Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

15.4.10

Δημήτρης Δημητριάδης

Δεν ξέρω πόσοι από σας είχατε τη τύχη να δείτε χτες το βράδυ τη συνέντευξη του Δημήτρη Δημητριάδη στην εκπομπή "Ανιχνεύσεις" στη ΕΤ.
Αντιγράφω εδώ ένα κείμενο και μπορείτε να βρείτε δύο ακόμα κείμενα "γνωριμίας" στο anixneuseis.gr


Εμείς και οι ΄Ελληνες

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ


Παραλλάσσοντάς τον, δανείζομαι τον τίτλο από το κείμενο του Ph. Lacoue-Labarthe «Ο Χέλντερλιν και οι Έλληνες», ένα κείμενο που, με τη συγγενική του θεματογραφία, διατρέχει υπόγεια το δικό μου, όπως το διατρέχει και το κείμενο του Dominique Grandmont «Η Ελλάδα του Καβάφη», το οποίο υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την οργάνωση και διατύπωση των παρακάτω σκέψεών μου. Από το κείμενο του Lacoue-Labarthe κρατώ επίσης την προμετωπίδα του Heiner Muller στην οποία θα επανέλθω αργότερα.


Ο κληρονόμος αναλογίζεται την κληρονομιά του από τη στιγμή που απειλείται με την απώλειά της. Ο κίνδυνος να τη χάσει ή να αποδειχθεί ότι δεν του ανήκει κινητοποιεί τον μηχανισμό της ιδιοποίησης μέσα του.

Ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει τη στοχαστική αναφορά σε αυτό.

Ξεκινώντας από αυτή την παρακινδυνευμένη διαπίστωση, δίνεται η ευκαιρία να προσφύγουμε από την περιφέρεια στο κέντρο, από την περίμετρο στην καρδιά του προβλήματος, από τον εφησυχασμό στην ανησυχία. Να τολμήσουμε, όχι χωρίς συνέπειες, την ακρότητα.


Την θανάσιμη έξοδο.


Έτσι λοιπόν, η παραπάνω διαπίστωση μας εισάγει κατευθείαν στη ζώνη του κινδύνου. Περνούμε, σχεδόν συνειρμικά, στην ετερότητα.

Η ετερότητα είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η Ελλάδα.


Η Ελλάδα αποκλείει την ταύτιση μαζί της.


Αποκλείει την ταυτότητα.


Και όλα τα παράγωγά της. Την οικειότητα, τη συγγένεια, την κατοχή, την ασφάλεια.

Εμείς, κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής, μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αντιμετωπίζουμε τους Έλληνες.

Να τους αντιμετωπίζουμε ως ξένους.

Εμείς ως μη Έλληνες.

Ως μη Έλληνες εμείς τι είμαστε;

Κάτοικοι μιας γεωγραφικής περιοχής που κατοικήθηκε από ανθρώπους που προσπάθησαν να γίνουν κάτι. Η προσπάθεια αυτή και οι καρποί της τους έκαναν Έλληνες.

Εμείς δεν καταβάλλουμε καμία παρόμοια προσπάθεια. Επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε Έλληνες.

Δεν είμαστε Έλληνες.

Το δεδομένο και το εξασφαλισμένο αποκλείουν την προσπάθεια.

Ο αποκλεισμός της προσπάθειας μάς αποκλείει από το να γίνουμε Έλληνες. Όσοι δεν προσπαθούμε να γίνουμε Έλληνες, ούτε είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ Έλληνες.

Να ένας πολύ σοβαρός λόγος για να μην επιστραφούν ποτέ τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Η μη επιστροφή τους θα πρέπει να συνιστά εθνικό στόχο διότι έτσι επιτυγχάνεται η ευεργετική ρήξη στη συνέχεια, η θραύση του κεκτημένου. Ο κληρονόμος διαπιστώνει ότι οφείλει να αγωνιστεί προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας πάνω στη θεωρούμενη ως δεδομένη και εξασφαλισμένη κληρονομιά του. Διαπίστωση τραγικού μεγέθους.

Η Ελλάδα δεν ανήκει στους Έλληνες.

Αυτό είναι το τραγικό μέγεθος.

Οι Έλληνες είναι Έλληνες επειδή και όταν η Ελλάδα δεν τους ανήκει.

Το ανάποδο σλόγκαν, δημαγωγικό και παραπλανητικό, στην πραγματικότητα αντιλαϊκό και στην ουσία ανθελληνικό, ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του σημερινού μηδενός, κολάκευε το ατταβιστικό αίσθημα κυριότητας επιστεγάζοντας, με την αγοραία μαυλιστικότητά του, τη βολεμένη και ανέξοδη βεβαιότητα του αυτοβαυκαλιζόμενου κατέχοντος.

Διότι, πίσω από την ύπουλη φτήνια αυτού του σλόγκαν, κρυβόταν ο απεριχώρητος τρόμος της απώλειας.

Μιας απώλειας συντελεσμένης.


Οι Έλληνες δεν ανήκουν στην Ελλάδα.

Οι Έλληνες δεν είναι Έλληνες.

Τι είναι, λοιπόν;

Το τίποτε.

Ιδού το χαρμόσυνο άγγελμα.

Το τίποτε.

Με αυτό παρέχεται η κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι.

Ελλοχεύει όμως και ο κίνδυνος να παραμείνουν όλα εκεί που είναι.

Στον ανέξοδο βαυκαλισμό του κατέχοντος.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως θα συμβεί το δεύτερο.


Η καθησυχασμένη βεβαιότητα ότι η κληρονομιά μάς ανήκει αδιαφιλονίκητα, καθιερώνει την εθνική στειρότητα ως κυρίαρχη συμπεριφορά, την αγκίστρωση στα κεκτημένα ως άρχουσα νοοτροπία, τον μηρυκασμό των στερεοτύπων ως ασφάλεια συνέχειας.

Προτάθηκαν όλα τα σχήματα ερμηνείας αυτής της συνέχειας, ιδεολογικά και γεωφυσικά.

Ολοκληρώθηκαν και απέτυχαν όλα. Κατέληξαν σε αδιέξοδα. Παρήγαγαν ψευδαισθήσεις. Διένειμαν ανυπόστατους ρόλους. Απέδωσαν ψευδείς τίτλους. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξαπάτησαν καλλιεργώντας την αυτοτέλεια του προσωπείου πάνω στην ανυπαρξία προσώπου.

Δεν παράγεται πολιτισμός με την αναπαραγωγή του δεδομένου.

Δεν παράγεται πολιτισμός με τον μηρυκασμό του εξασφαλισμένου.

Θεμελιώδης εκπρόσωπος της γενιάς που πρότεινε κι αυτή μια δική της Ελλάδα, ως εκδοχή ιδιοποίησης της Ελλάδας, αναρωτήθηκε: «Μήπως όλα αυτά που σκεφτήκαμε για την Ελλάδα ήσαν ψέματα, κατασκευάσματα του μυαλού μας;».
Ιδού η καρδιά του προβλήματος.

Παραμένει ακόμη ανέγγιχτη. Επειδή το άγγιγμά της είναι αφόρητο.

Δεν είμαστε τίποτε.

Μόνον αυτή η βεβαιότητα παράγει ενέργεια, μόνον αυτή κινητοποιεί, ωθεί στην προσπάθεια να προσπελαστεί ο στόχος.

Ποιος είναι αυτός;

Να γίνουμε Έλληνες.

Με τι τρόπο;

Αναγνωρίζοντας σε εκείνους τον ξένο.

Αν μας ενδιαφέρει.

Όντας ίδιοι, δηλαδή ταυτόσημοι με εκείνους, δεν είμαστε κανείς. Κανείς δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ίδιος με τους Έλληνες. Κανείς δεν είναι Έλληνας.

Γίνεται ή προσπαθεί να γίνει.

Παραμένοντας ανελλιπώς ξένος.

Με την ιδιότητα του ξένου, συγκαταλεγόμαστε, αν το θέλουμε, στη χορεία εκείνων που θέλουν να τείνουν προς την Ελλάδα.

Το ότι ζούμε στα ίδια χώματα δεν σημαίνει τίποτε. Στην πραγματικότητα φιλοξενούμαστε. Εκείνοι, οι Έλληνες, μας φιλοξενούν.

Το ότι στα θεμέλια του σπιτιού μας υπάρχουν θαμμένα τα σπίτια αρχαίων τραγικών δεν σημαίνει τίποτε. Δεν αρκεί αυτό για να μας κάνει τραγικούς, ή συγγενείς και συνεχιστές των τραγικών. Η τραγικότητα είναι υπόθεση άλλων θεμελίων που δεν τα υποψιάζονται όσοι έχουν τάξει τη ζωή τους και το έργο τους στη θλιβερή κολακεία ενός δήθεν λαϊκού αισθήματος το οποίο οι ίδιοι καρπώνονται με ανεξάντλητη απληστία και εγωπαθή μονομανία.

Το ότι βλέπουμε από το μπαλκόνι μας την Ακρόπολη δεν σημαίνει τίποτε. Η θέα δεν συνιστά εγγύηση ταυτότητας. Το τοπίο δεν αποτελεί τεκμήριο συνέχειας. Δεν μας εισάγει στο πνεύμα που γέννησε τη μυθοποίηση του τοπίου. Τη μεταποίηση της γεωγραφίας από φύση σε ποίηση.

Το ότι μιλούμε την ίδια γλώσσα επίσης δεν σημαίνει τίποτε. Τη γλώσσα πρέπει να την σκέφτεται κανείς για να την μιλήσει. Πρώτα σκέφτομαι τη γλώσσα και μετά την μιλώ. Ποιος σκέφτεται τη γλώσσα εδώ; Ποιος κάτοικος αυτής της γεωγραφικής περιοχής μιλά τη γλώσσα επειδή πρώτα την σκέφτεται;

Με την κατάρρευση των επικαλυμμάτων αποκαλύπτεται το σταθερό ζητούμενο, η δημιουργία τρόπων μεταποίησης του μη υπάρχοντος σε υπάρχον. Διάπλαση μορφών.

Προσέγγιση απροσέγγιστου στόχου.

Ξανά από την αρχή.

Πάλι και πάλι.

Ως εκ του μηδενός.

Σύλληψη του ανέφικτου.

Παραβίαση του ορίου που διαχωρίζει αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε από εκείνο που στην πραγματικότητα δεν είμαστε.

Είναι μία απόπειρα ελληνική.

Για να είναι ένας λαός δημιουργικός, οφείλει να ζήσει την έλλειψη εκείνου που τον έκαναν να πιστεύει πως είναι. Και να δημιουργήσει τους τρόπους με τους οποίους θα καλύψει την έλλειψη. Έτσι δημιουργούνται πολιτισμοί. Με την κάλυψη του κενού. Ανέφικτη κάλυψη.

Όμως αυτό το ανέφικτο συνιστά την αληθινή προσπάθεια. Η ανέφικτη κάλυψη της έλλειψης και του κενού.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν ότι η έλλειψη και το κενό όχι μόνον δεν θα καλυφθούν, αλλά ότι θα εξακολουθούν να μη βιώνονται ως έλλειψη και ως κενό. ʼρα δεν χρειάζεται να γίνει καμία προσπάθεια.

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως αυτό που έχουμε το έχουμε αναμφισβήτητα, πως αυτό που είμαστε το είμαστε αναμφισβήτητα.

Ο ορισμός της γραφικότητας και της μικρόνοιας.

Τίποτε δεν έχουμε και τίποτε δεν είμαστε.

Στο τίποτε αυτό προσφέρεται η πιο χαρμόσυνη αγγελία, ο μόνος αληθινός ευαγγελισμός.

Τι λέει;

Λέει: Αυτή είναι η πραγματική αφετηρία, ξεκινήστε, μπορείτε τα πάντα, αποπαγιδευτείτε, σπάστε τις εμπλοκές, τολμήστε την απεμπλοκή από τα ψεύδη και τα προσωπεία, μη φοβάστε, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα και άλλες αφηγήσεις, περάστε από τα στερεότυπα στην άπλαστη λάσπη, από το παγωμένο βλέμμα στο κοίταγμα της αβύσσου. Πλάστε τη φωτιά.

Τρομερό το αίτημα.

Ζητά δημιουργικότητα.

Διακινδύνευση. Τόλμη.

Ζητά ζωή.

Ζητά παραδοχή μιας προσπάθειας κατά την οποία θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε το ελληνικό ως έτερο. Το έτερο ως ελληνικό.

Γιγαντομαχία.

Διότι το ελληνικό δεν είναι έμφυτο ούτε εμφυτεύσιμο· δεν είναι φυσικό· δεν κληρονομείται, δεν μεταβιβάζεται, δεν κατοχυρώνεται, δεν διασφαλίζεται, δεν καταχωρείται.

Το ελληνικό δεν είναι ευρήματα ανασκαφών και διεκδικήσεις αρχαιοτήτων· δεν είναι κομπορρημοσύνη μεταπρατών και διαπραγματεύσεις κυβερνητικών παραγόντων· δεν είναι εξαγγελίες υπουργείων και τουριστικοί πομφόλυγες.

Το ελληνικό είναι επίκτητο.

Κατακτάται, εάν ευοδωθεί η προσπάθεια της κατάκτησής του.

Μπορούμε να γίνουμε ελληνικοί;

Γίνεται κανείς ελληνικός όταν αρχίσει να στέκεται αντίκρυ στους Έλληνες.

Στέκομαι αντίκρυ, σημαίνει, ανάμεσα σ’ εμένα και στο άλλο υπάρχει απόσταση.

Κάτι περισσότερο: ρήξη, χάσμα.

Ρήξη μας χωρίζει από τους Έλληνες.

Χάσμα χάσκει ανάμεσα σ’ εμάς και την Ελλάδα.

Ρήξη και χάσμα, όμως, είναι προϋποθέσεις στοχασμού.

Γιατί δεν υφίσταται στοχασμός σ’ αυτήν την γεωγραφική περιοχή; Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό.

Το ίδιο, το ταυτόσημο, είναι άστοχα.

Ο στοχασμός προϋποθέτει στόχο.

Η ένωση, η ταύτιση, η ταυτότητα, αποκλείουν τον στοχασμό εφόσον θεωρούν τον στόχο δεδομένον και εξασφαλισμένον, κατακτημένον μια για πάντα.

Ο στοχασμός όμως εκκινεί από την απώλεια, την απουσία, την έλλειψη. Ο στοχασμός εκκινεί από τη συνείδηση του τίποτε.

Είναι ομογάλαγκτος του μηδενός.

Είναι το ίδιον της ετερότητας.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να κατοικούμε σ’ αυτά εδώ τα μέρη.

Θάλασσες, νησιά και βουνά, εξαντλήθηκαν στις γιγαντοαφίσες.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να μιλούμε αυτήν τη γλώσσα.

Ακούστε το αφασικό παραμιλητό των τηλεπολιτικών.

Μόνον ως ξένοι δικαιούμαστε να αναφερόμαστε στους Έλληνες. Κοιτάξτε γύρω σας τον πληθυσμιακό πολτό, με εγχάρακτη στα πρόσωπά τους την ολική αποτυχία.

Το πεδίον ωστόσο ανοίγεται μπροστά μας, απέραντο αλλά δύσβατο. Μόνον γυμνούς και ατιτλοφόρητους μπορεί να μας δεχτεί.

Ενδεδυμένους μόνον την περιβολή του τίποτε.

Ειδάλλως δεν πρόκειται να υπάρξει άλλη φορά πολιτισμός εδώ. Αν μας ενδιαφέρει αυτό.


Μπορούμε να συλλάβουμε το μήνυμα;

Μπορούμε να συλλάβουμε τον αναγεννησιακό του χαρακτήρα;

Τη λυτρωτική του διάσταση; Τη ζωτική του ώθηση;

Μπορούμε να καταλάβουμε ότι μόνον αυτό μπορεί να μας βγάλει από τους τάφους; Να διακόψει την αέναη μετακίνησή μας από φέρετρο σε φέρετρο;

Τα πάντα γύρω μας κραυγάζουν πως όχι, δεν μπορούμε.

Τι μένει, λοιπόν;

Ανθρωποι.

Ανθρωποι που γεννιούνται, αρρωσταίνουν, γηράσκουν και πεθαίνουν, μέσα στην τριβή της καθημερινής τύρβης, αλληλοαγαπώμενοι και αλληλοσπαρασσόμενοι. Μαιευτήρια, κρεβατοκάμαρες, νοσοκομεία και νεκροταφεία. Ο αμετάφραστος πόνος.

Το άλλο όμως είναι άλλο.

Από τη μια η τρέχουσα ανθρωπινότητα, και από την άλλη το άλλο.


Η προμετωπίδα του Heiner Muller:

«Για να συμβεί κάτι, χρειάζεται να ξεκινήσει κάτι· το πρώτο σχήμα της ελπίδας είναι ο φόβος, η πρώτη εμφάνιση του καινούργιου ο τρόμος».

Όπως βλέπετε, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.

Γι’ αυτό και δεν προσφέρονται.

Για να προσφερθούν, πρέπει να τους προσφερθούμε εμείς προηγουμένως. Τίποτε δεν μας ανήκει.

Δικό μας είναι μόνον το τίποτε.

Δηλαδή η απόσταση.

Αθροισμα αποστάσεων θεωρούσε τη ζωή ο Πεντζίκης.

Η απόσταση.

Αυτή που γέννησε την ποίηση του Καβάφη.

Ο Καβάφης ήταν ελληνικός επειδή ήταν μακριά, αλλού. Δεν ήταν εδώ, δεν ήταν μαζί, δεν ήταν δικός τους, δεν τους θεωρούσε δικούς του. Ήξερε ότι δεν κατείχε.

Ελληνικός. Ιδιότητα τιμιότερη απ’ αυτήν δεν θεωρούσε άλλην.

Αυτό θα πει ελληνικός.

Να προσπαθείς να καλύψεις την απόσταση και να μην μπορείς.

«Η Ελλάδα ­ καταλήγει ο Lacoue-Labarthe ­ θα πρέπει να ήταν τούτος ο ίλιγγος και τούτη η απειλή: ένας λαός, ένας πολιτισμός που υποδηλώνονται, που δεν παύουν να υποδηλώνονται ως απρόσιτοι στον ίδιον τον εαυτό τους. Το κατ’ εξοχήν τραγικό, αν αληθεύει ότι το τραγικό αρχίζει με την κατάρρευση του μιμητού και την εξαφάνιση των προτύπων».

Μπορούμε να αποδεχθούμε και να αναλάβουμε αυτήν την κατάρρευση και αυτήν την εξαφάνιση;

Αν μας ενδιαφέρει.

Ειδάλλως, ας πάψουμε να σφετεριζόμαστε εκείνα που ανήκουν σε άλλους. Στους Έλληνες.

Τελειώνω επανερχόμενος στον τίτλο.

«Εμείς και οι Έλληνες».

Το «και», όπως φαντάζομαι ότι κατανοήθηκε, δεν είναι συζευκτικό· δεν συνδέει· αποσυνδέει· διαζευγνύει.

Στο θέμα που μας απασχολεί, για να συμβεί ένωση πρέπει να την ποδηγετεί ο χωρισμός· για να λάβει χώρα γάμος, πρέπει να ισχύει διαζύγιο. Με άλλα λόγια, ο μηχανισμός της τραγωδίας.

Όχι η καπηλευτική αναπαράστασή της στην πιο χυδαία και πληθωριστική εκδοχή της που είναι ό,τι πιο καθησυχαστικό υπάρχει, αλλά η αιματηρή παράσταση της ανέκδοτης εκδοχής της σε ό,τι πιο ανησυχητικό υπάρχει.

Το ελληνικό ως τρομακτικό.

Είναι καιρός, οι κάτοικοι αυτής της γεωγραφικής περιοχής επιτέλους να τρομάξουν γι’ αυτό που είναι, γι’ αυτό που δεν είναι, και γι’ αυτό που δεν θα καταφέρουν ποτέ να είναι.



Ο Δημήτρης Δημητριάδης είναι συγγραφέας



ΤΑ ΝΕΑ , 20-05-2000

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου