Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

10.3.11

Ben Fine:Προοπτικές της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας

Αυτό το άρθρο εξετάζει τις προοπτικές της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας. Η εξέταση αυτή περιορίζεται στην Δυτική Ακαδημαϊκή σκηνή, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι οι προοπτικές είναι λαμπρότερες σε σχέση με μια μεγάλη προηγούμενη περίοδο, υπό το φως της διπλής υποχώρησης αφενός μεν του νεοφιλελευθερισμού, αφετέρου δε του μεταμοντερνισμού. Αυτό αντανακλά μια ανανέωση του ενδιαφέροντος, κατά την τελευταία εικοσαετία, στην υλική και την συστημική πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ένα ενδιαφέρον που θα ενισχυθεί από την παγκόσμια κρίση. Από την άλλη, η μη-ανεκτική δεσπόζουσα τάση στα οικονομικά συνιστά απειλή καθώς επιβουλεύεται να επεκταθεί στις κοινωνικές επιστήμες με τη μορφή του Ιμπεριαλισμού των οικονομικών. Παρά ταύτα, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι, ειδικά για το ρόλο της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στις κοινωνικές επιστήμες και στις διεπιστημονικές προσπάθειες (/προσεγγίσεις), με τις κοινωνικές επιστήμες να είναι πιο ανοιχτές στις μελλοντικές τους κατευθύνσεις και στο περιεχόμενο, όπου είναι κομβικό να παρέμβουμε και να κάνουμε τη διαφορά.


Προοπτικές της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας*
του Ben Fine

Η σημερινή ομιλία μου αφορά τις προοπτικές της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Οι κρίσεις είναι πολύ παράξενα γεγονότα. Σίγουρα κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο νεοφιλελευθερισμός διέρχεται σήμερα τόσο από μία οικονομική κρίση, όσο και από μια κρίση νομιμοποίησης. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει ένα κενό, που θα μπορούσε να καλυφθεί από το Μαρξισμό, για την κατανόηση και την απάντηση στην κρίση. Και ο Μαρξισμός έχει να υπάρξει τόσο δημοφιλής από το τέλος της μεταπολεμικής έκρηξης 30-40 χρόνια πριν. Κι όμως, εν γένει ο Μαρξισμός φαίνεται να παραμένει στο περιθώριο. Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι συνέπεια της αποδυνάμωσης και της περιθωριοποίησης του εργατικού κινήματος, των προοδευτικών κινημάτων και των αντί-ιμπεριαλιστικών αγώνων, οι τελευταίοι την επαύριον των εξελίξεων στα μετά-αποικιακά κράτη. Επιπροσθέτως, η πιο εντυπωσιακή ιδιορρυθμία αυτής της κρίσης είναι το βάθος της και το εύρος της, παρά την αδυναμία των αντικαπιταλιστικών κινημάτων, παρά την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και παρά τα χαμηλά επίπεδα των πραγματικών και των κοινωνικών μισθών. Ακριβώς επειδή η εργατική τάξη είναι τόσο αδύναμη, οι αναλύσεις και οι εναλλακτικές από μέρους της είναι τόσο αναγκαίες, και όμως τόσο απούσες.
Όταν λοιπόν μιλάω στο σήμερα για τις προοπτικές της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, αναφέρομαι στις προοπτικές που έχει στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Και αυτό όχι γιατί (ο Μαρξισμός) απουσιάζει από τον έξω-ακαδημαϊκό κόσμο, αλλά γιατί προσωπικά δεν γνωρίζω και πολλά γι’ αυτόν. Η αιτία είναι ότι, έξω από τον ακαδημαϊκό χώρο, είναι πολύ-διασπασμένος και ετερογενής, πράγμα το οποίο με στεναχωρεί πολύ. Και αυτό δεν αντανακλά μόνο την αδυναμία των προοδευτικών κινημάτων, και συγκεκριμένα του εργατικού κινήματος, αλλά και την αδύναμη θέση του μαρξισμού στους κόλπους της εργατικής τάξης. Όμως αυτό επιδρά στη φύση και το περιεχόμενο του Μαρξισμού ο οποίος προκύπτει ως αποτέλεσμα. Φυσικά, στο ένα άκρο έχουμε τον εκφυλισμό του Μαρξισμού –και εδώ έχω στο μυαλό μου την άνοδο και την πτώση του Αναλυτικού Μαρξισμού, ή αλλιώς του Μαρξισμού της Ορθολογικής Επιλογής. Η μελέτη (scholarship) του Μαρξισμού υποβαθμίζεται, φιλοδοξώντας να γίνει αποδεκτή από την «ορθόδοξη» οικονομική σκέψη και την «λόγια» ακαδημαϊκή ελίτ (scholarship). Πράγμα που γίνεται εις βάρος τόσο του περιεχομένου, όσο και της επιρροής του Μαρξισμού.
Αλλά ο εγκλεισμός του Μαρξισμού στον ακαδημαϊκό χώρο έχει πολύ ευρύτερες συνέπειες. Αυτές αφορούν το ποια ερωτήματα τίθενται, πώς τίθενται και σε ποιόν απευθύνονται. Όπως είπε κι ο ίδιος ο γέρο-Μαρξ, οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους, αλλά το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε. Αυτό δεν είναι μόνο μία αξιόλογη έκκληση για δράση, αλλά μια δήλωση για το πώς αποκτάται η γνώση: η δράση για την αλλαγή του κόσμου αποτελεί τη βάση για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Για εμένα προσωπικά, από τις συνεισφορές μου στο Μαρξισμό, μεγαλύτερη ικανοποίηση μου προσέφεραν όσες προσδέθηκαν στο εργατικό κίνημα και σε διάφορους ακτιβισμούς. Είναι αυτή η δραστηριότητα μέσα από ή ενάντια σε πολιτικά κόμματα, σε συνεργασία με το κίνημα των σωματείων για την οποία αυτού του είδους η μόρφωση και η έρευνα είναι απαραίτητες. Για να το πούμε διαφορετικά, ο Μαρξισμός είναι στα καλύτερά του όταν συνδέεται με την πάλη για την απελευθέρωση.
Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη δυνατότητα του μαρξισμού να γίνει ένα «δόγμα» στην υπηρεσία πολιτικών καθεστώτων και αγώνων. Άλλωστε πολλοί έλκονται από την ιδέα ενός δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που μας τραβάει προς την πρόοδο, εις βάρος της ελευθερίας της έκφρασης και του διαλόγου. «Άγνωστες αι βουλαί» του κόσμου…. Όμως προσωπικά έχω την τάση να σέβομαι το αστικό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.
Όμως η αρχική πρόθεσή μου είναι να μιλήσω για τις προοπτικές της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στον ακαδημαϊκό κόσμο. Και χρειάζεται να περιορίσω ακόμα περισσότερο τον εαυτό μου σε ένα μόνο κομμάτι του Αγγλόφωνου κόσμου. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι η σημαντική επιρροή του μαρξισμού οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, θα έβρισκε ένα τρόπο να μου γνωστοποιηθεί. Όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση γι αυτό και ελπίζω να μάθω από εσάς. Σε αυτή τη βάση και κάτω από αυτόν τον, καθόλου θελκτικό, περιορισμό επιτρέψτε μου να συνεχίσω.
Πρώτο-ασχολήθηκα με τη μαρξιστική πολιτική οικονομία στις δεκαετίες του 1960’ και του 1970’. Τότε βρισκόταν στην κορύφωσή της, καθώς η μεταπολεμική ραγδαία ανάπτυξη πλησίαζε στο τέλος της. Ο ριζοσπαστισμός, οι αγώνες των σωματείων και τα προοδευτικά κινήματα κορυφώνονταν και αντιπολιτεύονταν σε μεγάλο βαθμό τον πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτή ήταν η εποχή των μεγάλων αντιπαραθέσεων γύρω από τη μαρξιστική θεωρία της αξίας. Ήταν η εποχή κατά την οποία προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε την μεταπολεμική ξέφρενη ανάπτυξη και την κρίση της, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο. Από τότε και για πολύ καιρό ακόμα, η μαρξιστική πολιτική οικονομία είχε πάρει την κάτω βόλτα. Γιατί όμως επήλθε αυτή η κατάπτωση; Και γιατί είναι οι προοπτικές της πολύ λαμπρότερες σήμερα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια;
Θέλω να προτάξω τέσσερις λόγους για τους οποίους η μαρξιστική πολιτική οικονομία είχε κακές επιδόσεις στην σκηνή της διανόησης. Ο πρώτος έχει να κάνει με της εξελίξεις στα ίδια τα οικονομικά. Παραδόξως, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970’ έμελλε να επιταχύνει προϋπάρχουσες τάσεις μέσα στα οικονομικά. Ποιες ήταν αυτές οι τάσεις στα οικονομικά ως ακαδημαϊκή πειθαρχία; Ίσως γίνει λίγο τεχνική η κουβέντα, αλλά, πρώτα απ’ όλα, τα οικονομικά στηρίζονταν αποκλειστικά σε μια συγκεκριμένη τεχνική ανάλυσης και σε μια συγκεκριμένη μεθοδολογία. Αυτή ήταν η ιδέα ότι η οικονομία μπορεί να εξηγηθεί εξετάζοντας την ορθολογική συμπεριφορά των ατόμων, η οποία βελτιστοποιεί την ωφέλειά τους. Αυτά τα άτομα υπάρχουν στα πλαίσια των αγορών, που λειτουργούν τέλεια, και οι οικονομολόγοι ανέπτυξαν έναν τεχνικό μηχανισμό για να παρατηρούν τη συμπεριφορά τους, η οποία είναι παρόμοια με την συμπεριφορά όσων μελετούν οικονομικά. Αυτοί οι τεχνικοί μηχανισμοί ονομάστηκαν συναρτήσεις παραγωγής και συναρτήσεις ωφέλειας. Οπότε η εστίαση στο άτομο αντικατέστησε την εστίαση στο καπιταλιστικό σύστημα.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχει ένα σημείο ισορροπίας. Το σημείο ισορροπίας υπάρχει, είναι μοναδικό, είναι σταθερό και αποδοτικό. Αυτό το σημείο ισορροπίας έχει ένα τρόπο να καταλαβαίνει τον κόσμο: όχι επειδή ο κόσμος βρίσκεται πάντα σε ισορροπία, αλλά επειδή θα πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε ως απόκλιση από αυτό το σημείο ισορροπίας.
Οπότε, πρώτον, άτομο, δεύτερον, σημείο ισορροπίας. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η ιδέα ότι οι αγορές δουλεύουν σωστά, αλλά οι αποκλίσεις λόγω ατελειών στην αγορά μπορούν να μεγαλοποιηθούν, όπως και η δυνατότητα των κρατών να βελτιώνονται από αυτές.
Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό των οικονομικών ήταν η χρήση των στατιστικών μεθόδων ως ένας τρόπος κατανόησης των αιτιωδών σχέσεων, μέσω της λεγόμενης οικονομετρίας.
Μαζί με τα προηγούμενα, το πέμπτο χαρακτηριστικό είναι ότι τα οικονομικά θεωρούν τον εαυτό τους επιστήμη. Και απορρίπτουν άλλες μεθόδους, την ιστορία της οικονομικής σκέψης και τις σχέσεις με τις άλλες ακαδημαϊκές πειθαρχίες.
Επιπρόσθετα, οι αρχές της μικροοικονομίας, που μόλις περιέγραψα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται και αλλού. Αυτό είναι που αποκαλώ «Ιμπεριαλισμός των Οικονομικών» (όχι οικονομικός ιμπεριαλισμός). Αυτό συνδέθηκε πιο στενά με κάποιον που λέγεται Γκάρυ Μπέκερ (Gary Becker) Η ιδέα του είναι ότι τα οικονομικά δεν μπορούν να εξηγήσουν μόνο την οικονομία, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η ιδέα έκανε να «ανθίσουν» πολλά πεδία των οικονομικών: η θεωρία της Δημόσιας Επιλογής, τα Νέα Οικονομικά της Ανάπτυξης, τα Νέα Οικονομικά του Νοικοκυριού, η θεωρία του Ανθρώπινου κεφαλαίου κ.ο.κ.
Ένας άλλος κάτοχος βραβείου Νόμπελ, όχι ο Γκαρυ Μπέκερ, αλλά ο Τζέημς Μπιουκάναν (James Buchanan), το εξήγησε πολύ καλά αυτό. Εξήγησε την επιλογή μεταξύ πολέμου και ειρήνης όπως θα εξηγούσε την επιλογή μεταξύ ενός μήλου και ενός αχλαδιού. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι ότι τα οικονομικά έγιναν ακραία με δύο τρόπους. Πρώτα μέσα στο αντικείμενο των οικονομικών με πιο σημαντικά τα λεγόμενα «νεοκλασικά οικονομικά». Αυτή ήταν μια ακραία μορφή μονεταρισμού, για τον οποίον ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) φάνταζε πολύ αριστερός, η κοινωνία αποτελούνταν από υπέρ-ορθολογικά άτομα, οι αγορές λειτουργούσαν τέλεια, το κράτος ήταν μη αποτελεσματικό και οι επιχειρηματικοί κύκλοι αναπαριστούσαν οικονομίες που λειτουργούν τέλεια (αντί για ατελώς). Αυτές οι αρχές πήραν τα ηνία στα οικονομικά και προσπάθησαν να κατακτήσουν και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες.
Αυτό ήταν, πρώτο απ’ όλα, ένα εξαιρετικά εχθρικό έδαφος για τoν Μαρξισμό. Και μάλιστα με ένα τρόπο πολύ οικείο στους Κορεάτες, κατά τη γνώμη μου. Αυτός είναι η επαγγελματοποίηση και η αμερικανοποίηση της ακαδημαϊκής πειθαρχίας των οικονομικών. Τα οικονομικά είναι ένα βαθιά μη δημοφιλές αντικείμενο. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ ο αριθμός των διδακτορικών διατριβών στα οικονομικά αυξάνεται, ο αριθμός των φοιτητών αμερικανικής καταγωγής που ασχολούνται με το αντικείμενο μειώνεται. Δηλαδή η Αμερική εκπαιδεύει τους οικονομολόγους όλου του κόσμου (Fine and Milonakis, op cit: 139)…[...]
Ότι έχω περιγράψει παραπάνω, αποτελεί την ακαδημαϊκή αντανάκλαση του Ριγκανισμού και του Θατσερισμού, σε μια χρονική περίοδο που αποτελεί για ‘μένα την πρώτη φάση του νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτή τη φάση, το ιδιωτικό κεφάλαιο, εμφανώς υποστηριζόμενο από το κράτος, ξαμολήθηκε στον κόσμο προβαίνοντας σε μια «θεραπεία σοκ», που προηγήθηκε και ξεπέρασε τις πολιτικές που συστάθηκαν αργότερα για την Ανατολική Ευρώπη. Αυτή η εξέλιξη στα οικονομικά περίμενε να πλήξει τον Κεϋνσιανισμό. Ενάντια σ’ αυτή την εξέλιξη αναπτύχθηκε τα τελευταία 20 χρόνια και μια αντίδραση, που όμως ήταν ήπια και περιορισμένη: τα μίκρο-οικονομικά των ατελειών της αγοράς και ειδικά των ατελειών στην πληροφόρηση. Αυτή η αντίδραση προωθήθηκε και συσχετίστηκε κυρίως με τον Joe Stiglitz. Να τι είχε να πει, μόλις πριν από λίγους μήνες, για την κρίση: « Η Αριστερά καταλαβαίνει πλέον τις αγορές και το ρόλο που μπορούν και πρέπει να παίξουν στην οικονομία… η νέα Αριστερά προσπαθεί να κάνει τις Αγορές να δουλέψουν.»
Αυτό που εννοεί είναι, ότι προσπαθούν να κάνουν τον Καπιταλισμό να δουλέψει. Και ο τρόπος, με τον οποίο προσπαθούν να το καταφέρουν αυτό, είναι μέσα από μικρές διορθωτικές και υποστηρικτικές παρεμβάσεις στην αγορά. Δηλαδή, δεν έχουν να προσφέρουν κάποια συστημική ανάλυση του καπιταλισμού ή της ίδιας της οικονομικής κρίσης. Αυτά είναι τα οικονομικά που ανταποκρίνονται στην σημερινή κατάσταση. Αυτή είναι η «δεύτερη φάση του νεοφιλελευθερισμού», όπως την αποκαλώ. Και προσπαθεί να κάνει κάτι για τις χειρότερες πτυχές της πρώτης φάσης, αλλά κυρίως, κάνει ότι μπορεί, όπως φαίνεται από τις πολιτικές που υιοθετούνται για το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης, για να μπορέσει το οικονομικό σύστημα (financial system) να δουλέψει.
Όμως αυτά τα νέα «οικονομικά των ατελειών της αγοράς» είναι αυτό που θα αποκαλούσα οικονομικά-ζόμπι (Fine, 2008b. 2008b).Έχουν μεγάλη επιρροή: «Ας διορθώσουμε εδώ, ας διορθώσουμε εκεί, ας διορθώσουμε παραπέρα…». Είναι λοιπόν ζωντανά και καλοδιατηρημένα με τους δικούς τους όρους. Είναι όμως και νεκρά, καθώς δεν έχουν καμία νέα διανοητική ιδέα. Και μολύνουν οτιδήποτε έρθει σε επαφή μαζί τους –όπως και τα ζόμπι-, επειδή ακριβώς τα πάντα μπορούν να ειδωθούν ως ατέλειες της αγοράς ή θεσμικές αποκρίσεις σε ατέλειες της αγοράς. Δεν υπάρχει καμία τάξη, καμία σύγκρουση, καμία εξουσία. Και ως αποτέλεσμα, τα οικονομικά-ζόμπι συνοδεύονται από μία δηλητηριώδη και πολύ πετυχημένη μορφή οικονομικού ιμπεριαλισμού. Όπως είπα και πριν, ο παλιός οικονομικός ιμπεριαλισμός αντιμετώπιζε τα πάντα ως επιλογή μεταξύ μήλων και αχλαδιών. Ο νέος οικονομικός ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζει και πάλι τα πάντα ως επιλογή μεταξύ μήλων και αχλαδιών, μόνο που αυτή τη φορά, δεν είναι σίγουρο ποιο είναι το μήλο και ποιο το αχλάδι. Αυτό σήμαινε, ότι ο νέος ιμπεριαλισμός των οικονομικών ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός. Έδωσε ζωή σε ένα σωρό άλλα πεδία – τα νέα θεσμικά οικονομικά, τη νέα οικονομική κοινωνιολογία, τη νέα οικονομική γεωγραφία κτλ. Μάλιστα, σε ένα βιβλίο που πούλησε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα, αυτό-αποκαλούνται και Φρικονομικά (Freakonomics), όπως και η απομίμησή του, που αποκαλείται Μια Οικονομική Θεωρία Σχεδόν για τα Πάντα.
Όμως, θα έπρεπε να τονίσω ότι αυτός ο Ιμπεριαλισμός των οικονομικών, δεν παρέμεινε αδιαμφισβήτητος. Υπάρχουν δύο ζητήματα που σημάδεψαν τις κοινωνικές επιστήμες τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το ένα είναι η απόσυρση από το άκρο του μεταμοντερνισμού –την ενασχόληση με το υποκειμενικό, την εφευρετικότητα, το αυτό-δομούμενο και το από-δομημένο άτομο, η εστίαση στο νόημα και στην ερμηνεία του κόσμου, σε αντίθεση με ή και αρνούμενος τις υλικές ιδιότητές του (κόσμου). Στην πρώτη φάση του νέο-φιλελευθερισμού, υπήρχε μια αξιοσημείωτη παράλληλη ύπαρξη του μεταμοντερνισμού και των mainstream (/της δεσπόζουσας τάσης των) οικονομικών. Ήταν δυο πράγματα εντελώς ασύμβατα μεταξύ τους. Από τη μία, στα οικονομικά, έχουμε το άτομο που μεγιστοποιεί την ωφέλειά του με δεδομένες τις προτιμήσεις του και τα διαθέσιμα αγαθά. Και από την άλλη, για τον μετά-μοντερνισμό, έχουμε την υποκειμενική, εφευρετική ενασχόληση με την ερμηνεία του κόσμου.
Υποδέχομαι με ευχαρίστηση την υποχώρηση από το άκρο του μεταμοντερνισμού, όχι εξαιτίας της καλοδεχούμενης κριτικής εξέτασης των εννοιών, αλλά λόγω της ανάγκης πρόσδεσης στις υλικές πραγματικότητες του σύγχρονου καπιταλισμού.
Το δεύτερο ζήτημα, σχετικά με τις κοινωνικές επιστήμες τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι η υποχώρηση από το άκρο του νεοφιλελευθερισμού –αν και, όπως ανέφερα προηγουμένως, τείνω να θεωρώ, ότι αυτή είναι η δεύτερη φάση του νέο-φιλελευθερισμού και όχι το τέλος του. Όπως προ-είπα, στην πρώτη φάση του νέο-φιλελευθερισμού, επιδιώκονταν η, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, επέκταση του ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδιαίτερα του χρηματιστικού κεφαλαίου, αψηφώντας τις συνέπειες. Στη δεύτερη φάση, επιχειρήθηκε η διόρθωση των δυσλειτουργιών και των ανισοτήτων της πρώτης φάσης – κάτι που υποστηρίχθηκε από την αποσπασματική παρέμβαση, που σχετίζεται με της ατέλειες της αγοράς – αλλά κυρίως συνεχίστηκε η προσπάθεια επέκτασης του ιδιωτικού και ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η αντίδραση ενάντια στον νέο-φιλελευθερισμό, καθ-εαυτόν και δι-εαυτόν, καθώς και ως ένα μηχανισμό, που καθορίζει την ατζέντα της συζήτησης, αποτυπώνεται καλά στην ανάδυση δύο εννοιών: της παγκοσμιοποίησης και του κοινωνικού κεφαλαίου. Η βιβλιογραφία σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, σχετικά με τον ίδιο τον κόσμο, δεν υπήρχε πριν το 1990. Και ήταν μια νέο-φιλελεύθερη ιδέα. Ήταν η ιδέα πως το κράτος σταδιακά μαραίνονταν και πως αυτό ήταν κάτι καλό. Εν συνεχεία, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία υιοθέτησε μια διαφορετική οπτική γωνία. Αφιέρωσε την προσοχή της στον ορισμό του σύγχρονου καπιταλισμού ως ένα παγκόσμιο σύστημα, αναγνώρισε την συνεχιζόμενη σημασία του κράτους και δεν αρνήθηκε την παγκοσμιοποίηση, αλλά υιοθέτησε την άποψη ότι είναι περίπλοκη και τα αποτελέσματά της διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο και την οπτική γωνία. Οπότε, η ανάδυση της έννοιας της παγκοσμιοποίησης καταδείκνυε την αντίδραση, μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες , ενάντια στον νέο-φιλελευθερισμό, απορρίπτοντας τουλάχιστον την αρχική αντίληψη, κατά την οποία ο μαρασμός του κράτους ήταν πραγματικός και επιθυμητός. Ούτως ή άλλως ο νέο-φιλελευθερισμός αφορούσε πάντα κρατικές παρεμβάσεις για την προώθηση των συμφερόντων του ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδιαίτερα αναφορικά με την διεθνοποίησή του (με το χρηματοπιστωτικό τομέα να βγαίνει στο προσκήνιο στην παρούσα περίοδο).
Ίσως να μην γνωρίζετε την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, αλλά η άνοδός του είναι πολύ λιγότερο θετική. Μια σύντομη εξιστόρηση των ανεπαρκειών του περιλαμβάνει τα ακόλουθα: την ομογενοποίηση διαφορετικών περιβαλλόντων, την παραμέληση της οικονομικής, συνδικαλιστικής, κρατικής εξουσίας και σύγκρουσης, του φύλου, της φυλής, των τάξεων, την απόκρυψη της προέλευσή της από την κοινωνιολογία της ορθολογικής επιλογής, την εξιδανίκευση της αυτό-βοήθειας που εμφανίζεται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τη μη απόδοση σημασίας στο παγκόσμιο και στις ελίτ και την υιοθέτησή της από την Παγκόσμια Τράπεζα ως μία συμβολική απάντηση στις επικρίσεις των οικονομικών και κοινωνικών της πολιτικών.
Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτά τα δύο παραδείγματα είναι ότι οι απαντήσεις στην παρούσα κατάσταση μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές. Οπότε αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας είναι πολύ λαμπρότερες αν εξετάσουμε την έννοια της Παγκοσμιοποίησης, απ’ ότι αν εξετάσουμε την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου. Αλλά, οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας είναι εξαιρετικά λαμπρές μέσα στις κοινωνικές επιστήμες, εκτός των ίδιων των οικονομικών. Κι αυτό, επειδή ακριβώς υπήρξε αυτή η διπλή υποχώρηση από τον μετά-μοντερνισμό και από το νέο-φιλελευθερισμό. Αυτή η διπλή υποχώρηση αντικατοπτρίζει ένα πραγματικό ενδιαφέρον για τη φύση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Επομένως, στις κοινωνικές επιστήμες, εξαιρουμένων των οικονομικών, υπάρχει μια γνήσια επιθυμία να κατανοήσουμε την πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω, είναι ο τρόπος με τον οποίον οι εξελίξεις, από την προηγούμενη κρίση, στις κοινωνικές επιστήμες, περιθωριοποίησαν το μαρξισμό. Αυτό συνέβη εξαιτίας του Ιμπεριαλισμού των οικονομικών, του νέο-φιλελευθερισμού, του μετά-μοντερνισμού. Αλλά, ενώ ο Ιμπεριαλισμός των οικονομικών ζει νεκρό-ζώντανος ανάμεσά μας, ο μετά-μοντερνισμός και ο νέο-φιλελευθερισμός είναι διανοητικά σε υποχώρηση. Αυτό ενισχύθηκε από την παρούσα κρίση, και ιδιαίτερα από το πώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας κατέληξε να κυριεύει τις ζωές μας. Προκαλώντας επιβράδυνση της μεταπολεμικής ραγδαίας ανάπτυξης, έκανε την οικονομία επιρρεπή στις οικονομικές κρίσεις. Αυτό δεν φαίνονταν σημαντικό, μέχρι που η κρίση χτύπησε τις ΗΠΑ και, παρά την αδυναμία του κινήματος της εργατικής τάξης και των λοιπών προοδευτικών κινημάτων, έφτασε σε τέτοιο βάθος και εύρος. Έτσι, αποκαλύφθηκαν απότομα τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της Αμερικάνικης ηγεμονίας.
Σκοπός της σημερινής ομιλίας μου δεν είναι να περιγράψω τη μαρξιστική απάντηση σε αυτά τα ζητήματα. Σκοπός μου είναι περισσότερο να αποτιμήσω τη δυνατότητα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, υπό αυτές τις συνθήκες. Δεν αμφιβάλλω, ότι ο μαρξισμός γενικά και η πολιτική του οικονομία ειδικότερα είναι, διανοητικά, απαραίτητα στοιχεία για τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας. Υπάρχει για παράδειγμα, η ανάγκη να κατανοήσουμε τη χρήματο-οικονομική, αλλά και να την υπερβούμε. Υπάρχει επίσης η ανάγκη να συνδέσουμε την κρίση με την ταξική ανάλυση και με τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Και, πρώτα και κύρια, υπάρχει η ανάγκη να παρουσιάσουμε εναλλακτικές, που να υπερασπίζονται μεν τους εργαζόμενους απέναντι στην επίδραση της κρίσης, αλλά, ταυτόχρονα, να βοηθούν στο κτίσιμο της άλλης κοινωνίας. Όμως, για να γυρίσω στο αρχικό μου θέμα: Δεν έχω αμφιβολία ότι οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας εξαρτώνται από τη δύναμη του εργατικού κινήματος και των προοδευτικών κινημάτων. Αλλά η διανοητική προσπάθεια παραμένει και αυτή σημαντική.
Μπορώ να τα συνοψίσω όλα αυτά, για εσάς, σε ένα είδος επιλόγου; Ας το κάνω, δηλώνοντας ρητά όσα υπονοούσα. Αυτή η περίοδος θα είναι ενδιαφέρουσα και γεμάτη προκλήσεις για τις κοινωνικές επιστήμες, όπως φαίνεται από τις τάσεις που αναγνώρισα παραπάνω. Ας τα υπενθυμίσω: η εστίαση της προσοχής στην συστημική φύση του σύγχρονου καπιταλισμού και η διπλή υποχώρηση από τα άκρα του νέο-φιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού –τα δύο τελευταία φαίνονται άσχετα από τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Ο μεταμοντερνισμός και ο νέο-φιλελευθερισμός δεν εξηγούν πώς το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού αύξησε το μερίδιο του πλούτου που κατέχει από 10% σε 20%. Στο διανοητικό επίπεδο, τα οικονομικά ως ακαδημαϊκή πειθαρχία έχουν χρεοκοπήσει ολοκληρωτικά. Όμως, ως ακαδημαϊκή πειθαρχία, αποτελούν ένα φρούριο και εφορμώντας από αυτό, τα οικονομικά επιχειρούν να αποικιοποιήσουν τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Και αυτό θα δημιουργήσει αντίσταση και συζήτηση. Από τη μία, υπάρχει μια δέσμευση στην δι-επιστημονικότητα, ενώ από την άλλη παρατηρείται η εξειδίκευση, η επαγγελματοποίηση, η εμπορευματοποίηση και η Αμερικανοποίηση της πνευματικής ζωής. Επίσης, υπάρχουν και οι αντιφάσεις της δεύτερης φάσης του νεοφιλελευθερισμού, όπως διαγράφονται υπό το φως της κρίσης και των τεράστιων πόρων, που διατέθηκαν για την διάσωση του χρήματο-οικονομικού συστήματος, σε βάρος της δικής μας τσέπης. Όσο συχνά κι αν τονίζω τα νούμερα, ποτέ δεν είναι αρκετό: το χρηματικό ποσό που δαπανήθηκε για τη διάσωση του παγκόσμιου χρήματο-οικονομικού συστήματος θα ήταν αρκετό για να εξαλείψουμε την παγκόσμια φτώχεια για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Ανάμεσα σε όλες τις τάσεις που διέκρινα, ανάμεσα στις ακαδημαϊκές πειθαρχίες και στα θέματα, η έκβαση είναι εξαιρετικά ανοιχτή. Το μέλλον των κοινωνικών επιστημών είναι μάλλον πιο ανοιχτό σήμερα, απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τότε που πρώτο-θεμελιώθηκαν τα όρια των διάφορων ακαδημαϊκών πειθαρχιών. Η επόμενη περίοδος, θα είναι μια περίοδος εφευρετική και ανανεωτική∙ μια περίοδος πνευματικής αμφισβήτησης και όχι συνένωσης συμβατικών σοφιστείων και μεθόδων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας είναι δυνητικά λαμπρές. Αλλά δεν είναι ούτε εξασφαλισμένες, ούτε σίγουρες. Χρειάζεται να εξετάσουμε το ρόλο της «χρηματιστικοποίησης» (financialization) και του κράτους, της νέας τάξης πραγμάτων και των αντιφάσεων της ηγεμονίας των ΗΠΑ, καθώς και τη θέση της ταξικής πάλης σε συνθήκες που ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποτύχει, αλλά οι εναλλακτικές παραμένουν αδύναμες στην πράξη. Ό, τι κάνουμε σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο, μπορεί να έχει κάποιο αντίκτυπο. Μπορούμε να επιλέξουμε να αγνοήσουμε τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις, μπορούμε να υποχωρήσουμε στις καλά οχυρωμένες δι-επιστημονικές πρακτικές και ανησυχίες, να παραχωρήσουμε τις νέες πεδιάδες σε αυτούς που θα τις καλλιεργήσουν, χωρίς απαραίτητα να έχουν ευρύτερες ανησυχίες. Ή μπορούμε να πάρουμε την υπόθεση στα χέρια μας. Εγώ ξέρω ποια είναι η δική μου επιλογή, και ελπίζω να είναι και η δική σας.
Μετάφραση: Δημήτρης Σουφτάς

* Αυτό το άρθρο αποτελεί μια καταγραφή της ομιλίας του συγγραφέα που δόθηκε για τους φοιτητές του Εθνικού πανεπιστημίου της Gyeongsang στις 22 Οκτωβρίου του 2009. Τα περιεχόμενα αυτού του άρθρου βασίζονται στο άρθρο των Fine and Milonakis (2009a), στο οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Isaak and Tamara Deuxcher Prize για το 2009. Βλέπε επίσης από τους ίδιους το Fine and Milonakis (2009b), που κέρδισε το βραβείο Gunnar Myrdal Prize για το 2009.
** Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (School of Oriental and African Studies- SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.


Εισαγωγή-Μετάφραση: Δημήτρης Σουφτάς
πηγή: http://ilesxi.wordpress.com/

5 σχόλια:

  1. Isaac and Tamara Deutscher Prize το ξέρω: Στο http://www.deutscherprize.org.uk/ αναφέρονται οι παραλήπτες του βραβείου από το 1969 ως σήμερα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ίσως να πρόκειται για ορθογραφικό λάθος του μεταφραστή (x στη θέση του τ)ή απλά για τυπογραφικό λάθος.

    Θενκς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. x στη θέση του ts δηλαδή. ο ύπνος κάποτε.(όχι του μεταφραστή)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Έτσι έχουν τα πράματα αγαπητή και ολιγαρκής Disdaimona .
    όταν δεν κατέχεις καλά το θέμα, η συζήτηση διαρκεί μερικές στιγμές μόνο. Ενώ αν έγραφες ότι ανήκεις σ αυτή την κατηγορία ανθρώπων που νοιώθουν άνετα μόνο με τα λίγα αλλά με ακριβά γούστα, πχ Prada, GUCCI, κτλ , η συζήτηση θα διαρκούσε επ΄άπειρον.


    «Ιμπεριαλισμός των Οικονομικών».
    Βάσει αυτής της διατύπωσης, ο Καρλ Μαρξ δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ένας κοινός σφετεριστής αφού έκλεψε τις ιδέες και σκέψεις κάποιων που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν από αυτόν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Νικ,δεν καταλαβα δύο πράγματα:

    1. Γιατί επιμένεις να παρακολουθείς την κάθε μου λέξη και από που απορρέει η ανάγκη να θες να την σχολιάσεις. Τι ακριβώς σου προσφέρει αυτή η εμμονή;

    2. Δεν κατάλαβα απολύτως τίποτε για αυτό που μουρμουρίζεις για τον Μαρξ,μα τίποτε όμως!

    ΑπάντησηΔιαγραφή