( Διάβασα με μεγάλη ικανοποίηση το τελευταίο άρθρο του Ν. Μούδουρου. Το Κυπριακό, ως ένα μόνιμο και διαρκές πρόβλημα, παρήγαγε, εκτός των άλλων και πολλούς "ειδικούς" του ζητήματος, δηλαδή πολλούς ενδιαφερόμενους γνώστες και επεξηγητές του.
Δεν ξέρω αν παρήγαγε στην πραγματικότητα όμως, πολλούς σοβαρούς αναλυτές του. Ο Μούδουρος σαφέστατα ανήκει στην κατηγορία αυτή ).
Δεν ξέρω αν παρήγαγε στην πραγματικότητα όμως, πολλούς σοβαρούς αναλυτές του. Ο Μούδουρος σαφέστατα ανήκει στην κατηγορία αυτή ).
Ομιλία που κατατέθηκε στην Επιστημονική Ημερίδα του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών και του Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας
Λευκωσία – 23 Νοεμβρίου 2013
Νίκος Μούδουρος
«Δεν είμαι υπέρ της συνέχισης της πολιτικής των τελευταίων 30-40 χρόνων στην Κύπρο. Η Κύπρος δεν είναι προσωπική υπόθεση του κυρίου Ντενκτάς»[1]. Με τα λόγια αυτά ο ηγέτης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), Recep Tayip Erdoğan, λίγους μήνες πριν εκλεγεί Πρωθυπουργός, εξήγγειλε τη νέα προσέγγιση της Τουρκίας στο Κυπριακό. Αυτή η δήλωση ερμηνεύθηκε από αρκετούς ως ένα «επικοινωνιακό τέχνασμα». Οι εξελίξεις στη συνέχεια όμως, έδειξαν ότι η διαφοροποίηση της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο αξίζει βαθύτερης ανάλυσης. Τόσο σε σχέση με τις αλλαγές σε διεθνές επίπεδο, όσο και σε σχέση με τον εσωτερικό μετασχηματισμό της χώρας. Η παρουσίασή αυτή, έχει ως στόχο να αναδείξει τουλάχιστον μερικούς από τους λόγους που οδήγησαν την Άγκυρα σε μια νέα προσέγγιση για την Κύπρο γενικά και για το Κυπριακό πρόβλημα ειδικά.
Η κυρίαρχη αντίληψη για την εξωτερική πολιτική του νεοσύστατου τουρκικού κράτους, επικεντρώθηκε στην υπογράμμιση για προστασία των εθνικών συνόρων και της ανεξαρτησίας, καθώς για την διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών για οικονομική ανάπτυξη[2]. Είναι γεγονός ότι το κεμαλικό «Εθνικό Συμβόλαιο» (Misak-i Milli) οριοθετεί το τουρκικό έθνος στα όρια του τουρκικού κράτους. Το τουρκικό έθνος ταυτίζεται σχεδόν σε απόλυτο βαθμό με τα γεωγραφικά και πολιτικά όρια της νεοσύστατης Τουρκικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα λοιπόν με την επίσημη κεμαλική θέση, ο ίδιος ο κεμαλισμός δε φέρει μαζί του κανένα είδος αλυτρωτισμού ή επεκτατικών βλέψεων. Αρχικά δε συμπεριλαμβάνει στους πολιτικούς του στόχους τους «έξω Τούρκους», δηλαδή τους τουρκικούς πληθυσμούς που ζουν εκτός των εθνικά καθορισμένων συνόρων του κεμαλικού κράτους[3]. Επομένως η ίδρυση του κράτους του 1923, δεν αποτέλεσε συμβιβασμό-υποχώρηση από τα οράματα ενός αλυτρωτικού εθνικού αγώνα, αλλά μια πράξη σωτηρίας και επιβίωσης του έθνους από συνεχόμενους πολέμους και εδαφική συρρίκνωση. Η ίδρυση του κράτους ήρθε για να επικυρώσει την ύπαρξη του σύγχρονου τουρκικού έθνους και την ανάπτυξη του σε ένα περιβάλλον κρατικού καπιταλισμού με μοντέλο την υποκατάσταση των εισαγωγών.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το κεμαλικό δόγμα «Ειρήνη στην πατρίδα – Ειρήνη στον Κόσμο» (Yurtta Sulh-Cihanda Sulh) έβρισκε για κάποια χρόνια την εφαρμογή του στην τουρκική εξωτερική πολιτική ως εξής: Προσπάθεια για σταθεροποίηση της εδαφικής και πολιτικής υπόστασης της χώρας και διατήρηση της τότε «παρούσας κατάστασης» – του στάτους κβο – που δημιούργησε η Συνθήκη της Λωζάνης. Η σύναψη του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φιλίας το 1930, του Βαλκανικού Συμφώνου το 1934[4] και το 1937 του Συμφώνου Σαανταμπάντ με χώρες της Μέσης Ανατολής[5], συνιστούν μερικές χαρακτηριστικές εικόνες της εφαρμογής του προαναφερθέντος δόγματος. Συνεπώς θα μπορούσε να λεχθεί ότι σε ένα περιβάλλον έντονων ανταγωνισμών των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή που κορυφώνονταν με τη σταδιακή επικράτηση του φασισμού στην Ευρώπη, η τουρκική εξωτερική πολιτική ήταν προϊόν της «ανάγκης των καιρών» για επιβίωση του νεοσύστατου ρεπουμπλικανικού κράτους.
Όμως εάν σταθεί κάποιος μόνο στην κυρίαρχη θεώρηση για τον κεμαλικό εθνικισμό, τότε η ανάλυση των σχέσεων Τουρκίας-Κύπρου παραμένει στο κενό. Όπως έχουν δείξει νεότερες μελέτες γύρω από τον κεμαλικό εθνικισμό, η γεωγραφική οριοθέτηση του έθνους εντός των συνόρων της ρεπουμπλικανικής Τουρκίας, συνυπάρχει με μια πολιτισμική οριοθέτηση[6]. Αυτός ο «πολιτισμικός» εθνικισμός ξεπερνά κατά πολύ τα σύνορα του σύγχρονου τουρκικού κράτους και εμπεριέχει μια πτυχή «οικουμενικότητας», η οποία με τη σειρά της δημιουργεί το όραμα για μια παντουρκική ενότητα[7]. Αυτή η πτυχή που φέρει μαζί της «οικουμενικές διεκδικήσεις» και υπογραμμίζει την ενότητα «όλων των Τούρκων» εκφράζεται κυρίως από τις θεωρίες των αρχών της δεκαετίας του 1930 για την τουρκική ιστορία και την τουρκική γλώσσα με την γνωστή «Θεωρία της γλώσσας του Ήλιου» (Güneş Dil Teorisi)[8]. Επομένως, παρόλο που οι κυρίαρχες διακηρύξεις του κεμαλισμού δεν περιέχουν πτυχές ενός αλυτρωτικού οράματος, εντούτοις υπάρχει μια διαχρονική οργανική σχέση μεταξύ των «μέσα» και των «έξω» Τούρκων. Την περίοδο του Mustafa Kemal, ο εθνικισμός υποτάσσεται στη ρεπουμπλικανική γεωγραφία. Η ίδια η ρεπουμπλικανική γεωγραφία σε συνθήκες ενός μοντέλου υποκατάστασης των εισαγωγών και κρατικού καπιταλισμού, αδρανοποιεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τις αυτοκρατορικές εκφάνσεις του εθνικισμού[9], χωρίς ωστόσο να τις εξουδετερώνει.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, η ρητορική που αναπτύσσει για την προστασία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, αλλά ιδιαίτερα η ρητορική σε σχέση με την προστασία της δικής της εθνικής ασφάλειας, είναι συνιστώσες που περιπλέκουν περισσότερο τις κυρίαρχες ερμηνείες για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Για παράδειγμα ο William Hale στο γνωστό του έργο για την τουρκική εξωτερική πολιτική από το 1774 μέχρι το 2000, αναφέρει ότι η εμπλοκή της Τουρκίας στην Κύπρο και η εισβολή του 1974 αποτελούν «εξαιρέσεις» στη διαχρονικά «πραγματιστική και λογική» εξωτερική πολιτική της χώρας[10]. Όμως μια πιο ολοκληρωμένη απάντηση στο ζήτημα της Κύπρου δίνεται από άλλους ερευνητές, όπως ο Umut Uzer, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι αυτοκρατορικές εκφάνσεις του τουρκικού εθνικισμού απελευθερώνονται και επιβάλλονται στο ρεπουμπλικανικό πλαίσιο αναλόγως των διεθνών συγκυριών[11].
Η περίπτωση της Κύπρου, παρουσιάζει ενδιαφέρον και λόγω του ότι σταδιακά μετατρέπεται σε χώρο ολοκληρωτικής σχεδόν κυριαρχίας του «συνδρόμου της περικύκλωσης» που καλλιέργησε η τουρκική ελίτ από τη δεκαετία του 1950[12]. Στο κυπριακό του πλαίσιο τότε, το «σύνδρομο της περικύκλωσης» βασιζόταν στην εξής υπόθεση: Η μεταπήδηση της Κύπρου στη σφαίρα επιρροής της Ελλάδας, η οποία διατηρεί την κυριαρχία της στα νησιά του Αιγαίου, θα σημαίνει την ολοκληρωτική «ελληνική» και συνεπώς «εχθρική» περικύκλωση της Ανατολίας από τα μεσογειακά της παράλια. Ο Fatih Rüştü Zorlu, ως ΥΠΕΞ της Τουρκίας κατά τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1955, υπογράμμισε τη σημασία της Κύπρου για την άμυνα της Τουρκίας ιδιαίτερα εφόσον η Ελλάδα είχε τον πλήρη έλεγχο των νησιών του Αιγαίου. Παράλληλα τόνισε ότι πιθανή αλλαγή του στάτους-κβο στην Ανατολική Μεσόγειο προς όφελος της Ελλάδας θα διατάρασσε τη Συνθήκη της Λωζάννης[13]. Ο İlter Türkmen, ΥΠΕΞ της Τουρκίας μετά το πραξικόπημα του 1980, περιέγραψε την Κύπρο ως εξής: «Η Κύπρος είναι ένα τεράστιο αεροπλανοφόρο, αγκυροβολημένο στο πλέον στρατηγικό σημείο της Ανατολικής Μεσογείου. Θέτει υπό στρατηγικό έλεγχο ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Απέχει ένα βήμα από τις τουρκικές ακτές και δύο βήματα από την Αραβική χερσόνησο. Στέκει σαν φρουρός μπροστά στη Διώρυγα του Σουέζ»[14]. Με λίγα λόγια, η κυπριακή περίπτωση του «συνδρόμου της περικύκλωσης» μετατρέπει το θέμα των «έξω Τούρκων», δηλαδή την υποτιθέμενη προστασία των Τουρκοκυπρίων, ως βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται μια έννοια εθνικής ασφάλειας της ίδιας της Τουρκίας[15]. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουν οι «έξω Τούρκοι» επιβεβαιώνει τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει η ασφάλεια των «μέσα Τούρκων» από μια πιθανή εχθρική περικύκλωση.
Έτσι, η εισβολή στην Κύπρο θεωρήθηκε από ένα μέρος της κεμαλικής ελίτ, ως μια μεγάλη «εθνική νίκη» που σταματούσε την εδαφική συρρίκνωση του τουρκικού έθνους. Πιθανή υποχώρηση στην Κύπρο θα σήμαινε επιστροφή στη Συνθήκη των Σεβρών[16]. Ο δεύτερος άξονας ήταν η πιστοποίηση ότι ο στρατός αποτελούσε την απόλυτη δύναμη καθορισμού του περιεχομένου της εθνικής ασφάλειας της Τουρκίας. Μάλιστα σε αυτό το σημείο η εθνική ασφάλεια της χώρας, έτσι όπως ο στρατός την ερμήνευε, είχε ως σταθερή βάση τον κυπριακό χώρο. Ιδιαίτερα στα χρόνια που ακολουθούν την τουρκική εισβολή μέχρι και τις απαρχές του 21ουαιώνα, οι δύο προαναφερθέντες άξονες ενισχύονται. Ο Şükrü Sina Gürel ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Δεν μπορούμε να αποκτήσουμε οποιαδήποτε οφέλη στην εξωτερική μας πολιτική εάν υποχωρήσουμε στο Κυπριακό και στο Αιγαίο. Ιδιαίτερα σε αυτή την εποχή που μιλάμε για νέους ορίζοντες για τον τουρκικό κόσμο, για την Τουρκία ως μεγάλη δύναμη…»[17]. Η μη διευθέτηση του Κυπριακού, η διατήρηση του διχοτομικού στάτους-κβο, ήταν απόδειξη της μεγαλοσύνης της Τουρκίας. Ήταν πολύ περισσότερο, απόδειξη της κατανόησης της σημασίας της περιοχής για την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας. Η πιο πάνω αντίληψη συμπυκνώνεται περίφημα στη φράση του Bülent Ecevit ότι «το Κυπριακό επιλύθηκε το 1974». Συνεπώς μια δεύτερη ανάγνωση της κλασσικής κεμαλικής ερμηνείας για την εξωτερική πολιτική στην Κύπρο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εισβολή του 1974 έρχεται για να δημιουργήσει ένα νέο «στατους-κβο» και να σημάνει την προσπάθεια για διατήρηση και προστασία του[18].
Το πιο πάνω πλαίσιο παρουσιάζει ρήξεις στις αρχές του 21ου αιώνα. Οι διεθνείς αλλαγές σε συνδυασμό με τον εσωτερικό μετασχηματισμό της Τουρκίας, οδήγησαν τη χώρα σε μια νέα γεωγραφική φαντασίωση. Από τη μια, η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού επέβαλε μια νέα αντίληψη για την εθνική ασφάλεια. Η έννοια αυτή μετασχηματίστηκε με τρόπο που διευρύνεται και σταδιακά να συμπεριλαμβάνει θέματα οικονομικού ανταγωνισμού[19]. Από την άλλη, η ίδια η Τουρκία ενσωματώθηκε περαιτέρω στο παγκόσμιο σύστημα, μια διαδικασία που ευνόησε την ισχυροποίηση της νέας ισλαμικής ελίτ. Μιας ελίτ που τελικά ως φορέας εξουσίας επέβαλε τα δικά της οράματα, τόσο για την Τουρκία, όσο και για τη θέση της χώρας στη διεθνή πραγματικότητα. Η πιο ενδεικτική αλλαγή ήταν η προσπάθεια άρσης των όποιων «εδαφικών-συνοριακών περιορισμών» επικρατούσαν στις αντιλήψεις της πολιτικής ηγεσίας για εμπλοκή της Τουρκίας στη γειτονική της περιφέρεια. Αυτή η αλλαγή με τη σειρά της επηρέασε και το βαθύτερο ιδεολογικό-πολιτικό νόημα της «εθνικής γεωγραφίας», καθορίζοντας ένα νέο πλαίσιο για την επιδιωκόμενη περιφερειακή πολιτική[20]. Με αυτά τα δεδομένα, η Κύπρος δε χάνει τη σημασία της αναφορικά με την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας. Όμως σημειώνεται μια μεγάλη αλλαγή σε σχέση με το πώς εκφράζεται το νέο περιεχόμενο της εθνικής ασφάλειας μέσω Κύπρου.
«Η μη λύση δεν είναι λύση του Κυπριακού» δήλωσε κάποτε ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, προκαλώντας σειρά ερωτημάτων για την νέα τουρκική προσέγγιση στο Κυπριακό. Στο σημείο αυτό αξίζει μια μικρή έστω αναφορά που θα ξεφεύγει από επιδερμικές ερμηνείες για την πολιτική της Άγκυρας. Σύμφωνα με το ΑΚΡ, η Κύπρος ως έδαφος και ως πολιτικός χώρος θα πρέπει να αποτελέσει ένα κομμάτι της ευρύτερης πολιτικής της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Κύπρος και το Κυπριακό πρόβλημα παύουν να είναι «στοιχεία» που αναλύονται μόνο υπό το πρίσμα της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας, αλλά μετατρέπονται σε άξονες πολιτικής που θα πρέπει να υπηρετούν το γενικότερο στόχο νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού της περιοχής. Δηλαδή η Κύπρος δεν αποτελεί χωριστό κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας που να σχετίζεται με το παραδοσιακό (κεμαλικό) πλαίσιο της λεγόμενης εθνικής ασφάλειας, αλλά αποτελεί ένα από το κομμάτια που συγκροτούν την ολότητα των πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών στόχων που θέλει να εξυπηρετήσει η Τουρκία σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
Εδώ ίσως να βρίσκεται και το κεντρικό σημείο της ρήξης με την προηγούμενη «κεμαλική» ερμηνεία της μη λύσης ως μεθόδου διατήρησης των συμφερόντων ασφάλειας της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής: Η Κύπρος, λόγω γεωγραφικής θέσης, «ελέγχει» τα μεσογειακά παράλια της Τουρκίας, του Λιβάνου, της Συρίας, πιο νότια του Ισραήλ, καθώς και μια μεγάλη απόσταση μέχρι την Αίγυπτο. Επομένως το νησί βρίσκεται σε θέση που επηρεάζει στρατηγικούς τομείς, οι οποίοι αποτελούν ούτως ή άλλως τομείς και «εργαλεία» της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του ΑΚΡ. Για παράδειγμα, οι περιοχές Τζεϊχάν, Μερσίνα και Αττάλεια, αποτελούν τους νευραλγικούς οικονομικούς χώρους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο σε τομείς όπως η ενέργεια, το εμπόριο και ο τουρισμός και απέχουν από την Κύπρο περίπου ογδόντα χιλιόμετρα[21]. Με αυτό το συλλογισμό, το ΑΚΡ επιδιώκει το ξεδίπλωμα μιας στρατηγικής που να αλλάζει το στάτους-κβο, δηλαδή την μονοδιάστατη αντίληψη για την διασφάλιση της «εθνικής ασφάλειας» διαμέσου της στρατιωτικής παρουσίας, και να μετατρέπει την Κύπρο σε ένα ακόμα χώρο ανάδειξης του ρόλου της Τουρκίας ως δύναμης ενσωμάτωσης και άρα συνεχούς «εμπορευματοποίησης» της συγκεκριμένης γεωγραφίας. Έτσι η Τουρκία επιδιώκει να παράγει και να αναπαράγει το ρόλο της ως «εμπορικό κράτος»[22], ως κράτος-φορέας των αξιών της παγκόσμιας αγοράς προς την περιφέρεια.
Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η κατανόηση της σημασίας της Ανατολικής Μεσογείου για την Τουρκία, οδηγεί ακριβώς στην προσπάθεια για ανατροπή του στάτους-κβο στην Κύπρο. Η Τουρκία με το ΑΚΡ διεκδικεί ίσως, μια διευθέτηση του Κυπριακού ακριβώς διότι κατανοεί το νέο πλαίσιο ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου[23]. Παύει λοιπόν να ταυτίζει τη μη λύση ως προστασία της εθνικής της ασφάλειας και διεκδικεί την ενσωμάτωση της Κύπρου στην ευρύτερη της αντίληψη για την Ανατολική Μεσόγειο, ακριβώς για να διασφαλίσει το νέο περιεχόμενο της εθνικής της ασφάλειας – οικονομικό, πολιτικό και όχι μόνο στρατιωτικό. Αυτή η νεοφιλελεύθερου τύπου ανασυγκρότηση της τουρκικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, γεννά την αναγκαιότητα προσαρμογής της ίδιας της κυπριακής γεωγραφίας στο ευρύτερο πλαίσιο. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και τα μέτρα συνολικής αναδιάρθρωσης των δομών στα κατεχόμενα. Είναι λοιπόν αναμενόμενο ότι εφόσον το υφιστάμενο στάτους-κβο δεν προσαρμόζεται στις νέες ανάγκες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, να υπάρξει προσπάθεια αλλαγής του. Μια προσπάθεια που θα αντικατοπτριστεί και στις προσπάθειες για μια συνολική διευθέτηση του Κυπριακού. Και είναι για αυτό ακριβώς το λόγο που η οποιαδήποτε κινητικότητα επιδειχθεί από πλευράς Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφανειακές ερμηνείες.
Ιανουάριος 2014
[1] Bilal N. Şimşir, AB, AKP ve Kıbrıs, Ankara 2004, σ. 257.
[2] Umut Uzer, Identity and Turkish Foreign Policy. The Kemalist Influence in Cyprus and in the Caucasus, I.B Tuaris, London 2011, p. 58.
[3] Για μια ολοκληρωμένη θεώρηση γύρω από το θέμα του κεμαλικού εθνικισμού στην τουρκική γλώσσα βλέπετε: Turhan Feyzioğlu, “Atatürk ve Milliyetçilik”, Atatürkçü Düşünce, Türk Tarih Kurumu Basimevi, Ankara 1992, pp. 265-322. Baskın Oran, Atatürk Milliyetçiliği. Resmi İdeoloji Dışı Bir İnceleme, Dost Kitabevi, Ankara 1988.
[4] Melek Fırat, “Yunanistan’la İlişkiler”, Basın Oran (ed.), Türk Dış Politikası, Cilt 1, İletişim Yayınları, İstanbul 2002, pp. 344-353 (pp. 325-356).
[5] Ümit Özdağ, “Türk Milliyetçiliği ve Jeopolitik”, Modern Türkiye’de Siyasi Düşünce: Milliyetçilik, Cilt 4, İletişim Yayınları, İstanbul 2004, p. 175 (pp. 168-178). Το Σύμφωνο Σαανταμπάντ υπογράφηκε μεταξύ Τουρκίας, Ιράκ, Ιράν και Αφγανιστάν και διασφάλιζε τα σύνορα των χωρών και την αμοιβαία δέσμευση για μη επίθεση. Με αυτό τον τρόπο σε μια περίοδο φασιστικής επιθετικότητας της Ιταλίας στην περιοχή, η Τουρκία προσπάθησε να διαφυλάξει τα ανατολικά και νότια της σύνορα.
[6] Ahmet Yıldız, “Kemalist Milliyetçilik”, Modern Türkiye’de Siyasi Düşünce: Kemalizm, Cilt 2, İletişim Yayınları, İstanbul 2001, pp. 221-232 (pp. 210-234).
[7] Füsun Üstel, “Türk Milliyetçiliği ya da Vatandaşlığın Kültürel Boyutu”, Türkiye’nin Kürt Sorunu, TÜSES, İstanbul 1996.
[8] Söner Çağaptay, “Otuzlarda Türk Milliyetçiliğinde Irk, Dil ve Etnisite”, Modern Türkiye’de Siyasi Düşünce: Milliyetçilik, Cilt 4, İletişim Yayınları, İstanbul 2001, p. 252 (pp. 245-252).
[9] Για μια αναλυτική θεώρηση του συγκεκριμένου προβλήματος βλέπετε: Günay Göksü Özdoğan, Turan’dan Bozkurt’a. Tek Parti Döneminde Türkçülük (1931-1946), İletişim Yayınları, İstanbul 2002.
[10] William Hale, Turkish Foreign Policy: 1774-2000, Frank Cass, London 2002, p. 330.
[11] Umut Uzer, Identity and Turkish Foreign Policy. The Kemalist Influence in Cyprus and in the Caucasus, I.B Tuaris, London 2011, p. 148.
[12] Πιέρ Μπλάν, Ο Διαμελισμός της Κύπρου. Η γεωπολιτική ενός διχασμένου νησιού, (μτφ. Νίκη Μολφέτα), Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 2002, σ. 140.
[13] Melih Esenbel, Kıbrıs 1. Ayağa Kalkan Adam 1954-1959, Bilgi Yayınevi, Ankara 1993, pp. 26-27, 30-31.
[14] Παρατίθεται στο Πιέρ Μπλάν, Ο Διαμελισμός της Κύπρου. Η γεωπολιτική ενός διχασμένου νησιού, (μτφ. Νίκη Μολφέτα), Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 2002, σ. 150.
[15] Umut Uzer, Identity and Turkish Foreign Policy. The Kemalist Influence in Cyprus and in the Caucasus, I.B Tuaris, London 2011, pp. 83-84.
[16] Χαρακτηριστικός επί τούτου ο Mümtaz Soysal στο βιβλίο του Aklını Kıbrıs’la Bozmak, Bilgi Yayınevi, Ankara 1995, p. 119.
[17] Şükrü Sina Gürel, Türk-Yunan İlişkileri (1821-1993), Ümit Yayıncılık, Ankara 1993, p. 126.
[18] Malik Mufti, Daring and Caution in Turkish Strategic Culture. Republic at Sea, Palgrave MacMillan, London 2009, p. 46.
[19] Özlem Kaygusuz, “Küreselleşme ve Ulusal Güvenlik Devleti: Geri Dönüş Mümkün mü?”, Cilt: XXXI, No. 255, Yaz 2007, p. 139 (pp. 137-153).
[20] Bülent Aras, Hakan Fidan, “Turkey and Eurasia: Frontiers of a New Geographic Imagination”, New Perspectives on Turkey, 40, 2009, σ. 197. (σσ. 195-217).
[21] Gürkan Zengin, Hoca: Türk Dış Politikasında ‘Davutoğlu Etkisi’, İnkılâp Yayınları, İstanbul 2010, σσ. 373-374.
[22] Για μια συζήτηση αναφορικά με το «εμπορικό κράτος» και ειδικά για την Τουρκία, βλέπετε Kemal Kirişçi, “The Tranformation of Turkish Foreign Policy: The Rise of the Trading State”, New Perspectives on Turkey, 40, 2009, σσ. 29-50.
[23] Ahmet Davutoğlu, Teoriden Pratiğe. Türk Dış Politikası Üzerine Konuşmalar, Küre Yayınları, İstanbul 2013, pp. 121-122.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου