ΕΚΑΝΑΝ ΤΗ ΛΑΝΤΖΑ, ἡ γυναίκα του ἐπλένε τὰ πιάτα κι αὐτὸς τὰ σκούπιζε. Τὸ προηγούμενο βράδυ τὰ εἶχε πλύνει ἐκεῖνος. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς περισσότερους ἄντρες ποὺ ἤξερε, ἐκεῖνος συνεισέφερε οὐσιαστικὰ στὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες εἶχε κρυφακούσει μιὰ φίλη τῆς γυναίκας του νὰ τὴ συγχαίρει ποὺ εἶχε ἕναν τόσο καλὸ σύζυγο, καὶ εἶχε σκεφτεῖ, Προσπαθῶ. Τὸ νὰ βοηθάει στὸ πλύσιμο τῶν πιάτων ἦταν ἕνας τρόπος ποὺ εἶχε βρεῖ γιὰ νὰ ἀποδεικνύει πόσο καλὸς σύζυγος ἦταν.
Μιλοῦσαν περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων καὶ κάπως ἦρθε ἡ κουβέντα στὸ ἂν πρέπει οἱ λευκοὶ νὰ παντρεύονται μὲ μαῦρες ἢ τὸ ἀντίστροφο. Ἐκεῖνος εἶπε ὅτι, ἂν τὰ ἔβαζες κάτω, ἦταν μᾶλλον κακὴ ἰδέα.
«Γιατί;» τὸν ρώτησε.
Ὧρες-ὧρες, ἡ γυναίκα του ἔπαιρνε ἕνα συγκεκριμένο ὕφος: ἔσμιγε τὰ φρύδια, δάγκωνε τὸ κάτω χείλι καὶ κάρφωνε τὸ βλέμμα της κάπου χαμηλά. Ὅταν τὴν ἔβλεπε ἔτσι, καταλάβαινε ἀμέσως ὅτι ἔπρεπε νὰ κρατήσει τὸ στόμα του κλειστό, ἀλλὰ ποτὲ δὲν τὸ ἔκανε. Μάλιστα, κάτι τὸν ἔσπρωχνε νὰ μιλάει ἀκόμα πιὸ πολύ. Ἐκείνη εἶχε πάρει τώρα αὐτὸ τὸ ὕφος.
«Γιατί;» τὸν ξαναρώτησε καὶ σταμάτησε μὲ τὸ χέρι της μέσα σ’ ἕνα μπόλ, δίχως νὰ τὸ πλένει παρὰ κρατώντας το μόνο πάνω ἀπ’ τὴ σαπουνάδα.
«Ἄκου», τῆς εἶπε, «εἶχα συμμαθητὲς μαύρους, ἔχω συνεργαστεῖ μὲ μαύρους, ἔχω μείνει στὴν ἴδια γειτονιὰ μὲ μαύρους, καὶ πάντα τὰ πηγαίναμε μιὰ χαρά. Δὲν μοῦ ἀρέσει καθόλου νὰ ὑπαινίσσεσαι ὅτι εἶμαι ρατσιστής».
«Δὲν ὑπαινίσσομαι τίποτα», εἶπε ἐκείνη κι ἄρχισε πάλι νὰ πλένει τὸ μπόλ, στριφογυρνώντας το στὸ χέρι της σὰν νὰ τὸ σμίλευε. «Ἁπλά, δὲν καταλαβαίνω τί πειράζει νὰ παντρεύεται λευκὸς μὲ μαύρη ἢ μαύρη μὲ λευκό.»
«Ἔχουν ἄλλη κουλτούρα ἀπὸ τὴ δική μας. Στῆσε μιὰ φορὰ αὐτὶ νὰ τοὺς ἀκούσεις – ἔχουν καὶ τὴ δική τους γλώσσα ἀκόμα. Ἐγὼ δὲν ἔχω πρόβλημα μ’ αὐτό, μ’ἀρέσει νὰ τοὺς ἀκούω νὰ μιλᾶνε» —κι ἦταν ἀλήθεια, ὅταν τοὺς ἄκουγε, τὸν πλημμύριζε ἕνα ἀνεξήγητο αἴσθημα εὐδαιμονίας— «ἀλλὰ ἡ γλώσσα τους εἶναι διαφορετική. Ἕνα ἄτομο ἀπὸ τὸν δικό τους πολιτισμὸ κι ἕνα ἄτομο ἀπὸ τὸν δικό μας, δὲν γίνεται νὰ γνωρίσουν ποτὲ ἀληθινὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο».
«Ὅπως γνωρίζεις ἐσὺ ἐμένα, δηλαδή;» ρώτησε ἡ γυναίκα του.
«Ναί. Ὅπως γνωρίζω ἐγὼ ἐσένα.»
«Ἄν, ὅμως, ἀγαπιοῦνται», εἶπε. Τώρα ἐπλένε μὲ πιὸ γοργὲς κινήσεις, δίχως νὰ τὸν κοιτάζει.
Ὤ, Θεέ μου, συλλογίστηκε ἐκεῖνος. «Ἐντάξει, μὴν ἀκοῦς ἐμένα», εἶπε. «Γιὰ δές, ὅμως, τὶς στατιστικές. Οἱ περισσότεροι μικτοὶ γάμοι διαλύονται.»
«Οἱ στατιστικές!» Ἡ γυναίκα του στοίβαζε τὰ πιάτα μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα στὸ στραγγιστήρι ἐνῶ μόλις ποὺ τὰ εἶχε περάσει μὲ τὸ σφουγγάρι. Πολλὰ εἶχαν λίπη ἀκόμα, ὑπῆρχαν κομματάκια φαγητοῦ ἀνάμεσα στὰ δόντια τῶν πιρουνιῶν. «Ὡραία», εἶπε. «Καὶ αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἀπὸ ἄλλες χῶρες; Ὑποθέτω ὅτι ἔχεις τὴν ἴδια ἄποψη καὶ γιὰ τοὺς ξένους ποὺ παντρεύονται μεταξύ τους».
«Πράγματι», εἶπε ἐκεῖνος, «τὸ ἴδιο πιστεύω καὶ γι’ αὐτούς. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ καταλάβεις κάποιον ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἕνα περιβάλλον τελείως διαφορετικό;»
«Διαφορετικό», εἶπε ἡ γυναίκα του. «Ὄχι ἴδιο, ὅπως ἐμεῖς.»
«Ναί, διαφορετικό», τῆς πέταξε, θυμωμένος μαζί της ποὺ κατέφευγε στὸ τέχνασμά του νὰ ἐπαναλαμβάνει τὶς δικές του λέξεις ἔτσι ὥστε νὰ ἠχοῦν ἀνόητες ἢ ὑποκριτικές. «Αὐτὰ εἶναι βρόμικα», εἶπε καὶ ξαναπέταξε ὅλα τα μαχαιροπίρουνα μὲς στὸ νεροχύτη.
Τὸ νερὸ εἶχε γίνει θολὸ καὶ γκρίζο. Ἐκείνη τὸ κοίταξε μὲ σφιγμένα χείλη, κι ὕστερα βύθισε τὰ χέρια της κάτω ἀπ’ τὴν ἐπιφάνεια. «Ἄουτς!» ἔκανε κι ἀναπήδησε. Ἔπιασε τὸ δεξί της χέρι ἀπ’ τὸν καρπὸ καὶ τὸ σήκωσε ψηλά. Ὁ ἀντίχειράς της ἔτρεχε αἷμα.
«Ἄνν, μὴ κουνηθεῖς», τῆς εἶπε. «Μεῖνε ἐκεῖ ποὺ εἶσαι». Ἔτρεξε ἐπάνω, στὸ λουτρό, καὶ ψαχούλεψε στὸ ντουλαπάκι τοῦ φαρμακείου γιὰ νὰ βρεῖ οἰνόπνευμα, βαμβάκι καὶ λευκοπλάστ. Ὅταν ξανακατέβηκε, τὴ βρῆκε ἀκουμπισμένη στὸ ψυγεῖο, μὲ τὰ μάτια κλειστά, νὰ κρατάει ἀκόμα τὸ χέρι της. Πῆρε τὸ χέρι καὶ σφούγγισε τὸν ἀντίχειρά της μὲ τὸ βαμβάκι. Τὸ αἷμα εἶχε σταματήσει. Πίεσε τὸ δάχτυλο νὰ δεῖ πόσο βαθιὰ ἦταν ἡ πληγὴ καὶ φάνηκε μόνο μιὰ αἱμάτινη σταγόνα, τρεμουλιαστὴ καὶ κατακόκκινη, ποὺ ἔπεσε στὸ πάτωμα. Ἐκείνη τὸν παρακολουθοῦσε πάνω ἀπ’ τὸν ἀντίχειρά της μὲ κατηγόρια. «Δὲν εἶναι τίποτα», τῆς εἶπε. «Αὔριο οὔτε ποὺ θὰ φαίνεται.» Ἤλπιζε ὅτι θὰ ἐκτιμοῦσε ἡ γυναίκα του τὸ πῶς εἶχε σπεύσει νὰ τὴν περιποιηθεῖ. Τὸ εἶχε κάνει ἀπὸ γνήσιο ἐνδιαφέρον, δίχως νὰ σκεφτεῖ νὰ ζητήσει κάτι σὲ ἀντάλλαγμα, τώρα, ὅμως, τοῦ πέρασε ἀπ’ τὸ νοῦ ὅτι θὰ ἦταν εὐγενικὴ κίνηση ἐκ μέρους της νὰ μὴν ἐπανέλθει σ’ ἐκείνη τὴν κουβέντα, γιατί τὸν εἶχε κουράσει. «Θὰ τὰ τελειώσω ἐγώ», τῆς εἶπε. «Ἐσὺ ἄντε νὰ ξεκουραστεῖς.»
«Δὲν πειράζει», εἶπε ἐκείνη. «Θὰ τὰ σκουπίζω.»
Ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ πλένει πάλι τὰ μαχαιροπίρουνα, προσέχοντας ἰδιαίτερα τὰ πιρούνια.
«Ὁπότε», εἶπε ἐκείνη, «ἂν ἤμουν μαύρη δὲν θὰ μὲ εἶχες παντρευτεῖ».
«Ἄνν, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ πιά!»
«Μά, αὐτὸ δὲν εἶπες;»
«Ὄχι, δὲν εἶπα αὐτό. Τὸ ὅλο ἐρώτημα εἶναι γελοῖο. Ἂν ἤσουν μαύρη, τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι δὲν θὰ εἴχαμε ποτὲ γνωριστεῖ. Ἐσὺ θὰ εἶχες τὶς παρέες σου κι ἐγὼ τὶς δικές μου. Ἡ μόνη μαύρη κοπέλα ποὺ γνώρισα πραγματικὰ ἦταν ἡ παρτενέρ μου στὸν ρητορικὸ ὅμιλο, καὶ τότε τὰ εἶχα ἤδη φτιάξει μαζί σου.»
«Ἄν, ὅμως, μὲ γνώριζες καὶ ἤμουν μαύρη;»
«Τότε τὸ πιθανότερο εἶναι ὅτι θὰ τὰ εἶχες ἤδη μὲ κάποιον μαῦρο.» Πῆρε τὸ ντοὺς τοῦ νεροχύτη καὶ ξέπλυνε τὰ μαχαιροπίρουνα. Τὸ νερὸ ἦταν τόσο καυτὸ ποὺ τὸ ἀτσάλι ἔγινε στιγμιαία γαλαζωπὸ πρὶν ξαναπάρει τὸ ἀσημένιο χρῶμα του.
«Ἂς ποῦμε ὅτι δὲν τὰ εἶχα μὲ κανένα», συνέχισε ἐκείνη. «Πὲς ὅτι εἶμαι μαύρη, ἐλεύθερη, γνωρίζω ἐσένα κι ἐρωτευόμαστε.»
Τῆς ἔριξε μιὰ ματιά. Τὸν παρακολουθοῦσε μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν. «Ἄκου», τῆς εἶπε, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὴ λογικέψει, «αὐτὸ δὲν γίνεται. Ἂν ἤσουν μαύρη δὲν θὰ ἤσουν ἐσύ». Καθὼς τὸ ἔλεγε αὐτό, συνειδητοποίησε ὅτι ἴσχυε πέρα γιὰ πέρα. Δὲν ὑπῆρχε ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία πὼς ἂν ἦταν μαύρη δὲν θὰ ἦταν ἐκείνη ποὺ ἦταν. Κι ἔτσι ἐπανέλαβε: «Ἂν ἤσουν μαύρη, δὲν θὰ ἤσουν ἐσύ.»
«Τὸ ξέρω», εἶπε, «ἀλλά, ἔτσι, πές».
Ἐκεῖνος πῆρε βαθιὰ ἀναπνοή. Τὴν εἶχε κερδίσει μὲ τὸ ἐπιχείρημά του, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸν διακατέχει μιὰ ἀνησυχία. «Νὰ πῶ τί;» ρώτησε.
«Πὲς ὅτι εἶμαι μαύρη, κι ὅτι εἶμαι ἀκόμα ἐγώ, κι ἐρωτευόμαστε. Θὰ μὲ παντρευτεῖς;»
Ἐκεῖνος τὸ σκέφτηκε.
«Λοιπόν;» τοῦ εἶπε κι ἔκανε ἕνα βῆμα πιὸ κοντά του. Τὰ μάτια της ἀστραποβολοῦσαν. «Θὰ μὲ παντρευτεῖς;»
«Τὸ σκέφτομαι», τῆς εἶπε.
«Δὲν θὰ τὸ κάνεις, εἶναι ὁλοφάνερο. Θὰ πεῖς ὄχι.»
«Νομίζω ὅτι βιάζεσαι πολύ», εἶπε ἐκεῖνος. «Ἔχουμε πολλὰ πράγματα νὰ βάλουμε κάτω. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ κάνουμε κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ μετανιώνουμε σ’ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας.»
«Ἄσε ἔξω τὴ λογική. Ναὶ ἢ ὄχι;»
«Ἐφόσον τὸ θέτεις ἔτσι…»
«Ναὶ ἢ ὄχι.»
«Καλά, Ἂνν – ἐντάξει. Ὄχι.»
«Εὐχαριστῶ», τοῦ εἶπε καὶ φεύγοντας ἀπ’ τὴν κουζίνα πῆγε στὸ σαλόνι. Ἕνα λεπτὸ μετά, τὴν ἄκουσε ποὺ ξεφύλλιζε ἕνα περιοδικό. Ἤξερε ὅτι ἦταν πολὺ θυμωμένη ὥστε πραγματικὰ νὰ τὸ διαβάζει, ἀλλὰ δὲν γύριζε ἀπότομα τὶς σελίδες ὅπως θὰ ἔκανε αὐτὸς ἂν βρισκόταν σὲ παρόμοια θέση. Τὶς γύριζε ἀργὰ-ἀργά, σὰν νὰ μελετοῦσε τὴν κάθε ἀράδα. Τοῦ ἔκανε ἐπίδειξη τῆς ἀδιαφορίας της καὶ αὐτὴ ἡ ἐπίδειξη εἶχε τὴν ἐπιθυμητὴ ἐπίδραση πάνω του. Τὸν πλήγωνε.
Δὲν εἶχε ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ τῆς δείξει κι αὐτὸς τὴ δική του ἀδιαφορία. Ἔπλυνε ἥσυχα καὶ προσεκτικά τα ὑπόλοιπα πιάτα. Μετὰ τὰ σκούπισε καὶ τὰ ἔβαλε στὸ ντουλάπι. Σκούπισε τοὺς πάγκους, τὴν ἑστία τῆς κουζίνας κι ἔσκυψε νὰ καθαρίσει τὸ πάτωμα στὸ σημεῖο ποὺ εἶχε πέσει ἡ σταγόνα τοῦ αἵματος. Πάνω ἐκεῖ ἀποφάσισε ὅτι ἦταν εὐκαιρία νὰ τὸ σφουγγαρίσει ὅλο. Ὅταν τελείωσε, ἡ κουζίνα ἦταν σὰν καινούρια, ὅπως τὴ μέρα ποὺ ὁ μεσίτης τοὺς ἔδειχνε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ σπίτι, πρὶν κὰν ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ.
Πῆρε τὴ σακούλα τῶν σκουπιδιῶν καὶ βγῆκε ἔξω. Ἦταν ἀνέφελη ἡ βραδιὰ καὶ στὰ δυτικά, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔφταναν τὰ φῶτα τῆς πόλης, διακρίνονταν μερικὰ ἀστέρια. Στὸ Ἒλ Καμίνο, ἡ κίνηση τῶν αὐτοκινήτων ἦταν ἀραιὴ καὶ σταθερή, σὰν ἤρεμο ποτάμι. Ἔνιωθε ντροπὴ ποὺ εἶχε ἐπιτρέψει στὴ γυναίκα του νὰ τὸν παρασύρει σ’ αὐτὸ τὸν καβγά. Σὲ καμιὰ τριανταριὰ χρόνια ἀπὸ τώρα θὰ ἦταν καὶ οἱ δυό τους πεθαμένοι. Τί σημασία θὰ εἶχαν ὅλα αὐτὰ τότε; Συλλογίστηκε τὰ χρόνια ποὺ εἶχαν ζήσει μαζὶ καὶ πόσο στενὴ ἦταν ἡ σχέση τους, πόσο καλὰ γνώριζαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, κι ἔνιωσε ἕνα κόμπο στὸ λαρύγγι ποὺ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ πάρει ἀνάσα. Ἕνα φούντωμα ἁπλώθηκε στὸ πρόσωπο καὶ τὸ λαιμό του. Μιὰ ζέστη πλημμύρισε τὸ στῆθος του. Στάθηκε ἐκεῖ γιὰ λίγο, ἀπολαμβάνοντας αὐτὲς τὶς αἰσθήσεις, κι ὕστερα πῆρε τὴ σακούλα καὶ βγῆκε στὴν πίσω αὐλή.
Τὰ δυὸ ἀδέσποτα σκυλιὰ τῆς γωνίας εἶχαν τραβήξει πάλι τὸν κάδο τῶν σκουπιδιῶν πιὸ πέρα. Τὸ ἕνα κυλιόταν καταγῆς ἀνάσκελα, ἐνῶ τὸ ἄλλο εἶχε κάτι στὸ στόμα του. Γρυλίζοντας, τὸ πέταξε στὸν ἀέρα, ἔκανε ἕνα ἅλμα καὶ τὸ ἔπιασε, γρύλισε ξανὰ καὶ κούνησε τὸ κεφάλι πέρα-δῶθε. Ὅταν τὸν εἶδαν νὰ πλησιάζει, ἔσπευσαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν μὲ κοφτά, λεπτεπίλεπτα βήματα. Σὲ ἄλλη περίπτωση θὰ τοὺς πέταγε πέτρες, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ τὰ ἄφησε νὰ φύγουν.
Τὸ σπίτι ἦταν σκοτεινὸ ὅταν ξαναμπῆκε μέσα. Ἐκείνη ἦταν στὸ μπάνιο. Κοντοστάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ φώναξε τὸ ὄνομά της. Τὴν ἄκουσε ποὺ μετακινοῦσε κάτι μπουκαλάκια, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀπάντησε. «Ἄνν, συγνώμη – εἰλικρινά», εἶπε. «Θὰ ἐπανορθώσω, στὸ ὑπόσχομαι.»
«Πῶς;» τὸν ρώτησε.
Αὐτὴ τὴν ἐρώτηση δὲν τὴν περίμενε. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς της, ποὺ εἶχε μιὰ νότα ἤρεμη καὶ τελεσίδικη, μιὰ νότα πρωτάκουστη γιὰ τὰ αὐτιά του, κατάλαβε ὅτι ἔπρεπε νὰ δώσει τὴ σωστὴ ἀπάντηση. Ἔγειρε πάνω στὴν πόρτα. «Θὰ σὲ παντρευτῶ», ψιθύρισε.
«Θὰ δοῦμε», εἶπε ἐκείνη. «Ἄντε στὸ κρεβάτι. Ἔρχομαι σὲ λίγο.»
Ἔβγαλε τὰ ροῦχα του καὶ χώθηκε κάτω ἀπ’ τὰ σκεπάσματα. Κάποια στιγμὴ ἄκουσε ἐπιτέλους τὴν πόρτα τοῦ μπάνιου νὰ ἀνοίγει καὶ νὰ κλείνει πάλι.
«Σβῆσε τὸ φῶς», τοῦ εἶπε ἀπ’ τὸ διάδρομο.
«Τί;»
«Σβῆσε τὸ φῶς.»
Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τράβηξε τὴν ἁλυσίδα τοῦ πορτατίφ. Τὸ δωμάτιο βυθίστηκε στὸ σκοτάδι. «Ἐντάξει», εἶπε. Ἔμεινε νὰ κείτεται ξαπλωμένος, ἀλλὰ τίποτα δὲν συνέβη. «Ἐντάξει», εἶπε πάλι. Ὕστερα ἄκουσε μιὰ κίνηση στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. Ἀνακάθισε, μὰ δὲν ἔβλεπε τὴ μύτη του. Ἐπικρατοῦσε πάλι σιωπή. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε ὅπως τὸ πρῶτο-πρῶτο βράδυ ποὺ πέρασαν μαζί, χτυποῦσε ὅπως ὅταν ξύπναγε καμιὰ φορὰ τὴ νύχτα ἀπὸ κάποιο θόρυβο κι ἔστηνε αὐτὶ μήπως τὸν ξανακούσει – τὸν θόρυβο κάποιου ποὺ κινεῖται μὲς στὸ σπίτι, μιᾶς παρουσίας ξένης.
(Τομπάιας Γούλφ (Tobias Wolff) (Μπέρμιγχαμ, Ἀλαμπάμα, 1945). Εἶναι γνωστὸς γιὰ τὰ χρονικὰ τοῦ This Boy’s Life, καθὼς καὶ γιὰ τὰ διηγήματά του, ἐνῶ ἔχει γράψει καὶ δύο μυθιστορήματα. Οἱ κριτικοὶ τὸν κατέταξαν στὸ κίνημα τοῦ βρόμικου ρεαλισμοῦ μαζὶ μὲ τὸν Ρέιμοντ Κάρβερ καὶ μίλησαν γιὰ ἀναγέννηση τοῦ ἀμερικανικοῦ διηγήματος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἀρνεῖται τέτοιους ἰσχυρισμούς. Ἔχει τιμηθεῖ μὲ διάφορα βραβεῖα, ἐνῶ τὰ χρονικὰ καὶ ἕνα διήγημά του ἔχουν μεταφερθεῖ στὸν κινηματογράφο. Βλ. καὶ Πλανόδιον ἀρ. 44 (Ἰούνιος 2008), μιὰ πρώτη ἐκτεταμένη γνωριμία μὲ τὸ ἔργο του στὸ ἀφιέρωμα: «Ἡ χαρὰ τοῦ πολεμιστῆ καὶ ἄλλα διηγήματα», Εἰσαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις: Τάσος Ἀναστασίου. Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Πόλις κυκλοφοροῦν ἐπίσης τὰ βιβλία του Τὸ παλιὸ σχολεῖο (μυθιστόρημα, 2008) καὶ Ὁ κλέφτης τοῦ στρατοπέδου (διηγήματα, 2009)).
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2011/02/21/tobias-wolff-pes-nai/
Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.
Ζοζέ Σαραμάγκου
Ζοζέ Σαραμάγκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου