Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

31.3.11

Πὲς ναί, Tobias Wolff

Ε­ΚΑ­ΝΑΝ ΤΗ ΛΑΝΤΖΑ, ἡ γυ­ναί­κα του ἐ­πλέ­νε τὰ πιά­τα κι αὐ­τὸς τὰ σκού­πι­ζε. Τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ τὰ εἶ­χε πλύ­νει ἐ­κεῖ­νος. Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τοὺς πε­ρισ­σό­τε­ρους ἄν­τρες ποὺ ἤ­ξε­ρε, ἐ­κεῖ­νος συ­νει­σέ­φε­ρε οὐ­σι­α­στι­κὰ στὶς δου­λει­ὲς τοῦ σπι­τιοῦ. Πρὶν ἀ­πὸ λί­γους μῆ­νες εἶ­χε κρυ­φα­κού­σει μιὰ φί­λη τῆς γυ­ναί­κας του νὰ τὴ συγ­χαί­ρει ποὺ εἶ­χε ἕ­ναν τό­σο κα­λὸ σύ­ζυ­γο, καὶ εἶ­χε σκε­φτεῖ, Προ­σπα­θῶ. Τὸ νὰ βο­η­θά­ει στὸ πλύ­σι­μο τῶν πιά­των ἦ­ταν ἕ­νας τρό­πος ποὺ εἶ­χε βρεῖ γιὰ νὰ ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο κα­λὸς σύ­ζυ­γος ἦ­ταν.

Μι­λοῦ­σαν πε­ρὶ ἀ­νέ­μων καὶ ὑ­δά­των καὶ κά­πως ἦρ­θε ἡ κου­βέν­τα στὸ ἂν πρέ­πει οἱ λευ­κοὶ νὰ παν­τρεύ­ον­ται μὲ μαῦ­ρες ἢ τὸ ἀν­τί­στρο­φο. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε ὅ­τι, ἂν τὰ ἔ­βα­ζες κά­τω, ἦ­ταν μᾶλ­λον κα­κὴ ἰ­δέ­α.

«Για­τί;» τὸν ρώ­τη­σε.

Ὧ­ρες-ὧ­ρες, ἡ γυ­ναί­κα του ἔ­παιρ­νε ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο ὕ­φος: ἔ­σμι­γε τὰ φρύ­δια, δάγ­κω­νε τὸ κά­τω χεί­λι καὶ κάρ­φω­νε τὸ βλέμ­μα της κά­που χα­μη­λά. Ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­πε ἔ­τσι, κα­τα­λά­βαι­νε ἀ­μέ­σως ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ κρα­τή­σει τὸ στό­μα του κλει­στό, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν τὸ ἔ­κα­νε. Μά­λι­στα, κά­τι τὸν ἔ­σπρω­χνε νὰ μι­λά­ει ἀ­κό­μα πιὸ πο­λύ. Ἐ­κεί­νη εἶ­χε πά­ρει τώ­ρα αὐ­τὸ τὸ ὕ­φος.

«Για­τί;» τὸν ξα­να­ρώ­τη­σε καὶ στα­μά­τη­σε μὲ τὸ χέ­ρι της μέ­σα σ’ ἕ­να μπόλ, δί­χως νὰ τὸ πλέ­νει πα­ρὰ κρα­τών­τας το μό­νο πά­νω ἀ­π’ τὴ σα­που­νά­δα.

«Ἄ­κου», τῆς εἶ­πε, «εἶ­χα συμ­μα­θη­τὲς μαύ­ρους, ἔ­χω συ­νερ­γα­στεῖ μὲ μαύ­ρους, ἔ­χω μεί­νει στὴν ἴ­δια γει­το­νιὰ μὲ μαύ­ρους, καὶ πάν­τα τὰ πη­γαί­να­με μιὰ χα­ρά. Δὲν μοῦ ἀ­ρέ­σει κα­θό­λου νὰ ὑ­παι­νίσ­σε­σαι ὅ­τι εἶ­μαι ρα­τσι­στής».

«Δὲν ὑ­παι­νίσ­σο­μαι τί­πο­τα», εἶ­πε ἐ­κεί­νη κι ἄρ­χι­σε πά­λι νὰ πλέ­νει τὸ μπόλ, στρι­φο­γυρ­νών­τας το στὸ χέ­ρι της σὰν νὰ τὸ σμί­λευ­ε. «Ἁ­πλά, δὲν κα­τα­λα­βαί­νω τί πει­ρά­ζει νὰ παν­τρεύ­ε­ται λευ­κὸς μὲ μαύ­ρη ἢ μαύ­ρη μὲ λευ­κό.»

«Ἔ­χουν ἄλ­λη κουλ­τού­ρα ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας. Στῆ­σε μιὰ φο­ρὰ αὐ­τὶ νὰ τοὺς ἀ­κού­σεις – ἔ­χουν καὶ τὴ δι­κή τους γλώσ­σα ἀ­κό­μα. Ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω πρό­βλη­μα μ’ αὐ­τό, μ’­ἀ­ρέ­σει νὰ τοὺς ἀ­κού­ω νὰ μι­λᾶ­νε» —κι ἦ­ταν ἀ­λή­θεια, ὅ­ταν τοὺς ἄ­κου­γε, τὸν πλημ­μύ­ρι­ζε ἕ­να ἀ­νε­ξή­γη­το αἴ­σθη­μα εὐ­δαι­μο­νί­ας— «ἀλ­λὰ ἡ γλώσ­σα τους εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή. Ἕ­να ἄ­το­μο ἀ­πὸ τὸν δι­κό τους πο­λι­τι­σμὸ κι ἕ­να ἄ­το­μο ἀ­πὸ τὸν δι­κό μας, δὲν γί­νε­ται νὰ γνω­ρί­σουν πο­τὲ ἀ­λη­θι­νὰ ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο».

«Ὅ­πως γνω­ρί­ζεις ἐ­σὺ ἐ­μέ­να, δη­λα­δή;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα του.

«Ναί. Ὅ­πως γνω­ρί­ζω ἐ­γὼ ἐ­σέ­να.»

«Ἄν, ὅ­μως, ἀ­γα­πι­οῦν­ται», εἶ­πε. Τώ­ρα ἐ­πλέ­νε μὲ πιὸ γορ­γὲς κι­νή­σεις, δί­χως νὰ τὸν κοι­τά­ζει.

Ὤ, Θε­έ μου, συλ­λο­γί­στη­κε ἐ­κεῖ­νος. «Ἐν­τά­ξει, μὴν ἀ­κοῦς ἐ­μέ­να», εἶ­πε. «Γιὰ δές, ὅ­μως, τὶς στα­τι­στι­κές. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μι­κτοὶ γά­μοι δι­α­λύ­ον­ται.»

«Οἱ στα­τι­στι­κές!» Ἡ γυ­ναί­κα του στοί­βα­ζε τὰ πιά­τα μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα στὸ στραγ­γι­στή­ρι ἐ­νῶ μό­λις ποὺ τὰ εἶ­χε πε­ρά­σει μὲ τὸ σφουγ­γά­ρι. Πολ­λὰ εἶ­χαν λί­πη ἀ­κό­μα, ὑ­πῆρ­χαν κομ­μα­τά­κια φα­γη­τοῦ ἀ­νά­με­σα στὰ δόν­τια τῶν πι­ρου­νι­ῶν. «Ὡ­ραί­α», εἶ­πε. «Καὶ αὐ­τοὶ ποὺ εἶ­ναι ἀ­πὸ ἄλ­λες χῶ­ρες; Ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι ἔ­χεις τὴν ἴ­δια ἄ­πο­ψη καὶ γιὰ τοὺς ξέ­νους ποὺ παν­τρεύ­ον­ται με­τα­ξύ τους».

«Πράγ­μα­τι», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος, «τὸ ἴ­διο πι­στεύ­ω καὶ γι’ αὐ­τούς. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ κα­τα­λά­βεις κά­ποι­ον ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρι­βάλ­λον τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κό;»

«Δι­α­φο­ρε­τι­κό», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα του. «Ὄ­χι ἴ­διο, ὅ­πως ἐ­μεῖς.»

«Ναί, δι­α­φο­ρε­τι­κό», τῆς πέ­τα­ξε, θυ­μω­μέ­νος μα­ζί της ποὺ κα­τέ­φευ­γε στὸ τέ­χνα­σμά του νὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τὶς δι­κές του λέ­ξεις ἔ­τσι ὥ­στε νὰ ἠ­χοῦν ἀ­νό­η­τες ἢ ὑ­πο­κρι­τι­κές. «Αὐ­τὰ εἶ­ναι βρό­μι­κα», εἶ­πε καὶ ξα­να­πέ­τα­ξε ὅ­λα τα μα­χαι­ρο­πί­ρου­να μὲς στὸ νε­ρο­χύ­τη.

Τὸ νε­ρὸ εἶ­χε γί­νει θο­λὸ καὶ γκρί­ζο. Ἐ­κεί­νη τὸ κοί­τα­ξε μὲ σφιγ­μέ­να χεί­λη, κι ὕ­στε­ρα βύ­θι­σε τὰ χέ­ρια της κά­τω ἀ­π’ τὴν ἐ­πι­φά­νεια. «Ἄ­ουτς!» ἔ­κα­νε κι ἀ­να­πή­δη­σε. Ἔ­πι­α­σε τὸ δε­ξί της χέ­ρι ἀ­π’ τὸν καρ­πὸ καὶ τὸ σή­κω­σε ψη­λά. Ὁ ἀν­τί­χει­ράς της ἔ­τρε­χε αἷ­μα.

«Ἄνν, μὴ κου­νη­θεῖς», τῆς εἶ­πε. «Μεῖ­νε ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­σαι». Ἔ­τρε­ξε ἐ­πά­νω, στὸ λου­τρό, καὶ ψα­χού­λε­ψε στὸ ντου­λα­πά­κι τοῦ φαρ­μα­κεί­ου γιὰ νὰ βρεῖ οἰ­νό­πνευ­μα, βαμ­βά­κι καὶ λευ­κο­πλάστ. Ὅ­ταν ξα­να­κα­τέ­βη­κε, τὴ βρῆ­κε ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὸ ψυ­γεῖ­ο, μὲ τὰ μά­τια κλει­στά, νὰ κρα­τά­ει ἀ­κό­μα τὸ χέ­ρι της. Πῆ­ρε τὸ χέ­ρι καὶ σφούγ­γι­σε τὸν ἀν­τί­χει­ρά της μὲ τὸ βαμ­βά­κι. Τὸ αἷ­μα εἶ­χε στα­μα­τή­σει. Πί­ε­σε τὸ δά­χτυ­λο νὰ δεῖ πό­σο βα­θιὰ ἦ­ταν ἡ πλη­γὴ καὶ φά­νη­κε μό­νο μιὰ αἱ­μά­τι­νη στα­γό­να, τρε­μου­λια­στὴ καὶ κα­τα­κόκ­κι­νη, ποὺ ἔ­πε­σε στὸ πά­τω­μα. Ἐ­κεί­νη τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε πά­νω ἀ­π’ τὸν ἀν­τί­χει­ρά της μὲ κα­τη­γό­ρια. «Δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα», τῆς εἶ­πε. «Αὔ­ριο οὔ­τε ποὺ θὰ φαί­νε­ται.» Ἤλ­πι­ζε ὅ­τι θὰ ἐ­κτι­μοῦ­σε ἡ γυ­ναί­κα του τὸ πῶς εἶ­χε σπεύ­σει νὰ τὴν πε­ρι­ποι­η­θεῖ. Τὸ εἶ­χε κά­νει ἀ­πὸ γνή­σιο ἐν­δι­α­φέ­ρον, δί­χως νὰ σκε­φτεῖ νὰ ζη­τή­σει κά­τι σὲ ἀν­τάλ­λαγ­μα, τώ­ρα, ὅ­μως, τοῦ πέ­ρα­σε ἀ­π’ τὸ νοῦ ὅ­τι θὰ ἦ­ταν εὐ­γε­νι­κὴ κί­νη­ση ἐκ μέ­ρους της νὰ μὴν ἐ­πα­νέλ­θει σ’ ἐ­κεί­νη τὴν κου­βέν­τα, για­τί τὸν εἶ­χε κου­ρά­σει. «Θὰ τὰ τε­λει­ώ­σω ἐ­γώ», τῆς εἶ­πε. «Ἐ­σὺ ἄν­τε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖς.»

«Δὲν πει­ρά­ζει», εἶ­πε ἐ­κεί­νη. «Θὰ τὰ σκου­πί­ζω.»

Ἐ­κεῖ­νος ἄρ­χι­σε νὰ πλέ­νει πά­λι τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να, προ­σέ­χον­τας ἰ­δι­αί­τε­ρα τὰ πι­ρού­νια.

«Ὁ­πό­τε», εἶ­πε ἐ­κεί­νη, «ἂν ἤ­μουν μαύ­ρη δὲν θὰ μὲ εἶ­χες παν­τρευ­τεῖ».

«Ἄνν, γιὰ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ πιά!»

«Μά, αὐ­τὸ δὲν εἶ­πες;»

«Ὄ­χι, δὲν εἶ­πα αὐ­τό. Τὸ ὅ­λο ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι γε­λοῖ­ο. Ἂν ἤ­σουν μαύ­ρη, τὸ πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι δὲν θὰ εἴ­χα­με πο­τὲ γνω­ρι­στεῖ. Ἐ­σὺ θὰ εἶ­χες τὶς πα­ρέ­ες σου κι ἐ­γὼ τὶς δι­κές μου. Ἡ μό­νη μαύ­ρη κο­πέ­λα ποὺ γνώ­ρι­σα πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν ἡ παρ­τε­νέρ μου στὸν ρη­το­ρι­κὸ ὅ­μι­λο, καὶ τό­τε τὰ εἶ­χα ἤ­δη φτιά­ξει μα­ζί σου.»

«Ἄν, ὅ­μως, μὲ γνώ­ρι­ζες καὶ ἤ­μουν μαύ­ρη;»

«Τό­τε τὸ πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι θὰ τὰ εἶ­χες ἤ­δη μὲ κά­ποι­ον μαῦ­ρο.» Πῆ­ρε τὸ ντοὺς τοῦ νε­ρο­χύ­τη καὶ ξέ­πλυ­νε τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να. Τὸ νε­ρὸ ἦ­ταν τό­σο καυ­τὸ ποὺ τὸ ἀ­τσά­λι ἔ­γι­νε στιγ­μια­ία γα­λα­ζω­πὸ πρὶν ξα­να­πά­ρει τὸ ἀ­ση­μέ­νιο χρῶ­μα του.

«Ἂς ποῦ­με ὅ­τι δὲν τὰ εἶ­χα μὲ κα­νέ­να», συ­νέ­χι­σε ἐ­κεί­νη. «Πὲς ὅ­τι εἶ­μαι μαύ­ρη, ἐ­λεύ­θε­ρη, γνω­ρί­ζω ἐ­σέ­να κι ἐ­ρω­τευ­ό­μα­στε.»

Τῆς ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιά. Τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μὲ μά­τια ποὺ ἔ­λαμ­παν. «Ἄ­κου», τῆς εἶ­πε, σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ τὴ λο­γι­κέ­ψει, «αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται. Ἂν ἤ­σουν μαύ­ρη δὲν θὰ ἤ­σουν ἐ­σύ». Κα­θὼς τὸ ἔ­λε­γε αὐ­τό, συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι ἴ­σχυ­ε πέ­ρα γιὰ πέ­ρα. Δὲν ὑ­πῆρ­χε ἡ πα­ρα­μι­κρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α πὼς ἂν ἦ­ταν μαύ­ρη δὲν θὰ ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ ἦ­ταν. Κι ἔ­τσι ἐ­πα­νέ­λα­βε: «Ἂν ἤ­σουν μαύ­ρη, δὲν θὰ ἤ­σουν ἐ­σύ.»

«Τὸ ξέ­ρω», εἶ­πε, «ἀλ­λά, ἔ­τσι, πές».

Ἐ­κεῖ­νος πῆ­ρε βα­θιὰ ἀ­να­πνο­ή. Τὴν εἶ­χε κερ­δί­σει μὲ τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μά του, ἀλ­λὰ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ τὸν δι­α­κα­τέ­χει μιὰ ἀ­νη­συ­χί­α. «Νὰ πῶ τί;» ρώ­τη­σε.

«Πὲς ὅ­τι εἶ­μαι μαύ­ρη, κι ὅ­τι εἶ­μαι ἀ­κό­μα ἐ­γώ, κι ἐ­ρω­τευ­ό­μα­στε. Θὰ μὲ παν­τρευ­τεῖς;»

Ἐ­κεῖ­νος τὸ σκέ­φτη­κε.

«Λοι­πόν;» τοῦ εἶ­πε κι ἔ­κα­νε ἕ­να βῆ­μα πιὸ κον­τά του. Τὰ μά­τια της ἀ­στρα­πο­βο­λοῦ­σαν. «Θὰ μὲ παν­τρευ­τεῖς;»

«Τὸ σκέ­φτο­μαι», τῆς εἶ­πε.

«Δὲν θὰ τὸ κά­νεις, εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο. Θὰ πεῖς ὄ­χι.»

«Νο­μί­ζω ὅ­τι βι­ά­ζε­σαι πο­λύ», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος. «Ἔ­χου­με πολ­λὰ πράγ­μα­τα νὰ βά­λου­με κά­τω. Δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ κά­νου­με κά­τι γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ με­τα­νι­ώ­νου­με σ’ ὅ­λη τὴν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή μας.»

«Ἄ­σε ἔ­ξω τὴ λο­γι­κή. Ναὶ ἢ ὄ­χι;»

«Ἐ­φό­σον τὸ θέ­τεις ἔ­τσι…»

«Ναὶ ἢ ὄ­χι.»

«Κα­λά, Ἂνν – ἐν­τά­ξει. Ὄ­χι.»

«Εὐ­χα­ρι­στῶ», τοῦ εἶ­πε καὶ φεύ­γον­τας ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να πῆ­γε στὸ σα­λό­νι. Ἕ­να λε­πτὸ με­τά, τὴν ἄ­κου­σε ποὺ ξε­φύλ­λι­ζε ἕ­να πε­ρι­ο­δι­κό. Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἦ­ταν πο­λὺ θυ­μω­μέ­νη ὥ­στε πραγ­μα­τι­κὰ νὰ τὸ δι­α­βά­ζει, ἀλ­λὰ δὲν γύ­ρι­ζε ἀ­πό­το­μα τὶς σε­λί­δες ὅ­πως θὰ ἔ­κα­νε αὐ­τὸς ἂν βρι­σκό­ταν σὲ πα­ρό­μοι­α θέ­ση. Τὶς γύ­ρι­ζε ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, σὰν νὰ με­λε­τοῦ­σε τὴν κά­θε ἀ­ρά­δα. Τοῦ ἔ­κα­νε ἐ­πί­δει­ξη τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας της καὶ αὐ­τὴ ἡ ἐ­πί­δει­ξη εἶ­χε τὴν ἐ­πι­θυ­μη­τὴ ἐ­πί­δρα­ση πά­νω του. Τὸν πλή­γω­νε.

Δὲν εἶ­χε ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γὴ πα­ρὰ νὰ τῆς δεί­ξει κι αὐ­τὸς τὴ δι­κή του ἀ­δι­α­φο­ρί­α. Ἔ­πλυ­νε ἥ­συ­χα καὶ προ­σε­κτι­κά τα ὑ­πό­λοι­πα πιά­τα. Με­τὰ τὰ σκού­πι­σε καὶ τὰ ἔ­βα­λε στὸ ντου­λά­πι. Σκού­πι­σε τοὺς πάγ­κους, τὴν ἑ­στί­α τῆς κου­ζί­νας κι ἔ­σκυ­ψε νὰ κα­θα­ρί­σει τὸ πά­τω­μα στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ εἶ­χε πέ­σει ἡ στα­γό­να τοῦ αἵ­μα­τος. Πά­νω ἐ­κεῖ ἀ­πο­φά­σι­σε ὅ­τι ἦ­ταν εὐ­και­ρί­α νὰ τὸ σφουγ­γα­ρί­σει ὅ­λο. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε, ἡ κου­ζί­να ἦ­ταν σὰν και­νού­ρια, ὅ­πως τὴ μέ­ρα ποὺ ὁ με­σί­της τοὺς ἔ­δει­χνε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ σπί­τι, πρὶν κὰν ἐγ­κα­τα­στα­θοῦν ἐ­κεῖ.

Πῆ­ρε τὴ σα­κού­λα τῶν σκου­πι­δι­ῶν καὶ βγῆ­κε ἔ­ξω. Ἦ­ταν ἀ­νέ­φε­λη ἡ βρα­διὰ καὶ στὰ δυ­τι­κά, ἐ­κεῖ ποὺ δὲν ἔ­φτα­ναν τὰ φῶ­τα τῆς πό­λης, δι­α­κρί­νον­ταν με­ρι­κὰ ἀ­στέ­ρια. Στὸ Ἒλ Κα­μί­νο, ἡ κί­νη­ση τῶν αὐ­το­κι­νή­των ἦ­ταν ἀ­ραι­ὴ καὶ στα­θε­ρή, σὰν ἤ­ρε­μο πο­τά­μι. Ἔ­νι­ω­θε ντρο­πὴ ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­τρέ­ψει στὴ γυ­ναί­κα του νὰ τὸν πα­ρα­σύ­ρει σ’ αὐ­τὸ τὸν κα­βγά. Σὲ κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ χρό­νια ἀ­πὸ τώ­ρα θὰ ἦ­ταν καὶ οἱ δυ­ό τους πε­θα­μέ­νοι. Τί ση­μα­σί­α θὰ εἶ­χαν ὅ­λα αὐ­τὰ τό­τε; Συλ­λο­γί­στη­κε τὰ χρό­νια ποὺ εἶ­χαν ζή­σει μα­ζὶ καὶ πό­σο στε­νὴ ἦ­ταν ἡ σχέ­ση τους, πό­σο κα­λὰ γνώ­ρι­ζαν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, κι ἔ­νιω­σε ἕ­να κόμ­πο στὸ λα­ρύγ­γι ποὺ δὲν τὸν ἄ­φη­νε νὰ πά­ρει ἀ­νά­σα. Ἕ­να φούν­τω­μα ἁ­πλώ­θη­κε στὸ πρό­σω­πο καὶ τὸ λαι­μό του. Μιὰ ζέ­στη πλημ­μύ­ρι­σε τὸ στῆ­θος του. Στά­θη­κε ἐ­κεῖ γιὰ λί­γο, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας αὐ­τὲς τὶς αἰ­σθή­σεις, κι ὕ­στε­ρα πῆ­ρε τὴ σα­κού­λα καὶ βγῆ­κε στὴν πί­σω αὐ­λή.

Τὰ δυ­ὸ ἀ­δέ­σπο­τα σκυ­λιὰ τῆς γω­νί­ας εἶ­χαν τρα­βή­ξει πά­λι τὸν κά­δο τῶν σκου­πι­δι­ῶν πιὸ πέ­ρα. Τὸ ἕ­να κυ­λι­ό­ταν κα­τα­γῆς ἀ­νά­σκε­λα, ἐ­νῶ τὸ ἄλ­λο εἶ­χε κά­τι στὸ στό­μα του. Γρυ­λί­ζον­τας, τὸ πέ­τα­ξε στὸν ἀ­έ­ρα, ἔ­κα­νε ἕ­να ἅλ­μα καὶ τὸ ἔπι­α­σε, γρύ­λι­σε ξα­νὰ καὶ κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι πέ­ρα-δῶ­θε. Ὅ­ταν τὸν εἶ­δαν νὰ πλη­σιά­ζει, ἔ­σπευ­σαν νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θοῦν μὲ κο­φτά, λε­πτε­πί­λε­πτα βή­μα­τα. Σὲ ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση θὰ τοὺς πέ­τα­γε πέ­τρες, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ τὰ ἄ­φη­σε νὰ φύ­γουν.

Τὸ σπί­τι ἦ­ταν σκο­τει­νὸ ὅ­ταν ξα­ναμ­πῆ­κε μέ­σα. Ἐ­κεί­νη ἦ­ταν στὸ μπά­νιο. Κον­το­στά­θη­κε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα καὶ φώ­να­ξε τὸ ὄ­νο­μά της. Τὴν ἄ­κου­σε ποὺ με­τα­κι­νοῦ­σε κά­τι μπου­κα­λά­κια, ἀλ­λὰ δὲν τοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ἄνν, συ­γνώ­μη – εἰ­λι­κρι­νά», εἶ­πε. «Θὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σω, στὸ ὑ­πό­σχο­μαι.»

«Πῶς;» τὸν ρώ­τη­σε.

Αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση δὲν τὴν πε­ρί­με­νε. Ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸν τό­νο τῆς φω­νῆς της, ποὺ εἶ­χε μιὰ νό­τα ἤ­ρε­μη καὶ τε­λε­σί­δι­κη, μιὰ νό­τα πρω­τά­κου­στη γιὰ τὰ αὐ­τιά του, κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ δώ­σει τὴ σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση. Ἔ­γει­ρε πά­νω στὴν πόρ­τα. «Θὰ σὲ παν­τρευ­τῶ», ψι­θύ­ρι­σε.

«Θὰ δοῦ­με», εἶ­πε ἐ­κεί­νη. «Ἄν­τε στὸ κρε­βά­τι. Ἔρ­χο­μαι σὲ λί­γο.»

Ἔ­βγα­λε τὰ ροῦ­χα του καὶ χώ­θη­κε κά­τω ἀ­π’ τὰ σκε­πά­σμα­τα. Κά­ποια στιγ­μὴ ἄ­κου­σε ἐ­πι­τέ­λους τὴν πόρ­τα τοῦ μπά­νιου νὰ ἀ­νοί­γει καὶ νὰ κλεί­νει πά­λι.

«Σβῆ­σε τὸ φῶς», τοῦ εἶ­πε ἀ­π’ τὸ δι­ά­δρο­μο.

«Τί;»

«Σβῆ­σε τὸ φῶς.»

Ἐ­κεῖ­νος ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι καὶ τρά­βη­ξε τὴν ἁ­λυ­σί­δα τοῦ πορ­τα­τίφ. Τὸ δω­μά­τιο βυ­θί­στη­κε στὸ σκο­τά­δι. «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πε. Ἔ­μει­νε νὰ κεί­τε­ται ξα­πλω­μέ­νος, ἀλ­λὰ τί­πο­τα δὲν συ­νέ­βη. «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πε πά­λι. Ὕ­στε­ρα ἄ­κου­σε μιὰ κί­νη­ση στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ἀ­να­κά­θι­σε, μὰ δὲν ἔ­βλε­πε τὴ μύ­τη του. Ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε πά­λι σι­ω­πή. Ἡ καρ­διά του χτυ­ποῦ­σε ὅ­πως τὸ πρῶ­το-πρῶ­το βρά­δυ ποὺ πέ­ρα­σαν μα­ζί, χτυ­ποῦ­σε ὅ­πως ὅ­ταν ξύ­πνα­γε κα­μιὰ φο­ρὰ τὴ νύ­χτα ἀ­πὸ κά­ποι­ο θό­ρυ­βο κι ἔ­στη­νε αὐ­τὶ μή­πως τὸν ξα­να­κού­σει – τὸν θό­ρυ­βο κά­ποι­ου ποὺ κι­νεῖ­ται μὲς στὸ σπί­τι, μιᾶς πα­ρου­σί­ας ξέ­νης.


(Τομπάιας Γούλφ (Tobias Wolff) (Μπέρ­μιγ­χαμ, Ἀ­λαμ­πά­μα, 1945). Εἶ­ναι γνω­στὸς γιὰ τὰ χρο­νι­κὰ τοῦ T­h­is B­o­y­’s L­i­fe, κα­θὼς καὶ γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του, ἐ­νῶ ἔ­χει γρά­ψει καὶ δύ­ο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Οἱ κρι­τι­κοὶ τὸν κα­τέ­τα­ξαν στὸ κί­νη­μα τοῦ βρό­μι­κου ρε­α­λι­σμοῦ μα­ζὶ μὲ τὸν Ρέ­ι­μοντ Κάρ­βερ καὶ μί­λη­σαν γιὰ ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ δι­η­γή­μα­τος, ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος ἀρ­νεῖ­ται τέ­τοι­ους ἰ­σχυ­ρι­σμούς. Ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, ἐ­νῶ τὰ χρο­νι­κὰ καὶ ἕ­να δι­ή­γη­μά του ἔ­χουν με­τα­φερ­θεῖ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο. Βλ. καὶ Πλα­νό­διον ἀρ. 44 (Ἰ­ού­νιος 2008), μιὰ πρώ­τη ἐ­κτε­τα­μέ­νη γνω­ρι­μί­α μὲ τὸ ἔρ­γο του στὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα: «Ἡ χα­ρὰ τοῦ πο­λε­μι­στῆ καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα», Εἰ­σα­γω­γή-με­τά­φρα­ση-ση­μει­ώ­σεις: Τά­σος Ἀ­να­στα­σί­ου. Ἀπὸ τὶς ἐκδό­σεις Πό­λις κυ­κλο­φο­ροῦν ἐ­πί­σης τὰ βι­βλία του Τὸ πα­λιὸ σχο­λεῖο (μυ­θι­στό­ρη­μα, 2008) καὶ Ὁ κλέ­φτης τοῦ στρα­το­πέ­δου (δι­η­γήμα­τα, 2009)).

http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2011/02/21/tobias-wolff-pes-nai/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου