Με σώας τας φρένας και υγιής, αυτοκτονώ πριν τα ανελέητα γηρατειά, που, σταδιακά, μου αποστερούν μία προς μία τις απολαύσεις και τις χαρές του βίου και εξασθενίζουν την φυσική και πνευματική αντοχή μου, παραλύσουν την ενεργητικότητά μου, καταρρακώσουν την βούλησή μου, και με κάνουν να γίνω βάρος σ' εμένα τον ίδιο και τους άλλους.
Χρόνια πριν, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ζήσω πέρα από τα εβδομήντα' έχω κανονίσει το χρόνο της αναχώρησής μου από την ζωή και έχω προετοιμάσει τον τρόπο που θα υλοποιήσω την απόφασή μου: μια υποδόρια ένεση υδροκυανίου.
Πεθαίνω με την αγαλλίαση της πεποίθησης ότι στο εγγύς μέλλον, ο αγώνας στον οποίο αφιερώθηκα επί σαρανταπέντε χρόνια, θα καταλήξει σε θρίαμβο.
Ζήτω ο κομμουνισμός! Ζήτω η Σοσιαλιστική Διεθνής!
Paul Lafargue (1842–1911)
Στις 26 Νοεμβρίου, με ένεση υδροκυανίου.
Μαζί με την σύζυγό του, Λάουρα, θυγατέρα του Καρλ Μαρξ.
Μεγαλειώδη στομάχια σαν του Γαργαντούα, τι απογίνατε; Μεγαλειώδεις εγκέφαλοι που αγκαλιάζατε ολόκληρη την ανθρώπινη σκέψη, τι απογίνατε; Είμαστε πολύ καταβεβλημένοι και εκφυλισμένοι. Οι στερήσεις, η πατάτα, το τεχνητά χρωματισμένο κόκκινο κρασί, το πρώσικο σναπς, σοφά συνδυασμένα με την καταναγκαστική δουλειά, εξασθένισαν τα σώματα και περιόρισαν τα πνεύματά μας. Και τότε ακριβώς είναι που κλείνει το στομάχι του ανθρώπου και η μηχανή αυξάνει την παραγωγικότητα της, τότε είναι που οι οικονομολόγοι μας κηρύσσουν τη θεωρία του Μάλθους, τη θρησκεία της εγκράτειας και το δόγμα της δουλειάς. Μα θα έπρεπε να τους ξεριζώσουμε τη γλώσσα και να τη ρίξουμε στα σκυλιά.
Επειδή η εργατική τάξη, με την απλοϊκή ευπιστία της, αφέθηκε να κατηχηθεί, επειδή είναι από τη φύση της ορμητική και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά και στην εγκράτεια, η καπιταλιστική τάξη βρέθηκε καταδικασμένη στην τεμπελιά και στην υποχρεωτική καλοπέραση, στον παρασιτισμό και στην υπερκατανάλωση. Αλλά, αν η υπέρμετρη δουλειά του εργάτη σκοτώνει τους μυώνες και βασανίζει τα νεύρα του, είναι το ίδιο γενναιόδωρη σε δεινά και για τους αστούς.
Η εγκράτεια στην οποία καταδικάζεται η παραγωγική τάξη υποχρεώνει τους αστούς να αφοσιωθούν στην υπερκατανάλωση των προϊόντων που εκείνη κατασκευάζει σωρηδόν.
Ντροπή στους προλετάριους! Πού είναι αυτές οι πολυλογούδες κυράδες, για τις οποίες μιλάνε οι ιστορίες και τα παλιά μας παραμύθια, οι τολμηρές στα λόγια, οι ντόμπρες, οι ερωμένες του θεϊκού μπουκαλιού; Πού είναι αυτές οι ανέμελες γυναίκες, οι αεικίνητες, που διαρκώς μαγείρευαν, διαρκώς τραγουδούσαν, διαρκώς έσπερναν τη ζωή φέρνοντας τη χαρά, γεννώντας χωρίς ωδίνες υγιή και δυνατά παιδιά;... Έχουμε σήμερα τα κορίτσια και τις γυναίκες της φάμπρικας, καχεκτικά λουλούδια με θαμπά χρώματα, με αίμα ξεπλυμένο, με στομάχι κατεστραμμένο, με άτονα μέλη!... Ποτέ δεν έχουν γνωρίσει τη ρωμαλέα ηδονή και ποτέ δεν θα μπορέσουν θα διηγηθούν χαρωπά πώς βγήκαν απ' το τσόφλι τους! Και τα παιδιά; Δώδεκα ώρες δουλειάς για τα παιδιά. Ω, δυστυχία! Μα όλοι οι Ζυλ Σιμόν της Ακαδημίας των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών, όλοι οι Ζερμινύ του ιησουϊτισμού, δεν θα είχαν καταφέρει να μηχανευτούν πιο αποκτηνωτική δολιότητα για τις ψυχές των παιδιών, πιο διαβρωτική των ενστίκτων τους, πιο καταστρεπτική για τον οργανισμό τους από τη δουλειά μέσα στη ρυπαρή και νοσογόνα ατμόσφαιρα του καπιταλιστικού εργοστασίου.
Οι κοσμικές κυρίες ζουν μια ζωή μάρτυρα. Για να προβάρουν και να δώσουν αξία στις νεραϊδένιες τουαλέτες που οι μοδίστρες σκοτώνονται για να ράψουν, αλλάζουν το ένα φόρεμα μετά το άλλο από το βράδυ ως το πρωί' παραδίδουν επί ώρες το κούφιο κεφάλι τους στους καλλιτέχνες των τριχών, οι οποίοι θέλουν πάση θυσία να χορτάσουν το μάταιο πάθος τους για τους ψεύτικους κότσους. Σφιγμένες μέσα στους κορσέδες τους, στριμωγμένες μέσα στα μποτάκια τους, με ντεκολτέ τόσο ανοιχτό που να κοκκινίζει ακόμα κι ένας σκαφτιάς, στροβιλίζονται ολόκληρες νύχτες στους φιλανθρωπικούς τους χορούς με σκοπό να συγκεντρώσουν κάποιες δεκάρες για τη φτωχολογιά. Άγιες ψυχές!
Για να ανταποκριθεί στη διπλή κοινωνική του λειτουργία, του παράσιτου και του υπερκαταναλωτή, ο αστός πρέπει όχι μόνο να καταπνίξει τις μετριοπαθείς του επιθυμίες, να εγκαταλείψει τις φιλόμοχθες συνήθειες του που τον χαρακτήριζαν εδώ και δύο αιώνες και να παραδοθεί σε μια ξέφρενη πολυτέλεια, στις μέχρι σκασμού βαρυστομαχιές και στις συφιλιδικές ασωτίες, αλλά χρειάζεται επιπλέον να απομακρύνει από την παραγωγική δουλειά έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων, ώστε να έχει στη διάθεση του βοηθούς.
Μια παράξενη τρέλα κατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός. Αυτή η τρέλα σέρνει στο κατόπι της ατομικές και κοινωνικές δυστυχίες οι οποίες βασανίζουν εδώ και αιώνες τη δύστυχη ανθρωπότητα. Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για τη δουλειά, το θνησιμαίο πάθος για τη δουλειά, που φτάνει ως την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του. Αντί να αντιδράσουν σ' αυτόν το διανοητικό παραλογισμό, οι ιερείς, οι οικονομολόγοι και οι ηθικολόγοι καθαγίασαν την εργασία. Άνθρωποι τυφλοί και μικρόνοες, θέλησαν να φανούν πιο σοφοί από τον Θεό τους' άνθρωποι αδύναμοι και ουτιδανοί, θέλησαν να αποκαταστήσουν αυτό που ο Θεός τους καταράστηκε. Εγώ, που δεν επαγγέλλομαι ούτε τον χριστιανό, ούτε τον οικονόμο ή τον ενάρετο, αντικρούω τη γνώμη τους επικαλούμενος τον Θεό τους' απορρίπτω τα κηρύγματα της θρησκευτικής, οικονομικής και φιλελεύθερα σκεπτόμενης ηθικής τους αναλογιζόμενος τις φρικτές συνέπειες της δουλειάς στην καπιταλιστική κοινωνία. Μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, η δουλειά είναι η αιτία κάθε πνευματικού εκφυλισμού, κάθε οργανικής παραμόρφωσης.
Δώδεκα ώρες δουλειάς την ημέρα, ιδού το ιδανικό των φιλάνθρωπων και των ηθικολόγων του 18ου αιώνα. Πόσο έχουμε ξεπεράσει αυτό το nec plus ultra! Τα σύγχρονα εργαστήρια έχουν εξελιχθεί σε ιδεώδη σωφρονιστικά ιδρύματα όπου φυλακίζουν τις εργατικές μάζες, όπου καταδικάζουν σε δωδεκάωρα ή δεκατετράωρα καταναγκαστικά έργα όχι μόνο τους άντρες, αλλά και τις γυναίκες και τα παιδιά! Και να φανταστεί κανείς ότι οι απόγονοι των ηρώων της Τρομοκρατίας έχουν αφεθεί να διαβρωθούν σε τέτοιο βαθμό από τη θρησκεία της δουλειάς, ώστε να δεχτούν μετά το 1848 σαν μια επαναστατική κατάκτηση το νόμο που περιόριζε σε δώδεκα ώρες τη δουλειά στα εργοστάσια' διακήρυτταν σαν επαναστατική αρχή το δικαίωμα στη δουλειά. Ντροπή στο γαλλικό προλεταριάτο! Μόνο σκλάβοι θα ήταν ικανοί νια μια τέτοια χαμέρπεια. Θα χρειάζονταν είκοσι χρόνια καπιταλιστικού πολιτισμού σε έναν Έλληνα της ηρωικής εποχής για να συλλάβει έναν τέτοιο εξευτελισμό... ... ...
Η αστική τάξη, μόλις βυθίστηκε στην απόλυτη τεμπελιά και τη διαφθορά σπρωγμένη από την καταναγκαστική απόλαυση, και παρ' όλα τα δεινά που υπέστη εξαιτίας αυτής της κατάστασης, συνήθισε στον καινούριο τρόπο ζωής. Τώρα φρίττει στην ιδέα οποιασδήποτε αλλαγής. Βλέποντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που η εργατική τάξη αποδέχτηκε χωρίς αντίσταση και τη φθορά του οργανισμού που επιφέρει το διεστραμμένο πάθος για δουλειά, της ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η αποστροφή προς κάθε ιδέα να επιβληθεί στην ίδια η δουλειά και προς κάθε είδους περιορισμό των απολαύσεων.
Είναι ακριβώς τότε που, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διαφθορά στην οποία υποχρεώνεται η αστική τάξη σαν ένα είδος κοινωνικού καθήκοντος, σφηνώθηκε η ιδέα στους προλετάριους να επιβάλουν τη δουλειά στους καπιταλιστές. Οι αφελείς, πήραν στα σοβαρά τις θεωρίες των οικονομολόγων και των ηθικολόγων για τη δουλειά και συσπειρώθηκαν για να τις επιβάλουν έμπρακτα στους καπιταλιστές. Ο προλετάριος έκανε σημαία του το ρητό όποιος δε δουλεύει δεν τρώει η Λυόν, στα 1831, εξεγέρθηκε με σύνθημα στα όπλα ή στη δουλειά, οι συνασπισμένοι στην Κομμούνα του Μαρτίου 1871 χαρακτήριζαν την εξέγερση τους ως Επανάσταση της δουλειάς.
[....] Με δεδομένη αυτή τη διπλή τρέλα των εργατών, δηλαδή να σκοτώνονται από την υπέρμετρη δουλειά και να φυτοζωούν μέσα στη στέρηση, το μεγάλο πρόβλημα της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι πια να βρουν παραγωγούς και να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους, αλλά να ανακαλύψουν καταναλωτές... ... ...
Όταν, στην πολιτισμένη μας Ευρώπη, θέλουμε να ξαναβρούμε ένα ίχνος της έμφυτης ομορφιάς του ανθρώπου, πρέπει να πάμε να το αναζητήσουμε στα έθνη όπου οι οικονομικές προκαταλήψεις δεν μπόρεσαν ακόμη να ξεριζώσουν το μίσος για τη δουλειά. Η Ισπανία, που -αλίμονο! - εκφυλίζεται, μπορεί ωστόσο να υπερηφανεύεται ακόμα ότι διαθέτει λιγότερα εργοστάσια απ' όσες φυλακές και στρατώνες διαθέτουμε εμείς' όμως, ο καλλιτέχνης αναγαλλιάζει θαυμάζοντας τον αναιδή Ανδαλουσιάνο, μελαχρινό όπως τα κάστανα, στητό κι ευλύγιστο όπως μια ατσαλένια ράβδος' και η καρδιά του ανθρώπου αναριγά ακούγοντας τον ζητιάνο, υπέροχα τυλιγμένο μέσα στην τρύπια του capa, να συμπεριφέρεται ως amigo στους δούκες της Οσούνα. Για τον Ισπανό, που στην καρδιά του το πρωτόγονο ζώο δεν έχει ατροφήσει, η δουλειά είναι η χειρότερη από τις σκλαβιές.
Οι Έλληνες της χρυσής εποχής δεν ένιωθαν, κι αυτοί επίσης, παρά μόνο περιφρόνηση για τη δουλειά: αποκλειστικά και μόνο οι σκλάβοι επιτρεπόταν να δουλεύουν: ο ελεύθερος άνθρωπος δεν γνώριζε παρά μόνο τις σωματικές ασκήσεις και τα παιχνίδια του νου. Ήταν, επίσης, η εποχή όπου περπατούσε και ανέπνεε κανείς ανάμεσα σ' ένα λαό από Αριστοτέληδες, από Φειδίες, από Αριστοφάνηδες' ήταν η εποχή όπου μια χούφτα γενναίων συνέτριβε στο Μαραθώνα τις ορδές της Ασίας, αυτές που σε λίγο καιρό ο Αλέξανδρος θα καθυπέτασσε. Οι φιλόσοφοι της Αρχαιότητας δίδασκαν την περιφρόνηση για τη δουλειά, αυτόν τον ατιμωτικό υποβιβασμό του ελεύθερου ανθρώπου' οι ποιητές υμνούσαν την τεμπελιά, αυτό το δώρο των Θεών: Ο, Meliboe, Deus nobis haec otia fecit.
...ωστόσο, το προλεταριάτο, η μεγάλη τάξη που αγκαλιάζει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις των πολιτισμένων εθνών, η τάξη που με τη χειραφέτηση της θα χειραφετήσει όλη την ανθρωπότητα από τη δουλική εργασία και θα μετατρέψει το ανθρώπινο ζώο σε ελεύθερη ύπαρξη, το προλεταριάτο, προδίδοντας τα ένστικτα του, παραβλέποντας την ιστορική αποστολή του, έχει αφεθεί να διαφθαρεί από το δόγμα της δουλειάς. Σκληρή και φοβερή έχει υπάρξει η τιμωρία του. Όλες οι προσωπικές και κοινωνικές δυστυχίες έχουν γεννηθεί από το πάθος του για τη δουλειά.
πηγή
Ζήτω ο κομμουνισμός! Ζήτω η Σοσιαλιστική Διεθνής!
Paul Lafargue (1842–1911)
Στις 26 Νοεμβρίου, με ένεση υδροκυανίου.
Μαζί με την σύζυγό του, Λάουρα, θυγατέρα του Καρλ Μαρξ.
Paul Lafargue Το δικαίωμα στην τεμπελιά, εκδ. Ροές, 1998
μτφ: Ελισάβετ Λαλουδάκη
Επειδή η εργατική τάξη, με την απλοϊκή ευπιστία της, αφέθηκε να κατηχηθεί, επειδή είναι από τη φύση της ορμητική και ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά και στην εγκράτεια, η καπιταλιστική τάξη βρέθηκε καταδικασμένη στην τεμπελιά και στην υποχρεωτική καλοπέραση, στον παρασιτισμό και στην υπερκατανάλωση. Αλλά, αν η υπέρμετρη δουλειά του εργάτη σκοτώνει τους μυώνες και βασανίζει τα νεύρα του, είναι το ίδιο γενναιόδωρη σε δεινά και για τους αστούς.
Η εγκράτεια στην οποία καταδικάζεται η παραγωγική τάξη υποχρεώνει τους αστούς να αφοσιωθούν στην υπερκατανάλωση των προϊόντων που εκείνη κατασκευάζει σωρηδόν.
§§§§
Ντροπή στους προλετάριους! Πού είναι αυτές οι πολυλογούδες κυράδες, για τις οποίες μιλάνε οι ιστορίες και τα παλιά μας παραμύθια, οι τολμηρές στα λόγια, οι ντόμπρες, οι ερωμένες του θεϊκού μπουκαλιού; Πού είναι αυτές οι ανέμελες γυναίκες, οι αεικίνητες, που διαρκώς μαγείρευαν, διαρκώς τραγουδούσαν, διαρκώς έσπερναν τη ζωή φέρνοντας τη χαρά, γεννώντας χωρίς ωδίνες υγιή και δυνατά παιδιά;... Έχουμε σήμερα τα κορίτσια και τις γυναίκες της φάμπρικας, καχεκτικά λουλούδια με θαμπά χρώματα, με αίμα ξεπλυμένο, με στομάχι κατεστραμμένο, με άτονα μέλη!... Ποτέ δεν έχουν γνωρίσει τη ρωμαλέα ηδονή και ποτέ δεν θα μπορέσουν θα διηγηθούν χαρωπά πώς βγήκαν απ' το τσόφλι τους! Και τα παιδιά; Δώδεκα ώρες δουλειάς για τα παιδιά. Ω, δυστυχία! Μα όλοι οι Ζυλ Σιμόν της Ακαδημίας των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών, όλοι οι Ζερμινύ του ιησουϊτισμού, δεν θα είχαν καταφέρει να μηχανευτούν πιο αποκτηνωτική δολιότητα για τις ψυχές των παιδιών, πιο διαβρωτική των ενστίκτων τους, πιο καταστρεπτική για τον οργανισμό τους από τη δουλειά μέσα στη ρυπαρή και νοσογόνα ατμόσφαιρα του καπιταλιστικού εργοστασίου.
§§§§
Οι κοσμικές κυρίες ζουν μια ζωή μάρτυρα. Για να προβάρουν και να δώσουν αξία στις νεραϊδένιες τουαλέτες που οι μοδίστρες σκοτώνονται για να ράψουν, αλλάζουν το ένα φόρεμα μετά το άλλο από το βράδυ ως το πρωί' παραδίδουν επί ώρες το κούφιο κεφάλι τους στους καλλιτέχνες των τριχών, οι οποίοι θέλουν πάση θυσία να χορτάσουν το μάταιο πάθος τους για τους ψεύτικους κότσους. Σφιγμένες μέσα στους κορσέδες τους, στριμωγμένες μέσα στα μποτάκια τους, με ντεκολτέ τόσο ανοιχτό που να κοκκινίζει ακόμα κι ένας σκαφτιάς, στροβιλίζονται ολόκληρες νύχτες στους φιλανθρωπικούς τους χορούς με σκοπό να συγκεντρώσουν κάποιες δεκάρες για τη φτωχολογιά. Άγιες ψυχές!
Για να ανταποκριθεί στη διπλή κοινωνική του λειτουργία, του παράσιτου και του υπερκαταναλωτή, ο αστός πρέπει όχι μόνο να καταπνίξει τις μετριοπαθείς του επιθυμίες, να εγκαταλείψει τις φιλόμοχθες συνήθειες του που τον χαρακτήριζαν εδώ και δύο αιώνες και να παραδοθεί σε μια ξέφρενη πολυτέλεια, στις μέχρι σκασμού βαρυστομαχιές και στις συφιλιδικές ασωτίες, αλλά χρειάζεται επιπλέον να απομακρύνει από την παραγωγική δουλειά έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων, ώστε να έχει στη διάθεση του βοηθούς.
§§§§
Μια παράξενη τρέλα κατέχει τις εργατικές τάξεις των εθνών όπου κυριαρχεί ο καπιταλιστικός πολιτισμός. Αυτή η τρέλα σέρνει στο κατόπι της ατομικές και κοινωνικές δυστυχίες οι οποίες βασανίζουν εδώ και αιώνες τη δύστυχη ανθρωπότητα. Αυτή η τρέλα είναι η αγάπη για τη δουλειά, το θνησιμαίο πάθος για τη δουλειά, που φτάνει ως την εξάντληση των ζωτικών δυνάμεων του ατόμου και των απογόνων του. Αντί να αντιδράσουν σ' αυτόν το διανοητικό παραλογισμό, οι ιερείς, οι οικονομολόγοι και οι ηθικολόγοι καθαγίασαν την εργασία. Άνθρωποι τυφλοί και μικρόνοες, θέλησαν να φανούν πιο σοφοί από τον Θεό τους' άνθρωποι αδύναμοι και ουτιδανοί, θέλησαν να αποκαταστήσουν αυτό που ο Θεός τους καταράστηκε. Εγώ, που δεν επαγγέλλομαι ούτε τον χριστιανό, ούτε τον οικονόμο ή τον ενάρετο, αντικρούω τη γνώμη τους επικαλούμενος τον Θεό τους' απορρίπτω τα κηρύγματα της θρησκευτικής, οικονομικής και φιλελεύθερα σκεπτόμενης ηθικής τους αναλογιζόμενος τις φρικτές συνέπειες της δουλειάς στην καπιταλιστική κοινωνία. Μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, η δουλειά είναι η αιτία κάθε πνευματικού εκφυλισμού, κάθε οργανικής παραμόρφωσης.
§§§§
Δώδεκα ώρες δουλειάς την ημέρα, ιδού το ιδανικό των φιλάνθρωπων και των ηθικολόγων του 18ου αιώνα. Πόσο έχουμε ξεπεράσει αυτό το nec plus ultra! Τα σύγχρονα εργαστήρια έχουν εξελιχθεί σε ιδεώδη σωφρονιστικά ιδρύματα όπου φυλακίζουν τις εργατικές μάζες, όπου καταδικάζουν σε δωδεκάωρα ή δεκατετράωρα καταναγκαστικά έργα όχι μόνο τους άντρες, αλλά και τις γυναίκες και τα παιδιά! Και να φανταστεί κανείς ότι οι απόγονοι των ηρώων της Τρομοκρατίας έχουν αφεθεί να διαβρωθούν σε τέτοιο βαθμό από τη θρησκεία της δουλειάς, ώστε να δεχτούν μετά το 1848 σαν μια επαναστατική κατάκτηση το νόμο που περιόριζε σε δώδεκα ώρες τη δουλειά στα εργοστάσια' διακήρυτταν σαν επαναστατική αρχή το δικαίωμα στη δουλειά. Ντροπή στο γαλλικό προλεταριάτο! Μόνο σκλάβοι θα ήταν ικανοί νια μια τέτοια χαμέρπεια. Θα χρειάζονταν είκοσι χρόνια καπιταλιστικού πολιτισμού σε έναν Έλληνα της ηρωικής εποχής για να συλλάβει έναν τέτοιο εξευτελισμό... ... ...
§§§§
Η αστική τάξη, μόλις βυθίστηκε στην απόλυτη τεμπελιά και τη διαφθορά σπρωγμένη από την καταναγκαστική απόλαυση, και παρ' όλα τα δεινά που υπέστη εξαιτίας αυτής της κατάστασης, συνήθισε στον καινούριο τρόπο ζωής. Τώρα φρίττει στην ιδέα οποιασδήποτε αλλαγής. Βλέποντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης που η εργατική τάξη αποδέχτηκε χωρίς αντίσταση και τη φθορά του οργανισμού που επιφέρει το διεστραμμένο πάθος για δουλειά, της ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο η αποστροφή προς κάθε ιδέα να επιβληθεί στην ίδια η δουλειά και προς κάθε είδους περιορισμό των απολαύσεων.
Είναι ακριβώς τότε που, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διαφθορά στην οποία υποχρεώνεται η αστική τάξη σαν ένα είδος κοινωνικού καθήκοντος, σφηνώθηκε η ιδέα στους προλετάριους να επιβάλουν τη δουλειά στους καπιταλιστές. Οι αφελείς, πήραν στα σοβαρά τις θεωρίες των οικονομολόγων και των ηθικολόγων για τη δουλειά και συσπειρώθηκαν για να τις επιβάλουν έμπρακτα στους καπιταλιστές. Ο προλετάριος έκανε σημαία του το ρητό όποιος δε δουλεύει δεν τρώει η Λυόν, στα 1831, εξεγέρθηκε με σύνθημα στα όπλα ή στη δουλειά, οι συνασπισμένοι στην Κομμούνα του Μαρτίου 1871 χαρακτήριζαν την εξέγερση τους ως Επανάσταση της δουλειάς.
[....] Με δεδομένη αυτή τη διπλή τρέλα των εργατών, δηλαδή να σκοτώνονται από την υπέρμετρη δουλειά και να φυτοζωούν μέσα στη στέρηση, το μεγάλο πρόβλημα της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι πια να βρουν παραγωγούς και να δεκαπλασιάσουν τις δυνάμεις τους, αλλά να ανακαλύψουν καταναλωτές... ... ...
§§§§
Όταν, στην πολιτισμένη μας Ευρώπη, θέλουμε να ξαναβρούμε ένα ίχνος της έμφυτης ομορφιάς του ανθρώπου, πρέπει να πάμε να το αναζητήσουμε στα έθνη όπου οι οικονομικές προκαταλήψεις δεν μπόρεσαν ακόμη να ξεριζώσουν το μίσος για τη δουλειά. Η Ισπανία, που -αλίμονο! - εκφυλίζεται, μπορεί ωστόσο να υπερηφανεύεται ακόμα ότι διαθέτει λιγότερα εργοστάσια απ' όσες φυλακές και στρατώνες διαθέτουμε εμείς' όμως, ο καλλιτέχνης αναγαλλιάζει θαυμάζοντας τον αναιδή Ανδαλουσιάνο, μελαχρινό όπως τα κάστανα, στητό κι ευλύγιστο όπως μια ατσαλένια ράβδος' και η καρδιά του ανθρώπου αναριγά ακούγοντας τον ζητιάνο, υπέροχα τυλιγμένο μέσα στην τρύπια του capa, να συμπεριφέρεται ως amigo στους δούκες της Οσούνα. Για τον Ισπανό, που στην καρδιά του το πρωτόγονο ζώο δεν έχει ατροφήσει, η δουλειά είναι η χειρότερη από τις σκλαβιές.
Οι Έλληνες της χρυσής εποχής δεν ένιωθαν, κι αυτοί επίσης, παρά μόνο περιφρόνηση για τη δουλειά: αποκλειστικά και μόνο οι σκλάβοι επιτρεπόταν να δουλεύουν: ο ελεύθερος άνθρωπος δεν γνώριζε παρά μόνο τις σωματικές ασκήσεις και τα παιχνίδια του νου. Ήταν, επίσης, η εποχή όπου περπατούσε και ανέπνεε κανείς ανάμεσα σ' ένα λαό από Αριστοτέληδες, από Φειδίες, από Αριστοφάνηδες' ήταν η εποχή όπου μια χούφτα γενναίων συνέτριβε στο Μαραθώνα τις ορδές της Ασίας, αυτές που σε λίγο καιρό ο Αλέξανδρος θα καθυπέτασσε. Οι φιλόσοφοι της Αρχαιότητας δίδασκαν την περιφρόνηση για τη δουλειά, αυτόν τον ατιμωτικό υποβιβασμό του ελεύθερου ανθρώπου' οι ποιητές υμνούσαν την τεμπελιά, αυτό το δώρο των Θεών: Ο, Meliboe, Deus nobis haec otia fecit.
§§§§
...ωστόσο, το προλεταριάτο, η μεγάλη τάξη που αγκαλιάζει όλες τις παραγωγικές δυνάμεις των πολιτισμένων εθνών, η τάξη που με τη χειραφέτηση της θα χειραφετήσει όλη την ανθρωπότητα από τη δουλική εργασία και θα μετατρέψει το ανθρώπινο ζώο σε ελεύθερη ύπαρξη, το προλεταριάτο, προδίδοντας τα ένστικτα του, παραβλέποντας την ιστορική αποστολή του, έχει αφεθεί να διαφθαρεί από το δόγμα της δουλειάς. Σκληρή και φοβερή έχει υπάρξει η τιμωρία του. Όλες οι προσωπικές και κοινωνικές δυστυχίες έχουν γεννηθεί από το πάθος του για τη δουλειά.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου