Η Λαγκάρντ, το CSIS, το εμπόριο όπλων και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο
Αλλαγή καθεστώτων από το ΔΝΤ: Οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ εισέρχονται στην γαλλική κυβέρνηση μέσω της Κριστίν Λαγκάρντ
Global Research: Center for Research on Globalization
Αναδημοσίευση από το Voltaire Network
Αναδημοσίευση από το Voltaire Network
22 Μαϊου 2011
Μτφρ.: Lenin Reloaded
Άγνωστη στους Γάλλους, η δικηγόρος Κριστίν Λαγκάρντ έγινε η υπουργός διεθνούς εμπορίου στην κυβέρνηση Dominique de Villepin. Λίγα χρόνια πριν, υπερασπιζόταν τα συμφέροντα των αμερικανικών πολυεθνικών κόντρα σ' αυτά των γαλλικών. Οι πολιτικές της θέσεις ταιριάζουν απόλυτα με το στάτους που έχει ως μέλος του CSIS, της δεξαμενής σκέψης του πετρελαϊκού λόμπι στις ΗΠΑ.
Το υπουργείο Οικονομικών, στρατηγικό στοιχείο της αμερικανικής διείσδυσης, μετατρέπεται σε φρούριο του Ατλαντικού. Ο Υπουργός Οικονομικών Thierry Breton είναι μέλος μιας ισχυρής φιλελεύθερης δεξαμενής σκέψης: του Ινστιτούτου Άσπεν [1], και μέλος του γαλλικού του κλάδου. Τρεις αναπληρωτές υπουργοί υποστηρίζουν τον Breton. Για σκοπούς εσωτερικής ισορροπίας της προεδρικής πλειοψηφίας, ο François Loos έχει την αρμοδιότητα της βιομηχανίας, και ο Jean-François Copé του προϋπολογισμού και της κρατικής μεταρρύθμισης. Είναι ένας νέος ηγέτης, που έμαθε τις αμερικανικές μεθόδους επικοινωνίας κάτω από την καθοδήγηση του John Negroponte [2], ο οποίος είναι τώρα επικεφαλής των αμερικανικών υπηρεσιών πληρφοριών. Τέλος, η Κριστίν Λαγκάρντ έχει την ευθύνη του διεθνούς εμπορίου.
Στο πολιτικό πεδίο η κυρία Λαγκάρντ είναι άγνωστη. Είναι μια πανέξυπνη δικηγόρος, με ειδικότητα στο κοινωνικό δίκαιο, που έγινε στέλεχος στην διηγορική εταιρία Baker & McKenzie στο Σικάγο το 1981 και έκανε καριέρα στις ΗΠΑ. Χωρίς να εγκαταλείψει την προσωπική της ζωή, όπως λένε αυτοί που έχουν αναλάβει τη δημόσια εικόνα της, ανέβηκε τα σκαλιά της πιο σημαντικής δικηγορικής εταιρίας με ειδίκευση στα οικονομικά στον κόσμο (έχει 4.400 συνεργάτες σε 35 χώρες). Στο τέλος έγινε μέλος της Εκτελεστικής της Επιτροπής και αργότερα, το φθινόπωρο του 2004 πήρε προαγωγή στην Επιτροπή Στρατηγικής της. Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 2005, έγινε μέλος της Επιτροπής Επαγρύπνησης της ολλανδικής πολυεθνικής ING, μιας από τις σημαντικότερες οικονομικές οργανώσεις στον κόσμο. Η Λαγκάρντ είναι πέμπτη στη λίστα των ευρωπαίων γυναικών επιχειρηματικών που δημοσιεύει η Wall Street Journal, και είναι 76η στη λίστα των πιο ισχυρών γυναικών στον κόσμο σύμφωνα με το περιοδικό Forbes. Έκθαμβοι από την εξαιρετική της καριέρα, οι γάλλοι δημοσιογράφοι απέφυγαν να διερευνήσουν την καριέρα της.
Αν και η επίσημη βιογραφία της δεν περιέχει αυτή την πληροφορία, η κυρία Λαγκάρντ ήταν μέλος του Κέντρου για τις Στρατηγικές και Διεθνείς Σπουδές (CSIS) [3].
Συνπροήδρευσε, μαζί με τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι [4], στην δράση της επιτροπής ΗΠΑ/ΕΕ/Πολωνίας την οποία ετοίμασε αυτή η δεξαμενή σκέψης. Πιο συγκεκριμένα, ήταν υπεύθυνη για την ομάδα εργασιών των αμυντικών βιομηχανιών (1995-2002) και για θέματα που αφορούσαν στην φιλελευθεροποίηση των ανταλλαγών με την Πολωνία. Στις θέσεις όμως αυτές εκπροσωπούσε τα αμερικανικά συμφέροντα σε βάρος των γαλλικών εμπορικών συμφερόντων, του τομέα δηλαδή στον οποίο είναι τώρα προϊστάμενος στη γαλλική κυβέρνηση. [5] Ως δικηγόρος της εταιρείας Baker & McKenzie, η Κριστίν Λαγκάρντ εργάστηκε για τα συμφέροντα της Μπόινγκ και της Λόκχιντ-Μάρτιν σε βάρος των συμφερόντων της Αίρμπας και της Ντασώ.
Το 2003, η Λαγκάρντ έγινε μέλος, πάλι στο CSIS, της Επιτροπής για την Επέκταση της ΕυρωΑτλαντικής Κοινότητας, μαζί με το φίλο της τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και άλλες προσωπικότητες όπως ο πρώην διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) Renato Ruggiero, και ο Stuart Eizenstat, πρώην ειδικός πρεσβευτής για την αποκατάσταση θρησκευτικών περιουσιακών στοιχείων στην Κεντρική Ευρώπη. Η επιτροπή αυτή ήταν υπεύθυνη για δυνητικές επενδύσεις στην Πολωνία, τη Λετονία, τη Ρουμανία, την Τσεχία και την Ουγγαρία.
Ένας άνθρωπος έπαιζε τον ρόλο-κλειδί σε κάθε μία από αυτές τις επιτροπές: Ο Bruce P. Jackson, ιδρυτής της Αμερικανικής Επιτροπής για την Επέκταση του ΝΑΤΟ, ο οποίος εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της βιομηχανίας αεροσκαφών Λόκχιντ-Μάρτιν, της οποίας ήταν και αντιπρόεδρος. Χάρη στις σχέσεις που δημιουργήθηκαν στις επιτροπές όπου προήδρευε η Κριστίν Λαγκάνρτ, ο Τζάκσον υπέγραψε το συμβόλαιο του αιώνα: την πώληση, τον Απρίλιο του 2003, 48 πολεμικών αεροσκαφών F-16 Lockheed-Martin στην Πολωνία αντί 3.5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η συνδιαλλαγή δημιούργησε μεγάλο εκνευρισμό στην Ευρώπη, καθώς η Πολωνική κυβέρνηση πλήρωνε το ποσό με κονδύλια της ΕΕ για την συντήρηση του αγροτικού της τομέα.
Η συνδιαλλαγή δεν είχε καμία σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της Πολωνίας. Από τη μία, εφόσον ενσωματώθηκε στην ΕΕ, το λογικό θα ήταν η Πολωνία να είχε αγοράσε το Mirage 2000-5 MK2 της Dassault ή το Jaas-39 της Saab.
Το συμβόλαιο όμως ήταν πολύ συνδεδεμένο με την ενσωμάτωση, εκ μέρους της Πολωνίας, της αποικιοποίησης του Ιράκ μαζί με τις ΗΠΑ, το ΗΒ και την Αυστραλία. Επιπρόσθετα, ο Τζάκσον ήταν ο κύριος χρηματοδότης της Επιτροπής για την Απελευθέρωση του Ιράκ [6].
Μετά από αυτή την συνδιαλλαγή, η ΕυρωΑτλαντική Επιτροπή της Κριστίν Λαγκάρντ ήταν υπεύθυνη για την "παροχή βοήθειας σε πολωνικές εταιρείες ώστε να έχουν τη δυνατότητα καλύτερης αυτοπροβολής ως υποεργολάβοι για συμβόλαια που κερδίζονταν από τους μεγάλους εργολάβους (κυρίως τις ΗΠΑ) στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και ως μέρος του αμυντικού εξυγχρονισμού της Πολωνίας" [7].
Μόνο αν υποθέσουμε ότι η Κριστίν Λαγκάρντ έχει εγκαταλείψει τα προηγούμενα καθήκοντά της και ότι δεν έχει την πρόθεση να επιστρέψει σ' αυτά, είναι δυνατό να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων. Παρ' όλα αυτά, όταν αναλυθούν οι πολιτικές θέσεις που υπερασπίζονται οι ομάδες των οποίων προήδρευε, καθίσταται αδύνατο να αγνοηθεί ότι είναι εντελώς ενάντιες με τη θέση που προάγει ο Dominique de Villepin στα Ηνωμένα Έθνη.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι δηλώσεις που έκανε ο υπουργός δυο μέρες μετά τον διορισμό της έμοιαζαν σοκαριστικές για τα γαλλικά συνδικάτα. Η Κριστίν Λαγκάρντ υποσχέθηκε να διενεργήσει μια μεταρρύθμιση του εργασιακού νόμου διότι, κατά την άποψή της "δημιουργεί συχνά εμπόδια για την απασχόληση και για έναν αριθμό από επιχειρημτικές αποφάσεις". Για να κατανοήσουμε όμως την οπτική της γωνία είναι σημαντικό να αναλύσουμε τις δηλώσεις της όχι σε σύγκριση με την ομιλία MEDEF αλλά σε σχέση με τις θέσεις που η Λαγκάρντ έχει ως τώρα υποστηρίξει. Η Κριστίν Λαγκάρντ κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να επιβάλει το μοντέλο του αγγλοσαξωνικού εργασιακού δικαίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο στόχος της ήταν η προώθηση των συμφερόντων των εταιρειών των ΗΠΑ και όχι αυτών της Γηραιάς Ευρώπης.