Η παραπάνω στιχομυθία έλαβε χώρα στο Βερολίνο στις 9 Νοέμβρη 1918 κατά την οικειοθελή παράδοση της Καγκελαρίας από τον Πρίγκιπα Μαξ στο Φρίντριχ Εμπερτ. Στον πρίγκιπα Μαξ της Βάδης ανατέθηκε η ηγεσία μιας βραχύβιας κυβέρνησης της χώρας[3] τις τελευταίες ημέρες του πολέμου με στόχο την πρόληψη των επαναστατικών εξελίξεων και τη διαπραγμάτευση με τους συμμάχους για τη σύναψη ειρήνης. Ποιος είναι όμως ο άνθρωπος ο οποίος ανέλαβε το Ράιχ; Ποιος είναι ο άνθρωπος που θυσίασε δύο γιους στον αγώνα του Ράιχ, δηλαδή στον αγώνα των γερμανικών μονοπωλίων για την κατάκτηση νέων αγορών; Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Φρίντριχ Εμπερτ, ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) [4], του μεγαλύτερου κόμματος της Γερμανίας και μεγαλύτερου εργατικού κόμματος στην Ευρώπη προπολεμικά.
Η κατάκτηση της γερμανικής Καγκελαρίας στις 9 Νοέμβρη από τον ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και η συμμετοχή του κόμματος σε αυτή (αλλά και την προηγούμενη ολιγοήμερη κυβέρνηση Μαξ)ανέδειξε ένα καινούριο φαινόμενο στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Το νέο αυτό φαινόμενο δεν είναι άλλο από τη μετατροπή οπορτουνιστικών κομμάτων, δηλαδή κομμάτων που αποτελούν φορείς της αστικής ιδεολογίας μέσα στο εργατικό κίνημα, σε καθαρόαιμα αστικά κόμματα, δηλαδή κόμματα που διαχειρίζονται τα γενικά συμφέροντα της τάξης που έχει την εξουσία, δηλαδή τα μέσα παραγωγής, στα χέρια της. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει το κομμουνιστικό κίνημα από την πρώτη στιγμή διαμόρφωσής του, ωστόσο η ιστορική πείρα από τη δράση και την πολιτική γραμμή σημαντικού τμήματος του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος αποδεικνύει ότι χρειάζεται περισσότερο εμβάθυνση σε αυτό, ιδιαίτερα από τα Κομμουνιστικά Κόμματα που παραμένουν πιστά στον αγώνα για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής και την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Η ανάθεση της διακυβέρνησης από την αστική τάξη στα πρόθυμα οπορτουνιστικά κόμματα (όποια ταμπέλα κι αν έχουν αυτά κατά καιρούς: σοσιαλδημοκρατικά, σοσιαλιστικά, εργατικά, ακόμα και κομμουνιστικά) επαναλήφθηκε πολλές ακόμα φορές, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου απειλούνταν η εξουσία της αστικής τάξης. Φαίνεται ότι η προσπάθεια επιστράτευσης «στα δύσκολα» των «αριστερών» κομμάτων που μένουν πιστά στο σύστημα αποκτά την ισχύ νομοτέλειας στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης·νομοτέλειας, την οποία τα επαναστατικά κόμματα πρέπει να έχουν πάντα κατά νου.[5] Σε αυτό το άρθρο όμως δε θα μας απασχολήσουν όλες οι αντίστοιχες περιπτώσεις, αλλά θα σταθούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση της Γερμανίας και της πορείας ανάδειξης του SPD σε στυλοβάτη των συμφερόντων του γερμανικού καπιταλισμού.
Η μελέτη της πορείας διολίσθησης των οπορτουνιστικών κομμάτων σε καθαρά και χωρίς προσχήματα αστικές θέσεις και πολιτικές έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη χώρα μας ενόψει και της επιχειρούμενης αναπαλαίωσης του αστικού πολιτικού σκηνικού και του νέου ρόλου που επιφυλάσσει η αστική τάξη στο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ένα κόμμα με αστική (σοσιαλδημοκρατική) πολιτική γραμμή που αξιοποιεί το κομμουνιστικό παρελθόν συνιστωσών του (εξ ου και οπορτουνιστικό) για να περάσει αυτή τη γραμμή στο κίνημα, κόμμα στο οποίο, κατά την πρόσφατη διεκδίκηση της αστικής εξουσίας, επιταχύνθηκαν οι τάσεις μετατροπής του σε καθαρόαιμο «σοβαρό και υπεύθυνο» αστικό πολιτικό κόμμα (κυβέρνησης ή «αξιωματικής» αντιπολίτευσης), που πάνω του μπορεί να «ακουμπήσει» η αστική τάξη.
Φυσικά υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ ενός κόμματος όπως το SPD και του ΣΥΡΙΖΑ. Το SPD ξεκίνησε ως εργατικό κόμμα στο οποίο, υπό την επιρροή των Μαρξ και Ενγκελς, κυριαρχούσαν επαναστατικές θέσεις. Στους κόλπους του όμως μαζί με τους επαναστάτες συνυπήρχαν και ρεφορμιστές, όπως άλλωστε και σε όλα σχεδόν τα εργατικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς. Σε μια πορεία οι ρεφορμιστικές αντιλήψεις κυριάρχησαν, ενώ στη συνέχεια η μετάλλαξη βάθυνε, μετατρέποντας το SPD σε κόμμα της αστικής διακυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, ξεκίνησε ως μικροαστικό δεξιό οπορτουνιστικό κόμμα από τα σπλάχνα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος για να τείνει να μετατραπεί σε καθαρόαιμο αστικό κόμμα. Παρά τις σημαντικές διαφορές, η πορεία μετάλλαξης των οπορτουνιστικών κομμάτων προς την κατεύθυνση της πλήρους αστικοποίησης παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά, όπως ελπίζουμε να γίνει κατανοητό στη συνέχεια.
ΤΟ SPD ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ: Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟ
Το SPD της περιόδου που προηγήθηκε του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν το πιο μεγάλο κόμμα του διεθνούς πολιτικού ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό οι εξελίξεις σε αυτό αντανακλούσαν περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα τις διεργασίες που συντελούνταν αυτή την περίοδο σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή, κυρίως, σοσιαλδημοκρατία. Η σοσιαλδημοκρατία γεννήθηκε και έκανε τα πρώτα της βήματα ως τμήμα του εργατικού κινήματος, στο οποίο όμως συνυπήρχαν οι επαναστατικές και οι ρεφορμιστικές, οι μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις. Πιο αναλυτικά, στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιόδου συνυπήρχαν από τη μία η άποψη ότι ο καπιταλισμός δεν εξανθρωπίζεται και πρέπει να ανατραπεί επαναστατικά για να οικοδομηθεί πάνω στα συντρίμμια του ο κομμουνιστικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας και από την άλλη η άποψη ότι με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις και αφήνοντας αναλλοίωτα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας (καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το κέρδος ως κριτήριο παραγωγής, αστικός κοινοβουλευτισμός κλπ.) μπορούσε να δημιουργηθεί μία κοινωνία φιλική προς τους εργαζόμενους.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα επαναστατικά και τα ρεφορμιστικά στοιχεία οξυνόταν όλο και περισσότερο στις αρχές του 20ού αιώνα για να κορυφωθεί με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, την προδοτική στάση σχεδόν του συνόλου των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων απέναντι σε αυτόν, αλλά και την ανακήρυξη κάποιων από αυτά σε κόμματα της αστικής εξουσίας. Ετσι φτάσαμε στη γενίκευση του σχίσματος στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας και στην εμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος και των κομμουνιστικών κομμάτων, η οποία σήμαινε την κατάκτηση της πολιτικής, ιδεολογικής και οργανωτικής αυτοτέλειας των επαναστατών που πάλευαν για την ανατροπή της καπιταλιστικής και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.[6] Αυτό το σχίσμα εκφράστηκε και με τη διάλυση της σοσιαλδημοκρατικής Β΄ Διεθνούς και τη δημιουργία της κομμουνιστικής Γ΄ Διεθνούς.
Η παραπάνω αναφορά στην ιστορία της σοσιαλδημοκρατίας είναι απαραίτητη για να εντοπιστούν οι σημαντικές διαφορές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και ιδιαίτερα του SPD της περιόδου μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Εκκινώντας από την εμπειρία της πλήρους αστικής μετάλλαξης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κοιτώντας προς τα πίσω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά τα κόμματα παρουσίασαν μια συνεχή πορεία μετάλλαξης με κάποιες σημαντικές «ασυνέχειες». Από επαναστατικά εργατικά κόμματα μεταλλάχθηκαν σε οπορτουνιστικά κόμματα και από οπορτουνιστικά σε αστικά-κυβερνητικά κόμματα.
Το SPD αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω εξελίξεων. Στις αρχές του 20ού αιώνα, το SPD ήταν ένα κόμμα με εργατική σύνθεση που επικαλούνταν την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη, εργάτες στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ενώ τα προσκείμενα σε αυτό συνδικάτα αριθμούσαν δυόμισι εκατομμύρια μέλη, μάχιμα στην πλειοψηφία τους. [7] Οσον αφορά την πορεία μετάλλαξης του, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι η πρώτη «ασυνέχεια» ήταν η περίοδος της πρώτης 10ετίας-15ετίας του 20ού αιώνα, στο τέλος της οποίας η επικράτηση του οπορτουνισμού ήταν συντριπτική, ενώ η δεύτερη «ασυνέχεια» συντελέστηκε αμέσως μετά, στην περίοδο στην οποία θα επικεντρώσουμε εδώ και η οποία ξεκινάει λίγο πριν τον τερματισμό του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Οπως φαίνεται και από τα χρονικά διαστήματα, η πρώτη περίοδος, αυτή της επικράτησης του οπορτουνισμού επί των επαναστατικών στοιχείων, είναι πολύ πιο μακρόχρονη και σκληρή από τη δεύτερη, αυτή της μετατροπής των οπορτουνιστικών κομμάτων σε στυλοβάτες του συστήματος. Αυτό είναι λογικό, αφού η οπορτουνιστική πολιτική γραμμή είναι -όσον αφορά την ταξική της ουσία- αστική πολιτική γραμμή, προσαρμοσμένη στις ανάγκες διείσδυσής της μέσα στις γραμμές του εργατικού κινήματος. Ετσι,από τη στιγμή που αυτή η πολιτική γραμμή κυριαρχήσει σε ένα εργατικό κόμμα, από τη στιγμή που το «κάστρο παρθεί», είναι λογικό να ελαχιστοποιούνται οι όποιες αντιστάσεις και η ταχύτητα μετάλλαξης να αυξάνεται ραγδαία. Αλλωστε αυτά τα κόμματα έγιναν κυβερνητικά κόμματα ακριβώς στη βάση της αντίληψής τους ότι με μια σειρά μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δε θα θίγουν τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος, μπορούν να εξασφαλιστούν ευνοϊκές συνθήκες ζωής και εργασίας για την εργατική τάξη.
Το συμπέρασμα της επιτάχυνσης της αστικής μετάλλαξης μέσω της συμμετοχής στην αστική διακυβέρνηση είναι ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα για το κομμουνιστικό κίνημα, το οποίο έχει βιώσει και περιπτώσεις κομμουνιστικών κομμάτων, στα οποία κυριάρχησε η μεταρρυθμιστική αντίληψη, ενώ η ταχύτητα μετάλλαξής τους επιταχύνθηκε μετά τη συμμετοχή και αξιοποίησή τους σε αστικές κυβερνήσεις. Το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει να προβληματιστεί περισσότερο στη βάση της πείρας του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, το οποίο ξεκίνησε με τη θέση ότι μια εργατική κυβέρνηση που θα εμφανιστεί στο έδαφος του καπιταλισμού, χωρίς ρήξη με την καπιταλιστική ιδιοκτησία, μπορεί όχι μόνο να φέρει τη βελτίωση της ζωής των εργαζόμενων αλλά και να ανοίξει το δρόμο για το ολοκληρωτικό πέρασμα στην εργατική εξουσία.
Πλευρές πάντως αυτής της επιτάχυνσης της αστικής μετάλλαξης στο εσωτερικό των οπορτουνιστικών κομμάτων ζήσαμε και με το ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές, ο οποίος μπροστά στο σοβαρό ενδεχόμενο κατάκτησης της αστικής διακυβέρνησης έκανε πολύ σημαντικές υποχωρήσεις, εγκαταλείποντας αρκετά από τα φραστικά ριζοσπαστικά αιτήματα που διατύπωνε στις εκλογές της 6ης Μάη.
Ας επιστρέψουμε όμως στην περίπτωση του SPD. Η περίοδος από τη νομιμοποίηση του κόμματος το 1890 [8]μέχρι και το 1912 χαρακτηρίζεται από την εδραίωση και αύξηση των θέσεών του στη γερμανική κοινωνία, την ταχύτατη αύξηση της εκλογικής του επιρροής [9], αλλά και την εμφάνιση της οξείας διαπάλης μέσα στο κόμμα μεταξύ της επαναστατικής και της μεταρρυθμιστικής πολιτικής γραμμής (ιδιαίτερα από τα τελευταία 2-3 χρόνια του 19ου αιώνα και μετά). Ο θάνατος του Α. Μπέμπελ το 1913 και η ανάληψη της καθοδήγησης του κόμματος από το Φρίντριχ Εμπερτ μπορεί να θεωρηθεί ως ορόσημο της συντριπτικής κυριαρχίας του οπορτουνισμού στο κόμμα.
Στην ίδια περίοδο, ρόλο επιταχυντή των εξελίξεων προς όφελος της μεταρρυθμιστικής αντίληψης, ιδιαίτερα σε μία χώρα σαν τη Γερμανία, έπαιξαν οι θέσεις του κόμματος απέναντι στον πόλεμο, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από συνεχή υποχώρηση από τις επαναστατικές θέσεις. Ετσι, ενώ π.χ. το 1898 το κόμμα είχε αντιταχθεί σε όλες τις αυξήσεις των στρατιωτικών δαπανών, το 1903 αντιτάχθηκε μόνο σε όσους στρατιωτικούς νόμους απαιτούσαν επιπλέον φορολόγηση των εργατών, το 1912 αντιτάχθηκε μόνο στους στρατιωτικούς νόμους που συνεπάγονταν την επιβολή έμμεσων φόρων στα καταναλωτικά αγαθά, για να φτάσουμε στις 4 Αυγούστου 1914, τη λεγόμενη μέρα της «Μεγάλης Προδοσίας», όταν το κόμμα υπερψήφισε στο γερμανικό κοινοβούλιο, το Ράιχσταγκ, όλες τις πολεμικές πιστώσεις, υιοθετώντας καθαρά σοσιαλπατριωτική στάση και θέτοντας το κόμμα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων της γερμανικής αστικής τάξης.[10] Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε η Ρ. Λούξεμπουργκ, το γνωστό διεθνιστικό σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» είχε μετατραπεί από τη σοσιαλδημοκρατία σε «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε στις ειρηνικές περιόδους, ενώ σε περιόδους πολέμου αλληλοσφαχτείτε».
Εξαίρεση σε αυτή την πορεία αποτέλεσε η στάση του κόμματος το 1907, όταν καταψήφισε στο Ράιχσταγκ την επιθετική αποικιοκρατική πολιτική της Γερμανίας στις αποικίες του Τόγκο και του Καμερούν στην Αφρική.[11] Μάλιστα το κόμμα πλήρωσε εκλογικά αυτή του τη θέση, αφού προβλήθηκε επίμονα από τα άλλα κόμματα ως προδοτικό για τα εθνικά συμφέροντα. Οι εκλογές που έγιναν την ίδια χρονιά ήταν οι μόνες από την άρση του λεγόμενου Αντι-σοσιαλιστικού νόμου το 1890 μέχρι τον πόλεμο στις οποίες το κόμμα σημείωσε εκλογική κάμψη (οι έδρες του μειώθηκαν από 79 στις 43). Δυστυχώς, απ’ ότι φαίνεται αυτή η «εκλογική πίεση» αποτέλεσε επιπλέον παράγοντα πίεσης για «προσαρμογή» και «διόρθωση» της θέσης του σε κατεύθυνση στήριξης των επιδιώξεων της γερμανικής αστικής τάξης.[12]
Οσον αφορά τώρα την εκλογική άνοδο του κόμματος, όλη αυτή την περίοδο φαίνεται ότι όχι μόνο δεν καλλιεργούσε αλλά αντιστρατευόταν την ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής συνείδησης των Γερμανών εργαζόμενων. Η ιστορία του SPD έδειξε ότι όσο πιο πολύ απομακρυνόταν το κόμμα από την επαναστατική θεωρία και πράξη, όσο πιο μεγάλη ήταν η κυριαρχία του οπορτουνισμού στις γραμμές του, τόσο πιο γρήγορα αυξάνονταν τα εκλογικά ποσοστά του, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε η ψαλίδα ανάμεσα στο εκλογικό του ποσοστό και στο επίπεδο της ταξικής πάλης. Και όταν λέμε επίπεδο της ταξικής πάλης δεν εννοούμε μόνο τον αριθμό των συνδικαλισμένων και τον αριθμό των κάθε είδους κινητοποιήσεων, αλλά και την κατεύθυνση των αγώνων, το βαθμό απαγκίστρωσης πλατιών εργατικών μαζών από την αστική ιδεολογία και τους αστικούς «μονόδρομους». Ενδεικτική είναι η εξής αναφορά: «Η σταθερή ανάπτυξη του εργατικού κινήματος μέχρι τον πόλεμο δεν αποτελούσε ένδειξη αυξανόμενου ριζοσπαστισμού, αλλά έκφραση μιας γενικευμένης αντίληψης ότι “Εμείς, οι εργάτες, ανήκουμε στη σοσιαλιστική δημοκρατία”»[13].
Ακριβώς αυτή η αύξηση του αριθμού των εργατών που μπαίνουν σε κίνηση χωρίς ταυτόχρονο μπόλιασμά τους με τη ριζοσπαστική, την επαναστατική ιδεολογία, αποτέλεσε -όπως θα δούμε- το καλύτερο όπλο του συστήματος, τόσο για την ακίνδυνη αξιοποίηση των εργατών στις πολεμικές του επιδιώξεις, όσο και για την επιτυχή αναχαίτιση του μεταπολεμικού επαναστατικού ρεύματος.