Ένθετη Έκδοση στο σημερινό Ριζοσπάστη με θέμα
" Βασικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι σήμερα - 1ο Μέρος". Προτείνω να το διαβάσετε όλο.
Απομονώνω τα κομμάτια που αφορούν στο ΠΑΣΟΚ. Ο κύπριος αναγνώστης μπορεί πολύ εύκολα, να αναγνωρίσει όλα τα ειδικά πολιτικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του ΑΚΕΛ από το ΄74 μέχρι σήμερα: της οικονομικής πολιτικής/ κοινωνικής πολιτικής / "πατριωτικής"- αντι-πραξικοπηματικής/ δημοκρατικής/ αντι-δεξιάς πολιτικής.
Τα κομμάτια που αφορούν τη ΝΔ είναι επίσης εξόχως ενδιαφέροντα, σαν καθρέφτης ανάλυσης της πολιτικής του Δημοκρατικού Συναγερμού μέχρι σήμερα.
Δεν αποτελεί έκπληξη η σε τόσο μεγάλο βαθμό ταύτιση των κομμάτων ΝΔ/ΠΑΣΟΚ - ΔΗΣΥ/ΑΚΕΛ.
Βέβαια γνωρίζω πως ελάχιστοι στο ΔΗΣΥ παραδέχονται ανοιχτά την ταύτιση τους με την σημερινή πολιτική Σαμαρά για παράδειγμα, και κανείς στο ΑΚΕΛ δεν παραδέχεται βέβαια πως είναι ΠΑΣΟΚος. Εννοείται πως και το ΔΗΜΑΡίτης αποτελεί "υποτιμητική βρισιά". Βολεύει και το σύστημα της Προεδρικής Δημοκρατίας. Πάνω από όλα βολεύει και η παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ που μας επιτρέπει να πιπιλάμε τον τίτλο της "αριστεράς" έστω και αν οργανωτικά ουδεμία σχέση είχε ιστορικά το ΑΚΕΛ με το ΣΥΡΙΖΑ. Απλά και τα δύο κόμματα διατηρούν μια "κομμουνιστική τάση" και ενίοτε δίνουν ραντεβού με τη δεξιά στα γουναράδικα...έτσι για το γαμώτο της περηφάνειας μας...δεν είναι και λίγο, το πρωί να το παίζεις επαναστάτης και μέχρι το απόγευμα να σου έχουν αποκοπεί άλλα 50 ευρώ από το μισθό σου...κάτι πρέπει να κάνεις με την παθητική περηφάνεια σου...
Η ιστορία όμως δεν αρχίζει το 1974.
Το πάλαι ποτέ συνθημα υπέρ της Ένωσης Κύπρου-Ελλάδα, από την στιγμή εκείνη, που πια έπαψαν να πλανώνται πάνω από τον ελληνικό και κυπριακό ουρανό, τα φαντάσματα για μια Σοσιαλιστική Βαλκανική Ένωση, μετασχηματίστηκε ελέω "τοπικών δήθεν ιδιαιτεροτήτων".
Αυτές οι "τοπικές δήθεν ιδιαιτερότητες" διαφοροποίησαν ιστορικά την άκρα δεξιά ( που συστεγάστηκε αργότερα εν μέρη στο ΔΗΣΥ, με τον δικό του "μετριοπαθή"προς την αριστερά Καραμανλή, δηλαδή τον Γλαύκο Κληρίδη ) και την κυπριακή αριστερά ( που προσάρμοσε το σύνθημα υπέρ της Ένωσης υπό το βάρος του κυπριακού ζητήματος, και ακολούθησε τον λεγόμενο δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας της δεκαετίας ΄90 και έπειτα, τόσο όσον αφορά το ίδιο το κυπριακό ζήτημα ( Σημίτης - Πάγκαλος ) αλλά όσο αφορά και στα ζητήματα πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης, δηλαδή το δρόμο όλων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τύπου ΠΑΣΟΚ - με ενδεικτικότερη τη σημερινή υποταγή της αριστεράς στις συνθήκες της Ε.Ε συνδιασμένη με την αναπαραγωγή ενός πατριωτικού αντιδεξιού, αντιπραξικοπηματικού λόγου )
Αν το κυπριακό πολιτικό τοπίο, θυμίζει ένα βάλτο δηλαδή θυμίζει ένα στατικό αδιέξοδο τόπο, όπου όλα λες και είναι από πριν γραμμένα και τίποτα δεν εκφεύγει "της πολιτικής μας μοίρας" δεν πάει να πει, πως είναι αχρείαστη η ανατομία αυτού του συστήματος.
Απλά η ανατομία, απαιτεί να μην είσαι ο ίδιος φορέας καμιάς ασθένειας ή των ασθενειών.
Ως γνωστόν "κανένας εν κόφκει κομμάθκια που πάνω του για να γιατρευτεί". Εξάλλου αυτό θα συνιστούσε "αντιδημοκρατική βία"...
υ.γ: Μέχρι πρότινος αναφερόμουν στην αναγκαιότητα σύγκλισης καταστατικού συνεδρίου του ακελ. Επρόκειτο βέβαια για μια αφελέστατη θέση. Κυρίως επρόκειτο για μια "ηθικοπλαστική και συναισθηματική θέση". Δυσκολεύομαι επίσης να κατανοήσω την επίσημη θέση του ΚΚΕ, πως το ΑΚΕΛ είναι ένα "αδελφό κόμμα". Πολύ περισσότερο δυσκολεύομαι να κατανοήσω αυτή τη θέση, γιατί δεν γνωρίζω τα εσωκομματικά του ΚΚΕ ενώ ταυτόχρονα δεν μου είναι επαρκής η αιτιολόγηση για την "απόσταση και το σεβασμό" που απαιτεί η διεθνιστική αλληλεγγύη. Να μου επιτραπεί να πω, πως τη στάση του ΚΚΕ την εκτιμώ όπως ακριβώς εκτιμώ και την μέχρι πρότινος δική μου στάση. Δηλαδή ως "ηθικοπλαστική".
Σήμερα, προτιμώ να αφαιρέσω τις κουρτίνες της σκέψης μου και να στηριχτώ ανοιχτά στον Βλαδίμηρο, ο οποίος θεωρούσε υποχρέωση τη δημιουργία κομμουνιστικής φράξιας μέσα σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Ανκαι σήμερα, αμφιβάλω αν θα θεωρούσε την πιθανότητα ύπαρξης τέτοιας δυναμικής εντός του ακελ εφικτή.
Πάντως στα πλαίσια της υποχρέωσης μου, να λέω δημόσια και ανοιχτά τις απόψεις μου, δηλώνω, πως κατά την κρίση μου, χωρίς διάσπαση αυτού του κόμματος, ο τόπος δεν έχει κανένα καλό μέλλον.
Αυτή η προοπτική - γνωρίζω - πως δεν υφίσταται στη σφαίρα των πιθανοτήτων. Ακόμα κι αυτοί που ασπάζονται καθαρά τις κομμουνιστικές ιδέες μέσα στο κόμμα, έχουν ασθενήσει διαχρονικά με τον ιό της πασοκοποίησης με τα αστικά λακόστ μπλουζάκια και την εντός του κόμματος διαχειριστική λογική των επαγγελματιών πολιτικών που κάνουν δουλειά από τα πάνω προς τα κάτω, πάντα προς όφελος των πάνω, στους οποίους και οι ίδιοι στην τελική ανήκουν.
" Βασικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι σήμερα - 1ο Μέρος"
( απόσπασμα )
[...]
Πολιτικές αναδιατάξεις - Η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ
Οι πρώτες μετά το 1964 βουλευτικές εκλογές (17 του Νοέμβρη 1974), στις οποίες το ΚΚΕ συμμετείχε στο σχήμα «Ενιαία Αριστερά»12, σε σχέση με το προδικτατορικό πολιτικό σκηνικό ανέδειξαν ένα νέο, που είχε βασικά χαρακτηριστικά του την υπερψήφιση της ΝΔ με ποσοστό 54,37% και την αποδυνάμωση του δεύτερου πόλου του δικομματισμού, της «Ενωσης Κέντρου», που βρέθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση έχοντας ψηφιστεί από το 20,42% των ψηφοφόρων. Υψηλό ποσοστό (13,58%) συγκέντρωσε το νεοϊδρυμένο Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ)13, ενώ η «Ενωμένη Αριστερά» πήρε το 9,47% των ψήφων.
Η υλοποίηση από τον Καραμανλή ορισμένων εκσυγχρονισμών, όπως η εκκαθάριση των λεγόμενων παρακρατικών οργανώσεων, κάλυπτε το «φιλελεύθερο» έδαφος της «Ενωσης Κέντρου» του Γεωργίου Μαύρου (ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πεθάνει το 1968), γεγονός που δημιουργούσε ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την ύπαρξή της. Ταυτόχρονα, η «Ενωση Κέντρου» δεν ήταν δυνατό να μετεξελιχτεί σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ώστε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Αυτό το είχε αντιληφθεί έγκαιρα ο Ανδρέας Παπανδρέου, ήδη από την περίοδο της δικτατορίας. Ετσι, το 1974 απέρριψε πρόταση να ηγηθεί της «Ενωσης Κέντρου» και προχώρησε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στην τάση ριζοσπαστικοποίησης που έφερνε κυρίως η δράση του ΚΚΕ.
Το ΠΑΣΟΚ προερχόταν από την αντιδικτατορική οργάνωση Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Κίνημα (ΠΑΚ) και διακήρυσσε ότι ακολουθούσε το λεγόμενο τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό, ότι δηλαδή απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό, όσο και το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, ενώ επέκρινε και την πολιτική των παλαιότερων κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι το ίδιο είναι σοσιαλιστικό και όχι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Ειδικότερα, η δημιουργία του ΠΑΣΟΚ αποκρυστάλλωνε σοσιαλδημοκρατικές τάσεις που προϋπήρχαν κυρίως σε τμήματα της νεολαίας της προδικτατορικής «Ενωσης Κέντρου». Σε εκείνες προστέθηκαν και νεότερα ανάλογα πολιτικά ρεύματα. Εξέφραζαν ένα μικροαστικό «αντιιμπεριαλισμό», αναμειγμένο με την αντίληψη «κατά των δύο υπερδυνάμεων», που ταύτιζε τη Σοβιετική Ενωση με τις ΗΠΑ και θεωρούσε ότι έχουν μοιράσει τον κόσμο.
Από την άλλη, το 54,37% που συγκέντρωσε η ΝΔ ήταν συγκυριακό. Η προβολή του Κ. Καραμανλή, από την αστική τάξη, ξένους πολιτικούς παράγοντες (Ζισκάρ Ντ' Εστέν, κ.ά.) και τους μηχανισμούς του κράτους, ως «Μεσσία», που έφερε την ανατροπή της δικτατορίας, μαζί με το χαμηλό επίπεδο του λαϊκού κινήματος και το ρόλο που έπαιξε προεκλογικά ο εκβιασμός σε βάρος ψηφοφόρων με το ψεύτικο και εκφοβιστικό δίλημμα - σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς»14, είχαν συντελέσει σε εκείνο το εκλογικό ποσοστό.
Πράγματι, στις εκλογές της 20ής του Νοέμβρη 1977 η εκλογική δύναμη της ΝΔ μειώθηκε κατά 12,53%, ενώ η εκλογική ποσοστιαία σχέση «Ενωσης Κέντρου» - ΠΑΣΟΚ αντιστράφηκε και το ΠΑΣΟΚ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση με 25,34%. Η «Ενωση Κέντρου» συγκέντρωσε 11,95% και λίγο αργότερα το μεγαλύτερο τμήμα της απορροφήθηκε από το ΠΑΣΟΚ και διαλύθηκε. Σε ένα βαθμό δυνάμεις του «Κέντρου» προσχώρησαν και στη ΝΔ, μετά από το κάλεσμα «διεύρυνσης» της ΝΔ που απηύθυνε ο Κ. Καραμανλής, με πιο χαρακτηριστική την προσχώρηση του Κ. Μητσοτάκη και του Θαν. Κανελλόπουλου. Στις ίδιες εκλογές, το ΚΚΕ συγκέντρωσε το 9,36% των ψήφων.
[...]
Το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση
Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευσης κινήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης που εφάρμοζε η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία. Στοιχείο της ήταν και η αξιοποίηση όλων των περιθωρίων που είχε για να διαχωριστεί πειστικά από την «επάρατο δεξιά».
Το σύνθημα του ΠΑΣΟΚ «στις 18 Νοέμβρη σοσιαλισμός», που «ρίχτηκε» ενόψει των εκλογών της 17ης Νοέμβρη 1974, λαθεμένα θεωρήθηκε από πολλούς ως βερμπαλισμός, αφού ο λόγος γίνεται για την αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας σχετικά με το σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, ήταν η προσπάθειά του να δείξει την αληθινή - κατά τη δική του ανάλυση - διαχωριστική γραμμή στην πολιτική κατάσταση, ότι δηλαδή η κυρίαρχη αντίθεση βρισκόταν ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ και όχι ανάμεσα στον Καραμανλή και στα τανκς.
Η συνθηματολογία του ΠΑΣΟΚ κατά «της πολιτικής τής υποτέλειας» απέναντι στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ακολουθούσε η «δεξιά», επί της ουσίας δεν εξέφραζε στόχο της ηγεσίας του να συγκρουστεί με συνέπεια κατά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο. Υπέκρυπτε ένα διαπραγματευτικό μέσο πίεσης στη σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ - ΝΑΤΟ. Το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες»ουσιαστικά είχε αυτό το περιεχόμενο. Ηταν άποψη που ο Α. Παπανδρέου είχε υποστηρίξει από τον καιρό που ήταν βουλευτής της «Ενωσης Κέντρου».
Ηταν πάντως υποχρεωμένο, όχι μόνο να μην παραγνωρίζει τη δράση του ΚΚΕ και την απήχηση που είχαν οι αντιιμπεριαλιστικές θέσεις του στις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και να την παίρνει σοβαρά υπόψη, άλλοτε πραγματοποιώντας ελιγμούς και άλλοτε εκτιμώντας ότι μια σειρά συνεργασίες του χρησιμεύουν.
Στο μαζικό κίνημα, το ΠΑΣΟΚ και η Νεολαία του συμπορεύονταν με το ΚΚΕ και την ΚΝΕ, αξιοποιώντας τη γραμμή «οι προοδευτικές δυνάμεις εναντίον της δεξιάς», δίχως να καταφεύγει στο «διμέτωπο αγώνα»19 της προδικτατορικής «Ενωσης Κέντρου». Εμφανιζόταν ως το κόμμα που «ο κλήρος της Ιστορίας» το κατέστησε εκφραστή των ανεκπλήρωτων οραμάτων του ΕΑΜ, της γενιάς του «114» και του «Πολυτεχνείου».
Υιοθετώντας το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», το ΠΑΣΟΚ «οχύρωνε» την αριστερή πλευρά του και ταυτόχρονα προσέλκυε εργατικές μάζες σε βάρος της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, αλλά και πλήθος μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού σε βάρος της ΝΔ.
Από την άλλη, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πραγματοποιούσε «ανοίγματα» και προς την πλουτοκρατία. Εξασφάλιζε ισχυρά οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα (συγκρότημα Λαμπράκη, Εκκλησία, κ.ά.), παρέχοντας στο κεφάλαιο τις εγγυήσεις ακίνδυνης γι' αυτό «εναλλακτικής λύσης». Ετσι, αστοί, εργάτες και μεσαία στρώματα συγκρότησαν την υλική δύναμη της «εθνικής στρατηγικής» του ΠΑΣΟΚ, που υποσχόταν ότι θα οδηγούσε σε μία «νέα Ελλάδα».
Βλέποντας την πορεία της πολιτικής κατάστασης, ο Κ. Καραμανλής μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ενισχύοντας το αντίβαρο στην κυβερνητική εξουσία που ήταν φανερό ότι στις εκλογές θα περιερχόταν στο ΠΑΣΟΚ, όπως και έγινε (Οκτώβρης 1981). Το ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσε το 48,07% των ψήφων και η ΝΔ το 35,88%. Το ΚΚΕ πήρε 10,94%20 ενώ το «ΚΚΕ εσωτερικού» καταποντίστηκε εκλογικά (1,34%).
Εχοντας εξασφαλίσει με τον εκλογικό του θρίαμβο ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το ΠΑΣΟΚ παρέλαβε από την κυβέρνηση της ΝΔ το τιμόνι της διακυβέρνησης.
Η κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ
Από ορισμένους πολιτικούς της ΝΔ εκδηλώθηκε διχογνωμία πριν από τις εκλογές του 1981 για την τακτική της απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ υποστήριζε ότι το ΠΑΣΟΚ ετοιμάζει κομματικό στρατό για να εγκαθιδρύσει «μονοκομματικό κράτος».
Αντίθετα, ο Γ. Ράλλης, προφανώς έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του Καραμανλή, υποστήριζε την τακτική της «ήπιας» αντιμετώπισης του ΠΑΣΟΚ. Αποδείχτηκε ότι οι τελευταίοι είχαν δίκιο.
Το ΠΑΣΟΚ, αν και για πολλά χρόνια από την ίδρυσή του δεν εντάχθηκε στη Σοσιαλιστική Διεθνή, εξαρχής αποδεχόταν και υπεράσπιζε το αστικό κοινοβουλευτικό πλαίσιο και την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ανεξάρτητα από τις διακηρύξεις του για «κοινωνικοποίηση» κάποιων μέσων παραγωγής. Οι εθνικοποιήσεις, που περιείχε το αρχικό του πρόγραμμα, αναφέρονταν σε περιορισμούς κατά του ξένου - βασικά του αμερικανικού - κεφαλαίου, στη βάση της ανάλυσής του για τη σχέση «μητρόπολης - περιφέρειας», όπου μητρόπολη ήταν οι ΗΠΑ και περιφέρεια η υπανάπτυκτη Ελλάδα, όπως έλεγε.
Αυτοί οι δύο παράγοντες απέκλειαν τη σύγκρουσή του με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Οι δεσμοί του ΠΑΣΟΚ με το κίνημα των «αδεσμεύτων κρατών», με το αραβικό Μπάαθ και με τον Καντάφι ή τον Γιάσερ Αραφάτ, δε σήμαιναν ότι το ΠΑΣΟΚ θα συγκρουόταν με την εγχώρια και διεθνή αστική τάξη, προκειμένου να υλοποιήσει προεκλογικές διακηρύξεις για απομάκρυνση των ξένων βάσεων και των πυρηνικών, την έξοδο από το ΝΑΤΟ, την ακύρωση διεθνών δεσμεύσεων και άλλα που είχαν συνάψει προηγούμενες κυβερνήσεις, ούτε την αποδέσμευση από την ΕΟΚ.
Τα προηγούμενα δε σημαίνουν ότι δεν υπήρξε κάποια ανησυχία. Ο λόγος ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ συνέβαλε τα πρώτα χρόνια στην πυροδότηση ενός αντιαμερικανισμού και εχθρικών διαθέσεων προς το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, γεγονός που μπορούσε να οδηγήσει λαϊκές μάζες σε ανεξέλεγκτη για τον ιμπεριαλισμό κατεύθυνση, πολύ περισσότερο που αυτά τα αιτήματα υποστηρίζονταν σταθερά από το ΚΚΕ. Ωστόσο, αυτές οι ανησυχίες γρήγορα εξέλιπαν.
Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση αθέτησε όσα θετικά μεγάλης πολιτικής σημασίας υπήρχαν στην «ιδρυτική του διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974». Τα συνθήματα κατά του καπιταλισμού διαδέχτηκε η «αλλαγή» και αυτήν η «στενωπός» και η «καμένη γη», για να μετατίθενται στο μέλλον «οι ακόμα καλύτερες μέρες», φτάνοντας στην πιο ανοιχτή και ολομέτωπη επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα, κυρίως από το 1993 και μετά.
Επιβεβαιώθηκε η διαπίστωση του 11ου Συνεδρίου (1982) του ΚΚΕ, που έλεγε για την πολιτική του ΠΑΣΟΚ:
«Αυτή η κυβερνητική πολιτική δεν πρόκειται να προσφέρει διεξόδους προς όφελος του λαού, αντίθετα, θα μπαίνει σε μεγάλη δοκιμασία και θα βρίσκεται όλο και περισσότερο αντιμέτωπη με τις ανάγκες και τις προσδοκίες του λαού»21.
Παρ' όλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να πετύχει μεγάλη εκλογική νίκη και στις εκλογές του 1985. Αν και έχασε κάποιο έδαφος συγκριτικά με το 1981, διατήρησε το προβάδισμα απέναντι στη ΝΔ.
Τα αποτελέσματα των εκλογών του 1985 ήταν τα ακόλουθα: Το ΠΑΣΟΚ πήρε 45,82%, η ΝΔ 40,84%, το ΚΚΕ 9,89% και το «ΚΚΕ εσωτ.» 1,84%.
Το βασικό χαρακτηριστικό των αποτελεσμάτων, όπως γίνεται φανερό, ήταν η εμφανής μετακίνηση μαζών από το ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ, αλλά και από το ΚΚΕ προς το ΠΑΣΟΚ. Η δυσαρέσκεια που δημιουργούσε η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και οι απώλειες που είχε, καλύφθηκαν σε ένα βαθμό από ψηφοφόρους του ΚΚΕ, «για να μην ξανάρθει η Δεξιά»!
Και αυτά, παρά το γεγονός ότι το ΚΚΕ είχε οξύνει την κριτική προς την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, τακτική που εκφράστηκε ακόμα πιο έντονα στις δημοτικές εκλογές του επόμενου χρόνου (1986). Σε αυτές το ΚΚΕ κάλεσε τους ψηφοφόρους του στο β΄ γύρο των εκλογών να ρίξουν στην κάλπη λευκό ή άκυρο ψηφοδέλτιο στους Δήμους Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, όπου αναμετρούνταν υποψήφιοι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Το ΠΑΣΟΚ συνέχισε και διεύρυνε την πολιτική κρατικής παρέμβασης που ακολούθησε η ΝΔ, για να στηρίξει το ιδιωτικό κεφάλαιο. Παράλληλα, προχώρησε στη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών.
Την πρώτη τετραετία (1981 - 1985) το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε το σχήμα της «μεικτής οικονομίας», μιλώντας για δημόσιο, ιδιωτικό και κοινωνικό τομέα, όπου οι δημοτικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα διείσδυαν εκεί που το ιδιωτικό κεφάλαιο αδιαφορούσε ή αδυνατούσε να διεισδύσει.
Τη δεύτερη τετραετία (1985 - 1989) η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έβαλε και φραστικά τη λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία σε πρώτη γραμμή, ως τον τομέα που θα κατηύθυνε την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, προχώρησε και σε εισοδηματική πολιτική λιτότητας που συνοδευόταν με μέτρα προετοιμασίας για το 1992 («ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΕ»), ενώ έκανε και στη ΓΣΕΕ εκλογικό πραξικόπημα, καθαιρώντας με δικαστική απόφαση ακόμα και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, για να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση.
Είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί η πολιτική παροχών προς τους εργαζόμενους που το ΠΑΣΟΚ είχε ακολουθήσει την πρώτη τετραετία, προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων (ζήτηση), στο πλαίσιο των αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού να αυξηθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα λόγω και ένταξης στην ΕΟΚ.
Ρόλο εξυπηρέτησης του κεφαλαίου έπαιξαν και τα ΕΟΚικά προγράμματα (ΚΑΠ, ΜΟΠ, Ταμείο Συνοχής, κ.ά.), που στόχευαν στη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής στους μεγάλους καπιταλιστές, μέσω του ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών, γενικότερα στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, καθώς και σε υποδομές σύνδεσης της ελληνικής με την ΕΟΚική αγορά.
Η εναλλαγή στην αστική εξουσία συνοδεύτηκε με τη μαζική ιδεολογική χειραγώγηση και τη φθορά συνειδήσεων, που αποτέλεσαν ένα από τα χαρακτηριστικά της σχέσης σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης - λαϊκών μαζών.
Στη βάση αυτή, το ρουσφέτι και η ευρύτερη δημοσιοϋπαλληλία απέκτησαν επί ΠΑΣΟΚ πρωτόγνωρες διαστάσεις στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, έγιναν σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, γνωστές ως εμφανιζόμενα «νέα τζάκια». Αυτές οι αλλαγές επενδύθηκαν ιδεολογικά με τα συνθήματα «να μπει τέλος στο κράτος της δεξιάς»22 και «να ελληνοποιηθεί το κράτος» που - κατά το ΠΑΣΟΚ - ήταν φέουδο της «δεξιάς» και καρπός της υποτέλειας στη βάση της διαίρεσης του ελληνικού λαού «σε εθνικόφρονες και σε μιάσματα».
Το ΠΑΣΟΚ υλοποίησε κάποιους επιπλέον εκσυγχρονισμούς σε σχέση με τη ΝΔ (αναγνώριση του ΕΑΜ, κ.ά.) και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε πολιτικά τους διωγμούς που υπέστησαν χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες στις εξορίες και στις φυλακές μετά τον πόλεμο. Από την άλλη, το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», που σε ένα βαθμό είχε ατονήσει επί ΝΔ (1974 - 1981), καταργήθηκε τελείως, δίχως να καταργηθεί και το γνωστό «φακέλωμα», που συνεχίστηκε και συνεχίζεται.
Ενας από τους βασικούς λόγους που το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να γίνει τόσο μαζικό, ήταν αναμφίβολα το χαμηλό επίπεδο της επαναστατικής ταξικής πάλης.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στηρίχτηκε σε ένα ισχυρό υπόστρωμα στη συνείδηση μεγάλου αριθμού εργαζόμενων μαζών, έτοιμο και να αποδεχτεί κάποια ριζοσπαστικά συνθήματα, αλλά και έτοιμο να υπαναχωρήσει, αρκεί η πολιτική της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να διαφοροποιούνταν από της «δεξιάς» σε ζητήματα που αυτές οι μάζες θεωρούσαν καίριας σημασίας.
Ηδη αναφέρθηκαν τα αντιδεξιά αντανακλαστικά που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια δεκαετιών και εκφράστηκαν με πάθος, ακόμα και με φανατισμό, σε σημείο που κι εκείνος ο Γεώργιος Παπανδρέου αποθεώθηκε ως λαϊκός ηγέτης. Κι ας ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της σφαγής του λαού της Αθήνας, από τους Εγγλέζους, τη Χωροφυλακή και τους ταγματασφαλίτες, το Δεκέμβρη του 1944. Πολύ περισσότερο θεωρήθηκε ότι ο αγώνας δικαιώθηκε με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου, που δε βαρυνόταν με εγκλήματα κατά του λαού, όπως ο πατέρας του.
Σε εκείνο τον κόσμο, ο ταξικός ρόλος του «Κέντρου» είχε υποβαθμιστεί. Αρκούσε η κατάργηση της τρομοκρατίας από το χωροφύλακα και του μαζικού φακελώματος, αρκούσαν κάποιες επιπλέον συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να θεωρήσουν ότι άνοιξε η πόρτα για τη μεγάλη αλλαγή. Το «αντιδεξιό» μείγμα που συσσωρεύτηκε στις συνειδήσεις ήταν εκρηκτικό και ιδιαίτερα στέρεο και σε εργατικές μάζες.
Το ΠΑΣΟΚ δούλεψε με σχέδιο στο χώρο του ΚΚΕ, ιδιαίτερα σε περιοχές που είχε παραδοσιακά μεγάλη επιρροή, για να τροφοδοτείται εκλογικά. Διευκολυνόταν στην επιτυχία του σχεδίου του και εξαιτίας αντικειμενικών λόγων, όπως οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί (αύξηση αξίας γης, κ.λπ.), οι οποίες διαμόρφωναν πλήθος νέων μικροαστικών στρωμάτων.
Η συνταξιοδότηση των ΕΑΜιτών είχε σε αρκετούς μεγαλύτερη απήχηση και από τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ επί ΝΔ, γεγονός που επίσης αντανακλούσε το επίπεδο της συνείδησης ακόμα και κάποιων μαζών που ψήφιζαν το ΚΚΕ.
Επίσης, το ΠΑΣΟΚ αξιοποιούσε πλευρές της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών κρατών. Τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας έδιναν πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία από όση είχε στο γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ είχε διαφωνήσει με κάποιες αποφάσεις του ΝΑΤΟ, βάζοντας αστερίσκο κάτω από τα σχετικά κείμενα, ενώ δεν είχε καταδικάσει την κατάρριψη από τη Σοβιετική Αεροπορία του επιβατηγού αεροσκάφους που διενεργούσε κατασκοπία εναντίον της ΕΣΣΔ. Ακόμα, δεν καταδίκασε την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία από την κυβέρνηση Γιαρουζέλσκι, ανεξάρτητα από την αξιοποίηση που το ΠΑΣΟΚ έκανε γι' αυτό μέσα στην Ελλάδα, σε βάρος του ΚΚΕ.
Το ίδιο υπερτιμήθηκαν και διεθνείς φιλειρηνικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ, που έτυχαν θερμής υποδοχής από τα σοσιαλιστικά κράτη. Βεβαίως, η εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στηριζόταν στη γραμμή «ούτε ΝΑΤΟ ούτε Βαρσοβία», παρότι το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έκανε προτάσεις για ταυτόχρονη διάλυση και των δύο συνασπισμών, δίχως να βρίσκει ανταπόκριση από το ΝΑΤΟ.
Βάση αυτής της πολιτικής ήταν η ανάλυση που είχε κάνει το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, του διαχωρισμού δηλαδή της «δεξιάς» από την «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία, που είχε εντάξει και το ΠΑΣΟΚ στις συμμαχικές δυνάμεις στην πάλη για την ειρήνη, την ύφεση και τον αφοπλισμό, ενισχύοντας έτσι το σχήμα «δεξιά - αντιδεξιά».