Ξεχάστε Ελλάδα-Ισπανία-Ιταλία: Το μεγάλο πρόβλημα της ευρωζώνης είναι η Γαλλία Με ένα πρωτοσέλιδο-και ένα κύριο άρθρο- που αν μη τι άλλο αναμένεται να προκαλέσει αίσθηση κυκλοφορεί ο αυριανός Economist. Το συντηρητικό βρετανικό περιοδικό υποστηρίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι τα προβλήματα Ελλάδας, Ισπανίας, Ιταλίας είναι σταγόνα στον ωκεανό για τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης μπροστά στην «ωρολογιακή βόμβα», όπως τη χαρακτηρίζει, της Γαλλίας.
πηγή: Το Βήμα
«Η κρίση του ευρώ», όπως υποστηρίζει ο Economist, «ξεσκέπασε τις αδυναμίες» μιας χώρας η οποία «ήταν πάντα στην καρδιά της ευρωζώνης». Και τα στοιχεία προς επίρρωσιν αυτής της διαπίστωσης δεν είναι λίγα. «Εδώ και χρόνια η ανταγωνιστικότητα της Γαλλίας υποχωρεί συνεχώς έναντι της Γερμανίας, με την τελευταία να έχει προχωρήσει σε περικοπές δαπανών και μεταρρυθμίσεις στην οικονομία της».
«Η Γαλλία αντίθετα, χωρίς πλέον το περιθώριο της υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος, έχει στραφεί σε αύξηση των δημοσίων δαπανών και του χρέους της». Κι ενώ άλλες χώρες, κατά τον Economist, προσπαθούν να μειώσουν τον δημόσιο τομέα τους, το γαλλικό Δημόσιο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια καταλαμβάνοντας το 57% του ΑΕΠ. Και όχι μόνο: «εξαιτίας της αδυναμίας της να πετύχει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό από το 1981, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας έχει αυξηθεί από το 22%, πάνω από 90% σήμερα».
«Αλλά και το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα έχει επιδεινωθεί. Οι γαλλικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται από τις υπερβολικά άκαμπτες εργασιακές σχέσεις, τις ρυθμίσεις αγοράς-προϊόντος, αλλά και τις υψηλότερες κοινωνικές εισφορές στην Ευρώπη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι νέες επιχειρήσεις είναι σπάνιες. Η Γαλλία διαθέτει λιγότερες μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις σημερινές μηχανές οικονομικής ανάπτυξης, από τη Γερμανία, την Ιταλία ή τη Βρετανία. Η οικονομία έχει μείνει στάσιμη, ενδέχεται να πέσει σε ύφεση το τρέχον τρίμηνο και να μην αναπτυθχεί καθόλου τον επόμενο χρόνο. Πάνω από το 10% του εργατικού δυναμικού και πάνω από το 25% των νέων είναι άνεργοι. Το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών έχει εκτοξευθεί και από ελαφρώς πλεονασματικό το 1999, έχει γίνει από τα μεγαλύτερα της ευρωζώνης. Με λίγα λόγια, πολλές από της επιχειρήσεις της Γαλλίας δεν είναι ανταγωνιστικές και η κυβέρνηση ζει πέρα από τις δυνατότητές της».
Δεν απομένει λοιπόν άλλλος δρόμος για τον κ. Φρανσουά Ολάντ, κατά τον Economist, από το να προχωρήσει σε θαρραλέες μεταρρυθμίσεις. Κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται πρόθυμος να κάνει, κατά το βρετανικό συντηρητικό περιοδικό, δεδομένου ότι η Γαλλία δεν αισθάνεται ότι βρίσκεται κάτω από συνθήκες κρίσης, με αποτέλεσμα να μην έχει κίνητρο, όπως συνέβη με άλλες χώρες, να προχωρήσει σε τολμηρές αλλαγές. Το βρετανικό περιοδικό θυμίζει άλλωστε την απροθυμία της χώρας να εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία στηρίζοντας μέσω της στενότερης ενοποίησης τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και το γεγονός ότι ο κ. Ολάντ «κάηκε» το 2005 όταν οι Γάλλοι ψηφοφόροι απέρριψαν στο σχετικό δημοςψήφισμα τη Συνταγματική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και το κόμμα του είχε διχαστεί. «Αν ο κ. Ολάντ δεν αποδείξει ότι δεσμεύεται πραγματικά να αλλάξει το δρόμο που ακολουθεί η χώρα του τα τελευταία 30 χρόνια, η Γαλλία θα χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών- και των Γερμανών», προειδοποιεί ο Economist.
«Η κρίση μπορεί να χτυπήσει ακόμα και στις αρχές του νέου έτους», υποστηρίζει το περιοδικό. «Οι προηγούμενες αναταραχές της ευρωζώνης έχουν ξεκινήσει από αλλού, για να περιβάλλουν στο τέλος τη Γαλλία και το ίδιο μπορεί να συμβεί και τώρα. Και αυτή τη φορά θα είναι η Γαλλία, όχι η Ισπανία ή η Ιταλία αυτή που θα αποφασίσει την τύχη του ευρώ», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, καταλήγοντας δυσοίωνα: «Ο κ. Ολάντ δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του για να απενεργοποιήσει τη βόμβα στην καρδιά της Ευρώπης». Οι αιχμηρές, σε κάθε περίπτωση, απόψεις του βρετανικού περιοδικού απηχούν τις θέσεις που διατύπωσε στην ετήσια έκθεσή του για τη Γαλλία, στις 5 Νοεμβρίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το τελευταίο προειδοποίησε τη χώρα ότι κινδυνεύει να μείνει πίσω από την Ιταλία και την Ισπανία σε θέματα ανταγωνιστικότητας, αν δεν προχωρήσει σε μείωση του εργατικού κόστους και της φορολογίας. Μέσα στην εβδομάδα εξάλλου, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανέθεσε από ομάδα «σοφών» την κατάρτιση ειδικής έκθεσης για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμόσει η Γαλλία, προκαλώντας τις αντιδράσεις του Παρισιού. Ο κ. Σόιμπλε προσπάθησε λίγες ημέρες αργότερα σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον γάλλο ομόλογό του κ. Πιέρ Μοσκοβισί, να διασκεδάσει τις αντιδράσεις, τονίζοντας την «αμοιβαία εμπιστοσύνη» που υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών. Οπως και να έχει, οι περιπέτειες του κοινού νομίσματος και ο μεταρρυθμιστικός άνεμος που φυσάει σαρώνοντας την ευρωζώνη, καλά κρατούν...
«Η Γαλλία αντίθετα, χωρίς πλέον το περιθώριο της υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος, έχει στραφεί σε αύξηση των δημοσίων δαπανών και του χρέους της». Κι ενώ άλλες χώρες, κατά τον Economist, προσπαθούν να μειώσουν τον δημόσιο τομέα τους, το γαλλικό Δημόσιο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια καταλαμβάνοντας το 57% του ΑΕΠ. Και όχι μόνο: «εξαιτίας της αδυναμίας της να πετύχει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό από το 1981, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας έχει αυξηθεί από το 22%, πάνω από 90% σήμερα».
«Αλλά και το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα έχει επιδεινωθεί. Οι γαλλικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται από τις υπερβολικά άκαμπτες εργασιακές σχέσεις, τις ρυθμίσεις αγοράς-προϊόντος, αλλά και τις υψηλότερες κοινωνικές εισφορές στην Ευρώπη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι νέες επιχειρήσεις είναι σπάνιες. Η Γαλλία διαθέτει λιγότερες μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις σημερινές μηχανές οικονομικής ανάπτυξης, από τη Γερμανία, την Ιταλία ή τη Βρετανία. Η οικονομία έχει μείνει στάσιμη, ενδέχεται να πέσει σε ύφεση το τρέχον τρίμηνο και να μην αναπτυθχεί καθόλου τον επόμενο χρόνο. Πάνω από το 10% του εργατικού δυναμικού και πάνω από το 25% των νέων είναι άνεργοι. Το έλλειμμα εξωτερικών συναλλαγών έχει εκτοξευθεί και από ελαφρώς πλεονασματικό το 1999, έχει γίνει από τα μεγαλύτερα της ευρωζώνης. Με λίγα λόγια, πολλές από της επιχειρήσεις της Γαλλίας δεν είναι ανταγωνιστικές και η κυβέρνηση ζει πέρα από τις δυνατότητές της».
Δεν απομένει λοιπόν άλλλος δρόμος για τον κ. Φρανσουά Ολάντ, κατά τον Economist, από το να προχωρήσει σε θαρραλέες μεταρρυθμίσεις. Κάτι που ωστόσο δεν φαίνεται πρόθυμος να κάνει, κατά το βρετανικό συντηρητικό περιοδικό, δεδομένου ότι η Γαλλία δεν αισθάνεται ότι βρίσκεται κάτω από συνθήκες κρίσης, με αποτέλεσμα να μην έχει κίνητρο, όπως συνέβη με άλλες χώρες, να προχωρήσει σε τολμηρές αλλαγές. Το βρετανικό περιοδικό θυμίζει άλλωστε την απροθυμία της χώρας να εκχωρήσει την εθνική της κυριαρχία στηρίζοντας μέσω της στενότερης ενοποίησης τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και το γεγονός ότι ο κ. Ολάντ «κάηκε» το 2005 όταν οι Γάλλοι ψηφοφόροι απέρριψαν στο σχετικό δημοςψήφισμα τη Συνταγματική Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και το κόμμα του είχε διχαστεί. «Αν ο κ. Ολάντ δεν αποδείξει ότι δεσμεύεται πραγματικά να αλλάξει το δρόμο που ακολουθεί η χώρα του τα τελευταία 30 χρόνια, η Γαλλία θα χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών- και των Γερμανών», προειδοποιεί ο Economist.
«Η κρίση μπορεί να χτυπήσει ακόμα και στις αρχές του νέου έτους», υποστηρίζει το περιοδικό. «Οι προηγούμενες αναταραχές της ευρωζώνης έχουν ξεκινήσει από αλλού, για να περιβάλλουν στο τέλος τη Γαλλία και το ίδιο μπορεί να συμβεί και τώρα. Και αυτή τη φορά θα είναι η Γαλλία, όχι η Ισπανία ή η Ιταλία αυτή που θα αποφασίσει την τύχη του ευρώ», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, καταλήγοντας δυσοίωνα: «Ο κ. Ολάντ δεν έχει πολύ χρόνο στη διάθεσή του για να απενεργοποιήσει τη βόμβα στην καρδιά της Ευρώπης». Οι αιχμηρές, σε κάθε περίπτωση, απόψεις του βρετανικού περιοδικού απηχούν τις θέσεις που διατύπωσε στην ετήσια έκθεσή του για τη Γαλλία, στις 5 Νοεμβρίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το τελευταίο προειδοποίησε τη χώρα ότι κινδυνεύει να μείνει πίσω από την Ιταλία και την Ισπανία σε θέματα ανταγωνιστικότητας, αν δεν προχωρήσει σε μείωση του εργατικού κόστους και της φορολογίας. Μέσα στην εβδομάδα εξάλλου, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ανέθεσε από ομάδα «σοφών» την κατάρτιση ειδικής έκθεσης για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμόσει η Γαλλία, προκαλώντας τις αντιδράσεις του Παρισιού. Ο κ. Σόιμπλε προσπάθησε λίγες ημέρες αργότερα σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον γάλλο ομόλογό του κ. Πιέρ Μοσκοβισί, να διασκεδάσει τις αντιδράσεις, τονίζοντας την «αμοιβαία εμπιστοσύνη» που υπάρχει μεταξύ των δύο χωρών. Οπως και να έχει, οι περιπέτειες του κοινού νομίσματος και ο μεταρρυθμιστικός άνεμος που φυσάει σαρώνοντας την ευρωζώνη, καλά κρατούν...
πηγή: Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου