"Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο φασισμός ήταν άγνωστος, τόσο σαν κοινωνικό κίνημα όσο και σαν κόμμα. Ακόμα και σαν λέξη. Μέχρι τότε,
Βασίλης Ραφαηλίδης
εφ. Έθνος, 2/10/83
κυριαρχούσε στον κόσμο μας ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός με την απειρία των αντιφάσεων και των παλινδρομήσεών του, ενώ τα κομουνιστικά καθεστώτα εμφανίστηκαν κι αυτά μόνο μετά από τούτον τον σημαδιακό για την ιστορία του αιώνα μας πόλεμο.
Αυτός ο πόλεμος λοιπόν, ο λεγόμενος Μεγάλος, που ωστόσο ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τον μεγαλύτερο που θα τον ακολουθήσει ύστερα από 25 μόλις χρόνια, έδειξε στις μάζες την πλήρη χρεοκοπία του αστικού φιλελευθερισμού, αφού ήταν πόλεμος ανάμεσα σε αστικές χώρες.
Ο Μεσσίας είναι ένα περίεργο ον που ενσαρκώνεται και αποσαρκώνεται περιοδικά, ίσα ίσα για να διατηρεί άσβεστη τη μεταφυσική ελπίδα των σε όλα μικρομεσαίων. Χίτλερ και Μουσολίνι. Adolf Hitler and Benito Mussolini
Οι μάζες μετά τον πόλεμο ένιωσαν απατημένες, όχι μόνο γιατί τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή-τους, όπως λίγα χρόνια πριν τους υπόσχονταν οι “αρχηγοί” για να τους παρασύρουν στο μακελειό “με το χαμόγελο στα χείλη” αλλά και διότι η μίζερη ζωή τους επιδεινωνόταν συνεχώς και περισσότερο, εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ήρθε να προστεθεί το 1929, και που βάζει οριστικά τέρμα στην υποσχεμένη για μετά τον πόλεμο ευτυχία. Οι μαρξιστές και οι κομουνιστές έχουν συνείδηση της κατάστασης, και δεν εκπλήσσονται από το γεγονός πως τα πράγματα παν από το κακό στο χειρότερο.
Οι υπόλοιποι, και κυρίως οι λεγόμενες πλατιές μάζες που ούτε τότε ούτε τώρα πολυκαταλαβαίνουν ότι η δυστυχία εκπορεύεται από τον κόσμο τούτον και καθόλου από τον κόσμο των πνευμάτων, αναμένουν εναγώνια τον Μεσσία. Οι αιώνιοι μικρομεσαίοι, πάντα απορημένοι και μόνιμα μπερδεμένοι, έτσι στριμωγμένοι ανάμεσα στους αστούς που τους ζηλεύουν και που προσπαθούν να τους φτάσουν και τους προλετάριους που τους μισούν γιατί η ύπαρξή τους και μόνο προδιαγράψει σαν πιθανή και τη δική τους μοίρα του κοινωνικού και οικονομικού εκπεσμού, τούτοι λοιπόν οι περί τα πάντα αδαείς μικρομεσαίοι, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Ιστορία σαν αυτόνομη πολιτική δύναμη μέσα από το φασισμό, που είναι αποκλειστικά δικό τους σάπιο φρούτο.
Η πρώτη φροντίδα του πρώην “σοσιαλιστή” Μουσσολίνι, που και στην “πρώην” πολιτική του περίοδο είναι τελείως άσχετος με τον μαρξισμό — το παράδειγμά του για έναν σοσιαλισμό χωρίς μαρξισμό, σαν να λέμε για μια σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, θα το ακολουθήσουν πάρα πολλοί αντιμαρξιστές “σοσιαλιστές” — η πρώτη λοιπόν φροντίδα του Ντούτσε, είναι να διακηρύξει την έχθρα του, τόσο προς τον καπιταλισμό όσο και προς τον κομουνισμό. Μάλιστα, στο πρώτο καταστατικό των φασιστικών του ομάδων που θα συγκροτηθούν αργότερα σε κόμμα, διακηρύσσεται απερίφραστα πως η ιδιοκτησία πρέπει να καταργηθεί, και τούτο παρά την εξαρχής δηλωμένη εχθρότητα του φασισμού για τον κομουνισμό.
Ποτέ ο πολιτικός παραλογισμός δεν έφτασε σε τέτοιο ύψος. Φυσικά, λίγο αργότερα, όταν ο φασισμός θα γίνει όργανο του μεγάλου κεφαλαίου, η “ιερότητα” της ιδιοκτησίας θα διακηρυχτεί εκ νέου, κι όλα θα παν καλύτερα για τον τρομοκρατημένο μικρομεσαίο που για μυριοστή φορά ξαναβλέπει το σταθερό του όνειρο για μια σπάταλη ζωή. Ωστόσο, ο φασισμός αγωνίζεται σχεδόν μέχρι τέλους σε δύο μέτωπα: Το αντικομουνιστικό και το αντικαπιταλιστικό. Βέβαια τούτος ο τελευταίος αγώνας είναι ένα αισχρό ψέμα της φασιστικής προπαγάνδας, που προσπαθεί να κρατήσει τον μικρομεσαίο στη σωστή του θέση, ανάμεσα στα δύο άκρα. Άλλωστε, η ταξική αυτονομία του μικρομεσαίου είναι ένα αστείο παραμύθι, αφού η μοίρα του είναι να κινείται άλλοτε δεξιά κι άλλοτε αριστερά σαν εκκρεμές, ανάλογα με την “προκοπή” του, ή τη χρεοκοπία του, που του επιβάλλουν οι αντικειμενικές συνθήκες. Ο μικρομεσαίος είναι ένα τέρας με δύο κεφάλια που κανένα από τα δύο δεν είναι δικό του.
Ο Ζηνόβιεφ, εκδηλώνοντας την αμηχανία του γι’ αυτό το τρομερό και πρωτόγνωρο για την εποχή του φαινόμενο που ήταν ο φασισμός με την αναμφισβήτητη λαϊκή του βάση, διακήρυξε πως “ο φασισμός είναι όργανο της αστικής τάξης” και ησύχασε, λες κι αυτό που ενδιαφέρει είναι το όργανο καθαυτό κι όχι το πώς και το γιατί φτιάχνεται το όργανο, που αφού φτιαχτεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί μπορεί και όχι. (Η άποψη του Ζηνόβιεφ συνεχίζει δυστυχώς να είναι η “επίσημη” αριστερή άποψη).
Ο Ράντεκ, πολύ πιο νηφάλιος από τον Ζηνόβιεφ και καθόλου δογματικός δίνει έναν καίριο ορισμό του φασισμού που νομίζουμε πως ισχύει πάντα: “Ο φασισμός είναι ο σοσιαλισμός των μικρομεσαίων μαζών”. Εννοεί βέβαια πως τούτος ο μικρομεσαιικός σοσιαλισμός είναι απλώς μια προσδοκία συναισθηματικής τάξεως για έναν καλύτερο κόσμο που οι μικρομεσαίοι στο πορτοφόλι και στο νου περιμένουν να τους φτιάξει ανέξοδα ο Αρχηγός, κι όχι οι ίδιοι με τους αγώνες τους.
Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Μεσσίας καθίσταται αναγκαίος, και γιατί όλα τα φασιστικά κόμματα καταρρέουν αυτομάτως με το θάνατο του Αρχηγού:
Ο Μεσίας είναι ένα περίεργο ον που ενσαρκώνεται και αποσαρκώνεται περιοδικά, ίσα ίσα για να διατηρεί άσβεστη τη μεταφυσική ελπίδα των σε όλα μικρομεσαίων.
Η Κλάρα Τσέτκιν, ασκώντας κι αυτή κριτική στον Ζηνόβιεφ από τα αριστερά όπως και ο Ράντεκ, φαίνεται πιο συγκαταβατική από τον τελευταίο, αλλά και πιο συναισθηματική, όταν λέει: “Ο φασισμός είναι το κίνημα των βασανισμένων, των πεινασμένων, των ρημαγμένων από τη φτώχεια, των απελπισμένων”.
Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε το φασιστικό φαινόμενο μόνο με τα δεδομένα της κοινωνιολογίας και της πολιτικής οικονομίας. Σίγουρα στον φασίστα υπάρχει και μια πλευρά καθαρά ψυχολογική, μας αρέσει δεν μας αρέσει ο Βίλχελμ Ράιχ.
Είναι καταφάνερη εδώ η πρόθεση της Τσέτκιν να αθωώσει τους “παρασυρμένους” από το φασισμό προλετάριους, γιατί βέβαια, υπήρξαν και τέτοιοι εν αφθονία. Ενώ ο Ράντεκ “εκχωρεί” ολόκληρο το φασισμό στους μικρομεσαίους, η Τσέτκιν προσπαθεί να δικαιολογήσει με τρόπο απαράδεκτα συναισθηματικό το αναμφισβήτητο γεγονός πως ο φασισμός ενώ είχε τοποθετήσει την καρδιά του στη μέση (στους μικρομεσαίους) πατούσε, ωστόσο με το αριστερό του πόδι στους μη κομουνιστές προλετάριους και με το δεξί του στο μεγάλο κεφάλαιο. Πάντως θα ήταν τιμιότερο να πει και η Τσέτκιν εξ’ αρχής αυτό που είπαν μετά όλοι οι νηφάλιοι μαρξιστές: Όπου αποτυχαίνει ο κομουνισμός, πετυχαίνει ο φασισμός. Είναι καταστροφικά ανόητο να θεωρούμε τον ξεμωραμένο και εξαθλιωμένο μικροφασίστα σαν όργανο του μεγάλου κεφαλαίου, τη στιγμή που δεν είναι παρά ένας απόλυτα απαίδευτος και ολικά βλαξ, σαν αυτόν ακριβώς που περιγράφει ο Ράιχ στο μνημειώδες έργο του “Η μαζική ψυχολογία του φασισμού” (μετάφραση Ηρώ Λάμπρου και Λεωνίδας Καρατζάς, έκδοση Μπουκουμάνη).
Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε το φασιστικό φαινόμενο μόνο με τα δεδομένα της κοινωνιολογίας και της πολιτικής οικονομίας. Σίγουρα στον φασίστα υπάρχει και μια πλευρά καθαρά ψυχολογική, μας αρέσει δεν μας αρέσει ο Βίλχελμ Ράιχ. Η άρνηση της ψυχολογίας εδώ είναι εκ του πονηρού: Κάπου βαθιά ή λιγότερο βαθιά μέσα μας πρέπει να κοιμάται ένα φασιστάκι, που το στρίμωξαν εκεί μυριάδες ευνουχισμοί και αποστερήσεις, αρχής γενομένης από τη σεξουαλική αποστέρηση, όπως θέλει να πιστεύει ο Ράιχ, και μαζί-του και ο υπογραφόμενος, που δε θα πάψει να θεωρεί και τον μικρομεσαίο και τον προλετάριο και τον αστό φασίστα σαν ανθρώπους ολικά ευνούχους: Πνευματικά, νοητικά, συναισθηματικά, ενστικτικά.
Ο φασίστας είναι μια μούμια που της φύγαν όλοι οι χυμοί της ζωής, είναι ένας νεκροζώντανος ένας ζόμπι που πρέπει να ταφεί το ταχύτερο, καταρχήν για λόγους δημόσιας υγείας. Ο φασίστας είναι το άγος και το όνειδος της ράτσας των ανθρώπων, ένα άγος κι ένα όνειδος που ξαπλώνεται σ’ ολόκληρο το ταξικό φάσμα, αλλά που εγκαθίσταται με εντελώς ιδιαίτερη προτίμηση στο κέντρο του, δηλαδή στην περιοχή που καλύπτεται από τον ποικιλότροπο ερμαφροδιτισμό των μικρομεσαίων, απ’ όπου εκπορεύονται ακτινωτά όλες οι συμφορές του κόσμου τούτου.
Ο Αρτούρο Λαμπριόλα βάζει τα πράγματα στην ακριβή τους θέση όταν λέει: “Στην αρχή ο φασισμός δεν ήταν ούτε αστικός ούτε συντηρητικός. Έγινε τέτοιος κάτω από την πίεση των περιστάσεων”. Ωστόσο επιμένουμε στο “κάτω από την πίεση των περιστάσεων”, στην περίοδο δηλαδή που ο φασισμός συγκροτείται σε κόμμα και καταλαμβάνει την εξουσία, και ξεχνούμε ή κάνουμε πως ξεχνούμε τι ήταν στο ξεκίνημά του, και κυρίως τι συνεχίζει να είναι τώρα που περιέπεσε σε παρακμή σαν μαζικό κίνημα και που έγινε υπόθεση μιας χούφτας ηλιθίων και ανώμαλων νοσταλγών.
Ε, λοιπόν, στην αρχή του ο φασισμός ήταν αυτό που συνεχίζει να είναι και σήμερα: Υπόθεση μιας χούφτας ανώμαλων και ηλιθίων, που αποτέλεσαν το προζύμι που έκανε να φουσκώσει η ανθρώπινη βλακεία και κακοήθεια σ’ όλο το φριχτό της μεγαλείο. Η φασιστική φύτρα ήταν και είναι πάντα το αποτέλεσμα της αμάθειας, της ψυχανωμαλίας, του φόβου, της στέρησης (σ’ όλες τις μορφές της και καταρχήν της σεξουαλικής), της μικρόνοιας, της κακοήθειας, της έλλειψης ειλικρίνειας.
Ο φασισμός είναι η συνισταμένη όλων των κακών ποιοτήτων του ανθρώπου. Και επειδή η συνισταμένη, σαν γεωμετρική έννοια, ενέχει ήδη μέσα της και την έννοια του κέντρου, είναι πολύ φυσικό ο φασισμός, σαν κοινωνικό πια γεγονός, (και όχι μόνο ψυχολογικό) να εμφανίζεται καταρχήν και κατά κύριο λόγο στη μικρομεσαία περιοχή του κοινωνικοπολιτικού φάσματος.
Οι μικρομεσαίοι λοιπόν πρέπει να μπαίνουν σε μόνιμη καραντίνα. Διότι είναι η διαρκώς πυορροούσα εστία πολλών και ποικίλων κοινωνικών μολύνσεων, η καταστροφικότερη από τις οποίες είναι ο φασισμός."
Αυτός ο πόλεμος λοιπόν, ο λεγόμενος Μεγάλος, που ωστόσο ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τον μεγαλύτερο που θα τον ακολουθήσει ύστερα από 25 μόλις χρόνια, έδειξε στις μάζες την πλήρη χρεοκοπία του αστικού φιλελευθερισμού, αφού ήταν πόλεμος ανάμεσα σε αστικές χώρες.
Ο Μεσσίας είναι ένα περίεργο ον που ενσαρκώνεται και αποσαρκώνεται περιοδικά, ίσα ίσα για να διατηρεί άσβεστη τη μεταφυσική ελπίδα των σε όλα μικρομεσαίων. Χίτλερ και Μουσολίνι. Adolf Hitler and Benito Mussolini
Οι μάζες μετά τον πόλεμο ένιωσαν απατημένες, όχι μόνο γιατί τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή-τους, όπως λίγα χρόνια πριν τους υπόσχονταν οι “αρχηγοί” για να τους παρασύρουν στο μακελειό “με το χαμόγελο στα χείλη” αλλά και διότι η μίζερη ζωή τους επιδεινωνόταν συνεχώς και περισσότερο, εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης που ήρθε να προστεθεί το 1929, και που βάζει οριστικά τέρμα στην υποσχεμένη για μετά τον πόλεμο ευτυχία. Οι μαρξιστές και οι κομουνιστές έχουν συνείδηση της κατάστασης, και δεν εκπλήσσονται από το γεγονός πως τα πράγματα παν από το κακό στο χειρότερο.
Οι υπόλοιποι, και κυρίως οι λεγόμενες πλατιές μάζες που ούτε τότε ούτε τώρα πολυκαταλαβαίνουν ότι η δυστυχία εκπορεύεται από τον κόσμο τούτον και καθόλου από τον κόσμο των πνευμάτων, αναμένουν εναγώνια τον Μεσσία. Οι αιώνιοι μικρομεσαίοι, πάντα απορημένοι και μόνιμα μπερδεμένοι, έτσι στριμωγμένοι ανάμεσα στους αστούς που τους ζηλεύουν και που προσπαθούν να τους φτάσουν και τους προλετάριους που τους μισούν γιατί η ύπαρξή τους και μόνο προδιαγράψει σαν πιθανή και τη δική τους μοίρα του κοινωνικού και οικονομικού εκπεσμού, τούτοι λοιπόν οι περί τα πάντα αδαείς μικρομεσαίοι, εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Ιστορία σαν αυτόνομη πολιτική δύναμη μέσα από το φασισμό, που είναι αποκλειστικά δικό τους σάπιο φρούτο.
Η πρώτη φροντίδα του πρώην “σοσιαλιστή” Μουσσολίνι, που και στην “πρώην” πολιτική του περίοδο είναι τελείως άσχετος με τον μαρξισμό — το παράδειγμά του για έναν σοσιαλισμό χωρίς μαρξισμό, σαν να λέμε για μια σκορδαλιά χωρίς σκόρδο, θα το ακολουθήσουν πάρα πολλοί αντιμαρξιστές “σοσιαλιστές” — η πρώτη λοιπόν φροντίδα του Ντούτσε, είναι να διακηρύξει την έχθρα του, τόσο προς τον καπιταλισμό όσο και προς τον κομουνισμό. Μάλιστα, στο πρώτο καταστατικό των φασιστικών του ομάδων που θα συγκροτηθούν αργότερα σε κόμμα, διακηρύσσεται απερίφραστα πως η ιδιοκτησία πρέπει να καταργηθεί, και τούτο παρά την εξαρχής δηλωμένη εχθρότητα του φασισμού για τον κομουνισμό.
Ποτέ ο πολιτικός παραλογισμός δεν έφτασε σε τέτοιο ύψος. Φυσικά, λίγο αργότερα, όταν ο φασισμός θα γίνει όργανο του μεγάλου κεφαλαίου, η “ιερότητα” της ιδιοκτησίας θα διακηρυχτεί εκ νέου, κι όλα θα παν καλύτερα για τον τρομοκρατημένο μικρομεσαίο που για μυριοστή φορά ξαναβλέπει το σταθερό του όνειρο για μια σπάταλη ζωή. Ωστόσο, ο φασισμός αγωνίζεται σχεδόν μέχρι τέλους σε δύο μέτωπα: Το αντικομουνιστικό και το αντικαπιταλιστικό. Βέβαια τούτος ο τελευταίος αγώνας είναι ένα αισχρό ψέμα της φασιστικής προπαγάνδας, που προσπαθεί να κρατήσει τον μικρομεσαίο στη σωστή του θέση, ανάμεσα στα δύο άκρα. Άλλωστε, η ταξική αυτονομία του μικρομεσαίου είναι ένα αστείο παραμύθι, αφού η μοίρα του είναι να κινείται άλλοτε δεξιά κι άλλοτε αριστερά σαν εκκρεμές, ανάλογα με την “προκοπή” του, ή τη χρεοκοπία του, που του επιβάλλουν οι αντικειμενικές συνθήκες. Ο μικρομεσαίος είναι ένα τέρας με δύο κεφάλια που κανένα από τα δύο δεν είναι δικό του.
Ο Ζηνόβιεφ, εκδηλώνοντας την αμηχανία του γι’ αυτό το τρομερό και πρωτόγνωρο για την εποχή του φαινόμενο που ήταν ο φασισμός με την αναμφισβήτητη λαϊκή του βάση, διακήρυξε πως “ο φασισμός είναι όργανο της αστικής τάξης” και ησύχασε, λες κι αυτό που ενδιαφέρει είναι το όργανο καθαυτό κι όχι το πώς και το γιατί φτιάχνεται το όργανο, που αφού φτιαχτεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί μπορεί και όχι. (Η άποψη του Ζηνόβιεφ συνεχίζει δυστυχώς να είναι η “επίσημη” αριστερή άποψη).
Ο Ράντεκ, πολύ πιο νηφάλιος από τον Ζηνόβιεφ και καθόλου δογματικός δίνει έναν καίριο ορισμό του φασισμού που νομίζουμε πως ισχύει πάντα: “Ο φασισμός είναι ο σοσιαλισμός των μικρομεσαίων μαζών”. Εννοεί βέβαια πως τούτος ο μικρομεσαιικός σοσιαλισμός είναι απλώς μια προσδοκία συναισθηματικής τάξεως για έναν καλύτερο κόσμο που οι μικρομεσαίοι στο πορτοφόλι και στο νου περιμένουν να τους φτιάξει ανέξοδα ο Αρχηγός, κι όχι οι ίδιοι με τους αγώνες τους.
Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Μεσσίας καθίσταται αναγκαίος, και γιατί όλα τα φασιστικά κόμματα καταρρέουν αυτομάτως με το θάνατο του Αρχηγού:
Ο Μεσίας είναι ένα περίεργο ον που ενσαρκώνεται και αποσαρκώνεται περιοδικά, ίσα ίσα για να διατηρεί άσβεστη τη μεταφυσική ελπίδα των σε όλα μικρομεσαίων.
Η Κλάρα Τσέτκιν, ασκώντας κι αυτή κριτική στον Ζηνόβιεφ από τα αριστερά όπως και ο Ράντεκ, φαίνεται πιο συγκαταβατική από τον τελευταίο, αλλά και πιο συναισθηματική, όταν λέει: “Ο φασισμός είναι το κίνημα των βασανισμένων, των πεινασμένων, των ρημαγμένων από τη φτώχεια, των απελπισμένων”.
Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε το φασιστικό φαινόμενο μόνο με τα δεδομένα της κοινωνιολογίας και της πολιτικής οικονομίας. Σίγουρα στον φασίστα υπάρχει και μια πλευρά καθαρά ψυχολογική, μας αρέσει δεν μας αρέσει ο Βίλχελμ Ράιχ.
Είναι καταφάνερη εδώ η πρόθεση της Τσέτκιν να αθωώσει τους “παρασυρμένους” από το φασισμό προλετάριους, γιατί βέβαια, υπήρξαν και τέτοιοι εν αφθονία. Ενώ ο Ράντεκ “εκχωρεί” ολόκληρο το φασισμό στους μικρομεσαίους, η Τσέτκιν προσπαθεί να δικαιολογήσει με τρόπο απαράδεκτα συναισθηματικό το αναμφισβήτητο γεγονός πως ο φασισμός ενώ είχε τοποθετήσει την καρδιά του στη μέση (στους μικρομεσαίους) πατούσε, ωστόσο με το αριστερό του πόδι στους μη κομουνιστές προλετάριους και με το δεξί του στο μεγάλο κεφάλαιο. Πάντως θα ήταν τιμιότερο να πει και η Τσέτκιν εξ’ αρχής αυτό που είπαν μετά όλοι οι νηφάλιοι μαρξιστές: Όπου αποτυχαίνει ο κομουνισμός, πετυχαίνει ο φασισμός. Είναι καταστροφικά ανόητο να θεωρούμε τον ξεμωραμένο και εξαθλιωμένο μικροφασίστα σαν όργανο του μεγάλου κεφαλαίου, τη στιγμή που δεν είναι παρά ένας απόλυτα απαίδευτος και ολικά βλαξ, σαν αυτόν ακριβώς που περιγράφει ο Ράιχ στο μνημειώδες έργο του “Η μαζική ψυχολογία του φασισμού” (μετάφραση Ηρώ Λάμπρου και Λεωνίδας Καρατζάς, έκδοση Μπουκουμάνη).
Είναι αδύνατο να εξηγήσουμε το φασιστικό φαινόμενο μόνο με τα δεδομένα της κοινωνιολογίας και της πολιτικής οικονομίας. Σίγουρα στον φασίστα υπάρχει και μια πλευρά καθαρά ψυχολογική, μας αρέσει δεν μας αρέσει ο Βίλχελμ Ράιχ. Η άρνηση της ψυχολογίας εδώ είναι εκ του πονηρού: Κάπου βαθιά ή λιγότερο βαθιά μέσα μας πρέπει να κοιμάται ένα φασιστάκι, που το στρίμωξαν εκεί μυριάδες ευνουχισμοί και αποστερήσεις, αρχής γενομένης από τη σεξουαλική αποστέρηση, όπως θέλει να πιστεύει ο Ράιχ, και μαζί-του και ο υπογραφόμενος, που δε θα πάψει να θεωρεί και τον μικρομεσαίο και τον προλετάριο και τον αστό φασίστα σαν ανθρώπους ολικά ευνούχους: Πνευματικά, νοητικά, συναισθηματικά, ενστικτικά.
Ο φασίστας είναι μια μούμια που της φύγαν όλοι οι χυμοί της ζωής, είναι ένας νεκροζώντανος ένας ζόμπι που πρέπει να ταφεί το ταχύτερο, καταρχήν για λόγους δημόσιας υγείας. Ο φασίστας είναι το άγος και το όνειδος της ράτσας των ανθρώπων, ένα άγος κι ένα όνειδος που ξαπλώνεται σ’ ολόκληρο το ταξικό φάσμα, αλλά που εγκαθίσταται με εντελώς ιδιαίτερη προτίμηση στο κέντρο του, δηλαδή στην περιοχή που καλύπτεται από τον ποικιλότροπο ερμαφροδιτισμό των μικρομεσαίων, απ’ όπου εκπορεύονται ακτινωτά όλες οι συμφορές του κόσμου τούτου.
Ο Αρτούρο Λαμπριόλα βάζει τα πράγματα στην ακριβή τους θέση όταν λέει: “Στην αρχή ο φασισμός δεν ήταν ούτε αστικός ούτε συντηρητικός. Έγινε τέτοιος κάτω από την πίεση των περιστάσεων”. Ωστόσο επιμένουμε στο “κάτω από την πίεση των περιστάσεων”, στην περίοδο δηλαδή που ο φασισμός συγκροτείται σε κόμμα και καταλαμβάνει την εξουσία, και ξεχνούμε ή κάνουμε πως ξεχνούμε τι ήταν στο ξεκίνημά του, και κυρίως τι συνεχίζει να είναι τώρα που περιέπεσε σε παρακμή σαν μαζικό κίνημα και που έγινε υπόθεση μιας χούφτας ηλιθίων και ανώμαλων νοσταλγών.
Ε, λοιπόν, στην αρχή του ο φασισμός ήταν αυτό που συνεχίζει να είναι και σήμερα: Υπόθεση μιας χούφτας ανώμαλων και ηλιθίων, που αποτέλεσαν το προζύμι που έκανε να φουσκώσει η ανθρώπινη βλακεία και κακοήθεια σ’ όλο το φριχτό της μεγαλείο. Η φασιστική φύτρα ήταν και είναι πάντα το αποτέλεσμα της αμάθειας, της ψυχανωμαλίας, του φόβου, της στέρησης (σ’ όλες τις μορφές της και καταρχήν της σεξουαλικής), της μικρόνοιας, της κακοήθειας, της έλλειψης ειλικρίνειας.
Ο φασισμός είναι η συνισταμένη όλων των κακών ποιοτήτων του ανθρώπου. Και επειδή η συνισταμένη, σαν γεωμετρική έννοια, ενέχει ήδη μέσα της και την έννοια του κέντρου, είναι πολύ φυσικό ο φασισμός, σαν κοινωνικό πια γεγονός, (και όχι μόνο ψυχολογικό) να εμφανίζεται καταρχήν και κατά κύριο λόγο στη μικρομεσαία περιοχή του κοινωνικοπολιτικού φάσματος.
Οι μικρομεσαίοι λοιπόν πρέπει να μπαίνουν σε μόνιμη καραντίνα. Διότι είναι η διαρκώς πυορροούσα εστία πολλών και ποικίλων κοινωνικών μολύνσεων, η καταστροφικότερη από τις οποίες είναι ο φασισμός."
εφ. Έθνος, 2/10/83
DIS,
ΑπάντησηΔιαγραφή«Όπου αποτυχαίνει ο κομουνισμός, πετυχαίνει ο φασισμός.» Λες αυτό να ‘γινε στην Ελλαδα με την πτωση των ποσοσστών του ΚΚΚ και την άνοδο των “Χρυσών Αυγών”;
Όχι νομίζω πως ο Ραφαηλιδης εννοει κάτι ευρύτερο και καθόλου ευχάριστο. Πως τόσο η αντικομμουνιστές του τρίτου δρόμου - άλλως μικροαστοι σοσιαλδημοκρατες όσο και οι φασίστες είναι γεννήματα του φασισμού και αντικατοπτρίζουν με διαφορετικό βαθμό εντασης την μεσαία τάξη και τα δύο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε αυτη την εννοια, από τη μια εχουμε τον κομμουνισμο και απο την αλλη διαφορες εκδοχες φασισμου.
Φυσικα εχει δικαιωθει πληρως ο Ραφαηλίδης γιατι σημερα αυτο συμβαινει: η αριστερα παρεα με τον οικονομικο φασισμο και η δεξια παρέα και με τον πολιτικο φασισμο.
Αυτο εννοει. Δεν μιλά για εκλογικα ποσοστα.
Αρα ναι όπου υπαρχει πτωση των κομμουνιστων υπαρχει ανοδος καποιων αλλων, που μοιραζονται την πολιτικη διαχειριση του οικονομικου και πολιτικου φασισμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήαρα αν το κκε ειναι στη μια μερια στην αλλη δυστυχως δεν μπορεις να βαλεις μονο τη ΧΑ. θα πρεπει να βαλεις και καποια αλλη διαχειριστικη δυναμη.
Επραξες λαμπρά που αναδημοσίευσες το στγκεκριμένο κείμενο του Ραφαηλίδη. Το έψαχνα και εγώ. Και είναι από τις ελάχιστες αναλύσεις που μου μοιάζουν πειστικότερες από αυτές του κόμματος στο πλευρό του οποίου έχω ταχθεί...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝασαι καλά Trash. Κι εγώ θεωρώ το κείμενο αυτό πολύ επίκαιρο, πολύ χρήσιμο και καλό καθρέφτη του σήμερα.
ΔιαγραφήDIS,
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια τα ελληνικά πολιτικά δρώμενα έχω μια διαφορετική άποψη αλλά δεν είναι της ώρας [για να μην ανοίξω κι άλλους ασκούς του Αιόλου]…
Όμως ο Ραφαηλίδης έχει κι άλλα πολύ ωραία κείμενα για τον φασισμό που περιέχονται στο βιβλίο του “Θερμοί και ψυχροί πόλεμοι - Δημοκράτες και φασίστες εναντίον κομουνιστών: Δημοκράτες και κομουνιστές εναντίων φασιστών”…
ΚΑΠΟΥ ΚΑΤΙ ΞΕΧΑΣΕ…
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ μακαρίτης ο Βασίλης ο Ραφαηλίδης εξαιρετικός ήταν ως κριτικός κινηματογράφου, αλλά κάπου κόλλαγε η σκέψη του όταν προσπαθούσε να κατανοήσει και να ερμηνεύσει από την σκοπιά του μαρξισμού σύνθετα και πολύπλοκα φαινόμενα. Και τότε το ’ριχνε σε ευφυολογίες που πολύ κατέβαζαν το επίπεδό του. Με το να επαναλαμβάνουμε τις ευφυολογίες του που ηχούν μεν ευχάριστα στ’ αυτιά μας, αλλά απαντήσεις δεν δίνουν, δεν πετυχαίνουμε τίποτα. Η αδυναμία του Ραφαηλίδη να μπει στην διαλεκτική ουσία της ιστορικής εξέλιξης ίσως να ’ταν κι αποτέλεσμα της εποχής, στην οποία ως διανοούμενος —ο ίδιος κυνηγήθηκε πολύ ως γόνος οικογένειας αγωνιστών του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ από την Μακεδονία— έζησε κι ωρίμασε πνευματικά στην Ελλάδα: ήταν εποχή υποχώρησης των κομμουνιστικών ιδεών, εποχή που καλλιεργούσε την σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό. Με κομματικότητα μηδέν κι οι καλύτερες προθέσεις πουθενά δεν οδηγούν• ή μάλλον μπορεί να οδηγήσουν στον Άδη, όπως έγραφε κι ο Νίκος ο Ζαχαριάδης. Όσο για τον φασισμό κάπου κάτι ξέχασε: τον Δημητρόφ καθώς και παλιότερες (π. χ. του αείμνηστου Βρετανού κομμουνιστή Ράτζανι Πάλμε Ντατ (Rajani Palme Dutt, 1896–1974) στο σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα έργο του «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση» (Fascism and Social Revolution), δεύτερη έκδοση: Λονδίνο 1935) ή και νεότερες μαρξιστικές-λενινιστικές αναλύσεις (π. χ. του Γερμανού κομμουνιστή Κουρτ Γκοσβάιλερ (Kurt Gossweiler, 1917– ) στο κλασσικό πλέον βιβλίο του «Κεφάλαιο, Ράιχσβερ και Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα – Για τα πρώτα στάδια της ιστορίας του γερμανικού φασισμού 1919 έως 1924» (Kapital, Reichswehr und NSDAP – Zur Frühgeschichte des deutschen Faschismus 1919 bis 1924), τελευταία έκδοση: Κολωνία 2011).
Άμα μένουμε στην επιφάνεια και δεν έχουμε κομματικότητα, δεν βγάζουμε τίποτα. Και πού καταλήγουμε; Ε, τώρα με κόμματα και ΚΟΒες, συνδικάτα κι απεργίες θ’ ασχολούμαστε, καλά καθόμαστε σπιτάκι μας, πηγαίνουμε και στις διαδηλώσεις για να παίρνουμε και τον «καθαρό» αέρα των χημικών και ανά περίπτωση κατακεραυνώνουμε το «άτιμο» το κίνημα και την «τσούλα» την ιστορία που δεν τα ’φεραν έτσι τα πράγματα που και κομμουνισμό να ’χουμε και την «ζαχαρένια» μας να μην έχουμε χαλάσει. Εντάξει, δεν λέω προσωπική επιλογή του καθενός είναι να έχει, να διατηρεί και να υπερασπίζεται τις απόψεις του, αλλά να μην βγαίνει κι από πάνω και, όταν πάνε στραβά τα πράγματα, να τα βάζει μ’ αυτούς που δεν τα ’φτιαξαν όπως αυτός τα ήθελε και τα θεωρούσε σωστά, ενώ ο ίδιος ποτέ δεν δεσμεύτηκε να συμπαραταχθεί οργανωτικά μαζί τους.
Τέλος πάντων, ξεσπάθωσα εναντίον του μακαρίτη που, σημειωτέον, τον διάβαζα —τότε με απεριόριστο θαυμασμό— από γυμνασιόπαις, όταν έγραφε στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» την δεκαετία του 1970, αλλά απαντήσεις για τον φασισμό δεν δίνει, όπως δεν μπόρεσε να δώσει —κι ούτε μπορούσε άλλωστε— και για το τι οδήγησε στις ανατροπές του 1989–1991: ιδίως ό,τι έγινε μετά το 1989 υπερέβαινε μακράν την θεωρητική του προετοιμασία και κατά συνέπεια και τις διανοητικές δυνατότητές του, όσο καλές κι αν ήταν οι προθέσεις του, όσο ειλικρινείς κι αν ήταν οι προαιρέσεις του κι όσο εναγώνιες κι αν ήταν οι αναζητήσεις του. Δεν ξέρω τι θα έλεγε, αν ζούσε σήμερα. Για να συνοψίσω: Ωραία ακούγονται όσα έγραψε, πλην όμως δεν αποτελούν οδηγό για επαναστατική δράση. Οι αναρχικές και αναρχίζουσες απόψεις τίποτα δεν κοστίζουν, γιατί ξεκινάνε από το τίποτα και καταλήγουν —με κάποιες ενδιάμεσες εξάρσεις κι αναλαμπές έτσι χάριν παιδιάς ή για την τιμή των όπλων— στο τίποτα. Θα μου πει κανείς ότι τον κακολογώ τον μακαρίτη και δεν κάνει, καθότι «ο αποθανών δεδικαίωται»• λάθος! Τον εκτιμώ εκεί που είναι σωστός, γιατί το ρητό όπως συνεχώς εκφέρεται δεν είναι πλήρες, το πλήρες είναι: «Ο αποθανών δεδικαίωται ανθ’ ων αγαθών έπραξε»…
Μη απολιθωμένος (ακόμα!) από τις ακτές της Ανατολικής Βαλτικής