(οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Του Πανίκκου Χρυσάνθου
Συμφωνώ με την διαπίστωση του Στέλιου Αμερικάνου την νύχτα των εκλογών: Τα αποτελέσματα των εκλογών της περασμένης Κυριακής δείχνουν ότι το ένα τέταρτο αυτών που ψήφισαν, εκφράζει μια επιδοκιμασία στην πολιτική ενάντια στη διζωνική ομοσπονδία. Το πλαίσιο αυτό το περιέγραψε με σαφήνια στο εκλογικό του πρόγραμμα ο Γιώργος Λιλλίκας και το 25% συμφώνησε μαζί του και το ψήφισε. Συμφωνώ επίσης ότι αυτό είναι κάτι καινούριο. Όχι η αντιπαράθεση στη διζωνική ομοσπονδία. Αυτή ήταν γνωστό από χρόνια ότι υπήρχε.
Το καινούριο είναι που εκδηλώνεται σε πολιτική πράξη τόσο καθαρά και τόσο πλατειά για πρώτη φορά. Ο Γιώργος Λιλλήκας έδωσε ουσιαστικά φωνή σε αυτό που και κρυβόταν πίσω από εκφράσεις όπως «με σωστό περιεχόμενο», «πλήρης εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» κοκ, με τις οποίες μια σειρά από πολιτικές δυνάμεις (Παπαδόπουλος, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ) έκρυβαν (πίσω από το «ναι μεν αλλά») και ταυτόχρονα μαρτυρούσαν (μέ τις συμπαραδηλώσεις του «αλλά») την αντίθεση τους στη διζωνική. Ο Γιώργος Λιλλήκκας τόλμησε να δώσει πιο σαφή ιδεολογική χροιά στην άρνηση της διζωνικής εκθέτοντάς τους όλους για την έλλειψη τόλμης και ειλικρίνειας, ακόμα και τον τελευταίο του μέντορα, τον Τάσο Παπαδόπουλο. Γι αυτό και η μεγάλη αγάπη εκ μέρους του σκληρού ΕΥΡΩΚΟ, του μόνου κόμματος που, ως τώρα, απέρριπτε ανοιχτά τη λύση της διζωνικής ομοσπονδίας.
Ουσιαστικά ο Λιλλήκκας με την εκλογική του επιτυχία νομιμοποιεί στον αυτοκαλούμενο «μεσαίο χώρο», (που δεν είναι στην ουσία καθόλου μεσαίος αλλά εθνικιστικός ακροδεξιός), μια σαφή κι απόλυτη απορριπτική πολιτική τραβώντας τα ναι-μεν-αλλά-κόμματα στα άκρα κι επιδιώκοντας ξανά τον χωρισμό της πολιτικής τάξης αλλά και της κυπριακής κοινωνίας στους πατριώτες και τους προδότες, τους συμβιβασμένους και τους απορριπτικούς.
Ο Λιλλίκας είναι το παιδί που γέννησε και γαλούχησε τα τελευταία χρόνια ο απορριπτισμός κι η απουσία μέτρου και λογικής στην πολιτική μας ζωή. Και δεν είναι άμοιρες οι πιο «σώφρονες» πολιτικές δυνάμεις, που όχι μόνο τον ανέχτηκαν (τον απορριπτισμό και την ακρότητα) αλλά και τον ενίσχυσαν με την αναγνώριση και τις πρόσκαιρες πολιτικές τους συμμαχίες. Στη ζωή όλα έχουν σε βάθος χρόνου ένα τίμημα. Από αυτή την άποψη ο Λιλλήκας είναι το παιδί της νομιμοποίησης και προώθησης του Παπαδόπουλου στην πολιτική ζωή. Κι ανατρίχιασα την Κυριακή βλέποντας τις υποκλίσεις σεβασμού απέναντί του από εκείνους που θα έπρεπε να είναι προβληματισμένοι και να ανησυχούν.
Επειδή όμως ο Λιλλήκας ιδεολογικοποιεί το «όχι στη διζωνική» θα άξιζε να δούμε κι εμείς ιδεολογικά αυτή τη θέση. Όντως στηρίζεται σε μια αλήθεια. Στο γεγονός ότι η σημερινή κατάσταση στην Κύπρο είναι ένα προϊόν βίας. Η Τουρκία, μια μεγάλη και δυνατή στρατιωτικά χώρα, κατέλαβε ένα τμήμα του νησιού μας κι επέβαλε μια εθνική εκκαθάριση με τη δύναμη των όπλων της. Σύμφωνα με τις γενικά αποδεχτές αρχές σε παγκόσμιο επίπεδο εμείς οι αδικημένοι, οι διωγμένοι με τη βία από τα σπίτια μας, έχουμε το δικαίωμα όχι μόνο να πούμε όχι σε λύσεις, που επιβραβεύουν το νόμο της ζούγκλας αλλά ακόμα και ένοπλο αγώνα να κάνουμε (να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή νόμιμα βία) για να αποκαταστήσουμε την αδικία.
Ωστόσο – γιατί υπάρχει και ωστόσο – αυτή η μεγάλη αλήθεια έχει δίπλα της και κάποιες παράπλευρες, πιο μικρές αλήθειες: Εμείς οι αδικημένοι, τα θύματα, δεν είμαστε και τόσο αθώοι όσο μας εμφανίζει η παραπάνω εικόνα, ούτε μόνο τα θύματα. Υπήρξαμε και λίγο θύτες και λίγο ανόητοι, γιατί κάποιοι από μας ανοίξαν την πόρτα στην Τουρκία. Αν βάλουμε κι αυτές τις αλήθειες στη ζυγαριά της σκέψης μας, θα είμαστε σίγουρα λίγο πιο μαλακοί στις διαπιστώσεις μας, κάπως λιγότερο απόλυτοι και σίγουρα όχι και τόσο ενθουσιώδεις στα συνθήματα της εξέγερσης ενάντια στην αδικία (και τη διζωνική). Θα μπορούσαμε να περιδιαβάσουμε λίγο στη μνήμη και να βάλουμε και τη λογική να δουλέψει μαζί.
Δεν είμαστε εμείς που ξεκινήσαμε - μόλις πρόσφατα - ένα άλλο αγώνα, ολότελα δίκαιο και «λογικό», με τον ίδιο ενθουσιασμό του Λιλλήκα και των οπαδών του; «Ένωση και μόνο ένωση» δε λέγαμε; «Χωρίς κανένα συμβιβασμό, καμιά υποχώρηση». Γιατί καταλήξαμε στην διχοτόμιση; Έχουμε κάποια δικαιολογία, μετά το φοβερό πάθημα του 74, να ξανακοκορευόμαστε σήμερα ότι δε θα κάνουμε καμιά υποχώρηση, κανένα συμβιβασμό, επειδή έχουμε δίκαιο; Τι άλλαξε προς το καλύτερο, ώστε να τολμήσουμε να διανοηθούμε ότι μπορούμε να διώξουμε με τη βία ή τον εξαναγκασμό τον γίγαντα που μπήκε στο σπίτι μας και μας κρατεί από το λαιμό;
Αν δεν είμαστε απόλυτοι, μπορούμε να καταλάβουμε και την αλήθεια των «άλλων» κατοίκων του τόπου μας. Υπήρξαν κι αυτοί θύτες και θύματα όπως κι εμείς. Κι αν εμείς θέλουμε να μας αναγνωρίζουν σαν θύματα (γιατί διωχτήκαμε με τη βία από τα σπίτια μας) παρόμιοια ανάγκη έχουν κι αυτοί. Αν σκεφτεί κάποιος τα κόκκαλα που βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στα πηγάδια της Κύπρου, κι αν σκεφτεί το αυτονότητο, ότι οι άνθρωποι που τους ανήκαν, δεν πήγαν μόνοι τους να πηδήξουν εκειμέσα, μπορεί να μπει στο πετσί ενός Τουρκοκύπριου στα 1964. Επομένως έχουν κι αυτοί την ίδια με μας ανάγκη για ασφάλεια. Κι αν για μας η ασφάλεια έχει τ’ όνομα « έξω ο τουρκικός στρατός, όχι εγγυήσεις», γι αυτούς έχει τ’ όνομα «διζωνική ομοσπονδία». Ίσως, αν τους καταλαμβαίναμε, αν τους ζητούσαμε ένα συγγνώμη για ότι τους κάναμε, αν βάζαμε 2-3 φονιάδες της Τόχνης και της Μαράθας στη φυλακή, να ήθελαν κι αυτοί να παν πίσω στα σπίτια τους. Επειδή δεν το κάναμε, φαίνεται ότι μόνο στη διζωνική αισθάνονται προς το παρόν ασφάλεια. Επομένως η διζωνική δεν είναι μια μόνο δική τους ιδιοτροπία και ένα μόνο δικό τους δημιούργημα. Είναι και λίγο δικό μας.
Ο Λιλλήκας μιλά για τους Τουρκοκύπριους και τα δικαιώματά τους. Θα ήταν ειλικρινής απέναντί τους, αν μιλούσε και για τον πόνο και το φόβο τους. Κι αν υποδείκνυε μια λύση με βάση και αυτόν τον πόνο κι όχι μόνο με το δικό του. Χωρίς τον πόνο τους, η συμπάθεια απέναντι στους Τουρκοκύπριους είναι υποκριτική και ρατσιστική. Τους θέλει δεύτερης κατηγορίας πολίτες και αυτοί δεν είναι βλάκες για να τον εμπιστευτούν. Το ίδιο με μια μερίδα των Τουρκοκυπρίων, που μιλούν με όμορφα λόγια για ειρήνη. Αν τους ρωτήσεις πως την εννοούν, «να ζήσουμε, λένε, δίπλα-δίπλα». Υπονοώντας φυσικά, κρατώντας τα κλεμένα μας σπίτια. Ίδια λογική, ίδια υποκρισία. Μόνο που όταν το παίζεις ιδεολόγος και υπέρμαχος αρχών, η υποκρισία σου φουσκώνει υπέρμετρα.
Ομολογώ ότι έγραφα κι εγώ κάποτε «όχι στη διζωνική», κι αυτή είναι μια παλιά φωτογραφία στη Λευκωσία, που το μαρτυρά (1977). Ήμαστε μια ομάδα νεαρών «ρομαντικών», που μας έφερε μαζί ο αγώνας ενάντια στη διχτατορία της Ελλάδας κι οι ιδέες για ένα καλύτερο κόσμο χωρίς αδικίες και διακρίσεις.
Όταν ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο ηγέτης μας, μας έδωσε την πληροφορία ότι ο Μακάριος επρόκειτο να δώσει προτάσεις διζωνικής ομοσπονδίας κι απειλούσε ότι περίπου θα κήρυσσε την επανάσταση, αν τολμούσε, εμείς, που τον πιστέψαμε, βγήκαμε το βράδυ και γεμίσαμε τη Λευκωσία με συνθήματα ενάντια στη διζωνική. Φυσικά μας τράβηξε στη συνέχεια τ’ αυτί, κι αυτό ήταν για μένα ένα μεγάλο πολιτικό μάθημα, που με έμαθε να είμαι δύσπιστος στα μεγάλα λόγια. Θέλω όμως να καταλήξω κάπου αλλού.
Εμείς, οι αντιδιζωνικοί του 77, οι υποστηριχτές της ενιαίας Κύπρου, δεν έχουμε καμιά σχέση με τους απορριπτικούς του σήμερα. Εμείς είχαμε ένα σεβασμό στους Τουρκοκύπριους. Τους βλέπαμε ως ανθρώπους ισότιμους, παιδιά της ίδιας πατρίδας, και θέλαμε να ζήσουμε ειρηνικά μαζί και χωρίς διακρίσεις. Όντας κοντά στο χωρισμό δε μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα μπορούσε να απαρνηθεί κάποιος τον τόπο του. Η θέση μας ήταν ανθρωπιά όσο κι αν στο τέλος αποδείχτηκε ουτοπική.
Η σημερινή αντίδραση στη διζωνική δεν έχει σχέση με την ανθρωπιά και τον σεβασμό του άλλου. Άσε που μεγαλώνοντας έμαθα ακόμα μια αλήθεια, καθαρά αρχαιοελληνική: Η υποχώρηση κι ο συμβιβασμός είναι κι αυτά ανθρώπινες αρετές. Το είπε με απαράμιλλο τρόπο ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη του. Και μας έδειξε πόσο καταστρεπτική είναι η περιφρόνηση του μέτρου.
πηγή: Δέφτερη Ανάγνωση