…….
Ξέρεις τι σκέφτομαι όταν σου γράφω ;
Είναι αργά το βράδυ . Ένα μεγάλο γραφείο με χωρίζει από το θάλαμο των ασθενών που βαριανασαίνουν . Κάθομαι μόνος μου στο σκοτεινό παράθυρο που αντικατοπτρίζει το πρόσωπό μου , την πράσινη σκιά μιας λάμπας και το άσπρο χαρτί πάνω στο τραπέζι . Ο Φράντς , ένας νεαρός από την Βιέννη , με συμπάθησε , από την πρώτη βραδιά που έφτασε – έτσι τώρα κάθομαι , στο τραπέζι του και στο φως της λάμπας του , γράφω το γράμμα αυτό σ’ εσένα χρησιμοποιώντας το χαρτί του . Δεν θα σου γράψω όμως για τα θέματα που συζητούσαμε σήμερα στο στρατόπεδο : γερμανική φιλολογία , κρασί , ρομαντική φιλοσοφία , προβλήματα του υλισμού .
Ξέρεις , τι σκέφτομαι ;
Σκέφτομαι την οδό Σταρίσζεβσκα . Κοιτάζω το σκοτεινό παράθυρο , το πρόσωπό μου που αντανακλάται στο τζάμι , και έξω βλέπω το σκοτάδι που φωτίζεται περιοδικά από το ξαφνικό φως των προβολέων πάνω στα φυλάκια , που σκιαγραφεί κομμάτια των διαφόρων αντικειμένων μέσα στη νύχτα . Κοιτάζω το σκοτάδι και σκέφτομαι την οδό Σταρίσζεβσκα . Θυμάμαι τον ουρανό , χλωμό μα φωτεινό , και το βομβαρδισμένο σπίτι στην απέναντι πλευρά του δρόμου . Σκέφτομαι πόσο πολύ λαχτάρησα το κορμί σου εκείνες τις μέρες και συχνά χαμογελώ μόνος μου καθώς φαντάζομαι την κατάπληξή τους όταν μετά την σύλληψή μου πρέπει να βρήκαν το σωμάτιό μου , πλάι στα βιβλία μου και στα ποιήματά μου , το άρωμά σου και τη ρόμπα σου , βαριά και κατακόκκινη σαν τα χρυσοποίκιλτα υφάσματα στους πίνακες του Βελάσκεθ .
Σκέφτομαι πόσο ώριμη ήσουν . Την αφοσίωση και , συγχώρεσε με αν το λέω μόνο τώρα , την ανιδιοτέλεια που πρόσφερες στην αγάπη μας , πόσο ευχάριστα μπήκες στη ζωή μου που δεν σου πρόσφερε τίποτα παρά ένα μικρό δωματιάκι χωρίς σωληνώσεις , βραδιές με παγωμένο τσάι , λίγα μαραμένα λουλούδια , ένα σκυλί που πάντοτε μασουλούσε παίζοντας με τα παπούτσια σου , μια λάμπα πετρελαίου .
Τα σκέφτομαι όλα αυτά και χαμογελάω καταδεχτικά όταν μου μιλούν για ηθικότητα , για νόμους , για παράδοση , για υποχρεώσεις … όταν απορρίπτουν κάθε τρυφερότητα και αίσθημα , και κουνώντας τις γροθιές ανακηρύσσουν την εποχή αυτή ως εποχή σκληρότητας . Χαμογελώ και σκέφτομαι ότι ο άνθρωπος πρέπει πάντα να ανακαλύπτει τον άλλο , χρησιμοποιώντας την αγάπη . και ότι αυτό είναι το πιο πολύτιμο αγαθό στη γη και αυτό που θα διαρκέσει περισσότερο .
Σκέφτομαι ακόμη το κελί μου στη φυλακή Πάβιακ . Την πρώτη εβδομάδα ένιωθα ότι δεν θ’ άντεχα ούτε μέρα χωρίς βιβλίο , χωρίς τον κύκλο του φωτός κάτω από την λάμπα πετρελαίου το βράδυ , χωρίς ένα κομμάτι χαρτί , χωρίς εσένα …
Και πράγματι , η συνήθεια είναι μια πανίσχυρη δύναμη . Θα σου φανεί απίστευτο κι όμως βημάτιζα διαρκώς πάνω κάτω στο κελλί μου , συνθέτοντας ποιήματα στον ρυθμό των βημάτων μου . Ένα απ’ αυτό το έγραψα σε μία Βίβλο ενός συντρόφου μου στο κελλί , αλλα απ’ τα υπόλοιπα – και ήταν ποιήματα εμπνευσμένα στο στυλ του Οράτιου – δεν τα θυμάμαι πια .
σ.σ.: α) Federico Caponi photography
β) Tadeusz Borowski " Από δω για τ' αέρια Κυρίες και Κύριοι" , εκδόσεις Στοχαστής 1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου