Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

30.12.12

Η δίκαιη ψήφος στον Νίκο Αναστασιάδη

Εάν είσαι πρώην ακελικός και ψηφίζεις Νίκο Αναστασιάδη, να ξέρεις πως δεν είσαι δίκαιος.
Οι καιροί είναι κρίσιμοι, και ο τελευταίος απολίτιστος άσχετος το αντιλαμβάνεται αυτό, είναι κρίσιμοι πρώτα πρώτα για το μέλλον της οικονομίας της χώρας άλλα και για το κυπριακό. Ποιός ασυνείδητος άνθρωπος, πρώην ακελικός, μπορεί να δώσει την ψήφο του σε ένα φιλελεύθερο, εκπρόσωπο του κεφαλαίου, όπως ο Νίκος Αναστασιάδης...

Αν δεν είσαι πρώην ακελικός και είσαι αριστερός αλλά ταυτόχρονα είσαι ένας ΑΚΡΙΒΟΔΙΚΑΙΟΣ άνθρωπος, που "κάμνει ότι του κάμνουν τζαι κατζίαν δεν κρατεί" τότε αλλάζουν τα πράγματα.

Μπορείς ως ακριβοδίκαιος άνθρωπος και ψηφοφόρος να ανταποδώσεις στον Πρόεδρο με την ΙΔΙΑ έγνοια, αφοσίωση και πλήρη συναίσθηση της ευθύνης σου, την δική του επιλογή  στην πρώτη σε προτεραιότητα θέση μετά τον ίδιο, δηλαδή στο Υπουργείο Οικονομικών, δηλαδή στη θέση αυτού που θα διαχειριζόταν με έγνοια, αφοσίωση και πλήρη συναίσθηση της ευθύνης του ίδιου του Προέδρου της επικινδυνότητας της όξυνσης της κρίσης για την μοίρα των εργαζομένων, έναν ψηφοφόρο του Νίκου Αναστασιάδη, νεοφιλελεύθερο δεξιό κεφαλαιοκράτη τραπεζίτη όπως είναι ο Βάσος Σιαρλής και να ψηφίσεις ότι θα ψηφίσει ο Βάσος Σιαρλή που είναι μέλος της Κυβέρνησης της Αριστεράς. Νομίζω πως έτσι ακριβώς θα ήσουν ένας δίκαιος άνθρωπος  βάζοντας στην ίδια ζυγαριά όλα τα στοιχεία του αριστερόμετρου, κάμνοντας ότι σου κάμνουν χωρίς να κρατάς κατζίαν.. Διότι πάνω από όλα πρέπει να είμαστε σοβαροί και υπεύθυνοι αυτές τις κρίσιμες ώρες για την αριστερά και τον τόπο. Δίκαιη ανταπόδωση για μια δίκαιη κοινωνία.

Τώρα αν ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ένας ακριβοδίκαιος άνθρωπος και ψηφοφόρος, αλλά είσαι ένας καθόλα ΑΔΙΚΟΣ άνθρωπος κατά κοινή ομολογία, μπορείς να ακολουθήσεις τις πιο κάτω οδηγίες την Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013.

1. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο.
2. Βάζεις στη διαπασών το Πάγωσε η τσιμινιέρα σε διαρκή επανάληψη.
3. Φτάνεις στο εκλογικό κέντρο χωρίς να χαμηλώσεις την ένταση.
4. Κατεβαίνεις, χαιρετάς μόνο όσους φέρουν στο πέτο το αυτοκόλλητο του Σταύρου Μαλά.
5. Παίρνεις το ψηφοδέλτιο.
6. Ανασύρεις τους δύο μαρκαδόρους που πήρες μαζί σου. Τον μαύρο και τον κόκκινο.
7. Ζωγραφίζεις ένα κόκκινο σφυροδρέπανο πάνω στο κούτελο του Νίκου Αναστασιάδη, σύμβολο της τάξης και της ιδεολογίας σου.
8. Ζωγραφίζεις ένα μαύρο σφυροδρέπανο πάνω στο κούτελο του Σταύρου Μαλά, με αφιέρωση στο Πρόεδρο και τον Βάσο Σιαρλή.
9. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο  και συνεχίζεις με το υπόλοιπο ρεπερτόριο του Μάνου Λοϊζου.
10. Δεν κάμνεις ότι σου κάμνουν τζαι κατζία δεν κρατάς.

Καλές Γιορτές!

29.12.12

Τελικά το συμπέρασμα είναι ένα...

Πως ο μίζερος αυτός τόπος, δεν είναι ικανός, ούτε καν για μιαν ενδιαφέρουσα φαντασίωση.

Αυτός ο τόπος, δεν είναι ικανός, ούτε καν, για μια μετάθεση οράματος που να μην προκαλεί τον οίκτο.

Ο τόπος μας δεν είναι άξιος  παρεκτός, για την παραγωγή του δράματος ενός εθνικού μακαρίτη. Μέχρι εκεί μας παίρνει, τί να κάνουμε; Τόση εξάρτηση από τη μαύρη θανατίλα κουβαλά αυτός ο τόπος στην ιστορία του.

Πότε θα πάψουν οι ιστορικοί στα πανεπιστήμια του εξωτερικου, να μελετούν τον Μακάριο σαν τον μεγαλύτερο ηγέτη της νήσου μήπως ησυχάσουμε;...ως τότε η λίστα των ανθυποψηφίων μεγάλων εθνικών ανδρών θα ταράζει τον ανήσυχο ύπνο και τα ιδεολογικά ροχαλητά μας...συνωστισμός και συσπείρωση...

Ζήτω λοιπόν το μαύρο ράσο, η μαύρη μάνα, το μαύρο ορφανό και όλοι οι μαύροι ηγέτες της χώρας μας.

Γειά σου κι εσένα Τάσσο..κι εσύ ζεις όπως όλοι οι υποψήφιοι νεκροί μας.


26.12.12

Το παράδειγμα του SPD: αν υπηρετείς την αντίδραση, αν μη τι άλλο θα πρέπει να το γνωρίζεις...


το ποστ αφιερώνεται σε όσους δεν πιστεύουν στη δύναμη του κατασκευασμένου ψέματος.




ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ SPD
του Χρήστου Μπαλωμένου
ΚΟΜΕΠ, 2012, Τεύχος 4-5


Πρίγκιπας Μαξ: «Κύριε Εμπερτ, σας εμπιστεύομαι το γερμανικό Ράιχ»[1].
Φρίντριχ Εμπερτ: «Εχασα δύο γιους για αυτό το Ράιχ»[2].

Η παραπάνω στιχομυθία έλαβε χώρα στο Βερολίνο στις 9 Νοέμβρη 1918 κατά την οικειοθελή παράδοση της Καγκελαρίας από τον Πρίγκιπα Μαξ στο Φρίντριχ Εμπερτ. Στον πρίγκιπα Μαξ της Βάδης ανατέθηκε η ηγεσία μιας βραχύβιας κυβέρνησης της χώρας[3] τις τελευταίες ημέρες του πολέμου με στόχο την πρόληψη των επαναστατικών εξελίξεων και τη διαπραγμάτευση με τους συμμάχους για τη σύναψη ειρήνης. Ποιος είναι όμως ο άνθρωπος ο οποίος ανέλαβε το Ράιχ; Ποιος είναι ο άνθρωπος που θυσίασε δύο γιους στον αγώνα του Ράιχ, δηλαδή στον αγώνα των γερμανικών μονοπωλίων για την κατάκτηση νέων αγορών; Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Φρίντριχ Εμπερτ, ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) [4], του μεγαλύτερου κόμματος της Γερμανίας και μεγαλύτερου εργατικού κόμματος στην Ευρώπη προπολεμικά.

Η κατάκτηση της γερμανικής Καγκελαρίας στις 9 Νοέμβρη από τον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και η συμμετοχή του κόμματος σε αυτή (αλλά και την προηγούμενη ολιγοήμερη κυβέρνηση Μαξ)ανέδειξε ένα καινούριο φαινόμενο στην ιστορία του εργατικού κινήματοςΤο νέο αυτό φαινόμενο δεν είναι άλλο από τη μετατροπή οπορτουνιστικών κομμάτων, δηλαδή κομμάτων που αποτελούν φορείς της αστικής ιδεολογίας μέσα στο εργατικό κίνημα, σε καθαρόαιμα αστικά κόμματα, δηλαδή κόμματα που διαχειρίζονται τα γενικά συμφέροντα της τάξης που έχει την εξουσία, δηλαδή τα μέσα παραγωγής, στα χέρια της. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει το κομμουνιστικό κίνημα από την πρώτη στιγμή διαμόρφωσής του, ωστόσο η ιστορική πείρα από τη δράση και την πολιτική γραμμή σημαντικού τμήματος του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος αποδεικνύει ότι χρειάζεται περισσότερο εμβάθυνση σε αυτό, ιδιαίτερα από τα Κομμουνιστικά Κόμματα που παραμένουν πιστά στον αγώνα για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής και την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.


Η ανάθεση της διακυβέρνησης από την αστική τάξη στα πρόθυμα οπορτουνιστικά κόμματα (όποια ταμπέλα κι αν έχουν αυτά κατά καιρούς: σοσιαλδημοκρατικά, σοσιαλιστικά, εργατικά, ακόμα και κομμουνιστικά) επαναλήφθηκε πολλές ακόμα φορές, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου απειλούνταν η εξουσία της αστικής τάξηςΦαίνεται ότι η προσπάθεια επιστράτευσης «στα δύσκολα» των «αριστερών» κομμάτων που μένουν πιστά στο σύστημα αποκτά την ισχύ νομοτέλειας στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης·νομοτέλειας, την οποία τα επαναστατικά κόμματα πρέπει να έχουν πάντα κατά νου.[5] Σε αυτό το άρθρο όμως δε θα μας απασχολήσουν όλες οι αντίστοιχες περιπτώσεις, αλλά θα σταθούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση της Γερμανίας και της πορείας ανάδειξης του SPD σε στυλοβάτη των συμφερόντων του γερμανικού καπιταλισμού.

Η μελέτη της πορείας διολίσθησης των οπορτουνιστικών κομμάτων σε καθαρά και χωρίς προσχήματα αστικές θέσεις και πολιτικές έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη χώρα μας ενόψει και της επιχειρούμενης αναπαλαίωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού και του νέου ρόλου που επιφυλάσσει η αστική τάξη στο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ένα κόμμα με αστική (σοσιαλδημοκρατική) πολιτική γραμμή που αξιοποιεί το κομμουνιστικό παρελθόν συνιστωσών του (εξ ου και οπορτουνιστικό) για να περάσει αυτή τη γραμμή στο κίνημα, κόμμα στο οποίο, κατά την πρόσφατη διεκδίκηση της αστικής εξουσίας, επιταχύνθηκαν οι τάσεις μετατροπής του σε καθαρόαιμο «σοβαρό και υπεύθυνο» αστικό πολιτικό κόμμα (κυβέρνησης ή «αξιωματικής» αντιπολίτευσης), που πάνω του μπορεί να «ακουμπήσει» η αστική τάξη.

Φυσικά υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ ενός κόμματος όπως το SPD και του ΣΥΡΙΖΑ. Το SPD ξεκίνησε ως εργατικό κόμμα στο οποίο, υπό την επιρροή των Μαρξ και Ενγκελς, κυριαρχούσαν επαναστατικές θέσεις. Στους κόλπους του όμως μαζί με τους επαναστάτες συνυπήρχαν και ρεφορμιστές, όπως άλλωστε και σε όλα σχεδόν τα εργατικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς. Σε μια πορεία οι ρεφορμιστικές αντιλήψεις κυριάρχησαν, ενώ στη συνέχεια η μετάλλαξη βάθυνε, μετατρέποντας το SPD σε κόμμα της αστικής διακυβέρνησηςΟ ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, ξεκίνησε ως μικροαστικό δεξιό οπορτουνιστικό κόμμα από τα σπλάχνα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος για να τείνει να μετατραπεί σε καθαρόαιμο αστικό κόμμα. Παρά τις σημαντικές διαφορές, η πορεία μετάλλαξης των οπορτουνιστικών κομμάτων προς την κατεύθυνση της πλήρους αστικοποίησης παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά, όπως ελπίζουμε να γίνει κατανοητό στη συνέχεια.

ΤΟ SPD ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ: Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟ
Το SPD της περιόδου που προηγήθηκε του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν το πιο μεγάλο κόμμα του διεθνούς πολιτικού ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό οι εξελίξεις σε αυτό αντανακλούσαν περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα τις διεργασίες που συντελούνταν αυτή την περίοδο σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή, κυρίως, σοσιαλδημοκρατία. Η σοσιαλδημοκρατία γεννήθηκε και έκανε τα πρώτα της βήματα ως τμήμα του εργατικού κινήματος, στο οποίο όμως συνυπήρχαν οι επαναστατικές και οι ρεφορμιστικές, οι μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις. Πιο αναλυτικά, στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιόδου συνυπήρχαν από τη μία η άποψη ότι ο καπιταλισμός δεν εξανθρωπίζεται και πρέπει να ανατραπεί επαναστατικά για να οικοδομηθεί πάνω στα συντρίμμια του ο κομμουνιστικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας και από την άλλη η άποψη ότι με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις και αφήνοντας αναλλοίωτα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας (καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το κέρδος ως κριτήριο παραγωγής, αστικός κοινοβουλευτισμός κλπ.) μπορούσε να δημιουργηθεί μία κοινωνία φιλική προς τους εργαζόμενους.

Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα επαναστατικά και τα ρεφορμιστικά στοιχεία οξυνόταν όλο και περισσότερο στις αρχές του 20ού αιώνα για να κορυφωθεί με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμουτην προδοτική στάση σχεδόν του συνόλου των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων απέναντι σε αυτόν, αλλά και την ανακήρυξη κάποιων από αυτά σε κόμματα της αστικής εξουσίαςΕτσι φτάσαμε στη γενίκευση του σχίσματος στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας και στην εμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος και των κομμουνιστικών κομμάτων, η οποία σήμαινε την κατάκτηση της πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής αυτοτέλειας των επαναστατών που πάλευαν για την ανατροπή της καπιταλιστικής και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.[6] Αυτό το σχίσμα εκφράστηκε και με τη διάλυση της σοσιαλδημοκρατικής Β΄ Διεθνούς και τη δημιουργία της κομμουνιστικής Γ΄ Διεθνούς.

Η παραπάνω αναφορά στην ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας είναι απαραίτητη για να εντοπιστούν οι σημαντικές διαφορές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και ιδιαίτερα του SPD της περιόδου μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Εκκινώντας από την εμπειρία της πλήρους αστικής μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κοιτώντας προς τα πίσω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά τα κόμματα παρουσίασαν μια συνεχή πορεία μετάλλαξης με κάποιες σημαντικές «ασυνέχειες». Από επαναστατικά εργατικά κόμματα μεταλλάχθηκαν σε οπορτουνιστικά κόμματα και από οπορτουνιστικά σε αστικά-κυβερνητικά κόμματα.

Το SPD αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω εξελίξεων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το SPD ήταν ένα κόμμα με εργατική σύνθεση που επικαλούνταν την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη, εργάτες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ενώ τα προσκείμενα σε αυτό συνδικάτα αριθμούσαν δυόμισι εκατομμύρια μέλη, μάχιμα στην πλειοψηφία τους. [7] Οσον αφορά την πορεία μετάλλαξης του, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι η πρώτη «ασυνέχεια» ήταν η περίοδος της πρώτης 10ετίας-15ετίας του 20ού αιώνα, στο τέλος της οποίας η επικράτηση του οπορτουνισμού ήταν συντριπτική, ενώ η δεύτερη «ασυνέχεια» συντελέστηκε αμέσως μετά, στην περίοδο στην οποία θα επικεντρώσουμε εδώ και η οποία ξεκινάει λίγο πριν τον τερματισμό του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Οπως φαίνεται και από τα χρονικά διαστήματα, η πρώτη περίοδος, αυτή της επικράτησης του οπορτουνισμού επί των επαναστατικών στοιχείων, είναι πολύ πιο μακρόχρονη και σκληρή από τη δεύτερη, αυτή της μετατροπής των οπορτουνιστικών κομμάτων σε στυλοβάτες του συστήματοςΑυτό είναι λογικό, αφού η οπορτουνιστική πολιτική γραμμή είναι -όσον αφορά την ταξική της ουσία- αστική πολιτική γραμμή, προσαρμοσμένη στις ανάγκες διείσδυσής της μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος. Ετσι,από τη στιγμή που αυτή η πολιτική γραμμή κυριαρχήσει σε ένα εργατικό κόμμα, από τη στιγμή που το «κάστρο παρθεί», είναι λογικό να ελαχιστοποιούνται οι όποιες αντιστάσεις και η ταχύτητα μετάλλαξης να αυξάνεται ραγδαίαΑλλωστε αυτά τα κόμματα έγιναν κυβερνητικά κόμματα ακριβώς στη βάση της αντίληψής τους ότι με μια σειρά μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δε θα θίγουν τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, μπορούν να εξασφαλιστούν ευνοϊκές συνθήκες ζωής και εργασίας για την εργατική τάξη.

Το συμπέρασμα της επιτάχυνσης της αστικής μετάλλαξης μέσω της συμμετοχής στην αστική διακυβέρνηση είναι ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα για το κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο έχει βιώσει και περιπτώσεις κομμουνιστικών κομμάτων, στα οποία κυριάρχησε η μεταρρυθμιστική αντίληψη, ενώ η ταχύτητα μετάλλαξής τους επιταχύνθηκε μετά τη συμμετοχή και αξιοποίησή τους σε αστικές κυβερνήσεις. Το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να προβληματιστεί περισσότερο στη βάση της πείρας του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, το οποίο ξεκίνησε με τη θέση ότι μια εργατική κυβέρνηση που θα εμφανιστεί στο έδαφος του καπιταλισμού, χωρίς ρήξη με την καπιταλιστική ιδιοκτησία, μπορεί όχι μόνο να φέρει τη βελτίωση της ζωής των εργαζόμενων αλλά και να ανοίξει το δρόμο για το ολοκληρωτικό πέρασμα στην εργατική εξουσία.

Πλευρές πάντως αυτής της επιτάχυνσης της αστικής μετάλλαξης στο εσωτερικό των οπορτουνιστικών κομμάτων ζήσαμε και με το ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές, ο οποίος μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο κατάκτησης της αστικής διακυβέρνησης έκανε πολύ σημαντικές υποχωρήσεις, εγκαταλείποντας αρκετά από τα φραστικά ριζοσπαστικά αιτήματα που διατύπωνε στις εκλογές της 6ης Μάη.

Ας επιστρέψουμε όμως στην περίπτωση του SPD. Η περίοδος από τη νομιμοποίηση του κόμματος το 1890 [8]μέχρι και το 1912 χαρακτηρίζεται από την εδραίωση και αύξηση των θέσεών του στη γερμανική κοινωνία, την ταχύτατη αύξηση της εκλογικής του επιρροής [9], αλλά και την εμφάνιση της οξείας διαπάλης μέσα στο κόμμα μεταξύ της επαναστατικής και της μεταρρυθμιστικής πολιτικής γραμμής (ιδιαίτερα από τα τελευταία 2-3 χρόνια του 19ου αιώνα και μετά). Ο θάνατος του Α. Μπέμπελ το 1913 και η ανάληψη της καθοδήγησης του κόμματος από το Φρίντριχ Εμπερτ μπορεί να θεωρηθεί ως ορόσημο της συντριπτικής κυριαρχίας του οπορτουνισμού στο κόμμα.

Στην ίδια περίοδο, ρόλο επιταχυντή των εξελίξεων προς όφελος της μεταρρυθμιστικής αντίληψης, ιδιαίτερα σε μία χώρα σαν τη Γερμανία, έπαιξαν οι θέσεις του κόμματος απέναντι στον πόλεμο, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από συνεχή υποχώρηση από τις επαναστατικές θέσεις. Ετσι, ενώ π.χ. το 1898 το κόμμα είχε αντιταχθεί σε όλες τις αυξήσεις των στρατιωτικών δαπανών, το 1903 αντιτάχθηκε μόνο σε όσους στρατιωτικούς νόμους απαιτούσαν επιπλέον φορολόγηση των εργατών, το 1912 αντιτάχθηκε μόνο στους στρατιωτικούς νόμους που συνεπάγονταν την επιβολή έμμεσων φόρων στα καταναλωτικά αγαθά, για να φτάσουμε στις 4 Αυγούστου 1914, τη λεγόμενη μέρα της «Μεγάλης Προδοσίας», όταν το κόμμα υπερψήφισε στο γερμανικό κοινοβούλιο, το Ράιχσταγκ, όλες τις πολεμικές πιστώσεις, υιοθετώντας καθαρά σοσιαλπατριωτική στάση και θέτοντας το κόμμα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της γερμανικής αστικής τάξης.[10] Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε η Ρ. Λούξεμπουργκ, το γνωστό διεθνιστικό σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» είχε μετατραπεί από τη σοσιαλδημοκρατία σε «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε στις ειρηνικές περιόδους, ενώ σε περιόδους πολέμου αλληλοσφαχτείτε».

Εξαίρεση σε αυτή την πορεία αποτέλεσε η στάση του κόμματος το 1907, όταν καταψήφισε στο Ράιχσταγκ την επιθετική αποικιοκρατική πολιτική της Γερμανίας στις αποικίες του Τόγκο και του Καμερούν στην Αφρική.[11] Μάλιστα το κόμμα πλήρωσε εκλογικά αυτή του τη θέση, αφού προβλήθηκε επίμονα από τα άλλα κόμματα ως προδοτικό για τα εθνικά συμφέροντα. Οι εκλογές που έγιναν την ίδια χρονιά ήταν οι μόνες από την άρση του λεγόμενου Αντι-σοσιαλιστικού νόμου το 1890 μέχρι τον πόλεμο στις οποίες το κόμμα σημείωσε εκλογική κάμψη (οι έδρες του μειώθηκαν από 79 στις 43). Δυστυχώς, απ’ ότι φαίνεται αυτή η «εκλογική πίεση» αποτέλεσε επιπλέον παράγοντα πίεσης για «προσαρμογή» και «διόρθωση» της θέσης του σε κατεύθυνση στήριξης των επιδιώξεων της γερμανικής αστικής τάξης.[12]

Οσον αφορά τώρα την εκλογική άνοδο του κόμματος, όλη αυτή την περίοδο φαίνεται ότι όχι μόνο δεν καλλιεργούσε αλλά αντιστρατευόταν την ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής συνείδησης των Γερμανών εργαζόμενων. Η ιστορία του SPD έδειξε ότι όσο πιο πολύ απομακρυνόταν το κόμμα από την επαναστατική θεωρία και πράξη, όσο πιο μεγάλη ήταν η κυριαρχία του οπορτουνισμού στις γραμμές του, τόσο πιο γρήγορα αυξάνονταν τα εκλογικά ποσοστά του, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η ψαλίδα ανάμεσα στο εκλογικό του ποσοστό και στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Και όταν λέμε επίπεδο της ταξικής πάλης δεν εννοούμε μόνο τον αριθμό των συνδικαλισμένων και τον αριθμό των κάθε είδους κινητοποιήσεων, αλλά και την κατεύθυνση των αγώνων, το βαθμό απαγκίστρωσης πλατιών εργατικών μαζών από την αστική ιδεολογία και τους αστικούς «μονόδρομους». Ενδεικτική είναι η εξής αναφορά: «Η σταθερή ανάπτυξη του εργατικού κινήματος μέχρι τον πόλεμο δεν αποτελούσε ένδειξη αυξανόμενου ριζοσπαστισμού, αλλά έκφραση μιας γενικευμένης αντίληψης ότι “Εμείς, οι εργάτες, ανήκουμε στη σοσιαλιστική δημοκρατία”»[13].

Ακριβώς αυτή η αύξηση του αριθμού των εργατών που μπαίνουν σε κίνηση χωρίς ταυτόχρονο μπόλιασμά τους με τη ριζοσπαστική, την επαναστατική ιδεολογία, αποτέλεσε -όπως θα δούμε- το καλύτερο όπλο του συστήματος, τόσο για την ακίνδυνη αξιοποίηση των εργατών στις πολεμικές του επιδιώξεις, όσο και για την επιτυχή αναχαίτιση του μεταπολεμικού επαναστατικού ρεύματος.


δεύτερο μέρος

τρίτο μέρος

τέταρτο μέρος



πηγή: Lenin Reloaded



24.12.12

Με αφορμή το ψήφισμα του ΟΗΕ κατά του ναζισμού και την τήρηση αποχής από την κυπριακή κυβέρνηση ( ΙΙΙ )


5.7. Αντισημιτισμός και αποικιακός ρατσισμός: η πολεμική μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν
D.Losurdo, Stalin, histoire et critique d’une légende noire (σελ. 299-302)
Ο μαύρος μύθος που αναλύουμε εδώ επιτρέπει επίσης την αποποίηση των ευθυνών για τον ρατσισμό σε βάρος των αποικιοκρατούμενων λαών ή των λαών αποικιακής προέλευσης, που αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο τής πολιτικής τής Δύσης μέχρι και τα μισά τού 20ού αιώνα. Επί τού προκειμένου, η ιστορική σημασία τής ρήξης που επέφερε ο λενινισμός συνοψίζεται από τον Στάλιν ως εξής:
«[Παλιότερατο εθνικό ζήτημα το περιόριζαν συνήθως σ’ έναν στενό κύκλο ζητημάτων που αφορούσαν [κυρίως] τα «πολιτισμένα» έθνη. Οι ιρλανδοί, οι τσέχοι, οι πολωνοί, οι φινλανδοί, οι σέρβοι, οι αρμένηδες, οι εβραίοι και μερικές άλλες εθνότητες τής Ευρώπης, αυτός ήταν ο κύκλος των εθνών, που δεν είχαν πλήρη δικαιώματα και που για την τύχη τους ενδιαφερόταν η 2η Διεθνής. Τα δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια των λαών τής Ασίας και τής Αφρικής, που υποφέρουν κάτω από την εθνική καταπίεση με την πιο ωμή και σκληρή μορφή της, έμειναν συνήθως έξω από το οπτικό πεδίο [των σοσιαλιστών]. Δεν αποφάσιζαν να βάλουν στην ίδια μοίρα τους λευκούς και τους μαύρους, [τους «απολίτιστους» και τούς «πολιτισμένους»]. […] [Ο λενινισμός έφερε στο φως αυτή την κατάφωρη δυσαναλογία]. Έτσι γκρεμίστηκαν τα τείχη που ορθώνονταν ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους, [τους ευρωπαίους και τους ασιάτες], ανάμεσα στους «πολιτισμένους» και τους «απολίτιστους» σκλάβους τού ιμπεριαλισμού. [Κατ' αυτόν τον τρόπο οι κομμουνιστές συνέδεσαν] το εθνικό ζήτημα με το ζήτημα των αποικιών.»[659][]
Βρισκόμαστε στο 192[1]. Είναι η εποχή που και στις δύο όχθες τού Ατλαντικού συναντά μεγάλη επιτυχία ένας συγγραφέας όπως ο Στόνταρντ, ο οποίος αφιερώνει τις προσπάθειές του στην αποκάλυψη τού θανάσιμου κινδύνου που αντιπροσωπεύει για τη Δύση και τη λευκή φυλή ο αυξανόμενος αναβρασμός στους αποικιακούς λαούς (φαινόμενο που συντελείται με την με την ενθάρρυνση και συνδρομή των μπολσεβίκων)· με άλλα λόγια, η «ανερχόμενη παλίρροια των έγχρωμων λαών».[660] Αυτή η τάση εξύμνησης τής «λευκής υπεροχής» [white supremacy] εξακολουθεί να εκδηλώνεται και στις επόμενες δεκαετίες με μεγάλη ένταση.
Αν από τη μια μεριά ο Στάλιν καταδικάζει τις πρακτικές και διαδικασίες «φυλετικοποίησης» που εφαρμόζει η Δύση εις βάρος, κυρίως, των Ασιατών, θα ήταν ενδιαφέρον να εξετάσουμε την ιδεολογία που από την άλλη μεριά εκδηλώνεται στις ΗΠΑ με αφορμή τον πόλεμο εναντίον τής Ιαπωνίας. Εφημερίδες και βιβλία μεγάλης κυκλοφορίας προειδοποιούν για τη «φυλετική απειλή»: η χώρα βρίσκεται ενώπιον ενός «ιερού, ενός φυλετικού πολέμου», ενός «διαρκούς πολέμου ανάμεσα στις ανατολικές και τις δυτικές αξίες και ιδεώδη». Η απανθρωποποίηση τού εχθρού είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: οι αντίπαλοι υποβιβάζονται στην κατηγορία τού υπανθρώπου ή αντιμετωπίζονται κυριολεκτικά ως ζώα. Πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη ότι η ιδεολογία αυτή είναι κάθε άλλο παρά ξένη στην ηγετική ομάδα τής κυβέρνησης τού Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ.[661]
Ωστόσο, με τη μία ή με την άλλη μορφή, ο αποικιακός ρατσισμός εξακολουθεί να διαιωνίζεται στις δυτικές πρωτεύουσες ακόμη και μετά την κατάρρευση τής αυτοκρατορίας τού Ανατέλλοντος Ηλίου και τού Τρίτου Ράιχ. Η ομιλία που έδωσε ο Τσώρτσιλ στο Φούλτον τον Μάρτιο τού 1946 και με την οποία ο άγγλος πολιτικός καταδίκασε το «σιδηρούν παραπέτασμα» και τον «ολοκληρωτικό έλεγχο» που επιβλήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση στην Ανατολική Ευρώπη, αντιδιαστέλλοντας τους σοβιετικούς προς τους υπερασπιστές τής ελευθερίας και τού χριστιανικού πολιτισμού, προς τους «αγγλόφωνους λαούς» και τον «αγγλόφωνο κόσμο», σηματοδότησε σε επίπεδο προπαγάνδας την απαρχή τού Ψυχρού Πολέμου.[662] Καταλαβαίνουμε λοιπόν την οργή τού Στάλιν: καταλογίζει στον άγγλο πολιτικό ότι διατύπωσε μια «ρατσιστική θεωρία», καθόλου διαφορετική από εκείνη που ασπαζόταν ο Χίτλερ. «Μόνο τα αγγλόφωνα έθνη είναι αυθεντικά έθνη, έθνη στα οποία έλαχε ο κλήρος να αποφασίσουν τη μοίρα ολόκληρου τού κόσμου».[663] Στην απάντηση αυτή, μπορείς κανείς εύκολα να διακρίνει τις υπεραπλουστεύσεις τού ψυχρού πολέμου. Συγχρόνως όμως δεν λείπουν οι παραλληλισμοί μεταξύ τού εκθειασμού των αγγλόφωνων λαών και τής άριας μυθολογίας: στη βάση τής γλωσσικής κοινότητας συνάγεται η ενότητα τής φυλής που αποτελεί το βιολογικό της υπόβαθρο, ενώ ως τεκμήριο φυλετικής ανωτερότητας χρησιμοποιείται η παραγωγή πολιτισμικών προϊόντων αφενός στις άριες γλώσσες, αφετέρου δε στην αγγλική. Στην αλληλογραφία τού Τσόρτσιλ με τον Αϊζενχάουερ, μπορεί κανείς να συναντήσει πολύ πιο ανησυχητικές διατυπώσεις: ο «αγγλόφωνος κόσμος» [English-Speaking World] είναι συνώνυμος με «τους αγγλόφωνους λευκούς» [White English-Speaking People], των οποίων η σύμπνοια και η «ενότητα» είναι απολύτως αναγκαία[664]: πρέπει να εξαλειφθούν μια για πάντα οι «αντιθέσεις μεταξύ των στενά συγγενικών φύλων τής Ευρώπης», οι οποίες αποτέλεσαν την αιτία για την πρόκληση των δύο παγκοσμίων πολέμων.[665] Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί η απειλή που αντιπροσωπεύει ο μη δυτικός, αποικιακός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητό το νόημα τής έκκλησης που απηύθυνε το 1953 ο Τσόρτσιλ με κύριο αποδέκτη τις ΗΠΑ: πρέπει να δοθεί υποστήριξη στην Αγγλία στη σύγκρουσή της με την Αίγυπτο «προκειμένου να αποφευχθεί η προετοιμαζόμενη σφαγή σε βάρος των Λευκών» [of white People].[666]



Ως ξένοι προς τη Δύση και τη λευκή φυλή δεν χαρακτηρίζονται μόνον οι Άραβες. Σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ, ο κομμουνιστικός κόσμος, ο οποίος συνδαυλίζει την εξέγερση των αποικιακών λαών εναντίον των λευκών, δεν αποτελεί παρά έκφραση ενός «ημιασιατικού επιθετικού ολοκληρωτισμού».[667] Είναι προφανές ότι ο ψυχρός πόλεμος τείνει να ερμηνεύεται ως σύγκρουση που αντιπαραθέτει από τη μια μεριά τη Δύση, τον «χριστιανικό πολιτισμό» και τη λευκή φυλή, κάτω από την καθοδήγηση τού «αγγλόφωνου κόσμου» ή των «αγγλόφωνων εθνών», και από την άλλη τη βαρβαρότητα τού αποικιακού και τού κομμουνιστικού κόσμου. Στο πλαίσιο, μάλιστα, αυτό εγγράφεται και η εξύμνηση τής «βρετανικής αυτοκρατορίας» και τής «βρετανικής φυλής».[668] Είναι δε αξιοσημείωτο ότι αποσιωπάται το γεγονός ότι το έγκλημα τής γενοκτονίας των Εβραίων έλαβε χώρα στην καρδιά τής Δύσης και τού λευκού κόσμου, καθώς και το ότι διαπράχθηκε από ένα από τα «στενά συγγενικά φύλα τής Ευρώπης», ακριβώς όπως δεν γίνεται καμία αναφορά και στη συνεχιζόμενη καταπίεση εις βάρος των αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες τής «λευκής υπεροχής».
Ακόμα και στον Αϊζενχάουερ, διαπιστώνουμε μερικές φορές ότι η εξύμνηση τού «δυτικού κόσμου» και τής «δυτικής ηθικής»[669] ενέχει ως ένα βαθμό φυλετικές συμπαραδηλώσεις: τον Ιούλιο τού 1956, σε μια συζήτησή του με τον Χούβερ και τον Ντιούλς, ο αμερικανός πρόεδρος παρατήρησε ότι με την εθνικοποίηση τής Διώρυγας τού Σουέζ ο Νάσσερ επιδιώκει την «ανατροπή των λευκών» [the white man].[670] Ας μην ξεχνάμε ότι τότε ήταν ακόμα νωπή η μνήμη τού Πολέμου τής Κορέας, ενός πολέμου που — όπως άλλωστε αναγνωρίζει και η ίδια η αμερικανική ιστοριογραφία — η Ουάσινγκτον διεξήγαγε κρατώντας μια στάση υπεροψίας και «περιφρόνησης» απέναντι σε ένα «κατώτερο έθνος» [τον κινεζικό λαό].[671]

659. Staline, (1971-73), τομ. 6, σελ.122-123 (= Staline, 1977, σελ. 69-70).
[‡ Σε αγκύλες και με έμφαση, φράσεις που διαφοροποιούνται από την ελληνική μετάφραση. Σε αγκύλες χωρίς έμφαση, φράσεις που παραλείπονται στη γαλλική μετάφραση. Χρησιμοποιήθηκε η ελληνική μετάφραση των απάντων τού Ι.Β. Στάλιν, Τόμος 5, 1921-1923, σελ. 56-7 («Η τοποθέτηση τού Εθνικού Ζητήματος»).]
660. Stoddard (1971).
661. Dower (1986), σελ. 6-11· Losurdo (1997), κεφ. IV, § 4.
662. Churchill (1974), σελ. 7285-7293.
663. Staline (1971-73), σελ. 15, p. 30-31.
664. Boyle (1990), σελ. 34 (επιστολή προς τον αμερικανό πρόεδρο Αϊζενχάουερ με ημερομηνία 5 Απριλίου 1953).
665. Churchill (1974), σελ. 7291.
666. Boyle (1990), σελ. 25 (επιστολή προς τον αμερικανό πρόεδρο Αϊζενχάουερ με ημερομηνία 18 Φεβρουαρίου 1953).
667. Churchill (1974), σελ. 7835 (ομιλία στις 23 Ιουλίου 1949)· έμφαση του συγγραφέα.
668. Στο ίδιο, σελ. 7288, 7293 (ομιλία στις 5 Μαρτίου 1946) και 7902 (ομιλία που δόθηκε την 1 Δεκεμβρίου 1949).
669. Boyle (1990), σελ. 53-54.
670. Στο Freiberger (1992), σελ. 164.
671. Chen Jian (1994), σελ. 50 και 170.
Βιβλιογραφία
Boyle P.G. (εισαγ. παρουσ.) (1990), The Churchill-Eisenhower Correspondence 1953-1955, The University of Carolina Press, Chapel Hill-London.
Chen Jian (1994), China’s Road to the Korean War. The Making of Sino-American Confrontation, Columbia University Press, New York.
Churchill W. (1974), His Complete Speeches 1897-1963, Chelsea House, New York-London.
Dower J.W. (1986), War without Mercy. Race and Power in the Pacific War, Pantheon Books, New York.
Freiberger S.Z. (1992), Dawn over Suez. The Rise of American Power in the Middle East, 1953-1957, Ivan R. Dee, Chicago.
Losurdo D. (1997) Antonio Gramsci dal liberalismo al “communismo critico”, Gamberetti, Roma.
Staline J. (1971-73), Werke, Roter Morgen, Hamburg.
Τού ιδίου (1977), Questions du léninisme, Éditions en langues étrangères, Pékin.
Stoddard L. (1971), The Rising Tide of Color against White World-Supremacy, Negro University Press, Westport (CT).
πηγή: waltendegewalt

Με αφορμή το ψήφισμα του ΟΗΕ κατά του ναζισμού και την τήρηση αποχής από την κυπριακή κυβέρνηση ( ΙΙ )


Αντισημιτισμός & ρατσισμός: H περίπτωση Τσόρτσιλ—D.Losurdo

Η Τοποθέτηση τού Εθνικού Ζητήματος—Ι.Β.Στάλιν
(Άπαντα, Τομ.5, σελ.56-64, Εκδοτικό τής ΚΕ τού ΚΚΕ, 1952)
Ο τρόπος που οι κομμουνιστές τοποθετούν το εθνικό ζήτημα διαφέρει ουσιαστικά από τον τρόπο που το το τοποθετούν οι παράγοντες τής 2ης και τής 2½ Διεθνούς[10], καθώς και όλα τα «σοσιαλιστικά», «σοσιαλδημοκρατικά», μενσεβίκικα, εσέρικα κλπ. κόμματα.
Έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε τέσσερα βασικά σημεία, γιατί είναι τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής νέας τοποθέτησης τού εθνικού ζητήματος, που χαράζουν μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην παλιά και στη νέα αντίληψη για το εθνικό ζήτημα.
Το πρώτο σημείο είναι η συγχώνευση τού εθνικού ζητήματος, σαν μέρους, με το γενικό ζήτημα τής απελευθέρωσης των αποικιών, σαν σύνολο. Στην εποχή τής 2ης Διεθνούς το εθνικό ζήτημα το περιόριζαν συνήθως σ’ ένα στενό κύκλο που αφορούσαν αποκλειστικά τα «πολιτισμένα» έθνη. Οι ιρλανδοί, οι τσέχοι, οι πολωνοί, οι σέρβοι, οι αρμένηδες, οι εβραίοι, αυτός ήταν ο κύκλος των εθνών, που δεν είχαν πλήρη δικαιώματα και που για την τύχη τους ενδιαφερόταν η 2η Διεθνής. Τα δεκάδες και εκατοντάδες εκατομμύρια των λαών τής Ασίας και τής Αφρικής, που υποφέρουν κάτω από την εθνική καταπίεση με την πιο ωμή και σκληρή μορφή της, έμεναν συνήθως έξω από το οπτικό πεδίο των «σοσιαλιστών». Δεν αποφάσιζαν να βάλουν στην ίδια μοίρα τούς λευκούς και τούς μαύρους, τους «απολίτιστους» νέγρους και τους «πολιτισμένους» ιρλανδούς, τους «καθυστερημένους» ινδούς και τους «μορφωμένους» πολωνούς. Προϋπόθεταν σιωπηρά ότι αν χρειάζεται να γίνεται αγώνας για την απελευθέρωση των μη ευρωπαϊκών εθνών που δεν έχουν πλήρη δικαιώματα, δεν ταιριάζει καθόλου στους «καθώς πρέπει σοσιαλιστές» να μιλάνε στα σοβαρά για την απελευθέρωση των αποικιών, που είναι «απαραίτητες» για τη «διατήρηση» τού «πολιτισμού». Αυτοί, οι με το συμπάθειο σοσιαλιστές, δεν έβαζαν καν στο νου τους ότι δε μπορεί να νοηθεί εξάλειψη τής εθνικής καταπίεσης στην Ευρώπη χωρίς την απελευθέρωση των αποικιακών λαών τής Ασίας και τής Αφρικής από το ζυγό τού ιμπεριαλισμού, ότι το πρώτο είναι οργανικά συνδεμένο με το δεύτερο. Πρώτοι οι κομμουνιστές αποκάλυψαν τη σύνδεση τού εθνικού ζητήματος με το ζήτημα των αποικιών, θεμελίωσαν θεωρητικά αυτή τη σύνδεση και την έβαλαν στη βάση τής επαναστατικής τους πραχτικής. Έτσι γκρεμίστηκαν τα τείχη που ορθώνονταν ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους, ανάμεσα στους «πολιτισμένους» και τους «απολίτιστους» σκλάβους τού ιμπεριαλισμού. Το περιστατικό αυτό ευκόλυνε πολύ το έργο τού συντονισμού τής πάλης των καθυστερημένων αποικιών με τον αγώνα τού πρωτοπόρου προλεταριάτου ενάντια στον κοινό εχθρό, ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Το δεύτερο σημείο είναι η αντικατάσταση τού αόριστου συνθήματος τού δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση με το ξεκάθαρο επαναστατικό σύνθημα τού δικαιώματος των εθνών και των αποικιών για κρατικό αποχωρισμό, για το σχηματισμό αυτοτελούς κράτους. ‘Όταν οι παράγοντες τής 2ης Διεθνούς μιλούσαν για το δικαίωμα τής αυτοδιάθεσης, δεν έλεγαν συνήθως λέξη για το δικαίωμα τού κρατικού αποχωρισμού. Στην καλύτερη περίπτωση το δικαίωμα για αυτοδιάθεση το ερμήνευαν σαν δικαίωμα για αυτονομία γενικά. Οι «ειδικοί» για το εθνικό ζήτημα, ο Σπρίνγκερ και ο Μπάουερ, έφτασαν μάλιστα ώς το σημείο να μετατρέψουν το δικαίωμα για αυτοδιάθεση σε δικαίωμα των καταπιεζόμενων εθνών τής Ευρώπης για πολιτιστική αυτονομία, δηλ. σε δικαίωμα να έχουν τα δικά τους πολιτιστικά ιδρύματα, ενώ όλη την πολιτική (και οικονομική) εξουσία την άφηναν στα χέρια τού κυρίαρχου έθνους. Μ’ άλλα λόγια το δικαίωμα για αυτοδιάθεση των εθνῶν χωρίς πλήρη δικαιώματα το μετάτρεψαν σε προνόμιο των κυρίαρχων εθνών να κατέχουν την πολιτική εξουσία και έσβηναν το ζήτημα τού κρατικού αποχωρισμού. Ο ιδεολογικός ηγέτης τής 2ης Διεθνούς Καούτσκι προσχώρησε βασικά σ’ αυτή την ουσιαστικά ιμπεριαλιστική ερμηνεία τής αυτοδιάθεσης πού έδωσαν οι Σπρίνγκερ και Μπάουερ. Δεν είναι παράξενο ότι οι ιμπεριαλιστές αντιλήφθηκαν αυτή την ευνοϊκή γι’ αυτούς ιδιότητα τού συνθήματος τής αυτοδιάθεσης και το διακήρυξαν σαν δικό τους σύνθημα. Είναι γνωστό ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, που είχε σκοπό του την υποδούλωση των λαών, διεξήχθηκε κάτω από τη σημαία τής αυτοδιάθεσης. Έτσι, το αόριστο σύνθημα τής αυτοδιάθεσης από όπλο πάλης για την ισοτιμία των εθνών, μετατράπηκε σε όπλο υποταγής των εθνών, σε όπλο για να κρατούν τα έθνη υπάκουα στον ιμπεριαλισμό. Η πορεία των πραγμάτων σ’ όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια, η λογική τής επανάστασης στην Ευρώπη και τέλος η ανάπτυξη τού απελευθερωτικού κινήματος στις αποικίες απαιτούσαν να απορριφθεί αυτό το σύνθημα που κατάντησε αντιδραστικό και να αντικατασταθεί μ’ ένα άλλο επαναστατικό σύνθημα, που μπορεί να διαλύσει την ατμόσφαιρα δυσπιστίας των εργαζόμενων μαζών των εθνών που δεν έχουν πλήρη δικαιώματα προς το προλεταριάτο των κυρίαρχων εθνών, μ’ ένα σύνθημα που μπορεί να ξεκαθαρίσει το δρόμο για την ισοτιμία των εθνών και την ενότητα των εργαζομένων αυτών των εθνών. Τέτοιο σύνθημα είναι το σύνθημα πού έριξαν οι κομμουνιστές, το σύνθημα για το δικαίωμα των εθνών και των αποικιών για κρατικό αποχωρισμό.



Η αξία αυτού τού συνθήματος βρίσκεται στο ότι:
  1. εξαφανίζει κάθε βάση υποψίας ότι οι εργαζόμενοι ενός έθνους έχουν αρπαχτικές διαθέσεις απέναντι στους εργαζόμενους ενός άλλου έθνους, επομένως προετοιμάζει το έδαφος για την αμοιβαία εμπιστοσύνη και για την εθελοντική συνένωση·
  2. ξεσκίζει τη μάσκα από το πρόσωπο των ιμπεριαλιστών πού φλυαρούν υποκριτικά για αυτοδιάθεση, ενώ προσπαθούν να κρατήσουν υποταγμένους μέσα στα πλαίσια τού ιμπεριαλιστικού τους κράτους τούς λαούς που δεν έχουν πλήρη δικαιώματα και τις αποικίες και βαθαίνει έτσι τον απελευθερωτικό αγώνα των λαών αυτών ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Ζήτημα είναι αν χρειάζεται ν’ αποδείξουμε ότι οι ρώσοι εργάτες δε θα καταχτούσαν τη συμπάθεια των αλλοεθνών συντρόφων τους τής Δύσης και τής Ανατολής, αν δε διακήρυχναν, όταν πήραν την εξουσία, το δικαίωμα των λαών για κρατικό αποχωρισμό, αν δεν απόδειχναν στην πράξη ότι είναι έτοιμοι να εφαρμόσουν στη ζωή αυτό το απαράγραφτο δικαίωμα των λαών, αν δεν παραιτούνταν από το «δικαίωμα» λχ. πάνω στη Φιλανδία (1917), αν δεν απόσυραν τα στρατεύματα από τη Βόρεια Περσία (1917), αν δεν παραιτούνταν από τις αξιώσεις πάνω σε ορισμένο τμήμα τής Μογγολίας, τής Κίνας κλπ., κλπ.
Δε χωράει επίσης αμφιβολία πως αν η πολιτική των ιμπεριαλιστών, που καλύπτεται έντεχνα με τη σημαία τής αυτοδιάθεσης, σημειώνει τον τελευταίο καιρό στην Ανατολή τη μια αποτυχία πάνω στην άλλη, αυτό γίνεται ανάμεσα στα άλλα γιατί σκόνταψε εκεί στο εντεινόμενο απελευθερωτικό κίνημα που αναπτύχθηκε πάνω στο έδαφος τής ζύμωσης πού διεξάγεται στο πνεύμα τού συνθήματος για το δικαίωμα των λαών για κρατικό αποχωρισμό. Αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι ήρωες τής 2ης και τής 2½ Διεθνούς πού βρίζουν με ζήλο το «Συμβούλιο δράσης και προπαγάνδας»[11] τού Μπακού για μερικά, όχι ουσιαστικά, λάθη του· αυτό όμως θα το καταλάβει ο καθένας που θα κάνει τον κόπο να γνωρίσει τη δράση τού παραπάνω «Συμβουλίου» στο διάστημα τού ενός χρόνου τής ύπαρξής του, καθώς και το απελευθερωτικό κίνημα των αποικιών τής Ασίας και τής Αφρικής στα τελευταία δυο-τρία χρόνια.
Το τρίτο σημείο είναι η αποκάλυψη της οργανικής σύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στο εθνικο-αποικιακό ζήτημα και στο ζήτημα τής εξουσίας τού κεφαλαίου, τής ανατροπής τού καπιταλισμού και τής διχτατορίας τού προλεταριάτου. Στην εποχή τής 2ης Διεθνούς το εθνικό ζήτημα, που το είχαν στενέψει υπερβολικά, το εξέταζαν συνήθως αυτό καθ’ εαυτό, χωρίς σύνδεση με την επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση. Προϋπόθεταν σιωπηρά ότι το εθνικό ζήτημα. θα λυθεί «φυσιολογικά» πριν από την προλεταριακή επανάσταση με μια σειρά μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια τού καπιταλισμού, ότι η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να διεξαχθεί χωρίς τη ριζική λύση τού εθνικού ζητήματος και αντίστροφα ότι το εθνικό ζήτημα μπορεί να λυθεί χωρίς την ανατροπή τής εξουσίας τού κεφαλαίου, χωρίς τη νίκη τής προλεταριακής επανάστασης και πριν απ’ αυτήν. Αυτή η ιμπεριαλιστική στην ουσία αντίληψη των πραγμάτων διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή τα γνωστά έργα τού Σπρίνγκερ και τού Μπάουερ για το εθνικό ζήτημα. Η τελευταία όμως δεκαετία έδειξε πόσο λαθεμένη και πόσο σάπια είναι αυτή η αντίληψη για το εθνικό ζήτημα. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος έδειξε και η επαναστατική πραχτική των τελευταίων χρόνων επιβεβαίωσε ακόμα μια φόρα ότι:
  1. το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα δε μπορούν να χωριστούν από το ζήτημα τής απελευθέρωσης από την εξουσία τού κεφαλαίου·
  2. ο ιμπεριαλισμός (ανώτατη μορφή τού καπιταλισμού) δε μπορεί να υπάρχει χωρίς την πολιτική και οικονομική υποδούλωση των εθνών που δεν έχουν πλήρη δικαιώματα και των αποικιών·
  3. τα έθνη χωρίς πλήρη δικαιώματα και οι αποικίες δε μπορούν να απελευθερωθούν χωρίς την ανατροπή τής εξουσίας τού κεφαλαίου·
  4. η νίκη τού προλεταριάτου δε μπορεί να είναι σταθερή χωρίς την απελευθέρωση των εθνών που δεν έχουν πλήρη δικαιώματα και των αποικιών από το ζυγό τού ιμπεριαλισμού.
04ΣΕΠ
Αν η Ευρώπη και η Αμερική μπορούν να ονομαστούν μέτωπο, πεδίο των βασικών μαχών ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον ιμπεριαλισμό, τα έθνη χωρίς πλήρη δικαιώματα και οι αποικίες με τις πρώτες τους ύλες, τα καύσιμα, τα τρόφιμα και τις τεράστιες εφεδρείες ανθρώπινου υλικού, πρέπει να θεωρούνται μετόπισθεν, εφεδρεία τού ιμπεριαλισμού. Για να κερδίσουμε στον πόλεμο, πρέπει όχι μόνο να νικήσουμε στο μέτωπο, αλλά και να επαναστατικοποιήσουμε τα μετόπισθεν τού εχθρού, τις εφεδρείες του. Γι’ αυτό η νίκη τής παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης μπορεί να θεωρείται εξασφαλισμένη μόνο στην περίπτωση που το προλεταριάτο θα κατορθώσει να συνδυάσει το δικό του επαναστατικό αγώνα με το απελευθερωτικό κίνημα των εργαζόμενων μαζών των εθνών που δεν έχουν πλήρη δικαιώματα και των αποικιών ενάντια στην εξουσία των ιμπεριαλιστών, για τη διχτατορία τού προλεταριάτου. Οι παράγοντες τής 2ης και τής 2½ Διεθνούς δεν πήραν υπόψη αυτή τη «λεπτομέρεια» όταν απέσπασαν το εθνικο-αποικιακό ζήτημα από το ζήτημα τής εξουσίας στην εποχή τής αναπτυσσόμενης προλεταριακής επανάστασης στη Δύση.



Το τέταρτο σημείο είναι το μπάσιμο ενός νέου στοιχείου στο εθνικό ζήτημα, τού στοιχείου τής ουσιαστικής (και όχι μόνο τής νομικής) εξίσωσης των εθνών (βοήθεια και συμπαράσταση στα καθυστερημένα έθνη για να ανυψωθούν ώς το πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο των προχωρημένων εθνών), που αποτελεί έναν από τους όρους για την αποκατάσταση αδελφικής συνεργασίας ανάμεσα στις εργαζόμενες μάζες των διαφόρων εθνών. Στην εποχή τής 2ης Διεθνούς περιορίζονταν συνήθως στη διακήρυξη τής «εθνικής ισοτιμίας». Στην καλύτερη περίπτωση δεν πήγαιναν πιο πέρα από τη διεκδίκηση να εφαρμοστεί στη ζωή μια τέτοια ισοτιμία. Η εθνική όμως ισοτιμία, που αυτή καθ’ εαυτή είναι μια πολύ σπουδαία πολιτική κατάχτηση, κινδυνεύει ωστόσο να μείνει κούφια φράση αν δεν υπάρχουν αρκετά μέσα και δυνατότητες για τη χρησιμοποίηση αυτού τού πολύ σημαντικού δικαιώματος. Δε χωράει αμφιβολία ότι οι εργαζόμενες μάζες των καθυστερημένων λαών δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τα δικαιώματα πού τούς παραχωρούνται με την «εθνική ισοτιμία» στον ίδιο βαθμό πού μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν οι εργαζόμενες μάζες των προοδευμένων εθνών: γίνεται αισθητή η κληρονομημένη από το παρελθόν (πολιτιστική και οικονομική) καθυστέρηση μερικών εθνών, που δε μπορεί να εξαλειφθεί μέσα σε ένα δυο χρόνια. Το περιστατικό αυτό γίνεται αισθητό και στη Ρωσία, όπου μια ολόκληρη σειρά λαοί δεν πρόλαβαν να περάσουν από τον καπιταλισμό και μερικοί δε μπήκαν καθόλου στο στάδιο τού καπιταλισμού και δεν έχουν δικό τους προλεταριάτο, όπου παρ’ όλο που εφαρμόστηκε κιόλας πλήρης εθνική ισοτιμία, οι εργαζόμενες μάζες αυτών των εθνοτήτων δεν είναι σε θέση λόγω τής πολιτιστικής και οικονομικής τους καθυστέρησης να χρησιμοποιήσουν σε ικανοποιητικό βαθμό τα δικαιώματα που απόχτησαν. Το γεγονός αυτό θα γίνει ακόμα πιο αισθητό «την επομένη» τής νίκης τού προλεταριάτου στη Δύση, όταν θα παρουσιαστούν αναπόφευχτα στη σκηνή οι πολυάριθμες καθυστερημένες αποικίες και μισοαποικίες που βρίσκονται στις πιο διαφορετικές βαθμίδες ανάπτυξης. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι απαραίτητο το νικηφόρο προλεταριάτο των προοδευμένων εθνών να δώσει βοήθεια, πραγματική και διαρκή βοήθεια στις εργαζόμενες μάζες των καθυστερημένων εθνών για την πολιτιστική και οικονομική τους ανάπτυξη, να τις βοηθήσει να ανέβουν σε ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης και να φτάσουν τα προχωρημένα έθνη. Χωρίς μια τέτοια βοήθεια είναι αδύνατο να οργανωθεί η ειρηνική συμβίωση και συνεργασία των εργαζομένων των διαφόρων εθνών και λαών σε μια ενιαία παγκόσμια οικονομία, πού είναι τόσο απαραίτητες για τον τελικό θρίαμβο τού σοσιαλισμού.
Απ’ αυτά όμως βγαίνει ότι δεν πρέπει να περιοριζόμαστε μόνο στην «εθνική ισοτιμία», ότι είναι απαραίτητο από την «εθνική ισοτιμία» να περάσουμε στα μέτρα για την ουσιαστική εξίσωση των εθνών, στην επεξεργασία και την εφαρμογή στη ζωή πραχτικών μέτρων:
  1. για τη μελέτη τής οικονομικής ζωής και τού πολιτισμού των καθυστερημένων εθνών και λαών·
  2. για την ανάπτυξη τού πολιτισμού τους·
  3. για την πολιτική τους διαφώτιση·
  4. για τη βαθμιαία και ανώδυνη προσαρμογή τους στις ανώτερες μορφές τής οικονομίας·
  5. για την οργάνωση τής οικονομικής συνεργασίας ανάμεσα στους εργαζόμενους των καθυστερημένων και των προοδευμένων εθνών.
Αυτά είναι τα τέσσερα βασικά σημεία, που χαρακτηρίζουν τη νέα τοποθέτηση τού εθνικού ζητήματος από τους ρώσους κομμουνιστές.
2 τού Μάη 1921
«Πράβντα», αρ. φύλλου 98,
8 τού Μάη 1921.
Υπογραφή: Ι. Στάλιν

[10] Η 2½ Διεθνής — «Διεθνής εργατική ένωση των σοσιαλιστικών κομμάτων» — ιδρύθηκε στη Βιέννη το Φλεβάρη τού 1921 στην ιδρυτική συνδιάσκεψη των κομμάτων και ομάδων τού κέντρου που κάτω από την πίεση των επαναστατικά διατεθειμένων εργατικών μαζών αποχώρησαν προσωρινά από τη 2η Διεθνή. Οι ηγέτες τής 2½ Διεθνούς (ο Φ. Άντλερ, ο Ο. Μπάουερ, ο Λ. Μάρτοφ κ.ά) κριτίκαραν στα λόγια τη 2η Διεθνή, ενώ στην πράξη ακολουθούσαν σ’ όλα τα βασικά ζητήματα τού προλεταριακού κινήματος οπορτουνιστική πολιτική και προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν την ένωση που δημιούργησαν για να αντιδράσουν στην αυξανόμενη επιρροή των κομμουνιστών μέσα στις εργατικές μάζες. Το 1923 η 2½ Διεθνής ενώθηκε ξανά με τη 2η Διεθνή. —Σελ.56
[11] Το «Συμβούλιο δράσης και προπαγάνδας των λαών τής Ανατολής» δημιουργήθηκε με απόφαση τού 1ου Συνεδρίου των λαών τής Ανατολής, που έγινε στο Μπακού το Σεπτέμβρη τού 1920. Το Συμβούλιο έβαλε για σκοπό του την υποστήριξη και τη συνένωση τού απελευθερωτικού κινήματος τής Ανατολής· λειτούργησε περίπου ένα χρόνο. —Σελ.60
πηγή: waltendegewalt