Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

12.3.13

Μεταρρύθμιση ή επανάσταση



Ποια είναι η σχέση μεταξύ μεταρρύθμισης κι επανάστασης; Αυτό είναι το ερώτημα που απασχολεί διαχρονικά όσους ομνύουν σε μια σοσιαλιστική προοπτική κι αποτελεί βασικό κριτήριο για το διαχωρισμό των συνεπών επαναστατικών δυνάμεων από τις ρεφορμιστικές.

Μια αρχική απάντηση θα ήταν ότι οι δύο αυτοί όροι έρχονται μεταξύ τους σε μια διαλεκτική, αντιθετική σχέση, με την έννοια ότι αντιτίθενται, χωρίς όμως να αποκλείουν η μία την άλλη. Αυτός ο διαλεκτικός χαρακτήρας προκαλεί ενίοτε τη μετατροπή του ενός πόλου στο αντίθετό του και τη μεταξύ τους ταύτιση.
Κι αυτό μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση. Αφενός δηλ μια επιμέρους μεταρρύθμιση στη δοσμένη συγκυρία μπορεί να αποκτήσει στρατηγική σημασία και να προωθήσει μια σημαντική ρήξη, φέρνοντας προοδευτικά, απ’ την ίδια τη ροή των πραγμάτων κι όχι εγκεφαλικά, την επαναστατική υπόθεση στην ημερήσια διάταξη –όπως πχ η επίλυση του αγροτικού ζητήματος στη ρωσία του 17’ ή –όπως λένε κάποιοι- η διαγραφή του χρέους στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Υπάρχει όμως κι η αντίστροφη ανάγνωση, ότι ακριβώς στη δοσμένη συγκυρία, ακόμα και οι πιο μικρές επιμέρους μεταρρυθμίσεις, δε μπορούν να πραγματοποιηθούν στα πλαίσια του συστήματος, αλλά είναι δεμένες με το κεντρικό ζήτημα της ανατροπής του και προϋποθέτουν ριζικές αλλαγές σε επίπεδο πολιτικής εξουσίας –κι όχι απλής διακυβέρνησης.

Πέραν αυτού πάντως, το βασικό σε μια διαλεκτική σχέση δεν είναι ο αντιδιαλεκτικός συμψηφισμός των δύο πόλων, αλλά ο προσδιορισμός του πρωτεύοντος και καθοριστικού στοιχείου. Κι η πρωταρχική σημασία της επανάστασης σημαίνει ότι η έννοια της μεταρρύθμισης δε νοείται ξεχωριστά και αυτόνομα ως εναλλακτική στην επανάσταση, αλλά εντάσσεται σε αυτήν ως οργανικό της κομμάτι και την υπηρετεί.

Εφόσον λοιπόν δεν υπάρχει κάποια τυπική αντίθεση που να αποκλείει το συνδυασμό των δυο όρων, σε τι ακριβώς έγκειται ο ρεφορμισμός; Μα ακριβώς στην αποκοπή τους και την αυτονόμηση του πρώτου από το δεύτερο. Ρεφορμισμός πχ είναι η τελείως σχηματική αντίληψη του πι-πι, όπως την είχε εκφράσει παλιότερα σε κάποια ομιλία του: αφού δεν τίθεται ως άμεσο ενδεχόμενο η επανάσταση, είναι καιρός για μεταρρύθμιση –να ποιος είναι κατά πι-πι ο ρόλος των επαναστατών σε μη επαναστατικές εποχές.

Είναι η ίδια αντίληψη που σκιαγράφησε πολύ γλαφυρά στην κριτική της απέναντι στο μπερνστάιν η ρόζα λούξεμπουργκ λέγοντας πως η νομοθετική μεταρρύθμιση κι η επανάσταση δεν είναι δυο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου που μπορεί να διαλέξει κανείς μες στο μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα. Προσθέτοντας πως είναι δυο διαφορετικές στιγμές, όχι από την άποψη της χρονικής τους διάρκειας, αλλά από την άποψη του ουσιαστικού τους περιεχομένου. (…) Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης σε αντικατάσταση και σε αντίθεση με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής επανάστασης, δεν επιλέγει στην πραγματικότητα έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά ένα διαφορετικό σκοπό.
Ρεφορμισμός δηλ είναι η αντίληψη που διαχωρίζει χρονικά τους δύο όρους,πρώτα μεταρρύθμιση μετά επανάσταση, πρώτα η τακτική μας μετά η στρατηγική μας, ενώνοντάς τους φαντασιακά, σε ένα απώτερο θολό μέλλον, που μοιάζει λιγότερο πιθανό κι από τη δευτέρα παρουσία.

Ο ρεφορμισμός γενικά είναι η αντίληψη ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο με μερικές μικρές αλλαγές, χωρίς ριζικές ανατροπές και δύσκολες συγκρούσεις· η οποία βρίσκει αντικειμενικά πρόσφορο έδαφος σε ανοδικές περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά γίνεται διπλά επιζήμια σε περιόδους κρίσης και καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, με πρώτη και κύρια την τον ίδιο τον άνθρωπο και την εργατική του δύναμη.

Έχουμε συνηθίσει να κάνουμε τον κλασικό διαχωρισμό ρεφορμισμού-επανάστασης, εστιάζοντας στα ειρηνικά, μεταρρυθμιστικά μέσα που προκρίνει ο πρώτος για την επίτευξη του τελικού σκοπού, που θεωρητικά παραμένει κοινός. Στην πραγματικότητα ωστόσο ο σύγχρονος ρεφορμισμός έχει αποβάλει σχεδόν κάθε αναφορά στον τελικό στόχο του σοσιαλισμού. Αυτά δεν πουλάνε πολύ εξάλλου την τελευταία εικοσαετία, μετά τις ανατροπές, και δε μένουν ούτε καν για ιστορικούς λόγους, όπως δείχνει το παράδειγμα του κκγ με τον πολιτικό συμβολισμό της αφαίρεσης του σφυροδρέπανου από το σήμα του.

Το μόνο που έχει κρατήσει λοιπόν ο ρεφορμισμός είναι η διαχειριστική λογική για όλα τα επιμέρους μέτωπα: συνεννόηση και διάλογος αντί για «στείρα, επαναστατική γυμναστική», επαναδιαπραγμάτευση κι υπεύθυνη στάση χωρίς εξαλλοσύνες, ανάπτυξη κι υγιής επιχειρηματικότητα ως προοπτική και γενική πολιτική κατεύθυνση για την έξοδο από την κρίση.

Πώς θα επέλθει όμως η σύνδεση των δύο στιγμών, των μεταρρυθμίσεων με τον τελικό σκοπό; Και πώς θα πετύχουμε αυτή τη σύνδεση, αν απορρίπτουμε ως ρεφορμισμό τα μεταβατικά αιτήματα; Εδώ είναι ο κόμπος του ζητήματος. Ας τα δούμε συνοπτικά και ομαδοποιημένα.

Πρώτη κατηγορία. Δε μπορούμε να παραπέμπουμε τα πάντα στο σοσιαλισμό και να μην παλεύουμε για τα άμεσα.
Έτσι είναι και για αυτό δεν το κάνουμε. Όπως λέγαμε και σε μια σχετικά πρόσφατη ανάρτηση, δεν υπάρχει κανείς χώρος με στοιχειωδώς σοβαρή παρουσία, που να μην καταπιάνεται με την άμεση, καθημερινή πάλη και τις διεκδικήσεις του εργαζόμενου λαού. Κι αυτοί που τις τρέχουν και τις παλεύουν συνολικά με σχετική επάρκεια και συνέπεια είναι ακριβώς οι μαζικές συσπειρώσεις όπου συμμετέχουν και δρουν οι κομμουνιστές, σε πλήρη αντίθεση με τη δράση των εραστών του άμεσου και του εφικτού.

Δεύτερη κατηγορία: δε μπορούμε να μην προβάλλουμε πολιτικά αιτήματα και να μένουμε στις οικονομικές διεκδικήσεις (μισθοί, ασφαλιστικό, φορολογικό, κτλ), γιατί αυτός είναι ένας στείρος οικονομισμός ή τρεϊντγιουνιονισμός όπως τον έλεγαν στην εποχή του λένιν, από τη συντεχνιακή λογική των αγγλικών εργατικών ενώσεων.
Αυτή είναι η κλασική αιχμή που άφηνε ο εξαφανισμένος μετά τις εκλογές καζάκης, ο οποίος προέτασσε την ανάγκη προβολής πολιτικών αιτημάτων. Αλλά ως τέτοια εννοούσε αποκλειστικά και μόνο τα δημοκρατικά, αντι-ιμπεριαλιστικά –γι’ αυτόν εξάλλου ο χαρακτήρας της οκτωβριανής επανάστασης δεν ήταν σοσιαλιστικός, αλλά καθαρά δημοκρατικός. Κι ως κατεξοχήν δημοκρατική πάλη προέβαλε τα γνωστά αιτήματα γύρω από το χρέος, ακολουθώντας μια καθαρά τεχνική οικονομίστικη ανάλυση: να μην πληρώσουμε το χρέος γιατί δεν είναι βιώσιμο, να εθνικοποιήσουμε τις τράπεζες γιατί έτσι κι αλλιώς τις πληρώνουμε, κτλ.

Παρεμφερής ήταν κι η κριτική άλλων δυνάμεων που έλεγαν ότι η πολιτική συνείδηση δε μπορεί να προκύψει στη βάση της συνεχούς και μονότονης επίκλησης της επανάστασης και του σοσιαλισμού, αλλά μέσα από πολιτικά μεταβατικά αιτήματα (γύρω από το χρέος και το νόμισμα) και την ίδια την πείρα των μαζών.

Η πολιτικοποίηση των αγώνων που αναπτύσσονται το τελευταίο διάστημα αποτελεί πράγματι το κατεξοχήν ζητούμενο, κι αυτό αποτελεί κοινή παραδοχή, σε φραστικό τουλάχιστον επίπεδο.
Πρώτη σταθερά είναι ότι η ταξική –καταρχάς- συνειδητοποίηση των εργατών, η συνείδηση της τάξης τους, των ιδιαίτερων συμφερόντων της και κατ’ επέκταση του αγώνα της για την κατάκτηση της εξουσίας, έρχεται στη βάση σκληρών ταξικών αγώνων –που είναι κυρίως οικονομικοί. Κι αυτό δεν αποτελεί καμίας μορφής οικονομισμό, αλλά αδήριτη πραγματικότητα, που κανείς δε μπορεί να την υπερπηδήσει. Σε αυτήν τη συγκυρία εξάλλου δεν έχουμε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα που πάσχει από οικονομισμό, αλλά ένα αδύναμο κίνημα, χωρίς σαφή πολιτική στόχευση, που σ’ αυτή τη βάση αναπτύσσει «ασθένειες» όπως τη συντεχνιακή λογική.

Κατά δεύτερον. Αν σημαίνει κάτι το περίφημο απέξω του βλαδίμηρου κι η ύπαρξη οργανωμένης πολιτικής πρωτοπορίας, πέρα από τα συνδικάτα και τις εργατικές ενώσεις, αυτή είναι η σημασία της ιδεολογικής ζύμωσης. Ο ιδεολογικός αγώνας δε συνιστά σε καμία περίπτωση ιδεαλισμό, αλλά απαραίτητο κι αναντικατάστατο όπλο για τους κομμουνιστές. Κι αυτή η ζύμωση γίνεται ακόμα πιο πειστική, όσο δένεται με τις εξελίξεις και την κινούμενη πραγματικότητα.

Κι εδώ είναι όλο το ζουμί. Γιατί είναι ακριβώς η ίδια η αντικειμενική πραγματικότητα και όχι κάποιο εγκεφαλικό σχήμα που αναδεικνύει σήμερα τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και την επικαιρότητα της σοσιαλιστικής προοπτικής ως εναλλακτική. Είναι η ίδια η εποχή που απαιτεί μια συνολική πειστική αντιπρόταση, κι όχι κάτι αποσπασματικό και μεσοβέζικο.

Και η συνείδηση των μαζών; Δεν πρέπει να πειστούν από την ίδια τους την πείρα για αυτήν την αναγκαιότητα;
Καταρχάς δε νομίζω ότι είναι η πείρα αυτό που λείπει από τον ελληνικό λαό σήμερα, ειδικά σε μια τόσο πυκνή σε γεγονότα κι εναλλαγές περίοδο –ο περίφημος συμπυκνωμένος πολιτικός χρόνος, που ακούμε σε διάφορες αναλύσεις. Αυτό που λείπει είναι το κόκκινο νήμα που διαπερνά όλο αυτό το εμπειρικό υλικό κι οδηγεί στα σωστά συμπεράσματα για τις αιτίες και τις λύσεις των προβλημάτων.

Εάν λοιπόν δε μιλάμε για τον αντικειμενικό παράγοντα –που είναι υπερώριμος, κτλ- αλλά για το τι καταλαβαίνει ο κόσμος κι ως πού μπορεί φτάσει η συνείδησή του, τότε προσωπικά δεν καταλαβαίνω γιατί δεν προτάσσεται τακτικά το φλέγον ζήτημα του ιδιωτικού χρέους, που αγγίζει πιο άμεσα από κάθε τι την πλειοψηφία του κόσμου. Και σε αυτό το σημείο οφείλουμε να είμαστε πολύ επικριτικοί κι αυτοκριτικοί για την «καμπανιακή» δουλειά που έγινε πχ με τα χαράτσια και δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε όσο έπρεπε για να δώσει ώθηση στις τοπικές κινήσεις στις γειτονιές –λαϊκές επιτροπές, κτλ.

Επιπλέον, μια προσπάθεια πολιτικοποίησης πρέπει να είναι συγκεκριμένη, να παίρνει υπ’ όψιν της το επίπεδο συνειδητοποίησης του κόσμου, όχι για να βρει το άλλοθι των ιδεολογικών της εκπτώσεων, αλλά για να το πάρει και να το ανυψώσει. Πρέπει να δοκιμάζει αιτήματα και τρόπους δράσης, να είναι πραγματικά ευέλικτη κι όχι δογματικά προσκολλημένη πχ σε πέντε σημεία, τα οποία περιφέρονται προς πάσα χρήση σα μεγάλη παρασκευή. Η σύνδεση των όρων που μας απασχολούν εδώ, δεν επιτυγχάνεται φαντασιακά, με τη διαρκή μονότονη επίκληση ενός αφηρημένου μεταβατικού προγράμματος, επειδή έτσι το θέλησαν αυτοί που το κατάρτισαν ή βασικά το υιοθέτησαν αυτούσιο από τους αριστερούς οικονομολόγους με μερικά πασπαλίσματα.
Υπ’ όψιν ότι σε αυτό το σημείο εξετάζω το ζήτημα αφήνοντας σκόπιμα κατά μέρος τον πολιτικό χαρακτήρα του προγράμματος, αν είναι ρεφορμιστικό, επαναστατικό κτλ, (χωρίς να το θεωρώ άσχετο ή δευτερεύον σε σχέση με τα υπόλοιπα) βλέποντας αποκλειστικά αν και κατά πόσο είναι λειτουργικό σε ένα επιμέρους σημείο: τη σύνδεση με το επίπεδο συνείδησης των μαζών.

Πώς μπορεί να επέλθει λοιπόν η περιβόητη σύνδεση; Αυτό είναι το διαχρονικό ζητούμενο που απασχολεί την τέχνη της πολιτικής και κάθεκαλλιτεχνική φλέβα.
Χωρίς να προσπαθώ να υπεκφύγω, θέλω να σημειώσω εξ αρχής πως σε αυτά τα ζητήματα δεν χωράνε έτοιμες συνταγές, γιατί κινδυνεύουμε να φάμε τα μούτρα μας. Κι αυτή την έννοια είχε νομίζω το «βλέποντας και κάνοντας» που είχε γράψει κάποτε για τους επαναστάτες ο βλαδίμηρος, ο οποίος λειτουργούσε πάντα με ένα πολιτικό σχέδιο, αλλά ήξερε να το κρίνει διαλεκτικά και να μην κολλά σε παλιές φόρμουλες και συνθήματα.

Η συγκεκριμένη τακτική, τα λεγόμενα αιτήματα κρίκοι, πρέπει να παίρνουν υπ’ όψιν την ανάλυση της κάθε στιγμής, τις απότομες εναλλαγές και καμπές που θα προκύψουν, τις ευμετάβλητες λαϊκές συνειδήσεις και διαθέσεις. Με αυτή την έννοια είναι συνήθως πιο εύκολο να περιγράψει κανείς λεπτομερώς κάποιες γενικές αρχές και κατευθύνσεις για την κοινωνία του μέλλοντος –ακόμα κι αν η πραγματικότητα αποδειχθεί πολύ πιο περίπλοκη κι αντιφατική από τη γενική εικόνα που έχουμε, και εκδικηθεί τα σχέδια επί χάρτου που κάνουμε- παρά το συγκεκριμένο δρόμο που θα ακολουθήσει η εξέλιξη των πραγμάτων για να φτάσουμε σε αυτήν.

Εν πάση περιπτώσει, αν και μου λείπουν πολλά στοιχεία για να κάνω μια ασφαλή κι ολοκληρωμένη εκτίμηση της συγκεκριμένης περιόδου που διανύουμε, θα έλεγα ότι αυτό που ανεβάζει στη δεδομένη χρονική στιγμή το επίπεδο της συνείδησης του κόσμου είναι το σπάσιμο της λογικής της ανάθεσης, που έχει γίνει γάγγραινα, η επιλογή να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να μην περιμένει κανένα επίδοξο σωτήρα, ακόμα και κομμουνιστικής προέλευσης.
Κι αυτό ως βασικός κι αναντικατάστατος άξονας, ως βασική σταθερά, μπορεί να δέσει με οποιοδήποτε επιμέρους αίτημα, ανάλογα με τις απρόβλεπτες καμπές και τη μορφή που θα πάρει η όξυνση της κρίσης, των αντιφάσεων του συστήματος, των αντικειμενικών συνθηκών, καθώς και οι διαθέσεις του υποκειμενικού παράγοντα.

Αυτό νομίζω ότι έκαναν άλλωστε κι οι μπολσεβίκοι, δένοντας τη διεκδίκηση για γη, ψωμί κι ειρήνη με το σύνθημα: όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Ή αλλιώς: γη κι ειρήνη με σοβιετική εξουσία.
Αυτό στη σημερινή εποχή θα μπορούσε να είναι η αποδέσμευση από την εε, η διαγραφή του χρέους, η και κάτι πιο ειδικό (ακόμα κι η ακύρωση του μνημονίου), που θα συγκινεί τις μάζες, αλλά θα συνδέεται άρρηκτα με το κεντρικό ζήτημα κάθε επανάστασης: την εξουσία. Κι ό,τι θυσίες είναι να υποστεί μετά ο λαός, να τις κάνει κάτω από τη δική του σημαία και για την υπεράσπιση της δικής τους εξουσίας και υπόθεσης. Όχι κάτω από την κίβδηλη σημαία της σωτηρίας της χώρας και του έθνους των καπιταλιστών.

Με άλλα λόγια κάτι σαν: λαϊκή εργατική εξουσία και ξερό ψωμί. Κι αν δεν υπάρχει αρκετό, θα καλύψουμε τα κενά στον επισιτισμό με παντεσπάνι…

2 σχόλια: