Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

21.5.11

Πλασματικό Κεφάλαιο, Άντι Μπλούντεν, μέρος 1ο



από το ιστολόγιο PRAXIS

Η συνεχιζόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση έχει οδηγήσει πολλούς σχολιαστές να παρατηρήσουν ότι ίσως ο Μαρξ είχε δίκιο (1) εφ’ όλης της ύλης. Αλλά δίκιο σε τι ακριβώς; Ο Μαρξ ξεκάθαρα θεωρούσε τον καπιταλισμό ως ένα μεταβατικό ιστορικό σχηματισμό (2), αλλά γενικά απέφευγε να κάνει προβλέψεις. Ωστόσο, αφιέρωνε όντως ένα σημαντικό ποσό ενέργειας για να εκθέσει τη ρηχή και αυτό-απατηλή οικονομική επιστήμη του καιρού, και τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί από τότε.Υπάρχει μια έννοια από το οικονομικό έργο του ιδιαίτερα που αξίζει την προσπάθεια να την κατανοήσουμε και να την επαναφέρουμε στην οικονομική συζήτηση: το πλασματικό κεφάλαιο (3). Αυτή είναι μια έννοια που οι σύγχρονοι οικονομολόγοι δεν μπορούν να αποδεχτούν, ακόμη και ενόψει της εξαφάνισης τεράστιων περιουσιών σε μια νύχτα. Ωστόσο, είναι η έννοια του πλασματικού κεφαλαίου που αποτελεί κλειδί για την κατανόηση σχεδόν όλων των οικονομικών κρίσεων από τον καιρό του Μαρξ καθώς και της ίδιας της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού. Αλλά πρώτα είναι αναγκαίο να σκιαγραφήσουμε τι εννοούσε ο Μαρξ με τον όρο κεφάλαιο και ιδιαίτερα την έννοια με την οποία το κεφάλαιο μπορεί να είναι πραγματικό, και όχι πλασματικό.


Στην πιο απλή, αρχέτυπη περίπτωση, ένας εργαζόμενος δουλεύει, ας πούμε, μια 40ωρη βδομάδα, και από τη στιγμή που έχει ολοκληρώσει μόνο 10 ώρες, έχει ήδη παράγει για τον εργοδότη του αρκετό προϊόν (ή πιο γενικά “πρόσθετη αξία”) για να καλύψει το κόστος της δικής του αμοιβής. Αλλά πρέπει να εργαστεί άλλες 30 ώρες προτού πληρωθεί. Το προϊόν αυτής της πρόσθετης εργασίας ο εργοδότης το καρπώνεται για τον εαυτό του4, το διανέμει μεταξύ των μετόχων, πληρώνει ενοίκιο, τόκο ή χρέος, φόρους, κ.ο.κ. Η αξία που έχει ο εργάτης για τα δικά του έξοδα και την ανατροφή των παιδιών του αποκαλείται αναγκαία εργασία· η αξία που ο εργοδότης μοιράζεται με τα παράσιτά του αποκαλείται πρόσθετη εργασία5. Έτσι η εργασία της εργατικής τάξης διαιρείται σε αναγκαίο χρόνο εργασίας που πληρώνεται με τη μορφή των μισθών, και πρόσθετη εργασία που είναι απλήρωτη. Είναι αυτή η απλήρωτη εργασία που υποστηρίζει όχι μόνο τον τρόπο ζωής των εργοδοτών και των τσιρακιών τους, αλλά και τη δραστηριότητα όλων των δανειστών, ασφαλιστών, διαφημιστών, μεσαζόντων, δημοσίων υπαλλήλων, γαιοκτημόνων, αστυνομικών κ.ο.κ., που δεν παράγουν τίποτα, αλλά ζουν στις πλάτες των εργατών. Υπάρχει αρκετό πεδίο αντιπαράθεσης για το μέγεθος αυτού του αναγκαίου χρόνου εργασίας, ποια εργασία είναι παραγωγική και ποια μη παραγωγική, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός της αναγκαίας και πρόσθετης εργασίας6.


Αυτή είναι λοιπόν η κανονική ζωή του κεφαλαίου: ένα μέρος του πληθυσμού παράγει τα πάντα όσα χρειαζόμαστε και πληρώνεται μόλις επαρκώς για να αγοράζει τα αναγκαία για να ζει. Κάθε τι άλλο που συντελείται στην κοινωνία πληρώνεται από την υπεραξία που εξάγεται από τους εργοδότες, οι οποίοι εξαναγκάζουν τους εργαζόμενούς τους να προσφέρουν απλήρωτη εργασία, τσεπώνουν την υπεραξία και τη διανέμουν γύρω για να χρηματοδοτήσουν το κάθε τι, από τον πόλεμο ως την όπερα και τον τρόπο ζωής των πλουσίων. Οι εργοδότες μπορούν να το επιβάλουν αυτό επειδή είναι οι κάτοχοι του κεφαλαίου, που τους επιτρέπει να ελέγχουν την πρόσβαση στα μέσα παραγωγής, τη γη, τις πρώτες ύλες, κ.ο.κ., να πληρώνουν τους μισθούς και να αποκτούν χρηματοδότηση. Επενδύοντας και επανεπενδύοντας συνεχώς αυτό το κεφάλαιο για να εκμεταλλεύονται τους εργάτες, είναι ικανοί να διανέμουν τμήματα της υπεραξίας στα παράσιτά τους και ταυτόχρονα επεκτείνουν το δικό τους κεφάλαιο με το μέρος της υπεραξίας που μπορούν να διατηρούν για δικό τους πλουτισμό. Αυτός είναι ο βασικός και ουσιώδης μηχανισμός του καπιταλισμού. Δεν υπάρχει τίποτα πλασματικό γύρω από το κεφάλαιο που συσσωρεύεται με αυτό τον τρόπο. Αλλά χρειαζόμαστε ακόμη να ξεκαθαρίσουμε τι είναι το κεφάλαιο.


Όπως κάθε μορφή αξίας, το κεφάλαιο είναι μια αξίωση σε ένα ορισμένο τμήμα της κοινωνικής εργασίας. Μπορεί να πάρει τη μορφή των χρημάτων ή του τίτλου σε αγαθά που μπορεί να πουληθούν για χρήμα ή των μέσων παραγωγής των οποίων η αξία μπορεί να ανακτηθεί ενσωματώνοντάς τα σε νέα προϊόντα και πουλώντας τα. Εναλλακτικά μπορεί να πάρει τη μορφή μετοχών, υπόλοιπων λογαριασμών, ομολόγων, κ.ο.κ. Αυτό που καθιστά ένα ποσό αξίας κεφάλαιο είναι ότι μπορεί διαδοχικά να αποσυρθεί από την κυκλοφορία (όπως όταν αγοράζονται αγαθά και εργασία) και μετά να μπει ξανά στην κυκλοφορία ως χρήμα (όπως όταν πωλείται το προϊόν), έχονταςαυξηθεί σε αξία7. Ένας σωρός χρημάτων κρυμμένος κάτω από τις σανίδες του πατώματος δεν είναι κεφάλαιο επειδή δεν κινείται εντός και εκτός κυκλοφορίας· ένα σκουριασμένο παλιό εργοστάσιο δεν είναι κεφάλαιο επειδή δεν μπορεί να ανακτήσει την αξία του με κέρδος. Τα μικρά ποσά χρημάτων γενικά επίσης δεν είναι κεφάλαιο, επειδή δεν είναι επαρκή για να εξουσιάσουν κερδοφόρα ένα τμήμα της κοινωνικής εργασίας.


Πρέπει να επισημανθεί ότι η μορφή που παίρνει μια μονάδα του κεφαλαίου ή το από πού προήλθε δεν κάνει καμιά διαφορά. Το χρήμα δεν έχει οσμή8. Ακριβώς μόλις ένα χρεωστικό γραμμάτιο, ένας λαχνός ή ένα άλογο ιπποδρομιών μπορεί να ανταλλαχθεί για χρήμα και να μετασχηματιστεί σε κεφάλαιο, είναι κεφάλαιο. Δεν υπάρχει τίποτα γύρω από τη μορφή με την οποία το κεφάλαιο υλοποιείται που να το κάνει πραγματικό ή πλασματικό.


Το κεφάλαιο, και όλες οι μορφές της αξίας στην πραγματικότητα, δεν είναι πράγματα ως τέτοια, αλλά κοινωνικές σχέσεις9, αλλά κοινωνικές σχέσεις οι οποίες μεσολαβούνται με διάφορα είδη τεχνουργημάτων, που με τη σειρά τους επενδύονται με ιδεατές, ή κοινωνικές, ιδιότητες10. Έτσι ένα αγροτεμάχιο είναι κεφάλαιο μόνο στο βαθμό που προσφέρει στον ιδιοκτήτη εξουσία πάνω σε ένα τμήμα της κοινωνικής εργασίας και μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί με κέρδος. Η γη στη φεουδαρχική κοινωνία δεν ήταν κεφάλαιο με αυτή την έννοια, επειδή η ιδιοκτησία της γης ήταν προσδεμένη στην κοινωνική θέση και η γη δεν μπορούσε να μπει στην κυκλοφορία. Το να είναι κάτι κεφάλαιο σημαίνει να είναι μέρος του όλου κύκλου του κεφαλαίου, αυτό είναι όλο11.


Για να καταλάβουμε το πλασματικό κεφάλαιο και πώς προκύπτει χρειάζεται να εξετάσουμε τους αγώνες που λαβαίνουν χώρα για τη διανομή της κοινωνικής υπεραξίας. Για παράδειγμα, ο Μαρξ διέκρινε ανάμεσα στην απόλυτη υπεραξία και τη σχετική υπεραξία. Ο καπιταλιστής εξάγει απόλυτη υπεραξία κάνοντας τον εργάτη να δουλεύει περισσότερες ώρες, χωρίς πληρωμή, έτσι ώστε να προσθέτει το ποσό της υπεραξίας που αποσπά. Η καπιταλιστής μπορεί να κερδίσει σχετική υπεραξία αν μειωθεί το ποσό της αναγκαίας εργασίας. Η αναγκαία εργασία είναι αναγκαία επειδή είναι αυτό που πρέπει να έχει ο εργαζόμενος για να ζει, έτσι γενικά ο καπιταλιστής δεν μπορεί απλά να περικόψει τους μισθούς. Ο αναγκαίος χρόνος εργασίας περιορίζεται εξαιτίας μιας γενικής αύξησης στην παραγωγικότητα της εργασίας, με άλλους εργάτες να παράγουν τις ανάγκες των εργαζόμενων σε μια μικρότερη χρονική περίοδο, αφήνοντας μια μεγαλύτερη αναλογία της εργάσιμης εβδομάδας να ιδιοποιηθεί ο καπιταλιστής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου