[...]
Χρόνια τώρα ξυπνώ τρομαγμένος από τον ίδιο εφιάλτη. Είμαι στη Μόσχα, στην Κόκκινη Πλατεία με φίλους. Πρώτη του Μάρτη, πρώτη της άνοιξης, νύχτα τόσο γλυκιά και τόσο σπάνια για την εποχή. Λίγοι τουρίστες, μερικά ζευγάρια, κάτι παιδιά τρέχουν πιο πέρα. Στις εννιά ακριβώς η αλλαγή της φρουράς μπροστά από το Μαυσωλείο του Λένιν. Οι στρατιώτες βγαίνουν από την πύλη, το χέρι στο όπλο, τα πόδια ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά, το κεφάλι ψηλά και τα μάτια τους με καρφώνουν. Γυρίζω το πρόσωπο αλλού, στο Κρεμλίνο κυματίζει η νέα σημαία της χώρας, σε κάποια γραφεία φως, αρμόδιοι συνεδριάζουν.
Τότε βλέπω εκείνον. Ξαναβλέπω εκείνον. Μεσήλικας. Φοράει ένα παλιομοδίτικο, θλιβερό γκρι κοστούμι και στο κεφάλι μια σιάπκα. Κρατάει ένα πλακάτ στο χέρι...Τους εμπιστευτήκαμε αλλά μας ξεγέλασαν...βοηθείστε τους γέρους, τα παιδιά...πεθαίνουμε. Άλλος ένας ζητιάνος σκέφτονται οι περισσότεροι και τον προσπερνούν ενοχλημένοι. Κι είναι τόσο όμορφη η νύχτα, γιατρέ, πρώτη της άνοιξης κι ένα ζευγάρι να φιλιούνται πιο πέρα μπροστά στο ναό του Αγίου Βασιλείου και όλα μιλούσαν για ζωή, όταν εκείνος έξαφνα περιλούζεται με πετρέλαιο, βάζει φωτιά στα ρούχα του και ανάβει ολόκληρος.
Είναι όνειρο. Το ξέρω πως είναι μόνο ένας εφιάλτης, πως δεν καίγεται τώρα, πως δεν καίγεται ξανά, πως ότι βλέπω συνέβηκε εκείνο το Μάρτη, πάνε χρόνια τώρα, πάνε χρόνια. Μα δεν το αντέχω, γιατρέ...Και μέσα στις φλόγες που τον έζωσαν, μια ανθρώπινη λαμπάδα εκεί στην Όμορφη πλατεία, τάμα άραγε; Σε ποιόν όμως άσπλαχνο Θεό; Ξεχωρίζω ξανά τα μάτια του, τόσο ίδια με των άλλων γιατρέ, και μέσα στα δικά του μάτια, για μια στιγμή είδα και τα δικά μου να καθρεφτίζονται, το ίδιο θλιμμένα, το ίδιο κουρασμένα και ήρεμα, γιατρέ, το ίδιο απορημένα και αδιάφορα...Το ίδιο νεκρά. Τα μάτια του, τα μάτια μου, είναι το τελευταίο που έχω δει από τότε, γιατρέ μου.
«Οχι, όχι» φώναξα... «όχι» φωνάζω κάθε φορά στον ύπνο μου, «όχι, τι άλλο θέλετε, πόσες θυσίες θέλετε;» και τρέχω...να τον φιλήσω, να τον σώσω, «ας σώσω επιτέλους κάποιον», ας σωθεί και κάποιος, και τρέχω φωνάζοντας και κλαίγοντας και τα μάτια μου με καίνε και τότε, γιατρέ, ξυπνάω. Ξυπνάω. Ιδρωμένος, βαριανασταίνοντας, τρέμω ολόκληρος και με μια ερημιά, ένα σκοτάδι μέσα μου και γύρω μου, γιατρέ. Τυφώθηκα, γιατρέ, τυφλώθηκα χρόνια τώρα, δεν ήθελα άλλο να βλέπω, αλλά αυτό δεν αρκεί, θυμάμαι ακόμα, θυμάμαι και κάθε νύχτα, χρόνια τώρα, γιατρέ, στον ύπνο μου, μόλις κλείσω τα σβησμένα μου μάτια, στον ύπνο μου, τρυπώνουν εκείνα τα άλλα τα γνώριμα μάτια.
Αντώνης Γεωργίου
Γλυκειά Bloody Life
Διηγήματα, εκδ. Το Ροδακιό, 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου