Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο - Η εργατική δύναμη
Το θέμα αυτό κατέχει κεντρική θέση στη μαρξιστική - λενινιστική οικονομική διδασκαλία, είναι ο πυρήνας της. Και τούτο γιατί δίνει το κλειδί για την κατανόηση της ουσίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του εκμεταλλευτικού του χαρακτήρα.
Το κεφάλαιο
Εδώ η μαρξιστική οικονομία αποκαλύπτει το κίνητρο, το σκοπό της καπιταλιστικής παραγωγής, το βασικό οικονομικό νόμο του καπιταλισμού, τη βασική παραγωγική του σχέση - την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο - που αποτελεί και τη βασική ταξική κοινωνική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Καπιταλισμός θα πει αναπτυγμένη εμπορευματική παραγωγή.
Η εμπορευματική κυκλοφορία είναι η αφετηρία του κεφαλαίου.
Κάθε κεφάλαιο αρχίζει το δρόμο του με τη μορφή ορισμένου ποσού χρημάτων.
Το χρήμα ως το τελευταίο προϊόν της εμπορευματικής κυκλοφορίας «είναι η πρώτη μορφή εμφάνισης» του κεφαλαίου [1].
Γι' αυτό ο Κ. Μαρξ γράφει: «Κάθε νέο κεφάλαιο εμφανίζεται για πρώτη φορά στη σκηνή, δηλαδή στην αγορά εμπορευμάτων, στην αγορά εργασίας ή στη χρηματαγορά, πάντα σαν χρήμα, σαν χρήμα που πρόκειται με ορισμένα προτσές να μετατραπεί σε κεφάλαιο»[2].
Αυτό σημαίνει ότι: Κάθε κεφάλαιο εμφανίζεται στην αρχή σαν χρήμα, με το οποίο θα αγοραστούν και θα πληρωθούν τα μέσα παραγωγής και η εργατική δύναμη.
Το χρήμα αυτό καθ' εαυτό δεν είναι ακόμα κεφάλαιο.
Οταν οι απλοί εμπορευματοπαραγωγοί ανταλλάσσουν εμπορεύματα τότε το χρήμα δε φιγουράρει σαν κεφάλαιο, αλλά σαν μέσο κυκλοφορίας.
Γι' αυτό πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο χρήμα σαν χρήμα και το χρήμα σαν κεφάλαιο.
«Το χρήμα σαν χρήμα και το χρήμα σαν κεφάλαιο διακρίνονται πριν απ' όλα μόνο από τη διαφορετική μορφή κυκλοφορίας τους»[3].
Για την απλή εμπορευματική παραγωγή ισχύει ο τύπος:
Εμπόρευμα - χρήμα - εμπόρευμα (Ε-Χ-Ε).
Αυτό σημαίνει πως ένα εμπόρευμα πουλιέται για να γίνει δυνατή η αγορά ενός άλλου εμπορεύματος.
Η αρχή και το τέλος της κάθε φορά κίνησης είναι ένα εμπόρευμα. Στην προκειμένη περίπτωση το χρήμα μόνο μεσολαβεί σ' αυτή την εμπορευματική κυκλοφορία.
Ο σκοπός της κίνησης του παραπάνω τύπου είναι: με την παραγωγή και την πούληση μιας αξίας χρήσης να πάρουμε άλλη αξία χρήσης, δηλαδή να ικανοποιηθούν ορισμένες ανάγκες.
Στην καπιταλιστική εμπορευματική οικονομία ισχύει ο τύπος:
Χρήμα - εμπόρευμα - χρήμα (Χ-Ε-Χ).
Εδώ το χαρακτηριστικό είναι: Το χρήμα είναι η αρχή και το τέλος της κίνησης. Το εμπόρευμα μόνο μεσολαβεί στο προτσές της ανταλλαγής. Ο σκοπός και το κίνητρο είναι το χρήμα και όχι το εμπόρευμα. Βέβαια, μια ανταλλαγή χρήματος με χρήμα στην ίδια ποσότητα είναι πλήρης ανοησία.
Το πραγματικό νόημα της πράξης Χ-Ε-Χ είναι:
Να αποσυρθεί περισσότερο χρήμα από την κυκλοφορία απ' ό,τι ρίχτηκε σε αυτήν στην αρχή.
Γι' αυτό, ο ολοκληρωμένος τύπος της κυκλοφορίας είναι: Χρήμα - εμπόρευμα - χρήμα αυξημένο (Χ-Ε-Χ'), όπου το Χ' σημαίνει μια μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος.
Στην προκειμένη περίπτωση το χρήμα:
«Γεννοβολάει ζωντανά νεογνά ή τουλάχιστον γεννάει χρυσά αυγά»[4].
Δηλαδή, η αξία γίνεται αυτοαυξανόμενη αξία, αυτοαυξανόμενο χρήμα και σαν τέτοιο γίνεται κεφάλαιο.
«Το χρήμα που στην κίνησή του διαγράφει αυτόν τον τελευταίο κύκλο, μετατρέπεται σε κεφάλαιο, γίνεται κεφάλαιο και είναι από τον προορισμό του κιόλας κεφάλαιο»[5].
Ο τύπος Χ-Ε-Χ' είναι στην πραγματικότητα ο γενικός τύπος του κεφαλαίου, γιατί η κίνηση του κεφαλαίου σε όλους τους οικονομικούς τομείς του καπιταλισμού ολοκληρώνεται σε αυτόν το τύπο.
Εξετάζοντας το γενικό τύπο της κίνησης του κεφαλαίου Χ-Ε-Χ' δικαιολογημένα γεννάται το ερώτημα:
Πώς γίνεται η προσαύξηση μιας δοσμένης αξίας;
Και από ΠΟΥ προέρχεται η προσαύξηση του κεφαλαίου;
Σύμφωνα με τους αστικούς ισχυρισμούς, η προσαύξηση της αξίας προέρχεται από την κυκλοφορία.
Ο ισχυρισμός αυτός είναι αστήριχτος γιατί:
α) Οταν υπάρχει ισοδύναμη ανταλλαγή εμπορευμάτων κανένας από τους κατόχους των εμπορευμάτων δεν μπορεί να τραβήξει από την κυκλοφορία περισσότερη αξία από εκείνη που είναι ενσωματωμένη στο εμπόρευμά του. Εδώ ισχύει η αρχή: «Οπου υπάρχει ισότητα δεν υπάρχει κέρδος».
β) Αν υποθέσουμε ότι οι πωλητές κατορθώνουν να πουλάνε τα εμπορεύματά τους πάνω από την αξία τους, π.χ. κατά 10% τότε όταν θα γίνονταν οι ίδιοι αγοραστές θα πρέπει να πληρώνουν επιπλέον αυτό το 10% στους πωλητές.
γ) Ετσι, ό,τι κερδίζουν σαν πωλητές των εμπορευμάτων το χάνουν σαν αγοραστές.
Συνεπώς, η αύξηση της αξίας και του κεφαλαίου δεν μπορεί να γίνει στη σφαίρα της κυκλοφορίας.
Αυτό δεν είναι καθόλου υποτίμηση του ρόλου της κυκλοφορίας.
Η κυκλοφορία είναι ένας αναγκαίος όρος για την αύξηση του κεφαλαίου.
«Το κεφάλαιο λοιπόν δεν μπορεί να πηγάζει από την κυκλοφορία και εξίσου δεν μπορεί να μην πηγάζει από την κυκλοφορία. Πρέπει να πηγάζει ταυτόχρονα και μέσα σε αυτήν και όχι μέσα σε αυτήν»[6].
Αυτές είναι οι αντιθέσεις του γενικού τύπου κίνησης του κεφαλαίου. Από τη σκοπιά της κυκλοφορίας ο τύπος Χ-Ε-Χ' αποτελείται από δύο μερικά προτσές δηλαδή:
α) Από την αγορά (Χ-Ε)
β) Από την πώληση (Ε'-Χ')
Οπως βλέπουμε, το εμπόρευμα εμφανίζεται δύο φορές και μάλιστα σαν «Ε» και σαν «Ε'».
Ανάμεσα στο «Ε» και «Ε'», πρέπει να έχει συμβεί κάτι το αποφασιστικό: ανάμεσα στην αγορά και στην πώληση πρέπει να κρύβεται η αύξηση της αξίας. Το χαρακτηριστικό είναι ότι:
Ενώ στη σφαίρα της κυκλοφορίας κυριαρχεί η τυπική ισότητα ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους μισθωτούς εργάτες, οι δυο τους στέκονται αντιμέτωποι σαν ιδιοκτήτες εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμα.
Αντίθετα, στη σφαίρα της παραγωγής φαίνεται η πραγματική ανισότητα ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους εργάτες. Εδώ φανερώνεται η ανταγωνιστική ταξική σχέση.
Η αύξηση της αξίας και του κεφαλαίου δημιουργείται κατά τη χρήση των εμπορευμάτων που αγοράστηκαν από τους καπιταλιστές.
Αυτό είναι δυνατό μόνο αν βρίσκεται σε αυτά ένα τέτοιο εμπόρευμα, το οποίο δημιουργεί με τη χρήση του αξία. Αυτό το εμπόρευμα είναι η ανθρώπινη εργατική δύναμη.
Το εμπόρευμα εργατική δύναμη
Οταν λέμε εργατική δύναμη ή ικανότητα για εργασία εννοούμε: Το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης.
Εμπόρευμα όμως η εργατική δύναμη γίνεται μόνο στον καπιταλισμό. Ο δούλος δεν μπορούσε να πουλήσει την εργατική του δύναμη, γιατί ο ίδιος μαζί με την εργατική του δύναμη ανήκε στο δουλοκτήτη.
Δεν μπορούσε να πουλήσει την εργατική του δύναμη και ο δουλοπάροικος, γιατί και εκείνος βρισκόταν σε προσωπική εξάρτηση από το φεουδάρχη.
Μόνο ο προσωπικά ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να πουλήσει την εργατική του δύναμη.
Αλλά και αυτό δε φτάνει.
Πρέπει να είναι διπλά ελεύθερος έστω και τυπικά.
α) Μόνο όποιος δε διαθέτει κανενός είδους μέσα παραγωγής.
β) Συνεπώς ούτε και τα αναγκαία μέσα για τη ζωή. Μπορεί να πουλήσει την εργατική του δύναμη.
Οι προσωπικά ελεύθεροι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Κ. Μαρξ, πρέπει να είναι:
«Ελεύθεροι εργάτες, πωλητές της δικής τους εργατικής δύναμης και επομένως πωλητές της εργασίας.
Ελεύθεροι εργάτες με τη διπλή έννοια, με την έννοια πως ούτε αυτοί οι ίδιοι ανήκουν άμεσα στα μέσα παραγωγής, όπως οι δούλοι, οι δουλοπάροικοι κλπ., και με την έννοια πως ούτε σε αυτούς ανήκουν τα μέσα παραγωγής, όπως γίνεται λ.χ. στους αγρότες που διαχειρίζονται μόνοι το νοικοκυριό τους κλπ., απεναντίας είναι ελεύθεροι απαλλαγμένοι από αυτά, τα στερούνται» [7].
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 159.
2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 159.
3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 159.
4. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 167.
5. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 160.
6. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 178.
7. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. 1, σελ. 739.
Του
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ
Ριζοσπάστης
Οι ιδιότητες της εργατικής δύναμης
Οπως κάθε εμπόρευμα έτσι και η εργατική δύναμη (ΕΔ) σαν εμπόρευμα, έχει δύο βασικές ιδιότητες, αξία και αξία χρήσης.
Η αξία της ΕΔ σαν εμπόρευμα καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας που είναι απαραίτητος, για την παραγωγή και την αναπαραγωγή της.
Η αναπαραγωγή της ΕΔ συνίσταται στην αποκατάσταση των δυνάμεων και της ενέργειας που ξοδεύει ο εργάτης.
Για να γίνει αυτό πρέπει ο εργάτης να φάει, να πιει, να ντυθεί, να ξεκουραστεί, να έχει κατοικία κλπ.
Οι φορείς της ΕΔ είναι θνητοί και τη θέση τους, των εργατών που έγιναν ανίκανοι για εργασία, πρέπει να την καταλάβουν άλλοι, κυρίως η νέα γενιά του προλεταριάτου.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η αξία του εμπορεύματος ΕΔ είναι ίση με την αξία των αντικειμένων κατανάλωσης που είναι αναγκαία για τη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειάς του.
Το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος ΕΔ καθορίζεται από πολλούς παράγοντες: Στην πορεία της ιστορικής εξέλιξης της κοινωνίας αλλάζουν το επίπεδο και τα μέσα ικανοποίησης των συνηθισμένων αναγκών του εργάτη.
Στις διάφορες χώρες το επίπεδο των συνηθισμένων αναγκών του εργάτη δεν είναι το ίδιο. Οι ιδιομορφίες του ιστορικού δρόμου που πέρασε η κάθε χώρα και των συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η τάξη των μισθωτών εργατών, καθορίζουν κατά πολύ το χαρακτήρα των αναγκών της.
Οι κλιματολογικές και άλλες φυσικές συνθήκες ασκούν μια ορισμένη επίδραση στις ανάγκες του εργάτη (τροφή, ρούχα, κατοικία κλπ.). Επίσης σημαντικός παράγοντας που περιλαμβάνεται στην αξία της ΕΔ είναι οι δαπάνες για την ικανοποίηση των πολιτιστικών αναγκών του εργάτη και της οικογένειάς του (μόρφωση παιδιών, αγορά εφημερίδων, βιβλίων, κλπ.).
Η τιμή της ΕΔ όπως και κάθε άλλου εμπορεύματος, διακυμαίνεται ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση.
Ακόμα το επίπεδο της αξίας και της τιμής της ΕΔ εξαρτάται και από τη δύναμη και συσπείρωση της εργατικής τάξης της δοσμένης χώρας, από την ικανότητά της να αντιμετωπίσει την πίεση της αστικής τάξης, η οποία επιδιώκει να μειώσει το επίπεδο αυτό.
Η αξία χρήσης της ΕΔ σαν εμπόρευμα συνίσταται στην ικανότητά της να δημιουργεί αξία και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτήν που έχει η ίδια η εργατική δύναμη.
Σε ό,τι αφορά την ποσότητα και τη δομή των αξιών χρήσης, καθώς και το μέγεθος της αξίας τους που είναι απαραίτητες για την κανονική αναπαραγωγή της ΕΔ, παρατηρούνται δύο τάσεις σήμερα: Από τη μια μεριά σημειώνεται αύξηση, όχι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική - περισσότερα εμπορεύματα και υπηρεσίες με διαφορετική δομή όπως είναι τα ψυγεία, τα πλυντήρια, οι τηλεοράσεις, τα τηλέφωνα και άλλα μακράς χρήσης προϊόντα. Και από την άλλη μεριά η εμφάνιση νέων αναγκών, λόγω της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης, η οποία ολοένα και αυξάνει το μερίδιο της σύνθετης, υψηλά ειδικευμένης εργασίας και μειώνει αντίστοιχα εκείνο της απλής (ανειδίκευτης) εργασίας. Οι αλλαγές στο χαρακτήρα και την ένταση της εργασίας όπως και στο φυσικό περιβάλλον, έχουν ως συνέπεια την αύξηση όχι μόνο της ποσότητας αλλά και της ποιότητας των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις στεγαστικές και συγκοινωνιακές ανάγκες, αλλά και των δαπανών για τη γενική και την ειδική μόρφωση των εργαζομένων. Ολα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αξίας της εργατικής δύναμης.
Η κίνηση όμως της αξίας της ΕΔ επιδέχεται την επίδραση και παραγόντων που αντιστρατεύονται την τάση αυτή. Και αυτοί οι παράγοντες προέρχονται από την πιο γοργή, σε σχέση με τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανάπτυξη αυτή αυξάνει την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας, η οποία οδηγεί στη μείωση της αξίας της ΕΔ, της αξίας των μέσων συντήρησής της.
Η παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, μακροπρόθεσμα αυξάνει πιο γρήγορα απ' ό,τι οι εκφραζόμενες, στην αγοραστική δύναμη του μισθού εργασίας, δαπάνες για αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Γι' αυτό οι τάσεις στην κίνηση της αξίας της ΕΔ πρέπει πάντα να εξετάζονται συγκριτικά σε σχέση με την υπεραξία.
Στις σημερινές συνθήκες μόνο το ένα τρίτο, αν όχι το ένα τέταρτο από τη νεοδημιουργημένη από το μισθωτό εργάτη αξία, πηγαίνει για την αναπαραγωγή του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Αυτή η αντιφατική εξάρτηση εξηγείται με το διπλό χαρακτήρα της εργασίας, που παράγει το εμπόρευμα.
Στο ερώτημα: ποια από τις δύο αυτές τάσεις της αξίας της ΕΔ, στη συγκεκριμένη χώρα και περίοδο επικρατεί, αυτό είναι ένα ζήτημα που κατά πρώτο και κύριο λόγο εξαρτάται από την πορεία της παραγωγικότητας της κοινωνικής εργασίας και των αναγκών της εργατικής τάξης.
Αυτό βέβαια καθόλου δε σημαίνει ότι καλύπτονται όλες οι ανάγκες της εργατικής δύναμης. Απεναντίας. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού είναι η συνεχής τάση να πληρώνεται η ΕΔ κάτω από την αξία της.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η αξία της ΕΔ, ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΟ το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την αγορά των μέσων συντήρησης του εργάτη και της οικογένειάς του, αποτελεί τη χρηματική έκφραση της αξίας ή την τιμή της εργατικής δύναμης.
Η ΕΔ σαν εμπόρευμα έχει ορισμένες ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ.
α) Ενώ όλα τα άλλα εμπορεύματα πωλούνται για πάντα, η εργατική δύναμη σαν εμπόρευμα πουλιέται μόνο για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα -μέρα, βδομάδα, μήνα κλπ.
β) Η πώληση της ΕΔ μόνο για ένα χρονικό διάστημα διαφυλάσσει την προσωπική ελευθερία του προλεταριάτου.
γ) Επειδή η ΕΔ είναι αδιαχώριστη από τον κάτοχό της, η κατανάλωση της ΕΔ στην καπιταλιστική επιχείρηση είναι ταυτόχρονα και εκμετάλλευση του ίδιου του μισθωτού εργάτη.
Του
Γιώργου ΠΟΛΥΜΕΡΙΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου