του Γιούρι Ζντανοφ
Ο πνευματικός πολιτισμός κάθε κοινωνίας αποτελεί ένα πολύπλοκο σύμπλεγμα ποικιλόμορφων και διαφορετικών στοιχείων. Περιλαμβάνει ένα σύνολο πληροφοριών, ένα σύστημα γνώσεων για τη φύση, την κοινωνία και τον άνθρωπο. Μέσα του (στο πλαίσιό του, σ.τ.μ.) εντάσσονται οι παραστάσεις περί του ωραίου, οι αισθητικές αξίες, οι ηθικοί κανόνες, οι βασικές αρχές της κοσμοθεωρίας. Τα ξεχωριστά στοιχεία του πνευματικού πολιτισμού δε λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, ούτε έχουν το ίδιο ειδικό βάρος στη μία ή στην άλλη συγκεκριμένη κοινωνικο-ιστορική κατάσταση. Εξετάζοντας το ζήτημα ιστορικά, μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι σε διαφορετικές εποχές, κάποια απ’ όλες τις πλευρές του πολιτισμού βρισκόταν στο προσκήνιο και κυριαρχούσε. Ετσι η κυρίαρχη συνδετική μορφή του αρχαίου κόσμου ήταν ο αισθητικός, καλλιτεχνικός πολιτισμός με το ιδεώδες του φυσικά και ηθικά ωραίου ανθρώπου, με την επιδίωξή του, στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική, να ενσαρκώσει την τέλεια ομορφιά, με την προσπάθειά του να δημιουργήσει, στη βάση του ακτινοβόλου μύθου, την επική και λυρική ποίηση, την κοσμοαντίληψη.
Ο Καρλ Μαρξ με την αντικειμενική καθαρότητα σκέψης και το ανελέητο της ανάλυσης που τον χαρακτήριζε, έδειξε για ποιο λόγο το αρχαίο πρότυπο όφειλε να καταρρεύσει. Εξετάζοντας τους νόμους του πληθυσμού, σημείωνε ότι για την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, σημαντικότατο στοιχείο του κοινωνικού συστήματος ήταν ο περιορισμός του αριθμού του πληθυσμού (η διατήρηση του πληθυσμού εντός ορισμένων ορίων, σ.τ.μ.). Η επιδίωξη να διατηρήσουν αυτά τα όρια προκάλεσε μια ατελείωτη μετανάστευση, συνεχή κύματα αποικιστών. «Ομως γιατί ήταν έτσι τα πράγματα; – αναρωτήθηκε ο Μαρξ. – Γιατί σε αυτά τα κράτη ήταν τελείως άγνωστη η χρήση της επιστήμης στον τομέα της υλικής παραγωγής. Για να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους, οι πολίτες τους θα έπρεπε να μείνουν ολιγάριθμοι. Στην αντίθετη περίπτωση, τους απειλούσε η υποταγή στο ζυγό της εξαντλητικής φυσικής εργασίας, η οποία μετέτρεπε τον ελεύθερο τότε πολίτη δε δούλο».
Πράγματι, στη διάρκεια χιλιετιών η κοινωνική παραγωγή βασιζόταν στην συνεχώς αυξανόμενη μάζα εμπειρικών πληροφοριών, παρατηρήσεων, γεγονότων, στους διαμορφωμένους με τη μέθοδο της δοκιμής και του λάθους τρόπους εργασιακής δραστηριότητας. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε υπεροπτικά και με περιφρόνηση αυτό το τεράστιο οικοδόμημα της ανθρώπινης εμπειρίας, που, ακόμη και σήμερα προσφέρει τις ωφέλιμες υπηρεσίες του. Ταυτόχρονα βήμα το βήμα, στη βάση των πειραματικών εμπειρικών δεδομένων διαμορφώθηκε η επιστημονική εικόνα του κόσμου, αποκαλύπτοντας βαθμιαία τις αντικειμενικές του νομοτέλειες.
Ομως για τη χρήση αυτών των γνώσεων δεν υπήρχε η αναγκαία τεχνολογική και κοινωνική βάση έως ότου το προτσές του καταμερισμού της εργασίας διέσπασε την ίδια την παραγωγή σε απλές, στοιχειώδεις ενέργειες οι οποίες θα μπορούσαν να ανατεθούν σε μηχανές. Σε αυτό το έδαφος εμφανίστηκε η πραγματική δυνατότητα συνένωσης της επιστημονικής γνώσης με τη μαζική παραγωγή πολυποίκιλων μέσων και εργαλείων εργασίας, αντικειμένων κατανάλωσης, πράγμα το οποίο πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Μαρξ αναλύοντας βαθιά τη φύση των αστικών σχέσεων, εξάγει το σημαντικό συμπέρασμα:
«Μόνο η καπιταλιστική παραγωγή μετατρέπει για πρώτη φορά την υλική διαδικασία παραγωγής σε εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή – σε επιστήμη, εφαρμοσμένη στην πρακτική – όμως (αυτό το κάνει, σ.τ.μ.) μόνο δια της οδού της υποταγής του εργάτη στο κεφάλαιο και της καταπίεσης της ίδιας του της πνευματικής και επαγγελματικής ανάπτυξης».
Αυτή η καταπίεση της ανάπτυξης του εργάτη προκαλείται από το ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής απομονώνει τα διαφορετικά είδη εργασίας το ένα από το άλλο, διαχωρίζει την πνευματική από τη φυσική δραστηριότητα, καταδικάζει τον εργαζόμενο σε ηλίθια, μη δημιουργική, μονότονη εργασία. Συντελώντας στον πλουτισμό των εκμεταλλευτριών τάξεων της κοινωνίας, στην ενίσχυση της οικονομικής ισχύος και της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης, οι εργαζόμενοι στην επιστήμη, παρ’ όλες τις αγαθές τους επιθυμίες, τις μετάνοιες και τους κλονισμούς τους, βρίσκονται σε ανταγωνιστικές σχέσεις με τις εργαζόμενες τάξεις. «Η επιστήμη εμφανίζεται σαν μια ξένη, εχθρική σε σχέση με την εργασία και κυριαρχούσα πάνω της δύναμη …».
Η τεχνική της καπιταλιστικής παραγωγής δημιουργεί τις υλικές συνθήκες για την ανάπτυξη της επιστήμης. Εμφανίζονται ολόκληροι κλάδοι, που παρέχουν στην επιστήμη πολύμορφα μέσα έρευνας.
Ομως, ως προς αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βαθιά σκέψη του Μαρξ: «Το κεφάλαιο δε δημιουργεί επιστήμη, αλλά την εκμεταλλεύεται, την ιδιοποιείται για τις ανάγκες της διαδικασίας της παραγωγής». Στις συνθήκες της αστικής κοινωνίας υπάρχει εκμετάλλευση της επιστήμης, και τα όρια της ανάπτυξης των γνώσεων ορίζονται από το κατά πόσο η επιστήμη αποτελεί μέσο πλουτισμού, εργαλείο ενίσχυσης της ταξικής κυριαρχίας των εκμεταλλευτών. Στους ανήσυχους καιρούς μας με ιδιαίτερη οξύτητα επιβεβαιώθηκαν οι ιδέες του Μαρξ για τον κοινωνικό ρόλο της επιστήμης στις συνθήκες του καπιταλισμού. Μετατρέποντας βήμα το βήμα τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας σε καταστροφικές, το κεφάλαιο μετατρέπει και τη μεγάλη δύναμη της γνώσης σε εχθρική για τους ανθρώπους μορφή δραστηριότητας. Τα επιστημονικά επιτεύγματα, χρησιμοποιούμενα από το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ιμπεριαλιστικών κρατών, προκαλούν σήμερα τον τερατώδη κίνδυνο θερμοπυρηνικής, χημικής και βακτηριολογικής εξόντωσης. Με οργή και αποστροφή είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε ότι μέσα στο περιβάλλον της επιστήμης υπάρχουν κάποιοι «δικηγόροι του διαβόλου» όπως οι Ε. Τέλλερ, Σ. Κοέν οι οποίοι προσπαθούν να δικαιολογήσουν και επιδοκιμάσουν μια τέτια χρήση της επιστήμης ενάντια στις δυνάμεις της προόδου, ενάντια στην ανθρωπότητα, ενάντια στην ίδια τη ζωή στη γη.
Η αστική τάξη σαν τάξη είναι εσωτερικά εχθρική προς την επιστήμη, προς τη γνώση. Εκμεταλλευόμενη τις θεωρητικές ιδέες της ανθρωπότητας, αρνείται αδιάντροπα τα συμπεράσματα της επιστήμης, όταν αυτά αρχίζουν να αντιφάσκουν στα ταξικά της συμφέροντα. Ο Μαρξ έδειξε ότι αυτό ακριβώς συνέβη με την πολιτική οικονομία, η οποία ήταν αντικειμενική επιστήμη μόνο μέχρι τη στιγμή που οι αστοί κατέλαβαν την πολιτική εξουσία. Η όξυνση της ταξικής πάλης, η εμφάνιση του προλεταριάτου σαν ενεργητική δύναμη στην αρένα της ιστορίας – όλα αυτά προσδιόρισαν τη ρήξη της αστικής τάξης με την τίμια, αμερόληπτη επιστημονική έρευνα των κοινωνικών σχέσεων. Με τα λόγια του Μαρξ: «έφθασε η ώρα του θανάτου της επιστημονικής αστικής πολιτικής οικονομίας. Από εδώ και στο εξής γινόταν λόγος, όχι για το αν είναι σωστό ή όχι το ένα ή το άλλο θεώρημα, αλλά για το αν είναι χρήσιμο για το κεφάλαιο ή βλαβερό, βολεύει ή δε βολεύει, είναι σύμφωνο με τις αστυνομευτικές αντιλήψεις ή όχι». Η αστική τάξη είναι εχθρική όχι μόνο στην επιστημονική πολιτική οικονομία αλλά και στην αντικειμενική έρευνα άλλων πλευρών του κοινωνικού Είναι. Εκμεταλλευόμενη για τις πρακτικές της ανάγκες το υλιστικό ορθολογιστικό πνεύμα της φυσιογνωσίας, ταυτόχρονα υποστηρίζει αντεπιστημονικές, θρησκευτικές, μυστικιστικές απόψεις και θεωρίες, ακόμα και διάφορες μορφές ανοιχτού σκοταδισμού και αγυρτείας.
Δεν εξαφανίζονται, και από την ίδια τη φύση των πραγμάτων δεν μπορούν να εξαφανιστούν, από το φάσμα των αστικών αντιλήψεων τα σκεπτικιστικά ιδεολογήματα που χαρακτηρίζονται από έλλειψη εμπιστοσύνης προς την επιστήμη, έλλειψη εμπιστοσύνης στη δύναμη και τις δυνατότητές της. Κάποτε ο ακαδημαϊκός Ι. Π. Παβλόφ, ασκώντας κριτική στους αγνωστικιστές από το περιβάλλον των ψυχολόγων και των φυσιολόγων, που αρνούνταν τη δυνατότητα γνώσης των ανώτερων πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου, έγραφε «φαρμακερά»: «Αυτοί, απ’ ό,τι φαίνεται, έχουν την επιθυμία να μείνει το αντικείμενό τους άγνωστο, ορίστε παραξενιά!». Αυτή η «παραξενιά» χαρακτηρίζει και τους σύγχρονους αστούς επιστήμονες, που αρνούνται τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τους νόμους της κοινωνικής ζωής, τις αντικειμενικές νομοτέλειες του ιστορικού προτσές. Στη βάση αυτής της τάσης υποβάθμισης της γνώσης βρίσκεται ο φόβος για τα αναπότρεπτα και αντικειμενικά συμπεράσματα της επιστήμης, η οποία προβλέπει την αναπόφευκτη πτώση των επικίνδυνων για την ανθρωπότητα αστικών κοινωνικών σχέσεων.
Στα έργα του ο Μαρξ αποκάλυψε το αβάσιμο της πρωτόγονης και στρεβλής αστικής κατανόησης της επιστήμης σαν άμεσης πηγής πλούτου. Σημείωνε ότι «ακόμη και τα ανώτατα είδη πνευματικής παραγωγής αποκτούν αναγνώριση και γίνονται αποδεκτά στα μάτια του αστού μόνο χάριν του ότι του τα παρουσιάζουν και ερμηνεύουν ψευδώς σαν άμεσους παραγωγούς υλικού πλούτου». Οι χυδαίοι οικονομολόγοι προσπαθούν με τους λογαριασμούς τους (ή με Η/Υ) να «υπολογίσουν» την οικονομική απόδοση της επιστήμης. Με αυτούς τους τρόπους μπορεί να υπολογιστεί ότι η επιστήμη στον τάδε ή στο δείνα τομέα παράγει ήδη το 1/4 ή το 1/3 του εθνικού πλούτου. Αρα λοιπόν, απομένει να αυξήσουμε κατά 4 ή κατά 3,3 τον αριθμό των επιστημονικών ιδρυμάτων και των επιστημονικών στελεχών και τότε η επιστήμη θα παράγει το 100% του εθνικού εισοδήματος! Ολα αυτά βεβαίως είναι κούφιες φράσεις. Η επιστήμη δεν παράγει πλούτο σε μορφή αξίας, και μόνο οι καταγέλαστοι, σύμφωνα με το Μαρξ, «συκοφάντες υπαλληλίσκοι της πολιτικής οικονομίας έφτασαν να θεωρούν υποχρέωσή τους να μεγαλοποιούν και να δικαιολογούν οποιαδήποτε σφαίρα δραστηριότητας υποδεικνύοντας ότι αυτή «συνδέεται» με την παραγωγή υλικού πλούτου, ότι λειτουργεί σαν μέσο για αυτή».
Η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη κατανοείται από την αστική συνείδηση ως ικανότητά της να κάνει άμεσα χρήματα, να παράγει πλούτο. Ομως αυτή είναι απλώς μια μεταμορφωμένη και διαστρεβλωμένη μορφή πρόσληψης της πραγματικότητας. Το πραγματικό νόημα του ισχυρισμού ότι η επιστήμη παράγει ήδη το 1/4 του εθνικού πλούτου, μπορεί να σημαίνει μόνο ότι το 1/4 αυτού του πλούτου παράχθηκε στη βάση όχι της εμπειρικής, συνηθισμένης, παραδοσιακής τεχνολογίας, αλλά στη βάση της ορθολογιστικής επιστημονικής τεχνολογίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η αξία του παραχθέντος πλούτου προσδιορίζεται όχι από την επιστήμη, αλλά από την κοινωνική εργασία του εργαζόμενου που χρησιμοποιεί την επιστήμη.
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε την προειδοποίηση του Μαρξ: «Το προϊόν της πνευματικής εργασίας – η επιστήμη – πάντα εκτιμάται πολύ λιγότερο από την αξία της, γιατί ο εργάσιμος χρόνος που είναι απαραίτητος για την αναπαραγωγή της, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον εργάσιμο χρόνο, ο οποίος απαιτείται για την αρχική παραγωγή του». Είναι απαραίτητο να θυμηθούμε ότι και πολλές άλλες παραγωγικές δυνάμεις, που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή της αξίας, δεν εντάσσονται στη σύνθεσή της. Σε αυτές πρέπει να συμπεριλάβουμε τις παραγωγικές δυνάμεις της φύσης, ιδιαίτερα τη γη καθώς και το συνεταιρισμό εργασίας. Αυτό έχει σχέση με την επιστήμη σαν παραγωγική δύναμη, για την οποία ο Μαρξ διατύπωνε αυστηρά: «Τα πλέον ωφέλιμα πράγματα, τέτια, όπως η γνώση, γενικά δεν έχουν ανταλλακτική αξία». Ο Ενγκελς το σημείωνε αυτό με πιο παραστατικό τρόπο: «… η πολιτική οικονομία δεν είναι αγελάδα που μας εφοδιάζει με γάλα, αλλά επιστήμη που απαιτεί σοβαρή και ζηλευτή αφοσίωση».
Η θεωρία του Μαρξ για τις πηγές, για την καταγωγή της αξίας ξεκινά από το γεγονός ότι σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας τα διάφορα είδη εργασίας δεν μπορούν να εκδηλώσουν άμεσα τον κοινωνικό τους χαρακτήρα. Αυτά τα είδη εργασίας εμφανίζονται σαν ανεξάρτητα, ξένα το ένα προς το άλλο, η κοινωνική τους σχέση εμφανίζεται μέσω της αξίας, η οποία ως αποτέλεσμα της ανταλλαγής των εμπορευμάτων δείχνει όχι μόνο το μερικό αλλά και τον καθολικό χαρακτήρα της περιεχόμενης σε αυτά εργασίας. Για τη διανοητική παραγωγή μια τέτια διαδικασία είναι περιττή. Σύμφωνα με τις απόψεις του Μαρξ «καθολική εργασία αποτελεί κάθε επιστημονική εργασία, κάθε ανακάλυψη, κάθε εφεύρεση». Πραγματικά, όταν ο Ντ. Ι. Μεντελέεφ, εργαζόμενος στη Ρωσία, ανακάλυψε τον περιοδικό νόμο των χημικών στοιχείων, δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να τον ξαναανακαλύψουν στη Γαλλία ή στην Αμερική, έγινε αμέσως καθολικό αγαθό.
Απορρίπτοντας και γελοιοποιώντας την περιορισμένη και στενοκέφαλη αστική αντίληψη για την επιστήμη σαν πηγή ανταλλακτικής αξίας και υλικού πλούτου Ο Μαρξ ταυτόχρονα υποστήριζε τη βαθιά σκέψη ότι η επιστήμη είναι η πιο θεμελιακή μορφή πλούτου, αποτελώντας τόσο προϊόν όσο και παραγωγό πλούτου.
Αυτός ο ισχυρισμός έχει σχέση με την αντίληψη του Μαρξ για το ρόλο της επιστήμης στην ιστορία της ανθρωπότητας, στην ανάπτυξη του πνευματικού και υλικού πολιτισμού. Στην επιστήμη συγκεντρώνεται η συσσωρευόμενη για αιώνες γνώση για τους νόμους ανάπτυξης του περιβάλλοντος κόσμου και της ίδιας της ανθρωπότητας, αντανακλάται και συσσωρεύεται η πείρα από την εξαντικειμενικο-πρακτική μεταμόρφωση του κόσμου. Διαμορφώνεται η σε επιστημονική βάση ικανότητα να προβλεφθεί η πορεία των φυσικών και κοινωνικών προτσές. Η ανθρώπινη γνώση, το λογικό του κάθε ατόμου τελειοποιείται σύμφωνα με το μέτρο της συσσώρευσης των επιστημονικών γνώσεων. Ο Μαρξ ονομάζει την επιστήμη καθολικό πνευματικό προϊόν της κοινωνικής ανάπτυξης «προϊόν του καθολικού ιστορικού προτσές ανάπτυξης, που εκφράζει αφηρημένα την πεμπτουσία του (την πεμπτουσία του προτσές, σ.τ.μ.)».
Η αυτού του τύπου κατανόηση της επιστήμης καθόρισε το συνεχές ενδιαφέρον του Μαρξ για την ιστορία της, τις πηγές της, τις νομοτέλειες διαμόρφωσης και ανάπτυξης. Οι σύγχρονοι αστοί ειδικοί στο τομέα της επιστημολογίας είναι σε θέση να στοχάζονται με σεβασμό για τον Μαρξ σαν επιστήμονα – οικονομολόγο, για τη συνεισφορά του στην οικονομική επιστήμη, αλλά αγνοούν τελείως το ρόλο του Μαρξ στην έρευνα της ίδιας της επιστήμης.
Οντας μεγάλος επιστήμονας ο Μαρξ είχε εντάξει στο οπτικό του πεδίο όλο το σύμπλεγμα των επιστημών, τόσο των κοινωνικών όσο και των φυσικών. Δεν έκανε μόνο μεγάλες ανακαλύψεις στον τομέα της θεωρίας του ιστορικού προτσές, στην κατανόηση των οικονομικών νόμων, της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας. Η θεωρία του Μαρξ συνιστά ένα γιγάντιο βήμα στην επιστημονική ανάπτυξη όλης της ανθρωπότητας.
Ο Μαρξ με αδιάπτωτη προσοχή παρακολουθεί όλους τους τομείς της επιστημονικής γνώσης. Μαθαίνει μαθηματικά. Η ιστορία της τεχνικής γνώσης, από τη μηχανική ως την ηλεκτροτεχνική αποτελεί γι’ αυτόν αντικείμενο συνεχούς έρευνας. Με το γνωστό χημικό Κ. Σόρλεμμερ τον συνδέουν όχι μόνο φιλικές σχέσεις, αλλά και το βαθύ ενδιαφέρον για τη χημική επιστήμη, για τα έργα του Γ. Λίμπιχ στον κλάδο της αγροχημείας, για τις θεωρητικές αντιλήψεις για τη δομή του μορίου στα έργα των Σ. Ζεράρ και Φ. Κεκουλέ.
Ο Μαρξ έρχεται σε επαφή με τα έργα των Τ. Σβάν και Μ. Σλέιντεν για τη μορφολογία των φυτών και τη θεμελίωση της θεωρίας των κυττάρων, με έργα για την ανατομία του εγκεφάλου και του νευρικού συστήματος, με τις έρευνες της φυσιολογίας. Ιδιαίτερα τον ελκύουν έργα που αναφέρονται στη γεωγραφία και ακριβώς με βάση αυτά τα έργα βγάζει το περίφημο συμπέρασμά του ότι ο πολιτισμός εάν αναπτύσσεται αυθόρμητα και δεν κατευθύνεται συνειδητά αφήνει πίσω του έρημο.
Οι θεωρητικές εργασίες για την εξέλιξη του Σύμπαντος, οι θεωρίες του Ε. Καντ και Π. Λαπλάς γίνονται αντικείμενο της αδιάπτωτης προσοχής του μεγάλου διανοητή. Αναφέροντας τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φίλου του, ο Ενγκελς έγραφε: «Δεν υπήρξε άνθρωπος, που ένιωθε μεγαλύτερη χαρά βλέποντας το κάθε επίτευγμα της επιστήμης σε οποιοδήποτε κλάδο, ανεξάρτητα από το αν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πρακτικά ή όχι. Εβλεπε την επιστήμη πρώτα από όλα σαν έναν πανίσχυρο μοχλό της ιστορίας, σαν επαναστατική δύναμη με την ύψιστη σημασία αυτής της λέξης».
Είναι αδύνατο να συλλάβουμε πλήρως την προσέγγιση του Μαρξ προς την επιστήμη αν δεν προσέξουμε τη σχέση του απέναντι σε ό,τι συνιστά το αντίθετο της επιστήμης δηλαδή την άγνοια, το σκοτάδι και την αμάθεια. «Η αμάθεια – υπογράμμιζε ο Μαρξ – είναι μια δαιμονική δύναμη, και φοβόμαστε ότι θα αποτελέσει την αιτία πολλών ακόμη τραγωδιών». Οι προσπάθειες των αναρχικών, εν μέρει του Μ. Α. Μπακούνιν να μειώσουν το ρόλο της επιστήμης, της συνειδητότητας στην επαναστατική κίνηση συνάντησαν την οργισμένη επίπληξη του Μαρξ. Μέμφεται τον Μπακούνιν για το ότι κηρύσσει στη ρωσική νεολαία τη λατρεία της αμάθειας. Προλαβαίνοντας, θα’ λεγε κανείς, τις μελλοντικές εκδηλώσεις της «Προλετκούλτ»*, ο Μπακούνιν απορρίπτει ολοκληρωτικά τις κοινωνικές επιστήμες, την φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία, την ιστορία, ανακηρύσσοντάς τες ως ψευδείς και βλαβερές, καταστροφικές για τη νεολαία.
Πρέπει να πούμε ότι η κριτική του Μαρξ στους ρώσους αναρχικούς είχε μεγάλη ιστορική σημασία για την εξέλιξη της πατρίδας μας. Το 19ο αιώνα η Ρωσία άρχισε να αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς στο δρόμο της επιστημονικής προόδου. Εμφανίστηκαν οι πρώτες ισχυρές επιστημονικές σχολές, λαμπρά ονόματα όπως οι Ν. Ι. Λομπατσέφσκι και Ι. Μ. Σετσένοφ, αργότερα οι Ντ. Ι. Μεντελέεφ και Ι. Π. Παβλόφ. Στον τομέα των κοινωνικών επιστημών η Ρωσία ανέδειξε μεγάλους επιστήμονες όπως ο Ν. Γκ. Τσερνισέφσκι και ο Ν. Α. Ντομπρολιούμποφ, ο Β. Β. Μπέρβι-Φλερόφσκι και άλλοι. Ο Μαρξ σεβόταν και στήριζε αυτή την ανάπτυξη της ρωσικής επιστημονικής σκέψης. Ταυτόχρονα, έβλεπε σ’ όλο της το βάθος την καθυστέρηση της Ρωσίας, το σκοτάδι των μαζών της, την αγριότητα των ηγετικών κύκλων, οι οποίοι ενεργούσαν σύμφωνα με την αρχή: «Καλύτερα να εξοντώσουμε τελείως την επιστήμη, παρά να επιτρέψουμε την ύπαρξη αντίθετων στο καθεστώς θεωριών». Σε αυτές τις συνθήκες, η παραμικρή υποβάθμιση της επιστήμης, της γνώσης, της γνώσης, του λογικού, έχυνε νερό στο μύλο των πιο συντηρητικών, αντιδραστικών δυνάμεων.
Ο Μαρξ με συνέπεια υποστήριζε την αναγκαιότητα της κριτικής πρόσληψης όλου του προγενέστερου πνευματικού πολιτισμού, των φιλοσοφικών παραδόσεων από το Δημόκριτο μέχρι και τον Χέγκελ. Γελοιοποιούσε όχι μόνο τους αναρχικούς αλλά και τους μικροαστούς δημοκράτες για την υπόκλισή τους μπρος στην αμάθεια, στα τυφλά ένστικτα των αγράμματων ανθρώπων. Οταν οι αποτυχημένοι και κακότυχοι ηγέτες της επανάστασης του 1848 Μαντσίνι, Ρούγκε, Λεντρύ-Ρολλέν προσπάθησαν να αποκηρύξουν την «πωρωμένη αποκλειστικότητα της θεωρίας» προς όφελος της «συλλογικής διαίσθησης» του λαού, η οποία δήθεν ανταποκρινόταν στους πόθους και τις διαθέσεις των εργαζομένων, οι Μαρξ και Ενγκελς χαρακτήρισαν αυτό το πράγμα ως επιτηδευμένη ανοησία. «Το ίδιο όπως απεχθάνονται την ανάπτυξη και την πάλη – έγραφαν οι μεγάλοι επαναστάτες – παρόμοια οι κύριοι αυτοί απεχθάνονται και τη σκέψη … Αυτό το κάλεσμα για άρνηση στη σκέψη αποτελεί άμεση απόπειρα ξεγελάσματος των πιο καταπιεσμένων τάξεων του λαού».
Αναλύοντας τις απόψεις του Σισμοντί, ο Μαρξ κατονομάζει ως αντιδραστική την προσπάθεια του γάλλου οικονομολόγου να αποβάλει την επιστήμη από τη βιομηχανία. Ο Μαρξ έβλεπε το μεγάλο και αναπόφευκτο ιστορικό προτσές της εισόδου της επιστήμης στην παραγωγή, ένα προτσές που το χαρακτήρισε ως αθόρυβη επανάσταση. Οπως υποστήριζε ο ίδιος: «Οι τάξεις και οι λαοί, που βρίσκονται σε αδυναμία να ανταπεξέλθουν στους νέους όρους της ζωής, είναι καταδικασμένοι σε θάνατο». Πρέπει να πούμε πως η προειδοποίηση του Μαρξ διατηρεί την επικαιρότητά της και στις μέρες μας, όπου εκδιπλώνεται η επιστημονικο-τεχνική επανάσταση, ραχοκοκαλιά της οποίας αποτελεί η μαζική διείσδυση στην παραγωγή των μεθόδων της κυβερνητικής, της πληροφορικής, των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η εντατική ανάπτυξη σε αυτή τη βάση της αυτοματοποίησης και της ρομποτικής.
Ο Μαρξ υπεράσπιζε με επιμονή την επιστήμη από τις ξένες προς το πνεύμα και τη φύση της επεμβάσεις από τα έξω, από την επιβολή πάνω στην επιστήμη απόψεων που προέρχονται από άλλες σφαίρες του Είναι, και πρώτα-πρώτα από τις απαιτήσεις της θρησκευτικής συνείδησης και των διάφορων γραφειοκρατικών παρεμβάσεων. Εθεσε τις σταθερές βάσεις για τη συνένωση της επιστήμης με την ηθική, παρ’ ότι μέχρι και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι με αστική διανοητική συγκρότηση που απομονώνουν αυτές τις δυο σφαίρες του ανθρώπινου πνεύματος. Στον «Πρόλογο στην κριτική της πολιτικής οικονομίας» ο Μαρξ αρχίζει την έρευνά του με την ακόλουθη προειδοποίηση:
«Αλλά, στο κατώφλι της επιστήμης, όπως και στην είσοδο της κόλασης, μια υποχρέωση επιβάλλεται:
Qui si convien lasciare ogni socretto,
Ogni vilta convien che sia morta».
Ogni vilta convien che sia morta».
Αυτές οι γραμμές από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη χαρακτηρίζουν όσο πιο ζωηρά γίνεται τον ίδιο το Μαρξ, την τόλμη, την αντικειμενικότητα, την απαιτητικότητα και τη δεινότητά του στην ανίχνευση της αλήθειας. Ο Μαρξ σύμφωνα με τα ίδια του λόγια, ήλπιζε να πετύχει για το κόμμα του προλεταριάτου τη νίκη στον τομέα της επιστήμης, και την πέτυχε για λογαριασμό και της επαναστατικής τάξης και όλης της ανθρωπότητας.
Ο Μαρξ στηλίτευε οργισμένα τους αστούς επιστήμονες, το προνομιούχο στρώμα τους, επειδή μετατρέπουν σε αντικείμενο αγοραπωλησίας την επιστημονική δεοντολογία τους, σε αντίθεση με την επιταγή της αναζήτησης της αλήθειας, επιδιώκοντας ιδιοτελείς και προσωπικούς σκοπούς. Αναφερόμενος ειδικά σε αυτού του είδους τους ανθρώπους, έγραφε: «Υπάρχουν δυο είδη τόλμης: η τόλμη της υπεροχής και η τόλμη της μιζέριας του νου που αντλεί δύναμη από την επίσημη θέση της, από τη συνειδητοποίηση ότι επωφελείται στην πάλη επειδή διαθέτει ένα προνομιακό όπλο κοκ.».
Στο πλαίσιο της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, κάθε επιστήμονας υφίσταται την πίεση και το βάρος του κρατικού μηχανισμού, της γραφειοκρατικής μηχανής, των εκκλησιαστικών οργανώσεων, οι οποίες τείνουν να εμποδίσουν την ελεύθερη έρευνα υπό το πρόσχημα ότι τα συμπεράσματα της επιστήμης μπορεί να μην ταυτίζονται με την επίσημη άποψη. Ο Μαρξ απέρριπτε αποφασιστικά τέτιες απόπειρες. Σύμφωνα με τα λόγια του, δεν υπάρχει «επίσημος νους» ο οποίος δε διδάσκεται από την επιστήμη, αλλά, αντίθετα, τη διδάσκει, και που είναι σε θέση να καθορίσει, σαν κάποιου είδους επιστημονική πρόνοια, το μέγεθος που θα πρέπει να έχει η τρίχα της γενειάδας του επιστήμονα ώστε να αποτελεί ο τελευταίος ενσάρκωση της παγκόσμιας σοφίας».
Απορρίπτοντας αποφασιστικά οποιαδήποτε προσπάθεια να υποταχθεί σε διακανονισμούς η επιστημονική έρευνα, να τεθούν όρια σ’ αυτήν, να προκαθορισθούν τα αποτελέσματα της, ο Μαρξ χλεύαζε αυτούς που σύμφωνα με τα λόγια του μετέτρεπαν την γνώση σε «απολογητικό σχολιασμό», σε γραφειοκρατικούς κανόνες, σε στενοκέφαλες απόψεις της ηγετικής κλίκας. Οχι σπάνια, προσπαθούσαν να «διορθώσουν» την επιστήμη εξ ονόματος της πρακτικής, της ζωντανής εμπειρίας, των νέων και πιο πρόσφατων δεδομένων. Ο Μαρξ χαρακτήρισε με αμείλικτο τρόπο αυτούς τους ανθρώπους: «Τον άνθρωπο όμως που τείνει να προσαρμόζει την επιστήμη σε μια άποψη η οποία προέρχεται όχι από την ίδια την επιστήμη (όσο και αν η τελευταία κάνει και λάθη), αλλά απ’ έξω, σε μια άποψη που επιβάλλεται από ξένα για την επιστήμη, εξωτερικά συμφέροντα – αυτόν τον άνθρωπο τον ονομάζω «τιποτένιο».
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους κατέτασσε ο Μαρξ το Μάλθους που προσπαθούσε να προσαρμόσει τα αποτελέσματα των ερευνών του, τον καταραμένο νόμο του πληθυσμού, στις ανάγκες και τα γούστα των αστικών τάξεων.
Μπορεί όμως να εμφανιστεί το ερώτημα: Μήπως ο Μαρξ, εξεγειρόμενος ενάντια στις προσπάθειες να διορθώσουν την επιστήμη από τα έξω, παρασύρθηκε; Και τι γίνεται στην περίπτωση που η επιστήμη σφάλλει; Και τέλος πάντων τι το κακό υπάρχει στις προσπάθειες να «διορθωθεί» η επιστήμη από τις θέσεις, ας πούμε της πρακτικής;
Ο Μαρξ κατανοούσε βαθιά τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης, το συσχετισμό μεταξύ της απόλυτης και της σχετικής αλήθειας που υπάρχει μέσα της, το σημαντικότατο ρόλο της πρακτικής στη διαδικασία της γνώσης. Είχε ξεκάθαρο μέσα του το ότι στην επιστήμη η λιγότερο πλήρης, η λιγότερο ακριβής γνώση δίνει τη θέση της στην πληρέστερη και πιο ακριβή, ότι μεμονωμένες θέσεις η επιστήμη τις απορρίπτει σαν ξεπερασμένες, μονόπλευρες και λανθασμένες. Το θέμα εδώ όμως συνίσταται στο ότι αυτό το προτσές της ανάπτυξης των γνώσεων θα πρέπει να υλοποιηθεί μέσα στην ίδια την επιστήμη σύμφωνα με την εσωτερική της λογική, και να μην εξαρτηθεί από κάποια ξένη σ’ αυτήν ιδιοτροπία προερχόμενη απ’ έξω, από την υποκειμενική βούληση, τις τυχαίες παρατηρήσεις, τις επιθέσεις, από το καπρίτσιο ή τον εκνευρισμό.
Αυτοί οι κήνσορες και οι μέντορες της επιστήμης, σύμφωνα με τη φαρμακερή παρατήρηση του Μαρξ, διακρίνονταν από ένα κοινό χαρακτηριστικό: «Ολοι τους περηφανεύονταν για ότι μπορεί μεν να μην έχουν κανένα ταλέντο, έχουν όμως χαρακτήρα». Και δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα άλλο σημείο οι Μαρξ και Ενγκελς, απευθυνόμενοι στους διορθωτές της επιστήμης παραφράζουν τα λόγια του Γκαίτε:
«Στον καυγά είναι μάστορες.Ομως να λύσουν τη διαφορά δεν μπορούν».
Ο Μαρξ χαιρόταν ειλικρινά για το ότι κατόρθωσε να πετύχει μια νίκη στον τομέα της επιστήμης στη μάχη με τις ταξικά εχθρικές δυνάμεις της αμάθειας και της ιδιοτέλειας, στη μάχη ενάντια στον αστικό κόσμο. Το δίδαγμα και η εμπειρία του Μαρξ – δεν αποτελεί απλώς ένα κτήμα της προσωπικής του δύσκολης ζωής. Είναι ένας άθλος, ένα παράδειγμα και κάλεσμα για όλους τους ανιδιοτελείς και αφοσιωμένους ερευνητές της αλήθειας. Πρώτα απ’ όλα αυτόν αφορούν τα λόγια του μεγάλου φίλου του Φρίντριχ Ενγκελς για την περήφανη γενναιότητα «η οποία ακολουθεί την αλήθεια, χωρίς να υποχωρεί ακόμα και μπροστά στα πιο ακραία συμπεράσματά της, και τη δηλώνει ανοικτά και ξεκάθαρα, χωρίς να φοβάται τις συνέπειες».
Η βασικότερη κοινωνική λειτουργία της επιστήμης έγκειται στο ότι ανακαλύπτει του νόμους κίνησης και ανάπτυξης της κοινωνίας.
Αυτοί οι νόμοι δεν είναι αποτέλεσμα απλής παρατήρησης, συλλογής εμπειρικού ή στατιστικού υλικού. Ο Μαρξ προειδοποιούσε ότι οι άνθρωποι γίνονται θύματα του μυστικισμού, τσαλαβουτούν αβοήθητοι πάνω στην επιφάνεια των φαινομένων, εάν κατά την προσέγγισή τους στα κοινωνικά φαινόμενα περιορίζονται στις μορφές της εξωτερικής τους όψης. Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, «στο μυαλό τους αντικατοπτρίζεται πάντα μόνο η άμεση μορφή εκδήλωσης των σχέσεων και όχι η εσωτερική τους αλληλουχία. Εάν ίσχυε το τελευταίο (αν δηλαδή το ανθρώπινο μυαλό συλλάμβανε κατευθείαν τις εσωτερικές σχέσεις των φαινομένων, σ.τ.μ.), τότε σε τι θα ήταν απαραίτητη γενικώς η επιστήμη;».
Η θέση του Μαρξ εδώ προσχωρεί, γίνεται μέρος της πανανθρώπινης φιλοσοφικής παράδοσης και αναπτύσσει τις απόψεις του Χέγκελ πάνω στη σχέση της εμπειρικής (με την έννοια και της καθημερινής, κοινής, σ.τ.μ.) και θεωρητικής συνείδησης. Ο Χέγκελ σημειώνει ότι «η εμπειρική συνείδηση γενικά δεν υπεισέρχεται στην εξέταση των εσωτερικών δεσμών, του ουσιώδους που υπάρχει στα πράγματα, των αιτίων, των θεμελίων, των σκοπών, αλλά μένει ικανοποιημένη λαμβάνοντας κάθε τι το υπαρκτό σαν κάτι μεμονωμένο, σύμφωνα με την άνευ σημασίας τυχαιότητά του». Είναι αναγκαίο, από την επιφάνεια των φαινομένων, από τον εκθαμβωτικό κόσμο των τυχαίων γεγονότων, «να κατέβουμε στα έγκατα της κοινωνικής ζωής». «Το καθήκον της επιστήμης έγκειται στο να ανάγει την ορατή, την εμφανιζόμενη στην επιφάνεια των φαινομένων κίνηση, στην πραγματική εσωτερική κίνηση», γράφει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο». Αυτή η κρυμμένη ουσία μπορεί ως προς τη μορφή της να αντιφάσκει στο εμπειρικό φαινόμενο, ακριβώς όπως η αληθινή κίνηση της Γης αντιφάσκει στην παρατηρούμενη ημερήσια κίνηση του Ηλιου.
Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Μαρξ και Ενγκελς, το σοσιαλιστικό καθεστώς όχι μόνο απαιτεί συνεχή επιστημονική ανάλυση, αλλά είναι απλώς αδιανόητο δίχως την επιστήμη και εκτός της επιστήμης, η οποία αποτελεί το θεωρητικό, ιδεολογικό, πνευματικό του θεμέλιο. Στην «Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ενωσης (Συντροφίας, στα ρωσικά, σ.τ.μ.) των Εργατών» ο Μαρξ υπογράμμισε τη ριζική διαφορά, τη διαφορά αρχών της αστικής κοινωνίας από την επερχόμενη σοσιαλιστική: «… (η υπόθεση εδώ) εκδήλωνε τη μεγάλη έριδα ανάμεσα στην τυφλή κυριαρχία των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης, που αποτελούν την πολιτική οικονομία της αστικής τάξης και την κοινωνική παραγωγή, που διευθύνεται από την κοινωνική πρόβλεψη, που αποτελεί την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης».
Και έτσι, η μεγάλη ιστορική διαμάχη, η διαμάχη για τους δρόμους, για τη μελλοντική τύχη της ανθρωπότητας αποτελεί διαμάχη γύρω από ένα, μοναδικής σπουδαιότητας ζήτημα: πως να προχωρήσουμε; Αυθόρμητα, στα τυφλά, προσανατολιζόμενοι από τον τυχαίο χαρακτήρα των συμφερόντων, ή, μήπως, παραμερίζοντας κάθε είδους αυθόρμητο χαρακτήρα, θέτοντας ολόκληρη την κοινωνική ζωντανή αναπτυξιακή διαδικασία κάτω από συνειδητό σχεδιασμένο έλεγχο; Θα πρέπει άραγε η εσωτερική σχέση του προτσές της παραγωγής να υποτάσσει τους εργαζόμενους σαν αυθόρμητος, αθέατος και τυφλός νόμος, και όχι σαν νόμος «που επιτεύχθηκε από το συλλογικό τους νου, και γι’ αυτό κάτω από την κυριαρχία του (του συλλογικού νου, σ.τ.μ.), που υποτάσσει το προτσές της παραγωγής στον κοινό τους έλεγχο».
Για το Μαρξ, ριζικό χαρακτηριστικό της σοσιαλιστικής επανάστασης αποτελεί η μετάβαση από τη μακρόχρονη και κοπιαστική κυριαρχία των πραγμάτων πάνω στην προσωπικότητα, στην εποχή της κυριαρχίας του ανθρώπου, τόσο πάνω στις δυνάμεις του εξωτερικού περιβάλλοντος, όσο και πάνω στις εσωτερικές κοινωνικές δυνάμεις.
Ο ιδιάζων στο σοσιαλισμό συλλογικός νους έχει πολύπλοκη κοινωνική φύση και ιστορία εγκαθίδρυσης. Δε γίνεται αντιληπτός από όλους, κάποιοι τον δέχονται εχθρικά σαν κάποια αφαίρεση ιδεαλιστικής φύση. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για το Μαρξ ο νους αποτελεί πρακτική δράση σύμφωνα με την αντικειμενική λογική του αντικειμένου, και, στην κοινωνική σφαίρα, σύμφωνα με την αντικειμενική λογική της κοινωνικής ανάπτυξης. Οσον αφορά τη συλλογικότητα, τότε ο λόγος γίνεται για τη δράση του νου των συνεταιρισμένων ατόμων εντός των ορίων των ιδιαίτερων κοινωνικών δομών του σοσιαλισμού: των εργατικών κολλεκτίβων, των δημοκρατικών οργάνων διεύθυνσης, των επαγγελματικών και άλλων ενώσεων, των συλλόγων και λεσχών, των σοβιέτ και τέλος, του κόμματος, ως της ανώτατης μορφής οργάνωσης, που στηρίζει την πολιτική του στο σταθερό θεμέλιο της μαρξιστικο-λενινιστικής επιστήμης.
Στις συνθήκες του σοσιαλισμού υλοποιείται το σύνθετο πρόγραμμα της αναδόμησης της κοινωνικής, παραδοσιακά διαμορφωθείσας τεχνολογίας σε επιστημονική βάση, πραγματοποιείται το καθήκον που τέθηκε από τον Μάρξ: «…οι κομμουνιστές έχουν χρέος να δείξουν, ότι μόνο στις κομμουνιστικές σχέσεις οι ήδη επιτευχθείσες επιστημονικές αλήθειες μπορούν να υλοποιηθούν στην πρακτική…».
Είναι απλοϊκό να υποθέσουμε, ότι η υλοποίηση αυτού του καθήκοντος είναι μια στιγμιαία θαυματουργή πράξη. Η υλοποίησή της έγινε διαμέσου πολύπλοκων σταδίων (φάσεων, σ.τ.μ.), που περιελάμβαναν τις πράξεις και τις προσπάθειες εκατομμυρίων ανθρώπων: η καθιέρωση της καθολικής μόρφωσης, η μαζική κατάκτηση των τεχνικών δεξιοτήτων, ο τεχνικός επανεξοπλισμός της παραγωγής, η δημιουργία του γενικού μετώπου της επιστήμης με εκατοντάδες και χιλιάδες ερευνητικά ινστιτούτα, η οργάνωση της επιστημονικής κατασκευής μηχανημάτων, η διαμόρφωση πληροφοριακού δικτύου περιοδικών και βιβλιοθηκών και τέλος, η διαπαιδαγώγηση ικανών (εγγράμματων, στο πρωτότυπο, σ.τ.μ.) επιστημονικο-τεχνικών στελεχών στο κέντρο και στην περιφέρεια στα απόμακρα εθνικά όρια. Μόνο πάνω σε αυτή τη βάση μπορεί να διαμορφωθεί ο συλλογικός νους της κοινωνίας.
Η μεταμόρφωση της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη της κοινωνίας εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της τεράστιας δουλιάς του κόμματος και του λαού. Το μέτρο αυτής της μεταμόρφωσης αποτελεί κατά το Μαρξ «δείκτη του κατά πόσο οι όροι του ίδιου του κοινωνικού ζωτικού προτσές είναι υποταγμένοι στον έλεγχο της καθολικής νόησης και μετασχηματίζονται σύμφωνα με αυτή, κατά πόσο οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις έχουν συσταθεί όχι μόνο στη μορφή της γνώσης, αλλά και σαν άμεσα όργανα της κοινωνικής πρακτικής, του πραγματικού ζωτικού προτσές».
Ο ρόλος της επιστήμης στο γίγνεσθαι του νέου κοινωνικού σχηματισμού είναι άκρως σύνθετος και πολύπλευρος. Λειτουργεί ως η ορθολογική βάση της παραγωγής και του κοινωνικού σχεδιασμού. Στη βάση της επιστήμης υλοποιείται η διαπαιδαγώγηση του ολόπλευρα αναπτυγμένου ατόμου, καθόσον η επιστημονική γνώση γίνεται το θεμέλιο όλου του πνευματικού και υλικού πολιτισμού. Μόνο η χρησιμοποίηση των δεδομένων της επιστήμης ανοίγει τη δυνατότητα για την εγκαθίδρυση της ορθολογικής ανταλλαγής μεταξύ οργανικής ουσίας και ενέργειας, μεταξύ κοινωνίας και φύσης, αποκαθίσταται η λογική και ταυτόχρονα συναισθηματική σχέση προς τη γη, ανοίγεται η δυνατότητα πρόβλεψης των πλέον απομακρυσμένων επιπτώσεων του προτσές της παραγωγής.
Στις συνθήκες του σοσιαλισμού αίρεται ο ανταγωνισμός μεταξύ της εργασίας και της γνώσης, επέρχονται ριζικές μεταβολές στη ζωή των ανθρώπων της επιστήμης. Σε σχέση με αυτούς ο Μαρξ έγραψε: «Η μεσαία τάξη αισθάνεται, ότι μόνο η εργατική τάξη μπορεί να την απελευθερώσει από την κυριαρχία των παπάδων, να μεταμορφώσει την επιστήμη από εργαλείο ταξικής κυριαρχίας σε λαϊκή δύναμη, να μεταμορφώσει τους ίδιους τους επιστήμονες από συνεργούς των ταξικών προλήψεων, από φιλόδοξα κρατικά παράσιτα και συμμάχους του κεφαλαίου σε ελεύθερους εργάτες της σκέψης! Η επιστήμη μπορεί να παίξει τον πραγματικό της ρόλο μόνο μέσα στη Δημοκρατία της Εργασίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου