αυτό τον τρόπο, ήταν δοσμένες πια οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διάσπαση της εργατικής τάξης. Συχνά, τα συνδικάτα των ειδικευμένων εργατών αρνήθηκαν να δεχτούν ανειδίκευτους εργάτες. Εφτασε η ώρα των ρεφορμιστών Η ληστεία των αποικιών από την αγγλική μεγαλοαστική τάξη της επέτρεψε να χρησιμοποιήσει ένα μέρος των παραπανίσιων κερδών της για την αναβάθμιση ενός τμήματος της εργατικής τάξης. Ετσι, το ΗΒ, αναπτύχθηκε μια εργατική αριστοκρατία, η οποία ζούσε σε σχετικά ασφαλισμένες μικροαστικές συνθήκες, απομακρύνθηκε από τις επαναστατικές ιδέες του Χαρτισμού και μετατράπηκε σε κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα.
Ωστόσο, το 1848, το Κόμμα των Χαρτιστών οργάνωσε ακόμα μια φορά μια μεγάλη πολιτική δράση. Μια τελευταία αίτηση για το Λαϊκό Χάρτη συγκέντρωσε 2 εκατομμύρια υπογραφές. Η κυβέρνηση, με το πρόσχημα ότι επίκειτο μια επαναστατική κατάσταση, συγκέντρωσε στο Λονδίνο στρατεύματα: 100.000 άντρες (!) με πυροβολικό (!) και έναν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Ηταν μια στρατιά μεγαλύτερη από αυτή που χρησιμοποίησε ο Ουέλινγκτον (Wellington) στη μάχη του Βατερλώ ενάντια στο Ναπολέοντα το 1815. Το Κοινοβούλιο απέρριψε την αίτηση - ήταν μια «ελεύθερη δημοκρατική απόφαση βούλησης», θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα - και πολλοί αρχηγοί των Χαρτιστών συνελήφθησαν κατόπιν «δημοκρατικής συναινέσεως». Η κλασική αγγλική κοινοβουλευτική δημοκρατία έδειξε εκ νέου όλο το κάλλος της.
Τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Φρ. Ενγκελς έγραψε στο «The Labour Standard» (Το Λάβαρο της Εργασίας), τεύχος 5, της 4ης Ιουνίου 1881: «Ετσι, η εργατική τάξη της Μεγάλης Βρετανίας πάλεψε χρόνια με πάθος και ακόμα με τη χρήση βίας για το Λαϊκό Χάρτη, που έπρεπε να της δώσει αυτή την πολιτική εξουσία. Ηττήθηκε, αλλά ο αγώνας είχε κάνει τέτια εντύπωση στη νικηφόρα μεσαία τάξη, ώστε από τότε κιόλας ήταν ευτυχής που εξαγόρασε μια πιο παρατεταμένη ανακωχή με το τίμημα όλο και νέων παραχωρήσεων στους εργαζόμενους»[33]. Κατά το Λένιν, η Αγγλία έδοσε «στον κόσμο το πρώτο ευρύ, πράγματι μαζικό, πολιτικά καθαρό προλεταριακό-επαναστατικό κίνημα, το Χαρτισμό...»[34], που από πολλές απόψεις ήταν μια προετοιμασία του μαρξισμού, ήταν η «προτελευταία λέξη πριν από το μαρξισμό»[35].
[1] Βλ. Auguste Cornu: Karl Marx und Friedrich Engels, Leben und Werk, 1818-1844 (Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Βίος και Εργα, 1818-1844), τ. 1, γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1954, σελ. 490.
* Σημείωση μ.τ.φ: Ισως εδώ απαιτείται μια διευκρίνιση. Το φαινόμενο της εμφάνισης κομμάτων γενικά, δηλαδή πολιτικών μερίδων που, κάτω από την «πρόσοψη» διαφόρων πολιτικών συνθημάτων, προωθούν διάφορα κοινωνικά συμφέροντα, δεν είναι καθόλου καινούργιο. Είναι σύμφυτο με την ταξική κοινωνία. Ιχνη της βρίσκουμε στα Ομηρικά Επη. Υπαρξη «κομμάτων» - έντονα μάλιστα, τοπικιστικών και συνδεδεμένων με σαφή κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα της εποχής - έχουμε στην εποχή του Πεισίστρατου. Στην κατοπινή Αθήνα, έχουμε το πολύ γνωστό παράδειγμα των «ολιγαρχικών», και των «δημοκρατικών» αλλά, αργότερα, στην εποχή της συνδιαλλαγής και της ρήξης με τους «Λακεδαιμονίους» και, ακόμη περισσότερο, τους οπαδούς του μεθοδικού πολέμου φθοράς (Περικλής) και τους οπαδούς ενός αμέσου ολοκληρωτικού πολέμου. Κόμμα που παρουσιάζει έντονα στοιχεία που το προσεγγίζουν στη σημερινή έννοια του όρου (ευρύτεροι πολιτικά δεσμοί μαζικής επιρροής, πιο διαμορφωμένη οργάνωση, σαφέστερο πρόγραμμα) υπήρξαν οι περιβόητοι δημαγωγοί (= αρχηγοί του λαού), μια ισχυρή παράταξη, που εμφανίζεται στην τελευταία φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου με κύριο άξονα την απόκρουση κάθε ιδέας διακοπής του. Ανάλογα φαινόμενα έχουμε και στη Σπάρτη. Σε όλη τη μετέπειτα ιστορία το κομματικό φαινόμενο υπό τη γενική του έννοια, εμφανίζεται με τη μια ή την άλλη μορφή. Αναντίρρητα, στις συνθήκες του καπιταλισμού, το φαινόμενο, που συνεχίζεται, παρουσιάζει σοβαρές και βαθειές αλλαγές. Οπότε εμφανίζονται και τα κόμματα με τη σύγχρονη έννοια, όπως τα αναφέρει ο Ούλριχ Χούαρ.
[2] Βλ. A. L. Morton: Freedom in arms. A selection of Leveller writings. (Η ελευθερία στα όπλα. Μια επιλογή κειμένων των Ισοπεδωτών). Seven Seas Book 1975. Αγγλική έκδοση, σ. 30 κ.ο.κ., 50 κ.ο.κ, 227 κ.ο.κ., 261 κ.ο.κ, 343 κ.ο.κ..
Gerhard Schilfert: Die Englische Revolution 1640-1649. (Η αγγλική επανάσταση 1640-1649), γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1989, σελ. 138 κ.ο.κ., 178 κ.ο.κ..
[3] Karl Marx: Zur Judenfrage (Για το εβραϊκό ζήτημα), στο MEW, τόμος 1, σελ. 354 (γερμανική έκδοση). Η υπογράμμιση είναι του Μαρξ.
[4] Gerhard Schilfert: Die Englische Revolytion 1640-1649. (Η αγγλική επανάσταση 1640-1649), γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1989, σελ. 184.
[5] Joachim Hoppner/Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 26.
[6] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 33.
[7] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 28.
[8] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 34.
[9] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 34.
[10] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 51.
[11] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 60-74 (Για τους Λυσσασμένους).
Bend Jeschonek: Revolution in Frankreich 1789-1799. (Επανάσταση στη Γαλλία 1789-1799). Ein Lexikon (Ένα Λεξικό). Γερμανική έκδοση. Βερολίνο 1989, σελ. 132 κλπ.
[12] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Εισαγωγή, Βερολίνο, 1975, σελ. 56.
[13] Μανιφέστο των Λυσσασμένων. Στο: Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 2, Texte (Κείμενα), Βερολίνο, 1975, σελ. 7-18.
[14] Κ. Μαρξ: Die moraliserende kritik und die kritisierende moral. (Η ηθικολογική κριτική και η κριτική ηθική). Στο: MEW (γερμανική έκδοση) τ. 4, σελ. 341. Οι υπογραμμίσεις είναι του Μαρξ.
[15] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81.
[16] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81.
[17] Σχέδιο ενός οικονομικού Διατάγματος (απόσπασμα). Στο: Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 101 κ.ο.κ..
[18] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 556.
[19] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος ΙΙ, Βερολίνο, 1975, σελ. 557.
[20] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 81 κ.ο.κ..
[21] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 82 και Μέρος ΙΙ, σελ. 92 κ.ο.κ..
[22] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 82.
[23] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, Μέρος Ι, Βερολίνο, 1975, σελ. 86.
[24] Karl Marx-Freidrich Engels: Die Heilige Familie (Η Αγία οικογένεια). Στο: MEW τ. 2, σελ. 126. Γερμανική έκδοση. Οι υπογραμμίσεις υπάρχουν στο πρωτότυπο.
[25] Για την ιστορία του κινήματος των Χαρτιστών θα δείτε στον Dave Morgan: A short history of the British People. (Μια σύντομη ιστορία του βρετανικού λαού). Revised Edition (αναθεωρημένη έκδοση). Εκδόσεις: Veb Verlag Enzyklopadie Leipzig. Εκτη, μη τροποποιημένη, έκδοση, 1981, σελ. 53-64.
[26] Karl Marx: Das Elend Der Philosophy (Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας). Στο: MEW τ. 4, σελ. 180, γερμανική έκδοση.
[27] M. Hovell: The Chartist Movement. (Το κίνημα των Χαρτιστών), Μάντσεστερ 1943, σελ. 70 (αγγλική έκδοση). Παράθεση κατά Μόργκαν, σελ. 58.
[28] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).
[29] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).
[30] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden Klasse in England (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία). Στο: MEW, τ. 2. 445 (γερμανική έκδοση).
[31] Joachim Hoppner / Waltraud Seidel - Hoppner: Von Babeuf bis Blanqui. (Από τον Μπαμπέφ στον Μπλανκί). Γερμανική έκδοση, τ. 1, Βερολίνο, 1975, σελ. 204 κ.ο.κ., 298 κ.ο.κ., 316 κ.ο.κ..
Auguste Cornu: Karl Marx und Friedrich Engels, Leben und Werk, 1818-1844 (Κ. Μαρξ και Φρ. Ενγκελς, Βίος και Εργα, 1818-1844), τ. 2, γερμανική έκδοση, Βερολίνο 1962, σελ. 12 κ.ο.κ., και 34.
[32] Friedrich Engels: Die lage der arbeitenden klasse in England, (Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία), γερμανική έκδοση, σελ. 444.
[33] Friedrich Engels: Die trade-unions. (Τα τρεϊντγιούνιονς). Στο: MEW, γερμανική έκδοση, τ. 19, σελ. 258.
[34] W. I. Lenin: Die dritte Internationale und ihr Platz in der Gerchichte. (Η Τρίτη Διεθνής και η θέση της στην ιστορία). Στο: Εργα, (γερμανική έκδοση), τ. 29, σελ. 298.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου