Όταν επισκέφθηκε την Κύπρο, το 2011, ο Ι. Βάλλερσταϊν, ο θεωρητικός που ανέπτυξε το αναλυτικό μοντέλο του παγκόσμιου συστήματος, έκανε μια ενδιαφέρουσα τοπική παρένθεση - αναφέρθηκε στο πως τη δεκαετία του 1970, όταν ωρίμαζε η σκέψη του, η εικόνα που είχε για την Κύπρο ήταν αυτή του κινήματος στήριξης του Μακάριου για ανεξαρτησία. Και φυσικά για αυτονομία από την αποικιοκρατία – και τις προσπάθειες για νέο-αποικιακή εξάρτηση. Αυτή η εικόνα δεν είναι άγνωστη στο εσωτερικό της Κύπρου – αλλά όπως και τόσα άλλα συνήθως διαμεσολαβείται στο ηγεμονικό πλαίσιο. Η διαμεσολάβηση έχει να κάνει με δυο επιπρόσθετες διαστάσεις – το ότι το πραξικόπημα το ακολούθησε η εισβολή, και άρα η Κύπρος παρά το ότι κέρδισε τη διαμάχη με τη ελληνική Χούντα, βρέθηκε με διευρυμένη παρουσία τούρκικου στρατού στη βόρεια Κύπρο. Ήταν μια ημιτελής νίκη της αντίστασης. Από την άλλη, ο ίδιες δυναμικές που οδήγησαν στο πραξικόπημα και την εισβολή, η ακροδεξιά και των δυο κοινοτήτων και οι ιδεολογίες που την εξέφραζαν και λειτουργούσαν ως προεκτάσεις των συμφερόντων των γειτονικών κρατών, είχαν οδηγήσει και σε ντε φάκτο διαχωρισμό των δυο κοινοτήτων. Το ότι το 1974 επανέρχεται μέσα από τις προσπάθειες των ΗΠΑ σήμερα να βελτιώσουν την εικόνα τους, δεν είναι παράδοξο. Ο Ιούλης του 1974 και οι συνέπειές του αναπόφευκτα σφράγισαν το μέλλον ήδη. Αξίζει σε αυτό πλαίσιο να δούμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο «προέκυψε»το πραξικόπημα και γιατί είναι ίσως αστείο να συζητά κανείς αν το ήξεραν οι αμερικανοί. Αυτό, όμως, που αξίζει ίσως πολύ περισσότερο είναι να γίνει κατανοητό πως οι κύπριοι μάλλον απέτρεψαν ένα σχέδιο, το οποίο αναμενόταν να εμφανιστεί ως ντόμινο και έγινε εφιάλτης και για όσους το προωθούσαν.
Η περίοδος του πραξικοπήματος ως περίοδος κρίσης της δυτικής ηγεμονίας από τη Μεσόγειο, στην Άπω Ανατολή μέχρι τη Χιλή: «Well, we didn’t – as you know – our handdoesn’t show on this one.»
Το 1974 οι ΗΠΑ σαν η ηγεμονική χώρα του δυτικού κόσμου, βρισκόταν σε μια πολλαπλή κρίση. Εσωτερικά, ταλανιζόταν από το σκάνδαλο Watergate. Εξωτερικά, η ήττα στο Βιετνάμ ήταν πλέον ορατή. Αλλά και στη Μέση Ανατολή, ο προστατευόμενος των ΗΠΑ, το Ισραήλ αντιμετώπισε για πρώτη φορά μια πιθανή ήττα από τους άραβες στο πόλεμο του 1973, ενώ σε αρκετές αραβικές χώρες τα προηγούμενα χρόνια είχαν ανέλθει στην εξουσία ριζοσπαστικά αντί-δυτικά κινήματα [Λιβύη, Ιράκ, Συρία]. Ταυτόχρονα, στην άλλη άκρη της Μεσόγειου, στην Πορτογαλία, η ανατροπή μιας δικτατορίας απειλούσε να οδηγήσει σε άνοδο φίλο-κομμουνιστών ριζοσπαστών στην εξουσία. Σε αυτό το πλαίσιο, το πραξικόπημα στη Χιλή θεωρήθηκε από τους παρατηρητές ως μια αποφασιστική κίνηση των ΗΠΑ για να εμποδίσει τη διάχυση του παγκόσμιου ριζοσπαστισμού στην πίσω αυλή της. Με αυτήν την έννοια, το πραξικόπημα στη Χιλή είναι ενδιαφέρον ως συγκριτικό παράδειγμα με την Κύπρο. Παρά το ότι είναι γνωστό πως οι ΗΠΑ προσπάθησαν να εμποδίσουν την εκλογή του Αλλιέντε και ενεθάρρυναν την ανατροπή του, εντούτοις, όπως είναι λογικό, δεν υπάρχει τεκμήριο από όσα δημοσιοποιεί το υπουργείο εξωτερικών, που να περιέχει εντολές για πραξικόπημα. Η πιο αποκαλυπτική ίσως δήλωση ήταν το ηχογραφημένο σχόλιο του Κίσσιγκερ στον Νίξον: Well,we didn’t – as you know – our hand doesn’t show on this one.” [«..δεν το κάναμε- όπως ξέρεις - δεν φαίνεται το χέρι μας σε αυτήν την περίπτωση.»[1] Ο Κίσσιγκερ σχολίαζε το παραπάνω του Νίξον, ότι ενώ την δεκαετία του 1950, θα του έδιναν συγχαρητήρια για την ανατροπή ενός αριστερού προέδρου, το 1973 του έκαναν κριτική. Οπότε, ο Κίσσιγκερ το διαβεβαίωνε ότι «δεν φαίνεται το χέρι των ΗΠΑ». Η βαθύτερη πραγματικότητα του σχολίου είναι η εξής: ένα κράτος, και ιδιαίτερα, βέβαια, ένα κράτος που θέλει να έχει ηγεμονικό ρόλο, σαφώς δεν μπορεί να κάνει διεθνή πολιτική μέσω του υπουργού εξωτερικών. Ένα τέτοιο υπουργείο υπόκειται σε έλεγχο, μπορεί να διαρρεύσουν ή να ζητηθεί νομικά η δημοσιοποίηση εγγράφων. Με αυτό το μηχανισμό μπορεί να «φανεί το χέρι» - κάτι που παραβιάζει τις ίδιες τις διεθνείς σχέσεις ως νομικό πλαίσιο. Ένα κράτος, αυτονόητα, έχει παράλληλες υπηρεσίες, ιδιαίτερα στους κατασταλτικούς του μηχανισμούς, όπως ο Στρατός και ιδιαίτερα οι μυστικές υπηρεσίες.
Το αμερικανικό βαθύ κράτος/secret state και οι whistleblowers ως τεκμήρια αυτής της δομής
Για οποίον παρακολουθεί τις συζητήσεις για την αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι σαφές ότι, όπως σχολίασε και ο Κίσσιγκερ, ότι υπάρχουν διαφορετικές σχολές και άρα σαφώς διάφοροι αξιωματούχοι έχουν τη δική τους έμφαση. Όπως, όμως, έχουν αποκαλύψει και οι whistle blowers από την δεκαετία του 1970 -όπως οι D. Ellesberg και P.Agee- και πιο πρόσφατα οι Manning και Snowden, υπάρχει και ένα «βαθύ κράτος» [secret state]. Το ότι ο στρατός ήθελε να λογοκρίνει υπαρκτές φωτογραφίες από τα εγκλήματα του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ και αυτός/η που το αποκάλυψε είναι σήμερα φυλακή, ενώ οSnowden μας αποκάλυψε ότι ουσιαστικά οι ΗΠΑ παρακολουθούν τους πάντες -και τους συμμάχους τους- είναι ενδεικτικό του τί δεν καταγράφεται στα επίσημα και προσεκτικά δημοσιευμένα κείμενα του υπουργείου εξωτερικών – ή άλλης ανάλογης υπηρεσίας που υπόκειται σε νομικό έλεγχο. Στην περίπτωση του/της Manning, δεν τιμωρήθηκε αυτός που απέκρυπτε πηγές, αλλά αυτός που τις δημοσιοποίησε.
Κατά συνέπεια, αυτό που αναζητά ο ερευνητής δεν είναι διαθέσιμο. Από εκεί και πέρα υπάρχουν διαδικασίες είτε για να διεκδικήσει κάποιος μερικά έστω εσωτερικά τεκμήρια -λ.χ. δημοσιεύτηκε μετά από μεγάλες προσπάθειες εσωτερική έκθεση της CIA για το πραξικόπημα στο Ιράν το 1953 – αλλά ακόμα και αυτή λογοκρινόμενη σε διάφορα σημεία- ή να γίνει απολογητής της αμερικανικής πολιτικής με το αστείο επιχείρημα ότι, αφού το επίσημο κράτος δεν παραδέχεται παρανομία -παρέμβαση στα εσωτερικά άλλου κράτους- τότε δεν υπήρξε παρέμβαση. Για να μπορέσει να κρίνει κάποιος, αναπόφευκτα, θα καταφύγει στο πλαίσιο που συνθέτουν τα διαθέσιμα τεκμήρια στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του εμπλεκομένου κράτους. Οι ΗΠΑ ήταν η ηγεμονική δύναμη στο στρατιωτικό συνασπισμό στον οποίο άνηκαν και η Τουρκία και η Ελλάδα. Τον ελληνικό στρατό, μάλιστα, τον είχαν, εν μέρει, οικοδομήσει οι αμερικανοί μέσα και μετά από τον εμφύλιο. Το να πιστεύει κάποιος ότι δεν έφτιαξαν δίκτυα ελέγχου, θα ήταν εκτός ρεαλιστικής ανάλυσης. Μια πληροφορία που έχει λογική συνέπεια είναι ότι οι ΗΠΑ ουσιαστικά απαγόρευσαν στη Χούντα να στείλει στρατό στην Κύπρο. Ο Ιωαννίδης με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες δεν υπάκουσε – εξ' ού και τα αεροπλάνα που στάλθηκαν και καταρρίφθηκαν. Αλλά, προφανώς, οι υπόλοιποι της ηγεσίας του στρατού κατανοούσαν το πλαίσιο και τον ανέτρεψαν.
Τί ήθελαν οι ΗΠΑ στην Κύπρο την περίοδο 1964-74 : μια επιστροφή στην αποικιακή επιτήρηση με συγκυριαρχία Τουρκίας-Ελλάδας-Βρετανίας
Είναι σαφές από το 1964 με το σχέδιο Άτσεσον ότι οι αμερικανοί -υπόγεια αλλά και επίσημα- εισηγούνταν ένα καθεστώς διεύρυνσης της νέο-αποικιακής εξάρτησης μετατρέποντας τη Κύπρο σε μια τριχοτομημένη ζώνη χωρίς δική της πολιτειακή κυριαρχία, όπου η Τουρκία θα έλεγχε το βόρειο μέρος μέσω μιας βάσης, η Ελλάδα το νότιο και οι βρετανοί τις βάσεις. Σε αυτό το σενάριο, το οποίο εμφανώς ήταν η κρυφή ελπίδα του πραξικοπήματος για όσους το στήριξαν υπόγεια ή μη, οι αμερικανοί δεν είχαν κατ’ ανάγκη κακή πρόθεση. Ήθελαν να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους – και ο διχασμός των τοπικών τους σύμμαχων δεν τους επέτρεπε. Ήταν και πάλι ένα σενάριο boomerang, τα οποία είναι πια συχνά φαινόμενα στην αμερικανική πολιτική ιδιαίτερα μετά το 2001. Τα τοπικά κράτη -Ελλάδα Τουρκία] σύρονταν σε αντιπαράθεση, λόγω των διαμαχών της τοπικής ακροδεξιάς και των δυο κοινοτήτων, στην οποία πόνταρε ο αμερικανικός παράγοντας για να αντιμετωπίσει την αριστερά, αλλά και την ανεξαρτησιακή διάσταση που εξέφραζε το κίνημα στήριξης του Μακάριου. Το ότι αυτές οι δυο πτέρυγες της ακροδεξιάς -ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή- είχαν διασυνδέσεις με κρατικές μυστικές υπηρεσίες σε Ελλάδα και Τουρκία, όπως οι πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες με το φαινόμενο των ταλεμπάν, είναι δομικό δεδομένο. Όπως έγινε και στη Χιλή, ωστόσο, πρέπει σαφώς να υπήρχε πλήρης συγκάλυψη, αφού είχαν αρχίσει ήδη οι διαρροές από whistleblowers, όπως με pentagon papers στα οποία αποκαλυπτόταν ότι οι αμερικανικές αρχές έλεγαν ψέματα και χειραγωγούσαν τα ΜΜΕ. Έκρυβαν «το χέρι» της εμπλοκής.
Το δομικό πλάνο του πραξικοπήματος ήταν σαφές – αν επικρατούσε, η Τουρκία θα έπαιρνε το βόρειο μέρος, το νότιο θα δινόταν στην Ελλάδα και το ΝΑΤΟ θα σταθεροποιείτο στην ανατολική Μεσόγειο με τους βρετανούς ως ‘συντονιστές’ στο νησί. Ουσιαστικά, το επταήμερο του Σαμψών, ήταν μια περίοδος που οι ΗΠΑ είχαν σχεδόν απόλυτο έλεγχο, αλλά βέβαια και μέσα στα πλαίσια των ισορροπιών των τότε συμμάχων. Στο ήπιο σενάριο, αν η ελληνική στρατιωτική κυβέρνηση που κυβερνούσε εκείνο το επταήμερο, σταθεροποιούσε την εξουσία της, τότε θα έκανε ανοίγματα προς την Τουρκία για λύση «αμοιβαία ωφέλιμη» για τα δυο κράτη-«εθνικά κέντρα». Και αυτό το κλίμα, υπήρχε ως πρόθεση από το 1967, μετά τη σύσκεψη στον Έβρο. Στο πιο πρακτικό σενάριο, όμως, που δημιουργούσε τετελεσμένα, η τούρκικη επέμβαση που αποτράπηκε το 1964, θα επαναλαμβανόταν με αποκλεισμό μη δυτικών επεμβάσεων, αφού η πραξικοπηματική κυβέρνηση δεν θα ζητούσε, πια, σοβιετική βοήθεια η στήριξη από τους αδέσμευτους. Όπως φαίνεται και από τούρκικες πηγές υπήρχαν και εκεί αμφιταλαντεύσεις ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία, αλλά το βαθύ κράτος θα πρέπει να ήταν από καιρό έτοιμο. Αν η εισβολή οδηγούσε σε μια πλήρη κατάρρευση στην Κύπρο, η επιβολή μιας λύσης σε συνθήκες «θεραπείας σοκ», θα ήταν ίσως το ιδανικό.
Η αντίσταση των Κυπρίων και η αποτυχία του σεναρίου- η ανατροπή του καθεστώτος του εμφυλίου στην Ελλάδα, η επιστροφή του Μακαρίου και η αναγνώριση της Κυπριακής Ανεξαρτησίας..
Το σχέδιο, τόσο της ελληνικής κυβέρνησης, όσο και της τούρκικης, αλλά και των αμερικανών φαίνεται, όμως, να πήγε στραβά από την αρχή. Κατ’ αρχήν, το πραξικόπημα απέτυχε στους δυο άμεσους στόχους του – να σκοτώσει τον Μακάριο ως το σύμβολο της αντίσταση των κυπρίων, και να επιβληθεί σχετικά εύκολα. Παρά το ότι οι αμερικανοί ήξεραν τα αποτελέσματα των εκλογών του 1968 και 1970 και μπορούσαν να εκτιμήσουν την κατάσταση, είναι σαφές ότι θεωρούσαν /ήλπιζαν ότι μια μεγάλη μερίδα θα το στήριζε ή θα το ανεχόταν σε καθεστώς φόβου[2]. Η αντίσταση έδειχνε το αντίθετο – κράτησε μέχρι την τρίτη μέρα και είχε καταληφθεί και πόλη - η Πάφος- από τους αντιστασιακούς. Υπήρχε, δηλαδή, το στοιχείο ενδεχόμενου εμφύλιου μετά από ένα πραξικόπημα, που εμφανώς δεν ήταν άμεσα επιτυχημένο. Το σενάριο της ήπιας επιβολής απέτυχε. Ακολούθως, όταν έγινε η εισβολή, ακολούθησαν δυο ακόμα προβλήματα – η παθητική αντίσταση των ελλήνων, με το να αρνηθούν να πάνε στην επιστράτευση, ενίσχυσε το πραξικόπημα εναντίον του Ιωαννίδη, και στην Ελλάδα ανατράπηκε η χούντα και σε λίγες μέρες έγινε εμφανές από τη δυναμική των δρόμων που συνέχιζαν από την περίοδο πριν το 1967, και από το Πολυτεχνείο, ότι κατέρρεε το κράτος του εμφύλιου. Οι αμερικανοί έχαναν, πια, ένα μέρος του βαθέως κράτους τους και η Ελλάδα κινδύνευε να γίνει Πορτογαλία. Ταυτόχρονα στην Κύπρο, στην πρώτη φάση της εισβολής, παρά την αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας στο πραξικόπημα, οι ελληνοκύπριοι τουλάχιστον προσπάθησαν να αντισταθούν. Όταν, μετά την αλλαγή στην Ελλάδα, κατέρρευσε και η πραξικοπηματική κυβέρνηση στην Κύπρο, η επάνοδος του Μακαρίου, για όσους έβλεπαν τα δεδομένα, ήταν μονόδρομος. Και τώρα, πια, το παιχνίδι ήταν εκτός έλεγχου για το παλιό καθεστώς στο νατοϊκό τρίγωνο της περιοχής.
Η Κυπριακή Δημοκρατία βρέθηκε με μέρος του εδάφους της υπό κατάληψη, τις δυο κοινότητες ντε φάκτο διαχωρισμένες, αλλά με δυο μεγάλα κέρδη – την οριστική αναγνώριση της ανεξαρτησίας του νησιού από την διεθνή κοινότητα, και την εγκατάλειψη των ανοικτών, πια, παρεμβάσεων από το ελληνικό κράτος, το οποίο αποδέχτηκε τη διατύπωση του Μακάριου – η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται. Σε εκείνη την περίοδο, έγινε και η πρώτη δημόσια -διότι διάχυτα και υπόγεια υπήρχε ήδη από την δεκαετία του 1960- έκφραση του κυπροκεντρισμού, που οδηγεί σταδία στην διαμόρφωση μιας νέας ελληνοκυπριακής αντίληψης, ακόμα και στο χώρο της δεξιάς και της ακροδεξιάς εν μέρει. Όμως και διεθνώς η δυτική θέση ότι το νησί θα έπρεπε να διαχωριστεί ανάμεσα στις 3 εγγυήτριες εγκαταλείφθηκε. Αλλά η θέση των ΗΠΑ παραμένει πάντα δύσκολη – και λόγω ιστορικής καχυποψίας, αλλά και λόγω του ότι δεν ελέγχει πια και πολλά.
Η αντίφαση της ακροδεξιάς απολογητικής ιστοριογραφίας
Υπάρχει μια ιστοριογραφία, που προσπαθούσε μέχρι τη δεκαετία του 1970 να αποδώσει ευθύνες για το 74 στο ότι έγινε η στροφη στην ανεξαρτησία. Η ουσία, όμως, εκείνης της θέσης, την οποία εκφράζουν άτομα τα οποία εμπλάκηκαν, είτε με την διαδικασία ανατροπής της δημοκρατίας στην Ελλάδα -Γαρουφαλιάς- είτε άτομα με εμπλοκή με την ΕΟΚΑ Β -Παπαγεωργίου- είναι ενδιαφέρον γιατί καταγράφει το τέλος του ενωτισμού και την μετάλλαξη της κυπριακής - ή ελληνοκυπριακής - συνείδησης προς την αποδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας – αυτό που ο Π. Περσιάνης αποκάλεσε «νομιμοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας» με οριακό σημείο ολοκλήρωσης το 2004 με τη ρητορική του «όχι» του τότε προέδρου Τ. Παπαδόπουλου. Η αντίφαση της όλης στάσης τους έγκειται στο γεγονός ότι, όπως και η Αθήνα γενικά, ενώ ενεθάρρυναν το φανατικό εθνικισμό της ακροδεξιάς, από την άλλη θεωρούσαν ότι μια συμφωνία με την Τουρκία θα ήταν εύκολη. Ο Γαρουφαλιάς και ο Παπαγεωργίου δεν μπορεί να μην ήξεραν ότι ρεαλιστικά ο εθνικισμός που ενεθάρρυναν, θα οδηγούσε σε τούρκικη παρέμβαση – είτε λόγω επεισοδίων, είτε λόγω ευκαιρίας για το τουρκικο βαθυ κρατος. Η πιο πρόσφατη προσπάθεια από το Δρουσιώτη να αναπαραξει το επιχείρημα του Γαρουφαλιά, [«φταίει η ανεξαρτησία, η αδέσμευτη πολιτική κλπ, για το 1974»], είναι αντιμέτωπο με μια ακόμα αντίφαση – ως ρητορική αποδίδει στον Μακάριο ευθύνες γιατί δήθεν ήθελε την ένωση, ενώ ταυτόχρονα τον κατηγορεί γιατί προσπαθούσε να ολοκληρώσει την ανεξαρτησία με την συμπόρευση με το κίνημα των αδεσμεύτων. Όπως και οι προηγούμενοι απολογητές, το ίδιο και οι νεώτεροι προσπαθούν να κρύψουν την αντίφαση, αναζητώντας τρόπο να μετατοπίσουν την έμφαση. Η ουσία, όμως, παραμένει – οι αμερικανοί σχεδίαζαν για συγκυρίαρχα των εγγυητριών στην Κύπρο, είχαν προσβάσεις στις μυστικές υπηρεσίες και τις ακροδεξιές οργανώσεις, άρα αποκλείεται να μην ήξεραν για το πραξικόπημα, και όταν και η Κύπρος άνηκε για 7 μέρες αποκλειστικά στο το δικό τους μπλοκ, άφησαν την εισβολή να εξελιχθεί μέχρι να δημιουργήσει ντε φάκτο τετελεσμένα επί του εδάφους. Όταν είδαν, όμως, τις συνέπειες, και προσπαθούν από τότε να αποποιηθούν των ευθυνών τους - μάλλον τρόμαξαν όπως κάνουν από το 2001 για την Αλ Κάιντα…
Ένα μικρό τεκμήριο πως πρέπει να διαβάζεται η επιφάνεια των εκθέσεων του υπουργείου εξωτερικών …
Αξίζει μια αναφορά στο πως το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών, επί Κίσσιγκερ, πληροφορείτο για τους εμπλεκόμενους πολιτικούς. Τα προφίλ δημοσιεύτηκαν στο Χρονικό του Πολίτη.[3] Από αυτά που δημοσιεύτηκαν, φαίνεται να λείπουν όλοι οι ηγέτες της αριστεράς [ΑΚΕΛ] αλλά και ο Β. Λυσσαρίδης, ενώ υπάρχει λ.χ. αναφορά στον Αζίνα. Φαίνεται να εστιάζουν στη δεξιά σαν ενδεχόμενους σύμμαχους. Η εικόνα του Γρίβα είναι αποσπασματική – δεν αναφέρει τίποτα για τη δράση του στην κατοχή την δεκαετία του 1940, και προβάλει την εικόνα ότι είναι δημοφιλής, άρα είναι υπεράνω κριτικής. Το ότι το σημείωμα γράφτηκε μετά τον θάνατο του και φαίνεται να αποδίδει στην ένωση τόση δημοτικότητα, ενώ μέσω τόσης αντίθεσης, τότε στην ΕΟΚΑ Β είναι ενδιαφέρον. Προφανώς, η επίσημη εικόνα αποκρύβει και προσπαθεί να προετοιμάσει ... Είναι, επίσης, ενδιαφέρον ότι το προφίλ του Σαμψών διασκευάστηκε ελαφρώς, μετά την άνοδο του στην εξουσία. Και πάλι φαίνεται ότι τα κείμενα τυγχάνουν επεξεργασίας για να είναι πιο αποδεκτά σε ένα κοινό που μπορεί να διεκδικήσει να τα δει κάποτε – έτσι μερικές σκληρές αναφορές για τον Σαμψών πριν το πραξικόπημα αφαιρέθηκαν, και προστέθηκε αναφορά στην σχέση του με τον Ιωαννίδη. Η πιο παράδοξη, ωστόσο, αναφορά αφορά τον κ. Κληρίδη: «Δουλεύει σκληρά για να θέσει στο τραπέζι των συνομιλιών το θέμα της ένωσης.» Το παράδοξο είναι ότι ο Κληρίδης εθεωρείτο από τότε, και ο ίδιος το δήλωσε κατ’ επανάληψη, ότι προσπαθούσε για συμβιβαστική λύση με τους τουρκοκύπριους. Μάλιστα, ο ίδιος θεωρούσε λάθος του που δεν διαχώρισε τη θέση του για να ασκήσει πίεση ώστε να γίνει αποδεκτή μια υπό διαμόρφωση λύση. Και σαφώς, αφού διαπραγματευόταν με τους τουρκοκύπριους, η ένωση ήταν εκτός συζήτησης. Οπότε είτε ο Κληρίδης έλεγε ψέματα στους βασικούς του συνομιλητές -εθεωρείτο ότι είχε καλές σχέσεις με την πρεσβεία, μάλιστα ο Μακάριος του ζήτησε να μεταφέρει μήνυμα στην πρεσβεία, ότι θα υπήρχε αντίσταση, αν γινόταν πραξικόπημα το 1972- είτε οι αμερικανοί με την «ένωση», εννοούσαν το καθεστώς της συγκυριαρχίας Ελλάδας-Τουρκίας.. Πάντως και ο Κληρίδης, όταν του πρόσφεραν την προεδρία, αρνήθηκε – το ότι επέζησε ο Μακάριος, αλλά και το μέγεθος της αντίστασης ήταν σαφές και ο κ. Κληρίδης την κρίσιμη στιγμή πήρε την σωστή απόφαση γιατί προφανώς έβλεπε τι ερχόταν. Το έλεγε, άλλωστε, κατ’ επανάληψη ο Μακάριος στα συλλαλητήρια ότι θα επέβαινε η Τουρκία – σε μια κοινωνία που συγκαλυπτε/λογοκρινε τόσα από την δημόσιο λόγο, η αναφορά στο ότι έπρεπε να αναμένεται τουρκική επέμβαση, αν γινόταν πραξικόπημα, ήταν τουλάχιστον σαφής. Και κανένας δεν μπορούσε στις 20 Ιουλίου να πει ότι ήταν απρόσμενη η εισβολή μετά την 15η Ιουλίου. Για αυτό και κωδικοποιήθηκε αμέσως η σύνδεση – αλλα και προέκυψαν ερωτήματα για την μη προετοιμασία της άμυνας…
[1] Shane, Scott (2007-04-18), Robert Dallek on Nixon and Kissinger, New York Times, archived from the original on 2014-01-14, "[...] phone call reacting to news of the 1973 coup in Chile [...] Kissinger grumbled [...] that American newspapers, "instead of celebrating," were "bleeding because a pro-Communist government has been overthrown." "Isn't that something?" Nixon remarked. "In the Eisenhower period, we would be heroes," Kissinger said. "Well, we didn't - as you know - our hand doesn't show on this one," the president said."
[2] Βλ. «Τα Ψυχογραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ», Χρονικό Πολίτης, τ. 22, 20/7/2008. Αυτή η ελπίδα έμμεσα φαίνεται να εκφράζεται σε ένα είδος επένδυσης στο image του Γρίβα, αλλά και στην παράδοξη ταύτιση μετριοπαθών πολιτικών, όπως ο Κληρίδης, με την ένωση.
[3] «Τα ψυχογραφήματα του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ», τ. 22, 20/7/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου