Από τη σκοπιά του αστισμού το κράτος ανασχεδιάζεται ως κυρίαρχη εξουσία, η οποία αποβάλλει τις αυταπάτες της συναίνεσης και αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο στην επανεκκίνηση της διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου. Στο χώρο της μικροαστικής πολιτικής και ιδεολογίας, υπάρχουν κατά φαινόμενο ετερόκλητα «αφηγήματα», τα οποία όμως όλα τείνουν προς την αποδοχή της συνθήκης, την οποία περιγράψαμε ακροθιγώς παραπάνω: Το κράτος είτε ως ετοιμόρροπο οχυρό, το οποίο θα καταληφθεί από μια εκλογική έφοδο, είτε ως μια μεταβατική μορφή προς κάτι προφανώς θολό και αδιευκρίνιστο, την οποία μορφή θα λάβει υπό την πίεση ενός από τα κάτω εκβιασμού, είτε ως κάτι, που με μια σχεδόν μαγική-μεταφυσική έννοια αναδύεται μέσα από τον μαζικό κινηματισμό τύπου «αγανακτισμένων» και συντείνει σε μια μεταμοντέρνα έννοια «δημοκρατίας».
Στην Ελλάδα η έννοια του «κράτους» έχει γίνει κάτι σαν αυτό, το οποίο ο Benjamin περιέγραφε με το όρο «έγνοια», ως μια πνευματική αρρώστια, η οποία προσιδιάζει στην καπιταλιστική εποχή. –Όλοι ασχολούνται με το «κράτος», κανένας με την «κοινωνία» και την «οικονομία». Ο Hobbes ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί την απήχηση του Leviathan στη μαζική κουλτούρα αυτής της γωνιάς του ευρωπαϊκού νότου, την οποία λέμε «Ελλάδα».
Τι όμως συμβαίνει τα τελευταία τέσσερα χρόνια με το ελληνικό κράτος;
Όντως το κράτος τα τελευταία τέσσερα χρόνια με επιθετικό και αποφασιστικό τρόπο προσανατόλισε και στοχοπροσήλωσε όλες τις λειτουργίες και δραστηριότητές του στη θεσμικοποίηση-κανονικοποίηση ενός συντριπτικά πιο ευνοϊκού συσχετισμού υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της εργασίας, ο οποίος βασικό υλικό αποκρυστάλλωμα έχει τη σαρωτική τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Επίσης όντως τα τελευταία τέσσερα χρόνια μεταβλήθηκε η υλικότητα του ελληνικού αστικού Συντάγματος προς μια πιο αυταρχική-αντιδραστική και καθαρά αντεργατική κατεύθυνση, με βασικό άξονα την ένταση και αναβάθμιση της κρατικής και παρακρατικής-φασιστικής καταστολής, την σαρωτική ποινικοποίηση κάθε μορφής εργατικού αγώνα και ειδικά της απεργίας και τη θεσμικοπολιτική αναβάθμιση του αντικομμουνισμού (όλα αυτά τα οποία περιγράφονται με το δόγμα «νόμος και τάξη»).
Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η μεταβολή στην υλικότητα του αστικού Συντάγματος έγινε, χωρίς να είναι αναγκαία κάποια μεταβολή στο τυπικό Σύνταγμα. Κι αυτό δείχνει ότι από το 2001 (συμβατικό ορόσημο) είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα νομοθετικό-δικαιοδοτικό-πρακτικό πλαίσιο, το οποίο θωράκιζε από άποψη καταστολής την αστική εξουσία. Αυτό το πλαίσιο είχε να κάνει αφενός με την προσαρμογή της ελληνικής ποινικής και ποινικοδικονομικής νομοθεσίας και πρακτικής στις επιταγές της ΕΕ και αφετέρου με την εισαγωγή νομοθετικών κατασταλτικών μέτρων και πρακτικών, οι οποίες κάλυπταν πιο «εγχώριες» ανάγκες (ριζική μεταβολή της νομολογίας απέναντι στους εργατικούς αγώνες και δη απέναντι στην απεργία, συγκρότηση μηχανοκίνητων αστυνομικών τμημάτων, «κουκουλουνόμος» κλπ).
Εν ολίγοις τα τελευταία τέσσερα χρόνια το αστικό κράτος στην Ελλάδα εισήλθε εκούσια-ακούσια σε μια υλική-πρακτική διαδικασία απομυστικοποίησης της ταξικής φύσης και χαρακτήρα του. Σχεδόν εξαφανίσθηκαν οι παλιές ρητορείες και πρακτικές του «κοινωνικού εταιρισμού», του «κοινωνικού διαλόγου», των «ατομικών δικαιωμάτων» και τα κανακέματα στην «κοινωνία των πολιτών» και άρχισε ξανά το κράτος μέσα από τις ξινισμένες μούρες του Βενιζέλου, του Δένδια, του Σαμαρά και από κάθε γλοιώδη ή ντροπαλό κοντυλοφόρο της αστικής τάξης, να περιγράφεται με τους όρους μιας νομικίστικης machina machinarum, η οποία θεσπίζει νόμους και τους επιβάλλει, επικαλουμένη και επιστρατεύουσα πάνω απ' όλα το μονοπώλιο της βίας.
Ένα ιδιαίτερο σημείο, στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε αναφορικά με την συγκρότηση του σύγχρονου κράτους, είναι το έτος 2001 και τα όσα ακολούθησαν των χτυπημάτων στη Ν. Υόρκη και στο Λονδίνο. Πρόκειται για τη στιγμή, κατά την οποία η νομική συγκρότηση του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους αντιστοιχίζεται στις ανάγκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο οποίος εκείνη τη χρονιά εισέρχεται σε μια κρίσιμη καμπή κλιμάκωσης και κορύφωσης.
Η ποιοτική διάφορα σε σχέση με το παρελθόν έγκειται στην εισαγωγή καινούριας νομοθεσίας με βασικό ορόσημο την περιβόητη Patriot Act στις ΗΠΑ και το καινούριο νομικό καθεστώς για τους κρατούμενους στα πλαίσια της «αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας». Βασικές νομικές και δικονομικές εγγυήσεις στο πεδίο των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι οποίες καθορίζονταν από ανώτερες αρχές του δίκαιου και συνταγματικές διατάξεις, ανεστάλησαν και στη θέση τους υπεισήλθαν και πλέον ισχύουν ως νομικά έγκυρες μονομερείς αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας.
Η χώρα μας δεν θα αργήσει να προσαρμοσθεί στο νέο κατασταλτικό παράδειγμα. Ήδη από το 2001 ψηφίζεται ο Νόμος 2928 με τίτλο «Για την προστασία του πολίτη από αξιόποινες πράξεις εγκληματικών οργανώσεων», ο αποκαλούμενος τρομονόμος, τον οποίο θα ακολουθήσουν στη συνέχεια άλλοι τρεις. Το καλοκαίρι του επόμενου έτους στον Πειραιά μια βόμβα σκάει στα χεριά ενός άντρα…Πρόκειται για την απαρχή του πιο πετυχημένου μέχρι σήμερα κατασταλτικού παραμυθιού του ελληνικού κράτους…Καλοκαίρι 2004, ο αττικός ουρανός ανοίγει τις αγκάλες του για το «Ζέπελιν», οι στύλοι της Αθήνας γεμίζουν κάμερες, στο εσωτερικό των σταδίων περιπολεί στρατός…η νέα κατασταλτική ιστορία έχει αρχίσει για τα καλά και συνεχίζεται…
Τα θεμέλια της αστικής νομοθεσίας, την οποία κάθε λογής οπορτουνιστές και ρεφορμιστές επίτηδες για να συσκοτίσουν και να παραπλανήσουν αποκαλούν «εξαίρεση» και «κατάσταση ανάγκης» και προφανώς την συνδέουν με το «μνημόνιο», βλέπουμε ότι έχουν αρχίσει να τίθενται από το 2001 (εποχή «ευδαιμονίας»). Τα τελευταία τέσσερα χρόνια αυτό που ζούμε, δεν είναι τόσο η εισαγωγή νέας κατασταλτικής νομοθεσίας ή η αναστολή της προϋπάρχουσας, αλλά ακριβώς η ενεργοποίηση και η εφαρμογή διατάξεων, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε ανύποπτο (για τους μικροαστούς) χρόνο.
Χρειάζεται όμως να επικεντρώσουμε την ανάλυσή μας και σε μια ακόμα μεταβολή των κρατικών κατασταλτικών πρακτικών στη χώρα μας. Αυτή έχει να κάνει με τους εργατικούς αγώνες. Πέρα από τις περιπτώσεις της ωμής κρατικής παρέμβασης με βασικό όπλο την επιστράτευση (ναυτεργάτες, μετρό, καθηγητές), αλλά και την επέμβαση της Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (βλ. επιστολή-εγκύκλιο Σανιδά για κινητοποιήσεις ΠΑΜΕ στα «Τζάμπο»), τα κρατικά τζιμάνια έχουν διαμορφώσει και άλλες μεθοδολογίες χτυπήματος και καταστολής των εργατικών αγώνων στο χώρο εργασίας: Η μία έχει να κάνει με την κρατική προστασία, την οποία χαίρει το εργοδοτικό διευθυντικό δικαίωμα έναντι της ελευθερίας συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης στο χώρο εργασίας. Τρανό πρόσφατο παράδειγμα είναι η επίκληση εκ μέρους της εργοδοσίας της «Κόκα-Κόλα» του οικείου εσωτερικού κανονισμού και κώδικα συμπεριφοράς. Έχουμε γράψει για τη λειτουργικότητα αυτών των νέων «καπιταλιστικών συνταγμάτων» (βλ.
http://valorisatio.blogspot.gr/2014/02/blog-post_3890.html). Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι το ίδιο το κράτος αρχίζει και αναγνωρίζει το οιονεί κανονιστικό περιεχόμενο αυτών των κανονισμών και κωδίκων. Είναι διακηρυγμένος στόχος να θεσμικοποιηθεί αυτή η επιλογή μέσα από τον νομοθετικό περιορισμό-επί της ουσίας κατάργηση της απεργίας, η οποία μάλιστα θα θεσμοθετηθεί μέσω της αναθεώρησης με συνταγματική διάταξη. Εδώ η αλλαγή του υλικού Συντάγματος οδηγεί στην αλλαγή και του τυπικού.
Η άλλη μεθοδολογία, η οποία όμως εντάσσεται στην ίδια με παραπάνω λογική, έχει να κάνει με την εκκίνηση με πρωτοβουλία της εργοδοσίας ύστερα από μήνυση της διαδικασίας ποινικής δίωξης (βλ. περίπτωση Χαλυβουργίας, Ζώνης Περάματος και Σχιστού κλπ). Και όπως όλοι γνωρίζουμε της μήνυσης επιλαμβάνεται η Εισαγγελία, η οποία βέβαια για να επιβάλει το νόμο, διατάζει την επέμβαση των ΜΑΤ, ή όπου αυτό δεν είναι αναγκαίο το στήσιμο «εργατοδικείων».
Χρειάζεται επίσης να θίξουμε και μια ακόμη καινοτομία του ελληνικού αστικού κράτους. Είναι αυτή, η οποία αφορά την θεαματική ένταση της βιοπολιτικής λειτουργίας του ποινικοδικονομικού συστήματος. Τα παραδείγματα της συγκρότησης μιας βιοπολιτικής, η οποία οδηγεί στο να αφήνει το αντικείμενο της ποινικής καταστολής (τον κατηγορούμενο) παντελώς έκθετο απέναντι στην ισχύ του δικαίου και του μικροαστικού-μιντιακού κανιβαλισμού, είναι πάμπολλα. Από τα κέντρα κράτησης των μεταναστών, και από τις δικαστικές «περιπέτειες» του Σακκά, μέχρι την αλητεία, που επέδειξε το κράτος στην περίπτωση των «οροθετικών» γυναικών, μπορούμε να μιλήσουμε για την λειτουργία της ποινικής καταστολής ως αυτό, το οποίο πραγματικά είναι: μια κρεατομηχανή, που συνθλίβει ανθρώπινες ζωές, ψυχές και σώματα.
Η εντός της «προοδευτικής» νομικοπολιτικής θεωρίας συζήτηση για τη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης, αρχικά περιεστράφη γύρω από το ζήτημα της «αντισυνταγματικότητας» των Μνημονίων. Από νομικοδογματική σκοπιά, δηλαδή από τη σκοπιά του νομικού φορμαλισμού, πρόκειται για μια θέση, η οποία χωράει αρκετή κουβέντα. Το κράτος τοποθετήθηκε επ’ αυτής της συζήτησης με τον πλέον επίσημο, πανηγυρικό και αυθεντικά κυριαρχικό τρόπο, με την έκδοση της υπ’ αριθμό 688/2012 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία απέρριψε την αίτηση ακύρωσης, την οποία άσκησε ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών και άλλοι φορείς κατά των νόμων και των αποφάσεων, οι οποίες θέσπιζαν το «Μνημόνιο» με βασική νομική βάση την αντισυνταγματικότητα αυτών. Στο σκεπτικό της απόφασης η βασική αιτιολογία προέκυπτε μέσα από την επίκληση της έννοιας του «δημοσίου συμφέροντος» και δη: «Με τα δεδομένα αυτά, η θεσπισθείσα με τους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 περικοπή αποδοχών και επιδομάτων εργαζομένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνταξιοδοτικών παροχών αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προωθήσεως διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο, συνολικώς εφαρμοζόμενο, αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής και οικονομικής της καταστάσεως, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της. Τα μέτρα δε αυτά, λόγω της φύσεώς τους, συμβάλλουν αμέσως στην περιστολή των δημοσίων δαπανών. Εν όψει τούτων, με τα δεδομένα, που, κατά τον νομοθέτη, συνέτρεχαν κατά τον χρόνο θεσπίσεως των επιμάχων μέτρων, τα μέτρα αυτά δεν παρίστανται, κατ’ αρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτά σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθούν ότι δεν ήταν αναγκαία, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της υπ’ αυτού διαπιστωθείσης κρίσιμης δημοσιονομικής καταστάσεως υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο».
Προσαρμογή, πειθαρχία, σταθερότητα, δημόσιο συμφέρον, ο συνδυασμός αυτών των εννοιών τεκμηριώνει και επιβάλλει από δικαιοπολιτική άποψη την συνταγματικότητα του «Μνημονίου». Από την άλλη πλευρά οι έννοιες, οι οποίες προβάλλονται, για να τεκμηριώσουν την αντισυνταγματικότητα, είναι ισότητα, αναλογικότητα, εθνική κυριαρχία.
Οι δε αιτιάσεις των αντιμνημονιακών νομικών ότι το «Μνημόνιο» καταργεί τον συνταγματικό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και δημιουργεί ένα «Παρασύνταγμα», εύκολα αντικρούονται από το κράτος, με την επίκληση του άρθρου 28 του Συντάγματος, το οποίο καθορίζει τη σχέση εθνικού και διεθνούς δικαίου και το οποίο με την αναθεώρηση του 2001, απέκτησε Ερμηνευτική Δήλωση, σύμφωνα με την οποία το εν λόγω άρθρο «αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» (μία ακόμα συνταγματική επιτυχία του Βενιζέλου).
Εν τέλει η επίκληση του δοσμένου Συντάγματος, προκειμένου να απονομιμοποιηθεί το «Μνημόνιο» από νομική άποψη, έφερε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Το ίδιο έγινε και στην περίπτωση του κλεισίματος της ΕΡΤ: Εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κάνει κεντρική αιχμή την εφαρμογή της περιβόητης προσωρινής διάταξης του ΣτΕ (καλοκαίρι 2013), με αποτέλεσμα να εκτονώσει και να αφυδατώσει πολιτικά τις κινητοποιήσεις, οι οποίες εξελίσσονταν και συνάμα να δημιουργήσει επικίνδυνες αυταπάτες, οι οποίες διαψεύσθηκαν με την έκδοση της από Φεβρουαρίου 2014 απόφασης του ΣτΕ, η οποία ερμηνεύοντας το άρθρο 15 του Συντάγματος, έκρινε συνταγματικό το «κλείσιμο» της ΕΡΤ με πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
Λογικό ήταν ως απόρροια όλων αυτών, η «αριστερή» νομική ρητορεία να μετατοπισθεί και να επιλέξει άλλο πεδίο διαπάλης και άλλα σχήματα, από τη στιγμή που είδε ότι η επίκληση του Συντάγματος «δεν φτουράει». Σε εκείνη τη φάση επινοήθηκε το τέχνασμα της αναλογίας με την «Βαϊμάρη»: Το επιχείρημα είναι, ότι, όπως η "Βαϊμάρη" με επίκληση της κατάστασης ανάγκης καταργούσε συνεχώς το δικό της τυπικό Σύνταημα και κυβερνούσε με διατάγματα και έτσι άνοιξε τον δρόμο στην ανατροπή της από τον φασισμό, κάτι αντίστοιχο γίνεται και σήμερα με τους "μνημονιακούς" νόμους.
Σε αυτή τη ρητορεία συνειδητά αποκρύπτονται μια σειρά ιστορικοπολιτικών παραμέτρων της «Βαϊμάρης», θεμελιώδους σημσίας. Κατ’ αρχήν ανεξάρτητα της προβληματικής για το τι μορφής αστικό κράτος ήταν η «Βαϊμάρη» το κομβικό για να ασκήσουμε κριτική σε αυτή τη συγκεκριμένη μορφή αστικού κράτους, ήταν ότι από την αρχή μέχρι το τέλος επρόκειτο για ένα κράτος, το οποίο ως απόλυτο και άμεσο καθήκον και σκοπό έθετε το ζήτημα της αντεπανάστασης -- της συντριβής του εργατικού επαναστατικού κινήματος.
Στην πλειοψηφία της ελληνικής φιλολογίας, η οποία έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια γύρω από την «Βαϊμάρη», αυτό συνειδητά αποσιωπάται και αποκρύβεται, ότι δηλαδή η υλικότητα του Βαϊμαριανού Συντάγματος ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το στρατηγικό στόχο της καταστολής της επανάστασης -- με το στρατηγικό στόχο της επανενσωμάτωσης της εργατικής εξέγερσης στην καπιταλιστική προσταγή. Με αυτόν τον τρόπο η «Βαϊμάρη» ουδετεροποιείται, ως ένα «πεδίο», στο οποίο αποκλειστικά αντιπαρατίθεται η μορφή του αστικοδημοκρατικού κράτους, στο οποίο την πολιτική πρωτοβουλία έχει η σοσιαλδημοκρατία και η μορφή του φασιστικού κράτους. Αντίθετα η «κοινωνική δημοκρατία» της Βαϊμάρης της νικήτριας πολιτικά σοσιαλδημοκρατίας μάχεται από την αρχή κατά του προλεταριάτου και του ΚΚΓ. Σε αυτήν την διαδικασία είναι η ίδια η δημοκρατία, η οποία αξιοποιεί το ίδιο το δικό της «τυπικό» Σύνταγμα για να μετασχηματίσει το «υλικό της Σύνταγμα» στη μορφή του κρατικού φασισμού και όχι η νίκη του συνταγματικού φασισμού επί της συνταγματικής δημοκρατίας, η οποία δήθεν καταργεί το Σύνταγμα και τη δημοκρατία.
Είδαμε τις συνταγματολογικές περιπέτειες της «αριστερής» νομικοπολιτικής θεωρίας της χώρας μας: από την αντισυνταγματικότητα του Μνημονίου, στην αναλογία της Μνημονιακής Ελλάδας με την «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Και στο τελευταίο όμως επινόημα η «θεωρία» τα βρήκε σκούρα. Όταν το ελληνικό αστικό κράτος επέλεξε να επανενσωματώσει τον ελλαδικό πολιτικό φασισμό στην αστική νομιμότητα, δηλαδή στην Κυριαρχία του, μέσω των διώξεων στην ηγεσία της ΧΑ (βλ.
http://valorisatio.blogspot.gr/2014/02/e-ta-sergio-bologna.html), η «αριστερή νομική θεωρία» βρέθηκε μετέωρη.
Πώς συμβαδίζει αυτή η πραγματική πολιτική επιλογή του ελληνικού κράτους με την φαντασιακή αναλογία με την «Δημοκρατία της Βαϊμάρης»;. Το ερώτημα ήταν προφανώς αναπάντητο και αυτό γιατί η ίδια η ζωή καταδείκνυε τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις, τις οποίες αναπαράγει η «αριστερή νομική θεωρία». Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε μία διπρόσωπη ρητορική: Από τη μια σε επίπεδο κεντρικού-θεσμικού πολιτικού λόγου στηρίζει «το έργο της Δικαιοσύνης» και από την άλλη οι νομικοί του εκπρόσωποι ψελλίζουν αριστερά και δεξιά για το έωλο της δικονομικής διαδικασίας των διώξεων. Αυτές οι αντιφάσεις έχουν να κάνουν, με το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι νομικοί του συνειδητά επιλέγουν να συσκοτίσουν την ταξική φύση του πολιτικού φασισμού. Δεν αντιλαμβάνονται τον πολιτικό φασισμό ως οργανικά δεμένο με την αστική δημοκρατία, ως γνήσιο τέκνο αυτής σε εποχή καπιταλιστικής κρίσης, αλλά ως εξ αρχής αντιτιθέμενο σε αυτήν, ως αποτελούντος δήθεν την μορφή άρνησής της.
Έτσι το οπορτουνιστικό κριτήριο για τον φασισμό είναι η υπακοή του ή μη στην αστική νομιμότητα. Έτσι υπάρχουν «καλοί» φασίστες-πατριώτες, τύπου κόρης Λεπέν, Γκρίλο, κομματιών των ΑΝΕΛ, Καρυπίδη κοκ και από την άλλη οι «κακοί» φασίστες, οι οποίοι είναι «κακοί» μόνο και μόνο επειδή «δέρνουν, τραμπουκίζουν, μαχαιρώνουν κλπ». Η απάντηση που δίνει ο οπορτουνισμός στον πολιτικό φασισμό είναι «δημοκρατία», όπως αυτή είναι η κάθε απάντηση που δίνει σε κάθε κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Από αυτήν την άποψη το τελευταίο επινόημα της «αριστερής νομικής θεωρίας» στη χώρα μας, τώρα που τα προηγούμενα παραμύθια τελείωσαν, είναι η ανάγκη για νέο Σύνταγμα. Αφού είδαν ότι το δοσμένο Σύνταγμα μπορεί να ερμηνευθεί αντιλαϊκά και αντεργατικά και αυτή είναι η κυρίαρχη ερμηνεία, ανακάλυψαν την «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ως δήθεν παράδειγμα συνταγματικής εκτροπής. Όταν όμως το αστικό κράτος αναβαπτίσθηκε στον θεσμικό «αντιφασισμό», τότε και αυτοί με τη σειρά τους αναγκάστηκαν τελεσίδικα πια να εγκαταλείψουν το παρόν Σύνταγμα και να διακηρύξουν την ανάγκη για ένα καινούριο:
…«
Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, σε κάθε οικονομική και πολιτική κρίση τίθεται το ερώτημα: «χρειαζόμαστε λιγότερη ή περισσότερη δημοκρατία για να εξέλθουμε από την κρίση;». Ιστορικά, έχουν δοθεί απαντήσεις και στις δυο κατευθύνσεις» (
http://ergatikosagwnas.gr/EA/index.php/2012-02-04-20-01-31/1578-2014-02-13-20-24-14). Αυτή είναι η εισαγωγική πρόταση ενός κειμένου με τίτλο «Η ανάγκη ριζικής συνταγματικής αλλαγής». Πρόκειται για την όπως είπαμε, την τελευταία καινοτομία της «αριστερής νομικής θεωρίας». Παρακάτω θα προβούμε σε κάποιες κριτικές παρατηρήσεις επ’ αυτής:
Η καπιταλιστική κρίση και όχι γενικά «κάθε οικονομική και πολιτική κρίση» το βασικό ερώτημα, το οποίο θέτει στις τάξεις είναι: αναδιάρθρωση του κεφαλαίου ή επανάσταση; Αυτή η αντίθεση είναι διαχωρισμένη από το ψευτοδίλημμα «περισσότερη ή λιγότερη δημοκρατία». Το θέμα από θεωρητική και πρακτικοπολιτική άποψη έχει εκτεθεί και επιλυθεί από τον Λένιν στην μπροσούρα «Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ». Από τη σκοπιά του κράτους το δίλημμα, το οποίο θέτει η καπιταλιστική κρίση δεν είναι «περισσότερη ή λιγότερη δημοκρατία», αλλά αστικό κράτος ή δικτατορία του προλεταριάτου.
Η «δημοκρατία» του κειμένου, το οποίο κριτικάρουμε, είναι αποκλειστικά μια θεσμικονομική μορφή, χωρίς ταξικό περιεχόμενο. Έτσι στην αντίληψη του συγγραφέα αξιωματικά «περισσότερη δημοκρατία» σημαίνει εισαγωγή πολιτειακών θεσμών, οι οποίοι νεκρανασταίνουν μια διαλεκτική μεταξύ της «κοινωνίας των πολιτών» και της «πολιτικής κοινωνίας», ή προσδίδουν θεσμικό χαρακτήρα στην «κοινωνία των πολιτών», όπως «
εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, το δημοψήφισμα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο με πρωτοβουλία των πολιτών και δεσμευτική ισχύ, το δικαίωμα των μαζικών φορέων των εργαζομένων να υποβάλλουν προτάσεις νόμων, η δυνατότητα των πολιτών να συζητούν, να αποδέχονται ή να απορρίπτουν σχέδια νόμων αλλά και ψηφισμένους νόμους, να προκαλούν αναθεώρηση του Συντάγματος ή να αποφασίζουν τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης» (Καλτσώνης, οπ). Μα αυτό έχει ήδη προταθεί και δη: «
Την ίδια στιγμή η Κοινωνία των Πολιτών ενισχύει τη πορεία προς μια δημοκρατική μεταρρύθμιση της κοινωνίας. Μια μεταρρύθμιση που θα ενισχύει τη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία με τον πολίτη να ελέγχει τους μηχανισμούς λήψης των αποφάσεων και τη νομή της εξουσίας…Οι πρωτοβουλίες των πολιτών, δίνουν την ευχέρεια να προχωρήσουν ζητήματα πέρα από τις στενές κομματικές δομές και αντιλήψεις. Δεν είναι το ζητούμενο να χειραγωγηθούν οι πρωτοβουλίες των πολιτών, αλλά να ενισχυθούν σε ένα πλαίσιο στήριξης με πολιτική θέση. Ας αφήσουμε τον πολίτη ελεύθερο. Να επικοινωνήσει, να δράσει, να αυτοοργανωθεί. Ο κόσμος έχει αλάθητο κριτήριο. Το έχει αποδείξει. Δεν χρειάζεται ινστρούχτορες και καθοδηγητές. Το κίνητρο είναι η συμμετοχή, η παρουσία, ο λόγος. Πολλές φορές όταν προχωρούμε μπροστά καλό είναι να κοιτάμε και πίσω μας. Ο ρόλος της κοινωνίας των ενεργών πολιτών στην διαμόρφωση της πολιτικής είναι σημαντικός. Σήμερα στην πολιτική δράση η Κοινωνία των Πολιτών έχει πρωτεύοντα ρόλο στις αστικές δημοκρατίες μας. Μέσα από τις ατέλειες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελλειμμάτων της σε συμμετοχή των πολιτών, οι ενεργοί πολίτες αντέδρασαν δημιουργώντας το δικό τους πολιτικό γεγονός» (Γ.Α Παπανδρέου, «
Η Κοινωνία των Πολιτών εμπεδώνει τη Συμμετοχική Δημοκρατία», 24/2/2014).
Σε πλήρη αντίθεση με τον Λένιν, ο οποίος πατώντας πάνω στην εμπειρία της Κομμούνας και των σόβιετ, κατέδειξε ότι η «δημοκρατικότητα» της δικτατορίας του προλεταριάτου, έγκειται στο ότι εκφράζει τα συμφέροντα της εκμεταλλευόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας κόντρα στους εκμεταλλευτές και στην εγγενή προοπτική, την οποία περιέχει, απονέκρωσης και κατάργησης του κράτους, εδώ η «δημοκρατικότητα» ταυτίζεται με επίτηδες αυτονομημένους από την ταξική πάλη και τις κοινωνικές σχέσεις «συμμετοχικούς» πολιτειακούς θεσμούς. Πρόκειται για ακόμα μία παραλλαγή του βασικού αξιώματος της ρεφορμιστικής σκέψης, το οποίο δεν είναι άλλο από την απόσπαση της πολιτικής από την οικονομία.
Γνωρίζουμε ότι η βολική κριτική στην κριτική μας θα λέει ότι η κριτική μας «είναι ισοπεδωτική και ότι δεν αντιλαμβάνεται την έννοια της ριζικής συνταγματικής αλλαγής ως μεταβατικό εργαλείο σε μια νέα κοινωνική και πολιτική οργάνωση», ως «κάτι ενδιάμεσο». Επίτηδες αυτή η κριτική συσκοτίζει τον κοινωνικοταξικό χαρακτήρα του Συντάγματος, ο οποίος συνίσταται στο ότι αυτός συγκροτεί μία μορφή κράτους, η οποία αντιστοιχίζεται σε ένα ταξικά προσδιορισμένο τύπο κράτους. Η δε ταξικότητα του τύπου του κράτους είναι άμεσα συνηρτημένη με τον τρόπο παραγωγής, τον οποίο το κράτος αυτό ως μηχανισμός της δοσμένης άρχουσας τάξης διασφαλίζει και αναπαράγει. Τι σημαίνει λοιπόν «μεταβατικό τυπικό Σύνταγμα»; Σε ποιόν τρόπο παραγωγής και σε ποιο σύστημα κοινωνικών σχέσεων αντιστοιχεί αυτή η μεταβατική μορφή; Το ερώτημα συνειδητά δεν απαντιέται -- ούτε καν θίγεται.
Ξέρουμε ότι στη σκέψη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία αφού διέπραξε το ιστορικό έγκλημα ενάντια στην προλεταριακή επανάσταση του 1918, εξαργύρωσε στο ταμείο της άρχουσας τάξης το έγκλημά της, με το να θέσει τη σφραγίδα της στο νέο Βαϊμαριανό Σύνταγμα, το Σύνταγμα αυτό ήταν μια μεταβατική μορφή προς κάτι, το οποίο σε γεωπολιτικό επίπεδο θα αποκαθιστούσε τις αδικίες της συνθήκης των Βερσαλλιών και σε κοινωνικό επίπεδο θα οδηγούσε σε έναν «δημοκρατικό σοσιαλισμό». Αυτή όμως η εκ μέρους της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας νοηματοδότηση της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» δεν αναιρεί το ότι στη Γερμανία της περιόδου της «Βαϊμάρης» ο τρόπος παραγωγής ήταν αναπτυγμένα και διευρυμένα καπιταλιστικός και η κυρίαρχη κοινωνική σχέση ήταν η υπαγωγή της προλεταριακής εργασίας στο κεφάλαιο. Πολύ περισσότερο δεν αναιρεί το γεγονός ότι το ίδιο το Βαϊμαριανό Σύνταγμα επέτρεπε στην άρχουσα τάξη να το μετασχηματίσει στην μορφή της πολιτειακής του εξαίρεσης-αυτή της φασιστικής κομισαριακής δικτατορίας στα πλαίσια πάντα του τύπου του αστικού κράτους, ένα προνόμιο το οποίο το ίδιο το βαϊμαριανό Σύνταγμα επεφύλασσε στον εαυτό του με την ανάλογη βέβαια ερμηνευτική συμβολή του Carl Schmitt. Αντίστοιχα ισχύει για το Σύνταγμα και την κοινωνία της σύγχρονης Βενεζουέλας, ή της Πορτογαλίας μετά την «Επανάσταση των Γαρυφάλλων».
Το σημείο όμως στον οποίο η ελληνική «αριστερή νομική θεωρία», συμπυκνωμένη στο κείμενο, το οποίο κριτικάρουμε, εκδηλώνει τον πλήρη σοσιαλδημοκρατικής από πολιτική και θετικιστικής από επιστημολογικής άποψη κοπής συμμορφωτισμό της στο αστικό κράτος, είναι η όψιμη εκ μέρους της υιοθέτηση και προβολή της έννοιας του «οικονομικού Συντάγματος». Πρόκειται ακριβώς για το σημείο του πλήρους εκφυλισμού της.
Ξέρουμε από τα λίγα νομικά μας, ότι η έννοια συναντάται πρώτη φορά στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (στα γερμανικά Wirtschaftsverfassung) και αφορά το σύστημα των «οικονομικών και εργατικών συμβουλίων» (Arbeit und Wirtschaftsraten), το οποίο κατοχυρωνόταν από το άρθρο 165 αυτού. Για να διευκολύνουμε, λέμε ότι το «Οικονομικό Σύνταγμα» σηματοδοτεί μια δέσμη διατάξεων στο συνταγματικό σώμα, το οποίο κατοχυρώνει βασικές αρχές για τη λειτουργία της οικονομίας. Η έννοια του «Οικονομικού Συντάγματος» είναι άμεση απόρροια του συνταγματικού νομικού θετικισμού, ο οποίος θεμελιώθηκε από τον γερμανό νομικό Hans Kelsen. Βρίσκεται δε σε άμεσο διάλογο με το βασικό αγκωνάρι της αστικής πολιτικής φιλοσοφίας -- τον μύθο του «Λεβιάθαν»: ότι δηλαδή η ανάδυση του κράτους είναι αυτή, η οποία διαμορφώνει την οικονομία και την κοινωνία και όχι το αντίθετο -- ότι η πολιτική έχει οντολογική προτεραιότητα και υπεροχή από την οικονομία και την κοινωνία.
Πρόκειται για μια προσπάθεια να αναπαρασταθεί η υλική βάση της κοινωνικής ζωής όχι με τους υλικούς όρους της εργασίας, των κοινωνικών σχέσεων και της ταξικής πάλης, αλλά με τις αφηρημένες διατυπώσεις, οι οποίες ευρίσκονται στο κείμενο του τυπικού Συντάγματος. Η υλική ζωή ως απόρροια του Grundnorm. Ο Μαρξ κάτι έχει να μας πει γι’ αυτό: «Το τέλειο πολιτικό Κράτος είναι, κατά τη βαθύτερη σύστασή του, η ζωή του γένους, σε αντίθεση με την υλική ζωή του ατόμου. Όλες οι προϋποθέσεις της εγωιστικής αυτής ζωής, εξακολουθούν να υπάρχουν στην κοινωνία έξω από την πολιτική σφαίρα, αλλά σαν ιδιότητες της ιδιωτικής κοινωνίας. Εκεί όπου το πολιτικό Κράτος έχει φθάσει στην πραγματική του άνθηση, ο άνθρωπος ζει όχι μόνο στη σκέψη, στη συνείδησή του, αλλά και στην πραγματικότητα, στη ζωή, μια διπλή ύπαρξη, ουράνια και επίγεια, την ύπαρξη μέσα στην πολιτική κοινότητα, όπου λογίζεται σαν γενικό ον και την ύπαρξη μέσα στην ιδιωτική κοινωνία, όπου εργάζεται σαν ιδιώτης, βλέπει τους άλλους ανθρώπους σαν απλά μέσα, ξεπέφτει ο ίδιος στο ρόλο απλού μέσου και γίνεται το παίγνιο ξένων δυνάμεων. Το πολιτικό Κράτος είναι, σχετικά με την ιδιωτική κοινωνία όσο ο ουρανός σχετικά με τη γη. Βρίσκεται στην ίδια αντίθεση με αυτή, θριαμβεύει απέναντί της κατά τον ίδιο τρόπο που θριαμβεύει η θρησκεία απέναντι στον βέβηλο κόσμο. Είναι αναγκασμένο να την αναγνωρίσει, να την αποκαταστήσει και ν’ αφήσει τον εαυτό του να κυριαρχηθεί από αυτήν. Ο άνθρωπος στην πιο άμεση ύπαρξή του, είναι μέσα στην ιδιωτική κοινωνία, βέβηλο ον. Εκεί όπου και ο ίδιος και οι άλλοι τον θεωρούν σαν πραγματικό άτομο, είναι ένα ψεύτικο φαινόμενο. Μέσα στο Κράτος, απεναντίας, όπου ο άνθρωπος ζει σαν γένος, είναι το φανταστικό μέλος μιας φανταστικής κυριαρχίας, στερημένος από την πραγματική και ατομική ζωή του και γεμάτος από μια ανύπαρκτη γενικότητα» (Μαρξ, Για το Εβραϊκό Ζήτημα, εκδ. Γκοβόστη).
Προφανώς από τα παραπάνω μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η «αριστερή νομική θεωρία» έχει αποκοπεί εντελώς όχι μόνο από μια επαναστατική αντίληψη για το κράτος, αλλά από την οποιαδήποτε κριτική στην οντολογία του αστικού κράτους. Στην Ελλάδα των τελευταίων τεσσάρων χρόνων σε επίπεδο «αριστερών διανοουμένων», αναφορικά με τη συζήτηση για το κράτος, έχει εκλείψει ο Μαρξ, ο Λένιν, ακόμα και ο Ρουσσώ και έχει νεκραναστηθεί ο Schmitt, ο Kelsen, ακόμα και ο Σβώλος. Όλα αυτά δεν είναι χωρίς πρακτικές συνέπειες για την μη αμελητέο μικροαστικό πληθυσμό, ο οποίος παρακολουθεί αυτές τις προτάσεις και ανακαλύπτει έκπληκτος στο «Σύνταγμα» ένα πεδίο, στο οποίο μπορούν να εκπληρωθούν οι αντιμνημονιακοί του πόθοι. Αντίστοιχα δεν μένουν αδιάφορα και κομμάτια της αστικής τάξης, όταν βλέπουν ότι μέσα από έναν νέο «οικονομικό Σύνταγμα» μπορεί να προωθηθεί η πολυπόθητη «εθνική κυριαρχία».
Είπαμε και παραπάνω ότι από την άποψη του κράτους, το δίλημμα, το οποίο θέτει η καπιταλιστική κρίση, είναι: αστικό κράτος ή δικτατορία του προλεταριάτου. Η ιστορική δυνατότητα να θεμελιωθεί υλικά ένα τέτοιος τύπος κράτους, έχει επαληθευθεί εμπειρικά από το 1871. Περαιτέρω τον Οκτώβρη του 1917 επαληθεύθηκε εμπειρικά η ιστορική δυνατότητα να θεμελιωθεί υλικά η δικτατορία του προλεταριάτου όχι μόνο ως τύπος κράτους, ο οποίος εκφράζει μια νέα ταξικοπολιτική Κυριαρχία, αλλά και ως μία πρωτόγνωρη μορφή, η οποία το βασικό καθήκον, το οποίο θέτει στον εαυτό της, είναι η ίδια της η απονέκρωση και μαρασμός. Αυτό είναι το αγκωνάρι της προλεταριακής πολιτικής φιλοσοφίας για το κράτος.
Ας θέσουμε το ερώτημα στους εκπροσώπους της «αριστερής νομικής θεωρίας» και ας μας απαντήσουν ειλικρινά: «Υπάρχει μια μαρξιστική θεωρία για το κράτος;»
Η αρνητική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, έχει ως άμεση συνέπεια, ότι η όποια κριτική στο κράτος και το δίκαιο συγκροτείται με εννοιολογικά εργαλεία και κατηγορίες δανεισμένα από την αστική επιστήμη και θεωρία και εν τέλει εκούσια-ακούσια αυτή η διαδικασία καταλήγει σε μια απολογητική της μορφής-κράτος.
Η σωστή απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει μια νομιμοποιητική και απολογητική μαρξιστική θεωρία για το κράτος, αλλά υπάρχει μαρξιστική κριτική του κράτους υπό το πρίσμα της απονέκρωσης-μαρασμού και της κομμουνιστικής μετάβασης, όπως αντίστοιχα υπάρχει κριτική της πολιτικής οικονομίας και του κεφαλαίου υπό το πρίσμα απονέκρωσης-κατάργησης του νόμου της αξίας και αντικατάστασης από τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής.