Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

1.8.10

Η κυρία Ζωή

Χτες πέρασα το βράδυ μου στην αγωνιζόμενη ελεύθερη Αμμόχωστο : Αγία Νάπα by night! Γιατί να πάμε στην Αγία Νάπα by night; Έτσι! Θα πάμε σε ένα μπαράκι που δεν είναι αγιανναπίτικο, είναι εναλλακτικό για το λεγόμενο «ένα ποτό». Μάλιστα!


Εγώ θα πάω με τον J. Ασφαλής! Δεν πίνει, καπνίζει, δεν είναι φλούφλης, θα πούμε ωραίες κουβέντες στο δρόμο και ακούει και καλή μουσική. Μια χαρά! Ο J. που είναι τριαντάρης και αγωνίζεται ακόμη να ξεμπερδέψει με κάτι πτυχία στη Νομική, μονοπωλεί την κουβέντα στο δρόμο, και με βοηθά για άλλη μια φορά να αντιληφθώ, πως οι άντρες έχουν τα ίδια και τα αυτά προβλήματα, στις σχέσεις τους με τις γυναίκες. Κλασική περίπτωση. Η τελευταία του σχέση τον χώρισε μέσω του facebook! Του έστειλε μήνυμα με αριθμημένους τους λόγους γιατί τον χωρίζει. Δηλαδή : 1. λείπεις πολλές ώρες 2. δεν προσέχεις τη διατροφή σου 3. φοβάμαι τη δέσμευση κ.λ.π Τώρα που το γράφω θέλω να γελάσω, αλλά εκείνη την ώρα δε γέλασα. Έχουν μεγάλα παράπονα και οι άντρες από μας, για το πόσο γαϊδούρες έχουμε γίνει. Ούτε για ένα αξιοπρεπή χωρισμό δεν είμαστε πλέον άξιες.

Φτάνουμε στην Αγία Νάπα. Παθαίνουμε αμοιβαίο πολιτισμικό σοκ! Δεν μπορεί να είμαστε στη Κύπρο, αποκλείεται! Στο δρόμο δεν κυκλοφορούν άνθρωποι, κυκλοφορούν δίποδα ξέκωλα και των δύο φύλων. Εδώ δεν είναι τόπος. Είναι ένας νευρικού τύπου, ανεπιτυχής οργασμός διαρκείας. Δεν είναι τυχαίο, πως σφάζονται, σχεδόν καθημερινά μες στους δρόμους…

Η ώρα πήγε δέκα, ο J. θέλει να πάει σε μια συνάντηση πριν το «ένα ποτό»,κι εγώ αποφασίζω να πάω μόνη μου στο μπαράκι για να περιμένω τους υπόλοιπους.

Μπαίνω. Στο μπαρ βρίσκεται κάποιος που στέκεται, σκυθρωπός, πίσω απ΄ την ταμιακή, υποθέτω ο ιδιοκτήτης, δύο κύριοι ντυμένοι ομοιόμορφα- τα γκαρσόνια – και μια κυρία που κάθεται στο μπαρ. Δηλαδή, ψυχή. Η ζωή εδώ, με ενημερώνουν, φουντώνει κατά τις δύο.
Ρωτώ αν μπορώ να καθίσω, ζητώ ένα ποτήρι νερό και κάθομαι σε ένα τραπέζι.
Βλέπω πως ο ιδιοκτήτης καπνίζει, παίρνω θάρρος και ρωτώ αν επιτρέπεται το κάπνισμα. Μου φέρνει τασάκι ο ίδιος και κάθεται. Ρωτά τα γνωστά, από πού είσαι, με τι ασχολείσαι και τα ρέστα. Απαντώ και ρωτώ να μάθω για την περιοχή. Το βλέμμα του παραμένει πολύ σκυθρωπό, μαθαίνω για την τοπική μαφία, η Αγία Νάπα είναι μια καμένη υπόθεση, κι εκείνος σκέφτεται να τα κλείσει όλα και να φύγει, η κατάσταση εδώ έγινε ανυπόφορη. Δουλεύουν καθημερινά με το φόβο. Πρόσφατα ήρθαν εδώ, πελάτες, οι τοπικοί νονοί της νύχτας. Οπλοφορούσαν, τους ζήτησε να φύγουν. Δεν τον νοιάζει, μου είπε. Δουλεύει για να περνά καλά, αλλιώς δε δουλεύει. Τα χαράματα, αφού έκλεισε το μαγαζί, τον ειδοποίησαν από την αστυνομία πως κάποιοι «έραψαν» την είσοδο. Φοβήθηκε και δεν έκανε καταγγελία. Φοβήθηκε μου είπε και τη δημοσιότητα από τα ΜΜΕ. Με ρώτησε αν θέλω ποτό, είπα όχι, είναι νωρίς ακόμα, ευχαριστώ, σε λίγο, και γύρισε πίσω στη θέση του, ακριβώς εκεί που στεκόταν, όπως στεκόταν και με το ίδιο σκοτεινό βλέμμα.

Η μουσική είναι καλή, οργανική, όχι τραγούδια, με φυσικά όργανα, είναι ωραία, δεν αντιλαμβάνεσαι τον πανικό που γίνεται έξω. Παίρνω τηλέφωνο το παιδί μου, να πω καληνύχτα και να σιγουρευτώ πως πέρασε καλά τη μέρα του, θα κοιμηθεί καλά. Ξέρω τα σημάδια. Αν είναι καλά, θα με γράψει, θα μου πει «ναι, γειά, γειά..». Κάθε μέρα, το καληνύχτα, είναι η στιγμή η δική μου να σιγουρευτώ, πως πάμε καλά και πως κάνουμε καλά πράγματα. Το κάνει κι εκείνος για μένα. Τις φορές που ξεχνιέμαι μου το θυμίζει ο ίδιος, κοντοστέκεται στη πόρτα και με κοιτάζει : πρέπει να πεις καληνύχτα…

Αφαιρούμαι, κοιτάζω το τραπέζι, δεν αντιλαμβάνομαι, πως η κυρία που καθόταν στο μπαρ, ήρθε και κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι και με κοιτάζει.

Έχει γυρίσει την καρέκλα προς το μέρος μου, έχει βάλει το ένα χέρι στο τραπέζι, το άλλο πάνω στη φούστα της, έχει γυρτό το κεφάλι, με κοιτάζει και χαμογελά. Πρέπει να είναι γύρω στα 55, αδύνατη, απεριποίητη, το πρόσωπο είναι θλιμμένο, κουρασμένο, είναι η κυρία που δουλεύει στη κουζίνα. Τα μάτια της είναι φωτεινά, χαμογελά και τα μάτια της λάμπουν. Την κοιτώ αλλά δεν μου μιλά. Συνεχίζει να με κοιτά με ένα τρόπο, πώς να τον πω…με εκείνο τον τρόπο, που μας κοίταζαν μόνο οι γιαγιάδες μας, με εκείνη τη γλύκα εκείνης της αγάπης, αλλά είναι πολύ νέα για να ξέρει να κοιτά έτσι, είναι άγνωστη και δε λέει κάτι. Της χαμογελώ κι εγώ και δεν διακόπτω το βλέμμα της, δεν λέω ούτε εγώ τίποτα.

Σιωπή, και μετά από το πουθενά, μια πρόταση: έχεις πολύ ωραία μαλλιά…χαμόγελο, σιωπή. Ενθουσιάζομαι, ευχαριστώ!, αλλά ξέρω πως δεν είναι αυτό που θέλει να μου πει… Την κοιτάζω, «έχεις πάρα πολύ ωραία μαλλιά», μου ξαναλέει…είμαι σίγουρη, πως κάτι άλλο θέλει να πει και πως δεν θα το πει! Δεν έχω πάρα πολύ ωραία μαλλιά και ξέρω πως κάτι άλλο είναι μες το μυαλό της, κάτι άλλο μου λέει εμένα αυτό το χαμόγελο…

Δε μου δίνει αέρα, να ρωτήσω κάτι, τι να ρωτήσω, αν εργάζεται εκεί; Φαίνεται. Από πού είναι; Δε θέλω να το ρωτήσω αυτό, ξέρω πως είναι ξένη, δε μιλά κυπριακά, μιλά σπασμένα ελληνικά. Σπασμένα ελληνικά στη Κύπρο μιλάνε μόνο οι Σλάβοι. Το βλέμμα της είναι πολύ βαθύ, δε μου επιτρέπει να είμαι ηλίθια και να τη ρωτάω τάχα μου τάχα μου με ενδιαφέρον από πού μας ήρθε!
Ξέρω πως μου ζητά κάτι, και γι αυτό κάθισε εδώ.
Αποφασίζω να το ρισκάρω. Πιάνω κουβέντα για τα μαλλιά μου. Της ρίχνω το γάντι, πως δεν είναι τίποτα να έχεις ωραία μαλλιά, εμένα με απασχολεί, να μη μου πιάνουν τον κω… στα κομμωτήρια. Τη ρωτώ γιατί αυτή δε βάφει τα δικά της. Δε έχει απάντηση. Με κοιτάει και δεν έχει απάντηση. Σα να μου λέει…εδώ που βρίσκομαι, εδώ που έφτασα, εδώ που είμαι, δεν σκέφτηκα, πως μπορεί και να θέλω, να έχω ωραία μαλλιά! Αυτό ακριβώς! Ποτέ δε σκέφτηκα, πως μπορεί να θέλω, να έχω ωραία μαλλιά! Λες και πρώτη φορά σκέφτηκε, πως θα μπορούσε να θέλει κάτι, είπε μόνο «μετά θα πρέπει να τα βάφω κάθε μήνα, είναι πολλά τα χρήματα».Τη ρωτώ τι ώρα πάει στο μπαράκι και της λέω πως το ερχόμενο Σάββατο θα είμαι εδώ, με τα σχετικά εργαλεία, αυτή θα κόβει φρούτα κι εγώ θα της βάφω τα μαλλιά. Γελά, γελά πάρα πολύ αλλά με κοιτάζει, και λέει, «θα γίνουν, σαν τα δικά σου;» αλήθεια, με ρώτησε «θα γίνουν σαν τα δικά σου;» αλλά με κοίταζε, που σημαίνει, είδε τον εαυτό της με ωραία μαλλιά…Θα γίνουν ακριβώς σαν τα δικά μου, ναι, πρέπει να βρούμε και τρόπο μετά, πως θα λουστείς μες το μπαράκι!

Εννοείται πως το μισό βράδυ το πέρασα μες την κουζίνα. Δε με ρώτησε τίποτα απολύτως εκτός από το όνομά μου, τίποτα, ούτε εγώ τη ρώτησα κάτι, εκτός από το ότι τη λένε κυρία Ζωή, που σημαίνει στα μέρη της θα ήταν Ζώγια, δεν ξέρω αν έχει παιδιά, δεν ξέρω αν τα άφησε εκεί, δεν ξέρω τίποτα. Ξέρω πως στην κουζίνα δεν υπάρχει πλυντήριο πιάτων και πως εργάζεται σε ένα μπαράκι, που σερβίρει ποτά, και πως κάθε βράδυ πλένει και σκουπίζει στο χέρι πάνω από 200 ποτήρια και άλλα τόσα πιάτα.

Η παρέα μαζεύτηκε. Βρέθηκαν κι άλλοι γνωστοί εκεί. Ένα τραπέζι με πιλότους της κυπριακής αεροπορίας, δίπλα. Μιλήσαμε. Το απόλυτο κενό των αιθέρων. Πήρε το μάτι μου στο τέλος 5-6 εκατοστάρικα τσαλακωμένα πάνω στο τραπέζι. Νομίζω μάλωναν ποιος θα πληρώσει. Ο λογαριασμός ήταν κάπου 150 ευρώ. Τα άφησαν όλα κι έφυγαν. Τσαλακωμένα πράσινα.

Φύγαμε στις τέσσερις. Περιμένοντας έξω στο δρόμο τον J. να φέρει το αυτοκίνητο, την άκουσα που ζητούσε από το γκαρσόνι, να την πάει στο ξενοδοχείο που δουλεύει, για την πρωινή βάρδια. Εμείς ήμασταν ήδη λιώμα απ΄το ξενύχτι.

«Κάνεις κι άλλη δουλειά;»
«Ναι, τρεις.
Στη χώρα μου, διάβαζα βιβλία. Εδώ, μόνο δουλειά».
Δεν ξέρω γιατί το είπε αυτό, αλήθεια δεν ξέρω…
«Καληνύχτα».
«Καληνύχτα».

(ο τύπος που έσιει το μπαρ, νομίζω εσυμπάθησε με. Διότι, έμπαινεν, έφκαινεν, τζαι ελάλεν μου, ρε γλυτζιυν μουτρούιν, ποτόν έσιεις; Άμα δεν τον ψήσω εγώ τούτον να γοράσει πλυντήριο πιάτων, εμένα να μεν με λαλούν disdaimona!)

7 σχόλια:

  1. Ομως να μην της μειώσει το μεροκάματο της ως αποτέλεσμα. Πόσες ώρες πρέπει να δουλέψει για να πιάσει ένα τσαλακωμένο πράσινο;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. @Ανώνυμος

    υπολόγισε...πέντε ευρώ την ώρα,μέρα,βράδυ,χάραμα,μεσάνυχτα,ανεξαιρέτως...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Disdaimona, είναι πολύ ωραίο το άρθρο σου. Δεν έχω έμπνευση να γράψω κάτι... έτσι απλά σου παραθέτω ένα κομμάτι που έγραψα χτές:

    Μετά

    Σε μια ιστορία που τον ίσκιο της δεν ξέρει
    και με φαντάσματα στολίζει τις ζωές
    μάνα συγχώρα με δεν έχω καταφέρει
    σκλάβος να ζω στου λιμανιού τις καταχνιές

    Σε τέτοιο τσίρκο δεν μπορώ να βάλω χέρι
    σημαδεμένη η παρτίδα και σηκέ
    το ζάρι βλέπουν αναλόγως τι θα φέρει
    ποιος δικαιούται του παράδεισου τιμές

    Πόσο ανάποδα τα χρόνια το ‘χουν φέρει
    και οι καρδιές μας έχουν γίνει μηχανές
    ποιος το περίμενε πως από ανθρώπου χέρι
    τα εργοστάσια θα βγάζουνε ζωές

    Δεν έχουν γάντζο η αλήθεια κι ελπίδες
    και δεν κρεμιούνται σα σφαχτά στις αγορές
    σ' αυτού του έργου τις επόμενες σελίδες
    οι επιστήμονες θα είναι ποιητές

    1 Αυγ. 2010

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @Aias

    Χαίρομαι που οι επισκέπτες του μπλογκ νοιώθουν την ελευθερία και την άνεση να καταθέτουν εδώ για τους υπόλοιπους τις ποιητικές ή άλλες εμπνεύσεις τους.

    Από την άλλη, το μπλογκ εδώ το βαραίνουν κάποιες αμαρτίες...θεωρούμε τις λέξεις ως διπλού τύπου αποτυπώματα.
    Οι λέξεις οφείλουν να λένε μια αλήθεια από τη μιά.
    Οι λέξεις οφείλουν να αποκαλύπτουν αυτό που ακόμα δεν αποτυπώθηκε από την άλλη.Οφείλουν να προστατεύουν ότι μπορεί να προσημάνει μιαν ελπίδα.

    Το ποίημα εδώ είναι εξόχως προκλητικό. Γιατί έρχεται και μια στιγμή, που η αποκαλυφθείσα αλήθεια γίνεται ζωή. Και γίνεται σκληρή ζωή και πραγματικότητα. Όταν λοιπόν μιλά η ωμή πραγματικότητα, το μπλογκ πιστεύει πως οι λέξεις, πρέπει να πηγαίνουν για ύπνο.

    Υπάρχουν πολλών ειδών αγώνες και προσπάθειες.
    Μια από αυτές είναι να μη χάσουν τα λόγια την κυριολεκτικότητά τους. Εγώ θεωρώ πάρα πολύ σπουδαίο αυτό τον αγώνα. Γιατί τα λόγια δικαιώνουν και τα λόγια πρέπει να μένουν με το μέρος του δίκαιου και του δικαίου.

    Εύχομαι καλή συνέχεια στην προσπάθεια. Σε κάθε προσπάθεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Το γράψιμό σου με αφήνει άφωνη.
    Όσο και τα όσα εξιστορείς.

    Τα σέβη μου.

    ΧΧΧ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. @Κασσάνδρα

    Σ΄ευχαριστώ πάρα πολύ! Εγώ μένω άφωνη, που το ακούω αυτό...:-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή