Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

14.6.11

Η Αυτοκρατορία των Negri και Hardt: ένα νέο κομμουνιστικό μανιφέστο ή ένα ρεφορμιστικό καλωσόρισμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης;


ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ & ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΕΖΕΡΛΗΣ

( μέρος 1ο )

Περίληψη: Η Αυτοκρατορία των Antonio (Toni) Negri και Michael Hardt (Harvard University Press 2000) έχει γενικά χαρακτηριστεί από τον καθεστωτικό τύπο, αλλά και από κάποιους στην Αριστερά επίσης, ως ένα είδος νέου «Κομμουνιστικού Μανιφέστο». Ωστόσο, μια προσεκτική εξέταση του περιεχομένου του βιβλίου, κάνει σαφές ότι, μακριά από το να έχει ριζοσπαστικές σημασίες παρόμοιες με το αυθεντικό Μανιφέστο, η Αυτοκρατορία θα έπρεπε καλύτερα να χαρακτηριστεί ως ένα «αντικειμενικό» καλωσόρισμα στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. 


1. Αυτοκρατορία και πολιτική παγκοσμιοποίηση 
Η πολιτική συγκρότηση της Αυτοκρατορίας 
Η Αυτοκρατορία στην προβληματική των Hardt και Negri (H&N από δω και στο εξής) είναι η κυρίαρχη εξουσία που κυβερνά τον σύγχρονο κόσμο, είναι η πολιτική μορφή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Οι συγγραφείς ξεκινούν τη συζήτηση για τη συγκρότηση της Αυτοκρατορίας με δικαϊκούς όρους, στη βάση του ότι οι δικαϊκοί μετασχηματισμοί ουσιαστικά φανερώνουν τις αλλαγές στην υλική δομή της παγκόσμιας εξουσίας και τάξης. Χρησιμοποιώντας ως σημείο εκκίνησής τους τη δικαϊκή δομή των Ηνωμένων Εθνών, έπειτα προχωρούν να εξετάσουν το ανανεωμένο ενδιαφέρον στην αντίληψη του «δίκαιου πολέμου» και περιγράφουν το λεγόμενο «δικαίωμα παρέμβασης» σα να προέρχεται από «μια μόνιμη κατάσταση ανάγκης και εξαιρετικών συνθηκών που δικαιολογείται με βάση τις ουσιαστικές αρχές της δικαιοσύνης» (σελ.18). Ωστόσο, όπως οι H&Nισχυρίζονται: «Αν και η πρακτική της Αυτοκρατορίας είναι συνεχώς λουσμένη στο αίμα, η αντίληψη της Αυτοκρατορίας είναι (ιδεολογικά) πάντοτε συνδεδεμένη με την ειρήνη  μία συνεχή και οικουμενική ειρήνη έξω από την ιστορία» (σελ. xv).

Ωστόσο, οι συγγραφείς, δεν περιορίζονται μόνο στη δικαϊκή προοπτική, αλλά αναλύουν επίσης το μετασχηματισμό του προτύπου εξουσίας από την προοπτική της βιοπολιτικής παραγωγής, δηλαδή «της παραγωγής της ίδιας της κοινωνικής ζωής όπου το οικονομικό, το πολιτικό και το πολιτισμικό αυξανόμενα αλληλεπικαλύπτονται και επενδύουν το ένα στο άλλο» (σελίδα xiii). Σε αυτή την προβληματική, χρησιμοποιούν τόσο την έννοια  της κοινωνίας του ελέγχου του Foucault, όσο και τις ιδέες του για τη φύση της βιοεξουσίας (δηλ. «μια μορφή εξουσίας που ρυθμίζει την κοινωνική ζωή από μέσα της, ακολουθώντας την, ερμηνεύοντας την, απορροφώντας την και επαναδιατυπώνοντας την» (σελ. 23-24). Σε αυτό το πλαίσιο, οι H&N βλέπουν τη σύγχρονη μορφή της Αυτοκρατορίας ως ομοούσια με την ύπαρξη ενός δίπολου (το οποίο αποκαλούν «αυτοκρατορικό δικέφαλο αετό»): από τη μία μεριά, «μια δικαϊκή δομή και μία συντεταγμένη εξουσία, δομημένη από τη μηχανή της βιοπολιτικής εξουσίας» (σελ. 60) και από την άλλη μεριά «το πολυφωνικό πλήθος των παραγωγικών δημιουργικών υποκειμενικοτήτων της παγκοσμιοποίησης που έχουν μάθει να πλέουν σ’ αυτήν την τεράστια θάλασσα» (σελ. 60). Αυτό το δίπολο σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κάποιον από τους δύο όρους, με άλλα λόγια «η δύναμη του πλήθους να «αποεδαφικοποιεί» είναι η παραγωγική δύναμη που στηρίζει την Αυτοκρατορία» (σελ. 61).

Μετά την εισαγωγή αυτή στα γενικά θεωρητικά εργαλεία που περιγράψαμε εν συντομία παραπάνω, οι H&Nπροχωρούν για να συζητήσουν τη μετάβαση από τον ιμπεριαλισμό στην Αυτοκρατορία χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς την έννοια της κυριαρχίας. Ξεκινούν με την έννοια της νεωτερικότητας (διαχωρίζοντας την απ’ αυτό που περιγράφουν ως σύγχρονη μετα-νεωτερικότητα) την οποία βλέπουν να χαρακτηρίζεται από κρίση, «μια κρίση που γεννήθηκε από την αδιάκοπη πάλη μεταξύ των ενυπάρχοντων, εποικοδομητικών, δημιουργικών δυνάμεων και της ανώτερης εξουσίας που στόχευε να αποκαταστήσει την τάξη» (σελ.76). Εξετάζουν τρεις προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης της νεωτερικότητας: την ανάπτυξη του σύγχρονου κυρίαρχου κράτους, την ανάπτυξη της έννοιας του έθνους και της συναφούς έννοιας του λαού και, τέλος, την ανάδυση της αποικιοκρατικής κυριαρχίας. Το συμπέρασμά τους είναι ότι ενώ η αποικιοκρατία είναι διαλεκτική, η πραγματικότητα δεν είναι, διαχωριζόμενοι έτσι μερικώς από τη μαρξιστική ορθοδοξία. Ως περίληψη των παραπάνω τριών προσπαθειών για την επίλυση της κρίσης της νεωτερικότητας, προσφέρουν την ακόλουθη αλυσίδα εκπροσωπήσεων: «ο λαός που εκπροσωπεί το πλήθος, το έθνος που εκπροσωπεί τον λαό και το κράτος που εκπροσωπεί το έθνος» (σελ.134)  μια αλυσίδα η οποία, μπορούμε να προσθέσουμε, προέρχεται από μια αρκετά συγκεχυμένη ανάλυση της σχέσης μεταξύ έθνους και κράτους (οι H&N μοιάζουν να πιστεύουν ότι ένα έθνος αυτόματα οδηγεί σε ένα έθνος-κράτος). Σ’ αυτό το πλαίσιο, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι H&N, εξετάζοντας το πέρασμα από το πρότυπο της μοντέρνας κυριαρχίας προς το πρότυπο της αυτοκρατορικής κυριαρχίας, θεωρούν ότι οι μεταμοντέρνες και μετά-αποικιακές θεωρίες (και οι φονταμενταλισμοί, με έναν διαφορετικό τρόπο) είναι «σημαντικές συνέπειες [που] αντανακλούν ή σκιαγραφούν την επέκταση της παγκόσμιας αγοράς και την αλλαγή της μορφής κυριαρχίας» (σελ.138-139).

Ο επόμενος στόχος τους είναι να περιγράψουν τη σημερινή αυτοκρατορική κυριαρχία (δηλ. την κυριαρχία όπως δομήθηκε μετά το παραπάνω «πέρασμα»). Έτσι, εξετάζουν το ρόλο που έπαιξε η Αμερικάνικη Επανάσταση στην καινοτομία σχετικά με τη γενεαλογία της έννοιας της σύγχρονης κυριαρχίας, βρίσκοντας σ’ αυτήν τη βάση πάνω στην οποία μια νέα αυτοκρατορική κυριαρχία έχει σχηματιστεί. Μετά από μια συζήτηση της ιμπεριαλιστικής τάσης που διέτρεχε ολόκληρη την ιστορία των ΗΠΑ (τα πιο προφανή παραδείγματα της οποίας είναι η εκμετάλλευση της μαύρης εργασίας και το Δόγμα Monroe) οι H&N διατείνονται ότι η επεκτατική τάση της Αυτοκρατορίας θα έπρεπε ξεκάθαρα να διαχωριστεί από τον επεκτατισμό των σύγχρονων εθνών-κρατών (σελ.166). Η Αυτοκρατορία επεκτείνει και παγιώνει το μοντέλο του δικτύου εξουσίας, ενώ ο χώρος της αυτοκρατορικής κυριαρχίας είναι πάντοτε ανοιχτός. Το καινοτόμο στοιχείο στην ανάλυσή τους είναι η αντίληψη της Αυτοκρατορίας ως αποκεντρωμένου και αποεδαφικοποιημένου μηχανισμού εξουσίας που προοδευτικά ενσωματώνει ολόκληρο τον παγκόσμιο χώρο μέσα στα ανοιχτά του, επεκτεινόμενα σύνορα. Κατά την άποψή τους, στο πέρασμα από τον ιμπεριαλισμό στην Αυτοκρατορία «υπάρχει προοδευτικά λιγότερη διάκριση μεταξύ του έξω και του μέσα» (σελ.187). Βλέπουν την αυτοκρατορική κυριαρχία να οργανώνεται όχι γύρω από μια κεντρική σύγκρουση άλλα μάλλον μέσω ενός ελαστικού δικτύου μικρό-συγκρούσεων. Πιστεύουν ότι αυτό που ορίζει την  αυτοκρατορική κυριαρχία δεν είναι απλώς μια κρίση  αλλά μια καθολική κρίση, ή, πιο σωστά, διαφθορά (μια διαφθορά που νομίζουν ότι δεν είναι τυχαία αλλά αναγκαία σελ.202).

Οι H&N δηλώνουν από την αρχή του βιβλίου τους ότι σήμερα «η κυριαρχία έχει πάρει μια νέα μορφή, που συντίθεται από μια σειρά εθνικών και υπερεθνικών οργανισμών που τους ενώνει μια ενιαία λογική εξουσίας» (σελ. xii). Σ’ αυτό το πνεύμα, καταλήγουν στο σωστό συμπέρασμα ότι μολονότι οι ΗΠΑ κατέχουν μια προνομιακή θέση στην Αυτοκρατορία, αυτό δε σημαίνει ότι οι ΗΠΑ είναι ο ηγέτης της, με τον τρόπο που τα Ευρωπαϊκά έθνη-κράτη ήταν οι ηγεμονικές δυνάμεις του κόσμου στο παρελθόν: «η μεταμοντέρνα μας Αυτοκρατορία δεν έχει Ρώμη» (σελ.317). Ωστόσο, αφού δε βλέπουν ένα κέντρο της Αυτοκρατορίας με τη μορφή, για παράδειγμα, της υπερεθνικής ελίτ, και είναι ευχαριστημένοι απλά να δηλώνουν ότι δεν έχουμε ένα εκκολαπτόμενο οιονεί υπερεθνικό οιονεί κράτος (σελ.38-39), η θέση τους για μια Αυτοκρατορία χωρίς Αυτοκράτορες καταντά αβάσιμη. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι στη διαδικασία προσφέρουν κάποιες πολύπλοκες διατυπώσεις που παραμένουν αφηρημένες και μη συνδεόμενες με τον κόσμο της πραγματικής ζωής.  

Μια Αυτοκρατορία χωρίς Αυτοκράτορες 

Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάποιος  να ισχυριστεί ότι[1] οι μορφές πολιτικής δομής που αναδύθηκαν στην νεωτερική κοινωνία πάντα στόχευαν να είναι συμβατές με τις ποικίλες μορφές της οικονομίας της αγοράς που αναπτύχθηκαν με τον καιρό, από την εγκαθίδρυσή της εδώ και δύο αιώνες. Υπάρχουν έτσι σημαντικές διαφορές μεταξύ των ποικίλων μορφών  πολιτικών δομών που αναδύθηκαν στην εποχή της νεωτερικότητας. Έτσι, η «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία της φιλελεύθερης φάσης της νεωτερικότητας εξελίχθηκε στη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της νεωτερικότητας σε ένα πολιτικό σύστημα πολύ υψηλότερου βαθμού συγκέντρωσης πολιτικής δύναμης στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας, τόσο στη Δύση όσο και, ακόμη περισσότερο, στην Ανατολή[2]. Αυτό το σύστημα σήμερα αντικαθίσταται από νέες διεθνοποιημένες πολιτικές δομές ώστε να αρμόζουν στις ήδη διεθνοποιημένες οικονομικές δομές, εκφράζοντας έναν ακόμη υψηλότερο βαθμό πολιτικής δύναμης που ταιριάζει με την αντίστοιχη τεράστια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης που έφερε η παγκοσμιοποίηση. Έτσι, στη σημερινή νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το παλιό Βεστφαλιανό σύστημα των κυρίαρχων εθνών-κρατών αντικαθίσταται από ένα πολυεπίπεδο σύστημα πολιτικό-οικονομικών οντοτήτων το οποίο στο μικρό-επίπεδο επεκτείνεται σε μικρό-περιοχές, διεθνείς πόλεις και παραδοσιακά κράτη, ενώ στο νέο διεθνοποιημένο μακρό-επίπεδο (όπου λαμβάνονται οι πιο σημαντικές αποφάσεις) επεκτείνεται προς μια νέα υπερεθνική ελίτ και τις πολιτικοοικονομικές της εκφράσεις.

Για τους H&N, η πολιτική δομή της Αυτοκρατορίας (δηλ. Η Νέα Παγκόσμια  Τάξη) «εκφράζεται σαν δικαϊκός σχηματισμός» (σελ 3). Ωστόσο, αυτή η περιγραφή της Αυτοκρατορίας δεν παρέχει καμιά απάντηση στο καίριο ζήτημα της οντότητας που παίρνει τις πρωτοβουλίες για το πώς θα αναπαραχθεί καλύτερα η οικονομική παγκοσμιοποίηση και θα διασφαλιστεί η συνολική σταθερότητα του συστήματος. Είναι φανερό ότι «η δικαϊκή δομή και η συντεταγμένη εξουσία» που περιγράφουν μπορεί μόνο να εφαρμόσει αποφάσεις και νόρμες αλλά δεν μπορεί να πάρει την πρωτοβουλία να θέσει τις νόρμες τις ίδιες ή να εξαπολύσει τους «πολέμους» που είναι αναγκαίοι για τη σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος. Ένα κέντρο εξουσίας, μια ελίτ, απαιτείται γι αυτό το σκοπό και αν και οι συγγραφείς έχουν δίκιο ότι σήμερα δεν υπάρχει ένα τέτοιο κέντρο εξουσίας με τη μορφή μιας ενιαίας αυτοκρατορικής δύναμης όπως οι ΗΠΑ, αυτό δεν αποκλείει την ύπαρξη μιας αποκεντρωμένης υπερεθνικής ελίτ, η οποία, από μόνη της, συνιστά το κέντρο εξουσίας.

Σε προηγούμενες μορφές νεωτερικότητας, (δηλ. στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα του 19ου αιώνα και την κρατικιστική νεωτερικότητα του 20ου αιώνα), όπου η οικονομία της αγοράς ήταν βασικά εθνική, ήταν τα έθνη-κράτη που είχαν επωμισθεί αυτό το ρόλο. Το ζήτημα είναι λοιπόν: ποιος παίζει αυτό το ρόλο στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς? Σαφώς, η οικονομική παγκοσμιοποίηση απαιτεί μια συμπληρωματική πολιτική παγκοσμιοποίηση, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, μια διεθνοποιημένη οικονομία χρειάζεται τη δική της υπερεθνική ελίτ. Άλλοι μαρξιστές, όπως ο Leslie Sklair[3] έχουν δείξει την ύπαρξη μιας νέας υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης ενώ ένας από μας προσπάθησε να κάνει το ίδιο σε σχέση με την ύπαρξη μιας υπερεθνικής ελίτ.[4] Πάνω σ’ αυτό, οι H&N προσφέρουν την άκρως ακατάλληλη θέση μιας νέας Αυτοκρατορίας χωρίς κέντρο και χωρίς Αυτοκράτορες που την χειρίζονται!

Σ’ αυτό το εναλλακτικό θεωρητικό πλαίσιο, η νέα υπερεθνική ελίτ μπορεί να θεωρηθεί ως ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός εξουσίας χωρίς εδαφικό κέντρο εξουσίας που βασίζεται σε ένα μόνο έθνος-κράτος, δηλ. ως μια ελίτ που αντλεί τη δύναμή της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική εξουσία) λειτουργώντας σε υπερεθνικό επίπεδο  γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει, μόνο ή κυρίως, τα συμφέροντα ενός συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Αποτελείται από υπερεθνικές πολιτικές, οικονομικές και επαγγελματικές ελίτ και διαφοροποιείται από τις εθνικές ελίτ λόγω του γεγονότος ότι βλέπει τα ζωτικά συμφέροντά της με όρους διεθνών, παρά εθνικών, αγορών[5]. Αυτή είναι επομένως μια άτυπη παρά μια θεσμοποιημένη ελίτ. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που η οικονομική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μια άτυπη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των μελών της οικονομικής ελίτ, έτσι και η πολιτική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μια άτυπη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των μελών της πολιτικής ελίτ. Η οικονομική ελίτ, λοιπόν, αποτελεί αυτό το κομμάτι της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ενώ η πολιτική ελίτ αποτελεί αυτό το κομμάτι της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει την καθαρά πολιτικό-στρατιωτική διάσταση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης. Οι κύριοι θεσμοί που εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ είναι η οικονομία της αγοράς και η «αντιπροσωπευτική» δημοκρατία αντίστοιχα, ενώ οι κύριοι θεσμοί μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ασκεί τον άτυπο έλεγχο της είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η NAFTA, οι G8, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, το NATO και τα Ηνωμένα Έθνη.

Ο άτυπος χαρακτήρας της πολιτικής παγκοσμιοποίησης δε χρειάζεται μόνο για να διατηρηθεί η πρόσοψη μιας εύρυθμης αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»  στην οποία οι τοπικές ελίτ υποτίθεται ότι ακόμα παίρνουν σημαντικές αποφάσεις, αλλά επίσης και για να διατηρηθεί το εσωτερικό μονοπώλιο της βίας του έθνους-κράτους. Το τελευταίο είναι απαραίτητο ώστε οι τοπικές ελίτ να μπορούν να ελέγχουν τους πληθυσμούς τους γενικά και τη μετακίνηση εργασίας ειδικότερα καθώς και να ενισχύουν την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων. Περιττό να προστεθεί ότι αυτή η μορφή πολιτικής παγκοσμιοποίησης, δεδομένης της άνισης κατανομής πολιτικής/στρατιωτικής δύναμης μεταξύ των μελών της υπερεθνικής ελίτ, αναπόφευκτα καθιερώνει την άτυπη ηγεμονία της Αμερικανικής πολιτικής ελίτ.

Οι τρεις «πόλεμοι», επομένως, που εξαπολύθηκαν από την υπερεθνική ελίτ (και διεκπεραιώθηκαν κυρίως από την Αμερικανική ελίτ) τα τελευταία δέκα χρόνια από την ανάδυσή της μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (δηλ. ο Πόλεμος του Κόλπου,[6] ο πόλεμος στο Κόσσοβο[7] και ο συνεχιζόμενος «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία»), στην πραγματικότητα, αποτελούν περιπτώσεις που τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός άτυπου συστήματος υπερεθνικής διακυβέρνησης, μία πολιτική παγκοσμιοποίησης της οποίας προΐσταται η υπερεθνική ελίτ. Αυτή η πολιτική παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζεται εσφαλμένα από κάποιους ως η τελευταία μορφή του ιμπεριαλισμού[8]  ένας όρος που αναφέρεται σε ένα προηγούμενο στάδιο της οικονομίας της αγοράς και έχει μικρή σχέση με τη σημερινή διεθνοποιημένη της μορφή. Ο Ιμπεριαλισμός θεμελιώθηκε πάνω σε εθνικά κράτη και αγορές, ενώ η σημερινή πολιτική παγκοσμιοποίηση κτίστηκε πάνω στην οικονομική παγκοσμιοποίηση η οποία, παρά την αβάσιμη ανάλυση της ρεφορμιστικής Αριστεράς[9] (στην οποία οι H&Nσωστά ασκούν κριτική), είναι ένα νέο φαινόμενο που δεν ελέγχεται από καμιά εθνική ελίτ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου