κείμενο της συντακτικής επιτροπής του Praxis
Η εποχή μας είναι αυτή όπου η χωρίς προηγούμενο απονομιμοποιήση των θεσμών του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα, τα όσα έγιναν στην 48ωρη απεργία, η ψήφιση του μεσοπρόθεσμου παρά τις μαζικές κινητοποιήσεις γίνονται ταυτόχρονα επίδικα και της θεωρίας και της πράξης. Καθώς τα ερωτήματα δημιουργούνται μέσα στην κινούμενη άμμο της καπιταλιστικής κρίσης τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη και σε μια κοινωνική πραγματικότητα που αλλάζει με δραματικούς ρυθμούς (που δεν έχουν σχέση με τους ρυθμούς των κομματικών και συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών) όλο και πιο πολύ επηρεάζουν και επηρεάζονται από τα αδιέξοδα, τις αγωνίες και τις ελπίδες όσων υποφέρουν, όσων αγωνίζονται.
Θα θεωρούσε κανείς εξαιρετικά κρίσιμες τις απαντήσεις, το «δια ταύτα» των όποιων εκτιμήσεων. Και έτσι είναι. Όμως οι απαντήσεις προσδιορίζονται από τα ερωτήματα στα οποία καλούνται να δώσουν λύση. Τα ερωτήματα «χρεοκοπία της χώρας η όχι», «μεσοπρόθεσμο η έξοδος από το ευρώ και καταστροφή», «μεσοπρόθεσμο η τανκς» είναι μόνο παραδείγματα και σίγουρα όχι τα τελευταία. Έτσι τίθενται και τα όρια των όποιων απαντήσεων: Ο κόσμος που ζούμε, ο κόσμος του σύγχρονου καπιταλισμού είναι το μόνο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργούμε. Μπορεί να μην είναι ο καλύτερος, είναι όμως ο μόνος που μπορεί να υπάρξει, τουλάχιστον για την επόμενη ιστορική περίοδο. Και το κυριότερο είναι ο μόνος για τον οποίο μπορούμε να παλέψουμε τώρα να γίνει-όσο μπορεί- καλύτερος και δίκαιος.
Θα θεωρούσε κανείς εξαιρετικά κρίσιμες τις απαντήσεις, το «δια ταύτα» των όποιων εκτιμήσεων. Και έτσι είναι. Όμως οι απαντήσεις προσδιορίζονται από τα ερωτήματα στα οποία καλούνται να δώσουν λύση. Τα ερωτήματα «χρεοκοπία της χώρας η όχι», «μεσοπρόθεσμο η έξοδος από το ευρώ και καταστροφή», «μεσοπρόθεσμο η τανκς» είναι μόνο παραδείγματα και σίγουρα όχι τα τελευταία. Έτσι τίθενται και τα όρια των όποιων απαντήσεων: Ο κόσμος που ζούμε, ο κόσμος του σύγχρονου καπιταλισμού είναι το μόνο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργούμε. Μπορεί να μην είναι ο καλύτερος, είναι όμως ο μόνος που μπορεί να υπάρξει, τουλάχιστον για την επόμενη ιστορική περίοδο. Και το κυριότερο είναι ο μόνος για τον οποίο μπορούμε να παλέψουμε τώρα να γίνει-όσο μπορεί- καλύτερος και δίκαιος.
Σε μια εποχή τελείως διαφορετική από τη σημερινή, μέσα στο παραλήρημα της παντοδυναμίας του καπιταλιστικού κόσμου τον Ιούλιο του 89 (1), εμφανίστηκε στην αρχή με την μορφή άρθρου και στη συνέχεια βιβλίου (το 1992) (2) η θεωρία για το Τέλος της Ιστορίας του Φ.Φουκογιάμα. Ο Φουκογιάμα, στον απόηχο της κατάρρευσης των γραφειοκρατικών καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός, και κυρίως στην δυτικοευρωπαϊκή του εκδοχή, είναι η τελευταία μεγάλη αφήγηση της ανθρωπότητας. Ο φασισμός και ο κομμουνισμός είχαν καταρρεύσει και αποτύχει. Ακόμα και στις περιοχές εκτός του δυτικού κόσμου όπως στην Ασία και την Ιαπωνία παντού γινόντουσαν βήματα προς τον φιλελεύθερο καπιταλισμό. Η Αμερική ήταν «η πραγμάτωση της αταξικής κοινωνίας». Ο πόλεμος και ο εθνικισμός έτειναν προς εξαφάνιση. Και μαζί με την τελική πραγμάτωση του «πεπρωμένου της ιστορίας» θα χάνονταν οι υψηλές προσπάθειες του παρελθόντος.
Το εγχείρημα του Φουκογιάμα δεν συνιστούσε βέβαια πρωτοτυπία. Από τον Χέγκελ μέχρι τον Νίτσε και από τον Α.Κουρνό μέχρι τον Κοζέβ πολλοί στοχαστές, με θεωρητικό έργο πολύ μεγαλύτερης επιρροής, είχαν εμπλακεί με τη συζήτηση για το Τέλος της Ιστορίας (3). Ο Max Weber, ένας από τους κορυφαίους αστούς θεωρητικούς είχε αναπτύξει την αντίληψη του Καπιταλισμού ως «σιδερένιου κλουβιού», μιας τεράστιας γραφειοκρατικής μηχανής από την οποία δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος, ήδη από το 1918 τόνιζε ότι το ανώτερο σημείο στο οποίο μπορούσε να φτάσει ο σοσιαλισμός ήταν μια προφητική ανάλυση η μια ηθική διαμαρτυρία(4).
Η διαφορά όμως στην περίπτωση του Φουκογιάμα ήταν ότι αυτή τη φορά δεν είχαμε μια απαισιόδοξη αποδοχή του πεπρωμένου του καπιταλισμού αλλά μια αισιόδοξη αναγγελία της επιτυχίας του. Η έμπνευση ήταν προφανώς η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Και προερχόταν από έναν διανοούμενο που σε αντίθεση με τους προκατόχους του αποτελούσε τον ορισμό του «οργανικού διανοούμενου» της αστικής τάξης αφού ήταν υποδιευθυντής του γραφείου Σχεδιασμού Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Η θεωρία για το Τέλος της Ιστορίας βγήκε κατευθείαν μέσα από το State Department.
Το μήνυμα του Φουκογιάμα διαδόθηκε με εκπληκτική ταχύτητα από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των ΜΜΕ και δημιούργησε από την πρώτη στιγμή φανατικούς εχθρούς όχι μόνο στην αριστερά, αλλά και στη δεξιά (που αντέδρασε στο τέλος των εθνικισμών και την ισοπέδωση των συλλογικών ταυτοτήτων που το τέλος της ιστορίας υποστήριζε). Εκλαϊκεύτηκε και αναπαράχθηκε ως τέλος της πολιτικής, τέλος των κομμάτων, τέλος της ιδεολογίας, των ταξικών αντιπαραθέσεων και των συνδικάτων κ.α. Έτσι οι αντιδράσεις της αριστεράς επικεντρώθηκαν σε αυτήν την πλευρά. Στο κάτω-κάτω οι κοινωνικές αντιδράσεις, η φτώχεια, τα κινήματα δεν αποδείκνυαν ότι η θεωρία του τέλους της ιστορίας ήταν ένα προπαγανδιστικό ψέμα;
Όμως το βασικό ερώτημα που έθετε ο Φουκογιάμα δεν ήταν αυτό. Ο ίδιος στην απάντηση που έδινε στον πρόλογο του βιβλίου (5) που εκδόθηκε τρία χρόνια μετά το άρθρο και τις διαμάχες που είχε προκαλέσει επιβεβαίωνε ότι αναγνώριζε την ύπαρξη αντιθέσεων στην κοινωνία. Το Τέλος της Ιστορίας δεν σήμαινε το τέλος αυτών των αντιθέσεων (που ο Φουκογιάμα της απέδιδε κυρίως σε πολιτισμικές και όχι ταξικές διαφορές) αλλά το τέλος κάθε διαφορετικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα διεξάγονταν αυτές οι αντιθέσεις, πέρα από τον «κόσμο του ΟΟΣΑ». Γεγονότα θα συνέβαιναν, αλλά τα όρια τους είχαν καθοριστεί. Με αυτόν τον τρόπο η «Θεωρία του Τέλους της Ιστορίας», επανέφερε με δραματικό τρόπο το ερώτημα του Weber: Το σιδερένιο κλουβί ήταν τώρα οι χαρούμενες καπιταλιστικές κοινωνίες που στηρίζονταν πάνω σε ψήφους και τηλεοράσεις.
Καθώς ο Φιλελεύθερος καπιταλισμός προχωρούσε στην εξόντωση της λείας του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή στα δικαιώματα της εργατικής τάξης σε Ανατολή και Δύση, η λάμψη της αισιόδοξης προοπτικής του Φουκογιάμα θάμπωσε γρήγορα. Ήδη από το 1993 η «ειρηνική» και «δημοκρατική» προφητεία του αντικαταστάθηκε σταδιακά από θεωρίες όπως η «Σύγκρουση των Πολιτισμών» του Samuel Huntington που υποστήριξε, οκτώ χρόνια πριν την 11η Σεπτέμβρη ότι η «σύγκρουση των πολιτισμών» θα είναι η αιτία των επερχόμενων πολέμων(6). Ο καπιταλισμός (και ιδιαίτερα ο Αμερικάνικος), μην μπορώντας να επαναφέρει τα ποσοστά κερδοφορίας του παρελθόντος αναζητούσε πιο επιθετικές λύσεις απέναντι στους εργάτες και τους λαούς σε κερδοφόρες περιοχές όπως στη Μέση Ανατολή.
Όμως το βασικό ερώτημα που έθετε ο Φουκογιάμα δεν ήταν αυτό. Ο ίδιος στην απάντηση που έδινε στον πρόλογο του βιβλίου (5) που εκδόθηκε τρία χρόνια μετά το άρθρο και τις διαμάχες που είχε προκαλέσει επιβεβαίωνε ότι αναγνώριζε την ύπαρξη αντιθέσεων στην κοινωνία. Το Τέλος της Ιστορίας δεν σήμαινε το τέλος αυτών των αντιθέσεων (που ο Φουκογιάμα της απέδιδε κυρίως σε πολιτισμικές και όχι ταξικές διαφορές) αλλά το τέλος κάθε διαφορετικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα διεξάγονταν αυτές οι αντιθέσεις, πέρα από τον «κόσμο του ΟΟΣΑ». Γεγονότα θα συνέβαιναν, αλλά τα όρια τους είχαν καθοριστεί. Με αυτόν τον τρόπο η «Θεωρία του Τέλους της Ιστορίας», επανέφερε με δραματικό τρόπο το ερώτημα του Weber: Το σιδερένιο κλουβί ήταν τώρα οι χαρούμενες καπιταλιστικές κοινωνίες που στηρίζονταν πάνω σε ψήφους και τηλεοράσεις.
Καθώς ο Φιλελεύθερος καπιταλισμός προχωρούσε στην εξόντωση της λείας του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή στα δικαιώματα της εργατικής τάξης σε Ανατολή και Δύση, η λάμψη της αισιόδοξης προοπτικής του Φουκογιάμα θάμπωσε γρήγορα. Ήδη από το 1993 η «ειρηνική» και «δημοκρατική» προφητεία του αντικαταστάθηκε σταδιακά από θεωρίες όπως η «Σύγκρουση των Πολιτισμών» του Samuel Huntington που υποστήριξε, οκτώ χρόνια πριν την 11η Σεπτέμβρη ότι η «σύγκρουση των πολιτισμών» θα είναι η αιτία των επερχόμενων πολέμων(6). Ο καπιταλισμός (και ιδιαίτερα ο Αμερικάνικος), μην μπορώντας να επαναφέρει τα ποσοστά κερδοφορίας του παρελθόντος αναζητούσε πιο επιθετικές λύσεις απέναντι στους εργάτες και τους λαούς σε κερδοφόρες περιοχές όπως στη Μέση Ανατολή.
Σήμερα το Τέλος της Ιστορίας δεν αποτελεί σημείο αναφοράς παρά μόνο για την διαπίστωση των αποτυχημένων εκτιμήσεων που έκανε για το χαρακτήρα των αντιπαραθέσεων και τις προοπτικές του Καπιταλισμού. Τα πράγματα αντιστρέφονται: Ο Weber, ο Keynes και όλοι οι φανατικοί υποστηρικτές του καπιταλισμού μέσω της διόρθωσης, όσο γίνεται, των αδυναμιών του, δίνουν τον μελαγχολικό τόνο σε αυτό το ερώτημα και όχι το σύνθημα του Φουκογιάμα «βιντεοκασέτες για όλους». Όμως, η ειρωνεία της Ιστορίας έκανε το βασικό ερώτημα που έθεσε ακόμα πιο επιτακτικό. Και αυτή τη φορά σαν όρος επιβίωσης των εργαζομένων.
Ότι απέμεινε από την αριστερά του 20ου αιώνα μετά την κατάρρευση έδωσε σκληρές μάχες σε ένα εχθρικό περιβάλλον, κόντρα στο ρεύμα της καπιταλιστικής επέλασης σε όλο τον πλανήτη. Όσα τμήματα δεν κατέληξαν να διακοσμούν τις συνεδριάσεις των κάθε λογής προοδευτικών λύσεων με τις επιχορηγήσεις της Ε.Ε συνέβαλαν, σε μια αντιδραστική εποχή, να υπάρξουν δυνάμεις αντίστασης στο κίνημα, στην πολιτική, στην θεωρητική αναζήτηση. Δεν κατάφεραν όμως τελικά να απαντήσουν στο ερώτημα του «Τέλους της Ιστορίας». Τα όρια της κοινωνικής πραγματικότητας, της στρατηγικής ήττας της αριστεράς και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, είχαν καταλυτική επίδραση. Προσπάθειες υπέρβασης έμειναν τελικά στα μισά και εκφυλίστηκαν σε κακέκτυπα των πλευρών του κομμουνιστικού κινήματος που είχαν διακηρύξει ότι θα υπερέβαιναν.
Το ξέσπασμα της κρίσης έφερε το Καπιταλιστικό σύστημα σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση: από τη μία πλευρά γνωρίζει ίσως τη μεγαλύτερη και πιο συνολική κρίση της ιστορίας του, από την άλλη, σε αντίθεση με το 28-29 και τις αρχές τις δεκαετίας του 70 δεν υπάρχει ούτε ένα εθνικό και διεθνικό επαναστατικό ρεύμα ούτε καν το «αντίπαλο δέος» ενός οικονομικό-κοινωνικού συστήματος όπως η Σοβιετική Ένωση. Και ενώ μεγάλα τμήματα εργαζομένων βγαίνουν στο προσκήνιο και αμφισβητούνται τα μέχρι πρότινος «ιερά και όσια» της αστικής δημοκρατίας και των θεσμών της, η δυνατότητα μιας εναλλακτικής λύσης στο υπάρχον καπιταλιστικό μοντέλο οικονομίας και πολιτικής δείχνει μακρινή. Όχι με την έννοια των εσωκομματικών η συνεδριακών συζητήσεων η της «επαναστατικής φρασεολογίας» του ενός η του άλλου κομματικού φορέα αλλά σαν πραγματικό επίδικο στο κίνημα και τις πολιτικές προτάσεις που επηρεάζουν στην πράξη τους αγώνες και την γενικότερη φυσιογνωμία τους.
Ότι απέμεινε από την αριστερά του 20ου αιώνα μετά την κατάρρευση έδωσε σκληρές μάχες σε ένα εχθρικό περιβάλλον, κόντρα στο ρεύμα της καπιταλιστικής επέλασης σε όλο τον πλανήτη. Όσα τμήματα δεν κατέληξαν να διακοσμούν τις συνεδριάσεις των κάθε λογής προοδευτικών λύσεων με τις επιχορηγήσεις της Ε.Ε συνέβαλαν, σε μια αντιδραστική εποχή, να υπάρξουν δυνάμεις αντίστασης στο κίνημα, στην πολιτική, στην θεωρητική αναζήτηση. Δεν κατάφεραν όμως τελικά να απαντήσουν στο ερώτημα του «Τέλους της Ιστορίας». Τα όρια της κοινωνικής πραγματικότητας, της στρατηγικής ήττας της αριστεράς και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, είχαν καταλυτική επίδραση. Προσπάθειες υπέρβασης έμειναν τελικά στα μισά και εκφυλίστηκαν σε κακέκτυπα των πλευρών του κομμουνιστικού κινήματος που είχαν διακηρύξει ότι θα υπερέβαιναν.
Το ξέσπασμα της κρίσης έφερε το Καπιταλιστικό σύστημα σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση: από τη μία πλευρά γνωρίζει ίσως τη μεγαλύτερη και πιο συνολική κρίση της ιστορίας του, από την άλλη, σε αντίθεση με το 28-29 και τις αρχές τις δεκαετίας του 70 δεν υπάρχει ούτε ένα εθνικό και διεθνικό επαναστατικό ρεύμα ούτε καν το «αντίπαλο δέος» ενός οικονομικό-κοινωνικού συστήματος όπως η Σοβιετική Ένωση. Και ενώ μεγάλα τμήματα εργαζομένων βγαίνουν στο προσκήνιο και αμφισβητούνται τα μέχρι πρότινος «ιερά και όσια» της αστικής δημοκρατίας και των θεσμών της, η δυνατότητα μιας εναλλακτικής λύσης στο υπάρχον καπιταλιστικό μοντέλο οικονομίας και πολιτικής δείχνει μακρινή. Όχι με την έννοια των εσωκομματικών η συνεδριακών συζητήσεων η της «επαναστατικής φρασεολογίας» του ενός η του άλλου κομματικού φορέα αλλά σαν πραγματικό επίδικο στο κίνημα και τις πολιτικές προτάσεις που επηρεάζουν στην πράξη τους αγώνες και την γενικότερη φυσιογνωμία τους.
Προτάσεις τις οποίες συνεχίζει να προτείνει δογματικά η αριστερά δίνουν αρνητική απάντηση στο ερώτημα αν είναι επίδικο της περιόδου η υπέρβαση του καπιταλισμού. Μεγάλο μέρος της Κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής (7), κινείται με βάση την επαγγελία ενός αριστερού σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος που έχει στο κέντρο του, εντός του καπιταλισμού, το ζήτημα της διαχείρισης (άσχετα αν είναι διαγραφή η όχι) του δημοσίου χρέους και ένα κευνσιανό πρόγραμμα ενίσχυσης της παρέμβασης του «συλλογικού καπιταλιστή», δηλαδή του αστικού κράτους (κρατικοποιήσεις, φορολόγηση μεγάλου κεφαλαίου, έλεγχος των αγορών). Το πρόγραμμα αυτό, άσχετα τα διάφορα επίθετα που παίρνει λόγω της ενδοαριστερής αντιπαράθεσης, κινείται στην εκτίμηση ότι σήμερα, εν μέσω κρίσης, η βελτίωση της ζωής των εργαζομένων μπορεί να προκύψει εν μέσω του καπιταλιστικού συστήματος με μια αριστερή κυβέρνηση η όχι, εντός του ευρώ η όχι, εντός της Ε.Ε η όχι, με μεγαλύτερη η μικρότερη πίεση από το κίνημα.
Δεν υπάρχει όμως κανένα αντίστοιχο ιστορικό προηγούμενο όπου σε διεθνές επίπεδο έγινε δυνατό ένα τέτοιο εγχείρημα, ούτε στην κρίση του 28-29, ούτε στην κρίση των αρχών της δεκαετίας του 70. Μάλιστα στις δύο προηγούμενες μεγάλες κρίσεις υπήρχε ένα διεθνές περιβάλλον που ο καπιταλισμός δεν είχε τη σημερινή παντοδυναμία. Όπως είναι γνωστό, το εγχείρημα του «Κευνσιανισμού» και τα παραγωγό του, το New Deal απέτυχαν παταγωδώς να δώσουν λύσεις το 28-29 και χρειάστηκε η καταστροφή και τα εκατομμύρια νεκρών του Β παγκοσμίου πολέμου για να οικοδομηθεί το «Κράτος Πρόνοιας» για τρεις δεκαετίες και-μόνο- για τα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη (8). Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της κρίσης των αρχών τις δεκαετίας του 70 και της νίκης του νεοφιλελευθερισμού.
Δεν υπάρχει όμως κανένα αντίστοιχο ιστορικό προηγούμενο όπου σε διεθνές επίπεδο έγινε δυνατό ένα τέτοιο εγχείρημα, ούτε στην κρίση του 28-29, ούτε στην κρίση των αρχών της δεκαετίας του 70. Μάλιστα στις δύο προηγούμενες μεγάλες κρίσεις υπήρχε ένα διεθνές περιβάλλον που ο καπιταλισμός δεν είχε τη σημερινή παντοδυναμία. Όπως είναι γνωστό, το εγχείρημα του «Κευνσιανισμού» και τα παραγωγό του, το New Deal απέτυχαν παταγωδώς να δώσουν λύσεις το 28-29 και χρειάστηκε η καταστροφή και τα εκατομμύρια νεκρών του Β παγκοσμίου πολέμου για να οικοδομηθεί το «Κράτος Πρόνοιας» για τρεις δεκαετίες και-μόνο- για τα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη (8). Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα της κρίσης των αρχών τις δεκαετίας του 70 και της νίκης του νεοφιλελευθερισμού.
Το αδύνατο «ενδιάμεσων» δρόμων δεν αφορά μόνο την ιστορική εμπειρία η την διεθνή πλευρά. Αφορά κυρίως την Ε.Ε και ειδικότερα τους αδύναμους κρίκους της στον Ευρωπαϊκό Νότο. Εκεί και πρώτα από όλα στην Ελλάδα, η βίαιη «Λατινοαμερικανοποιήση» είναι μονόδρομος για την «ανταγωνιστικότητα» της Ε.Ε σε σχέση με τα άλλα καπιταλιστικά κέντρα και τις «αναδυόμενες οικονομίες» (Κίνα, Ινδία κ.α) αλλά και για την επιβίωση του Ελληνικού Καπιταλισμού (και εδώ πέρα από την ύπαρξη της κρίσης, βρίσκεται και η διαφορά με εγχειρήματα τύπου Βενεζουέλας που προβάλλονται σαν υπόδειγμα για την Ελλάδα)(9). Βέβαια ανάλογα με τα γεγονότα μπορεί να υπάρξουν καθυστερήσεις και μικροαλλαγές που δεν είναι αμελητέες. Όμως τα όρια, ειδικά στο πλαίσιο της Ε.Ε, έχουν ήδη καθοριστεί και μόνο μια συνολική, επαναστατική αλλαγή θα μπορούσε να τα επανακαθορίσει. Η κρίση λοιπόν, χωρίς την διεκδίκηση στην πράξη της εξόδου από τον Καπιταλισμό, θα αποδειχτεί μια κοινωνική καταστροφή για την εργατική τάξη όπως και να διαμορφωθούν τα εκλογικά ποσοστά της αριστεράς.
Για μια σειρά ρεύματα της «αντιεξουσίας» το ίδιο το ερώτημα της συνολικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας είναι αντιδραστικό, προορισμένο, ακόμα και αν πετύχαινε, να οδηγήσει σε γραφειοκρατικά και αυταρχικά καθεστώτα. Αντιτάσσουν την άμεση δημιουργία «απελευθερωμένων ζωνών» από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, που θα υπονομευόσουν από τα κάτω το εκμεταλλευτικό σύστημα χωρίς να καταλάβουν την εξουσία, δηλαδή την κρατική μηχανή (10). Τα εγχειρήματα αυτά έχουν αναφορά σε εμπειρίες όπως οι καταλήψεις εργοστασίων στην Αργεντινή και πρόσφατα το εγχείρημα της άμεσης δημοκρατίας στις πλατείες. Αντίθετα όμως με ότι υποστηρίζουν η συνολική-κεντρική αναδιοργάνωση της κοινωνίας είναι η μόνη δυνατή αφετηρία για οποιαδήποτε εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική οικονομία.
Φυσικά ο ρόλος των οργάνων των εργαζομένων, η διαμόρφωση θεσμών με αποφασιστικό ρόλο στην ίδια την παραγωγική διαδικασία (και όχι προφανώς στα συντριβάνια του Συντάγματος) και πολλά άλλα αντίστοιχα ζητήματα πρέπει να κριθούν με βάση και την ιστορική εμπειρία και τα νέα δεδομένα που προκύπτουν από την ταξική πάλη. Όμως η σημερινή έκταση της καπιταλιστικής παραγωγής, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, καθιστά ανέφικτη τη δυνατότητα του «Σοσιαλισμού σε ένα μόνο εργοστάσιο», πολύ περισσότερο σε μια μόνο πλατεία. Τα πολλά παραδείγματα «αυτοοργανωμένων ζωνών» είναι εξαιρετικά χρήσιμα σαν παραδείγματα εργατικής πάλης και αντίστασης. Χωρίς όμως την ένταξη τους σε μια συνολική πολιτική προσπάθεια αργά η γρήγορα καταλήγουν στην περιχαράκωση η και στην εξάρτηση και ένταξη στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. (όπως τα κατειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή που αναγκαστικά λειτούργησαν-κάτω από τη διοίκηση των εργαζομένων- με πιο χαμηλές-ανταγωνιστικές τιμές στην Καπιταλιστική αγορά).
Το ερώτημα λοιπόν του «Τέλους της Ιστορίας», αν δηλαδή ο Καπιταλισμός είναι η μοίρα της ανθρωπότητας, επιστρέφει στο Σύνταγμα όπου το «να φύγουν όλοι», για να μην έχει την κατάληξη της Αργεντινής, δεν μπορεί να αποκτήσει προοπτική χωρίς το «ποιοί θα έρθουν». Επιστρέφει στο εργατικό κίνημα με την χρεοκοπία των καλοπληρωμένων γραφειοκρατιών και την αδυναμία τους να κερδίσουν μισό ευρώ για τους εργάτες. Επιστρέφει στο μεταναστευτικό με τους αγώνες των μεταναστών εργατών για μια κοινωνία που δεν θα δουλεύεις η θα κυκλοφορείς στο δρόμο με βάση το χρώμα η την εθνικότητα. Επιστρέφει στην ανέξοδη «διαφθορολογία» όταν η μεγαλύτερη διαφθορά είναι η ληστεία και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, που δημιουργούν όλες τις μίζες. Επιστρέφει, τελικά, στην ανάγκη να υπάρξει μια άλλη οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά, ως όρος για να υπάρξει διέξοδος από την κρίση για τους εργαζόμενους αλλά και για να είναι αυτή η κρίση η τελευταία που θα ζήσουν. Και σε αυτό το ερώτημα, όπως και στην εποχή του Φουκογιάμα, απαντήσεις έτσι και αλλιώς θα υπάρξουν. Το ζήτημα είναι απο ποιούς.
Το ερώτημα λοιπόν του «Τέλους της Ιστορίας», αν δηλαδή ο Καπιταλισμός είναι η μοίρα της ανθρωπότητας, επιστρέφει στο Σύνταγμα όπου το «να φύγουν όλοι», για να μην έχει την κατάληξη της Αργεντινής, δεν μπορεί να αποκτήσει προοπτική χωρίς το «ποιοί θα έρθουν». Επιστρέφει στο εργατικό κίνημα με την χρεοκοπία των καλοπληρωμένων γραφειοκρατιών και την αδυναμία τους να κερδίσουν μισό ευρώ για τους εργάτες. Επιστρέφει στο μεταναστευτικό με τους αγώνες των μεταναστών εργατών για μια κοινωνία που δεν θα δουλεύεις η θα κυκλοφορείς στο δρόμο με βάση το χρώμα η την εθνικότητα. Επιστρέφει στην ανέξοδη «διαφθορολογία» όταν η μεγαλύτερη διαφθορά είναι η ληστεία και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, που δημιουργούν όλες τις μίζες. Επιστρέφει, τελικά, στην ανάγκη να υπάρξει μια άλλη οργάνωση της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά, ως όρος για να υπάρξει διέξοδος από την κρίση για τους εργαζόμενους αλλά και για να είναι αυτή η κρίση η τελευταία που θα ζήσουν. Και σε αυτό το ερώτημα, όπως και στην εποχή του Φουκογιάμα, απαντήσεις έτσι και αλλιώς θα υπάρξουν. Το ζήτημα είναι απο ποιούς.
Σημειώσεις
1. «The End of History?», The National Interest, καλοκαίρι 1989.
1. «The End of History?», The National Interest, καλοκαίρι 1989.
2. « Το Τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος», εκδόσεις Λιβάνη 1993
3. Πέρυ Άντερσον-«Θεωρίες για το Τέλος της Ιστορίας», εκδόσεις Στάχυ 1992
4. Κονστάντσο Πρέβε-«Το ασίγαστο πάθος», εκδόσεις Στάχυ 1992 σελ 70
5. «Πολλοί επικαλέστηκαν την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την κινέζικη κομμουνιστική καταστολή στην πλατεία Τιεναμέν και την ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ, σαν αποδείξεις ότι η «ιστορία συνεχίζεται» και ότι αποδεικνυόμουν ipso facto λανθασμένος. Και όμως εκείνο που υποστήριζα ότι έφθασε στο τέλος του δεν ήταν η αλληλουχία των γεγονότων, και συνέβαιναν ακόμη μεγάλα και σημαντικά γεγονότα, αλλά η Ιστορία»: «Το Τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» σελ 14
6. «Η Σύγκρουση των Πολιτισμών» κυκλοφόρησε και αυτή πρώτα σε μορφή άρθρου, στο περιοδικό Foreign Affairs το καλοκαίρι του 1993 και προκάλεσε αντίστοιχο θόρυβο και αντιπαραθέσεις με το Τέλος της Ιστορίας. Το 1997 το αντίστοιχο βιβλίο έγινε μπέστ σέλλερ στην Αμερική, τη Γερμανία και την Ιαπωνία.
7. Κυρίως οι δυνάμεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μια σειρά πρωτοβουλίες που εντάσσονται σε αυτό το χώρο.
8. Πάουλ Μάτικ «Η ανατροπή του Κευνσιανισμού» από το «Μάρξ και Κέυνς», εκδόσεις Οδυσσέας 1981.
9.Γιώργος Οικονομάκης «Κρίση και Ελληνική Οικονομία», http://wwwpraxisred.blogspot.com/2011/04/1-2007.html. Τάκης Φωτόπουλος- «Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής Ελίτ», εκδόσεις Γόρδιος 2010.
10. Ενδεικτικά: Τζον Χολλογουαίη «Πώς να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία», εκδόσεις Σαββάλας 2006.
Ελπίζω, Δεν Φοβάμαι Τίποτα, Είμαι Ελεύθερος...
να πάρω μια μέρα δάνειο απ΄την τράπεζα και ν΄αγοράσω ένα σπίτι εδώ...
Η υπόλοιπη ανελεύθερη ανθρωπότητα μπορεί να ζήσει στην ανελευθερία της.
Δεν θέλω να επεμβαίνω στο κάρμα των άλλων ανθρώπων.
Δεν μου το επιτρέπει η επαναστατική μου ελευθερία.
Φράνσις Φουκουγιάμα: Το μέλλον της ιστορίας μετά την πτώση της μεσαίας τάξης. Θα επιβιώσει η φιλελεύθερη δημοκρατία;
ΑπάντησηΔιαγραφήαπό το Foreign Affairs
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/07/blog-post_12.html