Το βιβλίο "Το Κράτος - από τον Μακιαβέλι στον Βέμπερ",εκδ. Γκοβόστης, 1994, του Γ. Ρούση, είναι ένα εγχειρίδιο γραμμένο για φοιτητές, το οποίο προφανώς εξυπηρετούσε κατά την συγγραφή του, την εξοικείωση των φοιτητών με την σκέψη των κλασικών μέσα από αυτοτελή κεφάλαια. Είναι μια καλή αρχή για άτομα που δεν έχουν μια πρότερη επαφή με το ζήτημα της θεωρίας του Κράτους μέσα από μια θεωρητική αποτίμηση από μαρξιστική κριτική σκοπιά.
Αν και το βιβλίο ίσως δεν είναι ελκυστικό για εξειδικευμένους επιστήμονες (κάποτε μάλιστα οι ειδικοί επιστήμονες περιφρονούν κάπως αυτά τα εγχειρίδια ειδικά στις περιπτώσεις που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι τις δικές τους θεωρητικές ρίζες...), θεωρώ πως ακριβώς επειδή είναι γραμμένο σε μια γλώσσα απλή και οικεία για τον καθένα, είναι χρήσιμο κατά δύο τρόπους:
1. έχει μια καθαρότητα, λόγω οικονομίας εννοιών και έκτασης, πράγμα που εξυπηρετεί την μη συγκάληψη συγκεχιμένων θέσεων μέσα από ένα περίπλοκο εννοιολογικό (και κάποτε βολικό) σύμπαν. ( ευκαιρία να το θυμηθεί και ο Γιώργος )
2. είναι δύσκολα διαψεύσιμο ως προς την αποτίμηση των θέσεων του, καθότι παραθέτει περιγραφικά μεν, κριτικά και με ακρίβεια δε την ουσία. Ως εκ τούτου το βιβλίο γίνεται και απολαυστικό σε καιρούς που παράγεται πολλή θεωρητική ανάλυση ως φλυαρία ή ακόμη χειρότερα ως πολιτικός στρουθοκαμηλισμός. Είναι χρήσιμο να παρακολουθούμε τις ιδέες/απόψεις από τις πιθανές πηγές τους.
Συστήνω το βιβλίο τόσο σε μαθητές και φοιτητές όσο και σε εργαζόμενους που δεν έχουν ούτε την πολυτέλεια του χρόνου, ούτε συνήθως, την ανιαρή συνήθεια της άκαρπης θεωρητικής φλυαρίας ( επειδή δεν πληρώνονται κιόλας απ΄αυτήν )
Θα παραθέσω εδώ τα δύο τελευταία κεφάλαια ( 17ο - 18ο, μέρος Δ΄ ) υπό τον γενικό τίτλο:
"Απολογητικές θεωρίες του αστικού κράτους μέσα από την κριτική του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού".
Αν και το βιβλίο ίσως δεν είναι ελκυστικό για εξειδικευμένους επιστήμονες (κάποτε μάλιστα οι ειδικοί επιστήμονες περιφρονούν κάπως αυτά τα εγχειρίδια ειδικά στις περιπτώσεις που αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι τις δικές τους θεωρητικές ρίζες...), θεωρώ πως ακριβώς επειδή είναι γραμμένο σε μια γλώσσα απλή και οικεία για τον καθένα, είναι χρήσιμο κατά δύο τρόπους:
1. έχει μια καθαρότητα, λόγω οικονομίας εννοιών και έκτασης, πράγμα που εξυπηρετεί την μη συγκάληψη συγκεχιμένων θέσεων μέσα από ένα περίπλοκο εννοιολογικό (και κάποτε βολικό) σύμπαν. ( ευκαιρία να το θυμηθεί και ο Γιώργος )
2. είναι δύσκολα διαψεύσιμο ως προς την αποτίμηση των θέσεων του, καθότι παραθέτει περιγραφικά μεν, κριτικά και με ακρίβεια δε την ουσία. Ως εκ τούτου το βιβλίο γίνεται και απολαυστικό σε καιρούς που παράγεται πολλή θεωρητική ανάλυση ως φλυαρία ή ακόμη χειρότερα ως πολιτικός στρουθοκαμηλισμός. Είναι χρήσιμο να παρακολουθούμε τις ιδέες/απόψεις από τις πιθανές πηγές τους.
Συστήνω το βιβλίο τόσο σε μαθητές και φοιτητές όσο και σε εργαζόμενους που δεν έχουν ούτε την πολυτέλεια του χρόνου, ούτε συνήθως, την ανιαρή συνήθεια της άκαρπης θεωρητικής φλυαρίας ( επειδή δεν πληρώνονται κιόλας απ΄αυτήν )
Θα παραθέσω εδώ τα δύο τελευταία κεφάλαια ( 17ο - 18ο, μέρος Δ΄ ) υπό τον γενικό τίτλο:
"Απολογητικές θεωρίες του αστικού κράτους μέσα από την κριτική του φιλελευθερισμού και του μαρξισμού".
Κεφάλαιο 17ο
Μπέρνσταϊν ( 1850 - 1932 )
Ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, το κίνημα είναι το παν
Η ρεφορμιστική κριτική του μαρξισμού σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ενταχθεί στη ριζοσπαστική κριτική του αστικού κράτους. Συνεπώς, δεν προτείνει ένα κράτος μιας διαφορετικής ουσίας από το αστικό κράτος. Θεωρήσαμε όμως σκόπιμο να παρεμβάλουμε μια σύντομη αναφορά στον Μπέρνσταϊν, επειδή κυρίως το ρεφορμιστικό ρεύμα του, του οποίου υπήρξε ο πρωτεργάτης, αποτελεί ένα σημαντικό πολιτικό ρεύμα, που αν και δεν εμπεριέχει μια συνεκτική θεωρία του κράτους, εμπεριέχει δίχως άλλο μια σαφή αντίληψη για τη δυνατότητα βαθμιαίου, δίχως επαναστατικές ρήξεις μετασχηματισμού του αστικού κράτους προς μια πιο δίκαιη κατεύθυνση.
Η θεωρία του Μπέρνσταϊν αποτελεί κατά γενική ομολογία την πρώτη απόπειρα αναθεώρησης της μαρξιστικής θεωρίας και για ορισμένους και την τελευταία προσπάθεια να δοθεί στον οπορτουνισμό μια θεωρητική θεμελίωση κι αυτό το δεύτερο διότι " ο Μπέρνσταϊν προχώρησε τόσο μακριά, τόσο αρνητικά - με την αποκήρυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού - όσο και θετικά, με την τυχαία συγκόλληση κάθε διαθέσιμης θεωρητικής σύγχυσης έτσι ώστε να μην του μένει [ του οππορτουνισμού ] να κάνει τίποτε παραπάνω" (1)
Η αλήθεια είναι ότι οι ρεφορμιστές θεωρητικοί μετά τον Μπέρνσταϊν χρησιμοποιούν ακόμη και μέχρι σήμερα τις θεμελιακές του θέσεις για να τεκμηριώσουν τη ρεφορμιστική πολιτική.
Ο Μπέρνσταϊν κατά τη διάρκεια της εξορίας του, η οποία κράτησε εως το 1901 στην Αγγλία, συνδέθηκε με τους οπαδούς μιας βιομηχανικής δημοκρατίας και των βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων, οι οποίοι ανήκαν στον φαμπιανό σύνδεσμο. Επίσης μελέτησε ορισμένους Γερμανούς σοσιαλιστές, που απασχολούνταν με τα προβλήματα της ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στο γερμανικό έθνος και οι οποίοι θεώρησε ότι του πρόσφεραν την απόδειξη ότι υπήρχε μια φιλελεύθερη αστική τάξη πάνω στην οποία μπορούσε να στηριχτεί το προλεταριάτο στον αγώνα του για χειραφέτηση.
Ιδιαίτερα επηρεάστηκε σαφώς από τη δίχως προηγούμενο συγκυριακή οικονομική άνθηση που ξεκίνησε κατά το 1895 και που συνεχίστηκε περίπου μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (2)
Από μια άλλη οπτική γωνία ο Μπέρνσταϊν παρατηρούσε την ίδια τη δράση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας η οποία, παρά την ταυτόχρονη παρουσία στους κόλπους του των πιο διαφορετικών στοιχείων τα οποία κυμαίνονταν από τους πιο γνήσιους επαναστάτες έως τους πιο δεξιούς, επηρεαζόταν σαφώς από τον νόμιμο χαρακτήρα του, από την κοινοβουλευτκή του δραστηριότητα και από τους αγώνες του για μεταρρυθμίσεις. (3)
Κάτω από αυτές τις συνθήκες όπως συμβαίνει συνήθως ήταν πολύ πιο εύκολο το κόμμα να "ξεχάσει" τα επαναστατικά του οράματα και να μετατρέψει σε αυτοσκοπό την πάλη για τις μεταρρυθμίσεις.
Όπως και η ραγδαία ποσοτική ανάπτυξη του κόμματος είχε ως συνέπεια να ενταχθούν σ΄αυτό, πέρα από τους εργάτες, πολλά μικροαστικά στοιχεία τα οποία σε συνδιασμό με την ανάπτυξη μιας εργατικής αριστοκρατίας ήταν η πιο πρόσφορη κοινωνική βάση ανάπτυξης του ρεφορμισμού.
Ο Μπέρνσταϊν είχε συνεπώς όλα εκείνα τα στοιχεία - ιδεολογικές αναφορές, πολιτική δραστηριότητα, κοινωνικό υπόβαθρο - που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την ανάπτυξη μιας αναθεωρητικής θεωρίας.
Ο Μπέρνσταϊν απαλλάχτηκε από το φόβο να έλθει σε σύγκρουση μ΄ε΄να σεβάσμιο δάσκαλο, μετά το θάνατο του Ένγκελς το 1895, ο οποίος άς σημειωθεί είχε ορίσειτον Μπέρνσταϊν εκτελεστή της διαθήκης του. Έτσι από τότε πέρασε μέσω μιας "κριτικής παρουσίασης" της μαρξιστικής θεωρίας στην απόρριψη των πιο θεμελιακών συστατικών της και συνεπώς του συνόλου της μαρξιστικής θεωρίας. Αυτή η αναθεώρηση του μαρξισμού αποτελούσε γι αυτόν την αναγκαία προϋπόθεση για το πέρασμα της σοσιαλδημοκρατίας από την κυριαρχία της στρατηγικής της ανατροπής του αστικού κράτους στην κυριαρχία της τακτικής των μεταρρυθμίσεων.
Ας προσπαθήσουμε ν΄αναλύσουμε τα σημεία διαφωνίας του Μπέρνσταϊν με το μαρξισμό, έχοντας κατά νου ότι ο Μπέρνσταϊν συχνά αποδίδει στον Μαρξ απόψεις πο καμιά σχέση δεν έχουν με τη συλλογιστική του.
Πρώτο θεμελιακό σημείο κριτικής του μαρξισμού από τον Μπέρνσταϊν είναι η η κριτική του ρόλου που αποδίδει ο Μαρξ στην οικονομική βάση της κοινωνίας, η οποία σχετίζεται άμεσα τόσο με την αντίληψη του για τη δυνατότητα μετατροπής της κοινωνίας στη βάση κυρίως ηθικών αξιών τις οποίες μπορεί να ενστερνιστούν και οι αστοί, όσο και με την αντίληψη του για το κράτος ως ένα εξωοικονομικό σχηματισμό με ουδέτερο, διαμεσολαβητικό και όχι ταξικό χαρακτήρα και κυρίως με την αντίληψη του για το κράτος, ως έναν αιώνιο θεσμό ο οποίος έχει τη δική του υπόσταση, και το σοσιαλισμό, ως ιδανικό του "καθαρού λόγου", ως ηθικό ιδανικό.
Ο Μπέρνσταϊν τα αντιστρέφει παραμορφώνοντας την αντίληψη του Μαρξ για τη σχέση ύλης - ιδέας και οικονομικής βάσης - συνείδησης. Γι αυτόν οι ιδέες αποτελούν αντανάκλαση της πραγματικότητας αλλά έχουν μια δική τους αυτοτελή υπόσταση. Θεωρεί ότι είναι λάθος ν αποδίδεται ένας κυρίαρχος ρόλος στην οικονομία και αποδίδοντας στον Μαρξ ένα μηχανιστικό οικονομικό ντετερμινισμό υποστηρίζει ότι, εφόσον κατά τον Μαρξ ισχύει η αναγκαιότητα και η νομοτέλεια, τότε δεν χρειάζεται η δράση. Αντίθετα ο Μπέρνσταϊν υποστηρίζει ότι δεν έιναι η οικονομική βάση που καθορίζει την κίνηση της κοινωνίας αλλά οι ηθικές αξίες και ιδέες αποσπασμένες από το Είναι.
Διακηρύσσει έτσι την ανάγκη επιστροφής στον Καντ και αναγάγει το σοσιαλισμό σε ένα ηθικό ιδανικό. Κι εδώ δεν πρόκειται όπως υποστηρίζουν ορισμένοι (4) για μια νέα σύνδεση του σοσιαλιστικού ιδανικού με την ηθική, αλλά για την απόσπαση της ηθικής από την υλική βάση της κοινωνίας και συνεπώς για την αποδυνάμωση της ίδιας της ηθικής βάσης του σοσιαλισμού, για μια ιδεαλιστική, αντί της υλιστικής θεμελίωσης του.
Για τον Μπέρνσταϊν ο σοσιαλισμός δεν είναι μια αναγκαιότητα που προκύπτει από την αναγκαιότητα επίλυσης των αντιθέσεων που γεννά η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αλλά ένα ηθκιό αίτημα για μια δικαιότερη κοινωνία.
Όπως ορθά υπογραμμίζει η Ρόζα Λούξεμπουργκ "Έτσι φτάσαμε ευτυχείς στην αρχή της δικαιοσύνης, σ΄αυτό το παλιό άλογο που το ίππευαν εδώ και χιλειτηρίδες όλοι όσοι ήθελαν να βελτιώσουν τον κόσμο, οι οποίοι μη έχοντας ασφαλή ιστορικά μέσα κίνησης - προώθησης, ίππευαν το γέρικο Ροζινάντη, με τον οποίο ξεκίναγαν όλοι οι Δον Κιχώτες της ιστορίας για την μεγάλη παγκόσμια μεταρρύθμιση, για να επιστρέψουν τελικά πίσω μόνο με μαυρισμένο το ένα μάτι" (5)
Βέβαια κι εδώ περνάμε στο δεύτερο επίπεδο κριτικής του μαρξισμού από τον Μπέρνσταϊν, αυτός δεν αρνείται τις αντιθέσεις του καπιταλισμού αλλά προσπαθεί να τις αμβλύνει και όχι να πετύχει την άρση τους μέσω της ανάπτυξης τους. (6)
Ο Μπέρνσταϊν απορρίπτει την υλιστική μαρξιστική διαλεκτική την οποία ταυτίζει με την ιδεαλιστική διαλεκτική του Χέγκελ, που με τη σειρά της την απορρίπτει κι αυτή, διότι περιέχει την ιδέα της καταστροφής. "Η διαλεκτική μέθοδος αποτελεί το δόλιο στοιχείο της μαρξιστικής θεωρίας, την παγίδα, το εμπόδιο που φράζει το δρόμο σε κάθε ορθή παρατήρηση των πραγμάτων" (7)
Όπως επισημαίνει ο Λένιν, στον Μπέρνσταϊν και γενικότερα στο ρεφορμιστικό ιδεαλισμό έχουμε να κάνουμε με μιαν αντικατάσταση της "περίπλοκης" (και επαναστατικής) διαλεκτικής με την "απλή" (και ήρεμη) εξέλιξη" (8)
Ο Μπέρνσταϊν λοιπόν αρνείται την επαναστατική άρση των αντιθέσεων και επιδιώκει τη συμφιλίωση τους και θεωρεί ότι αυτή η συμφιλίωση μπορεί να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του αστικού κράτους και ότι συνεπώς η επαναστατική του υπέρβαση είναι περιττή.
Στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας του μαρξισμού αρνείται την ισχύ της λυδίας λίθου, της θεωρίας της αξίας. "Κατ΄αρχήν - γράφει - όπως είναι επιτρεπτό για τον Μαρξ να παραβλέπει τις ιδιότητες των εμπορευμάτων, ώστε τελικά να μείνουν μόνο σαν ενσωματώσεις ποσοτήτων απλής ανθρώπινης εργασίας, έτσι έχει επίσης το δικαίωμα η σχολή των Μπεμ και Γιέβους να κάνει αφαίρεση από όλες τις ιδιότητες των εμπορευμάτων εκτός από τη χρησιμότητά τους" (9)
Μ ΄άλλα λόγια ο Μπέρνσταϊν υποστήριζε ότι στην ανάλυση της αξίας των εμπορευμάτων πρέπει να υπολογίζεται όχι μόνο ο χρόνος εργασίας που αναλώθηκε στην παραγωγή τους αλλά και η οριακή τους χρησιμότητα, οι ανάγκες τις οποίες εξυπηρετούν οι διαθέσεις των καταναλωτών. Ταυτόχρονα πρότεινε να χρησιμοποείται η θεωρία της οριακής χρησιμότητας για την ερμηνεία των αποκλίσεων που παρουσιάζουν οι τιμές αγοράς από την αξία των εμπορευμάτων.
Συνολικά ο Μπέρνσταϊν αρνιόταν τις θεμελιακές θεωρητικές προϋποθέσεις του μαρξισμου και πάνω σ΄αυτή τη βάση απέρριπτε και όλη τη μαρξιστική συλλογιστική που θεμελιωνόταν σ΄αυτές. Θεωρούσε ότι οι κρίσεις του καπιταλισμού θα είναι όλο και πιο περιορισμένες κι ότι αυτές μπορούν να ξεπεραστούν με την ανάπτυξη των μονοπωλίων, του πιστωτικού συστήματος, των οργανώσεων των επιχειρηματιών, της πληροφόρησης.
Ταυτόχρονα απέδιδε στο μαρξισμό την αντίληψη της αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού, ενώ όπως είδαμε η μαρξιστική αντίληψη δεν υιοθετεί την αυτόματη κατάρρευση του καπιταλισμού, ούτε όμως τη δυνατότητα εξαφάνισης των αντιθέσεων του, δίχως την επαναστατική υπέρβαση του.
(πρώτο μέρος 17ου κεφ.)
Ιδιαίτερα επηρεάστηκε σαφώς από τη δίχως προηγούμενο συγκυριακή οικονομική άνθηση που ξεκίνησε κατά το 1895 και που συνεχίστηκε περίπου μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (2)
Από μια άλλη οπτική γωνία ο Μπέρνσταϊν παρατηρούσε την ίδια τη δράση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας η οποία, παρά την ταυτόχρονη παρουσία στους κόλπους του των πιο διαφορετικών στοιχείων τα οποία κυμαίνονταν από τους πιο γνήσιους επαναστάτες έως τους πιο δεξιούς, επηρεαζόταν σαφώς από τον νόμιμο χαρακτήρα του, από την κοινοβουλευτκή του δραστηριότητα και από τους αγώνες του για μεταρρυθμίσεις. (3)
Κάτω από αυτές τις συνθήκες όπως συμβαίνει συνήθως ήταν πολύ πιο εύκολο το κόμμα να "ξεχάσει" τα επαναστατικά του οράματα και να μετατρέψει σε αυτοσκοπό την πάλη για τις μεταρρυθμίσεις.
Όπως και η ραγδαία ποσοτική ανάπτυξη του κόμματος είχε ως συνέπεια να ενταχθούν σ΄αυτό, πέρα από τους εργάτες, πολλά μικροαστικά στοιχεία τα οποία σε συνδιασμό με την ανάπτυξη μιας εργατικής αριστοκρατίας ήταν η πιο πρόσφορη κοινωνική βάση ανάπτυξης του ρεφορμισμού.
Ο Μπέρνσταϊν είχε συνεπώς όλα εκείνα τα στοιχεία - ιδεολογικές αναφορές, πολιτική δραστηριότητα, κοινωνικό υπόβαθρο - που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την ανάπτυξη μιας αναθεωρητικής θεωρίας.
Ο Μπέρνσταϊν απαλλάχτηκε από το φόβο να έλθει σε σύγκρουση μ΄ε΄να σεβάσμιο δάσκαλο, μετά το θάνατο του Ένγκελς το 1895, ο οποίος άς σημειωθεί είχε ορίσειτον Μπέρνσταϊν εκτελεστή της διαθήκης του. Έτσι από τότε πέρασε μέσω μιας "κριτικής παρουσίασης" της μαρξιστικής θεωρίας στην απόρριψη των πιο θεμελιακών συστατικών της και συνεπώς του συνόλου της μαρξιστικής θεωρίας. Αυτή η αναθεώρηση του μαρξισμού αποτελούσε γι αυτόν την αναγκαία προϋπόθεση για το πέρασμα της σοσιαλδημοκρατίας από την κυριαρχία της στρατηγικής της ανατροπής του αστικού κράτους στην κυριαρχία της τακτικής των μεταρρυθμίσεων.
Ας προσπαθήσουμε ν΄αναλύσουμε τα σημεία διαφωνίας του Μπέρνσταϊν με το μαρξισμό, έχοντας κατά νου ότι ο Μπέρνσταϊν συχνά αποδίδει στον Μαρξ απόψεις πο καμιά σχέση δεν έχουν με τη συλλογιστική του.
Πρώτο θεμελιακό σημείο κριτικής του μαρξισμού από τον Μπέρνσταϊν είναι η η κριτική του ρόλου που αποδίδει ο Μαρξ στην οικονομική βάση της κοινωνίας, η οποία σχετίζεται άμεσα τόσο με την αντίληψη του για τη δυνατότητα μετατροπής της κοινωνίας στη βάση κυρίως ηθικών αξιών τις οποίες μπορεί να ενστερνιστούν και οι αστοί, όσο και με την αντίληψη του για το κράτος ως ένα εξωοικονομικό σχηματισμό με ουδέτερο, διαμεσολαβητικό και όχι ταξικό χαρακτήρα και κυρίως με την αντίληψη του για το κράτος, ως έναν αιώνιο θεσμό ο οποίος έχει τη δική του υπόσταση, και το σοσιαλισμό, ως ιδανικό του "καθαρού λόγου", ως ηθικό ιδανικό.
Ο Μπέρνσταϊν τα αντιστρέφει παραμορφώνοντας την αντίληψη του Μαρξ για τη σχέση ύλης - ιδέας και οικονομικής βάσης - συνείδησης. Γι αυτόν οι ιδέες αποτελούν αντανάκλαση της πραγματικότητας αλλά έχουν μια δική τους αυτοτελή υπόσταση. Θεωρεί ότι είναι λάθος ν αποδίδεται ένας κυρίαρχος ρόλος στην οικονομία και αποδίδοντας στον Μαρξ ένα μηχανιστικό οικονομικό ντετερμινισμό υποστηρίζει ότι, εφόσον κατά τον Μαρξ ισχύει η αναγκαιότητα και η νομοτέλεια, τότε δεν χρειάζεται η δράση. Αντίθετα ο Μπέρνσταϊν υποστηρίζει ότι δεν έιναι η οικονομική βάση που καθορίζει την κίνηση της κοινωνίας αλλά οι ηθικές αξίες και ιδέες αποσπασμένες από το Είναι.
Διακηρύσσει έτσι την ανάγκη επιστροφής στον Καντ και αναγάγει το σοσιαλισμό σε ένα ηθικό ιδανικό. Κι εδώ δεν πρόκειται όπως υποστηρίζουν ορισμένοι (4) για μια νέα σύνδεση του σοσιαλιστικού ιδανικού με την ηθική, αλλά για την απόσπαση της ηθικής από την υλική βάση της κοινωνίας και συνεπώς για την αποδυνάμωση της ίδιας της ηθικής βάσης του σοσιαλισμού, για μια ιδεαλιστική, αντί της υλιστικής θεμελίωσης του.
Για τον Μπέρνσταϊν ο σοσιαλισμός δεν είναι μια αναγκαιότητα που προκύπτει από την αναγκαιότητα επίλυσης των αντιθέσεων που γεννά η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αλλά ένα ηθκιό αίτημα για μια δικαιότερη κοινωνία.
Όπως ορθά υπογραμμίζει η Ρόζα Λούξεμπουργκ "Έτσι φτάσαμε ευτυχείς στην αρχή της δικαιοσύνης, σ΄αυτό το παλιό άλογο που το ίππευαν εδώ και χιλειτηρίδες όλοι όσοι ήθελαν να βελτιώσουν τον κόσμο, οι οποίοι μη έχοντας ασφαλή ιστορικά μέσα κίνησης - προώθησης, ίππευαν το γέρικο Ροζινάντη, με τον οποίο ξεκίναγαν όλοι οι Δον Κιχώτες της ιστορίας για την μεγάλη παγκόσμια μεταρρύθμιση, για να επιστρέψουν τελικά πίσω μόνο με μαυρισμένο το ένα μάτι" (5)
Βέβαια κι εδώ περνάμε στο δεύτερο επίπεδο κριτικής του μαρξισμού από τον Μπέρνσταϊν, αυτός δεν αρνείται τις αντιθέσεις του καπιταλισμού αλλά προσπαθεί να τις αμβλύνει και όχι να πετύχει την άρση τους μέσω της ανάπτυξης τους. (6)
Ο Μπέρνσταϊν απορρίπτει την υλιστική μαρξιστική διαλεκτική την οποία ταυτίζει με την ιδεαλιστική διαλεκτική του Χέγκελ, που με τη σειρά της την απορρίπτει κι αυτή, διότι περιέχει την ιδέα της καταστροφής. "Η διαλεκτική μέθοδος αποτελεί το δόλιο στοιχείο της μαρξιστικής θεωρίας, την παγίδα, το εμπόδιο που φράζει το δρόμο σε κάθε ορθή παρατήρηση των πραγμάτων" (7)
Όπως επισημαίνει ο Λένιν, στον Μπέρνσταϊν και γενικότερα στο ρεφορμιστικό ιδεαλισμό έχουμε να κάνουμε με μιαν αντικατάσταση της "περίπλοκης" (και επαναστατικής) διαλεκτικής με την "απλή" (και ήρεμη) εξέλιξη" (8)
Ο Μπέρνσταϊν λοιπόν αρνείται την επαναστατική άρση των αντιθέσεων και επιδιώκει τη συμφιλίωση τους και θεωρεί ότι αυτή η συμφιλίωση μπορεί να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του αστικού κράτους και ότι συνεπώς η επαναστατική του υπέρβαση είναι περιττή.
Στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας του μαρξισμού αρνείται την ισχύ της λυδίας λίθου, της θεωρίας της αξίας. "Κατ΄αρχήν - γράφει - όπως είναι επιτρεπτό για τον Μαρξ να παραβλέπει τις ιδιότητες των εμπορευμάτων, ώστε τελικά να μείνουν μόνο σαν ενσωματώσεις ποσοτήτων απλής ανθρώπινης εργασίας, έτσι έχει επίσης το δικαίωμα η σχολή των Μπεμ και Γιέβους να κάνει αφαίρεση από όλες τις ιδιότητες των εμπορευμάτων εκτός από τη χρησιμότητά τους" (9)
Μ ΄άλλα λόγια ο Μπέρνσταϊν υποστήριζε ότι στην ανάλυση της αξίας των εμπορευμάτων πρέπει να υπολογίζεται όχι μόνο ο χρόνος εργασίας που αναλώθηκε στην παραγωγή τους αλλά και η οριακή τους χρησιμότητα, οι ανάγκες τις οποίες εξυπηρετούν οι διαθέσεις των καταναλωτών. Ταυτόχρονα πρότεινε να χρησιμοποείται η θεωρία της οριακής χρησιμότητας για την ερμηνεία των αποκλίσεων που παρουσιάζουν οι τιμές αγοράς από την αξία των εμπορευμάτων.
Συνολικά ο Μπέρνσταϊν αρνιόταν τις θεμελιακές θεωρητικές προϋποθέσεις του μαρξισμου και πάνω σ΄αυτή τη βάση απέρριπτε και όλη τη μαρξιστική συλλογιστική που θεμελιωνόταν σ΄αυτές. Θεωρούσε ότι οι κρίσεις του καπιταλισμού θα είναι όλο και πιο περιορισμένες κι ότι αυτές μπορούν να ξεπεραστούν με την ανάπτυξη των μονοπωλίων, του πιστωτικού συστήματος, των οργανώσεων των επιχειρηματιών, της πληροφόρησης.
Ταυτόχρονα απέδιδε στο μαρξισμό την αντίληψη της αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού, ενώ όπως είδαμε η μαρξιστική αντίληψη δεν υιοθετεί την αυτόματη κατάρρευση του καπιταλισμού, ούτε όμως τη δυνατότητα εξαφάνισης των αντιθέσεων του, δίχως την επαναστατική υπέρβαση του.
(πρώτο μέρος 17ου κεφ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου