ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Το νυν Υπουργικό Συμβούλιο, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως και ο Γενικός Εισαγγελέας, φαίνεται να έχουν κοντή μνήμη ή λανθασμένη ενημέρωση, όσον αφορά τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ή ίσως, αν έχουν μνήμη και ορθή ενημέρωση, φαίνεται να έχουν και διάθεση να ξαναγραφτεί (επαναληφθεί, καλύτερα) νομική ιστορία, όσον αφορά την λειτουργία των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (πολλοί από αυτούς ευρύτερα γνωστοί και ως «ημικρατικοί οργανισμοί») στην Κύπρο. Και αυτό, σε μια έκδηλη, κατά την εκτίμηση μου, προσπάθεια απόλυτου ελέγχου (και όχι μόνο άσκησης εποπτείας ά ή β βαθμού, ως ο έκαστος ειδικός των εν λόγω οργανισμών νόμος σήμερα καθορίζει) των αποφάσεων αυτών από την έκαστη κυβέρνηση (ξεκινώντας από την παρούσα) εις βάρος της ανεξαρτησίας της λειτουργίας τους, κάτι που κατά την ταπεινή άποψη μου, είναι αντίθετο με το γενικότερο δημόσιο συμφέρον. Πρόδηλο, επίσης, και πάλιν κατά την εκτίμηση μου, είναι ότι ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου, εισάγει τους ημικρατικούς οργανισμούς σε κύματα νομικών περιπετειών, με προβλεπτές συνέπειες την διοικητική αστάθεια αυτών και την πιθανή διεκδίκηση αποζημιώσεων αβέβαιου ύψους για μελλοντικές ακυρωθείσες διοικητικές (εκτελεστές) αποφάσεις.
Αντιγράφω από τον ημερήσιο τύπο («Φιλελεύθερος», διαδικτυακή έκδοση ημερ. 19/6/2013) τα ακόλουθα (δικές μου υπογραμμίσεις), τα οποία θα σχολιάσω αμέσως πιο κάτω:
«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης απέσυρε την αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο του νόμου που ψήφισε η Βουλή, με τον οποίο έδινε στο Υπουργικό Συμβούλιο την εξουσία να παύει εντός ενός μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας τα ΔΣ των Ημικρατικών Οργανισμών.
Ο νόμος αναφέρθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης απέσυρε την αναφορά και υπέγραψε το νόμο, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα του κράτους και είναι σε ισχύ, ωστόσο παρήλθε ο ένας μήνας ώστε να μπορεί το Υπουργικό Συμβούλιο να παύσει τα ΔΣ και για αυτό κρίθηκε αναγκαίο να τροποποιηθεί ο νόμος για περιθώριο χρόνου έξι μηνών.
Ο νόμος που αναφέρθηκε και τώρα είναι σε ισχύ προβλέπει επίσης θητεία 30 μηνών στα ΔΣ των Ημικρατικών Οργανισμών. Ο Γενικός Εισαγγελέας Πέτρος Κληρίδης, που παρέστη στη συνεδρία, ενημέρωσε το σώμα ότι οι πιθανότητες να κερδηθούν προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ περιορισμένες.Απαντώντας σε ερωτήσεις Βουλευτών, είπε ακόμα ότι σε περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεων για τον κάθε οργανισμό θα ψηφιστεί νόμος που θα τον καθιστά εταιρεία και η παρούσα δομή του θα παύσει να υφίσταται.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνάς Νικολάου ανέφερε ότι πρόθεση της Κυβέρνησης είναι τα ΔΣ των Ημικρατικών Οργανισμών να καθορίσουν στόχους για την εφαρμογή της πολιτικής της Κυβέρνησης και διερωτήθηκε με ποιο τρόπο μια Κυβέρνηση θα εφαρμόσει την πολιτική της όταν τα ΔΣ των ημικρατικών λαμβάνουν παρεκκλίνουσες της κυβερνητικής πολιτικής αποφάσεις. »
Δεν θα σχολιάσω εκτενώς το γεγονός, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρι λίγο καιρό απέσυρε την Αναφορά (3/12) του νόμου που προέβλεπε παύση των διορισθέντων (για 36 μήνες) ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων νέου Προέδρου, το περασμένο καλοκαίρι (ο γράφων χειριζόταν την εν λόγω Αναφορά εκ μέρους του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας και μέχρι την εν λόγω απόσυρση εκ μέρους του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας). Θα αναφέρω απλά, ότι η εν λόγω Αναφορά αποσύρθηκε μετά την συμπλήρωση της ακρόασης της υπόθεσης και εν αναμονή της έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Προσωπική μου εκτίμηση, είναι ότι η εν λόγω Αναφορά θα είχε για τον ένα ή τον άλλο λόγο την τύχη της Αναφοράς 1/2012, δηλαδή θα έκρινε τον Νόμο αντισυνταγματικό (εκεί μάλιστα με ομόφωνη θέση της Ολομέλειας), σε αντίθεση και πάλιν με δοθείσα γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος είχε, και εκεί αρνηθεί να αντιπροσωπεύσει τον (πρώην) Πρόεδρο της Δημοκρατίας, βέβαιος και εκεί για την απόρριψη της και για την συνταγματικότητα του Νόμου, τον οποίο το Γραφείο του κατά παραδοχή διαμόρφωσε. Ως πράττει και εδώ, αναφέροντας, ότι «οι πιθανότητες να κερδηθούν προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ περιορισμένες».
Επί της ουσίας:
Πρώτον: Δεν είναι νόμιμο δια νόμου να επιτρέπεται ο πρόωρος τερματισμός της (36μηνης) θητείας όλων ήδη διορισθέντων διααποφάσεως Υπουργικού Συμβουλίου μελών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου δια Νόμου της Βουλής των Αντιπροσώπων, μεσούσης της θητείας αυτής. Το γεγονός, ότι η τελική απόφαση εναποτίθεται με βάση το εν λόγω νομοσχέδιο στο νυν Υπουργικό Συμβούλιο δεν αναιρεί την εν λόγω παρανομία, αλλά συνιστάπαραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Λανθασμένη, συνεπώς, η θέση, του Γενικού Εισαγγελέα, με όλο τον σεβασμό, ότι «οι πιθανότητες να κερδηθούν προσφυγές είναι πολύ περιορισμένες.».
Ήδη από την απόφαση στην Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων Αρ. 5/93, απόφαση ημερομηνίας 10/3/1994(υπάρχουν και σωρεία άλλων που δεν αναφέρω προς αποφυγή κατάχρησης του χώρου της εφημερίδας)), γνωρίζουμε τα εξής (αυτολεξεί ως τη σχετική απόφαση αναφέρονται, με δικές μου υπογραμμίσεις):
«Το αντικείμενο της Αναφοράς είναι η συνταγματικότητα του υπό εξέταση νόμου κατά πόσο οι διατάξεις του προσκρούουν στα άρθρα του Συντάγματος που καθορίζονται στην Αναφορά σε συσχετισμό με την αρχή της διάκρισης των Εξουσιών. Ό,τι ερευνάται είναι το κείμενο του νόμου και κατά πόσο συνιστά άσκηση νομοθετικής εξουσίας ή διοικητικής ενέργειας υπό το μανδύα της νομοθετικής λειτουργίας. Όπως έχουμε διαπιστώσει, βασικός σκοπός της νομοθεσίας είναι η ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 22/4/93. Εάν η ενέργεια αυτή συνιστά εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία,είναι αδιάφορο εάν η απόφαση που καταργεί είναι έγκυρη ή άκυρη.Και στις δύο περιπτώσεις απαγορεύεται εξίσου διότι η ακύρωση διοικητικής απόφασης ή άσκηση οποιασδήποτε πτυχής διοικητικής λειτουργίας, εκφεύγει του νομοθετικού πεδίου και αποτελεί επέμβαση στο πεδίο της εκτελεστικής λειτουργίας.».
Δεύτερον: Δεν αποτελεί αποδεκτή δικαιολογία ή αιτιολογία για τέτοιο νόμο η θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ότι «πρόθεση της Κυβέρνησης είναι τα Διοικητικά Συμβούλια των ημικρατικών Οργανισμών να καθορίσουν στόχους για την εφαρμογή της πολιτικής της Κυβέρνησης» και κακώς διερωτήθηκε «με ποιο τρόπο μια Κυβέρνηση θα εφαρμόσει την πολιτική της όταν τα ΔΣ των ημικρατικών οργανισμών λαμβάνουν παρεκκλίνουσες της κυβερνητικής πολιτικής αποφάσεις».
Ήδη από την απόφαση ημερομηνίας 4/9/1993 της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Προσφυγές Αρ. 521/93, 532/93 και 538/93 Δημήτρης Στεφανίδης και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου(και πάλιν υπάρχει και αριθμός άλλων) ξέρουμε, ότι (και πάλιν αυτολεξεί, με δικές μου υπογραμμίσεις):
«Δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική αιτιολογία η οποία αναφέρεται, όπως έχουμε τονίσει νωρίτερα με αναφορά στις αυθεντίες, ή απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος γενικά, και η εύρυθμη λειτουργία, όπως επίσης και η εφαρμογή της γενικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης. Αναφορικά με το τελευταίο αυτό σημείο θα πρέπει να λεχθεί ότι τίποτε δεν υπάρχει που να υποστηρίζει την άποψη ότι αν ετίθετο θέμα εφαρμογής μιας αλλαγής πολιτικής τα υπάρχοντα συμβούλια δεν θα την εφάρμοζαν σε όση έκταση επιτρέπεται ή επιβάλλεται αυτή από τον οικείο νόμο του καθενός ανεξαρτήτου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως είναι οι οργανισμοί αυτοί.».
Εκτιμώ, ότι το πιο πάνω απόσπασμα της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομιλεί από μόνο του και δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Η εν λόγω απόφαση αφορούσε τον τερματισμό του διορισμού όλων των εναπομείναντων μελών( λόγω παραίτησης κάποιων) των ημικρατικών οργανισμών από το τότε Υπουργικό Συμβούλιο του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κληρίδη και την αντικατάσταση τους, με εξουσιοδότηση Νόμου του 1988, με αποτέλεσμα και την ακύρωση των εν λόγω τερματισμών.
Στην απόφαση Στεφανίδης (ανωτέρω) λέχθηκαν ξεκάθαρα και τα ακόλουθα:
« Τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου είναι δημιουργήματα του Νόμου. Ιδρύονται και λειτουργούν κάτω από τον οικείο νόμο ο οποίος καθορίζει μεταξύ άλλων τον τρόπο διορισμού των διοικητικών τους συμβουλίων, και τη λειτουργία τους, όπως και την έκταση της εποπτείας την οποία μπορεί να ασκήσει η εκάστοτε κυβέρνηση, η δε εξουσία αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου να διορίζει τα συμβούλια Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου πηγάζει από το νόμο. (Βλέπε Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 1163, 1178, 1179, Ρ.Ι.Κ. και άλλοι ν. Καραγιώργης, (πιο πάνω).)
Η όλη φιλοσοφία της δημουργίας και τρόπου λειτουρ γίας των Νομικών αυτών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου είναι η ανεξαρτησία τους και η απαγγίστρωση των υπηρεσιών που προσφέρουν από τον Κυβερνητικό μηχανισμό, χάριν της αποτελεσματικότερης λειτουργίας των με τόση βέβαια εποπτεία όση ο οικείος νόμος επιτρέπει.»
Άρα, η προαναφερόμενη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης σαφέστατα αντιστρατεύεται αυτή ταύτην την ανεξαρτησία των ημικρατικών οργανισμών και την λειτουργία τους.
Τρίτον: Με βεβαιότητα θα επέλθει τσουνάμι προσφυγών με προβλεπτό ακυρωτικό αποτέλεσμα, εναντίον όλων των (εκτελεστών) αποφάσεων των νέων συμβουλίων από οποιουσδήποτε τρίτους (φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες) διατηρούν συμφέρον έναντι τέτοιων αποφάσεων. Και αυτό, διότι πέραν από το δικαίωμα εκάστου μέλους, του οποίου ο διορισμός θα τερματιστεί, να προσφύγει δικαστικώς (βλ. απόφαση Στεφανίδης, ανωτέρω), δικαίωμα και οι τρίτοι που έχω αναφέρει, να επικαλεστούν το ακυρωτικό αποτέλεσμα τέτοιων προσφυγών, για να ακυρώσουν τις αποφάσεις που προσβάλλουν.
Αυτό το γνωρίζουμε, ήδη, από την απόφαση ημερομηνίας 3/12/1993 του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις συν. Υποθέσεις 486/91 και 528/91 Δημήτρης Φελλάς και Αρχής Λιμένων Κύπρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα (με δικές μου υπογραμμίσεις):
«Μετά από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 14.2.1991 σχετικά με την σύνθεση των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ρ.Ι.Κ. v. Χρίστου Καραγιώργη κ.ά. (1991) 3 A.A.Δ. 159) το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής ενημερώθηκε σχετικά, και με την απόφασή του 63/91 απεφάσισε όπως εξουσιοδοτήσει το γραφείο των Νομικών Συμβούλων της να χειριστεί το θέμα των εκκρεμουσών προσφυγών που επηρεάζονταν άμεσα από την πιο πάνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου η Αρχή αποδέκτηκε μέσω των δικηγόρων της στις 29.4.1991 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την ακύρωση της επίδικης απόφασης αρ. 270/90 της 8.11.1990. Το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση ακυρωτικής απόφασης αναφορικά με τις προσφυγές αρ. 31/91 και 52/91 και ακύρωσε τον επίδικο διορισμό στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή».
Συνεπώς, είναι προδιαγεγραμμένο και το ακυρωτικό αποτέλεσμα τέτοιων προσφυγών.
Συμπέρασμα: Έχοντας όλα τα πιο πάνω υπόψη, διερωτώμαι ειλικρινά, γιατί ο καθένας από εμάς θα πρέπει να αποδεχθεί αύριο να κληθεί να καταβάλει εμμέσως – και πάλιν-το τίμημα (καταβολή αποζημιώσεων σε προσφεύγοντες, δικηγορικά έξοδα κλ.π.) των πιο πάνω νομικών ακροβατισμών (κατά το ολιγότερον) του Υπουργικού Συμβουλίου, του Γενικού Εισαγγελέα και της πιθανής πλειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, η οποία ενδεχόμενα θα μετουσιώσει σε νόμο τέτοιους πειραματισμούς.
Γιατί πρέπει να είμαστε πάλιν στο ίδιο έργο απαθείς θεατές;
Θα ήταν, εν τέλει, παράλειψη μου, για χάριν πληρότητας να μην χαιρετίσω ως ορθή την θέση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι η δια του επιχειρούμενου νομοσχεδίου ανάμειξη της Βουλής των Αντιπροσώπων στην επιλογή των νέων μελών των ημικρατικών οργανισμών, είναι αντισυνταγματική, και, μάλιστα, με ομόφωνη νομολογία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πολύ πρόσφατα επιβεβαιωμένης. Θέση, όμως, η οποία, προφανώς δεν έγινε αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο σε πρόσφατη περί του θέματος απόφαση του.
Υ.Γ. Ηχεί, ακόμη, στα αυτιά μου, η δημόσια τοποθέτηση του νυν Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως-τότε βουλευτή-, ότι ο αποκλειστικός Νομικός Σύμβουλος της Κυβέρνησης πρέπει να είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, του οποίου η ενίοτε θέση πρέπει εξάπαντος να εισακούεται, απειλώντας, τότε, μάλιστα να εγγράψει και θέμα συνταγματικής τάξης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, γιατί δεν έπραξε αυτό ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την Αναφορά 1/12, ο οποίος ανάθεσε και την υπόθεση στο γράφοντα. Το αποτέλεσμα της Αναφοράς 1/12, βέβαια, κάθε άλλο παρά τον δικαιώνει.
Η αντίφαση των θέσεων του, βέβαια, παραμένει, καθώς και της βοερής επιλεκτικότητας αναφορικά με τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, που όπου και όταν στηρίζει την συνταγματικότητα του επιχειρούμενου νομοσχεδίου είναι αρεστός και εισακουόμενος, όπου και όταν δεν την στηρίζει, απλά αγνοείται.
πηγή: cyprusnews.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου