Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

25.1.12

Η κρίση στην Ευρωζώνη (αναδημοσίευση)




Η κρίση στην Ευρωζώνη
Του Μήτσου Γκορίτσα
Πηγή: Κόκκινη Ορχήστρα

-Έχει μέλλον το ευρώ; -Οι νεοφιλελεύθερες ανοησίες -Οι κεϊνσιανές αυταπάτες -Ελληνικός καπιταλισμός και ευρωζώνη -Για μια μαρξιστική προσέγγιση της κρίσης -Ο μύθος της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» -Είναι λύση οι «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης»; -Είναι η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα απάντηση στην κρίση; -«Ευρώ ή δραχμή» ή «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»: το πραγματικό δίλημμα




Έχει μέλλον το ευρώ;

Ο Δεκέμβρης του 2011 σηματοδότησε κατά κάποιο τρόπο μια ποιοτική αλλαγή στη δημόσια συζήτηση για το μέλλον της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Μεμιάς το πρώην αδιανόητο και ανήκουστο για τα κυρίαρχα ΜΜΕ έγινε πρώτη είδηση: ο κίνδυνος διάλυσης της ευρωζώνης ή ακόμα και της Ε.Ε. έγινε κυρίαρχο θέμα συζήτησης όχι μόνο σε έναν μειοψηφικό κύκλο όπως πριν αλλά σε ένα ακροατήριο που αγκαλιάζει σχεδόν όλη την κοινωνία και όλες τις κοινωνικές τάξεις, από τους καπιταλιστές μέχρι τους εργαζόμενους στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης αλλά και του κόσμου. Στην Ελλάδα εξακολουθούν να μας λένε ότι αν δεν κάνουμε τις θυσίες του μνημονίου «κινδυνεύουμε να μας πετάξουν έξω από το ευρώ». Τα ίδια πάνω κάτω λένε και στους εργαζόμενους της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, ακόμα και της Ιταλίας για να αποδεχτούν την αέναη λιτότητα. Όμως ο διεθνής τύπος είναι γεμάτος άρθρα και δηλώσεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων που αποκαλύπτουν ότι αυτή η απειλή είναι ψεύτικη αφού αν έστω και μια χώρα υποχρεωθεί να βγει από το ευρώ, η συνέπεια θα είναι μια αλυσιδωτή κατάρρευση όλης της Ευρωζώνης, ένα φαινόμενο «ντόμινο» χειρότερο από αυτό που ακολούθησε την κατάρρευση της LehmanBrothers το 2008.

Τώρα, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες μαθαίνουν από τα πιο επίσημα χείλη, από αστούς πολιτικούς και μεγαλοδημοσιογράφους ότι οι θυσίες που έκαναν και που συνεχίζουν όλο και πιο δυσβάστακτα να υφίστανται, γίνονται στο όνομα ενός νομίσματος που στους επόμενους μήνες ή και βδομάδες μπορεί να έχει γίνει κομμάτια και θρύψαλα! Και ακόμα ότι το μεγάλο όνειρο που μας πούλαγαν οι κυρίαρχες τάξεις τις τελευταίες δεκαετίες για μια Ευρώπη ενωμένη και ευημερούσα έχει οδηγήσει σε έναν εφιάλτη της φτώχειας και των εθνικών ανταγωνισμών.

Δεν πρόκειται για άλλη μια έξαρση προπαγανδιστικής κινδυνολογίας. Το αντίθετο: πρόκειται για αποκάλυψη της πραγματικότητας που μας έκρυβαν τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, εν μέρει για να μας πείσουν να κάνουμε θυσίες και εν μέρει γιατί και οι ίδιοι οι καπιταλιστές δεν ήθελαν να παραδεχτούν το που οδηγεί η πολιτική τους και η υπεράσπιση των συμφερόντων του καπιταλισμού εν μέσω κρίσης. Από την πρώτη σύνοδο κορυφής που αποφάσισε το μνημόνιο για την Ελλάδα μέχρι και την τελευταία του Δεκεμβρίου η ευρωζώνη έχει «σωθεί» περίπου 10 φορές. Και κάθε φορά τα «φάρμακα σωτηρίας» αποδεικνύονταν δηλητήρια που έκαναν την κρίση ακόμα πιο βαθιά, πιο ανεξέλεγκτη και πιο πανευρωπαϊκή. Όταν μόλις πρόσφατα υποβαθμίστηκε η Γαλλική και άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και εμφανίζεται το φαινόμενο να δυσκολεύεται μερικές φορές να δανειστεί ακόμα και η Γερμανία(1), τότε το παραμύθι ότι οι λαοί της Ευρώπης πρέπει να σφίξουν το ζωνάρι και όλα τάχα θα διορθωθούν φτάνει στο τέλος του, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των ευρωπαίων πολιτικών ηγετών ότι το ευρώ τελικά θα σωθεί. Όπως το θέτει ο Economist

«Χωρίς μια δραματική αλλαγή στη στάση της ΕΚΤ και των ευρωπαίων ηγετών, το ενιαίο νόμισμα θα μπορούσε να διαλυθεί μέσα σε βδομάδες. Οποιαδήποτε γεγονότα, από την χρεοκοπία μιας μεγάλης τράπεζας μέχρι την κατάρρευση μιας δημοπρασίας ομολόγων από μια κυβέρνηση, θα μπορούσε να επιφέρει το τέλος του.»(2)

Στις 29 Δεκεμβρίου, λίγες μέρες μετά την τελευταία «σωτήρια» απόφαση της συνόδου κορυφής της Ε.Ε., η Ιταλία δανείστηκε 7 δις ευρώ με το επιτόκιο των 10ετών ομολόγων να φτάνει ξανά στο 7%. Με δεδομένο ότι μέσα στο 2012 μόνο η Ιταλία πρέπει να δανειστεί πάνω από 300 δις (και συνολικά οι χώρες της ευρωζώνης πολλαπλάσια ποσά) για να αποπληρώσει ομόλογα που λήγουν, γίνεται κατανοητό ότι με αυτό το ύψος των επιτοκίων το χρέος και το έλλειμμα θα αυξάνονται ανεξέλεγκτα, ο δανεισμός συνεπώς δεν μπορεί να συνεχιστεί με αυτούς τους όρους και η πιθανότητα η Ιταλία να κηρύξει στάση πληρωμών είναι άμεσα ορατή τους επόμενους μήνες. Η οικονομία της Ιταλίας και το χρέος της είναι δυσθεώρητα (γύρω στα 2 τρις ευρώ χρέος) και είναι αδύνατον να καλυφτούν από κάποιο πακέτο διάσωσης (ακόμα και αν Γαλλία και Γερμανία ήθελαν, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να διασώσουν την Ιταλία χωρίς να «υπερχρεωθούν» οι ίδιες). Η ενδεχόμενη χρεωκοπία μιας τόσο μεγάλης χώρας θα έχει τόσο μεγάλες αλυσιδωτές συνέπειες σε όλη την ευρωζώνη ώστε κάθε εμπιστοσύνη στο ευρώ θα χαθεί, θα επικρατήσει το «ο σώζων εαυτόν σωθείτο» και κάθε χώρα θα κοιτάξει να επιβιώσει από την κρίση επιστρέφοντας σε εθνικό νόμισμα. Η διάλυση της Ευρωζώνης μοιάζει πλέον το πιο πιθανό ενδεχόμενο εντός του 2012 εκτός αν γίνει κανένα θαύμα (όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, ακόμα και μια ριζική αλλαγή πολιτικής από τους ευρωπαίους ηγέτες θα μπορούσε απλά να παρατείνει την διάρκεια ζωής του ευρώ αλλά είναι απίθανο να βρεθεί μόνιμη λύση). Το μόνο που δεν είναι ξεκάθαρο είναι το πόσο γρήγορα, με ποια αφορμή και ποια μορφή θα πάρει αυτή η διάλυση (εθνικά νομίσματα, ευρώ πολλών ταχυτήτων κλπ.).

Για να εξηγηθεί η κρίση της ευρωζώνης έχουν γραφεί βουνά από αναλύσεις και έχουν προταθεί διάφορες και αντιφατικές λύσεις διεξόδου. Στην αρχή της κρίσης χρέους, την άνοιξη του 2010 όταν η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα που μπήκε σε μνημόνιο «σωτηρίας», οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είχαν πολλούς υποστηρικτές και θεωρούνταν επαρκείς για την αντιμετώπιση της κρίσης. Σήμερα, ενάμισι χρόνο αργότερα το κλίμα είναι τελείως αντεστραμμένο. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι τα μέτρα λιτότητας δεν αποδίδουν τον περιορισμό των ελλειμμάτων και των χρεών, δεν φέρνουν σταθεροποίηση ούτε ανοίγουν δρόμο για την «υγιή» ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών, ούτε εξασφαλίζουν τη σταθερότητα του ευρώ και της Ευρωζώνης. Έστω κι αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παριστάνουν ότι συμφωνούν στις διάφορες συνόδους κορυφής, δεν μπορούν να κρύψουν ότι οι διαφορές μεταξύ τους οξύνονται με πιο πρόσφατο παράδειγμα το βέτο της Βρετανίας στην σύνοδο κορυφής του Δεκέμβρη. Όσον αφορά τους οικονομικούς αναλυτές, εκεί πια η κριτική που ασκείται στην ακολουθούμενη πολιτική είναι οξεία και διαρκής. Πριν περάσουμε σε μια προσπάθεια μαρξιστικής ανάλυσης της κρίσης, είναι αναγκαίο να σταθούμε στην δημόσια αντιπαράθεση που διεξάγεται στους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, τόσο για τα αίτια της κρίσης όσο και για τις προτάσεις επίλυσής της.

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η κύρια θεωρία που προβάλλεται από πάρα πολλούς αναλυτές, από την δεξιά μέχρι την αριστερά, είναι η θεωρία της …ανοησίας ή (και) της άγνοιας ή (και) της τυφλής ιδεοληψίας των ευρωπαίων ηγετών με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Η γαλλική εφημερίδα Monde είχε φτάσει το καλοκαίρι να χαρακτηρίσει «τα παιδάκια που μας κυβερνούν», όχι μόνο τους ευρωπαίους αλλά και τους ηγέτες των άλλων ισχυρών χωρών του πλανήτη. Πρόκειται για μια «εξήγηση» που θεωρεί ότι λύσεις και μάλιστα προφανείς υπάρχουν αλλά οι ευρωπαίοι ηγέτες και κυρίως η Μέρκελ είναι ανίκανοι να τις κατανοήσουν για να τις εφαρμόσουν. Ο πολύ γνωστός υποστηρικτής της «οικονομίας της αγοράς» και της «παγκοσμιοποίησης» μέχρι πρόσφατα (μετά την κρίση έχει βάλει αρκετό «κεϊνσιανό» νερό στο κρασί του) MartinWolfγράφει στην εφημερίδα-«όργανο» των «αγορών», στους FinancialTimes, στις 6 Δεκέμβρη:

«Το πρόβλημα είναι ότι η Γερμανία, ο ηγεμόνας της ευρωζώνης, έχει ένα σχέδιο, αλλά αυτό είναι βλακώδες. Το καλό είναι ότι οι αντιστάσεις της υπόλοιπης ευρωζώνης θα αποτρέψουν την πλήρη υιοθέτησή του. Το κακό είναι ότι δεν προσφέρεται καμία καλύτερη εναλλακτική πρόταση».(3)


Πράγματι, αν θεωρήσουμε ως στόχο των αποφάσεων των ευρωπαίων ηγετών την σωτηρία της ευρωζώνης και την έξοδό της από την κρίση χρέους, τότε όντως οι αποφάσεις τους μπορούν να χαρακτηριστούν άνετα ανόητες και πάρα πολλοί οικονομολόγοι και μη τις έχουν γελοιοποιήσει με την κριτική τους.


Οι νεοφιλελεύθερες ανοησίες


Η κύρια αιτία της κρίσης χρέους που υποστηρίζεται από τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη και προπαγανδίζεται δημόσια από τις κυβερνήσεις είναι το γνωστό σλόγκαν ότι «τα προηγούμενα χρόνια καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγαμε», ότι κάποια κράτη είναι πολύ «σπάταλα» και συνεπώς η λιτότητα θα διορθώσει αυτή την «σπατάλη» του παρελθόντος και θα επαναφέρει στην «τάξη» τα υπερχρεωμένα κράτη, θα ισορροπήσει τις οικονομίες και μετά θα έρθει υποτίθεται ανάπτυξη και εξομάλυνση των χρεών και των επιτοκίων. Πρόκειται για ξεκάθαρο ψέμα όπως έχουμε αναλύσει και σε παλιότερο άρθρο (4). Προς το παρόν ας δούμε κατά πόσον το «φάρμακο» της λιτότητας οδηγεί στους επιδιωκόμενους στόχους.

Ας υποθέσουμε ότι μια χώρα που βρίσκεται ήδη σε πορεία συρρίκνωσης του ΑΕΠ έχει σε μια δοσμένη χρονιά 120 ευρώ ΑΕΠ, 120 ευρώ χρέος και 12 ευρώ ετήσιο έλλειμμα. Τότε έχει 100% του ΑΕΠ χρέος και 10% του ΑΕΠ έλλειμμα. Αν επιβάλλεις βαριά λιτότητα σε μια τέτοια οικονομία (είτε με φόρους είτε με περικοπές μισθών) τότε η συνολική οικονομία αναπόφευκτα θα συρρικνωθεί περισσότερο, δηλαδή η ύφεση θα συνεχιστεί και θα χειροτερέψει, τα κρατικά έσοδα συνεπώς θα μειωθούν και το έλλειμμα και το χρέος θα ανέβουν. Ας υποθέσουμε για χάρη της συζήτησης ότι οι περικοπές είναι τόσο δραματικές ώστε το έλλειμμα να φτάσει ακόμα και στο μηδέν και η συγκεκριμένη χώρα δεν χρειαστεί να δανειστεί ούτε ένα ευρώ παραπάνω και συνεπώς δεν αυξήσει το χρέος σε απόλυτα νούμερα. Η πορεία του χρέους καθόλου δεν σημαίνει ότι θα μειωθεί, ίσα ίσα μπορεί να χειροτερέψει και μάλιστα πολύ. Ας υποθέσουμε στο παράδειγμά μας ότι η ύφεση λόγω της λιτότητας οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ στα 100 ευρώ, στον μηδενισμό του ελλείμματος και συνεπώς στη σταθερότητα του χρέους στα 120 ευρώ. Τότε η χώρα αυτή μπορεί να έχει 0% δημόσιο έλλειμμα αλλά το χρέος της θα έχει εκτιναχτεί στο 120% του ΑΕΠ, δηλαδή θα έχει γίνει ακόμα πιο αφερέγγυα ότι μπορεί να ξεπληρώσει το χρέος της με δεδομένο τα συρρικνούμενα εισοδήματα του κρατικού προϋπολογισμού! Αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες που έχουν μπει σε αιματηρή λιτότητα μέσω των μνημονίων τα τελευταία χρόνια. Και όχι μόνο στην Ελλάδα του «σπάταλου κράτους» -για παράδειγμα το έλλειμμα της Ισπανίας που είναι εκτός μνημονίου αλλά ακολουθεί επίσης δρακόντεια πολιτική λιτότητας, θα φτάσει φέτος το 8% σε αντίθεση με 6% που είχε συμφωνήσει με την Ε.Ε. (5). Ήδη η ακολουθούμενη λιτότητα σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου οδηγεί, σύμφωνα με τις περισσότερες προβλέψεις, σε νέα ύφεση τις κυριότερες οικονομίες του πλανήτη, πριν ακόμα ξεπεραστεί καλά καλά η προηγούμενη.

Οι αποφάσεις της τελευταίας συνόδου κορυφής τον Δεκέμβρη με την συμφωνία των 26 (πλην Βρετανίας) για την συνταγματική κατοχύρωση του ορίου στο 0,5% του ΑΕΠ στο έλλειμμα κινούνται επίσης σε ακόμα μεγαλύτερους παραλογισμούς. Η πρόθεσή τους να διαιωνίσουν την λιτότητα και να κάνουν τους λαούς της Ευρώπης να υποφέρουν είναι φανερή. Όμως και η πιο βαθιά λιτότητα δεν μπορεί να εμποδίσει την δημιουργία ελλειμμάτων. Τέτοιες αποφάσεις ισοδυναμούν με απαγόρευση των υφέσεων και των ανακάμψεων στην καπιταλιστική οικονομία και είναι το ίδιο «αξιόπιστες» όσο το να απαγορεύεις την …παλίρροια και την άμπωτη! Για παράδειγμα η Ιρλανδία, από το 2003 έως το 2007, δεν είχε καν ελλείμματα αλλά -έστω και μικρά- πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της και το χρέος της ήταν μόλις στο 25% του ΑΕΠ. Με το ξέσπασμα της κρίσης, τόσο η κατάρρευση των εσόδων όσο και η διάσωση των τραπεζών από το κράτος, εκτίναξε το έλλειμμα σε 7,3% το 2008, 14,2% το 2009, 31,3% (!!!) το 2010 και το δημόσιο χρέος σχεδόν τετραπλασιάστηκε μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια φτάνοντας στο 96%! Ποια απαγόρευση θα μπορούσε να είχε εμποδίσει αυτές τις συνέπειες της κρίσης στο έλλειμμα και στο χρέος και τι είδους ευρωπαϊκή «ποινή» θα επανέφερε την Ιρλανδία στην «τάξη» των μηδενικών ελλειμμάτων; Η απάντηση είναι καμιά απαγόρευση και καμιά ποινή δεν μπορούσε να εμποδίσει την κρίση και τις συνέπειές της. Ο στενός κορσές του Μάαστριχτ για 3% έλλειμμα και 60% χρέος δεν μπόρεσε να τηρηθεί ούτε καν από τη Γερμανία, ακόμα και πριν το ξέσπασμα της κρίσης του 2007-8. Πολύ περισσότερο η πιθανότητα να τηρηθεί ο κορσές που εξήγγειλαν οι ευρωπαίοι ηγέτες για το μέλλον είναι ανύπαρκτη. Η μόνη «αξιοπιστία» που έχουν τέτοιες αποφάσεις είναι η ένδειξη των προθέσεων των κυρίαρχων τάξεων να συνεχίσουν να φορτώνουν στα λαϊκά στρώματα την κρίση ακόμα κι αν η συνέπεια είναι μια «φρίκη χωρίς τέλος».

Ένα δεύτερο παράδειγμα ανοησίας είναι το λεγόμενο PSI ή αλλιώς «εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα» στο κούρεμα του κρατικού χρέους. Η ελληνική κυβέρνηση που ούτε να ακούσει δεν ήθελε τη λέξη «αναδιάρθρωση» πριν ένα χρόνο, τώρα πανηγυρίζει για το PSI (6). Κι όμως ακόμα και αν «πετύχει», η επίσημη πρόβλεψη είναι ότι το έτος 2020, το ελληνικό χρέος θα φτάσει στο 120% του ΑΕΠ, όσο ήταν δηλαδή το 2009! Το πιο παράλογο όμως είναι ότι αντί το PSIνα περιορίσει την κρίση χρέους στην Ελλάδα όπως υποτίθεται ήταν ο στόχος του, το τελικό αποτέλεσμα ήταν να την επεκτείνει πολύ πιο γρήγορα στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Πριν ακόμα αποφασιστεί το πρώτο PSI του 21% για την Ελλάδα γράφαμε:

«Με μια αναδιάρθρωση οι τράπεζες θα χάσουν σήμερα ένα μέρος της αξίας των ομολόγων που κατέχουν από το ελληνικό χρέος. Όμως το ρίσκο και ο φόβος είναι ότι το πράγμα δεν θα περιοριστεί σε μια μικρή χασούρα στο παρόν. Αν αυτό γίνει για μια φορά, αυτομάτως ο κίνδυνος να χάσουν ακόμα περισσότερα και δεύτερη και τρίτη φορά στο μέλλον θα γίνει σχεδόν βεβαιότητα. Το ίδιο βεβαιότητα θα γίνει και το γεγονός ότι το «κούρεμα» των ομολόγων θα επεκταθεί αργά ή γρήγορα και στην Πορτογαλία και την Ιρλανδία, που βρίσκονται ήδη στη διαδικασία των μνημονίων, αλλά και σε εκείνες που ενδέχεται να αναγκαστούν να μπουν στο μέλλον. Αυτό θα είχε σαν σίγουρη συνέπεια την άνοδο των σπρεντ στο χρέος και άλλων «επικίνδυνων» χωρών της ευρωζώνης (κάτι που ήδη συμβαίνει εν μέρει) και μια διαρκή άνοδο του κινδύνου χρεοκοπιών και των προβλημάτων ρευστότητας των τραπεζών.
Έτσι μια «ελεγχόμενη» αναδιάρθρωση (ή «επιλεκτική χρεοκοπία») είναι πιθανό τελικά να αποδειχτεί όχι και τόσο ελεγχόμενη. Μια αλυσιδωτή αντίδραση, όπου οι τράπεζες θα κατέγραφαν ολοένα και περισσότερες ζημιές, ήταν (και εξακολουθεί να είναι) πιθανόν να ξεκινήσει, αν το «πουλόβερ» του χρέους άρχιζε να ξηλώνεται στην Ελλάδα, έστω και σε ένα μικρό ποσοστό «αναδιάρθρωσης» αρχικά. Το φαινόμενο ντόμινο μπορεί να είναι μικρό στην αρχή, αλλά στη συνέχεια να καταλήξει το ίδιο εκκωφαντικό και επικίνδυνο για το σύστημα όσο και μια άμεση χρεοκοπία της Ελλάδας.»(7)

Αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει και σήμερα μετά την αναθεώρηση του PSIστο 50%. Όσο κι αν οι ηγέτες της Ε.Ε. –και κυρίως η Μέρκελ- ανέτρεψαν τα προηγούμενα σχέδια τους και «αποφάσισαν» ότι τελικά το PSI δεν θα έχει συνέχεια σε καμιά άλλη χώρα και θα περιοριστεί «αποκλειστικά» στην Ελλάδα, οι λεγόμενες «αγορές» (δηλαδή οι τράπεζες, τα hedgefunds κλπ.) δεν πείθονται και φοβούνται ότι και άλλες χώρες της Ε.Ε. μπορεί να προχωρήσουν σε κούρεμα του χρέους τους. Γι’ αυτό και δεν εμπιστεύονται και συχνά ξεφορτώνονται τα ομόλογα των ευρωπαϊκών χωρών με συνέπεια τα επιτόκια δανεισμού να ανεβαίνουν ακόμα και για χώρες του λεγόμενου πυρήνα της ευρωζώνης όπως η Γαλλία. Μια συνέπεια αυτού είναι για παράδειγμα η Ιταλία να δανείζεται με επιτόκιο 7% αυτή τη στιγμή, για να δανείσει τα χρήματα που της αναλογούν στη δόση του μνημονίου τον Δεκέμβρη του 2011 στην Ελλάδα με 3,5%!

Ένα τρίτο παράδειγμα παραλογισμού είναι τα περίφημα «μπαζούκα», δηλαδή τα ταμεία στήριξης (EFSF, ESM) που έχουν αποφασίσει οι ευρωπαίοι ηγέτες ελπίζοντας ότι θα βάλουν τέλος στην κρίση χρέους χωρίς κανένα αποτέλεσμα μέχρι στιγμής. Τα ταμεία αυτά υποτίθεται ότι θα δανείζονται από τις αγορές (εκδίδοντας ένα είδος ευρωομολόγων) και μετά θα δανείζουν τις προβληματικές χώρες. Τι εγγύηση έχουν αυτά τα ευρωομόλογα ότι θα αποπληρωθούν ώστε να τα αγοράσει κάποιος; Στην πραγματικότητα ελάχιστη. Γιατί πολύ απλά το κάθε τέτοιο ευρωομόλογο αποτελείται από «φέτες», όπου η κάθε «φέτα» προσφέρεται από κάθε κράτος της ευρωζώνης ανάλογα με το ΑΕΠ του και εγγυάται από αυτό. Αυτό οδηγεί σε όλο και πιο μεγάλη αφερεγγυότητα. Για παράδειγμα ένα κινέζικο fund που θα επενδύσει σε ευρωομόλογα του EFSF, θα πάρει πίσω τα λεφτά του μόνο εάν και εφόσον, όλες οι χώρες που είναι αυτή τη στιγμή εκτός EFSF συνεχίζουν να είναι και να πληρώνουν κανονικά τις υποχρεώσεις τους. Αν έστω και μια χώρα ακόμα μπει στο EFSF ή ακόμα χειρότερα χρεοκοπήσει, αυτό σημαίνει ότι ο κινέζος «επενδυτής» χάνει την εγγύηση για τη «φέτα» του ομολόγου που αναλογούσε στην εν λόγω χώρα. Στην ουσία τα ευρωομόλογα αυτά είναι «δομημένα» και τοξικά και γι’ αυτό είναι απίθανο να βρουν αγοραστές και μάλιστα με χαμηλό επιτόκιο. Η ελπίδα ότι ταμεία τύπου EFSF και ESM (ο μόνιμος μηχανισμός στήριξης που προβλέπεται να μπει σε λειτουργία το 2013), θα μπορέσουν να βγουν στην αγορά εκδίδοντας τέτοια τοξικά ομόλογα και να δανειστούν τα τρις ευρώ που χρειάζονται για την στήριξη των χρεών των ευρωπαϊκών χωρών (αλλά και των ευρωπαϊκών τραπεζών που στηρίζουν τα κράτη), είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις αρχές Νοέμβρη ο EFSF, παρόλο που δανείστηκε μόλις 3 δις ευρώ, χρειάστηκε να δώσει επιτόκιο που ανέβηκε στο 3,59% (8) ενώ η πρώτη έκδοση ομολόγων του EFSFείχε επιτόκιο 2,59% (9). Τα όλο και πιο αυξημένα επιτόκια δανεισμού που πληρώνουν οι ευρωπαϊκές χώρες που εγγυώνται για τον EFSF και ιδιαίτερα η υποβάθμιση της Γαλλίας από τους οίκους αξιολόγησης, θα οδηγήσουν με βεβαιότητα στην υποβάθμιση και του EFSF και στην αδυναμία του να δανειστεί μεγάλα ποσά και μάλιστα με χαμηλά επιτόκια. (10)

Οι κεϊνσιανές αυταπάτες


Οι φιλοκεϊνσιανοί οικονομολόγοι τύπου Krugman, Στίγκλιτς, Ρουμπινί, Wolfκ.ά. (στην Ελλάδα πιο γνωστός αυτής της σχολής είναι ο Γιάννης Βαρουφάκης) έχουν αρθρογραφήσει ξανά και ξανά κριτικάροντας αυτές τις αδιέξοδες πολιτικές της Ε.Ε. και της ευρωζώνης (παρεμπιπτόντως να σημειώσουμε ότι τις κεϊνσιανές αντιλήψεις ασπάζονται δυστυχώς και μεγάλα τμήματα της αριστεράς). Η καταρχήν εξήγηση που δίνουν για τις «ανοησίες» των ευρωπαίων ηγετών είναι η ιδεοληψία αυτών των ηγετών με το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα.

Οι απόψεις της νεοκεϊνσιανής σχολής δεν περιορίζονται φυσικά στην κρίση της ευρωζώνης και στις πολιτικές των ευρωπαίων ηγετών αλλά όλου του κόσμου. Και μια τέτοια παγκόσμια προσέγγιση της κρίσης είναι καταρχήν σωστή: η ευρωζώνη δεν είναι αποκομμένη από την παγκόσμια οικονομία και την διεθνή κρίση –ίσα ίσα αποτελεί μέρος της και αλληλοεπηρεάζεται από τις εξελίξεις στον υπόλοιπο κόσμο. Η ανησυχία ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική χειροτερεύει την κρίση διεθνώς έφτασε στο σημείο ώστε το editorialτων FinancialTimesστις 27 Δεκέμβρη να γράφει:

«Θα ήταν καλύτερα να ρωτήσουμε εάν θα μπορεί να αναμορφωθεί ο καπιταλισμός που αναδύθηκε κατά την δεκαετία του 1980, υπό την ηγεσία του Ronald Reagan και της Margaret Thatcher. Η απάντηση είναι πως πρέπει να αναμορφωθεί, γιατί αποδεικνύεται ότι αυτό το μοντέλο καπιταλισμού είναι μη διατηρήσιμο και άδικο.»(11)

Παρά αυτή την μεγάλη αλλαγή του κλίματος ανάμεσα στους κύκλους των οικονομικών αναλυτών, οι περισσότερες κυβερνήσεις και ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές δεν δείχνουν να ακολουθούν τις παραινέσεις τους. Η εξήγηση είναι ότι παρά την κριτική στα νεοφιλελεύθερα αδιέξοδα, ούτε οι κεϊνσιανές προτάσεις μπορούν να οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση του καπιταλισμού. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα γιατί.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Ο Κέινς είχε δίκιο», ο νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman συνοψίζει την κεντρική ιδέα της κεϊνσιανής προσέγγισης:

«“Η οικονομική ανάπτυξη και όχι η ύφεση, είναι ο κατάλληλος χρόνος για λιτότητα στον προϋπολογισμό”. Αυτό διακήρυξε ο Κέϊνς το 1937, όσο και αν ο Ρούσβελτ απέδειξε το δίκιο αυτής της άποψης, επιχειρώντας να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό πρόωρα, οδηγώντας την οικονομία των ΗΠΑ –η οποία ανέκαμπτε σταθερά μέχρι τότε- σε μια βαθιά ύφεση. Περικόπτοντας τις κρατικές δαπάνες σε μια οικονομία σε ύφεση, επιτείνεις περισσότερο την ύφεση –η λιτότητα πρέπει να περιμένει για να εφαρμοστεί μόνο όταν μια δυναμική ανάπτυξη εξασφαλιστεί»(12)

Ο MartinWolfτο θέτει ακόμα πιο συγκεκριμένα:

«Είναι αδιανόητο πιστοληπτικά αξιόπιστες κυβερνήσεις να μην μπορούν να απολαύσουν αποδόσεις μεγαλύτερες από το αμελητέο κόστος του δανεισμού, είτε πρόκειται για μονομερείς επενδύσεις του Δημοσίου είτε σε συνδυασμό με τον ιδιωτικό τομέα. Εξίσου αδιανόητο είναι το γεγονός ότι ο κρατικός δανεισμός -που σχεδιάστηκε για να επιταχυνθούν η μείωση του χρέους του ιδιωτικού τομέα, η αναδιάρθρωση των κεφαλαίων των τραπεζών και η πρόβλεψη για άμεση κατάρρευση των δαπανών- δεν μπορεί να αποφέρει απόδοση μεγαλύτερη του κόστους.
Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η διεθνής οικονομία είναι μείωση δημοσίων δαπανών από τις πιστοληπτικά αξιόπιστες κυβερνήσεις. Οι αγορές βροντοφωνάζουν αυτήν την αλήθεια. Πρέπει να τις ακούσουμε.»(13)

Με άλλα λόγια η νεοκεϊνσιανή σχολή προτείνει ότι τα κράτη –τουλάχιστον τα πλούσια-πρέπει να ρίξουν χρήματα στην οικονομία, εφαρμόζοντας μια μερική αναδιανομή του πλούτου μέσω της φορολογίας και ταυτόχρονα να θέσουν σε δεύτερη μοίρα τα ελλείμματα και την αύξηση του χρέους, ώστε να εξασφαλίσουν ανάπτυξη, περιορισμό της ανεργίας και τελικά να λειτουργήσουν ως ατμομηχανή ανάπτυξης και για πιο αδύναμες χώρες και τελικά για την παγκόσμια οικονομία. Και μόνο όταν μια σταθερή ανάπτυξη εξασφαλιστεί, τότε το κράτος θα μπορεί να έχει αυξημένα έσοδα για να ισοσκελίσει τους προϋπολογισμούς και να ελέγξει το χρέος.

Το πρώτο πρόβλημα είναι ότι πολύ λίγα κράτη στον ανεπτυγμένο κόσμο έχουν αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να δανειστούν φτηνά (γύρω στο 2%) ώστε να ακολουθήσουν τέτοια πολιτική (ΗΠΑ, Γερμανία, Βρετανία, Ιαπωνία) και επιπλέον αυτά τα κράτη έχουν ήδη υψηλό χρέος και αν ακολουθήσουν μια τέτοια πολιτική κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο στο χρέος τους (χαρακτηριστικό είναι ότι η δυσκολία δανεισμού δεν αφήνει ανέπαφη ακόμα και την Γερμανία όπως ήδη αναφέραμε, καθώς και η πρόσφατη πιστοληπτική υποβάθμιση των ΗΠΑ από τους Standard&Poor’s). Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, όταν ο Ρούσβελτ ξεκίνησε το NewDealστις ΗΠΑ το 1933, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ήταν 20% του ΑΕΠ ενώ σήμερα πλησιάζει το 100%. (14)Επιπλέον, το χαμηλό κόστος δανεισμού των ΗΠΑ και της Βρετανίας ενισχύεται από την αύξηση της ζήτησης των ομολόγων αυτών των χωρών λόγω της απόσυρσης των «επενδυτών» από τα ευρωπαϊκά ομόλογα και την επιστροφή τους σε πιο ασφαλή και σε πιο «εθνικά» νομίσματα. Με άλλα λόγια ο φτηνός δανεισμός αυτών των χωρών δεν είναι εξασφαλισμένος μακροχρόνια: σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη της κρίσης στην ευρωζώνη.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι ήδη τέτοιες πολιτικές έχουν εφαρμοστεί χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Μετά την κρίση του 2008, η κυβέρνηση Ομπάμα έριξε σχεδόν ένα τρις δολάρια σε προγράμματα στήριξης της οικονομίας και της απασχόλησης (ξέχωρα από τα τρις που διοχέτευσε για την διάσωση των χρεωκοπημένων τραπεζών και εταιριών όπως η GeneralMotors). Το αποτέλεσμα ήταν ότι παρόλο που μια αναιμική ανάπτυξη υπήρξε στις ΗΠΑ μετά το 2009, η ανεργία δεν περιορίστηκε και η αμερικάνικη οικονομία βαδίζει ολοταχώς προς νέα ύφεση. Ο Krugman στο ίδιο άρθρο που αναφέραμε, εξηγώντας την αναποτελεσματικότητα του προγράμματος αυτού, ισχυρίζεται ότι ήταν ανεπαρκές και δεν εφαρμόστηκε καλά (την ίδια στιγμή βέβαια οι ακραιφνείς νεοφιλεύθεροι του ρεπουμπλικανικού κόμματος κατηγορούν τον Ομπάμα για «σοσιαλισμό» και ότι «στοχοποιεί τους πλούσιους»). Κι όμως ένα αντίστοιχο ποσό (αλλά τριπλάσιο ως ποσοστό του ΑΕΠ της) αφιέρωσε σε πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας της και η κινέζικη κυβέρνηση μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Το πρόγραμμα αυτό περιόρισε τις συνέπειες της κρίσης στην κινέζικη οικονομία εμποδίζοντας την ύφεση αλλά και πάλι τα αποτελέσματα ήταν προσωρινά. Αυτή την στιγμή, η βιομηχανική παραγωγή και οι εξαγωγές της Κίνας πέφτουν ενώ μια μεγάλη φούσκα έχει δημιουργηθεί με τις τιμές των ακινήτων. (15)

Επίσης είναι παράδοξο να παραπονιούνται οι νεοκεϊνσιανοί οικονομολόγοι για τις «μικρές δόσεις» κρατικής ενίσχυσης της οικονομίας, όταν η παρέμβαση των κρατών (με τις ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις να πρωτοστατούν) για την διάσωση των τραπεζών και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 έχει φτάσει σε τόσο δυσθεώρητα ποσά που ανάλογά τους δεν υπάρχουν στην ιστορία (έχοντας σαν αποτέλεσμα μεταξύ των άλλων και την αύξηση του χρέους των κρατών).

Επιπλέον για την δημιουργία της κρίσης του 2007 η οποία δεν δείχνει κανένα σημάδι ξεπεράσματος, οι κεϊνσιανές πολιτικές δεν είναι καθόλου αθώες αλλά αντίθετα έχουν συμβάλλει σε αυτή. Όπως εξηγούσε ήδη από τις αρχές του 2009 ο αμερικάνος μαρξιστής Πετρίνο Ντιλεό στο άρθρο του με τίτλο «Επιστροφή του Κέινς;», η ακολουθούμενη πολιτική των τελευταίων δεκαετιών δεν ήταν καθόλου «καθαρός» νεοφιλελευθερισμός:

«Στην πράξη ο νεοφιλελευθερισμός δεν ήταν μια πλήρης ρήξη με τον κεϊνσιανισμό –και, για ορισμένες περιπτώσεις, οι περιορισμοί που υπάρχουν για μια πλήρη επιστροφή στον κεϊνσιανισμό έχουν ήδη ξεκαθαριστεί. Πρώτα απ’ όλα, οι μειώσεις των επιτοκίων –η πρώτη γραμμή άμυνας που πρότεινε ο Κέινς– έχουν ήδη εφαρμοστεί από τον πρώην πρόεδρο της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν (ενώ η οικονομία βρισκόταν σε «μπουμ») και τον νυν πρόεδρό της Μπεν Μπερνάνκι (ως αντίδραση στην οικονομική κρίση). Στην πρώτη περίπτωση το φτηνό χρήμα βοήθησε στο να δημιουργηθεί η στεγαστική φούσκα που έβαλε τις βάσεις για τη σημερινή κρίση. Στη δεύτερη περίπτωση, οι πρόσφατες μειώσεις των επιτοκίων δεν κατάφεραν να ξεπαγώσουν τον τραπεζικό δανεισμό. Ακόμα, οι αμερικανικές κυβερνήσεις διατηρούσαν τεράστια ελλείμματα εδώ και 20 χρόνια –το συνολικό χρέος βρίσκεται στα 10,6 τρισ. δολ. και το τρέχον έλλειμμα θα φτάσει στο 1 τρισ. δολ., καθώς τα νέα σχέδια διάσωσης θα εφαρμοστούν. Το ερώτημα είναι μέχρι πού θα φτάσει αυτή η κατάσταση; Η κυβέρνηση μπορεί να τυπώσει και νέο χρήμα, κάτι που έχει ήδη ξεκινήσει να κάνει, τώρα που η ισοτιμία του δολαρίου ανεβαίνει. Όμως υπάρχει ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος του καλπάζοντα πληθωρισμού που θα μπορούσε να τους υποχρεώσει να ξανααυξήσουν τα επιτόκια και να σταματήσει η ανάπτυξη.» (16)

Σήμερα οι κεντρικές τράπεζες εξακολουθούν να ρίχνουν τεράστια ποσά στην αγορά με χαμηλά έως αρνητικά πραγματικά επιτόκια (αν αφαιρεθεί ο πληθωρισμός). Και αυτό ισχύει όχι μόνο για την αμερικανική FEDαλλά ακόμα και για την «τσιγγούνικη» Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που πριν λίγες μέρες τύπωσε στην ουσία χρήμα και έδωσε στις τράπεζες μισό τρις ευρώ με 1% για 3 χρόνια. Επίσης τον τελευταίο χρόνο έχει αγοράσει στη «δευτερογενή αγορά» ομόλογα των «προβληματικών» χωρών, συνολικής αξίας 220 δις ευρώ, προσφέροντας στην ουσία μετρητά στους ομολογιούχους (δηλ. στις τράπεζες και στα διάφορα funds) αντί για τα επισφαλή ομόλογα που είχαν στα χέρια τους. Μήπως με αυτά τα χρήματα οι ευρωπαϊκές τράπεζες ενισχύουν την πραγματική οικονομία ή δανείζουν τα κράτη με φτηνά επιτόκια; Κάθε άλλο. Καλύπτουν τις τρύπες τους από τα επισφαλή δάνεια ή τα ξανακαταθέτουν στην ΕΚΤ για να τα έχουν διαθέσιμα σε μελλοντικές τρύπες. Επίσης συνεχίζουν τον τζόγο «επενδύοντας» και ταυτόχρονα φουσκώνοντας για παράδειγμα τις τιμές των εμπορευμάτων (τρόφιμα, πετρέλαιο κ.ά.) που ανεβαίνουν παρά την κρίση και την μείωση της ζήτησης γι’ αυτά (ο κόσμος καταναλώνει λιγότερη βενζίνη αλλά η τιμή του πετρελαίου ανεβαίνει). Ακόμα και όταν ένα μέρος τους κατευθύνεται σε κρατικό δανεισμό, αυτός δεν είναι σε μακροπρόθεσμα ομόλογα (των οποίων τα επιτόκια παραμένουν στα ύψη) αλλά σε έντοκα γραμμάτια και ομόλογα διάρκειας κάτω από τρία χρόνια και εισπράττουν γι’ αυτό τριπλάσια, τετραπλάσια ακόμα και πενταπλάσια επιτόκια από το 1% που δανείζονται αυτές από την ΕΚΤ. (17) Το ελληνικό κράτος για παράδειγμα δανείζεται με τέτοια έντοκα γραμμάτια ολιγόμηνης διάρκειας κυρίως από τις ελληνικές τράπεζες με επιτόκιο που είναι γύρω στο 5% – μόνο για το «εννιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου ο Προϋπολογισμός πλήρωσε για τους τόκους εντόκων (οι οποίοι μάλιστα προκαταβάλλονται) σχεδόν τα διπλάσια, ήτοι 498 εκατ. ευρώ, σε σχέση με πέρυσι, 231 εκατ. Ευρώ». (18)

Φταίνε οι δομικές αδυναμίες της ευρωζώνης;


Τόσο τα νεοφιλελεύθερα όσο και τα κεϊνσιανά οικονομικά δόγματα, καθώς και η πελαγοδρόμηση των πολιτικών των κυβερνήσεων ανάμεσα σε αυτά τα δύο, έχουν αποτύχει να δώσουν απάντηση στην κρίση που μαστίζει τον παγκόσμιο καπιταλισμό, έστω με σκαμπανεβάσματα, σχεδόν μια πενταετία τώρα. Προφανώς αν η παγκόσμια οικονομία έμπαινε σε μια φάση δυναμικής ανάπτυξης, αυτό θα οδηγούσε και σε έξοδο από την κρίση και τις χώρες της ευρωζώνης. Η συνέχιση της διεθνούς κρίσης είναι που εξηγεί λοιπόν σε μεγάλο βαθμό την κρίση στις ευρωπαϊκές χώρες. Όμως αυτός ο παράγοντας δεν είναι ο μόνος που μπορεί να εξηγήσει την εκτίναξη των επιτοκίων και την κρίση χρέους στην ευρωζώνη. Αν ήταν θέμα μόνο της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, τότε γιατί δεν έχει αντίστοιχη κρίση χρέους π.χ. η Βρετανία που υπό την κυβέρνηση Κάμερον ακολουθεί την πιο σκληρή λιτότητα από την εποχή της Θάτσερ; Η τεράστια κρίση που συγκλονίζει την ευρωπαϊκή Ένωση και απειλεί να τη διαλύσει, εμφανίζεται ως ένα ακατανόητο παράδοξο, αν συγκρίνουμε τα θεμελιώδη οικονομικά της μεγέθη με τα αντίστοιχα μεγέθη των δυο άλλων μεγαλύτερων ανεπτυγμένων οικονομιών, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας (βλέπε πίνακα 1). Παρά την ένταση της κρίσης σε επιμέρους χώρες, τόσο η Ε.Ε. των 27, όσο και ειδικότερα η Ευρωζώνη παρμένες ως σύνολο βρίσκονται σε ίδια ή και σε καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με τις άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου. Για το 2010 είχαν μικρότερο έλλειμμα και μικρότερο χρέος τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και την Ιαπωνία (που είχε χρέος 220%!). Επίσης πρόκειται για τεράστιες οικονομίες αντίστοιχου μεγέθους με τις ΗΠΑ. Η Ευρωζώνη είχε ανάπτυξη 2% για το 2010 σε σύγκριση με το 3% των ΗΠΑ αλλά ταυτόχρονα είχε πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο ενώ οι ΗΠΑ έχουν τεράστιο εμπορικό έλλειμμα.

(στο κείμενο υπάρχει αναλυτικός πίνακας ο οποίος δεν κατέστει δυνατό να μεταφορτωθεί)

Πίνακας 1. Τα στοιχεία για την ευρωζώνη και την Ε.Ε. προκύπτουν αν θεωρηθούν ως ενιαίες οικονομίες (π.χ. το ποσοστό χρέους προκύπτει αν αθροίσουμε τα χρέη όλων των κυβερνήσεων και τα διαιρέσουμε με το άθροισμα του ΑΕΠ όλων των χωρών).Πηγές: World Bank, Eurostat, economywatch.com
Έτσι πολλοί αναλυτές –τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά- στρέφονται στις εσωτερικές ανισορροπίες μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και στα δομικά προβλήματα του ίδιου του ευρώ ως νόμισμα για να εξηγήσουν την «ιδιαιτερότητα» της κρίσης χρέους της ευρωζώνης.

Ο Μάρτιν Γουλφ αναφέρει:

«Τέλος, να δούμε και τον παράγοντα του ελλείμματοςστο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών την περίοδο 1999 – 2007. Με βάση αυτό το μέτρο, οι πιο ευάλωτες χώρες ήταν η Εσθονία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ιταλία. Και επιτέλους, έχουμε έναν χρήσιμο δείκτη. Άρα, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι έχουμε κρίση στο ισοζύγιο πληρωμών. Το 2008 η ιδιωτική χρηματοδότηση των εξωτερικών ελλειμμάτων υπέστη αιφνίδια διακοπή με την αναστολή στην ιδιωτική πίστωση. Έκτοτε, οι χρηματοδότες έχουν γίνει οι κρατικοί πόροι…. Και η επίλυση των κρίσεων πληρωμών μέσα σε μια μεγάλη, κλειστή οικονομία απαιτεί τεράστιες προσαρμογές εκατέρωθεν. Αυτή είναι η αλήθεια και όλα τα άλλα είναι… παρηγοριά στον άρρωστο.»(19)

Παρόμοια είναι η άποψη και οικονομολόγων που δηλώνουν μαρξιστές όπως π.χ. ο Κώστας Λαπαβίτσας, καθηγητής σε αγγλικό πανεπιστήμιο:

«Ο λόγος για την επιτυχία της Γερμανίας είναι η πίεση στους Γερμανούς εργαζόμενους που έδωσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους Γερμανούς εργοδότες. Χρησιμοποίησαν αυτό το πλεονέκτημα για να εξασφαλίσουν εμπορικά πλεονάσματα που προέρχονται ως επί το πλείστον από τις χώρες της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη έχει καταστεί ουσιαστικά εγχώρια γερμανική αγορά. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που προσφέρει το ευρώ για τη γερμανική αστική τάξη. Αλλά αν κάποιος δημιουργεί μεγάλα πλεονάσματα, κάποιος άλλος αποκτά μεγάλα ελλείμματα: Τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι αντανάκλαση των γερμανικών πλεονασμάτων. Αυτή η ανισορροπία είναι η πηγή της αστάθειας της Ευρωζώνης.»(20)

Μια γλαφυρή περιγραφή αυτής της αντίληψης είναι του Γιάννη Βαρουφάκη, καθηγητή στο πανεπιστήμιο Αθηνών και με διεθνή καριέρα στο ενεργητικό του, ο οποίος κάνει και μια αναδρομή αντίστοιχων προβλημάτων στο παρελθόν:

«Έχετε παρατηρήσει ότι κάποιες περι­οχές, χώρες αλλά και μεγάλες περιφέ­ρειες διατηρούν συστηματικά εμπορικά ελλείμματα σε σχέση με άλλες; Π.χ το Άινταχο σε σχέση με την Καλιφόρνια, η Ήπειρος σε σχέση με την Αττική, η Πορτογαλία σε σχέση με τη Γερμα­νία, η Ουαλία σε σχέση με την Αγγλία, οι ΗΠΑ σε σχέση με την Ασία. Όταν αυτά τα ελλείμματα διατηρούνται, και μάλιστα μεγαλώνουν σε βάθος χρόνου, δύο είναι οι μηχανισμοί που μπορούν να διατηρήσουν μια κάποια ισορροπία μεταξύ των οικονομιών: η συνεχής υπο­τίμηση του νομίσματος των ελλειμμα­τικών ή ένας μηχανισμός ανακύκλωσης πλεονασμάτων (surplus recycling mechanism).
Σε παγκόσμιο επίπεδο, όποτε έγινε προσπάθεια να κλειδωθούν οι ισοτι­μίες των νομισμάτων, η παγκόσμια ισορροπία μπορούσε να διατηρηθεί μόνο μέσω ενός μηχανισμού ανα­κύκλωσης πλεονασμάτων (surplus recycling mechanism). Για αυτόν τον λόγο, κατέρρευσε ο Κανόνας του Χρυσού (Gold Standard): η έλλειψη ενός τέτοιου μηχανισμού οδήγησε σε παγκόσμιες ανισορροπίες, οι οποίες, με το που ξέσπασε το Κραχ του 1929, έφεραν το τέλος του Κανόνα. Αργό­τερα, μετά τον πόλεμο, το σύστημα παγκόσμιων σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods (1944-71) εμπεριείχε έναν άτυπο μηχανισμό ανακύκλωσης πλεονασμάτων (surplus recycling mechanism): τις ίδιες τις ΗΠΑ οι οποίες, ενεργά, ανακύκλωναν τα εμπορικά τους πλεονάσματα με τον υπόλοιπο κόσμο, μεταφέροντας (με διάφορους τρόπους) σημαντικό μέρος αυτών των πλεονασμάτων (π.χ. Σχέδιο Marshall) στον υπόλοιπο, ελλειμματικό, κόσμο. Όταν όμως οι ΗΠΑ έγιναν οι ίδιες ελλειμματικές ως προς το εμπορικό τους ισοζύγιο, οι νέες παγκόσμιες ανισορροπίες που δημιουρ­γήθηκαν οδήγησαν όλο το σύστημα Bretton Woods στην κατάρρευση.
Ερχόμενοι τώρα στην Ευρωζώνη, η σημερινή Κρίση οφείλεται, πολύ απλά, στην έλλειψη ενός μηχανισμού ανακύκλωσης πλεονασμάτων (surplus recycling mechanism) που να μπορεί να αναιρεί, στην πράξη, τις όλο και διογκούμενες ανισορροπίες εντός της Ευρωζώνης. Όπως το Κραχ του 1929 ανέδειξε την ανυπαρξία ενός τέτοιου μηχανισμού παγκοσμίως, το Κραχ του 2008 ανέδειξε ένα αντίστοιχο κενό στην καρδιά της Ευρωζώνης.»(21)

Η πρώτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει σε τέτοιες απόψεις, είναι ότι παρόλο που διαφωνούν στα μέσα «θεραπείας» με την τρόικα, συμφωνούν με την «διάγνωση» του ΔΝΤ και της Ε.Ε. που θεωρούν ότι το πρόβλημα –εκτός από το «σπάταλο κράτος»- βρίσκεται και στην «έλλειψη ανταγωνιστικότητας» της Ελλάδας και γι’ αυτό η τρόικα προβάλει σαν «φάρμακο» την «εσωτερική υποτίμηση» (την κατάρρευση των μισθών σε απλά ελληνικά) ώστε να αποκατασταθεί η «ανταγωνιστικότητα» των ελληνικών προϊόντων και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας και των άλλων «προβληματικών» χωρών.

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι τα εξωτερικά ελλείμματα δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε κρίση και σε «υπερχρέωση» του κράτους. Όταν μια χώρα του «νότου» εισάγει για παράδειγμα γερμανικά αυτοκίνητα, αυτό δεν σημαίνει επιβάρυνση του κρατικού της προϋπολογισμού αλλά κυρίως του χρέους του ιδιωτικού τομέα. Είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και κυρίως οι τράπεζες της ελλειμματικής χώρας που δανείζονται αυτά τα χρήματα από τις τράπεζες των πλεονασματικών χωρών και μετά αυτές χρηματοδοτούν με δάνεια τους ιδιώτες καταναλωτές αυτών των αυτοκινήτων. Και αντίστροφα, πλεονασματικό εξωτερικό ισοζύγιο δεν σημαίνει καθόλου αυτόματα ότι ο κρατικός προϋπολογισμός ωφελείται. Αλλιώς θα ήταν εντελώς παράλογο το φαινόμενο μια διαρκώς πλεονασματική εξωτερικά χώρα όπως η Ιαπωνία να έχει διαρκώς ελλείμματα στον προϋπολογισμό της εδώ και δυο δεκαετίες και να έχει φτάσει σήμερα να διαθέτει το μεγαλύτερο κρατικό χρέος στον κόσμο (220%) το οποίο και συνεχίζει να αυξάνεται.





Το πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της Ιαπωνίας (πάνω) και το συνεχές έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό της (κάτω). Πηγή economywatch.com

Επιπλέον εξωτερικά ελλείμματα και πλεονάσματα δεν είναι φαινόμενο που αφορά μόνο τις χώρες της ευρωζώνης αλλά όλες τις χώρες του κόσμου. Όχι μόνο σήμερα αλλά σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού, ποτέ τα ισοζύγια δεν ήταν ισοσκελισμένα αλλά πάντα υπήρχαν ελλειμματικές και πλεονασματικές χώρες και ποτέ αυτό δεν ήταν μόνιμο –πρώην ελλειμματικές γινόντουσαν πλεονασματικές και το αντίστροφο. Από μια ενδεικτική σύγκριση μερικών χωρών, δεν προκύπτει καμιά κρίση «υπερχρέωσης» των κρατών μόνο και μόνο εξαιτίας των εξωτερικών ελλειμμάτων. Την δεκαετία που μας πέρασε, χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Μ.Βρετανία ή η γειτονική μας Τουρκία (βλέπε πίνακα 2), είχαν μεγαλύτερο πρόβλημα στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών από χώρες όπως η Ιρλανδία και η Ιταλία που σήμερα βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης χρέους. Παρά τα ελλείμματα αυτά, οι ΗΠΑ και η Μ.Βρετανία εξακολουθούν να δανείζονται με επιτόκια γύρω στο 2% ενώ η Τουρκία είναι η δεύτερη πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη οικονομία του πλανήτη με ρυθμό ανάπτυξης συγκρίσιμο με της Κίνας (22)


Πίνακας 2. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 2001-2010 ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πηγή WorldBank

Το κυριότερο είναι ότι τέτοιες αντιλήψεις αναποδογυρίζουν τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Δεν είναι τα συστήματα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι ανισορροπίες στα εξωτερικά ισοζύγια των χωρών που οδηγούν στις κρίσεις του καπιταλισμού αλλά αντίθετα οι κρίσεις του συστήματος που οδηγούν τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες στην κατάρρευση. Στην ιστορική αναδρομή του Γιάννη Βαρουφάκη διαβάσαμε παραπάνω ότι το κραχ του ’29 οδήγησε στην κατάρρευση του «κανόνα του χρυσού». Αυτό δεν σημαίνει ότι την τεράστια κρίση του ’30 την προκάλεσε ο «κανόνας του χρυσού» -η κρίση οδήγησε στην κατάρρευση του κανόνα όχι το αντίθετο. Το μεταπολεμικό σύστημα σταθερών ισοτιμιών, η λεγόμενη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς κατέρρευσε όταν οι ΗΠΑ έπαψαν να χρηματοδοτούν με σχέδια Μάρσαλ τις πρώην ελλειμματικές χώρες και έγιναν οι ίδιες ελλειμματικές ισχυρίζεται ο Γ.Βαρουφάκης. Και τότε γιατί τα ελλείμματα των ευρωπαϊκών χωρών στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου δεν δημιουργούσαν κανένα πρόβλημα και το πρόβλημα εμφανίστηκε όταν έγιναν ελλειμματικές οι ΗΠΑ; Η προφανής εξήγηση είναι ότι τα κεφάλαια που κατευθύνονταν σε αυτές τις χώρες μετατράπηκαν σε μια τεράστια έκρηξη ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας τους ή με άλλα λόγια τα αρχικά εξωτερικά ελλείμματα δεν έβλαψαν αλλά βοήθησαν τις κατεστραμμένες από τον πόλεμο ευρωπαϊκές οικονομίες να αναπτυχθούν. Αλλά τι εμπόδιζε τις πλεονασματικές πλέον Γερμανία και Ιαπωνία να αντιστρέψουν αυτή την πορεία, να υλοποιήσουν δηλαδή έναν αντίστροφο «μηχανισμό ανα­κύκλωσης πλεονασμάτων»και να χρησιμοποιήσουν τα νεοαποκτηθέντα πλεονάσματά τους για αντίστοιχα σχέδια Μάρσαλ και επενδύσεις προς τις ΗΠΑ; Η απάντηση βέβαια δεν ήταν ότι έφταιγε το Μπρέτον Γούντς αλλά η κρίση που χτύπησε τον παγκόσμιο καπιταλισμό μετά το 1970 και οδήγησε σε πτώση κερδοφορίας και σε συρρίκνωση των επενδύσεων.

Αντίστοιχα ισχύουν και για την περίπτωση της ευρωζώνης. Από το 1979, η Ε.Ε. (τότε ΕΟΚ) είχε εισαγάγει έναν μηχανισμό σχεδόν σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (European Exchange Rate Mechanism, ERM) που επέτρεπε τη διακύμανση των νομισμάτων μεταξύ των χωρών που συμμετείχαν στο +/- 2,5%. (23) Με τη συμφωνία του Μάαστριχτ το 1992, και τα «κριτήρια» που μπήκαν (60% και 3% του ΑΕΠ άνω φράγμα στο χρέος και στο έλλειμμα αντιστοίχως), ο μηχανισμός αυτός υποτίθεται ότι θα λειτουργούσε ως προάγγελος του κοινού νομίσματος στη συνέχεια. Ο μηχανισμός αυτός αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα με γνωστότερο την υποτίμηση της στερλίνας το 1992 και την απόσυρση της Βρετανίας από τον μηχανισμό και αργότερα και της Ιταλίας. Η διεθνής κρίση της εποχής ήταν που δημιουργούσε αυτά τα προβλήματα και όχι η ύπαρξη του μηχανισμού. Παρόλα αυτά ο μηχανισμός επιβίωσε (υποχρεώθηκε βέβαια να αυξήσει τα περιθώρια διακύμανσης των νομισμάτων) και οδήγησε τελικά το 1999 στο πάγωμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και στη συνέχεια στην υιοθέτηση του ευρώ. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν άσχετη με την διεθνή ανάκαμψη μετά το 1994 και όσο η διεθνής οικονομία βρισκόταν σε ανάπτυξη κανένα πρόβλημα δεν δημιουργούσαν οι ανισορροπίες στα ισοζύγια μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Αντίθετα η κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2007 και πέρασε στην Ευρώπη λίγο αργότερα, ήταν το αίτιο που άρχισε να δημιουργεί προβλήματα κρατικών ελλειμμάτων και χρεών (σημαντικό μέρος των οποίων πήγαινε στις διασώσεις των τραπεζών). Δεν ήταν ή ύπαρξη του ευρώ και οι ανισορροπίες στα εξωτερικά ισοζύγια η αιτία της κρίσης αλλά αντίθετα ήταν η διεθνής κρίση που χτύπησε και τις ευρωπαϊκές χώρες και έτσι άρχισαν να ανεβαίνουν τα επιτόκια στη μια χώρα μετά την άλλη και να φτάσουμε σήμερα στην υπαρξιακή κρίση της ίδιας της ευρωζώνης.

Ελληνικός καπιταλισμός και ευρωζώνη


Πράγματι ο ελληνικός καπιταλισμός, όπως και οι περισσότερες χώρες του νότου έχουν ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Φταίνε αυτά τα ελλείμματα ή η συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ για την κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός καπιταλισμός; Η απάντηση είναι όχι.

Καταρχήν αν κοιτάξουμε προσεκτικά τα στοιχεία του πίνακα 2, βλέπουμε ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας προϋπήρχε του ευρώ και επιπλέον την πρώτη πενταετία παρέμεινε σχεδόν σταθερό παρά τη συμμετοχή στο ευρώ. Επιπλέον, όπως είπαμε και πριν, τα κεφάλαια που εισέρρεαν στην Ελλάδα από τις πλεονασματικές χώρες δεν είναι υποχρεωτικό ότι οδηγούν σε κρίση την οικονομία που τα δέχεται αλλά θα μπορούσαν να είναι και ωφέλιμα. Τα γερμανικά πλεονάσματα θα μπορούσαν για παράδειγμα να μετατραπούν σε επενδύσεις στην Ελλάδα π.χ. της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας χτίζοντας εργοστάσια. Αυτό που έγινε στην πραγματικότητα είναι ότι τα κεφάλαια που εισήλθαν στην Ελλάδα από τις πλεονασματικές χώρες δεν ήρθαν με την μορφή επενδύσεων στην πραγματική οικονομία. Σε ένα μικρό βαθμό ήρθαν με τη μορφή εξαγορών (με κυριότερη την εξαγορά του ΟΤΕ από την DeutscheTelekom). Στον μεγαλύτερο βαθμό ήρθαν ως δάνεια είτε στο ελληνικό κράτος είτε στις ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις. Και πάλι όμως προκύπτει το ερώτημα, τι εμπόδιζε τους έλληνες καπιταλιστές να αξιοποιήσουν αυτά τα δάνεια για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία ώστε να κάνουν την Ελλάδα προοπτικά μια «ανταγωνιστική» και εξαγωγική χώρα; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί αν μείνουμε στα στενά όρια της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα αυτό που έγινε στην Ελλάδα χαρακτηρίζει τις περισσότερες χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού την τελευταία δεκαετία. Όπως γράφει ο αμερικάνος μαρξιστής JoelGeier:

«…στον τελευταίο εμπορικό κύκλο, το κεφάλαιο δεν μπορούσε να βρει αρκετά κερδοφόρες επενδύσεις εγχώρια. Δεν υπήρχε διευρυμένη αναπαραγωγή, ούτε συσσώρευση κεφαλαίου στις ΗΠΑ από το 2000 και έπειτα. Σε αυτό τον εμπορικό κύκλο, υπήρχαν λιγότερα εργοστάσια στην αρχή της κρίσης πριν ένα χρόνο, απ’ όσα υπήρχαν το 1999. Αυτό συνέβη, επειδή οι καπιταλιστές, αντί να επενδύουν σε νέες τεχνολογίες, νέες εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, επένδυαν τα χρήματά τους σε χρηματαγορές ανά τον κόσμο. Εγχώρια, οι επενδύσεις πήγαιναν στους πιο προσοδοφόρους κλάδους –αγορές ακινήτων, κατασκευές και χρηματοοικονομικά.» (24)

Σχεδόν αντιγραφή αυτής της πορείας της αμερικάνικης οικονομίας ήταν και η εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού, ειδικά την τελευταία δεκαετία που συμμετείχε στο ευρώ. Το ελληνικό κράτος χρησιμοποίησε αυτόν τον δανεισμό όχι βέβαια για να βελτιώσει τα εισοδήματα των ελλήνων εργαζομένων και το κοινωνικό κράτος αλλά για να επιδοτήσει τους καπιταλιστές με τρεις τρόπους. Ο πρώτος ήταν οι ολοένα και περισσότερες φοροαπαλλαγές του επιχειρήσεων με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστές και την μηδενική φορολογία που απολάμβαναν. Ο δεύτερος ήταν με επιδοτήσεις μέσω των διάφορων «αναπτυξιακών νόμων» και με χαριστικές ιδιωτικοποιήσεις. Ο τρίτος ήταν η άμεση ενίσχυση του κεφαλαίου μέσω κυρίως των δημοσίων έργων (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα φαραωνικά έργα της Ολυμπιάδας) και συνεπώς η άμεση μεταφορά πλούτου από τον προϋπολογισμό σε εταιρίες του κατασκευαστικού κλάδου (κατασκευαστικές εταιρίες, χαλυβουργίες, τσιμεντοβιομηχανίες κλπ.). Ταυτόχρονα οι έλληνες καπιταλιστές χρησιμοποίησαν τα κέρδη τους (από τα μεγαλύτερα ποσοστιαία στην Ε.Ε.) αλλά και τον φτηνό δανεισμό τους σε «σκληρό» νόμισμα όπως το ευρώ για μια τεράστια εξόρμηση «κατάκτησης» των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής μεσογείου. Τραπεζίτες και βιομήχανοι προχώρησαν σε εξαγορές και σε επενδύσεις σε ξένες χώρες που τους μετέτρεψαν σε κυρίαρχους οικονομικά σε όλη την ευρύτερη περιοχή –οι μεγάλες αλλά και μικρότερες επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό μετριούνται σε πολλές χιλιάδες. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, μόνο για την εξαγορά της Finansbank στην Τουρκία, η Εθνική Τράπεζα έδωσε 5,1 δις ευρώ δηλαδή περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ της Ελλάδας (25). Την ίδια στιγμή οι έλληνες εφοπλιστές, αξιοποιώντας όλο και περισσότερο το «στήριγμα» του «σκληρού» ευρώ και τον φτηνό δανεισμό των ευρωπαϊκών τραπεζών (με όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των ελληνικών τραπεζών) έκαναν τεράστιες παραγγελίες σε χώρες «φτηνών» νομισμάτων όπως η Κορέα και η Κίνα με αποτέλεσμα να έχουν σήμερα όχι μόνο τον μεγαλύτερο στόλο στον κόσμο αλλά και τον πιο καινούριο (26). Ο ελληνικός καπιταλισμός εισήγαγε όλο και περισσότερα κέρδη από αυτή την επέκτασή του στο εξωτερικό και προοπτικά το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών καθώς και ο αυξημένος δανεισμός θα μπορούσε να είχε περιοριστεί, αν στο μεταξύ δεν χτυπούσε η κρίση του 2008.

Την δεκαπενταετία 1994-2008 (την περίοδο δηλαδή της σταθεροποίησης της ισοτιμίας της δραχμής με το ευρώ και στη συνέχεια της εισόδου της Ελλάδας στο κοινό νόμισμα) η ελληνική οικονομία είχε συνολική ανάπτυξη 66% (για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στο ίδιο διάστημα η Γερμανία είχε ανάπτυξη μόλις 23%). Ήταν μια ανάπτυξη στηριγμένη κυρίως στην εξωτερική επέκταση, στον κατασκευαστικό κλάδο, στον χρηματιστηριακό τζόγο και στην τόνωση της κατανάλωσης με δανεικά (στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια). Αλλά αυτό ήταν ένα φαινόμενο (η στήριξη της οικονομίας στη γιγάντωση του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους) που ήταν παγκόσμιο. Ακόμα και εξαγωγικές χώρες όπως η Γερμανία, μπορεί να μην στηρίχτηκαν στην τόνωση της κατανάλωσης στο εσωτερικό τους, αλλά στηρίχτηκαν όμως σε εξαγωγή κεφαλαίων (κυρίως στις ανατολικές χώρες) καθώς και στον δανεισμό σε άλλες χώρες ώστε να βρίσκουν επικερδείς «επενδύσεις» για τα κέρδη τους και να τονώνουν την κατανάλωση στο εξωτερικό ώστε να μπορούν να συντηρήσουν τις εξαγωγές τους.

Το τέλος αυτής της αναπτυξιακής πορείας του ελληνικού καπιταλισμού και του ξεσπάσματος της κρίσης, δεν ήρθε λοιπόν ούτε λόγω των ανισορροπιών στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ούτε λόγω του κοινού νομίσματος στην ευρωζώνη, ούτε εξαιτίας του συσσωρευμένου κρατικού χρέους:

«Αν φταίγανε κάποιες «ιδιαιτερότητες» και «στρεβλώσεις» της ελληνικής οικονομίας, γιατί η κρίση ήρθε τώρα και όχι πριν χρόνια; Η απάντηση είναι απλή: Η δυναμική του ελληνικού καπιταλισμού ήταν που επέτρεπε τη διατήρηση του χρέους σε υψηλά επίπεδα από το 1996 έως το 2008 (υπολογιζόταν κοντά στο 100% του ΑΕΠ με βάση τα «μαγειρεμένα» στατιστικά στοιχεία, αλλά στην πραγματικότητα βρισκόταν κοντά στο 110% του ΑΕΠ), χωρίς οι διεθνείς και εγχώριοι πιστωτές του ελληνικού κράτους να «ανησυχούν» για τη «μικρή παραγωγική βάση της Ελλάδας». Προφανώς οι τραπεζίτες δεν είναι τόσο βλάκες που δεν έβλεπαν τις υποτιθέμενες «στρεβλώσεις» της ελληνικής οικονομίας, ούτε «παραπλανήθηκαν» από τα «μαγειρεμένα» στατιστικά στοιχεία. Απλούστατα έβλεπαν έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους καπιταλισμούς στην ευρωζώνη.
Αν κάτι άλλαξε απότομα με την πρόσφατη κρίση χρέους, δεν είναι ούτε η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, ούτε η «ανταγωνιστικότητα», ούτε το έλλειμμα εισαγωγών-εξαγωγών (αντίθετα αυτό μειώθηκε λόγω της ύφεσης), ούτε το ύψος του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ μεταβλήθηκε τόσο σημαντικά τους τελευταίους μήνες. Αυτό που άλλαξε ήταν ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση χτύπησε άσχημα τον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων στην οποία έχει επεκταθεί.
Η ύφεση είχε άμεσα αποτελέσματα. Το πρώτο ήταν η κατάρρευση των κρατικών εσόδων, η αύξηση των δαπανών (28 δισ. πήραν σε ρευστό και εγγυήσεις μόνο οι τράπεζες) και η συνακόλουθη εκτίναξη του ελλείμματος του 2009. Σε συνδυασμό με τη μείωση του ΑΕΠ λόγω της ύφεσης, αυτό σημαίνει ότι το χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) έχασε τη σταθερότητα που είχε την τελευταία δεκαπενταετία και απέκτησε απότομη και εκρηκτικά ανοδική δυναμική…
Η ύφεση αυτή θα μπορούσε να έχει προσωρινό χαρακτήρα, αν η διεθνής οικονομία πήγαινε καλά. Όμως, μέσα στη γενικευμένη κρίση του καπιταλισμού διεθνώς, η προοπτική επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ανάκαμψη γίνεται περισσότερο επισφαλής. Με δυο λόγια, αυτό που άλλαξε και οδήγησε στην κρίση χρέους δεν είναι τόσο το χρέος του παρελθόντος όσο τα αυξημένα ελλείμματα και το χρέος που προβλέπεται να συσσωρευτεί στο μέλλον. Δεν είναι οι «στρεβλώσεις», αλλά οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που, από αναπτυσσόμενη, βυθίζεται στην ύφεση και αυτό επιδρά άμεσα στην ικανότητα του ελληνικού κράτους να μπορεί να κάνει το χρέος διαχειρίσιμο για τα επόμενα χρόνια.» (27)


Για μια μαρξιστική προσέγγιση της κρίσης


Δεν είναι στο θέμα του παρόντος άρθρου να παρουσιάσει αναλυτικά την μαρξιστική ανάλυση για τις κρίσεις στον καπιταλισμό (28). Όμως, έστω συνοπτικά, οφείλουμε να στηριχτούμε στον μαρξισμό αν θέλουμε να λύσουμε το «μυστήριο» της σημερινής διεθνούς κρίσης που αποτελεί την χειρότερη από την εποχή της δεκαετίας του ’30 και βρίσκεται στη βάση και της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη. Γιατί μόνο ο Μαρξ εξήγησε ότι η κρίση δεν είναι αποτέλεσμα καλής ή κακής διαχείρισης των κυβερνήσεων, δεν καθορίζεται από το αν ακολουθούνται νεοφιλελεύθερες ή κεϊνσιανές συνταγές στην οικονομική πολιτική. Γιατί μόνο ο Μαρξ απέδειξε ότι η κρίση είναι στην ίδια τη φύση του συστήματος, ότι η πορεία του καπιταλισμού προς την παρακμή είναι αναπόφευκτη και δεν έχει γιατρειά.

Ο καπιταλισμός έχει σαν κινητήρια δύναμή του το κέρδος που προκύπτει από την εκμετάλλευση των εργατών. Όσο οι καπιταλιστές έχουν ικανοποιητικά ποσοστά κέρδους, δηλαδή αποσβένουν τα χρήματα που ρίχνουν σε μια επένδυση και βγάζουν στο τέλος πολύ περισσότερα, τότε συνεχίζουν να επανεπενδύουν τα κέρδη τους και να συσσωρεύουν ακόμα περισσότερο κεφάλαιο το οποίο επανεπενδύουν, αυξάνεται η απασχόληση και η κατανάλωση και η δυναμική ανάπτυξης του συστήματος συνεχίζεται. Όμως έρχεται κάποια στιγμή που η κερδοφορία του συστήματος «μπουκώνει» και τα ποσοστά κέρδους αρχίζουν να πέφτουν (ο Μαρξ ονόμαζε αυτή την αδυναμία του καπιταλισμού ως «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους»). Αυτό σημαίνει ότι οι καπιταλιστές βρίσκονται με βουνά από κεφάλαια στα χέρια τους αλλά πλέον δεν έχουν κίνητρο να τα επανεπενδύσουν. Έρχεται μια στιγμή που ένας καπιταλιστής χρειάζεται να ρίξει τεράστια κεφάλαια (π.χ. για να φτιάξει μια καινούρια αυτοκινητοβιομηχανία) χωρίς να βλέπει καμιά εγγύηση ότι θα πάρει τα λεφτά του πίσω και το αποτέλεσμα της επένδυσής του θα είναι κερδοφόρο. Τότε αρχίζει το φρενάρισμα των επενδύσεων, η αύξηση της ανεργίας, η πτώση της κατανάλωσης και τελικά η συρρίκνωση της οικονομίας και η γενίκευση της κρίσης από κλάδο σε κλάδο και από χώρα σε χώρα. Το χτύπημα των μεροκάματων, ο φτηνός δανεισμός, η κατεύθυνση των «επενδύσεων» σε οικονομικές «φούσκες» (χρηματιστήρια, ακίνητα, εμπορεύματα κ.ά.), η εξαγωγή κεφαλαίων σε άλλες χώρες (τις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες) όπου τα ποσοστά κέρδους είναι ακόμη υψηλά, όλα αυτά είναι τρόποι που μπορούν να κουκουλώσουν προσωρινά τις ενδογενείς αδυναμίες του συστήματος και να συντηρήσουν για ένα διάστημα την ανάπτυξη, όπως είδαμε να γίνεται την τελευταία δεκαπενταετία διεθνώς. Όμως πια αυτό το «ντοπάρισμα» της οικονομίας, κυρίως με τη συσσώρευση βουνών από χρέη (και μάλιστα πολύ περισσότερο στον ιδιωτικό τομέα από ότι στα κράτη), έχει φτάσει στο τέλος του και δεν υπάρχει κανένας τρόπος ο καπιταλισμός να λύσει αυτό το πρόβλημα. Όπως γράφαμε το περασμένο καλοκαίρι:

«Το χρέος καθεαυτό δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε επώδυνη λιτότητα την κοινωνία, ούτε σε υποχρεωτική κρίση τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, οι ΗΠΑ βρέθηκαν με ένα τεράστιο χρέος που προσέγγιζε το 130% του ΑΕΠ. Και σαν να μην έφτανε το παλιό χρέος, οι ΗΠΑ προχώρησαν μεταπολεμικά σε διάφορα σχέδια Μάρσαλ προς τις χώρες της Ευρώπης και την Ιαπωνία, που θεωρητικά θα οδηγούσαν σε ακόμα μεγαλύτερο χρέος το κράτος. Και όμως όλο αυτό το τεράστιο χρέος «εξαφανίστηκε» μέσα στην τεράστια μεταπολεμική ανάπτυξη του συστήματος, για να αρχίσει να ανεβαίνει και πάλι στην αρχή της νέας κρίσης και παρακμής του συστήματος μετά τη δεκαετία του ’70, παρόλο που θεωρητικά η κυριαρχία του Ρηγκανισμού εξασφάλιζε «λιγότερο κράτος.
Η ίδια οικονομική ανάπτυξη χαρακτήριζε και τις άλλες χώρες μεταπολεμικά, γι’ αυτό άλλωστε και τα δάνεια εκείνης της εποχής δεν οδήγησαν σε υπερχρέωση ούτε τις επιχειρήσεις που γιγαντώνονταν είτε γενικότερα τις χώρες που ανασυγκροτούνταν από τα ερείπια του πολέμου. Με λίγα λόγια τα κέρδη από την αλματώδη ανάπτυξη της εποχής ήταν υπεραρκετά για να αποσβένουν το χρέος.
Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί σήμερα, γιατί ο καπιταλισμός είναι σε παρακμή και δεν είναι σε θέση να οδηγήσει την οικονομία διεθνώς σε μια οικονομική ανάπτυξη ικανή να εξαφανίσει το χρέος. Το χρέος των τελευταίων δεκαετιών –ιδιωτικό και δημόσιο– δεν είχε σαν εγγύηση μια ραγδαία αναπτυσσόμενη πραγματική οικονομία, αλλά μια ραγδαία αναπτυσσόμενη φούσκα των λεγόμενων assets (περιουσιακών στοιχείων) σε μετοχές, σε εμπορεύματα, σε ακίνητα κ.λπ. Όσο οι μετοχές και οι τιμές των ακινήτων ανέβαιναν, το χρέος έδειχνε εγγυημένο. Τώρα που η φούσκα έσκασε, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποσβεστεί το χρέος.»(29)


Στις αρχές του καπιταλισμού, οι κρίσεις αυτές «λύνονταν» με την καταστροφή ενός μέρους των κεφαλαίων και το άνοιγμα κερδοφόρων ευκαιριών για τους καπιταλιστές που επιβίωναν μέσα στην κρίση (αυτό που οι αστοί οικονομολόγοι ονομάζουν «δημιουργική καταστροφή» αδιαφορώντας για τον απίστευτο πόνο και τις θυσίες που συνεπάγεται αυτό για τους εργαζόμενους). Συνήθως οι υφέσεις διαρκούσαν λίγο και η δυναμική ανάπτυξης του συστήματος επανέρχονταν. Όμως στην πορεία αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο χάρις σε μια άλλη τάση του συστήματος, την τάση για συγκεντροποίηση και συγκέντρωση του κεφαλαίου, την τάση για άμεση εμπλοκή των κρατών στο διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό που οξυνόταν όλο και περισσότερο αφού πια όλος ο πλανήτης είχε μοιρατεί σε σφαίρες επιρροής των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Αυτή η τάση δημιουργούσε εταιρίες που ήταν «toobigtofail» (πολύ μεγάλες για να αφεθούν να χρεοκοπήσουν) και την παρέμβαση των κρατών για να προστατέψουν τους δικούς τους καπιταλιστές απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Πρόκειται για το γέρασμα του συστήματος, αυτό που ο Λένιν ονόμαζε «Ιμπεριαλισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» και ο Μπουχάριν «τάση για τον κρατικό καπιταλισμό».

Την τελευταία δεκαπενταετία άνθισε ο τεράστιος μύθος της «παγκοσμιοποίησης» που έλεγε ότι πλέον «τα κράτη ξεπεράστηκαν», ότι «το κεφάλαιο δεν έχει πια πατρίδα» και ότι οι «παγκόσμιες αγορές» κάνουν ότι θέλουν. Το ξέσπασμα της κρίσης του 2007-8 έκανε αυτό τον μύθο κομμάτια και θρύψαλα. Ήταν τα κράτη που επενέβησαν σε πρωτοφανή βαθμό στην ιστορία για να σώσουν τις χρεωκοπημένες τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ακόμα και οι πολυεθνικές αποκαλύφτηκε ότι εξακολουθούν να έχουν «πατρίδα», αφού αυτή η παρέμβαση των κρατών δεν ήταν καθόλου στηριγμένη στη «διεθνή αλληλοβοήθεια» αλλά το κάθε κράτος έσωσε τις δικές του επιχειρήσεις και μόνο και τις δικές του πολυεθνικές που εξακολουθούν να έχουν πάντα μια κύρια εθνική βάση, όσο κι αν είναι εξαπλωμένες διεθνώς. Ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός ανάμεσα στα κράτη οξύνθηκε με νομισματικούς πολέμους, με προστατευτικούς δασμούς, ακόμα και με πολεμικές προετοιμασίες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ολοένα και μεγαλύτερη αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Κίνα καταρχήν για την ισοτιμία των νομισμάτων τους αλλά και στρατιωτικά. Η απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ συνοδεύτηκε από την αναβάθμιση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στην Αυστραλία και τον Νότιο Ειρηνικό με στόχο να εμποδιστεί η αυξανόμενη δύναμη της Κίνας και η διείσδυσή της σε μια περιοχή που οι ΗΠΑ θεωρούν δική τους σφαίρα επιρροής. (30)

Η τελευταία μεγάλη ιστορική κρίση του συστήματος (που εκδηλώθηκε καταρχήν με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ακολούθησε το κραχ του ’29 και τελικά κορυφώθηκε με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο), ξεπεράστηκε χάρη στη «δημιουργική καταστροφή» δυο παγκοσμίων πολέμων και στον «ψυχρό πόλεμο» που ακολούθησε και επέτρεπε στο κεφάλαιο να βρίσκει κερδοφόρες διέξοδες στους τεράστιους μεταπολεμικούς εξοπλισμούς με την απειλή του πυρηνικού ολέθρου να στέκει πάνω από την ανθρωπότητα. Η σημερινή κρίση έχει έναν τέτοιο ιστορικό χαρακτήρα παρακμής του συστήματος. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε την ιστορία εξέλιξης αυτής της κρίσης ούτε την ταχύτητα και την αγριότητα που θα λάβει στο μέλλον. Μπορούμε όμως να δούμε ότι η ιστορική τάση του καπιταλισμού προς την οικονομική παρακμή και την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών είναι εδώ και απειλούν την πορεία του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Και μόνο αν καταλάβουμε αυτές τις δυο τάσεις του συστήματος, μπορούμε να κατανοήσουμε και την ένταση της κρίσης στην ευρωζώνη –που αποτελεί ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας- και την αδυναμία διεξόδου από αυτήν που έχουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους.

Ο μύθος της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης»


Η Ε.Ε. και ιδιαίτερα η ευρωζώνη θεωρούνται από πάρα πολλές πλευρές -από την άκρα δεξιά ως την άκρα αριστερά- ως μια «ολοκλήρωση» στα πλαίσια της ευρύτερης διαδικασίας –του μύθου δηλαδή- της «παγκοσμιοποίησης». Άλλοι την θεωρούν προοδευτική και άλλοι αντιδραστική, άλλοι την υποστηρίζουν και άλλοι επιδιώκουν τη διάλυσή της αλλά σε κάθε περίπτωση όλοι λίγο πολύ θεωρούν ότι πρόκειται για μια «ολοκλήρωση», για έναν «γίγαντα» που η αντιμετώπισή του –θετικά ή εχθρικά- είναι το καίριο πρόβλημα της εποχής μας. Ο Μαρξ κάποτε, προσπαθώντας να συγκρίνει την συλλογικότητα της εργατικής τάξης σε αντιδιαστολή με τους ατομικούς παραγωγούς όπως οι αγρότες, είχε πει ότι μόνο μια εξωτερική δύναμη μπορεί να ενώσει τους ατομικούς παραγωγούς όπως ένα σακί που συγκρατεί τις μεμονωμένες πατάτες στο εσωτερικό του. Η ίδια παρομοίωση θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηρίσει το τι είναι πραγματικά η Ε.Ε. και η ευρωζώνη: είναι ένα σακί από ξεχωριστούς ιμπεριαλιστικούς νάνους, μια θλιβερή συμμαχία «λύκων» που η μόνη δύναμη που τους συγκρατεί ενωμένους είναι η προσπάθειά τους να παίξουν έναν διεθνή ρόλο στον παγκόσμιο καπιταλισμό που κανείς μόνος του δεν θα μπορούσε να παίξει. Η Ε.Ε. μοιάζει στην πραγματικότητα με ένα τσούρμο ακροβάτες που έχουν ανέβει ο ένας πάνω στον άλλον για να φαίνονται από μακριά σαν ένας «γίγαντας», αλλά που αν έστω και ένας από τους ακροβάτες παραπατήσει θα σωριαστούν όλοι στο έδαφος κουτρουβαλώντας.

Κάποτε οι ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί ήταν οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του πλανήτη και διατηρούσαν τεράστιες αυτοκρατορίες αποικιών. Οι κρίσεις του συστήματος και οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους οδήγησαν στη φρίκη των δυο παγκοσμίων πολέμων που άφησαν πίσω τους δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς. Η μεταπολεμική Ευρώπη ήταν μια κατεστραμμένη περιοχή, οι πάλαι ποτέ παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά.) ήταν πια νάνοι μπροστά στην τεράστια δύναμη που είχαν αποκτήσει τα δυο νέα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, αυτό των ΗΠΑ και της σταλινικής Ρωσίας. Αυτή η αδυναμία ήταν που οδήγησε σταδιακά τον προσανατολισμό των αρχουσών τάξεων της Ευρώπης στην κατεύθυνση της συνεργασίας (με τις ευλογίες και των ΗΠΑ που ήθελαν μια ενιαία αγορά για να διευκολύνουν την οικονομική τους εξόρμηση στη μεταπολεμική Ευρώπη), μια συνεργασία που έχει καταλήξει σήμερα στην δημιουργία της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.

Κι όμως αυτή η συνεργασία ποτέ δεν ένωσε πραγματικά τις ευρωπαϊκές χώρες και οικονομίες. Από την πρώτη στιγμή οι ανταγωνισμοί μεταξύ τους συνέχισαν να υφίστανται και να εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους. Η πρώτη μεταπολεμική κίνηση της Γαλλίας ήταν να προσαρτήσει και να μετατρέψει σε προτεκτοράτο την περιοχή του Σάαρ από την ηττημένη Γερμανία (ενώ είχε βλέψεις και για την περιοχή του Ρουρ) εξαιτίας των μεγάλων αποθεμάτων άνθρακα που υπήρχαν εκεί (το Σάαρ επιστράφηκε στη Γερμανία τελικά το 1957 αν και η Γαλλία διατήρησε τα «δικαιώματά» της στην εξόρυξη άνθρακα μέχρι και το 1981) (31)

Το 1951 υπογράφτηκε η συμφωνία για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα που ήταν το πρώτο βήμα προς μια κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Ο εμπνευστής της, Γάλλος υπουργός εξωτερικών Robert Schuman δήλωνε ότι στόχος ήταν «να κάνει τον πόλεμο [μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών] όχι μόνο αδιανόητο ενδεχόμενο αλλά αντικειμενικά αδύνατον». Η ιστορία της Ευρωπαϊκής «ενοποίησης» πέρασε από πολλά στάδια από τότε. Στάδια που δεν περιλάμβαναν μόνο το άνοιγμα των αγορών και το πέσιμο των συνοριακών φραγμών στα κεφάλαια και στα εμπορεύματα, αλλά και μια σειρά από διαμάχες μεταξύ των κρατών για τα «εθνικά τους συμφέροντα». (32)

Ακόμα και μετά τη δημιουργία της ευρωζώνης, η Ε.Ε. παρέμεινε μια ένωση ανεξάρτητων εθνικών κρατών που εκτός από συνεργασίες συνέχισαν να έχουν και διαμάχες μεταξύ τους. Σίγουρα έχει υπάρξει αλληλοδιείσδυση των ευρωπαϊκών οικονομιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες αλλά σε καμιά περίπτωση αυτό δεν δημιούργησε μια ενιαία ευρωπαϊκή οικονομία και κυρίως μια ενιαία ευρωπαϊκή αστική τάξη. Οι άρχουσες τάξεις εξακολουθούν να έχουν σαν βάση το εθνικό τους κράτος. Η Fiatεξακολουθεί να έχει έδρα την Ιταλία, η Volkswagenτη Γερμανία, η Renaultτη Γαλλία. Τα τραπεζικά συστήματα παραμένουν επίσης «εθνικά» σε μεγάλο βαθμό και το City του Λονδίνου (το οποίο υπερασπίστηκε ο Κάμερον με το πρόσφατο βέτο) εξακολουθεί να παραμένει το κύριο χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης.

Όταν οι ΗΠΑ εξαπέλυσαν τον πόλεμο στο Ιράκ πριν 10 χρόνια, οι ευρωπαϊκές χώρες όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν αλλά διχάστηκαν με βάση τα «εθνικά τους συμφέροντα». Στην περίπτωση της επέμβασης στη Λιβύη πρόσφατα, ήταν η Γαλλία και η Ιταλία που πρωτοστάτησαν λόγω των «εθνικών συμφερόντων τους» στη χώρα αυτή και όχι η Ε.Ε. ως ένα σώμα. Όταν η BPπροκάλεσε την τεράστια οικολογική καταστροφή στις ακτές των ΗΠΑ το 2010, δεν ήταν η Ε.Ε., αλλά η Βρετανική κυβέρνηση που υπεράσπισε την –πολυεθνική- εταιρία πετρελαίου της χώρας απέναντι στην πίεση των ΗΠΑ για αποζημιώσεις. Στην περίοδο υιοθέτησης του ευρώ, τα κριτήρια του Μάαστριχτ για 3% του ΑΕΠ έλλειμμα και 60% χρέος δεν τα τήρησε σχεδόν καμιά χώρα της ευρωζώνης αλλά όλες λίγο πολύ ακολούθησαν τις δικές τους «εθνικές» οικονομικές πολιτικές που στο μόνο που ταυτίζονταν ήταν στην προσπάθεια να συμπιέσει η κάθε μια τα εισοδήματα των εργαζομένων της (με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας η κάθε χώρα ανάλογα με την ένταση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της). Την απαγόρευση των ευρωπαϊκών συνθηκών για «μη ανάληψη του δημόσιου χρέους μιας χώρας από μια άλλη» την έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια οι ευρωπαϊκές χώρες όταν ξέσπασε η κρίση, δημιουργώντας τα μνημόνια και τους διάφορους μηχανισμούς τύπου EFSF. Στη διαχείριση της κρίσης της ευρωζώνης, αποδεικνύεται περίτρανα ότι οι λεγόμενοι «ευρωπαϊκοί θεσμοί» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωκοινοβούλιο κλπ.) έχουν ρόλο κομπάρσου ή απλώς διακοσμητικό: Όλες οι αποφάσεις του τελευταίου ενάμισι χρόνου παίρνονται από τις κυβερνήσεις με διακρατικές συμφωνίες (κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας) και όχι από τα «ευρωπαϊκά όργανα» τα οποία απλώς «προεδρεύουν» και ακολουθούν αυτές τις αποφάσεις.

Και το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να παίζει έναν αντίστοιχο ρόλο υπεράσπισης των «εθνικών συμφερόντων», δηλαδή των συμφερόντων των ελλήνων καπιταλιστών. Όταν στις αρχές της δεκαετίας έγιναν δυο μεγάλα ναυάγια τάνκερ με τεράστιες οικολογικές καταστροφές λόγω της ανυπαρξίας διπλού πυθμένα στα δεξαμενόπλοια αυτά, ήταν η ελληνική κυβέρνηση, διαθέτοντας την ισχυρότερη ναυτιλία στην Ε.Ε., που υπεράσπισε τους εφοπλιστές και επέβαλε την παράταση της προθεσμίας απόσυρσης των μονοπύθμενων τάνκερ μέχρι να μπορέσουν οι έλληνες εφοπλιστές να ανανεώσουν τον στόλο τους (33). Στη Σομαλία αυτή τη στιγμή περιπολούν ελληνικές φρεγάτες για να προστατεύουν τους έλληνες εφοπλιστές από την «πειρατεία» και ο ακροδεξιός υπουργός Ναυτιλίας Γεωργιάδης ετοιμάζεται να τους παράσχει και ένοπλους φρουρούς πάνω στα πλοία τους. Παρά τη διεθνή κρίση, οι έλληνες εφοπλιστές εμφανίζονται με διαφορά παγκόσμιοι πρωταθλητές το 2011 ελέγχοντας το 16,17% της παγκόσμιας χωρητικότητας σε dwt (μεταφορική ικανότητα σε βάρος) και πρωτοστατούν στην ναυπήγηση νέων πλοίων αλλά και στην εξαγορά παλαιοτέρων (34).

Στην περίπτωση των τραπεζών, μια προφανής δυνατότητα «ανακεφαλαιοποίησης» θα ήταν οι ελληνικές τράπεζες να πουλήσουν τις θυγατρικές τους στο εξωτερικό και να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χρήματα για να καλύψουν τις επισφάλειές τους αντί να παίρνουν χρήματα από το κράτος. Κι όμως «σύμφωνα με στοιχεία από πρόσφατη μελέτη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με θέμα “Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2010″ οι ελληνικές τράπεζες δραστηριοποιούνται πλέον σε 16 χώρες μέσω 48 θυγατρικών και υποκαταστημάτων, όταν πριν ξεσπάσει η κρίση το 2007 είχαν παρουσία σε 15 χώρες μέσω 45 θυγατρικών και υποκαταστημάτων.» Με μια μικρή ανάπαυλα το 2010, τα κέρδη των τραπεζών αυξήθηκαν το 2011 στα 750 εκ. ευρώ και αναμένεται να διπλασιαστούν το 2012(35). Παρά την κρίση στην Ελλάδα και διεθνώς, σε πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ, οι 2000 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις –χωρίς να περιλαμβάνονται εφοπλιστές και τράπεζες- που απασχολούν 317000 εργαζόμενους και έχουν τζίρο κοντά στα 70 δις (το 1/3 του ελληνικού ΑΕΠ), εξακολουθούν να εμφανίζουν στην πλειοψηφία τους κέρδη, άλλες περισσότερα και άλλες λιγότερα, ενώ μόνο το 20% αυτών εμφανίζει –μικρές- ζημιές. Κι όμως όλες σχεδόν δηλώνουν ότι «ζορίζονται» και θα επιδιώξουν μείωση μισθών, απολύσεις και άλλους τρόπους «μείωσης του μισθολογικού κόστους». (36)

Όλοι αυτοί είναι η ελληνική άρχουσα τάξη, αυτοί εκπροσωπούν τα «εθνικά συμφέροντα» και την «πατρίδα» για τα οποία μιλάει η κυβέρνηση, αυτοί είναι τα αφεντικά της Ελλάδας που προσπαθούν να διασώσουν τον διεθνή οικονομικό και γεωπολιτικό τους ρόλο και αυτοί αποφασίζουν την πολιτική των «μνημονίων» και της επίμονης προσπάθειας παραμονής στο ευρώ. Έστω κι αν αυτό σημαίνει την καταστροφή μεγάλου τμήματος μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έκρηξη της ανεργίας και απίστευτες θυσίες στους εργαζόμενους (όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις χώρες –ακόμα και στις ΗΠΑ- που εφαρμόζονται πολιτικές λιτότητας), ο ελληνικός καπιταλισμός δεν ακολουθεί αυτή την πολιτική επειδή βρίσκεται υπό «γερμανική κατοχή» όπως λένε διάφοροι αναλυτές –από τη δεξιά ως την αριστερά- αλλά για να διασώσει τη δύναμη των «εθνικών πρωταθλητών» του -των μεγάλων επιχειρήσεων και ελληνικών πολυεθνικών δηλαδή- στη διεθνή οικονομία. Και αυτό κάνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, ανάλογα φυσικά με τη δύναμή τους. Και τέλος, μπορεί η συμμετοχή στην ευρωζώνη να αποτελεί την σημαντικότερη αυτή τη στιγμή συμμαχία του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει σε τίποτα να προσπαθεί να δημιουργήσει και άλλες διεθνείς συμμαχίες (όπως με την Κίνα μέσω της Cosco που αγόρασε το εμπορικό λιμάνι του Πειραιά ή με τη δημιουργία του –ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικού- άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και με την κάλυψη των ΗΠΑ, για να βάλει χέρι στα πετρέλαια της νοτιανατολικής μεσογείου και να περιορίσει την Τουρκία). Οι πρόσφατες φημολογίες -που ακολούθησαν την επίσκεψη του αμερικανού αντιπροέδρου Μπάιντεν στην Ελλάδα- για σύνδεση της δραχμής με το δολάριο σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ, δεν ήταν τυχαίες. Πράγματι τέτοιες «προτάσεις» διατυπώνονται μέσα στους καπιταλιστικούς κύκλους (όπως και άλλες «προτάσεις» για στενότερη συνεργασία με την Ρωσία και την Κίνα) και είναι δείγμα ότι οι έλληνες καπιταλιστές προετοιμάζονται για μια αναδιάταξη των διεθνών τους συμμαχιών σε περίπτωση κατάρρευσης της ευρωζώνης.

Προφανώς, μέσα στην ευρωζώνη υπάρχουν συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στις διάφορες χώρες. Όμως αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι υπάρχουν χώρες-αφεντικά που κάνουν ότι θέλουν και χώρες «υπό κατοχή» που παίρνουν διαταγές για το τι πολιτική θα ακολουθήσουν. Στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη συμβαίνει αυτό που συμβαίνει στο σύνολο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος: εθνικοί ανταγωνισμοί και «ανισόμερη αλλά και συνδιασμένη» (37) ανάπτυξη των διαφόρων χωρών, διαρκής πίεση των μισθών προς τα κάτω τα τελευταία 30 χρόνια από τις διάφορες άρχουσες τάξεις με στόχο την ενίσχυση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου σε κάθε χώρα (ο Ρήγκαν και η Θάτσερ που εγκαινίασαν αυτή την πολιτική δεν περίμεναν τη δημιουργία της ευρωζώνης για να «εφεύρουν» τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας).

Η επαναφορά λανθασμένων θεωριών περί “κέντρου” και “περιφέρειας” λειτουργεί επίσης εντελώς αποπροσανατολιστικά. Για παράδειγμα δημιουργείται η ψευδής εντύπωση ότι το «κέντρο» είναι αυτό που εξάγει και η «περιφέρεια» είναι αυτή που εισάγει. Όμως, τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας δεν εξαρτώνται από τις χώρες της «περιφέρειας». Οι κυριότεροι εμπορικοί εταίροι της Γερμανίας το 2009 ήταν η Γαλλία που απορροφούσε το 10.1% των γερμανικών εξαγωγών, οι ΗΠΑ το 6.7%, η Μ.Βρετανία το 6.6%, η Ολλανδία το 6.6%, η Ιταλία το 6.3%, η Αυστρία το 5.7%, το Βέλγιο το 5.2%, η Κίνα το 4.7%, η Ελβετία το 4.5% (38). Όπως παρατηρούμε απουσιάζουν εντελώς οι χώρες του «νότου» και οι χώρες εντός μνημονίου από τους σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας -εκτός αν κάνουμε τη θεωρητική «ακροβασία» να θεωρήσουμε την Ιταλία –την 7η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη- ως χώρα του «νότου» ή της «περιφέρειας» και ως «επαρχία» της Γερμανίας. Αν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ο δανεισμός ήταν κριτήρια για να κατατάξουμε τις διάφορες χώρες σε «κέντρο» και «περιφέρεια», τότε θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε παραλογισμούς όπως το να χαρακτηρίσουμε τις πάμπλουτες (αλλά ελλειμματικές εμπορικά και υπερδανισμένες) ΗΠΑ σε «περιφέρεια» της πολύ πιο φτωχής (ιδίως στο κατακεφαλήν ΑΕΠ) Κίνας.

Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι οι ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις –συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής- βρίσκονται αυτή τη στιγμή ανάμεσα στις συμπληγάδες, από τη μια να σώσουν τους μεγάλους καπιταλιστές (και κυρίως τις τράπεζες) καθώς και το ευρώ που τους έδωσε τα περιθώρια σε έναν αναβαθμισμένο διεθνή οικονομικό ρόλο σαν ένα διεθνές αποταμιευτικό νόμισμα ανταγωνιστικό του δολαρίου και από την άλλη της σύγκρουσης των «εθνικών συμφερόντων» μεταξύ τους που οξύνονται λόγω της κρίσης και των διλημμάτων για το ποιος θα πληρώσει περισσότερο τα «σπασμένα». Αυτή η αντιπαράθεση συμφερόντων, τους εμποδίζει να βρουν μια λύση για την κρίση χρέους και τη σταθεροποίηση του ευρώ, παρόλο που ακόμα και στη Γερμανία υπάρχουν φωνές που αναγνωρίζουν ότι μια διάλυση της Ευρωζώνης θα οδηγήσει σε κατάρρευση των εξαγωγών και σε κρίση την γερμανική οικονομία. Η «εθνική κυριαρχία» των διαφόρων κρατών, εξακολουθεί να παίζει τον πρώτο ρόλο παρά τη φιλολογία ότι η Ε.Ε. και το ευρώ έχουν «καταπιεί τα κράτη».

Για την αντιμετώπιση αυτής ακριβώς της πραγματικότητας, αναπτύσσονται δυο σενάρια «λύσεων»: είτε η πορεία ομοσπονδοποίησης της Ε.Ε. σε ένα ενιαίο κράτος όπως οι ΗΠΑ, είτε η διάλυσή της και η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα.

Είναι λύση οι «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης»;

Το σενάριο ομοσπονδοποίησης της Ε.Ε. (όπως είναι οι ΗΠΑ) υποστηρίζεται κυρίως από οπαδούς του κεϊνσιανισμού, από σοσιαλδημοκρατικά και αριστερά κόμματα (όπως ο ΣΥΝ στην Ελλάδα) και από κάποια «φωτισμένα» τμήματα των καπιταλιστών (εντός και εκτός Ευρώπης) που φοβούνται ότι η κατάρρευση της ευρωζώνης θα είναι μια καταστροφική εξέλιξη για τις ευρωπαϊκές οικονομίες αλλά ακόμα και για τον διεθνή καπιταλισμό. Προφανώς αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει αύριο αλλά πράγματι υπάρχουν διάφορες προτάσεις που, παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, συγκλίνουν σε άμεσα μέτρα (όπως π.χ. η έκδοση ευρωομολόγων, η μετατροπή της ΕΚΤ σε «έσχατο πιστωτή» των κρατών κ.ά.) που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης. Ας δούμε τι είναι αυτή η περιβόητη «Δημοσιονομική Ένωση» ή αλλιώς η μετατροπή της Ε.Ε. σε «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», χρησιμοποιώντας την περιγραφή του Γιάννη Βαρουφάκη:

«Αυτό που δεν διαθέτει η Ευρωζώνη, απεύχεται η Γερμανία, αλλά που χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ. Όταν μάλιστα κάποιος (συνήθως με γερμανίζουσα ή σκανδιναβική προφορά) θέλει να επιχειρηματολογήσει εναντίον της συγκεκριμένης ιδέας τείνει να αναφέρεται σε αυτήν ως μεταβιβαστική ένωση (transfer union). Ας δούμε πώς λειτουργεί στις ΗΠΑ. Όταν π.χ η κρίση χτυπά κάποιες πολιτείες πιο πολύ από τις άλλες (π.χ τη Νότια Ντακότα), καθώς τα επιδόματα ανεργίας τα καταβάλλει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση από φόρους που αντλεί από όλη την επικράτεια των ΗΠΑ, ουσιαστικά το βάρος που πρέπει να σηκώσει η Νότια Ντακότα λόγω της Κρίσης είναι μικρότερο κι έτσι εκφράζεται μια μορφή αλληλεγγύης (υπό τη μορφή άτυπων μεταβιβάσεων) από τους λιγότερο πληττόμενους προς εκείνους που υποφέρουν περισσότερο. Κι όταν το ομοσπονδιακό κράτος δανείζεται πιο πολλά απ’ ό,τι αντλεί από τη φορολογία (όταν δηλαδή η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει έλλειμμα στον προϋπολογισμό της), εκδίδει ομόλογα (δηλαδή δανείζεται) εκ μέρους όλων των ΗΠΑ. Αν έπρεπε η Νότια Ντακότα να εκδίδει δικά της ομόλογα για να καλύψει όλα τα δημόσια έξοδα στην επικράτειά της, προφανώς τα επιτόκια δανεισμού θα ήταν τεράστια και το αποτέλεσμα θα ήταν μία Κρίση αλά ελληνικά… Σε μεγάλο βαθμό, η Κρίση του Ευρώ οφείλεται στην έλλειψη μιας τέτοιας δημοσιονομικής ένωσης (fiscal union), την οποία η Ευρώπη προσπαθεί να καλύψει με το καταστροφικό EFSF/ESM. Το πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης, υπό αυτήν την έννοια, οδηγεί στην Κρίση του Ευρώ. Τα πλεονασματικά κράτη-μέλη δεν είναι διατεθειμένα να προβούν σε μια ομοσπονδοποίηση επειδή δεν θέλουν να μοιράζονται τους φόρους τους με τα ελλειμματικά κράτη (θέλουν, όμως, παράλληλα, να έχουν τα οφέλη του κοινού νομίσματος!)»(39)

Σήμερα πολλοί καλούν τη Γερμανία να χρησιμοποιήσει την οικονομική της δύναμη για να παίξει έναν ηγεμονικό ρόλο στην ένωση της Ε.Ε.. Κι όμως αυτό που βλέπουμε είναι την Γερμανική κυβέρνηση να αντιστέκεται σε κάθε μέτρο (π.χ. ευρωομόλογα) που θα την οδηγούσε να «μπλέξει» σε μια πορεία ομοσπονδοποίησης της ευρωζώνης, και αντίθετα ακολουθεί μια πολιτική που εντείνει την κρίση χρέους σε όλο και περισσότερες χώρες και τελικά απειλεί το ευρώ με διάλυση. Ακόμα και πολέμιοι της ευρωζώνης, που θεωρούν ότι αυτό που χτίζεται είναι μια «Γερμανική Ευρώπη», αδυνατούν να εξηγήσουν γιατί η Γερμανία ακολουθεί μια τέτοια πολιτική που τελικά μπορεί να βλάψει και την ίδια. Ο Κώστας Λαπαβίτσας για παράδειγμα υποστηρίζει σε συνέντευξή του σε γερμανικό περιοδικό:

«Αν η γερμανική άρχουσα τάξη διέθετε πραγματική σοφία, θα αντιμετώπιζε την ανισορροπία, προσπαθώντας να περιορίσει τα πλεονάσματα της, ίσως και μέσω της αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης. Αντί γι’ αυτό λέει ότι όλοι οι άλλοι πρέπει να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν πλεόνασμα. Πρόκειται για ανοησία. Δεν μπορούν όλοι στην Ευρωζώνη να έχουν πλεονάσματα, ειδικά όταν το ευρώ έχει υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία σε σχέση με το δολάριο, πράγμα που καθιστά δύσκολο το εμπόριο εκτός Ευρωζώνης. Ο εξαναγκασμός όλων σε περικοπές μισθών και η μείωση της συνολικής ζήτησης στην Ευρωζώνη, όπως επιτάσσει σήμερα η γερμανική πολιτική, θέτει τα θεμέλια για την καταστροφή της Ευρωζώνης…
Είναι βέβαια αλήθεια ότι η γερμανική άρχουσα τάξη δεν επιθυμεί να καταστρέψει την Ευρωζώνη, δεδομένου ότι επιτυγχάνει σημαντικά κέρδη από αυτή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατανοεί πλήρως τις αντιφάσεις και τις συνέπειες του τι κάνει. Η επιδίωξη του άμεσου εθνικού συμφέροντος δεν προάγει απαραιτήτως τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά.»(40)

Πρόκειται για μια περιγραφή που επαναφέρει τη θεωρία της «ανοησίας», αυτή τη φορά για την τακτική της γερμανικής άρχουσας τάξης και της κυβέρνησής της απέναντι στην Ευρωζώνη. Υπάρχει όμως και η περίπτωση η «έλλειψη σοφίας» να βρίσκεται όχι στους γερμανούς καπιταλιστές, αλλά στους αναλυτές που υποστηρίζουν λαθεμένα ότι το «ευρώ» ευνοεί μόνο τον Γερμανικό καπιταλισμό (άντε και μερικές ακόμα βόρειες χώρες) και δεν ωφελεί καθόλου τον ελληνικό καπιταλισμό και τις χώρες της «περιφέρειας».

Η μόνη σωστή παρατήρηση του Λαπαβίτσα είναι η αναφορά του στην «επιδίωξη του άμεσου εθνικού συμφέροντος [που] δεν προάγει απαραιτήτως τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά.» Η φύση όμως του καπιταλισμού είναι η επιδίωξη του «άμεσου εθνικού συμφέροντος» από κάθε άρχουσα τάξη και όχι το «αλτρουιστικό» ενδιαφέρον για το «σύστημα συνολικά» και αυτό έχει αποδειχτεί από όλη την ιστορία του και έχει επισημανθεί από όλους τους κλασικούς του μαρξισμού. Η φύση του συστήματος είναι ανταγωνιστική και η προσπάθεια ξεπεράσματος μιας κρίσης εντείνει αυτόν τον ανταγωνισμό στο έπακρο. Δεν υπάρχουν «συνολικές» λύσεις για το ξεπέρασμα μιας κρίσης αλλά ατομικές και κυρίως «εθνικές». Αν ένας καπιταλιστής καταφέρει να οδηγήσει στο κλείσιμο έναν ανταγωνιστή του, η παραγωγή στο «σύστημα συνολικά» θα πέσει. Όμως για τον νικητή καπιταλιστή η κρίση θα έχει ξεπεραστεί. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το «σύστημα συνολικά» βρισκόταν μπροστά σε έναν σωρό από ερείπια σε σύγκριση με τον προπολεμικό καπιταλισμό. Αλλά αυτή η «συνολική» καταστροφή, καθόλου δεν ενόχλησε την αμερικάνικη άρχουσα τάξη που βγήκε ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας στο δυτικό μπλοκ ξεπερνώντας έτσι με «εθνικό τρόπο» και την κρίση της δεκαετίας του ’30 (ή αντίστοιχα την κρατικοκαπιταλιστική Ρωσία που παρά το μεγάλο κόστος που πλήρωσε στον πόλεμο, επειδή νίκησε βρέθηκε με μια εκτεταμένη σφαίρα επιρροής στην κατοχή της μεταπολεμικά στην ανατολική Ευρώπη). Το ίδιο «εθνικά» είχαν επιδιώξει να αντιμετωπίσουν την κρίση και οι δυνάμεις του «άξονα» (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – αν είχαν βγει αυτοί νικητές, πάλι το αποτέλεσμα του πολέμου στο «σύστημα συνολικά» θα ήταν η καταστροφή αλλά γι’ αυτές τις άρχουσες τάξεις η κρίση θα είχε ξεπεραστεί προς όφελός τους και δεν θα βρισκόταν η Γερμανία τα πρώτα χρόνια υπό κατοχή από τις νικήτριες δυνάμεις.

Για να επανέλθουμε πιο συγκεκριμένα στην Ευρωζώνη, ένα πρώτο δείγμα του τι είναι το «άμεσο εθνικό συμφέρον» της Γερμανίας είναι αυτό που αναφέρει ο Βαρουφάκης ότι «Τα πλεονασματικά κράτη-μέλη …δεν θέλουν να μοιράζονται τους φόρους τους με τα ελλειμματικά κράτη». Όμως τα εμπόδια δεν βρίσκονται μόνο στην «ομοσπονδοποίηση» της φορολογίας και του κρατικού δανεισμού μέσω «ευρωομολόγων» (κάτι π.χ. που θα οδηγούσε σε μικρότερα επιτόκια στην Ελλάδα αλλά θα επέβαλλε μεγαλύτερα επιτόκια στη Γερμανία σε σύγκριση με αυτά που δανείζεται σήμερα). Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν κάνει μόνο αυτά στα πλαίσια της «δημοσιονομικής της ένωσης». Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφασίζει για παράδειγμα πώς θα αντιμετωπίσει την κρίση στις αμερικάνικες αυτοκινητοβιομηχανίες ή στις αμερικάνικες τράπεζες, με κριτήριο τι συμφέρει συνολικά την οικονομία (δηλαδή τους καπιταλιστές) των ΗΠΑ. Έτσι για παράδειγμά τα σχέδια διάσωσης που διαμορφώνει μπορεί να οδηγούν στο κλείσιμο κάποια τμήματα μερικών τέτοιων επιχειρήσεων σε κάποιες πολιτείες και στην επιδότηση κάποιων άλλων τμημάτων τους σε άλλες πολιτείες (έτσι έγινε π.χ. στην περίπτωση της αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας). Μπορεί και το κάνει αυτό γιατί έχει από πίσω της μια ενιαία παναμερικανική άρχουσα τάξη της οποίας τα συμφέροντα υπηρετεί. Το ίδιο και όταν αποφασίζει π.χ. να κάνει πολέμους στο εξωτερικό: η πολιτική της εξυπηρετεί την αμερικάνικη άρχουσα τάξη ως σύνολο και όχι τα μεμονωμένα συμφέροντα των καπιταλιστών κάποιων πολιτειών.
Τίποτα παρόμοιο δεν θα μπορούσε να γίνει στην Ευρώπη. Αν μια υποθετική κεντρική ευρωπαϊκή κυβέρνηση έπρεπε να πάρει τέτοιες αποφάσεις, πώς θα έπειθε για παράδειγμα την ιταλική άρχουσα τάξη να συνταχθεί πίσω από μια πολιτική που κλείνει την Fiatκαι επιδοτεί την Volkswagen ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε την γαλλική άρχουσα τάξη -και ειδικά τους γάλλους τραπεζίτες- να δεχτούν την απορρόφηση για παράδειγμα της BNPParibas από την DeutscheBank ή το αντίστροφο; Πώς θα έπειθε για παράδειγμα τους έλληνες εφοπλιστές να «θυσιαστούν» φορολογικά για χάρη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που δεν θα τους έδινε καμιά εγγύηση ότι θα επιδοτήσει την επέκτασή τους στη συνέχεια; Πώς θα έπειθε μια τέτοια «ευρωπαϊκή» κυβέρνηση ότι π.χ. αναβαθμίζοντας τις σχέσεις με τη Ρωσία στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ακολουθεί το κοινό «ευρωπαϊκό καλό», τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές πετρελαιοβιομηχανίες (μεταξύ των οποίων όλο και πιο ισχυρή θέση κατέχουν οι ελληνικές εταιρίες ΕΛΠΕ και Μότορ-Όιλ) έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και διεθνείς συμμαχίες; Πώς θα έπειθε τελικά τις διάφορες άρχουσες τάξεις ότι ακολουθεί μια πολιτική για το καλό της υποτιθέμενης «ευρωπαϊκής οικονομίας» αντί για μια επιλεκτική πολιτική που ευνοεί μια εθνική ομάδα καπιταλιστών σε βάρος μιας άλλης; Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο δεν θα έπειθε αλλά μια τέτοια «πανευρωπαϊκή» κυβέρνηση δεν μπορεί καν να υπάρξει όσο υπάρχουν εθνικές άρχουσες τάξεις με τα δικά τους κράτη να τις υποστηρίζουν.

Ο μόνος τρόπος, διαφορετικές άρχουσες τάξεις με διαφορετικά κράτη να ενωθούν σε μια, είναι μόνο η χρήση της ισχύος (οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής). Για να ενωθούν για παράδειγμα οι ΗΠΑ σε ομόσπονδο κράτος χρειάστηκε ένας αιματηρός εμφύλιος πόλεμος στην Αμερική μεταξύ «Βορείων» και «Νοτίων». Η ένωση της Ευρώπης κάτω από μια ισχυρή άρχουσα τάξη ήταν ένας από τους βασικούς στόχους των Γερμανών καπιταλιστών στους δυο παγκόσμιους πολέμους. Σήμερα δεν υπάρχει καμιά χώρα στην Ευρώπη που να παίξει το ρόλο του αδιαμφισβήτητου ηγεμόνα και να «ενώσει» την Ευρώπη. Η Γερμανία -ο μόνος πιθανός «υποψήφιος»- δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε έναν τέτοιο ρόλο. Η οικονομική δύναμη της Γερμανίας είναι συγκριτικά πολύ μικρή για να υποχρεώσει τις άλλες άρχουσες τάξεις να υποταχθούν. Η Γερμανία σήμερα διαθέτει μόλις το 20% της οικονομίας της Ε.Ε. (βλέπε πίνακα 3). Το 2009 η Γερμανία είχε ύφεση στην οικονομία της που προσέγγισε το -5%. Κατάφερε να ανακάμψει γρήγορα εκμεταλλευόμενη την εξαγωγική της δυναμική αλλά μόλις το 2011 θα ξαναφτάσει το ΑΕΠ της σε επίπεδα προ κρίσης. Επίσης η εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας από τις εξαγωγές είναι δίκοπο μαχαίρι (όπως και για την Κίνα): μια νέα παγκόσμια ύφεση όπως αυτή που αναμένεται θα μπορούσε να μετατρέψει αυτό το πλεονέκτημα σε μειονέκτημα μιας και η συρρίκνωση της κατανάλωσης πλήττει πολύ περισσότερο τα εξαγωγικά κράτη από ότι όσα έχουν ισχυρή εγχώρια ζήτηση. Επιπλέον, αν η Γερμανική οικονομία αντιμετωπίσει κρίση, τότε η Μέρκελ θα ξεχάσει την ίδια στιγμή τα κηρύγματα για «αυστηρή δημοσιονομική πολιτική» και θα τρέξει να διασώσει τους γερμανούς καπιταλιστές αδιαφορώντας για το έλλειμμα και το χρέος -αν κάποιος έχει καμιά αμφιβολία περί αυτού μπορεί να δει πόσο «κρατικιστικά» αντέδρασαν ο Μπους και οι Ρεπουμπλικάνοι όταν ξέσπασε η κρίση στις ΗΠΑ το 2007. Από την άλλη στρατιωτικά, η Γερμανία είναι νάνος μπροστά στην Γαλλία και τη Βρετανία αλλά και σε σύγκριση με την «μικρή» Ελλάδα, η οποία έχει έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στην Ευρώπη.(41)

Από τη στιγμή λοιπόν που η Γερμανία δεν είναι σε θέση να επιβάλλει τη θέλησή της στις άλλες ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις, δεν είναι καθόλου «ανόητη» η στάση της να θέλει να αποφύγει κινήσεις προς την «δημοσιονομική ένωση» της ευρωζώνης και της Ε.Ε.. Το πρώτο συμφέρον των γερμανών καπιταλιστών –όπως και των καπιταλιστών κάθε άλλου κράτους-είναι να χρησιμοποιήσουν την όποια οικονομική δύναμη διαθέτουν για να προστατέψουν πρώτα και κύρια τον εαυτό τους και όχι να δίνουν χαριστικά χρήματα στην Ιταλία για να επιδοτεί την Fiat ή στο ελληνικό κράτος για να επιδοτεί τους έλληνες εφοπλιστές. Τι να το κάνουν το καλό του «συστήματος συνολικά» π.χ. τα αφεντικά της Volkswagen αν υποχρεωθούν να συρρικνωθούν επειδή η Γερμανική κυβέρνηση βοηθάει τους ανταγωνιστές της στις άλλες χώρες;

Η ανησυχία για το μέλλον της ευρωζώνης και τις συνέπειες της κρίσης της στον υπόλοιπο κόσμο απασχολεί σφόδρα τις κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Κι όμως εκτός από λόγια, ούτε η Κίνα ούτε οι ΗΠΑ βάζουν το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν την ευρωπαϊκή ένωση ακριβώς γιατί αυτό που προέχει είναι το «εθνικό τους συμφέρον» και όχι το συμφέρον του «συστήματος συνολικά». Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και στο εσωτερικό της Ε.Ε. γιατί όπως εξηγήσαμε προηγουμένως, δεν πρόκειται για καμιά «Ενωμένη Ευρώπη» αλλά για μια λυκοσυμμαχία ξεχωριστών καπιταλισμών που ο καθένας κοιτάει πρώτα και κύρια το συμφέρον του.

Σίγουρα, η πραγματικότητα παραμένει ότι εκτός ευρωζώνης και Ε.Ε., οι ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί είναι ιμπεριαλιστικοί νάνοι στη διεθνή σκακιέρα, και αυτό εξακολουθεί να λειτουργεί ως πίεση πάνω στις ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις και αυτό θα οδηγήσει σε συνέχεια των προσπαθειών τους να περισώσουν το ευρώ (π.χ. συνεχίζοντας τις εκτυπώσεις χρήματος από την ΕΚΤ). Αλλά στην πραγματικότητα αυτό θα είναι μια προσπάθεια κερδίσματος χρόνου και είναι απίθανο να καταλήξει σε ομοσπονδοποίηση της Ε.Ε.. Η μόνη πιθανότητα σωτηρίας της ευρωζώνης είναι μια –αναπάντεχη- αλλαγή της κατάστασης της διεθνούς οικονομίας προς μια νέα δυναμική ανάπτυξης, κάτι που θα επέτρεπε την επιστροφή σε μια κατάσταση όπου όλοι οι συμμετέχοντες στην Ε.Ε. θα άρχιζαν ξανά να ωφελούνται –άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- και έτσι να κατακάτσουν και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό τους. Αν η διεθνής οικονομική κρίση συνεχίζει και οξύνεται τότε, αργά ή γρήγορα, η διάλυση της ευρωζώνης ή και της Ε.Ε. είναι το πιθανότερο ενδεχόμενο. Κάποτε υπήρχε η ΕΣΣΔ, η Comecon (η αντίστοιχη Ε.Ε. για τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης) και το «σύμφωνο της Βαρσοβίας» (το αντίστοιχο ΝΑΤΟ). Μάλιστα σε αυτές τις ενώσεις, υπήρχε και ένας αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας, η Ρωσία. Κι όμως η κρίση που χτύπησε τις χώρες του κρατικού καπιταλισμού τη δεκαετία του ’80, παρά την προσπάθεια να αντιμετωπιστεί με την λεγόμενη «Περεστρόικα» υπό την ηγεσία του Γκορμπατσώφ, συνέχισε να οξύνεται και οδήγησε τελικά στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ, στην επιστροφή στις εθνικές χώρες και στις εθνικές πολιτικές και στην καταστροφή οικονομικών «ολοκληρώσεων» πολύ πιο ισχυρών από αυτή που συνδέει σήμερα τις χώρες της Ε.Ε..

Μια τελευταία παρατήρηση: ακόμα κι αν γινόταν ένα θαύμα και η Ε.Ε. μετατρεπόταν πράγματι σε «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», αυτή θα ήταν μια αντιδραστική εξέλιξη. Δεν θα ήταν καθόλου ένα «ειρηνικό αντίβαρο» στην δύναμη των ΗΠΑ αλλά θα ήταν η ανάδειξη μιας ακόμα ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης στον κόσμο που θα έκανε τα ίδια και χειρότερα που τώρα κάνουν οι ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό η Κίνα και η Ρωσία: πολέμους, αύξηση των εξοπλισμών, όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών με τους άλλους καπιταλισμούς, επεμβάσεις στρατιωτικές και οικονομικές για την κατοχύρωση σφαιρών επιρροής (μια αντιδραστική πολιτική που σε μικρογραφία –λόγω έλλειψης δύναμης- ακολουθεί και η σημερινή Ε.Ε.). Τίποτα καλό δεν θα προμήνυε κάτι τέτοιο ούτε για τους εργάτες των ευρωπαϊκών χωρών (όπως τίποτα καλό δεν αποκομίζουν οι εργάτες των ΗΠΑ ή της Κίνας από την ισχύ των χωρών «τους») ούτε για την ανθρωπότητα συνολικά.

Συμπερασματικά, η προπαγάνδα των κυβερνήσεων ότι «πρέπει να κάνουμε θυσίες για να παραμείνουμε στο ευρώ» ή για να «σώσουμε το ευρώ», είναι πέρα για πέρα ψεύτικη. Η πολιτική των κυβερνήσεων θα συνεχίσει να είναι η εξόντωση των εργαζομένων με βασικό στόχο την ενίσχυση των καπιταλιστών σε κάθε χώρα. Η κρίση θα συνεχίσει να οξύνεται, λόγω και της αυξανόμενης έντασης των εθνικών ανταγωνισμών, και το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η καταστροφή των κοινωνιών (της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και των μικρομεσαίων δηλαδή), είτε σωθεί τελικά το ευρώ είτε όχι.

Είναι η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα απάντηση στην κρίση;
Όπως αναφέραμε και πιο πριν, ένα από τα αποτελέσματα των κρίσεων που χτύπησαν τον διεθνή καπιταλισμό ήταν η κατάρρευση των συστημάτων σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών (του κανόνα του χρυσού τη δεκαετία του ’30 και της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς τη δεκαετία του ’70). Το ίδιο είναι πολύ πιθανό να συμβεί και για το ευρώ εξαιτίας της σημερινής κρίσης όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Υπάρχουν αρκετοί –από ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα, εντός και εκτός Ε.Ε.- που υποστηρίζουν ότι η διάλυση του ευρώ και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα -και συνεπώς η ελευθερία υποτιμήσεων μεταξύ τους- είναι όχι απλά πιθανή αλλά επιθυμητή, ότι μπορεί δηλαδή να λειτουργήσει ως λύση απέναντι στην σημερινή κρίση της ευρωζώνης και στην οικονομική κρίση χωρών όπως η Ελλάδα. Πρόκειται για αυταπάτη.

Η κατάρρευση της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς, έδωσε ξανά στα διάφορα κράτη του δυτικού μπλοκ την δυνατότητα να ασκήσουν «ανεξάρτητη» νομισματική πολιτική ώστε να επιχειρήσουν να αυξήσουν την «ανταγωνιστικότητά» τους. Νομισματικοί πόλεμοι, λιγότερο ή περισσότερο έντονοι- χαρακτήρισαν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 που ακολούθησαν την κατάρρευση της συμφωνίας. Τα αποτελέσματα αυτών των νομισματικών ανταγωνισμών ήταν πενιχρά για τις περισσότερες χώρες, εξαιτίας από τη μια της αλληλοακύρωσης της υποτίμησης του ενός νομίσματος από το άλλο και δεύτερο και κυριότερο εξαιτίας της κρίσης του καπιταλισμού που συνέχιζε να βαραίνει πάνω στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, άλλοτε πιο υποβόσκουσα με αναιμική ανάπτυξη και άλλοτε πιο φανερή με νέες υφέσεις.

Το πιο σημαντικό διεθνώς «επεισόδιο» αυτών των νομισματικών πολέμων ήταν η λεγόμενη «συμφωνία του Πλάζα» το 1985, που υπογράφτηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία στο ξενοδοχείο Πλάζα της Νέας Υόρκης. Το 1980, ο Ρήγκαν ακολουθώντας τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, αύξησε τα επιτόκια στις ΗΠΑ με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Το αποτέλεσμα ήταν η ανατίμηση του δολαρίου και μια συνεχή αύξηση στο –ήδη μεγάλο- έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου των ΗΠΑ. Έτσι το 1985, οι ΗΠΑ οδηγήθηκαν σε στροφή της πολιτικής τους προς την υποτίμηση του δολαρίου και αξιοποιώντας την στρατιωτική, πολιτική και οικονομική εξάρτηση των άλλων χωρών από τις ΗΠΑ μέσα στο δυτικό μπλοκ, τις υποχρέωσαν σε μια συμφωνία ανατίμησης των νομισμάτων τους (το δολάριο υποτιμήθηκε κατά 50% έναντι των άλλων νομισμάτων). Αυτό τόνωσε σε ένα βαθμό τις εξαγωγές αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έλυσε ριζικά το πρόβλημα της οικονομίας των ΗΠΑ (η οποία μπήκε σε σημαντική ανάπτυξη μόνο μετά το 1994). Επιπλέον οδήγησε σε απρόβλεπτα αποτελέσματα: η ανατίμηση του Yenδημιούργησε την πρώτη «φούσκα» της μεταπολεμικής οικονομίας στην αγορά ακινήτων της Ιαπωνίας, το σκάσιμο της οποίας το 1991 είχε σαν συνέπεια την συνεχή στασιμότητα της –πριν ραγδαία αναπτυσσόμενης- ιαπωνικής οικονομίας από τότε μέχρι και σήμερα με ελάχιστα διαλλείματα (ειδικά η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίστηκε ως «χαμένη δεκαετία»). (42)

Στην περίπτωση της Ελλάδας, από το 1953 που η δραχμή εντάχθηκε στη συμφωνία του Μπρέτον Γουντς και για δυο δεκαετίες μετά, είτε είχες στην κατοχή σου 30 δραχμές είτε ένα δολάριο ήταν το ίδιο και το αυτό μια και αυτή η ισοτιμία παρέμενε σταθερή (43). Αυτή η σταθερή ισοτιμία της δραχμής με το δολάριο, δεν εμπόδισε τον ελληνικό καπιταλισμό σε μια τεράστια εκβιομηχάνιση και συνολική ανάπτυξη με ρυθμούς από τους υψηλότερους στο δυτικό κόσμο. Αντίθετα, σημαντικά προβλήματα αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία μετά τη δεκαετία του ’70, χάρη στο ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης της εποχής και παρόλο που είχε πια στα χέρια της –μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γούντς- το «όπλο» της νομισματικής υποτίμησης. Όπως γράφαμε και παλιότερα:

«Στη δεκαετία του ’80 η ελληνική οικονομία μπήκε επίσης σε κρίση, πάλι σαν μέρος της τότε διεθνούς κρίσης του συστήματος. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε δυο διαδοχικές υποτιμήσεις το 1983 και το 1985, 15% και 15%, καθώς και μια πολιτική διολίσθησης της δραχμής με στόχο και τότε την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και την μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Τα αποτελέσματα ήταν από τη μια θυσίες για τους εργαζόμενους και από την άλλη συνέχιση της κρίσης στην οικονομία. Η δραχμή όταν μπήκε στο ευρώ ήταν υποτιμημένη κατά 90% σε σχέση με την αξία που είχε το 1980! Κι όμως ο ελληνικός καπιταλισμός μπήκε σε τροχιά σημαντικής ανάκαμψης μόλις τη δωδεκαετία 1995-2007, όταν η δραχμή “σκλήρυνε” και στη συνέχεια κλειδώθηκε στο ευρώ (η ανάκαμψη οφειλόταν βέβαια στην παράλληλη διεθνή ανάκαμψη εκείνη την εποχή, στην λιτότητα για τους εργαζόμενους και στην επέκταση του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια και όχι φυσικά στη “μαγική” δύναμη του ευρώ).» (44)

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναμένουμε ότι η διάλυση του ευρώ ή ακόμα και συνολικά της Ε.Ε. και η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, θα έχει διαφορετικά αποτελέσματα από ότι η κατάρρευση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον Γούντς. Παρενθετικά, έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι μιλάμε για διάλυση και της Ε.Ε., γιατί η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα δεν έχει κανένα νόημα αν οι ισοτιμίες μεταξύ τους είναι σταθερές –έχει νόημα μόνο αν αρχίζουν να υποτιμούνται και να ανατιμούνται. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ροές (τουλάχιστον χρηματιστικών κεφαλαίων) από χώρες με αδύνατα νομίσματα σε χώρες με ισχυρότερα όπως συμβαίνει ήδη και σήμερα με την εξαγωγή κεφαλαίων για παράδειγμα στην Ελβετία. Πιθανά αυτό θα επέβαλε στις κυβερνήσεις με εθνικό νόμισμα να βάλουν περιορισμούς στις ροές κεφαλαίων κάτι που θα αναιρούσε τον ένα από τον βασικό πυλώνα της Ε.Ε. που είναι η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων (οι άλλοι δυο είναι η ελεύθερη –δηλαδή χωρίς εθνικούς δασμούς και ελέγχους- διακίνηση εμπορευμάτων και η –σχετικά- ελεύθερη διακίνηση εργαζομένων). Ακόμα κι αν η Ε.Ε. επιβιώσει από τέτοιους περιορισμούς (που κατά καιρούς έχουν γίνει όπως π.χ. πρόσφατα το κλείσιμο των συνόρων της Γαλλίας με την Ιταλία με αιτιολογία την μη είσοδο μεταναστών), προφανώς θα είναι μια πολύ πιο κουτσουρεμένη οικονομική συνεργασία από ότι σήμερα (όπως αντίστοιχες οικονομικές συνεργασίες υπάρχουν ανάμεσα σε κράτη διαφόρων περιοχών του πλανήτη).

Επιστρέφοντας στο ερώτημα αν το εθνικό νόμισμα είναι απάντηση στην κρίση, χρειάζεται καταρχήν να κατανοήσουμε ότι η έξοδος ακόμα και μιας χώρας από το ευρώ, θα προκαλούσε αλυσιδωτές εξελίξεις και τελικά θα οδηγούσε στην συνολική διάλυση του ευρώ σαν νόμισμα (δεν είναι απίθανο π.χ. η Γερμανία με την Ολλανδία να διατηρήσουν κοινό νόμισμα αλλά ούτε ευρώ με τη σημερινή του μορφή θα είναι αυτό, ούτε πιθανότατα θα λέγεται καν ευρώ). (45) Αν μια άρχουσα τάξη υποτιμήσει λοιπόν το νεοαποκτηθέν της εθνικό νόμισμα για να τονώσει την «ανταγωνιστικότητά» της και τις εξαγωγές της, αυτό δεν θα συγκρίνεται με ένα –ανύπαρκτο- ανατιμημένο ευρώ αλλά με τα διάφορα άλλα –πιθανότατα επίσης υποτιμημένα- εθνικά νομίσματα άλλων χωρών. Ακόμα κι αν κάποιων ισχυρών χωρών όπως π.χ. της Γερμανίας, το εθνικό νόμισμα ανατιμηθεί, και πάλι οι καπιταλιστές έχουν όπλα να επιβάλλουν την υποτίμησή του όπως π.χ. η πολιτική που ακολουθεί η αμερικανική κεντρική τράπεζα που τυπώνει συνεχώς δολάρια ή η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα που πουλάει συνεχώς ελβετικά φράγκα στην διεθνή αγορά για να μην ανατιμηθεί το νόμισμά της –παρεμπιπτόντως στην «αδιάφθορη» Ελβετία ο επικεφαλής της Κεντρικής τράπεζας έβγαλε και το προσωπικό «κατιτίς» του από αυτή την πολιτική, γεγονός που τον οδήγησε στην παραίτηση όταν μαθεύτηκε (46). Συμπερασματικά, η λογική ότι το εθνικό νόμισμα, π.χ. στην Ελλάδα η δραχμή, θα δώσει «ανταγωνιστικό» πλεονέκτημα στον ελληνικό καπιταλισμό είναι έωλη αφού θα αλληλοαναιρείται από τις υποτιμήσεις των νομισμάτων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Κατά δεύτερον, για την αύξηση των εξαγωγών και της προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης μέσω αυτών, δεν απαιτείται απλά η «ανταγωνιστικότητα» μιας χώρας μέσω της υποτίμησης του νομίσματός της. Απαιτείται και μια αυξημένη ζήτηση για προϊόντα αυτής της χώρας στο εξωτερικό. Σήμερα, μέσα στη διεθνή κρίση του συστήματος, με την λιτότητα να κυριαρχεί σε όλες τις χώρες, εντός και εκτός Ευρώπης, που θα βρει «αγορές» μια χώρα για τις εξαγωγές της; Το 2009, η διεθνής ύφεση οδήγησε σε κατάρρευση το διεθνές εμπόριο κατά 25%. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η νέα διεθνής ύφεση που από όλους προαναγγέλλεται δεν είναι τόσο βαθιά, είναι δεδομένο ότι θα χτυπήσει και πάλι το διεθνές εμπόριο. Έτσι, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ένα υποτιμημένο εθνικό νόμισμα οδηγήσει σε ισορροπία το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αυτό καθόλου δεν ισοδυναμεί με ανάκαμψη της οικονομίας. Το πιθανότερο είναι η εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου να γίνει με «εξίσωση προς τα κάτω» και όχι με ανάπτυξη (να μειωθούν δηλαδή και οι εξαγωγές και απλά το ισοζύγιο να ισοσκελίζεται γιατί ταυτόχρονα καταρρέουν πολύ περισσότερο οι εισαγωγές). Κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με το αστείο «η εγχείρηση πέτυχε, ο ασθενής απεβίωσε». Δεν υπάρχει καμιά εγγύηση λοιπόν ότι ένα υποτιμημένο νόμισμα και μια τόνωση της «ανταγωνιστικότητας» θα φέρει αύξηση των εξαγωγών και ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και βελτίωση των εισοδημάτων, ειδικά μέσα στην σημερινή συστημική κρίση του διεθνούς καπιταλισμού.

Ένα προτέρημα υποτίθεται του εθνικού νομίσματος και της υποτίμησής του, είναι η λεγόμενη ανάπτυξη μέσω της «υποκατάστασης εισαγωγών». Με απλά λόγια αυτό το επιχείρημα λέει ότι θα συμφέρει πλέον έναν έλληνα αγρότη να επενδύσει στην παραγωγή λεμονιών αφού –λόγω του υποτιμημένου νομίσματος- θα έχουν «ανταγωνιστική» τιμή στην εγχώρια αγορά σε σύγκριση με τα λεμόνια Αργεντινής που εισάγονται τώρα, ή θα συμφέρει έναν έλληνα βιομήχανο να παράγει ρούχα αφού πλέον τα εισαγόμενα θα είναι ακριβότερα. Μια τέτοια τάση πράγματι θα υπάρξει αλλά η πιθανότητα αυτή η εξέλιξη να είναι αρκετή ώστε να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη είναι πέρα για πέρα λάθος. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο έλληνας αγρότης χρειάζεται λιπάσματα και φυτοφάρμακα για να παράγει λεμόνια και ο έλληνας βιομήχανος χρειάζεται πετρέλαιο για να παράγει ρούχα. Με άλλα λόγια, η υποτίμηση του νομίσματος, δεν αυξάνει μόνο τις τιμές των εισαγομένων αγαθών αλλά και τις τιμές των εισαγομένων πρώτων υλών που ανεβάζουν κατά πολύ το εγχώριο κόστος παραγωγής σε σημείο που σε πολλές περιπτώσεις να είναι ασύμφορο για τους εγχώριους «παραγωγούς» να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι για να πουληθούν αυτά τα εγχώρια προϊόντα δεν αρκεί να έχουν «ανταγωνιστικές» τιμές, αλλά και καταναλωτές που θα τα αγοράζουν. Αν η συνολική οικονομία μιας χώρας χαρακτηρίζεται από υπανάπτυξη και ανεργία όπως εξηγήσαμε προηγουμένως σαν πιθανό ενδεχόμενο, τότε όσο «καλές» τιμές και να έχουν τα εγχώρια προϊόντα δεν θα βρίσκουν επαρκείς αγορές στο εσωτερικό μιας χώρας ώστε να αποδίδουν ικανοποιητικά κέρδη στους «εγχώριους επενδυτές» με συνέπεια το φρενάρισμα τέτοιων επενδύσεων. Υπάρχει τέλος κι ένας τρίτος λόγος: αντί μια πολιτική «υποκατάστασης εισαγωγών» να φτηνύνει τα «εγχώρια» προϊόντα, σε διάφορους τομείς θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή στο να τα …ακριβύνει. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ελλάδας είναι γνωστό ότι ήδη σήμερα οι ελληνικές πολυεθνικές τροφίμων όπως η ΔΕΛΤΑ και η ΦΑΓΕ, εκμεταλλευόμενες και την ολιγοπωλιακή τους θέση, πουλάνε τα γαλακτοκομικά προϊόντα σε ίδιες ή ακόμα και σε ακριβότερες τιμές στην Ελλάδα από ότι σε άλλες χώρες της ευρωζώνης. Με ένα υποτιμημένο νόμισμα, οι πολυεθνικές αυτές δεν θα έχουν κανένα συμφέρον να πουλούν στην εγχώρια αγορά τα προϊόντα τους στη μισή τιμή -θα τα εξάγουν όλα –με αποτέλεσμα ελλείψεις αγαθών στην ντόπια αγορά- ή θα αυξήσουν δυσθεώρητα τις τιμές στο εσωτερικό ώστε, με βάση τη νέα ισοτιμία, οι τιμές εσωτερικού και εξωτερικού να συμπίπτουν και να αποδίδουν το ίδιο κέρδος.

Επιπλέον, η υποτίμηση του νομίσματος δεν αποτελεί εργαλείο τόνωσης της «ανταγωνιστικότητας» παρά μόνο αν οι εργαζόμενοι δεχτούν να πληρώσουν τις συνέπειές της, όπως αντίστοιχα συμβαίνει και με την «εσωτερική υποτίμηση» που επιχειρεί η κυβέρνηση και η τρόικα εντός του ευρώ. Αν οι εργαζόμενοι με τους αγώνες τους διεκδικήσουν και πετύχουν αυξήσεις στους μισθούς τους και ανεβάσουν έτσι το «εργατικό κόστος», αρνούμενοι να πληρώνουν αγόγγυστα στην διπλάσια τιμή τα εισαγόμενα προϊόντα (πετρέλαιο θέρμανσης, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, αυτοκίνητα κλπ.) τότε το “ανταγωνιστικό πλεονέκτημα” της υποτίμησης του νομίσματος για την αποτροπή των εισαγωγών και την τόνωση των εξαγωγών εξαφανίζεται. Αν πάλι οι εργαζόμενοι δεν μπορέσουν να αντιδράσουν ή αν μπουν στην παγίδα της «στήριξης» του εθνικού νομίσματος, τότε οι εξελίξεις δεν θα είναι καθόλου καλές γι’ αυτούς. Οι μισθοί τους θα έχουν πολύ μικρότερη αγοραστική αξία και θα υπάρχουν και άλλες συνέπειες μιας και δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι θα κάτσουν να δουλεύουν με μισθούς πείνας για να στηρίξουν την «ανταγωνιστικότητα» της χώρας. Όσο θα υπάρχουν καλύτεροι μισθοί και δουλειά σε άλλα μέρη του κόσμου, μια βασική συνέπεια της κρίσης θα είναι η μαζική μετανάστευση (ντόπιων και μεταναστών) εργαζομένων από την Ελλάδα σε άλλες χώρες και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και του πληθυσμού συνολικά (γι αυτό βέβαια θα ευθύνεται η κρίση και η υποτίμηση των μισθών –είτε «εσωτερική» εντός ευρώ είτε «εξωτερική» λόγω εθνικού νομίσματος και όχι το ένα ή το άλλο νόμισμα και γι’ αυτό αυτή η τάση έχει αρχίσει ήδη να διογκώνεται από τώρα που βρισκόμαστε εντός του υποτίθεται «σωτήριου» ευρώ).

Ένα τελικό επιχείρημα που αφορά τη διεθνή διάσταση του ζητήματος. Κάποιοι θεωρούν ότι η επιστροφή σε εθνικά νομίσματα θα δώσει στις διάφορες χώρες της ευρωζώνης τη δυνατότητα να επιτύχουν σχέσεις «εθνικής ισοτιμίας» σε αντίθεση με τις ανισότητες που υποτίθεται ότι επιβάλλει το ευρώ. Πρόκειται για αυταπάτη. Οι διάφοροι εθνικοί καπιταλισμοί δεν έχουν και δεν πρόκειται να έχουν ποτέ σχέσεις «ισοτιμίας» μεταξύ τους. Είτε εντός ευρώ, είτε εκτός, οι σχέσεις μεταξύ των διάφορων χωρών θα συνεχίζουν να καθορίζονται από το συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στις διάφορες άρχουσες τάξεις, όπως συμβαίνει και σε όλο τον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο που δεν βρίσκεται στο ευρώ. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν χοντρικά 200 χώρες στον πλανήτη και 180 εθνικά νομίσματα. Αυτό δεν έχει αποτρέψει καθόλου την διεθνή κρίση που χτυπάει παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια το σύστημα και την όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών. Σε τι θα αλλάξει αυτή η κατάσταση αν αντί για 180, τα εθνικά νομίσματα γίνουν 200 (αν επιστρέψουν σε εθνικά νομίσματα οι χώρες της ευρωζώνης); Θα δώσει αυτό ώθηση στην διεθνή οικονομία και στον παγκόσμιο καπιταλισμό; Θα βοηθήσει στο ξεπέρασμα της δομικής κρίσης του συστήματος συνολικά αλλά και σε κάθε επιμέρους χώρα; Θα περιορίσει τους εθνικούς ανταγωνισμούς; Η απάντηση σε όλα αυτά είναι προφανώς όχι. Τα νομίσματα είναι όπλα των καπιταλιστών (όπως οι δασμοί και οι εξοπλισμοί) που τα χρησιμοποιούν στον ανταγωνισμό μεταξύ τους για το πώς θα μοιράσουν τα κέρδη που βγαίνουν από την εκμετάλλευση των εργατών διεθνώς. Δεν είναι όπλα ούτε ξεπεράσματος της συστημικής κρίσης του καπιταλισμού, ούτε πολύ περισσότερο όπλα βελτίωσης της ζωής των εργαζομένων.

«Ευρώ ή δραχμή» ή «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα»: το πραγματικό δίλημμα


Συμπερασματικά, όσο αυταπάτη είναι ότι «μέσα στο ευρώ θα σωθούμε», άλλο τόσο αυταπάτη είναι ότι «το εθνικό νόμισμα θα μας σώσει». Είτε με ευρώ, είτε π.χ. με δραχμή, η διέξοδος από την οικονομική κρίση θα εξαρτάται απολύτως από τις εξελίξεις στην κρίση του διεθνούς καπιταλισμού. Μόνο αν εκ θαύματος η διεθνής οικονομία ανακάμψει δυναμικά, τότε θα υπάρξει ανάπτυξη και στην Ελλάδα με το ένα ή το άλλο νόμισμα. Και επειδή θαύματα δεν γίνονται, ανεξάρτητα από το νόμισμα, ο μόνος δρόμος που απομένει για τους εργαζόμενους είναι η όξυνση της ταξικής πάλης σε βαθμό κοινωνικού ξεσηκωμού με απαίτηση να πληρώσουν την κρίση οι καπιταλιστές που τη δημιούργησαν και με τελικό στόχο την ανατροπή του ίδιου του καπιταλισμού και την δημιουργίας μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας όπου οι ανάγκες των ανθρώπων θα είναι η κινητήρια δύναμη και όχι το κέρδος των λίγων.

Ο αγώνας αυτός, των εργαζομένων είναι διεθνής αφού διεθνής είναι η κρίση του συστήματος. Αυτό το βλέπουμε να συμβαίνει ήδη με την αλληλεπίδραση των διάφορων αγώνων σε διάφορες χώρες, όπως για παράδειγμα με τις εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες να επιδρούν στα κινήματα των «αγανακτισμένων» στην Ευρώπη και στη συνέχεια στα κινήματα «occupy» με το σύνθημα «το 99% ενάντια στο 1%» που αγκάλιασαν τις ΗΠΑ, την Βρετανία, ακόμα και την μακρινή Νιγηρία τις τελευταίες μέρες.

Αντίθετα η αντίληψη ότι αυτός ο αγώνας είναι «πατριωτικός» δεν έχει καμιά πραγματική βάση. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος οι εργαζόμενοι μιας χώρας να σώσουν μόνο τον εαυτό τους, να επιβάλλουν μια «φιλολαϊκή» ανάπτυξη σε μια χώρα-νησίδα μέσα στην παγκόσμια θάλασσα της καπιταλιστικής κρίσης. Ο αγώνας αυτός είναι ταξικός. Δεν είναι το «εθνικό κράτος» στήριγμα των εργαζομένων, αλλά στήριγμα των καπιταλιστών. Δεν είναι λύση μια «πατριωτική» κυβέρνηση που «βάζει κόκκινες γραμμές και ξέρει να διαπραγματεύεται» -οι καπιταλιστές που βρίσκονται πίσω από την όποια κυβέρνηση δεν «διαπραγματεύονται» τον πλούτο τους αλλά επιβάλλουν τα συμφέροντά τους. Η απάντηση πρέπει να είναι ταξική και στο ζήτημα της πάλης και στο ζήτημα της εξουσίας. Αν δεν παλέψουμε ενάντια στα αφεντικά της «πατρίδας» -τους τραπεζίτες, τους εφοπλιστές, τις 2000 μεγαλύτερες επιχειρήσεις που αναφερθήκαμε πριν- δεν έχουμε καμιά ελπίδα να κερδίσουμε οφέλη για τους εργαζόμενους και τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, ούτε στην Ελλάδα ούτε σε καμιά άλλη χώρα.

Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι για να παλέψουν πρέπει να περιμένουν πρώτα να συντονιστούν σε όλες τις χώρες –κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ούτε επίσης ότι το διεθνιστικό περιεχόμενο αυτού του αγώνα, είναι διεθνές και στη μορφή του. Η ταξική πάλη διεξάγεται πρώτα και κύρια μέσα σε κάθε χώρα, όχι για λόγους «εθνικούς» (ντόπιοι και μετανάστες εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από εθνικότητα, οφείλουν να παλεύουν μαζί για να είναι αποτελεσματικοί) αλλά για λόγους πολιτικούς. Γιατί οι καπιταλιστές είναι οργανωμένοι σε κράτη και σε σύγκρουση με αυτή την πολιτική και οικονομική εξουσία είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε τη μάχη. Δεν μπορούμε ούτε οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, ούτε στη Γερμανία, ούτε σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, να παλέψουμε και να απαιτήσουμε από την Κομισιόν και τον Μπαρόζο να αυξήσει τους μισθούς, να πάψει να πληρώνει το δημόσιο χρέος ή να κρατικοποιήσει τις τράπεζες. Την εξουσία να πάρουν τέτοιες αποφάσεις την έχουν μόνο οι κυβερνήσεις των διάφορων κρατών που εκπροσωπούν τους καπιταλιστές κάθε χώρας. Το «δικό μας» κράτος, τη «δική μας» κυβέρνηση, τους «δικούς μας» καπιταλιστές, είμαστε υποχρεωμένοι οι εργαζόμενοι σε όλες τις χώρες να παλέψουμε πρώτα και κύρια για να έχουμε κατακτήσεις και να στοχεύσουμε στην ανατροπή τους γιατί αυτοί έχουν την πολιτική και οικονομική εξουσία και όχι οι «υπερεθνικοί θεσμοί» της Ε.Ε. και της ευρωζώνης οι οποίοι είναι διακοσμητικοί.

Αυτός είναι ο δρόμος για να προωθήσουμε τον συντονισμό και την διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζόμενων στις διάφορες χώρες και όχι η ελπίδα ότι μέσα στην Ε.Ε. μπορούμε να συντονιστούμε καλύτερα.

Η λυκοσυμμαχία που λέγεται Ε.Ε. και σπαράσσεται από εθνικούς ανταγωνισμούς, καθόλου δεν προάγει την διεθνή αλληλεγγύη ούτε αποτελεί «εύφορο έδαφος» για τον διεθνισμό. Αντίθετα επιτρέπει στις διάφορες άρχουσες τάξεις να καλλιεργούν τις εθνικές διαιρέσεις: Οι Γερμανοί καπιταλιστές λένε στους εργάτες στη Γερμανία ότι «φταίνε οι τεμπέληδες Έλληνες» και στην Ελλάδα αντίστοιχα κλιμακώνεται η προπαγάνδα ότι φταίνε οι «κακοί Γερμανοί που θέλουν να φτιάξουν το 4ο Ράιχ». Και στις δυο περιπτώσεις, οι τράπεζες, οι βιομήχανοι, οι καπιταλιστές γενικότερα, μένουν στο απυρόβλητο ενώ αυτοί είναι οι βασικοί φταίχτες για την κρίση και οι βασικοί εχθροί μας που καταστρέφουν τις ζωές μας. Αυτό που θα μας ενώσει για παράδειγμα με τους γερμανούς εργαζόμενους είναι η απαίτηση αύξησης των μισθών και –το επικίνδυνο για τη διατήρηση του ευρώ- αίτημα για διαγραφή των κρατικών χρεών προς τους τραπεζίτες (τόσο σε Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία, όσο και σε όλες τις χώρες). Αντίθετα η διεκδίκηση να συνεχίσουν να δανείζουν το ελληνικό κράτος οι γερμανοί φορολογούμενοι μέσω ευρωομολόγων (όπως διεκδικεί π.χ. ο ΣΥΝ), δεν ενώνει αλλά χωρίζει τον αγώνα ελλήνων και Γερμανών εργαζομένων. Επιπλέον, μια βασική μας απαίτηση απέναντι στο έλλειμμα του προϋπολογισμού που φορτώνεται στις πλάτες μας, πρέπει να είναι για παράδειγμα ο περιορισμός των γιγαντιαίων πολεμικών δαπανών του ελληνικού κράτους. Αυτό απαιτεί την προσπάθεια ανάπτυξης διεθνιστικής αλληλεγγύης πρώτα και κύρια με τους εργαζόμενους της Τουρκίας, προσδοκώντας να έχουν και αυτοί την ίδια απαίτηση από το τουρκικό κράτος. Μας βοηθάει σε τίποτα το ευρώ και η Ε.Ε. γι’ αυτή την απαραίτητη ανάπτυξη διεθνιστικής αλληλεγγύης; Η απάντηση είναι όχι –αντίθετα η άρνηση των περισσότερων χωρών της Ε.Ε. (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) να επιτρέψουν την ένταξη της Τουρκίας, δεν δείχνει μόνο τον αντιδραστικό χαρακτήρα της Ε.Ε. αλλά και δείχνει ότι η διεθνιστική αλληλεγγύη των εργατών ανάμεσα στις διάφορες χώρες δεν έχει καμιά σχέση με την συμμετοχή ή την μη συμμετοχή στο ευρώ και την Ε.Ε..
Ο βρετανός μαρξιστής Κρις Χάρμαν, όταν είτε τεθεί το ζήτημα της εισόδου της Μ.Βρετανίας στην Ε.Ε. (τότε ΕΟΚ) είχε θέσει το ζήτημα ως εξής:

«Μια συνεπής σοσιαλιστική θέση απέναντι στην Κοινή Αγορά πρέπει να ξεκινάει απορρίπτοντας την σαφώς εθνικιστική προσέγγιση των ηγετών του Εργατικού Κόμματος και της καθεστωτικής αριστεράς. Το εθνικό κράτος δεν είναι το δικό μας κράτος. Λειτουργεί για να υπερασπίζει την άρχουσα τάξη και δεν μπορεί να λειτουργήσει με κανέναν άλλο τρόπο. Η ενασχόληση της αριστεράς με την «εθνική κυριαρχία», υπηρετεί μόνο τη διατήρηση της ψευδαίσθησης ότι, κατά κάποιο τρόπο, έχουμε κοινό συμφέρον με αυτούς που κυβερνούν αυτό το κράτος τώρα. Εντείνει τις διαφορές ανάμεσα στους εργάτες των διαφόρων χωρών. Και το κάνει αυτό, σε μια εποχή όπου η γιγάντωση πολυεθνικών επιχειρήσεων εντείνει την ανάγκη για ενωτική διεθνιστική ταξική πάλη των εργατών(47)».

Η κατάληξη αυτού του σκεπτικού ήταν τότε η αντίθεση της βρετανικής μαρξιστικής αριστεράς στην είσοδο της Μ.Βρετανίας στην ΕΟΚ, όχι γιατί θα έβλαπτε τα «εθνικά συμφέροντα της χώρας» αλλά αντίθετα γιατί στόχευε στην ενίσχυσή τους :

«Η είσοδος χρησιμεύει, ταυτόχρονα με άλλα μέτρα, στο χτύπημα του επιπέδου διαβίωσης των εργαζομένων… Η είσοδος στοχεύει στον εξορθολογισμό και στην ενίσχυση του καπιταλισμού. Είναι μια απόπειρα αντιμετώπισης των καπιταλιστικών προβλημάτων με καπιταλιστικές μεθόδους… Χρειάζεται να έχουμε ξεκάθαρο ότι, ενώ είμαστε αντίθετοι με την καπιταλιστική ενοποίηση στην Ευρώπη, υποστηρίζουμε παράλληλα τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης».


Αυτή την αντίληψη οφείλουμε να εφαρμόσουμε και τώρα αν θέλουμε αν είμαστε αποτελεσματικοί στην πάλη μας ενάντια στον καπιταλισμό. Όταν το ζήτημα ήταν η είσοδος της Ελλάδας στην ΕΟΚ και στην Ε.Ε. έπρεπε να πούμε όχι γιατί δεν έγινε για τα συμφέροντα των εργατών αλλά του ελληνικού καπιταλισμού. Τώρα που η ευρωζώνη βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση, οφείλουμε να υποστηρίξουμε τα ταξικά συμφέροντα των εργαζομένων, αδιαφορώντας αν αυτό βάζει σε κίνδυνο το ευρώ ή την συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτό. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να αντιταχθούμε σε κάθε υποστήριξη της άποψης που λέει ότι η επιστροφή στη δραχμή «θα μας σώσει» γιατί και πάλι αυτή η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα θα έχει στόχο την διαχείριση των συμφερόντων του ελληνικού καπιταλισμού όπως είχε και η υιοθέτηση του ευρώ. Το να έχει τον έλεγχο του νομίσματος ο Προβόπουλος –διοικητής της ελληνικής κεντρικής Τράπεζας- δεν θα κάνει αυτό το νόμισμα πιο «φιλολαϊκό».

Τέτοιες απόψεις ασπάζονται δυστυχώς και τμήματα της άκρας αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στην Ελλάδα που ζητούν επιστροφή στη δραχμή, «ανάκτηση της νομισματικής και γενικότερα της εθνικής κυριαρχίας» που δήθεν χάνεται μέσα στο ευρώ. Πριν ενάμισι χρόνο, ένας από τους υποστηρικτές αυτής της άποψης (ο Δημήτρης Καζάκης –τότε μέλος της «Πρωτοβουλίας Αριστερών Οικονομολόγων για παύση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ» που τώρα έχει αποτραβηχτεί από την αριστερά και συνεργάζεται ακόμα και με ακροδεξιούς) εκθείαζε την –ακροδεξιά- κυβέρνηση της Ουγγαρίας γιατί συγκρούστηκε με το ΔΝΤ. Τότε προειδοποιούσαμε: «[είναι αυτή] μια πολιτική που σιγουρεύει την ανάκαμψη και “θωρακίζει” την ουγγρική οικονομία από ένα νέο ξαναχτύπημα της κρίσης; (…) Οφείλουν οι εργαζόμενοι να στηρίξουν την “πατριωτική” πολιτική της κυβέρνησης απέχοντας από αγώνες και διεκδικήσεις; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι αρνητική» (48). Σήμερα η κρίση έχει επιστρέψει δριμύτερη στην Ουγγαρία -που είναι εκτός ευρώ- και η «πατριωτική» κυβέρνηση έχει κάνει στροφή 180 μοιρών και παρακαλάει το ΔΝΤ να της χορηγήσει δάνεια άνευ όρων (εξακολουθεί βέβαια να συνεχίζει την ακροδεξιά «πατριωτική» πολιτική της ενάντια στους εργαζόμενους μέσα στην Ουγγαρία).

Η ιστοσελίδα Iskra, που εκφράζει τις απόψεις του «αριστερού ρεύματος» του ΣΥΝ με επικεφαλής τον Π.Λαφαζάνη και υποστηρίζει την επιστροφή στη δραχμή, παρουσιάζει αυτή τη στροφή της ουγγρικής κυβέρνησης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι συγκρούσεις με τις τρόικες και τις αγορές οφείλουν να έχουν αριστερό πρόσημο και σοσιαλιστική προοπτική». (49) Το ερώτημα είναι τι σχέση έχει η υποστήριξη της δραχμής με «αριστερό πρόσημο και σοσιαλιστική προοπτική»; Δυστυχώς καμία. Στόχοι όπως της «παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας» και της «ανάκτησης της ανταγωνιστικότητάς της», είτε επιδιώκονται μέσω της μεταρρύθμισης της Ε.Ε. και του ευρώ, είτε επιδιώκονται μέσω της μεταρρύθμισης του ελληνικού κράτους με την «αξιοποίηση του εθνικού νομίσματος», είναι απλά ουτοπικοί. Μόνο σε σύγκρουση με την Ε.Ε. και κυρίως με το κάθε αστικό κράτος και την κάθε κυβέρνηση και με στόχο όχι την μεταρρύθμιση αλλά την ανατροπή τους, μπορούμε να έχουμε αποτελεσματικότητα στους αγώνες μας και να ανοίξουμε το δρόμο για τη σοσιαλιστική προοπτική. Και σε αυτόν τον αγώνα δεν θα μας βοηθήσει η υποστήριξη του ενός ή του άλλου νομίσματος, του ευρώ ή της δραχμής. Αν η αριστερά υποστηρίζει το ένα ή το άλλο νόμισμα θα χρεώνεται στα μάτια των εργαζομένων ότι παρέχει συναίνεση –έστω και μερική- στις θυσίες στις οποίες μας καλούν οι καπιταλιστές –σήμερα για τη «σωτηρία του ευρώ», αύριο «για την υποστήριξη της δραχμής μας».

Αντίθετα το σύνθημα «καμιά θυσία για κανένα νόμισμα» βάζει τα πράγματα στη σωστή τους θέση: Αν δεν διαγράψουμε χρέη, αν δεν κρατικοποιήσουμε τράπεζες, αν δεν βάλουμε χέρι στον πλούτο των καπιταλιστών κανένα νόμισμα δεν μπορεί να μας προστατεύσει από τη λιτότητα και τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού ούτε φυσικά να μας οδηγήσει στην επανάσταση.

Τέλος, η ανάγκη για την κοινωνική ανατροπή και για την σοσιαλιστική προοπτική, δεν μπορεί να είναι άλλοθι για απραξία και για απομονωτισμό όπως κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ, προσδοκώντας απλά την αύξηση των ψήφων του κόμματος. Οι εργαζόμενοι θα εμπιστευτούν την σοσιαλιστική προοπτική μόνο μέσα από την πείρα τους, μόνο μέσα από αγώνες και από συγκεκριμένες διεκδικήσεις που πατάνε πάνω στις άμεσες ανάγκες τους. Χρειάζονται «μεταβατικές» διεκδικήσεις που να ενώνουν τους αγώνες του σήμερα με το σοσιαλιστικό αύριο όπως ήταν η διατύπωση του ρώσου επαναστάτη Τρότσκι. Ένας τέτοιος προσανατολισμός που μπορεί να ενώσει τους εργαζόμενους -αλλά και να προωθήσει τη συνεργασία της Αριστεράς, τόσο στους αγώνες όσο και σε εκλογικό επίπεδο- απαιτεί μερικούς απλούς στόχους: Αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης, των μέτρων λιτότητας και του μνημονίου, πάγωμα της πληρωμής του χρέους με τελικό στόχο την πλήρη διαγραφή του, αναδιανομή του πλούτου και βαριά φορολογία του κεφαλαίου, πάλη για την ανατροπή των απολύσεων και των μειώσεων των μισθών, απαίτηση για κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών τομέων της οικονομίας με εργατικό έλεγχο, δημιουργία πλατιών επιτροπών στους κοινωνικούς χώρους για να στηριχτεί αυτός ο αγώνας και να γίνει κοινωνικός ξεσηκωμός.

Σε κάθε μεγάλη διεθνή κρίση του καπιταλισμού οι επαναστάτες μαρξιστές σχημάτιζαν ή επιχειρούσαν να σχηματίσουν Διεθνείς (Από την πρώτη του Μαρξ μέχρι την Κομμουνιστική Διεθνή και την απόπειρα του Τρότσκι για την Τέταρτη Διεθνή) και έβγαζαν γραμμή για το παγκόσμιο προλεταριάτο. Σε καμιά από αυτές δεν υιοθετήθηκε κάποιο πρόγραμμα που να κάνει μόνο για μια χώρα (η ελληνική αριστερά να παλεύει «για τη σωτηρία της χώρας της», η γερμανική για τη «σωτηρία της Γερμανίας» κλπ.). Υιοθετούσαν αντίθετα ένα ταξικό και διεθνιστικό πρόγραμμα που να ενώνει τους εργάτες όλου του κόσμου στον αγώνα για την παγκόσμια επανάσταση (έστω κι αν υπήρχαν «εθνικές ιδιομορφίες» που προφανώς έπρεπε να συνυπολογιστούν στην πάλη μέσα σε κάθε χώρα). Σε μια (αναγκαία) σύγχρονη Διεθνή, οι αποφάσεις δεν θα αφορούσαν ούτε το ποιο είναι το σωστό νόμισμα για την Ελλάδα, ούτε για το ποια είναι π.χ. η «σωστή» ισοτιμία κινέζικου γουάν και δολαρίου. Ούτε θα περιορίζονταν σε μια γενική προπαγάνδα ότι «φταίει ο καπιταλισμός». Θα αφορούσαν ένα ταξικό και διεθνιστικό πρόγραμμα με στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού από χώρα σε χώρα και τελικά διεθνώς. Ποτέ δεν ασχολήθηκαν οι Διεθνείς» να προτείνουν «εργατικά» νομίσματα ή απλά συγκέντρωση «ψήφων». «Προλεταριακό» νόμισμα δεν έχει υπάρξει ποτέ και ούτε το ευρώ ούτε η δραχμή αποτελούν εξαίρεση. Όπως τόνιζε το 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921:

«Τα κομουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και τη βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυτού του συστήματος παραμένει ο κύριος σκοπός τους. Αλλά για να τον πραγματοποιήσουν, τα κομουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Οι κομουνιστές -πρέπει να οργανώσουν μαζικές καμπάνιες και να παλέψουν γι’ αυτές τις διεκδικήσεις ανεξάρτητα από το εάν αυτές συμβιβάζονται με τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος. Τα κομουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να ασχολούνται με τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστική ικανότητα της καπιταλιστικής βιομηχανίας αλλά με τη φτώχεια του προλεταριάτου, που δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει άλλο ανεχτή. Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων, η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία… Και καθώς ο αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει, ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει.» (50)

Για να ξαναγυρίσουμε στην «μεγάλη εικόνα» της διεθνούς κρίσης σήμερα καθώς και των αγώνων των εργαζομένων παγκόσμια, μπορούμε να επισημάνουμε ότι είναι ίσως η πρώτη φορά που τόσο ξεκάθαρα, οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης δυσκολεύονται να κρύψουν ότι η κρίση δεν οφείλεται στους «τεμπέληδες εργάτες» ή στο «σπάταλο κράτος» της όποιας χώρας, αλλά ότι έχει συστημικό χαρακτήρα και αγκαλιάζει όχι απλά την ευρωζώνη αλλά στην ουσία τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Και μάλιστα όλο και περισσότερος απλός κόσμος συνειδητοποιεί την συστημική φύση της κρίσης όχι στον καναπέ του βομβαρδιζόμενος από τα δελτία ειδήσεων αλλά όλο και πιο συχνά στους δρόμους παγκόσμια, από πιο αυθόρμητα κινήματα όπως των “αγανακτισμένων” και του «OccupyWallStreet» μέχρι τις πιο οργανωμένες απεργίες των εργαζομένων όπως αυτές που χαρακτήρισαν την Ελλάδα τους προηγούμενους μήνες ή την απεργία στις 30 Νοέμβρη στη Μεγάλη Βρετανία που ήταν η μεγαλύτερη απεργία στη χώρα αυτή από το 1926!

Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν επειγόντως σήμερα, είναι ο προσανατολισμός των εργαζομένων και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων, όχι στο ψευτοδίλημμα «εντός ή εκτός ευρώ», όχι στην ψεύτικη ελπίδα της «παραγωγικής ανασυγκρότησης και της ανταγωνιστικότητας της χώρας», όχι στην παθητική αναμονή για «εκλογική ενίσχυση» της αριστεράς και «αλλαγή συσχετισμών», αλλά στο πραγματικό δίλημμα «εντός ή εκτός» του καπιταλισμού, ο προσανατολισμός στον αγώνα να υπερασπίσουμε τις ζωές μας άμεσα και με τελικό στόχο να λύσουμε το πραγματικό δίλημμα που αντιμετωπίζει η κάθε χώρα και συνολικά η ανθρωπότητα στην εποχή μας: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.



Σημειώσεις
(1) http://www.tvxs.gr/node/76913
(2) http://www.economist.com/node/21540255
(3) http://www.ft.com/intl/cms/s/0/396ff020-1ffd-11e1-8662-00144feabdc0.html#axzz1fcRZelpt
(4) http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3023&Itemid=46
(5) http://www.ft.com/intl/cms/s/0/d572b7f0-3303-11e1-8e0d-00144feabdc0.html#axzz1iBrZFK5H
(6) Το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους δεν θα είναι 50% αφού από αυτό εξαιρούνται τα ομόλογα που έχει αγοράσει η ΕΚΤ καθώς και τα δάνεια του «μνημονίου». Το «κούρεμα» περιορίζεται μόνο στα ομόλογα που κατέχουν ακόμα οι «ιδιώτες» ομολογιούχοι (περίπου 200 δις ενώ το συνολικό χρέος είναι 350 δις ευρώ). Κι όμως ούτε αυτοί θα χάσουν, τουλάχιστον όχι όλοι. Μεταξύ τους υπάρχουν αρκετοί που μετά την ανακοίνωση του PSI από την Ε.Ε. άρχισαν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά στο 20-30% της ονομαστικής τους αξίας ή και λιγότερο (αυτή είναι η «αξία» των ελληνικών ομολόγων στην αγορά αυτή τη στιγμή γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται «σκουπίδια» από τους οίκους αξιολόγησης). Τώρα αυτοί προσδοκούν ότι θα ανταλλάξουν αυτά τα ομόλογα στο 50% της αξίας τους και έτσι θα κερδίσουν. Αλλά και αυτοί που είχαν αγοράσει ομόλογα στην αρχική τους τιμή, πάλι δεν θα χάσουν και πολλά αφού θα ανταλλάξουν σκουπιδόχαρτα με 15% μετρητά και 35% σε ομόλογα αυξημένης εγγύησης υπό το λεγόμενο «αγγλικό δίκαιο» καθώς και ένα καλό επιτόκιο για το μέλλον. Επίσης υπάρχουν και αρκετοί που εκτός από ομόλογα, κατέχουν και CDS («ασφάλιστρα κινδύνου» που εκδίδουν τράπεζες –κυρίως αμερικανικές) και προτιμούν να συμβεί «πιστωτικό γεγονός» (δηλαδή να μην είναι «εθελοντική» η ανταλλαγή) αφού έτσι προσδοκούν ότι θα εισπράξουν το σύνολο των ομολόγων που έχουν «ασφαλίσει». Όσο για τις τράπεζες που με το «κούρεμα» θα υποχρεωθούν να εγγράψουν ζημιές, προβλέπεται να ενισχυθούν για άλλη μια φορά από τα κράτη αλλά και πάλι χωρίς να κρατικοποιηθούν (το νέο δάνειο που συζητάει η Ελλάδα προβλέπει ότι 30 δις θα κατευθυνθούν στην «ανακεφαλαιοποίηση» των ελληνικών τραπεζών). Οι μόνοι «ομολογιούχοι» που θα έχουν σίγουρη χασούρα είναι τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία που διατηρούν υποχρεωτικά τα αποθεματικά τους σε ομόλογα.
Παράλληλα η φιλολογία περί “αγγλικού δικαίου” θέλει προσοχή γιατί υπερτιμάται από διάφορους που θέλουν να βγάλουν την Ελλάδα “κατεχόμενη χώρα”. Αντίθετα οι “ομολογιούχοι” δεν έχουν τέτοιες αυταπάτες και γι’ αυτό τραβάνε το σκοινί με αποτέλεσμα να υποχρεώνεται η Γερμανία και το ΔΝΤ να απειλούν ότι θα κάνουν το “κούρεμα” υποχρεωτικό -δηλαδή θα “χρεοκοπήσουν” την Ελλάδα εντός ευρώ- που μπορεί να φτάσει μέχρι και το 80%! Καταρχήν τα ομόλογα θα εξακολουθήσουν να αποτιμούνται σε ευρώ. Αν μια χώρα βγει από το ευρώ τότε οι αλυσιδωτές επιδράσεις τύπου Lehman Brothers θα οδηγήσουν στη διάλυση του ευρώ, επομένως δεν θα υπάρχει ευρώ για να πληρωθούν τα ομόλογα και το κάθε εθνικό κράτος θα πληρώνει τα ομόλογά του στο εθνικό νόμισμά του (τώρα σε ευρώ που είναι το σημερινό “εθνικό νόμισμα” της Ελλάδας, μετά π.χ. σε δρχ. αν διαλυθεί η ευρωζώνη). Κατά δεύτερον και κυριότερο, το βασικό “ατού” του “αγγλικού δικαίου” είναι ότι δίνει προτεραιότητα στους ομολογιούχους αν ένα κράτος κηρύξει στάση πληρωμών να διεκδικήσουν αποζημιώσεις (ενώ υπό το ελληνικό δίκαιο αυτό δεν είναι τόσο εύκολο γιατί θα κριθεί στα ελληνικά δικαστήρια). Μιλάμε για αποζημιώσεις από περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτους, όχι από περιουσιακά στοιχεία των ελλήνων “ιδιωτών” αλλιώς οι έλληνες εφοπλιστές θα είχαν κόψει κάθε σχέση με το City του Λονδίνου αν κινδύνευαν να τους κατασχέσουν τα πλοία τους έναντι των χρεών του ελληνικού κράτους. Όμως τα κράτη δεν είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις, έχουν αυτό που λέγεται “εθνική κυριαρχία”. Τα δικαστήρια (συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών) δεν μπορούν να εφαρμόσουν τις αποφάσεις τους παρά μόνο αν υπάρχει μια κρατική εξουσία να τις εφαρμόσει. Για να κατασχεθούν περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτους με άλλα λόγια πρέπει να καταφτάσουν οι αγγλικές κανονιοφόροι ή και άλλων χωρών στον Πειραιά και να επιβάλλουν το “αγγλικό δίκαιο”. Ακόμα κι αν κάποιοι πιστεύουν ότι το “βασιλικό ναυτικό” της Βρετανίας θα ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική, το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι η “πολιτική των κανονιοφόρων” δεν είναι πια στις δόξες της, ειδικά αν τα αγγλικά πλοία έχουν να αντιμετωπίσουν ένα από τον ισχυρότερο στόλο και γενικά στρατό της Ευρώπης όπως ο ελληνικός. Επιπλέον κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού κράτους στο εξωτερικό μπορεί θεωρητικά να γίνει αλλά αυτό έχει και τα αντίμετρά του όπως την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων άλλων κρατών από την Ελλάδα. Εδώ δεν έχουν τολμήσει να κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία του Ιράν ή της Λιβύης πρόσφατα (απλά τα “πάγωσαν”), θα κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού κράτους; Και με τί πλάτες; Με τις πλάτες των ΗΠΑ και του Ισραήλ μήπως που έχουν τις καλύτερες σχέσεις με τον ελληνικό καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό; Λοιπόν δεν είναι χαζοί οι “ομολογιούχοι” που ενδιαφέρονται πρώτα και κύρια για τα επιτόκια (δηλαδή τι θα βγάλουν συνολικά σε βάθος χρόνου μετά το “κούρεμα”) και δεν επαφίενται στο “αγγλικό δίκαιο” για να τους εξασφαλίσει τα λεφτά που έχουν σε ελληνικά ομόλογα.
(7) http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3770&Itemid=46
(8) http://www.rte.ie/news/2011/1107/efsf-business.html
(9) http://ftalphaville.ft.com/blog/2011/01/07/451826/that-efsm-bond-crowd/
(10)Μια πολύ εκλαϊκευτική ανάλυση του τοξικού χαρακτήρα του EFSF και των ευρωομολόγων του έχει κάνει ο Γιάννης Βαρουφάκης http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=4751
(11)http://www.ft.com/cms/s/0/2dd6f264-2d6c-11e1-b985-00144feabdc0.html#axzz1iHeePmjA και στα ελληνικάhttp://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/673148/ArticleFTgr.aspx
(12)http://www.nytimes.com/2011/12/30/opinion/keynes-was-right.html?_r=2&smid=tw-NytimesKrugman&seid=auto
(13)http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/656188/ArticleFTgr.aspx
(14)http://en.wikipedia.org/wiki/United_States_public_debt
(15)http://news.in.gr/world/article/?aid=1231139311
(16)http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1842&Itemid=46
(17)Δυο εκλαϊκευτικά κείμενα για το πώς «αξιοποιείται» το τύπωμα χρήματος από την ΕΚΤ http://techiechan.com/?p=1505 και την FEDhttp://techiechan.com/?p=1071
(18)http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=317726
(19)http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/670392/ArticleFTgr.aspx
(20)http://www.aformi.gr/2011/12/%CE%BF%CE%B9-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%B6%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%AD%CF%87%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%83/
(21)Γιάννης Βαρουφάκης «Κρίσης Λεξιλόγιο», εκδόσεις «ποταμός», σελ. 68.
(22)http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=435349
(23)http://en.wikipedia.org/wiki/European_Exchange_Rate_Mechanism
(24)http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1843&Itemid=46
(25)Αναλυτικά για την εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού την δεκαπενταετία 1994-2008 εδώhttp://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3023&Itemid=46και ένα ενδεικτικό πρόσφατο άρθρο http://www.dealnews.gr/epixeiriseis/item/16772-O%CE%B9-%CE%B5%CF%80%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CF%89%CE%BD-E%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%BE%CF%89%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C
(26)Ενδεικτικά κάποια στοιχεία ακόμα και μέσα στην τωρινή κρίση http://www.capital.gr/news.asp?details=1359246και http://www.tanea.gr/oikonomia/article/?aid=4633797
(27)http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3023&Itemid=46
(28)Για μια πλήρη μαρξιστική εξήγηση της παρούσας οικονομικής κρίσης του συστήματος, προτείνεται το βιβλίο του Κρις Χάρμαν «Καπιταλισμός Ζόμπι», Εκδόσεις «Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο».
(29)http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3770&Itemid=46
(30)http://www.tovima.gr/world/article/?aid=430404
(31)http://en.wikipedia.org/wiki/The_Ruhr_Agreement
(32)Δες http://en.wikipedia.org/wiki/European_Coal_and_Steel_Community καιhttp://en.wikipedia.org/wiki/European_Union
(33)http://archive.enet.gr/online/online_text/c=114,dt=06.06.2003,id=18166112
(34)http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economy_2_08/12/2011_465316
(35)http://stock.ana-mpa.gr/fthema.php?id=33795και http://www.bankingnews.gr/bank-insider/item/10088-to-2012-%CE%AF%CF%83%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%AD%CF%81%CE%B4%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%B6%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B1-15-%CE%B4%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E-%E2%80%93-%CF%83%CF%87%CE%B5%CE%B4%CF%8C%CE%BD-%CE%B4%CE%B9%CF%80%CE%BB%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-2011-%CF%85%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%8C%CF%81%CE%BF-%CF%8C%CF%84%CE%B9-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%B5%CE%AF-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%BF%CE%B9%CF%81%CE%B1%CE%AF%CE%BF
(36)http://www.alterthess.gr/content/mia-krisi-ma-poia-krisi%E2%80%A6-4-stis-5-epixeiriseis-exoyn-kerdi καιhttp://www.epixeiro.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1584:-2000-&catid=84&Itemid=1
(37)Ο όρος «ανισόμερη αλλά και συνδυασμένη ανάπτυξη» χρησιμοποιείται από τους κλασικούς του μαρξισμού για να περιγράψουν ότι όλες οι χώρες υποχρεωτικά «συνδυάζονται» και αλληλοεξαρτούνται σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα όπως είναι ο καπιταλισμός –δεν υπάρχει «καπιταλισμός σε μια μόνη χώρα»- αλλά ταυτόχρονα αυτό δεν γίνεται «αρμονικά» και «ισότιμα» αλλά με συνεχή ανισομέρεια, με συνεχή δηλαδή αλλαγή των συσχετισμών δύναμης μεταξύ τους που τροφοδοτεί συνεχώς και τους εθνικούς ανταγωνισμούς μεταξύ τους.
(38)World Fact Book https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/gm.html
(39)Γιάννης Βαρουφάκης «Κρίσης Λεξιλόγιο», εκδόσεις «ποταμός», σελ. 45
(40)http://www.aformi.gr/2011/12/%CE%BF%CE%B9-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%B6%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%AD%CF%87%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%83/
(41)http://en.wikipedia.org/wiki/Military_of_the_European_Union και http://en.wikipedia.org/wiki/Military_of_Greece
(42)http://en.wikipedia.org/wiki/Plaza_Accord
(43)http://en.wikipedia.org/wiki/Greek_drachma
(44)http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3024&Itemid=46
(45)Μια καλή περιγραφή αυτών των αλυσιδωτών συνεπειών και τελικά της αναπόφευκτης διάλυσης του ευρώ έχει κάνει ο Γιάννης Βαρουφάκης http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=7118
(46)http://www.capital.gr/news.asp?id=1275217 και http://www.tanea.gr/oikonomia/article/?aid=4687234
(47)http://www.marxists.org/archive/harman/1971/xx/eec-pt3.htm
(48)http://da.dea.org.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3024&Itemid=46
(49)http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=6122:epitokia-xreokopias-ouggaria&catid=37:di-evropi&Itemid=172
(50)«3η Διεθνής –Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια», εκδόσεις Εργατική Πάλη, σελ 269 και στα αγγλικά εδώhttp://www.marxists.org/history/international/comintern/3rd-congress/tactics.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου