Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

26.5.11

Το θερμό ρεύμα του μαρξισμού


Ερνστ Μπλοχ
«Ο Μαρξ ως ο στοχαστής της επανάστασης»
                                                             

Η εξέγερση ή τουλάχιστον η δυσαρέσκεια υπήρξε σε όλες τις εποχές. Όμως σε κάθε δέκα επαναστάσεις αντιστοιχούν εκατοντάδες χιλιάδες πόλεμοι. Εντούτοις, έγιναν δέκα, δεκαπέντε ή είκοσι επαναστάσεις (όσο περισσότερες, τόσο το καλύτερο). Αλλά ο πρώτος άνθρωπος που στοχάστηκε την επανάσταση ήταν ο Καρλ Μαρξ.

Έτσι προκύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα τα οποία θα ήθελα να διατυπώσω υπό μορφήν θέσεων:

1. Η λέξη – κλειδί, «Δυσαρέσκεια».
Η δυσαρέσκεια είναι εύκολο να υπάρχει απλωμένη παντού και χωρίς αμφιβολία είναι καλύτερη από το τίποτα. Το πόσο είναι θετική μπορεί να διαπιστωθεί στις μέρες μας, στο ξεσήκωμα των φοιτητών. Όμως ποιός είναι ο δρόμος που οδηγεί από την αρχικά ψυχολογική κατάσταση της δυσαρέσκειας στην εξέγερση; Η δυσαρέσκεια δεν αρκεί. Ο καθείς πρέπει να γνωρίζει όχι μόνο τι δεν θέλει, αλλά επίσης και τι θέλει. Στη λογική υπάρχει η έννοια του ορίου. Όταν αισθανόμαστε την ύπαρξη ενός ορίου, το έχουμε ήδη επεξεργαστεί νοητικά. Η νοσταλγία του φυλακισμένου για ελευθερία περιέχει την ιδέα της ελευθερίας.
Ο Καρλ Μαρξ που διείδε τη δυσαρέσκεια, που έθεσε βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους χωρίς ποτέ να ξεχνά τον έσχατο στόχο που εξυπονοείται μέσα τους, ζήτησε την εξάλειψη όλων των όρων που κάνουν τον άνθρωπο να είναι ένα καταπιεσμένο, χαμένο, αξιοκαταφρόνητο, λησμονημένο ον. Αυτό το διαπίστωσε όχι μόνο αρνητικά, αλλά απολύτως θετικά. Το άλμα από την κατάσταση της αναγκαιότητας στη κατάσταση της ελευθερίας γίνεται ξεκάθαρο, στ΄αλήθεια, με την προκλητικότητα μιας συνθηματολογίας, εξαιτίας της εξίσωσης φιλοσοφίας και πράξης.
Το σημείο μέσα από το οποίο ο Μαρξ μετέτρεψε τη δυσαρέσκεια ήταν η αντίφαση με δύο μορφές: ο υποκειμενικός παράγων και τα όριά του, προπάντων, ο αντικειμενικός παράγων μέσω του οποίου η ψυχική προδιάθεση της επανάστασης και η αποκλειστικά αφηρημένη Ουτοπία βρίσκονται αντιμέτωπες με την παρακμή τους.
Η αντίφαση είναι υποκειμενικά «αντιφατική» και κατά συνέπεια επαναστατική, αντικειμενικά είναι μια ασυνέπεια, κυρίως μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των συνθηκών παραγωγής.
Υπάρχει μια βασική αντίφαση μεταξύ του συλλογικού τρόπου παραγωγής του εργοστασίου, ο οποίος θα επέβαλλε την κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία, και της ιδιωτικής οικειοποίησης της παραγώμενης υπεραξίας με τη μορφή του κέρδους. Αυτή η βασική αντίφαση, που ο Μαρξ έφερε στο φως με εξαιρετική οξύτητα, διατηρείται στον προηγμένο καπιταλισμό, ακόμη και όταν αποκρύβεται μέσα από ένα σωρό έξυπνες ασυναρτησίες για κοινωνική συμμετοχή, ιδιαίτερα στη Δυτική Γερμανία.
Οι λέξεις «καταπιεστής – καταπιεζόμενος» δεν είναι πλέον στη μόδα, και δεν μπορούμε πια να μιλάμε για την εξαθλίωση του προλεταριάτου. Ωστόσο, ο Μπρέχτ πρότεινε μια άλλη αντίθεση: «διευθύνοντες – διευθυνόμενοι». Αλλά οι διευθυνόμενοι είναι οι ίδιοι φτωχοδιάβολοι όπως πριν οι προλετάριοι. Απλώς έχουν πιο ωραίο όνομα.

2. Το πρώτο πρόβλημα είναι: με ποιό τρόπο η δυσαρέσκεια γίνεται θετική; Σε ποιόν βαθμό είναι δείκτης αυτού με το οποίο θα μπορούσε να ικανοποιηθεί;
Το δεύτερο πρόβλημα είναι εκείνο της βίας. Ο Μαρξ οχι μονο ξανάστησε τη διαλεκτική του Χέγκελ στα πόδια της, αλλά την έμαθε και πως να περπατά. Όταν οι «αρχές» ασκούν βία, αυτό δεν ονομάζεται βία. Όμως αν ο καταπιεσμένος προσφεύγει έστω και στην πιο αξιοθρήνητη πράξη αυτοάμυνας, τότε η «βία» αυτή θεωρείται έγκλημα και καταστέλλεται από την αστυνομία. Μια υποκριτική αγανάκτηση σχετικά μ΄αυτό εμφανίζεται στην επί του Όρους Ομιλία. Όμως ο Ιησούς είπε και άλλα πράγματα: «ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν!» το να μην αντιστέκεται κανείς στο κακό μπορεί να είναι δυνατόν στους ουρανούς, όχι όμως εδώ στην πράξη.
Το πρόβλημα της βίας ερμηνεύτηκε λανθασμένα μέχρι τις μέρες μας ως το κυριότερο πρόβλημα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς στα τέλη του 19ου αιώνα περίμεναν τη μεγάλη καταστροφή σχεδόν από στιγμή σε στιγμή. Πίστευαν ότι οι συνθήκες θα ωρίμαζαν από μονες τους μέχρι που τα τυχαία και τεχνητά, τα παλαιομοδίτικα και απαρχαιωμένα εμπόδια απλώς θα έπρεπε να παραμεριστούν σαν ξεραμένα κλαριά, ώστε να γεννηθεί η καινούρια κοινωνία και η ελευθερία.
Σήμερα δεν μπορούμε να δούμε έτσι τα πράγματα. Ο κόσμος και οι κοινωνικές συνθήκες έχουν βυθιστεί σε ένα είδος αντικειμενικά πραγματικής ομίχλης που υπάρχει όχι μέσα στο νου.
Αυτή η ομίχλη θα διαλυθεί, χωρίς αμφιβολία. Όμως προς το παρόν η ιδέα δεν φαίνεται να αναδύεται μέσα από την πραγματικότητα, κι ούτε η πορεία των γεγονότων φαίνεται να τίθεται αυτόματα. Αν παραμείνουμε αδρανείς θα συμβάλουμε στο να εξαφανιστεί αυτό που ήδη έχει επιτευχθεί.
Το αίμα που χύθηκε στις επαναστάσεις είναι πολύ λιγότερο αν συγκριθεί με το αίμα που χύθηκε στους πολέμους.

3. Ο ρόλος της τελικής κατάληξης; Αυτό που ο σοσιαλισμός επιθυμούσε ως τελικό στόχο πρέπει να παρουσιαστεί σε όλα τα στάδια, αλλιώς οι βραχυπρόθεσμοι σκοποί καταντούν βαρετοί. Η ιδέα του «καλύτερου μέλλοντος» και του ένθερμου μαζικού κινήματος στον αγώνα για το μέλλον αυτό έχει ξεθωριάσει και πεθαίνει μέσα σ΄όλες τις μαρξιστικές συζητήσεις από το 1918, αν και ο στόχος είναι πιο κοντινός. Η κληρονομική σοσιαλιστική γη έχει παραδοθεί στον εχθρό, έχει εγκαταλειφθεί στους ναζί και στην εκκλησιαστική προπαγάνδα.
Ποιός στόχος και για ποιό σκοπό; Τι επιθυμούμε πραγματικά; Πρέπει να σκεφθούμε πάνω σ΄αυτό. Όχι πια έξω από κάθε συνάφεια μέσα σε μια αφηρημένη Ουτοπία αλλά μέσα στην καινούρια ιδέα μιας συγκεκριμένης Ουτοπίας όπως μας την είχε δείξει ο Μαρξ, μιας Ουτοπίας που δεν είναι πλέον Ουτοπία διότι είναι συγκεκριμένη, δεν έχει χάσει τη θέα της πραγματικότητας. Η Ουτοπία αυτή δεν μπορεί να επιτευχθεί, μέχρι που τελικά να φθάσουμε στη μεγάλη ειρήνη την οποία ο Τόμας Μύντσερ – και όλοι οι άλλοι μεγάλοι επαναστάτες – οραματίσθηκε με το σύμβολο του ουράνιου τόξου, χωρίς τεμπελιά και χωρίς προδοσία στα μέτωπα.
Αυτό είναι που ονομάζω το θερμό ρεύμα του μαρξισμού και που απαιτεί την πιο ζωντανή μας σκέψη και συζήτηση.

Ερνστ Μπλοχ
16 Αυγούστου 1968

Ερνστ Μπλοχ, «Ουτοπία και Επανάσταση», εκδ. Έρασμος
σελ. 29 - 32

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου