Στις 10 Ιουνίου 2014, σαν από το πουθενά, το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Μεγάλης Συρίας (ISIS) πραγματοποίησε επιδρομή μέσα στο Ιράκ.
Κατέλαβε τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, τη Μοσούλη, και τις επίσης σημαντικές πόλεις Φαλούτζα και Τιρκίτ (την πόλη του πρώην Ιρακινού ηγέτη, Σαντάμ Χουσέιν). Διεκδικεί επίσης την πλούσια σε ενεργειακά κοιτάσματα πόλη/περιοχή του Κιρκούκ (που πλέον ελέγχεται από Κούρδους του Ιράκ), ελέγχει πολλές μικρότερες πόλεις σε κεντρικό και βόρειο Ιράκ, απειλεί την πόλη Μπαϊτζίν όπου βρίσκεται το μεγαλύτερο διυλιστήριο πετρελαίου της χώρας, και προελαύνει με ραγδαίους ρυθμούς προς την πρωτεύουσα του Ιράκ, την Βαγδάτη.
Η επίθεση έχει στην ουσία παραλύσει το ιρακινό κράτος αφήνοντάς το ανήμπορο να αντιδράσει, οι πρόσφυγες, κυρίως από την πόλη της Μοσούλης, έχουν ξεπεράσει το μισό εκατομμύριο, ενώ η σεκταριστική βία και οι συγκρούσεις βρίσκονται μόνο στην αρχή.
Ποιο είναι το ISIS, τί συμπεράσματα μπορούμε να εξάγουμε από την επίθεσή του, και τί προεκτάσεις θα έχει για την περιφερειακή και διεθνή γεωπολιτική;
ISIS
Με λίγα λόγια, το ISIS είναι ένα εξτρεμιστικό Ισλαμιστικό κίνημα με σουνιτική-αραβική ταυτότητα, το οποίο έχει στόχο την ίδρυση Ισλαμικού Χαλιφάτου, ή Ισλαμικού κράτους, αρχικά στις περιοχές του Ιράκ και της Συρίας, με την προοπτική να επεκταθεί. Ιδεολογικά, το κίνημα αυτό είναι αντι-δυτικό, αντι-ιμπεριαλιστικό, και αντι-σημιτικό, ενώ έχει σεκταριστικό χαρακτήρα αφού στρέφεται ενάντια και στους Σιίτες Μουσουλμάνους, τους οποίους θεωρεί άπιστους – όπως και κάθε άλλη θρησκεία, όπως το Χριστιανισμό. Χρησιμοποιεί σκληρή βία και τη χρησιμοποιεί αδιάκριτα, επιτιθέμενο όχι μόνο στους μάχιμους αντιπάλους του αλλά και κατά του απλού κόσμου – μεταξύ των τακτικών του είναι η βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, οι αποκεφαλισμοί, οι βιασμοί, και οι σταυρώσεις. Τόση είναι η βία που χρησιμοποιεί το ISIS, που η Αλ Κάιντα το έχει αποκηρύξει, αρνούμενη την όποια σύνδεση μαζί του.
Το ISIS είναι προϊόν τεσσάρων βασικών διεργασιών. Πρώτον, της συγχώνευσης δύο μικρότερων Ισλαμιστικών οργανώσεων που επιχειρούσαν ως παρακλάδια της Αλ Κάιντα. Δεύτερο, της εκτέλεσης του Αμπού Μουσάντ αλ-Ζαρκάουι από αμερικανικές δυνάμεις το 2006. Ο Ζαρκάουι είχε ιδρύσει το ιρακινό παρακλάδι της Αλ Κάιντα πριν ακόμα την εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, και πολεμούσε τους Σιίτες του Ιράκ. Ο θάνατος του οδήγησε στην αντικατάστασή του από τον πολύ πιο σκληροτράχηλο Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγδαντί, ο οποίος και ίδρυσε το ISIS. Τρίτο, της εκτέλεσης του Μπιν Λάντεν και, κατ’ επέκταση, της κατάρρευσης της παραδοσιακής δομής της Αλ Κάιντα, η οποία είχε πλέον εν πολλοίς αποκεντρωθεί, με τοπικά παρακλάδια να αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία. Τέταρτο, της στρατιωτικής και άλλης στήριξης των τζιχαντιστών από τις ΗΠΑ, αλλά και από την Τουρκία και τα κράτη του Κόλπου, στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, αλλά και πιο παλιά. Οι ισλαμιστικές οργανώσεις έπαιζαν/παίζουν στην ουσία τον ρόλο του αντιπροσώπου της Δύσης κατά του καθεστώτος του Σύρου προέδρου, Μπασάρ αλ Άσσαντ.
Εκτός από τις περιοχές που κατάλαβε στο Ιράκ, το ISIS ελέγχει και εδάφη στη Συρία. Αν δει κάποιος το χάρτη με τις περιοχές που το ISIS ελέγχει και διεκδικεί συνολικά, γίνονται ξεκάθαρα πλέον τα νοητά σύνορα του Ισλαμιστικού κράτους του οποίου φαίνεται να προκύπτει (βλ. χάρτη). Αξίζει να σημειωθεί ότι η νίκες του ISIS στο Ιράκ, και ιδιαίτερα της Μοσούλης, του έχουν αποφέρει ηθικό, οικονομικό (έχει λεηλατήσει τράπεζες αποκομίζοντας περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια), και στρατηγικό πλεονέκτημα – τόσο γεωγραφικά όσο και σε στρατιωτικό εξοπλισμό, ο οποίος έμεινε πίσω όταν αποχώρησε ο ιρακινός στρατός.
Παρατηρήσεις – Γεωπολιτικές Προεκτάσεις
1ο: H αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, και συγκεκριμένα στο Ιράκ, έχει αποτύχει παταγωδώς. Η τραγική ειρωνεία είναι πως οι Αμερικανοί «κατάφεραν» ακριβώς αυτό που υποτίθεται ότι πήγαν στο Ιράκ για να αποτρέψουν στα πλαίσια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Αποσταθεροποίησαν το Ιράκ, κατέστρεψαν τις πολιτικές, κοινωνικές και θεσμικές δομές του, ενώ το κατέστησαν, τελικά, ένα κράτος-μαριονέτα του Ιράν με μια φιλο-Ιρανική κυβέρνηση η οποία έχει καταφέρει μόνο να πολώσει την κοινωνία περισσότερο και να την οδηγήσει σε μεγαλύτερες συγκρούσεις.
2ο: H ίδια αποτυχία ισχύει και στην περίπτωση της Συρίας όπου οι διάφορες (δυτικές) διεθνείς και περιφερειακές δυνάμεις απέτυχαν να προβλέψουν τις αρνητικές επιπτώσεις της στήριξής τους σε εξτρεμιστικά Ισλαμιστικά κινήματα. Όχι μόνο αυτό, αλλά με τον τρόπο τους έδωσαν συνέχεια και έντειναν τον ενδο-θρησκευτικό γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ του Σουνιτικού (π.χ. Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Τουρκία) και Σιιτικού (π.χ. Ιράν, Ιράκ) άξονα, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο σεκταριστικής βίας.
3ο: Τα εδάφη που έχει κατακτήσει το ISIS είναι πολύ δύσκολο μέχρι αδύνατον να κερδηθούν πίσω χωρίς σημαντική εξωτερική βοήθεια στην Βαγδάτη.
4ο: Κερδισμένοι αυτής τη κρίσης είναι και οι Κούρδοι του Ιράκ, και συγκεκριμένα το Ιρακινό Κουρδιστάν (Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση), οι οποίοι βρήκαν ευκαιρία να επεκτείνουν την εδαφική τους κυριαρχία σε εδάφη που ήταν μέχρι τώρα αμφισβητούμενα μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης και του Ι. Κουρδιστάν. Μάλιστα το έχουν πράξει καταλαμβάνοντας το Κιρκούκ (απωθώντας τους Ισλαμιστές), περιοχή κλειδί για την ενεργειακή ασφάλεια του Ι. Κουρδιστάν, της Βαγδάτης, αλλά και της περιοχής. Εκτός από το Ιράν και τις κρατικές ή μη κρατικές δυνάμεις της, η μόνη αξιόμαχη δύναμη που μπορεί να αντισταθεί στο ISIS είναι οι Περσμάνγκα (δυνάμεις Ι. Κουρδιστάν) οι οποίες απαριθμούν περισσότερους από 100 χιλιάδες στρατιώτες εντός και εκτός Κουρδιστάν. Την βοήθειά τους έχουν επίσης προσφέρει κουρδικές δυνάμεις της Συρίας και το κουρδικό PKK της Τουρκίας. H ανακήρυξη ανεξάρτητου Ιρακινού Κουρδιστάν δεν είναι μακριά.
5ο: Σοβαρή επιπλοκή της ιρακινής κρίσης είναι και ο κίνδυνος της κατακόρυφης αύξησης των τιμών του πετρελαίου, ιδιαίτερα εάν οι Ισλαμιστές καταφέρουν να φέρουν υπό τον έλεγχο τους την πόλη Μπαϊτζίν (με το διυλιστήριο), ή ακόμα και το Κιρκούκ (το οποίο θεωρούμε προς το παρόν απίθανο), ή άλλες ενεργειακές μονάδες στα νότια της χώρας.
6ο: Δεδομένου του γεγονότος ότι οι Τουρκο-Ισραηλινές σχέσεις βρίσκονται ήδη σε πορεία επανόρθωσης, η ιρακινή κρίση μπορεί να αποτελέσει το «κερασάκι στην τούρτα» των παραγόντων και των αναγκών που ωθούν ξανά τις δύο χώρες σε συνεργασία. Εξ άλλου η σύναψη της στρατηγικής τους συμμαχίας το 1996 ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της κοινής τους ανασφάλειας για τη Συρία αλλά, κατ’ επέκταση, και για την απειλή της (κουρδικής) τρομοκρατίας – κυρίως για την Τουρκία. Συνεπώς, δεν πρέπει να μας εκπλήξει αν δούμε εν μέσω της εν λόγω κρίσεις τις δύο χώρες να ανταλλάζουν πρέσβεις και να συνεργάζονται ως δυτικοί σύμμαχοι για τον περιορισμό της Ισλαμιστικής απειλής στο Ιράκ.
7ο: Το καθεστώς Άσσαντ στη Συρία βγαίνει ουσιαστικά κερδισμένο για δύο λόγους. Πρώτον, έχει δικαιωθεί για τις προειδοποιήσεις του σχετικά με τους εξτρεμιστές που επιχειρούσαν στη Συρία (χωρίς αυτό να του δίνει άφεση αμαρτιών), το οποίο είναι μια επικοινωνιακή νίκη. Αυτό σημαίνει πως κερδίζει και ένα διαπραγματευτικό χαρτί αφού μπορεί να ισχυριστεί πως σε περίπτωση αποχώρησής του, το επόμενο καθεστώς θα είναι πιθανότατα Ισλαμιστικό. Δεύτερο, το Ιράν, o βασικός περιφερειακός πάτρωνας της Συρίας, αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στη διαχείριση της κρίσης στο Ιράκ και νομιμοποιεί έτσι το ρόλο του στην περιοχή, και σαν συνεργάτης της Δύσης – τουλάχιστον εμμέσως.
Σενάρια – Εξέλιξη της Κρίσης
Υπάρχουν διάφορα σενάρια που μπορούμε να παραθέσουμε όσον αφορά το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η κρίση. Αναφέρουμε τα τέσσερα πιο βασικά.
Πρώτον. Το Ιράν έχει ήδη ξεκινήσει να στέλνει στρατιωτικές δυνάμεις στο Ιράκ προς στήριξη της Σιιτικής, φιλο-Ιρανικής κυβέρνησης του αλ Μαλίκι. Ας μην ξεχνάμε ότι το ISIS απείλησε πως μετά τη Συρία και το Ιράκ, το Ιράν ήταν ο επόμενος στόχος. Συνεπώς το πιο πιθανόν είναι να συνεχιστεί η στήριξη του Ιράν. Δεν θεωρούμε ότι οι ΗΠΑ θα ενοχληθούν ιδιαίτερα από μια τέτοια εξέλιξη αφού αφενός θα αντιμετωπιστεί η σοβαρή απειλή του ISIS, και αφετέρου επειδή οι σχέσεις Δύσης-Ιράν βρίσκονται σε πορεία εξομάλυνσης. Παρόλα αυτά, η εμπλοκή του Ιράν είναι πιθανόν να δώσει πιο σεκταριστικό χαρακτήρα στη σύγκρουσή η οποία θα επηρεάσει και άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου.
Δεύτερο. Το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο για τη Δύση και τα αμερικανικά συμφέροντα και γι’ αυτό, αν χρειαστεί, οι ΗΠΑ μπορεί να καταλήξουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ, αποφεύγοντας όμως οπωσδήποτε τις χερσαίες επιχειρήσεις. Ας μην ξεχνούμε ότι η ιρακινή κυβέρνηση έχει ζητήσει την αμερικανική βοήθεια – κυρίως για αεροπορικές επιθέσεις.
Τρίτο. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ένα από τα σενάρια είναι η εμπλοκή Τουρκίας και Ισραήλ, μετά από σημαντικά βήματα για την ενεργοποίηση της παγωμένης τους στρατηγικής συμμαχίας.
Τέταρτο. Ένα πιο δύσκολο σενάριο, παρόλο που θεωρούμε ότι θα ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, θα ήταν η υιοθέτηση μιας ενωτικής πολιτικής από την κυβέρνηση του αλ Μαλίκι, η οποία θα έφερνε μαζί Σουνίτες, Σιίτες, Κούρδους και άλλες μειονότητες του Ιράκ κάτω από μια ομπρέλα ενάντια στους Ισλαμιστές. Κάτι τέτοιο θα κατάφερνε άμεσο πλήγμα στην κοινωνική βάση του ISIS, θα βοηθούσε στην καταστροφή του, αλλά και θα συνέτεινε και στη μακροπρόθεσμη ευημερία του Ιράκ. Ωστόσο, η εμπλοκή του Ιράν στο Ιράκ αφήνει λίγες ελπίδες για τέτοιο ενδεχόμενο, εφόσον ο αλ Μαλίκι έχει ήδη επιλέξει στρατόπεδο.
Πέμπτο. Ο φόβος για γενικευμένη σύρραξη να μπορεί να φέρει τη Σαουδική Αραβία και το Ιράν – τους κύριους παίκτες της Σουνιτικής-Σιιτικής αντιπαράθεσης – σε κάποια συνεννόηση που θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαχείριση της κρίσης και της αντιμετώπισης της σεκταριστικής, εθνοτικής και εμφύλιας βιας.
Ακόμα και αν η ενίσχυση των ισλαμιστικών δομών εξουσίας της ISIS σε Ιράκ και Συρία αποδειχτεί «προσωρινή», η κατάληψη της Μοσούλης από την εν λόγω οργάνωση, έστω και συμβολικά, σπρώχνει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή σε μια νέα φάση της ιστορίας της.
Η κολοσσιαία αποτυχία της πολιτικής των ΗΠΑ στην περιοχή και το επίσημο τέλος της λεγόμενης αραβικής άνοιξης – εξελίξεις «συμπυκνωμένες» σήμερα στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Ιράκ – συνοδεύονται μεταξύ άλλων από τα εξής δεδομένα: αύξηση της ιρανικής επιρροής, ενίσχυση της πορείας τριχοτόμησης του Ιράκ, επιβίωση της εξουσίας Άσσαντ σε μια κατεστραμμένη Συρία, μια αποσταθεροποιημένη Αίγυπτος, ένας ισλαμιστικός (σουννιτικός) πόλος εξουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και μια νέα κουρδική πραγματικότητα, σαφέστατα πιο ολοκληρωμένη οργανωτικά, πολιτικά και ιδεολογικά.
Το τελευταίο, ίσως να είναι και το καθοριστικότερο στοιχείο των εξελίξεων που επηρεάζει τις στρατηγικές της Άγκυρας, στην ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Αυγούστου. Σε ανύποπτο χρόνο ο Νταβούτογλου υποστήριζε ότι: «Τα σύνορα χάνουν το νόημα τους, δημιουργείται μια κουρδική λεκάνη, στην οποία σε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο οι Κούρδοι της Τουρκίας και των άλλων περιοχών πλέον ζουν μαζί». Όντως η εικόνα που περιέγραψε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα επί του εδάφους. Και είναι αυτή ακριβώς η πραγματικότητα που σπρώχνει την τουρκική κυβέρνηση να αναθεωρήσει την πολιτική της αναφορικά με τους Κούρδους. Καθόλου τυχαία, ο εκπρόσωπος τύπου του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) δήλωνε προσφάτως τα εξής: «Σε περίπτωση κατάρρευσης του Ιράκ, οι Κούρδοι – όπως και κάθε άλλο έθνος – έχουν το δικαίωμα να αποφασίσουν για τη μοίρα τους, για το όνομα και τον τύπο της δομής στην οποία θέλουν να ζήσουν». Ποια είναι λοιπόν τα κυριότερα νέα δεδομένα ενώπιον του Έρντογαν σε σχέση με το Κουρδικό μετά την ισλαμιστική «αφύπνιση»; Και πως αυτά τα δεδομένα επηρεάζουν τους γενικότερους προσανατολισμούς της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο;
Οι Κούρδοι στη Συρία
Ο εμφύλιος στη Συρία και οι αλλαγές στις κοινωνικο-πολιτικές ισορροπίες, έφεραν τους Κούρδους σε θέση ισχύος με αποτέλεσμα την αυτονόμηση της Ροζιάβα και της ανάδειξης μιας νέας κουρδικής εξουσίας στα τουρκο-συριακά σύνορα. Το Κόμμα της Δημοκρατικής Ένωσης (PYD) και η στρατιωτική του πτέρυγα, σε συνεργασία με το ΡΚΚ, κατάφεραν τα τελευταία τρία χρόνια, όχι μόνο να εμπεδώσουν μια συγκεκριμένη δομή εξουσίας με τοπικά κοινοβούλια, αλλά και να αποδειχτούν τελικά ως η συνεπέστερη δύναμη καταπολέμησης τηςISIS στη Συρία. Αυτό το νέο κύμα θεσμικής ενδυνάμωσης των Κούρδων, ήταν ένας από τους λόγους της υπόγειας ενίσχυσης ένοπλων ισλαμιστικών ομάδων στα συριακά εδάφη από πλευράς της τουρκικής κυβέρνησης σε συνεργασία με παράγοντες των μοναρχιών του Κόλπου και της Σαουδικής Αραβίας. Η αρχική στάση «αποστάσεων» που τηρούσε το ΑΚΡ από το PYD, έδωσε την ευκαιρία στους Κούρδους της Συρίας να αποτελέσουν την εναλλακτική «κοσμική» απάντηση πέραν από τον έλεγχο του Άσσαντ.
Οι Κούρδοι στο Ιράκ
Η κατάρρευση του Ιράκ μετά την αμερικανική εισβολή και οι ανατροπές της «αραβικής άνοιξης» σε ολόκληρη την περιφέρεια, δημιούργησαν νέες δυναμικές οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτητοποίησης της κουρδικής διοίκησης από τη Βαγδάτη. Η επικράτηση της ISIS στη Μοσούλη με τη σειρά της, ενεργοποίησε τα «κουρδικά αντανακλαστικά» και είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω οργάνωση του κουρδικού στρατού αναφορικά με στόχους όπως ο έλεγχος του Κιρκούκ, αλλά και άλλων διαφιλονικούμενων περιοχών εντός Ιράκ. Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, οι Κούρδοι του Ιράκ επεκτείνουν και σταθεροποιούν την επιρροή τους σε στρατηγικούς χώρους για την οικονομική και ενεργειακή βιωσιμότητα της κουρδικής εξουσίας. Βεβαίως αυτές οι εξελίξεις δεν είναι εντελώς νέες. Αποτέλεσαν μάλιστα και το βασικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο η Άγκυρα επέλεξε την εφαρμογή μιας πολιτικής εμπορικής και ενεργειακής ενσωμάτωσης με το ιρακινό Κουρδιστάν. Σήμερα η τραγικότητα της κατάστασης στη χώρα, οδηγεί τον Μπαρζανί να αναθεωρήσει επίσης τους σχεδιασμούς του αναφορικά με το ρόλο του ΡΚΚ στην Τουρκία και του PYDστη Συρία. Ίσως μάλιστα οι εξελίξεις να οδηγήσουν και στη μείωση των εσωτερικών ανταγωνισμών του κουρδικού κινήματος σε ολόκληρη την περιοχή, συμβάλλοντας σε νέες μορφές συνεργασίας που να συμπεριλαμβάνει τους κουρδικούς πληθυσμούς στην Τουρκία, στο Ιράν, στο Ιράκ και στη Συρία.
Οι Κούρδοι στην Τουρκία
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων δημοτικών εκλογών στην Τουρκία σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην περιοχή, αναδεικνύουν το ΡΚΚ σε παράγοντα στρατηγικής σημασίας στις επικείμενες προεδρικές εκλογές, αλλά και στην πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ τουρκικού κράτους και Οτζαλάν. Η δωδεκαετής εμπειρία της κυβέρνησης ΑΚΡ και η ηγεμονική παρουσία του πολιτικού Ισλάμ στη χώρα, έδειξαν ότι η συνεπέστερη δύναμη αντιπολίτευσης και προοπτικής φυγόκεντρων δυναμικών, δεν είναι άλλη από το κουρδικό κίνημα και τον ιστορικό του ηγέτη. Στη σημερινή συγκυρία ανατροπών στην περιφέρεια, φαίνεται ότι ούτε η τουρκική κυβέρνηση, αλλά ούτε και οι συνιστώσες του κουρδικού κινήματος είναι διατεθειμένες να κάνουν πίσω από το διάλογο που έχει ξεκινήσει. Παρά την εθνικιστική έξαρση του τελευταίου χρονικού διαστήματος γύρω από το ζήτημα της σημαίας, ο Έρντογαν δείχνει αποφασισμένος να μεταφέρει το επίπεδο των διαπραγματεύσεων με τον Οτζαλάν από τις μυστικές υπηρεσίες σε πολιτικά στελέχη. Πρόσφατα μάλιστα φιλοκυβερνητικές εφημερίδες στην Τουρκία, «διέρρευσαν» την πρόθεση του κυβερνώντος κόμματος να επαναφέρει το ζήτημα νομοσχεδίου για τη «δημοκρατική αυτονομία» των κουρδικών περιοχών. Είναι γεγονός ότι το θρησκευτικό υπόβαθρο του ΑΚΡ συμβάλλει σε κάποια ανοίγματα προς τον κουρδικό πληθυσμό, τουλάχιστον περισσότερα από τα κλασσικά εθνικιστικά ρεύματα της χώρας. Χωρίς το πολιτικό Ισλάμ να κατοχυρώνει όλες τις βασικές διεκδικήσεις του κουρδικού κινήματος, εντούτοις είναι ξεκάθαρο ότι παρουσιάζεται πιο θετικό στην υπόθεση μερικής αυτονόμησης στη βάση της «μουσουλμανικής αδελφότητας και αλληλεγγύης». Όλα αυτά βεβαίως θα επηρεάζονται από την πορεία προς τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Αυγούστου.
Οι προβληματισμοί της Άγκυρας