Το θεώρημα της εναλλαγής στην εξουσία --ακριβέστερα της εναλλαγής στη διαχείριση του αστικού κράτους-- αφορά τη σειριακή διαδοχή "συντηρητικών" και "σοσιαλδημοκρατών" στο τιμόνι του, ούτως ώστε, με κάθε νομοτελειακή απογοήτευση των λαϊκών στρωμάτων από την εκάστοτε κυβέρνηση να διαδέχονται οι μεν τους δε. Είναι η βασική αρχή του αστικού διπολισμού, η οποία με τη σειρά της είναι η βασική μορφή της αστικής δικτατορίας στις λεγόμενες "φιλελεύθερες" δημοκρατίες.
Το ονομάζουμε "θεώρημα" διότι έχει μια προβλεπτική διάσταση: όσο δεν αλλάζει κάτι μαζικά στην ταξική συνείδηση και τον προσανατολισμό των λαϊκών στρωμάτων, παραμένει βέβαιο ότι την απογοήτευση με τους συντηρητικούς θα την καρπωθούν οι σοσιαλδημοκράτες και την απογοήτευση μαζί τους οι συντηρητικοί. Εδώ προβάλλει ως βασικό εμπειρικό σχήμα η αλληλουχία ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στην λεγόμενη "μεταπολίτευση."
Ωστόσο, η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και οι συνθήκες που αυτή εξαπολύει εισάγει την ανάγκη περαιτέρω επεξεργασίας και μερικής αναθεώρησης αυτού του θεωρήματος.
Ας ξεκινήσουμε με τα εμπειρικά δεδομένα που καθιστούν μια τέτοια αναθεώρηση αναγκαία:
Στην Ελλάδα, η περίοδος μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης με επίκεντρο τις ΗΠΑ αλλά πριν αυτή εκδηλωθεί πλήρως στη χώρα, βρήκε το ΠΑΣΟΚ στο τιμόνι της διαχείρισης, μετά από άλλη μια ταλάντωση του μηχανισμού του αστικού εκκρεμούς. Όμως το γεγονός ότι η εκδήλωση της κρίσης στη χώρα βρήκε τους σοσιαλδημοκράτες στο τιμόνι δεν σήμανε απλώς τον εκτοπισμό τους απ' αυτό. Σήμανε την κατάρρευσή τους, ή ακριβέστερα την πολυδιάσπασή τους σε μια σειρά από διάδοχα σχήματα, κανένα από τα οποία δεν κατορθώνει να συγκεντρώσει κάτι που να πλησιάζει την πριν την καπιταλιστική κρίση εκλογική τους ισχύ.
Παρόμοια είναι και η κατάσταση στην Κύπρο, με την ακόμη λιγότερο συγκριτικά δραματική εκλογική πτώση του ΑΚΕΛ, απ' το οποίο έχουν ήδη αποσπαστεί μεγάλα κομμάτια της παραδοσιακής εκλογικής του βάσης και δίπλα στο οποίο έχει ήδη εμφανιστεί ένα "αντι-ΑΚΕΛ", ένα κόμμα δηλαδή που για πρώτη φορά στην σύγχρονη κυπριακή ιστορία επιχειρεί να το διαδεχτεί ως σχήμα.
Στη Γαλλία, όπου η εκλογή Ολάντ συντελέστηκε εν τω μέσω της κρίσης (το 2012), τα πράγματα είναι εξίσου σαφή: καταβαράθρωση της δημοφιλίας του ίδιου με ιστορικό χαμηλό σε χρόνο-ρεκόρ, και ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση στο ήδη ισχυρό ρεύμα της ακροδεξιάς, με την δεξιά να ακολουθεί στη δεύτερη θέση.
Στην Αγγλία, η κοινοβουλευτική ηγεμονία των Εργατικών από το 1997 τελείωσε μετά την εκδήλωση της κρίσης, το 2010, και η τωρινή ηγεμονία των Τόρις και των φιλελευθέρων απειλείται περισσότερο από την ραγδαία άνοδο της "ευρωσκεπτικιστικής" ακροδεξιάς του UKIP παρά απ' την ενίσχυση των Εργατικών. Τα ΜΜΕ προβλέπουν άνετη επικράτηση των ακροδεξιών στις επερχόμενες ευρωεκλογές.
Στη Δανία είχαμε το αντίστροφο φαινόμενο, πάντα μέσα στα πλαίσια του αστικού εκκρεμούς: η "κεντροδεξιά" εκτοπίστηκε από την "κεντροαριστερά" στις εκλογές του 2011. Όμως στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις ενόψει ευρωεκλογών, υποσκελίζονται αμφότερες από την ακροδεξιά του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας.
Στην Ισπανία, οι εκλογές του 2011 καταβαράθρωσαν τους σοσιαλδημοκράτες, που έχασαν γύρω στο 38% της εκλογικής τους δύναμης το 2008 και έφεραν τα χειρότερα αποτελέσματα στην ιστορία τους κατά την ισπανική μεταπολίτευση. Σε αντίθεση βέβαια με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το δίπολο συντηρητικών-σοσιαλδημοκρατών φαίνεται προς το παρόν να αντέχει στη φθορά από ανερχόμενες εκλογικές δυνάμεις.
Έχουμε συνεπώς αρκετά δείγματα μιας διαφοροποίησης του κανόνα της ατέρμονης εναλλαγής δύο πόλων στην κυβερνητική καρέκλα. Η διαφοροποίηση αυτή έχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μορφή: οι συντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες δεν φθείρονται με τον ίδιο τρόπο και η φθορά τους δεν έχει τα ίδια πολιτικά αποτελέσματα.
Πιο συγκεκριμένα:
α) Όταν βρίσκονται οι σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση, υπάρχει σε αρκετές χώρες η τάση να καταβαραθρώνονται μέχρι του σημείου μη δυνατότητας επαναφοράς στο σύστημα της εναλλαγής. Το ΠΑΣΟΚ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά είναι πιθανό να το συνοδεύσουν, αργά ή γρήγορα, οι γάλλοι και οι κύπριοι σοσιαλδημοκράτες, ανάμεσα σε άλλους.
β) Η φθορά, από την άλλη, των συντηρητικών όταν βρίσκονται αυτοί στην κυβέρνηση, τείνει όλο και περισσότερο να μην επαναφέρει τους σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση, αλλά να ενισχύει τη φασιστική άκρα δεξιά.
γ) Προκύπτει, με άλλα λόγια, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, μια βασική ανισομετρία ανάμεσα στα συντηρητικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα: τα δεύτερα κινδυνεύουν να υποστούν ανήκεστο βλάβη όταν βρίσκονται στο τιμόνι της κυβέρνησης, ενώ τα πρώτα είτε φθείρονται συγκριτικά λιγότερο (ΝΔ σε σύγκριση με ΠΑΣΟΚ, για παράδειγμα), και/είτε τροφοδοτούν πιο ακραία δεξιά κόμματα με τη φθορά τους.
δ) Αν όμως η "δεξιά" μεταλάσσεται στη φθορά της σε "άκρα δεξιά", πουθενά μα πουθενά δεν μεταλάσσεται η σοσιαλδημοκρατία σε κομμουνισμό. Κανένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν γεννά μια "ριζοσπαστική" εκδοχή του καθώς το ίδιο φθείρεται, κι αυτό γιατί εξ ορισμού, το γήπεδο μιας καπιταλιστικής κοινωνίας "γέρνει" υπέρ της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας και φυσικά, της αναπαραγωγής στο διηνεκές των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (το σημείο που μονίμως καμώνονται πως δεν γνωρίζουν οι αστείες "αριστερές πτέρυγες" της σοσιαλδημοκρατίας). Το ΠΑΣΟΚ, θυμίζουμε, δεν γέννησε τίποτε άλλο απ' τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, το Ποτάμι, και την Ελιά. Η δεξιά, στο μεταξύ, γέννησε τη Χρυσή Αυγή.
ε) Η ανισομετρία αυτή, η οποία βρίσκεται στην καρδιά της μετεξέλιξης της Ευρώπης σε "μαύρη ήπειρο" έχει φυσικά στα θεμέλιά της τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται το πολιτικό εποικοδόμημα σε συνθήκες ύφεσης ενός καπιταλισμό στο ανώτατο στάδιό του, το στάδιο του αντιδραστικού μονοπωλιακού ιμπεριαλισμού. Ένα βαθύτατα αντιδραστικό και σάπιο οικονομικό σύστημα δεν μπορεί να βιώσει την κρίση του παράγοντας "ελπίδες", όπως βαυκαλίζονται οι διάφορες εκδοχές της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι σε θέση να παράξει τίποτε άλλο από σκότος και φρίκη.
στ) Υποκειμενικά όμως, ή αν προτιμάτε, στο επίπεδο της ατομικής συνείδησης, αυτό το οποίο παίζει κρίσιμο ρόλο στην ανισομετρία μετεξελίξεων είναι η ανισομετρία της βασικής και ενσωματωμένης λαϊκής στάσης απέναντι στον διπολισμό της αστικής δικτατορίας: απέναντι στους συντηρητικούς ο λαός έχει πάντα χαμηλές προσδοκίες, και μαθαίνει να ερμηνεύει την έλλειψη προσδοκιών του ως "ρεαλισμό" (ο μαζοχιστικός κυνισμός του κακομοίρη). Απέναντι στους σοσιαλδημοκράτες, έχει μάθει να έχει πάντα παραφουσκωμένες και ουτοπικές προσδοκίες για πράγματα ανέφικτα (ο Δονκιχωτισμός του ονειροπόλου μικροαστού). Κατά συνέπεια, η "απογοήτευση" από τους μεν σε συνθήκες κάθετης όξυνσης της ταξικής πάλης για πόρους και μερίδιο στην πίττα έχει όρια γιατί όρια έχουν και οι προσδοκίες. Η απογοήτευση από τους δεύτερους όμως δεν γνωρίζει όρια και είναι ευθέως ανάλογη των προσδοκιών. Για αυτό, ασφαλώς, ευθύνεται η ανεύθυνη αερολογία των ίδιων των σοσιαλδημοκρατών, η οποία καταλήγει σε πάμπολλες περιπτώσεις να πριμοδοτεί την "ρεαλιστικοποίηση", δηλαδή την αποδοχή ως συνώνυμου της αντικειμενικής πραγματικότητας, του κυνισμού των αρπακτικών.
ζ) Κατανοούμε έτσι με ιδιαίτερη ευκρίνεια ότι η περιώνυμη "ριζοσπαστικοποίηση" σε επαναστατική κατεύθυνση δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την "απογοήτευση" από τις μορφές του διπόλου της αστικής δικτατορίας. Η "απογοήτευση" αυτή λαμβάνει εξ ολοκλήρου χώρα σε ξένο έδαφος, στο έδαφος της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, και για αυτό δεν παράγει τίποτε άλλο παρά ριζοσπαστικοποιημένη αντίδραση, δηλαδή φασισμό. Το πέρασμα στην κομμουνιστική στράτευση δεν έχει ως προϋπόθεση καμία τέτοια απογοήτευση, καμία δηλαδή απλή εμπειρία της άρνησης και του αρνητικού, αλλά προϋποθέτει, εντελώς στοιχειωδώς και απαραίτητα, την πίστη στην δυνατότητα για έναν άλλο δρόμο, την κατάφαση των λαϊκών στρωμάτων στις δικές τους δυνάμεις, στη δική τους δυνατότητα να οργανώσουν τα ίδια την οικονομική και πολιτική ζωή. Η κατάφαση αυτή δεν μπορεί να είναι αφηρημένη, να είναι απλώς μια ιδέα, αλλά πρέπει να βρίσκει πρακτικά ερείσματα στα αποτελέσματα της λαϊκής αυτο-οργάνωσης, της λαϊκής συσπείρωσης σε μορφές ανεξάρτητες από αυτές του αστικού κράτους. Είναι λοιπόν εντελώς απαραίτητο για τους κομμουνιστές να προωθούν αυτές τις μορφές, είτε αυτές λέγονται ταξικά συνδικάτα, είτε λέγονται επιτροπές αγώνα και απεργιακά συμβούλια, είτε Λαϊκές Επιτροπές. Να εργάζονται εδαφικά, στο απτό έδαφος των συρρικνούμενων μορφών από κοινού εργασίας και καθημερινής ζωής (η ανεργία τείνει να περιθωριοποιεί τεράστια κομμάτια των παραγωγικών δυνάμεων, να τα απομονώνει στην παραλυμένη ιδιωτεία, να τα σπρώχνει στην πολιτική του καναπέ που μεταφράζεται σε αναμονή σωτήρων και απαιτείται τεράστια προσπάθεια για να αντισταθμιστούν αυτές οι τάσεις), να συσπειρώνουν, να διαφωτίζουν, να προπαγανδίζουν το εφικτό της ανατροπής της αστικής εξουσίας, να εξηγούν τα στάδια εξελικτικής ποιοτικής ανόδου που προϋποθέτει ένας τέτοιου είδους στόχος, τις αρετές που πρέπει να καλλιεργηθούν για την αντοχή στην επίπονη πορεία προς την τελική σύγκρουση με το τέρας του ιμπεριαλισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου