Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

7.11.15

Τα κομμουνιστικά κόμματα και ο κοινοβουλευτισμός.

Ενόψει των "εορτασμών" για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Επειδή και οι "εορτασμοί" χωρίς κριτήρια μετατρέπονται σε "επαναστατικά" παναϋρκα.



Ι. Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ

Η θέση των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τον κοινοβουλευτισμό συνίστατο, ευθύς εξ αρχής, από την εποχή ακόμα της Α΄ Διεθνούς, στην αξιοποίηση των αστικών κοινοβουλίων για τους σκοπούς της προπαγάνδας. Η συμμετοχή στο κοινοβούλιο εξεταζόταν από την άποψη της ανάπτυξης της ταξικής αυτοσυνείδησης, δηλαδή της αφύπνισης της ταξικής έχθρας του προλεταριάτου προς τις άρχουσες τάξεις. Αυτή η σχέση δεν άλλαξε κάτω από την επίδραση της θεωρίας, αλλά κάτω από την επίδραση της πορείας της πολιτικής εξέλιξης. Στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της διεύρυνσης του πεδίου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός και μαζί του τα κοινοβουλευτικά κράτη απέκτησαν μακροχρόνια σταθερότητα.
Από εδώ προέκυψε η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων στην «οργανική» νομοθετική εργασία του αστικού κοινοβουλίου και η όλο και αυξανόμενη σημασία της πάλης για μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η κυριαρχία του λεγόμενου προγράμματος μίνιμουμ της σοσιαλδημοκρατίας, η μετατροπή του προγράμματος μάξιμουμ σε μια πλατφόρμα για συζητήσεις γύρω από έναν αρκετά απομακρυσμένο «τελικό στόχο». Στη βάση αυτή αναπτύχτηκαν φαινόμενα κοινοβουλευτικού καριερισμού, ανοιχτής ή συγκαλυμμένης προδοσίας των στοιχειωδέστερων συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Η σχέση της Γ΄ Διεθνούς προς τον κοινοβουλευτισμό δεν καθορίζεται από μια νέα θεωρία, αλλά από την αλλαγή του ρόλου του ίδιου του κοινοβουλευτισμού. Κατά την ιστορική εποχή που προηγήθηκε, το κοινοβούλιο ως εργαλείο του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού πραγματοποίησε με μια ορισμένη έννοια μια ιστορικά προοδευτική εργασία. Στις τωρινές όμως συνθήκες του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού το κοινοβούλιο έγινε ένα από τα εργαλεία του ψέματος, της εξαπάτησης, της βίας και της εξουθενωτικής φλυαρίας μπροστά στην ιμπεριαλιστική ερήμωση, τις ληστείες, τις βιαιοπραγίες, τις κλοπές και τις καταστροφές. Οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις, στερούμενες συστηματικότητας, σταθερότητας και σχεδιασμού, χάνουν την όποια πρακτική σημασία για τις εργαζόμενες μάζες.
Ο κοινοβουλευτισμός χάνει τη σταθερότητά του μαζί με όλη την αστική κοινωνία. Το πέρασμα από την οργανική περίοδο στην κρίσιμη δημιουργεί τη βάση για μια νέα τακτική του προλεταριάτου στον τομέα του κοινοβουλευτισμού. Έτσι, για παράδειγμα, το εργατικό κόμμα Ρωσίας (μπολσεβίκοι) από την προηγούμενη ήδη περίοδο επεξεργάστηκε την ουσία του επαναστατικού κοινοβουλευτισμού, επειδή η Ρωσία από το 1905 βρέθηκε αποκομμένη από την κατάσταση πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας και μπήκε σε μια περίοδο καταιγίδων και κλονισμών.
Στο βαθμό που ορισμένοι σοσιαλιστές, που τείνουν στον κομμουνισμό, υποστηρίζουν ότι δεν έχει φτάσει ακόμα η στιγμή της επανάστασης για τις χώρες τους και απορρίπτουν τη διάσπαση με τους κοινοβουλευτικούς οπορτουνιστές, ουσιαστικά ξεκινούν από την εκτίμηση, συνειδητή ή μισοσυνειδητή, της επικείμενης εποχής ως εποχής σχετικής σταθερότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας και θεωρούν ότι, στην πάλη για μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη βάση, ο συνασπισμός με τον Τουράτι και τον Λονγκέ μπορεί να δώσει πρακτικά αποτελέσματα.
Ο κομμουνισμός πρέπει να ξεκινά από τη θεωρητική ερμηνεία του χαρακτήρα της τωρινής εποχής (του κολοφώνα του καπιταλισμού, της ιμπεριαλιστικής αυτοάρνησης και αυτοκαταστροφής, του αδιάκοπου ξεσπάσματος εμφυλίου πολέμου κλπ.). Στις διάφορες χώρες οι μορφές των πολιτικών αλληλοσχέσεων και ομαδοποιήσεων μπορεί να διαφέρουν. Όμως η ουσία παραμένει παντού η ίδια, το θέμα για μας είναι η άμεση πολιτική και τεχνική προετοιμασία της εξέγερσης του προλεταριάτου με στόχο την καταστροφή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της νέας εξουσίας του προλεταριάτου.
Σήμερα το κοινοβούλιο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι για τους κομμουνιστές πεδίο πάλης για μεταρρυθμίσεις, για βελτίωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, όπως συνέβαινε ορισμένες στιγμές του παρελθόντος. Το κέντρο βάρους της πολιτικής ζωής έχει μετακινηθεί εντελώς και τελεσίδικα έξω από τα όρια του κοινοβουλίου. Από την άλλη, η αστική τάξη, όχι μόνο λόγω της σχέσης της με τις εργαζόμενες μάζες αλλά και λόγω των σύνθετων σχέσεων στο εσωτερικό των αστικών τάξεων, είναι αναγκασμένη να υλοποιεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέρος των μέτρων της μέσα από το κοινοβούλιο, όπου οι διάφορες κλίκες παζαρεύουν την εξουσία, δείχνουν τις δυνατές και προδίνουν τις αδύνατες πλευρές τους, εκτίθενται κ.ο.κ.
Γι’ αυτό το άμεσο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης συνίσταται στο ν’ αποσπάσει αυτούς τους μηχανισμούς από τα χέρια των αρχουσών τάξεων, να τους σπάσει, να τους καταστρέψει και να δημιουργήσει στη θέση τους νέα όργανα της προλεταριακής εξουσίας. Ταυτόχρονα, το επαναστατικό επιτελείο της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται πολύ να έχει τους πράκτορές του στα κοινοβουλευτικά ιδρύματα της αστικής τάξης για τη διευκόλυνση αυτού του καταστροφικού καθήκοντος. Από εδώ γίνεται εντελώς σαφής η ριζική διαφορά μεταξύ της τακτικής του κομμουνιστή που μπήκε στο κοινοβούλιο με επαναστατικό σκοπό και της τακτικής του σοσιαλιστή κοινοβουλευτικού. Αυτός ο τελευταίος ξεκινά από την προϋπόθεση της σχετικής σταθερότητας, της ακαθόριστης μακροημέρευσης του υπάρχοντος καθεστώτος. Βάζει το καθήκον να πετύχει μεταρρυθμίσεις με όλα τα μέσα και ενδιαφέρεται να εκτιμάται κάθε κατάκτηση από τις μάζες σαν συμβολή του σοσιαλιστικού κοινοβουλευτισμού (Τουράτι, Λονγκέ και Σία). Σε αντικατάσταση του παλιού προσαρμοστικού κοινοβουλευτισμού έρχεται ο νέος κοινοβουλευτισμός, που είναι ένα από τα εργαλεία καταστροφής του κοινοβουλευτισμού γενικά. Ωστόσο, οι αποκρουστικές παραδόσεις της παλιάς κοινοβουλευτικής τακτικής εξωθούν ορισμένα επαναστατικά στοιχεία στο στρατόπεδο των επί της αρχής αντιπάλων του κοινοβουλευτισμού (Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου1, επαναστάτες συνδικαλιστές2, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας3). Παίρνοντας αυτά υπόψη, το δεύτερο συνέδριο της Γ΄ Κομμουνιστικής Διεθνούς οδηγείται στα ακόλουθα συμπεράσματα.

ΙΙ. Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ, Η ΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΩΝ

1. Ο κοινοβουλευτισμός, ως κρατικό σύστημα, έγινε η «δημοκρατική» μορφή κυριαρχίας της αστικής τάξης, που, σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης, χρειάζεται την επίφαση λαϊκής εκπροσώπησης, που εξωτερικά εμφανίζεται σαν μια μη ταξική οργάνωση «λαϊκής θέλησης», όμως στην ουσία είναι όργανο καταπίεσης και υποδούλωσης στα χέρια του κυρίαρχου κεφαλαίου.
2. Ο κοινοβουλευτισμός είναι μια ορισμένη μορφή κρατικής οργάνωσης. Γι’ αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μορφή της κομμουνιστικής κοινωνίας, που δεν γνωρίζει ούτε τάξεις, ούτε ταξική πάλη, ούτε καμία κρατική εξουσία.
3. Ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να είναι ούτε η μορφή της προλεταριακής κρατικής διεύθυνσης στη μεταβατική περίοδο από τη δικτατορία της αστικής τάξης στη δικτατορία του προλεταριάτου. Τη στιγμή της οξυμμένης ταξικής πάλης, που περνά στον εμφύλιο πόλεμο, το προλεταριάτο πρέπει άμεσα να χτίσει τη δική του κρατική οργάνωση ως τη μαχητική οργάνωση, στην οποία δεν επιτρέπεται η παρουσία εκπροσώπων των τάξεων που προηγούμενα ήταν κυρίαρχες. Για το προλεταριάτο είναι βλαβερή σε αυτό το στάδιο κάθε φαντασίωση περί λαϊκής θέλησης, το προλεταριάτο δεν χρειάζεται και το βλάπτει ο κοινοβουλευτικός καταμερισμός των εξουσιών. Μορφή της προλεταριακής δικτατορίας είναι η Σοβιετική δημοκρατία.
4. Τα αστικά κοινοβούλια, που αποτελούν έναν από τους σημαντικούς μηχανισμούς της αστικής κρατικής μηχανής, δεν μπορούν να κατακτηθούν, όπως δεν μπορεί να κατακτηθεί από το προλεταριάτο το αστικό κράτος γενικά. Το καθήκον του προλεταριάτου συνίσταται στο να αποσπάσει την κρατική μηχανή της αστικής τάξης, να την καταστρέψει και μαζί της να καταστρέψει τα κοινοβουλευτικά ιδρύματα, είτε είναι δημοκρατικά είτε συνταγματικά μοναρχικά.
5. Το ίδιο αφορά και τα δημοτικά ιδρύματα της αστικής τάξης, που είναι λάθος από την άποψη της θεωρίας να αντιπαρατίθενται στα κρατικά όργανα. Στην πραγματικότητα αποτελούν παρόμοιους μηχανισμούς του κρατικού μηχανισμού της αστικής τάξης, που πρέπει να καταστραφούν από το επαναστατικό προλεταριάτο και να αντικατασταθούν από τοπικά Σοβιέτ (συμβούλια) εργατών αντιπροσώπων.
6. Συνεπώς, ο κομμουνισμός απορρίπτει τον κοινοβουλευτισμό ως μορφή της μελλοντικής κοινωνίας, τον απορρίπτει ως μορφή της ταξικής δικτατορίας του προλεταριάτου, απορρίπτει τη δυνατότητα κατάκτησης των κοινοβουλίων για μακρύ χρονικό διάστημα. Βάζει στόχο την καταστροφή του κοινοβουλευτισμού. Γι’ αυτό λόγος μπορεί να γίνεται μόνο για αξιοποίηση των αστικών κρατικών ιδρυμάτων με στόχο την καταστροφή τους. Με αυτή και μόνο με αυτή την έννοια μπορεί να τεθεί το ζήτημα.
7. Κάθε ταξική πάλη είναι πάλη πολιτική, επειδή σε τελική ανάλυση είναι πάλη για την εξουσία. Κάθε απεργία, που απλώνεται σε όλη τη χώρα, αρχίζει να απειλεί το αστικό κράτος κι έτσι παίρνει πολιτικό χαρακτήρα. Η προσπάθεια ανατροπής της αστικής τάξης και του κράτους της σημαίνει τη διεξαγωγή πολιτικής πάλης. Η δημιουργία προλεταριακού ταξικού μηχανισμού διεύθυνσης και καταστολής της αστικής τάξης που αντιστέκεται, οποιοσδήποτε και να είναι αυτός ο μηχανισμός, σημαίνει την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.
8. Συνεπώς, το θέμα της πολιτικής πάλης δεν ανάγεται καθόλου στο ζήτημα της σχέσης με τον κοινοβουλευτισμό. Αυτό είναι ένα γενικό ζήτημα της ταξικής πάλης του προλεταριάτου, στο βαθμό που αυτή η πάλη περνά από το μικρό και επιμέρους αγώνα στον αγώνα για την κατάρριψη του αστικού συστήματος γενικά.
9. Η σοβαρότερη μέθοδος πάλης του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης, δηλαδή της κυρίαρχης εξουσίας της, είναι πρώτα απ’ όλα η μέθοδος των μαζικών εκδηλώσεων. Αυτές οι μαζικές εκδηλώσεις οργανώνονται και κατευθύνονται από τις μαζικές οργανώσεις του προλεταριάτου (ενώσεις, κόμματα, Σοβιέτ) κάτω από τη γενική καθοδήγηση του συσπειρωμένου, πειθαρχημένου, συγκεντρωτικού κομμουνιστικού κόμματος. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι πόλεμος. Σε αυτόν τον πόλεμο το προλεταριάτο πρέπει να διαθέτει το δικό του καλό σώμα αξιωματικών, το δικό του καλό γενικό επιτελείο, που καθοδηγεί όλες τις επιχειρήσεις σε όλους τους τομείς της πάλης.
10. Η μαζική πάλη αποτελεί ολόκληρο σύστημα εκδηλώσεων, που αναπτύσσονται, οξύνονται ως προς τη μορφή τους και λογικά οδηγούν στην εξέγερση εναντίον του καπιταλιστικού κράτους. Σε αυτή τη μαζική πάλη, που εξελίσσεται σε εμφύλιο πόλεμο, το καθοδηγητικό κόμμα του προλεταριάτου πρέπει, σύμφωνα με το γενικό κανόνα, να εξασφαλίζει όλες τις νόμιμες θέσεις κάθε είδους, κάνοντάς τες επικουρικά σημεία στήριξης της επαναστατικής δουλειάς του και εντάσσοντάς τες στο σχέδιο της κύριας εκστρατείας, της εκστρατείας της μαζικής πάλης.
11. Ένα από αυτά τα επικουρικά σημεία στήριξης είναι το βήμα του αστικού κοινοβουλίου. Το γεγονός, ότι είναι ένα αστικό κρατικό ίδρυμα, δεν πρέπει καθόλου να τίθεται ως πρόσχημα εναντίον της συμμετοχής στην κοινοβουλευτική πάλη. Το κομμουνιστικό κόμμα δεν μπαίνει σε αυτό το ίδρυμα για να κάνει εκεί οργανική δουλειά, αλλά για να βοηθήσει από τους κόλπους του κοινοβουλίου τις μάζες να υποσκάψουν με τη δράση τους την κρατική μηχανή της αστικής τάξης και το ίδιο το κοινοβούλιο από τα μέσα (για παράδειγμα, στη Γερμανία η δράση του Λίμπκνεχτ4, των μπολσεβίκων στην τσαρική Δούμα, στη Δημοκρατική Σύσκεψη5, στο Προκοινοβούλιο6 του Κερένσκι, στη Συντακτική συνέλευση7, στα δημοτικά συμβούλια και τέλος η δράση των Βούλγαρων κομμουνιστών).
12. Αυτή η δουλειά στα κοινοβούλια, που συνίσταται κυρίως σε επαναστατική προπαγάνδα από το κοινοβουλευτικό βήμα, σε αποκάλυψη των αντιπάλων, σε ιδεολογική συσπείρωση των μαζών που –ιδιαίτερα στις καθυστερημένες περιοχές– προσβλέπουν στο κοινοβουλευτικό βήμα παραγεμισμένες από δημοκρατικές αυταπάτες, αυτή η δουλειά πρέπει να υποτάσσεται ολοκληρωτικά στους στόχους και τα καθήκοντα της μαζικής πάλης εκτός κοινοβουλίου.
Η συμμετοχή στην προεκλογική εκστρατεία και η επαναστατική προπαγάνδα από το κοινοβουλευτικό βήμα έχουν ιδιαίτερη σημασία για την πολιτική κατάκτηση εκείνων των στρωμάτων εργαζομένων –όπως για παράδειγμα οι εργαζόμενες μάζες του χωριού– που μέχρι τώρα στέκονταν πέρα από το επαναστατικό κίνημα και την πολιτική ζωή.
13. Στην περίπτωση που οι κομμουνιστές πάρουν την εξουσία στα δημοτικά ιδρύματα, πρέπει:
α) να αποτελούν επαναστατική αντιπολίτευση στην αστική κεντρική εξουσία,
β) να κάνουν τα πάντα, ώστε να παρέχουν υπηρεσίες στο φτωχότερο μέρος του πληθυσμού (οικονομικά μέτρα, οργάνωση ή απόπειρα οργάνωσης ένοπλης εργατικής πολιτοφυλακής κλπ.),
γ) σε κάθε περίπτωση να αποκαλύπτουν τα εμπόδια που βάζει η αστική κρατική εξουσία σε όλες τις πραγματικά μεγάλες αλλαγές,
δ) σε αυτό το έδαφος να κάνουν δραστήρια επαναστατική προπαγάνδα, χωρίς να φοβούνται τη σύγκρουση με την κρατική εξουσία,
ε) ν’ αντικαθιστούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης με τοπικά Σοβιέτ εργατών αντιπροσώπων. Έτσι, όλη η δουλειά των κομμουνιστών στα δημοτικά ιδρύματα πρέπει να είναι μέρος της δουλειάς τους για τη διάλυση του καπιταλιστικού συστήματος.
14. Η ίδια η προεκλογική εκστρατεία δεν πρέπει να διεξάγεται στο πνεύμα του κυνηγητού όσο το δυνατό περισσότερων κοινοβουλευτικών εδρών, αλλά στο πνεύμα της επαναστατικής κινητοποίησης των μαζών γύρω από τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης. Τον εκλογικό αγώνα πρέπει να τον διεξάγει όλη η μάζα των μελών του κόμματος και όχι μόνο η κορυφή του κόμματος. Είναι μάλιστα απαραίτητο να αξιοποιούνται όλες οι μαζικές εκδηλώσεις (απεργίες, διαδηλώσεις, κινήσεις ανάμεσα σε στρατιώτες και ναύτες κλπ.) που γίνονται τη δεδομένη περίοδο και να αποκαθίσταται στενή σχέση με αυτές. Είναι αναγκαίο να τραβιούνται στη δραστήρια δουλειά όλες οι μαζικές προλεταριακές οργανώσεις.
15. Με την τήρηση αυτών, αλλά και των όρων που αναφέρονται στην ιδιαίτερη οδηγία, η κοινοβουλευτική δουλειά αποτελεί την πλήρη αντίθεση στο βρώμικο πολιτικαντισμό που ασκούν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όλων των χωρών, που πηγαίνουν στο κοινοβούλιο για να στηρίξουν αυτό το «δημοκρατικό» ίδρυμα ή στην καλύτερη περίπτωση για να το «κυριεύσουν». Το κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνο υπέρ της θέσης της αξιοποίησης του κοινοβουλευτισμού στο πνεύμα του Καρλ Λίμπκνεχτ και των μπολσεβίκων.
16. Ο «αντικοινοβουλευτισμός» ως θέση αρχής, με την έννοια της απόλυτης και κατηγορηματικής άρνησης συμμετοχής στις εκλογές και στην κοινοβουλευτική επαναστατική δουλειά, αποτελεί συνεπώς μια αφελή παιδιάστικη θεωρία που δεν αντέχει την κριτική, που στη βάση της έχει μια υγιή, μερικές φορές, αποστροφή για τους πολιτικάντηδες βουλευτές, που όμως ταυτόχρονα δε βλέπει τη δυνατότητα επαναστατικού κοινοβουλευτισμού. Επιπλέον αυτή η θεωρία συχνά συνδυάζεται με μια εντελώς εσφαλμένη άποψη για το ρόλο του κόμματος, που δε βλέπει στο κομμουνιστικό κόμμα τη μαχητική συσπειρωμένη πρωτοπορία των εργατών, αλλά ένα αποκεντρωμένο σύστημα κακά συνδεδεμένων μεταξύ τους ομάδων.
17. Από την άλλη πλευρά, από την αποδοχή της κοινοβουλευτικής δουλειάς από θέσεις αρχών δεν προκύπτει μια απόλυτη και χωρίς οποιουσδήποτε όρους αναγνώριση της ανάγκης συγκεκριμένων εκλογικών αναμετρήσεων και συγκεκριμένης συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις. Εδώ το θέμα εξαρτάται από σειρά ειδικών προϋποθέσεων. Με ορισμένη σύνθεση αυτών των όρων μπορεί να αποδειχτεί αναγκαία η αποχώρηση από το κοινοβούλιο. Έτσι έκαναν οι μπολσεβίκοι, όταν αποχώρησαν από το κοινοβούλιο, ώστε να το διαλύσουν, να το αποδυναμώσουν άξαφνα και να του αντιπαραθέσουν το Σοβιέτ της Πετρούπολης, το οποίο βρισκόταν στο κατώφλι της καθοδήγησης της εξέγερσης. Έτσι έκαναν στη Συντακτική Συνέλευση την ημέρα της διάλυσής της, μεταφέροντας το κέντρο βάρους των πολιτικών εξελίξεων στο 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ. Σε άλλες συνθήκες μπορεί να είναι απαραίτητο το μποϊκοτάρισμα των εκλογών και η άμεση βίαιη καταστροφή τόσο του συνόλου του αστικού κρατικού μηχανισμού, όσο και της αστικής κοινοβουλευτικής κλίκας ή η συμμετοχή στις εκλογές με αποχή από το ίδιο το κοινοβούλιο κλπ.
18. Συνεπώς, αναγνωρίζοντας ως γενικό κανόνα την ανάγκη συμμετοχής στις εκλογές, τόσο στα κεντρικά κοινοβούλια όσο και στα όργανα τοπικής αυτοδιοίκησης και επίσης και τη δουλειά σε αυτά τα ιδρύματα, το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να λύνει το ζήτημα συγκεκριμένα, ξεκινώντας από την εκτίμηση των ιδιαιτεροτήτων της τρέχουσας στιγμής. Η αποχή από τις εκλογές ή το κοινοβούλιο, όπως και η αποχώρηση από το τελευταίο, είναι επιτρεπτή, κυρίως όταν υπάρχουν οι συνθήκες για άμεσο πέρασμα στον ένοπλο αγώνα για την εξουσία.
19. Είναι απαραίτητο να λαμβάνεται συνεχώς υπόψη η σχετικά μικρή σημασία αυτού του ζητήματος. Επειδή το κέντρο βάρους βρίσκεται στον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα για την κρατική εξουσία, είναι αυτονόητο ότι το ζήτημα της προλεταριακής δικτατορίας και της μαζικής πάλης γι’ αυτήν είναι μη συγκρίσιμο με το ειδικό ζήτημα της αξιοποίησης του κοινοβουλευτισμού.
20. Γι’ αυτό η Κομμουνιστική Διεθνής υπογραμμίζει κατηγορηματικά ότι θεωρεί μεγάλο λάθος κάθε διάσπαση ή προσπάθεια διάσπασης μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία ακολουθούν αυτή τη γραμμή και μόνο γι’ αυτό το λόγο. Το Συνέδριο καλεί όλα τα στοιχεία που στέκουν στο έδαφος της αναγνώρισης της μαζικής πάλης για την προλεταριακή δικτατορία κάτω από την καθοδήγηση του συγκεντρωτικού κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου, που ασκούν την επιρροή τους σε όλες τις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, να επιδιώξουν την πλήρη ομοφωνία των κομμουνιστικών στοιχείων, παρά τις πιθανές διαφωνίες σχετικά με το ζήτημα της αξιοποίησης των αστικών κοινοβουλίων.

ΙΙΙ. Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ

Για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή επαναστατικής κοινοβουλευτικής τακτικής στην πράξη, είναι απαραίτητα τα εξής:
1. Το κομμουνιστικό κόμμα συνολικά και η ΚΕ του από το προκαταρκτικό στάδιο, δηλαδή πριν τις κοινοβουλευτικές εκλογές, πρέπει να φροντίζουν συστηματικά για την ποιότητα της σύνθεσης των κοινοβουλευτικών ομάδων. Η ΚΕ του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να έχει την ευθύνη για όλη τη δουλειά της κοινοβουλευτικής ομάδας των κομμουνιστών. Η ΚΕ του κομμουνιστικού κόμματος πρέπει να έχει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να απορρίπτει τον οποιονδήποτε υποψήφιο της οποιασδήποτε οργάνωσης, εάν δεν είναι σίγουρη ότι αυτός ο υποψήφιος, περνώντας στο κοινοβούλιο, θα ασκήσει πραγματικά κομμουνιστική πολιτική.
Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να απορρίψουν την παλιά σοσιαλδημοκρατική συνήθεια να προβάλλουν αποκλειστικά ως υποψήφιους τους λεγόμενους «έμπειρους» κοινοβουλευτικούς, κυρίως δικηγόρους κλπ. Κατά κανόνα είναι απαραίτητο να προωθούνται ως υποψήφιοι εργάτες, χωρίς να ενοχλεί ότι μερικές φορές μπορεί να είναι απλά μέλη του κόμματος χωρίς μεγάλη κοινοβουλευτική εμπειρία. Το κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να καταδιώκει ανελέητα εκείνα τα καριερίστικα στοιχεία που προσκολλώνται στα κομμουνιστικά κόμματα με σκοπό την είσοδο στο κοινοβούλιο. Οι ΚΕ των κομμουνιστικών κομμάτων πρέπει να επικυρώνουν τις υποψηφιότητες εκείνων μόνο των ανθρώπων που απέδειξαν με τη μακροχρόνια δουλειά τους την αναμφισβήτητη αφοσίωσή τους στην εργατική τάξη.
2. Όταν ολοκληρώνονται οι εκλογές, η υπόθεση της οργάνωσης της κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να βρίσκεται ολοκληρωτικά στα χέρια της ΚΕ του κομμουνιστικού κόμματος - εντελώς ανεξάρτητα από το αν το κόμμα συνολικά τη δεδομένη στιγμή είναι νόμιμο ή παράνομο. Ο πρόεδρος και το προεδρείο της κοινοβουλευτικής ομάδας των κομμουνιστών πρέπει να εγκρίνονται από την ΚΕ του κόμματος. Η ΚΕ του κόμματος πρέπει να έχει ένα μόνιμο εκπρόσωπό της στην κοινοβουλευτική ομάδα με δικαίωμα βέτο. Σε όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα η κοινοβουλευτική ομάδα υποχρεούται να ζητάει προκαταρκτικές κατευθύνσεις από την ΚΕ του κόμματος. Η ΚΕ έχει δικαίωμα και υποχρεούται σε κάθε επικείμενη σημαντική τοποθέτηση των κομμουνιστών στο κοινοβούλιο να ορίζει ή να απορρίπτει τον ομιλητή της ομάδας, να απαιτεί από αυτόν την εκ των προτέρων παρουσίαση των θέσεων της ομιλίας ή της ίδιας της ομιλίας για έγκρισή τους στην ΚΕ κλπ. Από κάθε υποψήφιο σε ψηφοδέλτιο των κομμουνιστών πρέπει να ζητείται εντελώς επίσημα η γραπτή συμφωνία, ότι σε πρώτη απαίτηση της ΚΕ του κόμματος ο εν λόγω υποψήφιος υποχρεούται να παραιτηθεί, ώστε σε περίπτωση ανάγκης το κόμμα να μπορέσει να υλοποιήσει οργανωμένα μια απόφαση αποχώρησης από το κοινοβούλιο.
3. Στις χώρες όπου κατάφεραν να εισχωρήσουν στις κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμουνιστών ρεφορμιστικά, μισορεφορμιστικά ή απλώς καριερίστικα στοιχεία (και αυτό έχει ήδη γίνει σε ορισμένες χώρες), οι ΚΕ των κομμουνιστικών κομμάτων είναι υποχρεωμένες να πραγματοποιήσουν ριζική κάθαρση της σύνθεσης των κοινοβουλευτικών ομάδων, ξεκινώντας από την αρχή ότι για την υπόθεση της εργατικής τάξης είναι πολύ πιο ωφέλιμο να έχει μια μικρή αλλά πραγματικά κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα, παρά μια πολυάριθμη κοινοβουλευτική ομάδα χωρίς σταθερή κομμουνιστική γραμμή.
4. Ο κομμουνιστής βουλευτής είναι υποχρεωμένος με απόφαση της ΚΕ να συνδυάζει τη νόμιμη και την παράνομη δουλειά. Στις χώρες όπου ο κομμουνιστής βουλευτής έχει ακόμα κάποια κοινοβουλευτική ασυλία έναντι των αστικών νόμων, αυτή η ασυλία πρέπει να αξιοποιείται για να βοηθά την παράνομη οργάνωση και προπαγάνδα του κόμματος.
5. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να υποτάσσουν όλες τους τις κοινοβουλευτικές τοποθετήσεις στην εξωκοινοβουλευτική δουλειά του κόμματός τους. Με υπόδειξη του κόμματος και της Κεντρικής του Επιτροπής πρέπει να γίνεται τακτική εισαγωγή ενδεικτικών νομοσχεδίων, που δεν προορίζονται για υπερψήφιση από την αστική πλειοψηφία, αλλά για προπαγάνδα, αγκιτάτσια και οργάνωση.
6. Όταν γίνονται εργατικές διαδηλώσεις και άλλες επαναστατικές εκδηλώσεις, ο κομμουνιστής βουλευτής υποχρεούται να είναι στην πρώτη, ορατή θέση, επικεφαλής των προλεταριακών μαζών.
7. Οι κομμουνιστές βουλευτές, με όλα τα διαθέσιμα μέσα, πρέπει να διατηρούν (κάτω από τον έλεγχο του κόμματος) γραπτές και κάθε είδους επαφές με τους επαναστάτες εργάτες, αγρότες και άλλους εργαζόμενους, χωρίς σε καμία περίπτωση να μοιάζουν με τους σοσιαλδημοκράτες βουλευτές που διαγκωνίζονται για ρουσφέτια στους εκλογείς. Πρέπει να βρίσκονται συνέχεια στη διάθεση της κομμουνιστικής οργάνωσης για την οποιαδήποτε προπαγανδιστική δουλειά στη χώρα.
8. Κάθε κομμουνιστής βουλευτής υποχρεούται να θυμάται ότι δεν είναι «νομοθέτης», που πρέπει να αναζητεί τη συμφωνία με τους άλλους νομοθέτες, αλλά αγκιτάτορας του κόμματος, που στάλθηκε στο στρατόπεδο των εχθρών για να εφαρμόσει εκεί τις αποφάσεις του κόμματος. Ο κομμουνιστής βουλευτής δεν είναι υπεύθυνος μπροστά στη διασκορπισμένη μάζα των εκλογέων, αλλά μπροστά στο κομμουνιστικό κόμμα του, είτε αυτό είναι νόμιμο είτε παράνομο.
9. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να μιλούν στο κοινοβούλιο με γλώσσα που θα είναι κατανοητή σε κάθε απλό εργάτη, αγρότη, πλύστρα, βοσκό, ώστε το κόμμα να μπορεί να τυπώνει τις ομιλίες τους σε προκηρύξεις και να τις διαδίδει στις πιο απομακρυσμένες επαρχιακές γωνιές της χώρας του.
10. Οι απλοί εργάτες μέλη του κόμματος πρέπει, χωρίς να διστάζουν, να μιλούν στα αστικά κοινοβούλια, χωρίς να υποχωρούν μπροστά στους λεγόμενους έμπειρους βουλευτές, ακόμα και στην περίπτωση που οι εργάτες είναι καινούργιοι στον κοινοβουλευτικό τομέα. Σε περίπτωση ανάγκης, οι εργάτες βουλευτές μπορούν να διαβάζουν την ομιλία τους κατευθείαν από το γραπτό, ώστε μετά η ομιλία να μπορεί να τυπωθεί σε εφημερίδες ή προκηρύξεις.
11. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να αξιοποιούν το κοινοβουλευτικό βήμα όχι μόνο για την αποκάλυψη της αστικής τάξης και των επίσημων τσιρακιών της, αλλά και των σοσιαλπατριωτών, των ρεφορμιστών, των μεσοβέζων πολιτικών του «κέντρου» και των άλλων εχθρών του κομμουνισμού και για την πλατιά προπαγάνδιση των ιδεών της Γ΄ Διεθνούς.
12. Οι κομμουνιστές βουλευτές, ακόμα και στην περίπτωση που είναι ένας ή δυο σε ολόκληρο το κοινοβούλιο, με όλη τους τη συμπεριφορά πρέπει να ρίχνουν το γάντι στον καπιταλισμό και να μην ξεχνούν ποτέ ότι το όνομα του κομμουνιστή το αξίζει μόνο εκείνος που είναι –στην πράξη και όχι στα λόγια– θανάσιμος εχθρός του αστικού συστήματος και των σοσιαλπατριωτικών τσιρακιών του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

*  Απόφαση του 2ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που ψηφίστηκε στις 2 Αυγούστου 1920. Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο του περιοδικού «Κομμουνιστική Διεθνής», Νο 13, 1920 και αντιπαραβολή με το κείμενο του βιβλίου «Der Zweite Kongress der Kommunistischen Internationale . Protokoll der Verhandlungen vom 19 Juli in Petrograd und vom 23 Juli bis 7 August 1920 in Moskau», Hamburg, 1921.
1. Industrial Workers of the World (IWW) - Συνδικαλιστικό κίνημα επαναστατικής κατεύθυνσης που δημιουργήθηκε το 1905 σε βιομηχανικούς χώρους. Απέρριπτε τη συμμετοχή στις εκλογές και τη συμμετοχή στην Aμερικανική Συνομοσπονδία Εργασίας (AFL). Η επιρροή του υποχώρησε μετά τη δημιουργία του ΚΚ ΗΠΑ το 1919. Η πλειοψηφία των IWW απέρριψε την ένταξη στην ΚΔ το 1921.
2. Οι «επαναστάτες συνδικαλιστές» και οι αναρχο-συνδικαλιστές αποτελούσαν μια σχετικά ισχυρή τάση (με ποικίλες αποχρώσεις) στο συνδικαλιστικό κίνημα της εποχής που θεωρούσε ότι η εργατική τάξη διαμορφώνει την πρωτοπορία της με την μορφή των συνδικάτων και ότι θα πραγματοποιήσει την κοινωνική επανάσταση διαμέσου των συνδικάτων. Ήταν, από άποψη αρχών, εχθρικοί στο ρόλο των κομμουνιστικών κομμάτων και στην αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου.
3. Το Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (KAPD)  προήρθε από τη διάσπαση από το ΚΚ μιας υπεραριστερής πτέρυγας τον Οκτώβρη 1919. Έγινε δεκτό ως συμπαθών τμήμα της ΚΔ το Νοέμβρη του 1920. Γρήγορα οδηγήθηκε στη φθορά και τη διάσπαση, με πολλά μέλη του να προσχωρούν στο ΚΚ Γερμανίας.
4. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919) ήταν επιφανής παράγοντας του γερμανικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος. Πάλεψε δραστήρια ενάντια στον οπορτουνισμό και τον μιλιταρισμό. Στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου τάχθηκε ενάντια στην υποστήριξη της κυβέρνησης της «χώρας του» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Στις 2 Δεκέμβρη 1914 ήταν ο μόνος απ’ όλο το Ράιχσταγκ (γερμανικό κοινοβούλιο) που καταψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις.
5. Η Πανρωσική Δημοκρατική Σύσκεψη συγκλήθηκε από την μενσεβίκικη-εσέρικη πλειοψηφία των Σοβιέτ το Σεπτέμβρη του 1917. Διακηρυγμένος στόχος της ήταν η λύση του ζητήματος της εξουσίας, όμως πραγματικός της σκοπός ήταν να αποτραβηχτεί η προσοχή των λαϊκών μαζών από την επανάσταση που φούντωνε. Στη Σύσκεψη, όπου υπο-αντιπροσωπεύονταν οι εργατικές και αγροτικές μάζες, συμμετείχαν οι Μπολσεβίκοι, με σκοπό να την χρησιμοποιήσουν σαν βήμα για το ξεσκέπασμα των μενσεβίκων και των εσέρων. (Για περισσότερες πληροφορίες δες Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, σημείωση 76).
6. Το Προκοινοβούλιο (Πανρωσικό Συμβούλιο της Δημοκρατίας) ορίστηκε από τα μέλη της Δημοκρατικής Σύσκεψης. Αντιπροσώπευε έναν συμβιβασμό των εσέρων και των μενσεβίκων με τους καντέτους, μια προσπάθεια να καλλιεργηθούν κοινοβουλευτικές αυταπάτες στον λαό. Η Κεντρική Επιτροπή των Μπολσεβίκων, με πρόταση του Λένιν και υπερνικώντας την αντίσταση του Κάμενεφ, του Ρίκοφ και άλλων, αποφάσισε την αποχώρηση των Μπολσεβίκων από το Προκοινοβούλιο. (Για περισσότερες πληροφορίες δες Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 34, σημείωση 76).
7. Οι εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση, που είχαν προκηρυχτεί από την Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι, έγιναν μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης με βάση τον παλιό εκλογικό νόμο και πριν μεγάλες μάζες του πληθυσμού αντιληφθούν την σημασία της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι δεξιοί εσέροι που πήραν την πλειοψηφία στις απομακρυσμένες από τα βιομηχανικά κέντρα περιοχές. Η Σοβιετική κυβέρνηση συγκάλεσε τη Συντακτική Συνέλευση τον Γενάρη του 1918. Η άρνηση της αντεπαναστατικής πλειοψηφίας της Συνέλευσης να αναγνωρίσει την Σοβιετική εξουσία, οδήγησε στη διάλυσή της με απόφαση της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ.


24.10.15

Ο ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΟΥ ΕΚΦΡΑΣΗ


O «ευρωκομμουνισμός» είναι η οπορτουνιστική πολιτική που ακολούθησαν μια σειρά κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης από τη δεκαετία του 1960. Την ονομασία του την πήρε από έναν Ιταλό δημοσιογράφο το 1975 και υιοθετήθηκε στη συνέχεια και από τους ίδιους τους «ευρωκομμουνιστές»1. Το ζήτημα της διαφορετικής στάσης των κομμουνιστικών κομμάτων πάνω στο δίλημμα επανάσταση ή μεταρρύθμιση, δηλαδή ανατροπή ή διαχείριση του συστήματος, κάνει και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη την αποτίμηση του «ευρωκομμουνισμού». Επιδιωκόμενος στόχος αυτού του άρθρου είναι μια κριτική του «ευρωκομμουνισμού» υπό το πρίσμα του μαρξισμού-λενινισμού. Η ανάλυση εστιάζει στη δραστηριότητα των τριών κύριων κομμουνιστικών κομμάτων που θεωρούνται βασικοί εκφραστές του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος (Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα). Επιχειρείται η κωδικοποίηση της επιχειρηματολογίας των «ευρωκομμουνιστών» και η ανάλυση της κοινωνικής τους βάσης. Σε ένα δεύτερο μέρος δίνεται η σύνδεση με την ελληνική εκδοχή του «ευρωκομμουνισμού» («ΚΚΕ Εσωτερικού»), στη γέννηση και την ιστορική διαδρομή της.

1. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

 Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως τα καινούρια ρούχα του «ευρωκομμουνισμού» δεν είναι τόσο καινούρια, όσο παρουσιάστηκαν. Η υπερτίμηση των μεταρρυθμίσεων και των οικονομικών αγώνων, η αμφισβήτηση της πρωτοπορίας του προλεταριάτου, η αποκήρυξη της δικτατορίας του, η αποδοχή της δυνατότητας ειρηνικής μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό κλπ., αποτελούν στην ουσία τον πυρήνα των αναθεωρητικών θεωριών, που εμφανίστηκαν αρχικά στα τέλη του 19ου αιώνα, μέσα από την αντιπαράθεση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας με τον Μπερνστάιν2. Η θεωρητική απόρριψη της οπορτουνιστικής παρέκκλισης του Μπερνστάιν από τη Β΄ Διεθνή δε συνδυάστηκε με μια ιδεολογική και οργανωτική θωράκιση των κομμάτων απέναντι στον οικονομισμό και στον οπορτουνισμό (με εξαίρεση το κόμμα των μπολσεβίκων στη Ρωσία), ενώ υποτιμήθηκε η κοινωνική βάση της διαμόρφωσης του οπορτουνισμού στα πλαίσια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ετσι, ο «εφιάλτης» για την εργατική τάξη έγινε πραγματικότητα στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών συνέδραμε στους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς των αστικών τάξεων των χωρών τους, κραδαίνοντας τα θεωρητικά όπλα του οπορτουνισμού3. Η Κομμουνιστική Διεθνής, που ιδρύθηκε το 1919, εξέφραζε την ανάγκη κάθαρσης του εργατικού κινήματος από τον οπορτουνισμό και προσανατολισμού του στην επαναστατική πάλη για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην εποχή του ιμπεριαλισμού, εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων4.
Ωστόσο, η περίπτωση του «ευρωκομμουνισμού» έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον μελέτης σε σχέση με τον οπορτουνισμό της Β΄ Διεθνούς και την κλασική σοσιαλδημοκρατία, επειδή εμφανίζεται στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων, δηλαδή των επαναστατικών κομμάτων «νέου τύπου», που προήλθαν ως αποτέλεσμα της ρήξης με την παλιά σοσιαλδημοκρατία. Μια προσπάθεια ανεύρεσης των «πηγών» του «ευρωκομμουνισμού» στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα απαιτεί μια βαθύτερη και εκτενέστερη μελέτη. Παρόλα αυτά θα πρέπει να μας προβληματίσει η επίδραση που είχε στην εμφάνισή του η αδυναμία πολλών κομμουνιστικών κομμάτων την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να συνδέσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό και αντιφασιστικό αγώνα με την πάλη για την εργατική εξουσία και μάλιστα σε καιρό επαναστατικής κατάστασης σε μια σειρά από χώρες5. Ιδιαίτερα η συμμετοχή των κομμουνιστικών κομμάτων της Ιταλίας και της Γαλλίας στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις (1945-1948)6 είναι έκφραση αυτής της αδυναμίας. Τα συγκεκριμένα κομμουνιστικά κόμματα, μάλιστα, δέχτηκαν κριτική από την Κομινφόρμ (Γραφείο Πληροφοριών).
Μια πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια μετάλλαξης της κομμουνιστικής στρατηγικής με το πρόσχημα των «εθνικών ιδιομορφιών» έγινε από το ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας, το οποίο το 1951 υιοθέτησε τη θέση για ένα «βρετανικό δρόμο προς το σοσιαλισμό». Παρά τη μικρή επιρροή του κόμματος και τη ρεφορμιστική παράδοση του εργατικού κινήματος στη χώρα (από τον καιρό της Α΄ Διεθνούς), η θέση αυτή έχει ξεχωριστή σημασία για την κατανόηση της κοινωνικοταξικής υφής του «ευρωκομμουνισμού».
Η αλληλεπίδραση των οπορτουνιστικών αντιλήψεων στο πλαίσιο των κομμουνιστικών κομμάτων της δυτικής Ευρώπης και των κομμουνιστικών κομμάτων των σοσιαλιστικών χωρών θα αποτυπωθεί στην πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» με τον καπιταλισμό, που υιοθετήθηκε στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ (και σε ένα βαθμό είχε διατυπωθεί και στο 19ο συνέδριο) και στην αντίληψη για μια ειρηνική και κοινοβουλευτική μετάβαση στο σοσιαλισμό στις χώρες της δυτικής Ευρώπης7. Η παγκόσμια συνδιάσκεψη των Κομμουνιστικών και Εργατικών κομμάτων8 (Νοέμβριος 1957) υιοθέτησε τη λογική του ειρηνικού περάσματος, ενώ το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ προχώρησε στην αποδοχή της θεωρίας του «παλλαϊκού κράτους», η οποία δηλώνει εμμέσως την παύση της ταξικής πάλης στα πλαίσια της Σοβιετικής Ενωσης και των υπόλοιπων σοσιαλιστικών κρατών9.
Από εκεί και πέρα θα αρχίσει με μια διαφορετική επιτάχυνση η πορεία των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών της δυτικής Ευρώπης προς τον «ευρωκομμουνισμό». Σημαντικές στιγμές, οι οποίες αξιοποιήθηκαν από τους «ευρωκομμουνιστές» αντιπαραθετικά προς τη Σοβιετική Ενωση, είναι τόσο η διαμάχη των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Κίνας και της ΛΔ της Κορέας και του Εργατικού Κόμματος Αλβανίας με το ΚΚΣΕ (1961), όσο και η διεθνιστική βοήθεια των στρατευμάτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία (1968).
  

2. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

 Οι «ευρωκομμουνιστές», όπως και γενικά οι οπορτουνιστές, δεν παρουσίασαν ποτέ μια ολοκληρωμένη συνεκτική αντίληψη για τη στρατηγική, γεγονός που εξηγείται από τους ίδιους στο όνομα της εθνικής ιδιομορφίας. Ακόμα και κριτικοί του «ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος επισημαίνουν την αοριστία των θέσεών του, μη αντιλαμβανόμενοι ότι ο υποκειμενισμός και ο εκλεκτικισμός είναι στοιχεία της ιδεολογίας και πολιτικής του οπορτουνισμού που «παντρεύει» το μαρξισμό με αστικές θεωρήσεις.
Αν δούμε όμως τα πράγματα με λίγη περισσότερη προσοχή και αν διακρίνουμε κάτω από τις υπαρκτές διαφορές κουλτούρας, ιστορίας, συμφερόντων, πολιτικής συγκυρίας10 κλπ. τον πολιτικό λόγο των «ευρωκομμουνιστών», μπορούμε να εντοπίσουμε τους βασικούς πυλώνες μιας πολιτικής αντίληψης, η οποία -αντίθετα με ό,τι διατείνεται- έρχεται σε σύγκρουση με τον πυρήνα της ταυτότητας του κομμουνιστικού κινήματος και των στόχων του.
Συγκεκριμένα, ενώ η εργατική τάξη αυξάνεται, ως συνέπεια της ένταξης στις γραμμές της μικροαστικών στρωμάτων που καταστρέφονται, αλλά κι εξαιτίας επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων σε νέους κλάδους της βιομηχανίας, οι «ευρωκομμουνιστές» υποτιμούσαν στην πράξη το ρόλο της, επειδή μειωνόταν ο αριθμός των χειρωνακτών εργατών. Και ταυτόχρονα, γι’ αυτό το λόγο έδιναν προβάδισμα στους διανοούμενους.
Με άλλα λόγια η νόθευση του εργατικού χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος εκφράζεται στην αναθεώρηση της μαρξιστικής θέσης για την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης στην κοινωνική εξέλιξη. Η απώλεια της ταξικής ουσίας και αποστολής του κομμουνιστικού κόμματος έχει ως συνέπεια ο ρόλος των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων να αναλώνεται σε κενές φράσεις και να οδηγείται σε μια συνύπαρξη της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στοιχεία στην κοινωνική του σύνθεση και της μαρξιστικής παράδοσης με τη ρεφορμιστική ταυτότητα στην ιδεολογική του αναφορά. Ως αποτέλεσμα, η οποιαδήποτε κομμουνιστική φρασεολογία αποσκοπούσε απλά και μόνο στην κάλυψη της ανάγκης για διαφοροποίηση από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Οι «ευρωκομμουνιστές» παρουσιάζουν την τεχνολογική πρόοδο και την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη ως στοιχεία μεταρρύθμισης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, δίχως τη σοσιαλιστική επανάσταση και την αντίστοιχη κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη (προλεταριακή εξουσία)11, η οποία θα λύσει την αντίφαση ανάμεσα στις «γέρικες» σχέσεις παραγωγής και τις διαρκώς αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις που ασφυκτιούν μέσα σε αυτές, αντιστοιχίζοντας την κοινωνικοποίηση της εργασίας με την κοινωνική ιδιοκτησία. Πρόκειται για μια γνωστή από την εποχή του Μπερνστάιν μεταρρυθμιστική αντίληψη που αντιστρατεύεται την επαναστατική πάλη και το διαλεκτικό υλισμό γενικότερα.
Κάτω από το φως της «ευρωκομμουνιστικής» ανάλυσης, ο σοσιαλισμός παρουσιάζεται ως απότοκος μιας μακρόχρονης πορείας μεταρρυθμίσεων στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο12. Ο Λένιν επισήμαινε για τις μεταρρυθμίσεις: «Οι οπαδοί των μεταρρυθμίσεων θα εξαπατούνται από τους υπερασπιστές του παλιού, εφόσον δε θα καταλάβουν ότι κάθε παλιός θεσμός, όσο παράλογος και σάπιος και αν φαίνεται, κρατιέται από τις δυνάμεις τούτων ή εκείνων των κυρίαρχων τάξεων. Και για να σπάσουμε την αντίσταση αυτών των τάξεων υπάρχει μόνο ένα μέσο: να βρούμε μέσα στην ίδια την κοινωνία που μας περιβάλλει, να διαφωτίσουμε και να οργανώσουμε για την πάλη τις δυνάμεις εκείνες , που μπορούν -και λόγω της κοινωνικής τους θέσης οφείλουν- να αποτελέσουν τη δύναμη την ικανή να σαρώσει το παλιό και να δημιουργήσει το νέο»13.
Οι «ευρωκομμουνιστές», προσπαθώντας να διαχωριστούν από τον κλασικό ρεφορμισμό, μιλούσαν για «βαθιές μεταρρυθμίσεις», για «μετασχηματισμούς» στην οικονομία. Ομως στην πράξη αναγόρευαν -με μια φωνή μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες- τις «εθνικοποιήσεις» (κρατικοποιήσεις κάποιων μονοπωλίων) ως πορεία προς το σοσιαλισμό, αποκρύπτοντας ότι οι εθνικοποιήσεις δεν είναι έξω από την αστική διαχείριση, στην περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού μπορούν να γίνονται, υπηρετώντας τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα δεν πρότειναν την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, πάνω στην οποία θα στηριχθεί ο κεντρικός σχεδιασμός και ο εργατικός έλεγχος, αλλά μια «πιο δίκαιη συναινετική ανακατανομή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία». Κατ’ αυτό τον τρόπο το αστικό κρατικό εποικοδόμημα εμφανίζεται ως ρυθμιστής της ταξικής πάλης, αφού αρκούν κάποιες πολιτικές επιλογές για την οικονομία για να καθορίσουν την έκβασή της. Ετσι ανατρέπεται η διαλεκτική σχέση βάσης και εποικοδομήματος και το κράτος προβάλλεται ως όργανο που μπορεί να κατακτηθεί από «τις ζημιούμενες τάξεις»14.
Αυτή η προσέγγιση αντιστρατεύεται την πεμπτουσία της μαρξιστικής διδασκαλίας για την πάλη των τάξεων που στον καπιταλισμό κορυφώνεται με το τσάκισμα του αστικού κράτους. Επακόλουθο αυτής της προσέγγισης είναι μια αταξική προβολή της δημοκρατίας, η οποία βρίσκεται υπεράνω των σχέσεων παραγωγής και του «γενετικού υλικού» του κράτους. Η δημοκρατία παρουσιάζεται ως εγγυητής της κοινωνικής προόδου και της δυνατότητας του προλεταριάτου να κατακτήσει την εξουσία, αποκαθαρμένη από τις ταξικές της δεσμεύσεις15. Στο όνομα μιας πραγματικής δημοκρατίας, μιας «καθαρής» δημοκρατίας που θα είναι η έκφραση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού, εσκεμμένα λησμονείται ότι η αστική δημοκρατία ήταν και παραμένει μορφή της ταξικής κυριαρχίας (δικτατορίας) και πως όταν τα οικονομικά βάθρα της κυριαρχίας του κεφαλαίου αμφισβητούνται, η αστική δημοκρατία γρήγορα αποκαλύπτει ανοιχτά τον πραγματικό χαρακτήρα της, διεξάγοντας έναν ταξικό αγώνα ζωής ή θανάτου για την επιβίωσή της16. Ως απόρροια αυτής της λογικής, αντί ο σοσιαλισμός να συνιστά δημοκρατία για τους εργάτες και τους εκμεταλλευόμενους, της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, καταπιέζοντας τους καταπιεστές, ταυτίζεται με τη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας17. Τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα, μπολιασμένα με τα αστικά ιδεολογήματα για τη δημοκρατία, δε βλέπουν τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις ως καταλύτη για τη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης που θα φέρει τη σοσιαλιστική επανάσταση στην ημερήσια διάταξη, αλλά καλούν την εργατική τάξη να συμμορφωθεί στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, μπροστά στο φόβο της βίαιης αντίδρασης της αστικής τάξης18. Ως άμεση συνέπεια, οι «ευρωκομμουνιστές» μιλούν για την ανάγκη η εργατική τάξη να φορτωθεί από κοινού με τους αστούς το βάρος των αδιεξόδων του καπιταλισμού19. Αποτέλεσμα είναι η επανάσταση να λοιδορείται ως «ξεπερασμένο» μέσο, το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο προγενέστερων οικονομικοκοινωνικών συστημάτων, ενώ η πάλη μέσα από τα αστικά κοινοβούλια να υπερτιμάται και να απολυτοποιείται και η αστική νομιμότητα να εξυμνείται20. Η δε πάλη των κομμουνιστικών κομμάτων για την προλεταριακή εξουσία αντικαθίσταται -από τους «ευρωκομμουνιστές»- με την από τα μέσα κατάκτηση των θεσμών του καπιταλιστικού συστήματος.
Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων οι «ευρωκομμουνιστές», αξιοποιώντας την οπορτουνιστική αντίληψη για «ειρηνική συνύπαρξη» του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού που είχε επικρατήσει εκείνη την περίοδο στο κομμουνιστικό κίνημα, οδηγήθηκαν στο μικροαστικό πασιφισμό, «ξεχνώντας» πως ο Λένιν υποστήριζε ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνέχεια της ιμπεριαλιστικής ειρήνης και κατά συνέπεια, μόνο η μετατροπή του σε σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να χτυπήσει τη ρίζα του «κακού»21.
Πώς όμως οι «ευρωκομμουνιστές» θα υπερασπιστούν τη διαφορετική τους υπόσταση μέσα σε μια Ευρώπη χωρισμένη σε «δύο αντίπαλους στρατιωτικοπολιτικούς σχηματισμούς», όπως οι ίδιοι επανειλημμένα καταγγέλλουν, αναπαράγοντας τις αντιλήψεις περί δύο υπερδυνάμεων, γεγονός που σημαίνει ότι στην πράξη εξομοίωναν τα σοσιαλιστικά κράτη με τα ιμπεριαλιστικά; Σε πολιτικό επίπεδο επιχειρηματολογούσαν με εκλεκτικισμό υπέρ ενός εναλλακτικού σχεδίου για μια ανεξάρτητη «Ευρώπη των λαών», η οποία θα μπορούσε να επιβιώσει ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (τις δύο αντίπαλες συμμαχίες). Διακήρυσσαν μια συμμαχία των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης, παρακάμπτοντας το πραγματικό ερώτημα του Λένιν για το αν θα πρόκειται για μια καπιταλιστική -επομένως αντιδραστική- ή σοσιαλιστική ένωση της Ευρώπης22.
Στην πραγματικότητα και πέρα από το επίπεδο των διακηρύξεων, οι «ευρωκομμουνιστές» ξεπέρασαν και την προβεβλημένη θέση της ουδετερότητας. Στήριξαν την είσοδο των χωρών τους στο ΝΑΤΟ, προς χάριν της «ισορροπίας», ενώ η φιλειρηνική και ανεξάρτητη Ευρώπη ταυτίστηκε με την ΕΟΚ. Σε όχι λίγες περιπτώσεις, τα λευκά περιστέρια της ειρήνης γίνονταν γεράκια του πολέμου για να υπερασπιστούν τις χώρες τους, «παραλείποντας» το ιμπεριαλιστικό παρελθόν και παρόν τους23, προτάσσοντας την υπεράσπιση της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων και εγκαταλείποντας το δίκαιο πόλεμο της εργατικής τάξης.
Σαφώς οι παραπάνω στρεβλώσεις των «ευρωκομμουνιστών» δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά ήταν αποτέλεσμα σταδιακών παρεκκλίσεων και διολισθήσεων προς τη γραμμή ενός διαφορετικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, ο οποίος ευνοούνταν, δήθεν, από τη μεταπολεμική αποδυνάμωση του καπιταλισμού. Ας δούμε όμως και τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της στρατηγικής τους.
  

3. Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΞΗ
ΤΗΣ «ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ» ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

 Φυσικά, μέσα στο πλαίσιο αυτού του άρθρου δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε ολοκληρωμένα την ιστορία των τριών κομμάτων (Ιταλικό ΚΚ, Γαλλικό ΚΚ και Ισπανικό ΚΚ) και κατ’ επέκταση την πολιτική ιστορία τριών χωρών. Στην παρούσα φάση παρουσιάζονται άξονες με τους σταθμούς της πορείας των τριών κομμάτων με σκοπό να βοηθήσουν στην περαιτέρω κατανόηση του ζητήματος.

TO ΙΤΑΛΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

 Μετά την εκδίωξή του από την κυβέρνηση (1948) και αργότερα, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ακολούθησε μια εξαιρετικά νομιμόφρονη στάση (το διάστημα 1948-1968 ψήφισε τα 3/4 των νομοσχεδίων που κατατέθηκαν στην ιταλική Βουλή)24, προωθώντας διαρκώς την εικόνα του παράγοντα σταθερότητας.
Αρχικά, το κόμμα διατήρησε σχέσεις φιλίας με τη Σοβιετική Ενωση. Το 1964 πεθαίνει ο ιστορικός γραμματέας Παλμίρο Τολιάτι και λίγο μετά το θάνατό του δημοσιεύεται το γράμμα του προς το Χρουστσιόφ, όπου τάσσεται υπέρ του «πολυκεντρισμού», βασικό σημείο αναφοράς στην πολιτική των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων25. Την ίδια στιγμή το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το μόνο αντιπολιτευόμενο κόμμα, μετά το σχηματισμό κυβέρνησης από τους χριστιανοδημοκράτες σε συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες, τους «σοσιαλιστές» και τους ρεπουμπλικάνους. Το κρίσιμο δίλημμα που τέθηκε ήταν: μια πολιτική ρήξης με το αστικό πολιτικό σύστημα, με σκοπό την ανατροπή του καπιταλισμού ή μια προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου του κομμουνιστικού κόμματος στο πλαίσιό του; Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα επέλεξε ξεκάθαρα το δεύτερο δρόμο.
Το φθινόπωρο του 1969 σημειώνονται διευρυμένες κινητοποιήσεις στα εργοστάσια της Ιταλίας, οι οποίες αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη κοινωνική κρίση που γνώρισε η Ιταλία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο26. Οι καταληψίες ξεπέρασαν τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, οι οποίες στο σύνολό τους υιοθετούσαν τη λογική της διαχείρισης και συσπείρωσαν το 80% των εργατών. Παρόλα αυτά, κάτω από την έλλειψη οποιουδήποτε πολιτικού στόχου και την απουσία κομμουνιστικού πολιτικού φορέα, οι εργατικές κινητοποιήσεις έληξαν με την ικανοποίηση κάποιων οικονομικών αιτημάτων.
Στο 13ο Συνέδριο (1972) το κόμμα για πρώτη φορά διακηρύσσει ότι δεν είναι αρκετή μια πολιτική συνεργασιών με την αριστερά για την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Τα γεγονότα της Χιλής (1973)27 αποτέλεσαν το πρόσχημα για την εμφάνιση του «ιστορικού συμβιβασμού». Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, με ηγέτη τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, μετά την ανατροπή της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» από τη δικτατορία του Πινοσέτ, δεν οδηγείται στο συμπέρασμα για ανάγκη προετοιμασίας του κινήματος για την αξιοποίηση όλων των μορφών πάλης και της ένοπλης ενάντια στην άσκηση βίας από την αστική τάξη και το διεθνή ιμπεριαλισμό, αλλά αντίθετα καταλήγει στο συμπέρασμα για την ανάγκη μιας ευρύτερης συμμαχίας κομμουνιστών - σοσιαλδημοκρατών - χριστιανοδημοκρατών (ιδεολόγημα του «ιστορικού συμβιβασμού»), η οποία δε θα φοβίζει την αστική τάξη28. Είναι φανερό από την πολιτική αυτή τοποθέτηση ότι το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν αποσκοπούσε να αξιοποιήσει την οικονομική κρίση για να φανερώσει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, αλλά για να αναβαθμίσει το ρόλο του στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης και γι’ αυτό το λόγο ο Μπερλινγκουέρ κάλεσε τους εργάτες να επωμισθούν από κοινού την κρίση. Στις εκλογές του 1976 το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έλαβε το 34,4% των ψήφων, γεγονός που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εκλογική του επιτυχία. Το αποτέλεσμα αυτής της επιτυχίας ήταν η στήριξη της κυβέρνησης το 1977, με αντάλλαγμα την προεδρία στο κοινοβούλιο και σε κάποιες από τις σημαντικότερες επιτροπές του.
Μέσα σε αυτό το κλίμα το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να διαμορφώσει μια κοινή στρατηγική με τα υπόλοιπα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα στις συναντήσεις του 1975 και στη συνδιάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης στο Βερολίνο το 197629. Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας ήταν η κοινή συνάντηση των τριών βασικών «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων στη Μαδρίτη το 1977.
Η συμμετοχή στην κυβέρνηση όμως δεν αποτέλεσε τη δικαίωση, αλλά τη χρεοκοπία των «ευρωκομμουνιστικών» θεωριών, τουλάχιστον με αυτή τη μορφή. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αντί να διαβρώσει την αστική εξουσία, διαβρώθηκε το ίδιο, όπως ήταν φυσικό. Το περιβόητο σύνθημα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ότι αποτελεί ταυτόχρονα κόμμα διαμαρτυρίας και κόμμα εξουσίας, έγινε σμπαράλια στη μέγγενη του κυβερνητισμού, μέλη και ψηφοφόροι του άρχισαν να απογοητεύονται, γεγονός με άμεσο αντίκρισμα στα εκλογικά του ποσοστά. Οι προσπάθειες «διάσωσης» του κύρους του κόμματος στηρίζονταν στην όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από το μαρξισμό-λενινισμό, αναπαράγοντας τα πολιτικά του αδιέξοδα30. Ως νέα πρόταση εξουσίας σερβιρίστηκε ξαναζεσταμένη η πολιτική συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες. Η πορεία ταχύτατης σοσιαλδημοκρατικοποίησης ολοκληρώθηκε με τη διάλυση του κόμματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπό το φως των αντεπαναστατικών εξελίξεων στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη και το βάρος των οικονομικών σκανδάλων που συντάραξαν και τα τρία κόμματα (που θα ενσάρκωναν κατά τον Μπερλινγκουέρ τον ιστορικό συμβιβασμό).31

ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

 Η πορεία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος προς τον «ευρωκομμουνισμό» αρχίζει το 1964, όταν κατά τη διάρκεια του 17ου Συνεδρίου του αποκηρύσσεται η δικτατορία του προλεταριάτου και η βίαιη κατάληψη της εξουσίας32. Το 1965 κοινός υποψήφιος κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών ορίζεται ο Φρανσουά Μιτεράν. Για τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα άσκησε ήπια κριτική στην ΕΣΣΔ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, γεγονός που δεν εμπόδισε την αποχώρηση του ηγέτη των «ανανεωτικών» Γκαρωντύ, αλλά που οδήγησε σε παραίτηση από την άλλη πλευρά τη χήρα του Μωρίς Τορέζ.
Τα γεγονότα του Μάη του 1968, τα οποία διογκώθηκαν με τη συμμετοχή της εργατικής τάξης και τις καταλήψεις εργοστασίων, βρήκαν το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα -παρά τη συμμετοχή του στις κινητοποιήσεις- να μην μπορεί να αποδείξει την ιδεολογικοπολιτική του πρωτοπορία. Υιοθέτησε την πρόταση των σοσιαλδημοκρατών για μεταβατική κυβέρνηση και όταν ο Ντε Γκωλ αποφάσισε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, έχοντας ως εχέγγυο τα προηγούμενα εκλογικά του αποτελέσματα, ρίχτηκε στην εκλογική μάχη, συμβάλλοντας στο σταμάτημα των κινητοποιήσεων. Δεν προσπάθησε να θέσει αιτήματα πέραν του οικονομισμού και της διαχείρισης. Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη σαφούς επαναστατικής στρατηγικής ήταν η τροφή της υπερεπαναστατικής φρασεολογίας και ταυτόχρονα αντικομμουνιστικής δράσης των ηγετών των αριστεριστών φοιτητών. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το πολιτικό καθεστώς κατόρθωσε εύκολα να διαχειριστεί την κρίση μέσω των εκλογών και να οδηγήσει σε απογοήτευση τους αγωνιζόμενους φοιτητές και εργάτες. Η αντιπαράθεση του Γαλλικού ΚΚ με τις αριστερίστικες ομάδες (οι οποίες ανέπτυξαν θεωρίες περί κατάργησης της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης και προωθούσαν τον αντισοβιετισμό) δεν αφορούσε την πάλη για το σωστό πολιτικό προσανατολισμό και την αντιμετώπιση των στρεβλώσεών τους, αλλά γινόταν στο όνομα της υπεράσπισης της «κοινωνικής ειρήνης». Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τη διακήρυξη του Σαμπινύ (1969), αλλά και από το κοινό εκλογικό πρόγραμμα κομμουνιστών-σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές του 1972, όπου, ανάμεσα στα άλλα, αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα συμμετοχής της χώρας στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ33.
Στις προεδρικές εκλογές του 1974 η συνεργασία κομμουνιστών-σοσιαλδημοκρατών πέτυχε ένα καλό αποτέλεσμα. Το 1976 το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, κατά τη διάρκεια του 22ου Συνεδρίου, εναρμονίζει τις θέσεις του με τον «ευρωκομμουνισμό» και αποδέχεται τον πολυκομματισμό μέσα στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, ενώ δεν παρίσταται στο 25ο συνέδριο του ΚΚΣΕ αντιπρόσωπος του κόμματος34. Το 1977 συμμετέχει στην κοινή διακήρυξη των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων στη Μαδρίτη.
Την επόμενη όμως χρονιά, στις εκλογές και τις ευρωεκλογές, καταγράφεται εξασθένιση των κομμουνιστών σε σχέση με τους σοσιαλδημοκράτες. Από την άλλη, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να επαναπροσεγγίσει τη Σοβιετική Ενωση, δραστηριότητα που θα κορυφωθεί μέσω της διακοπής της συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες και την υποστήριξη της Σοβιετικής Ενωσης στον πόλεμο του Αφγανιστάν (1979). Η νέα στάση απέναντι στη Σοβιετική Ενωση επιβεβαιώνεται και στο 23ο Συνέδριο του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (1979), οι αποφάσεις του οποίου συνεχίζουν να κλείνουν το μάτι και στους «ευρωκομμουνιστές». Το πρόγραμμα του 23ου Συνεδρίου προσεγγίζει κατά πολύ αυτό των σοσιαλδημοκρατών και ταυτόχρονα αποκηρύσσει το «σταλινισμό»35.
Η παλινωδία του κόμματος θα συνεχιστεί, όταν το 1981 οδηγείται μετά από ένα κακό εκλογικό ποσοστό -και αφού το ίδιο όλα τα προηγούμενα χρόνια έχει καλλιεργήσει τις αυταπάτες περί κυβέρνησης της αριστεράς- σε κυβερνητική συνεργασία με τους σοσιαλδημοκράτες συμμετέχοντας με τέσσερις υπουργούς36. Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα υιοθέτησε τα βασικά σημεία του κυβερνητικού προγράμματος των σοσιαλδημοκρατών και τα τρία επόμενα χρόνια παραπαίει ανάμεσα στην «προοδευτική διακυβέρνηση» και την αντιπολίτευση, για να αποχωρήσει από την κυβέρνηση το 1984. Εχει όμως χάσει το κύρος του αγωνιζόμενου κόμματος και παράλληλα τα ποσοστά του δεν μπορούν πια να εγγυηθούν ούτε καν τη διαχειριστική του χρησιμότητα. Ο διμέτωπος αγώνας (έναντι των σοσιαλδημοκρατών και των γκωλικών) που θα κηρυχτεί στα πλαίσια του 25ου Συνεδρίου συνιστά περισσότερο μια νέα καιροσκοπική αλλαγή37, η οποία όμως δε θα συγκινήσει ακόμα και τους πιο πιστούς οπαδούς του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που κουράστηκαν από τις συνεχείς του ταλαντεύσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα κινήθηκε πια οριστικά στην κατεύθυνση της συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες και της αναθεώρησης των αρχών του, ενώ λίγο αργότερα αφαίρεσε από το σήμα του και το σφυροδρέπανο, το οποίο έτσι και αλλιώς για πολλά χρόνια βρισκόταν μακριά από την πολιτική του πρακτική.

ΤΟ ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

Στο 5ο Συνέδριο του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (1954) εκφράστηκε η διαμάχη ανάμεσα στην «παραδοσιακή» του ηγεσία και το μετέπειτα Γενικό Γραμματέα του κόμματος, Σαντιάγκο Καρίγιο, η οποία ολοκληρώθηκε στο 6ο Συνέδριο (1959) με την υιοθέτηση από την πλευρά του κόμματος της πολιτικής της «εθνικής συμφιλίωσης» για την ανατροπή της φρανκικής δικτατορίας με ειρηνικά μέσα38. Η αποδοχή της πολιτικής του 20ού Συνεδρίου αποτελεί ουσιαστικά την αφετηρία για την προσπάθεια διαχωρισμού του κόμματος από την ως τότε πολιτική του πρακτική. Το γεγονός αυτό πιστοποιείται από τη δραστηριότητα του κόμματος την επόμενη δεκαετία, οπότε και κατευθύνθηκε στην προσπάθεια οικοδόμησης ευρέων συμμαχιών στη βάση της κατοχύρωσης της αστικής δημοκρατίας και στην καταδίκη της πολιτικής του ΚΚΣΕ, με αποκορύφωμα τη στάση του απέναντι στα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Παρά τις όποιες εκτιμήσεις, ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 το φρανκικό καθεστώς παραμένει ακμαίο. Την ίδια στιγμή όμως οι δυνάμεις του κόμματος πολλαπλασιάζονται, όπως και η δράση του στους διάφορους εργατικούς χώρους39.
Η αυγή της δεκαετίας του 1970 θα βρει το κόμμα με ανεβασμένη επιρροή σε μια σειρά χώρους, αλλά και με μια προσπάθεια συνεργασιών, η οποία εκτεινόταν από το μικρό Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα ως και τους οπαδούς του πρίγκιπα Κάρλος, στη βάση της οποίας ιδρύθηκε η Junta Democratica. Το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα δηλώνει ότι οι επιλογές αφορούν και τη μετά Φράνκο εποχή και δέχεται την προοπτική μιας μελλοντικής εισόδου της χώρας σε ΝΑΤΟ και ΕΟΚ40. Ετσι και αλλιώς, το 8ο Συνέδριο του κόμματος (1972) και το Προγραμματικό του Κείμενο (1973) είχαν στηριχτεί στο βασικό ιδεολογικό πυρήνα του «ευρωκομμουνισμού»41.
Η ασθένεια και ο θάνατος του Φράνκο πυροδοτεί μια έντονη κινητικότητα από την πλευρά της αστικής τάξης και των κομμάτων της, φανερώνοντας πως οι ημέρες του δικτατορικού καθεστώτος ήταν μετρημένες. Απόρροια αυτής της νέας συνθήκης είναι και η ένωση της Junta Democratica με τη Platforma de Convergencia (αντιδικτατορική οργάνωση συνεργασίας σοσιαλδημοκρατών και χριστιανοδημοκρατών), που δήλωνε όχι μόνο τη θέληση του λαού για την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος, αλλά και την επιθυμία της εγχώριας αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών για μετάβαση σε μια αστική δημοκρατία, αφού και το παλιό καθεστώς δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί στα συμφέροντά τους42. Η κατάσταση αυτή πολιτικά αποκρυσταλλώνεται με το διορισμό στη θέση του δοτού (από το βασιλιά) πρωθυπουργού του μετριοπαθούς Αδόλφο Σουάρεθ (Ιούνιος 1976), ο οποίος υπόσχεται εκδημοκρατισμό και εκλογές για την επόμενη χρονιά. Μέσα σε ένα κλίμα αισιοδοξίας για τον αστικό εκδημοκρατισμό και τη νομιμοποίηση του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος το Μάρτιο του 1977 το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα συνυπογράψει τη διακήρυξη της Μαδρίτης.
Η αλλαγή της μορφής της αστικής εξουσίας δε συνοδεύεται από αλλαγές στην πολιτική του κόμματος. Η ηγεσία του κόμματος υπό τον Καρίγιο προσπαθεί να κατοχυρώσει και ιδεολογικοπολιτικά τον «ευρωκομμουνισμό», μιλώντας για την ανάγκη μιας κοινής πολιτικής κομμουνιστών-σοσιαλδημοκρατών και φιλελεύθερων δημοκρατών για την εδραίωση της δημοκρατίας. Το αποτέλεσμα είναι το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα να λάβει χαμηλό ποσοστό σε σχέση με τις προσδοκίες του στις πρώτες ελεύθερες εκλογές του 197743 και να μην μπορέσει να καρπωθεί (εκλογικά) την τεράστια συμβολή του σε όλες τις φάσεις του αντιδικτατορικού αγώνα. Ακολουθώντας την ίδια πολιτική, το κόμμα συνυπόγραψε μαζί με το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα και τους σοσιαλδημοκράτες μια κοινή διακήρυξη, η οποία προέβλεπε τη συμφωνία των κομμάτων για μια συναινετική αντιμετώπιση της κρίσης και για μια κατασταλτική πολιτική έναντι της βασκικής οργάνωσης ΕΤΑ, με αντάλλαγμα την κάλυψη περιορισμένων οικονομικών αιτημάτων των εργαζόμενων και των συνταξιούχων. Ενώ οι «ευρωκομμουνιστές» προσπάθησαν να περιορίσουν τις εργατικές κινητοποιήσεις για να αποδείξουν ότι αποτελούν παράγοντα σταθερότητας, οι σοσιαλδημοκράτες αξιοποίησαν την πολιτική του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος για την αναρρίχησή τους στην εξουσία. Ετσι οι σοσιαλδημοκράτες εμφανίστηκαν μαχητικά αντιπολιτευόμενοι της φιλελεύθερης κυβέρνησης και κατάφεραν να αποκτήσουν κύρος και στον προνομιακό χώρο του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή στα συνδικάτα.
Το 1978 το 9ο Συνέδριο του κόμματος απορρίπτει το λενινισμό, συνεχίζοντας την πορεία μετάλλαξής του44. Πρόσκαιρα στις εκλογές του 1979 βελτιώνει το ποσοστό του, λόγω της έντασης και της βίας από παραστρατιωτικούς και την ΕΤΑ που κάνουν να φαίνεται θελκτική η πρόταση ευρείας συνεργασίας για αποφυγή ενός νέου πραξικοπήματος.
Το 10ο Συνέδριο (1981) θα είναι μια διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς της συνολικής αναθεώρησης και τους «ευρωκομμουνιστές», η οποία δε θα μπορέσει να σώσει το κόμμα από την εκλογική κατρακύλα στις εκλογές του 1982. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το κόμμα, όλα αυτά τα χρόνια, απομακρύνθηκε από τις αρχές του και έχασε την παραδοσιακή του εργατική βάση, με αποτέλεσμα η πολιτική του πρόταση σταδιακά να εκπέσει σε καιροσκοπικές συμμαχίες, οι οποίες γίνονταν στο όνομα κάποιου αόρατου εχθρού της αστικής δημοκρατίας και άφηναν άθικτη την αστικοδημοκρατική διαχείριση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Ο επόμενος Γενικός Γραμματέας προσανατόλισε το κόμμα σε μια πολιτική διάχυσης στο ευρύτερο σχήμα της «Ενωμένης Αριστεράς» και συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες. Αυτή η πολιτική συνεχίζεται ως τις ημέρες μας.
  

4. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΒΑΣΗ
ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

 Οι «ευρωκομμουνιστές» εμφάνιζαν τη στρατηγική τους ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που παρουσιάστηκαν στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι δεδομένες συνθήκες της καπιταλιστικής Δυτικής Ευρώπης δε σηματοδότησαν αλλαγή εποχής στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά αντίθετα επιβεβαίωσαν το χαρακτήρα της εποχής, ως εποχή του ιμπεριαλισμού και της αναγκαιότητας των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και κατά συνέπεια δε δικαιολογούν την αλλαγή της στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων. Μήπως όμως οι συνθήκες αυτές ευνόησαν παράλληλα την ανάπτυξη του «ευρωκομμουνισμού»; Ο προσδιορισμός της κοινωνικοταξικής αναφοράς του «ευρωκομμουνισμού» είναι απαραίτητος, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το επίπεδο του ιδεολογικού υποκειμενισμού. Πρέπει να δούμε την «ευρωκομμουνιστική» στροφή στα κομμουνιστικά κόμματα ως αποτέλεσμα δεδομένων συνθηκών, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δε θα μπορούσε να ακολουθηθεί ένας διαφορετικός επαναστατικός δρόμος. Βεβαίως αυτός ο προβληματισμός δεν μπορεί να εξαντληθεί στο παρόν άρθρο. Το ακόλουθο σκεπτικό έχει αποκλειστικό σκοπό να συμβάλει στον προβληματισμό, στην κατεύθυνση της μαρξιστικής-λενινιστικής ανάλυσης, για τη ρίζα του «ευρωκομμουνισμού» και του σύγχρονου δεξιού οπορτουνισμού γενικότερα.
Ξεκινώντας από τη μεταπολεμική κατάσταση της Ευρώπης, παρατηρούμε ότι μετατρέπεται ακόμα περισσότερο σε επίκεντρο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα δύο οικονομικοκοινωνικά συστήματα (σοσιαλιστικό και καπιταλιστικό). Για πρώτη φορά οι πόθοι των εκμεταλλευόμενων έχουν ενσαρκωθεί στη σοσιαλιστική εξουσία. Η σύγκριση με την ΕΣΣΔ και τις κατακτήσεις της εγείρει αυξημένες αξιώσεις και από το εργατικό κίνημα των δυτικών χωρών. Ολα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που αρκετά κομμουνιστικά κόμματα, πρωτοστατώντας στον αντιφασιστικό αγώνα των λαών της Ευρώπης, απολαμβάνουν διευρυμένο κύρος σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, γεγονός που εκφράζεται και με την άνοδο των εκλογικών45 ποσοστών τους και την κυριαρχία τους στα συνδικάτα. Ακόμα η νίκη της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα αυξάνει την επιρροή του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους στους λαούς.
Παράλληλα, στη μεταπολεμική εποχή η Ευρώπη αποτελεί ένα κρίσιμο κέντρο από οικονομική και γεωστρατηγική άποψη για τον ιμπεριαλισμό και ταυτόχρονα στις χώρες της βρίσκεται συγκεντρωμένη μια πολυπληθής εργατική τάξη, έντονα συνδικαλισμένη και πολιτικά οργανωμένη. Το σχέδιο Μάρσαλ δηλώνει σαφώς την προσπάθεια θωράκισης της κυριαρχίας των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, ενώ τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται δίνουν τη δυνατότητα διαμόρφωσης νέων συμμαχιών της αστικής τάξης με τα μεσαία στρώματα και εξαγοράς ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης. Επιπρόσθετα, οι ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, αν και δέχονται πλήγμα από τους αντιαποικιακούς αγώνες και τη συντριβή της αποικιοκρατίας στις περισσότερες χώρες τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, διατηρούν την οικονομική «επιρροή» τους στη βάση της εντεινόμενης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των προνομιακών συμφωνιών με τις αναδυόμενες αστικές τάξεις των πρώην αποικιών.
Από τα παραπάνω χαρακτηριστικά γίνεται αντιληπτό πως το εργατικό κίνημα της δυτικής Ευρώπης είχε αρκετά καλές προϋποθέσεις για να αποσπάσει κατακτήσεις και από την άλλη πλευρά μεγάλους κινδύνους να συμπαρασυρθεί στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, λόγω των ιμπεριαλιστικών υπερκερδών46.
Πράγματι, οι οικονομικοί κυρίως αγώνες που ξέσπασαν την επόμενη του πολέμου οδήγησαν στην κατοχύρωση πολλών δικαιωμάτων για την εργατική τάξη, κάτω από το φόβο μιας νέας επαναστατικής κρίσης, αλλά και την οικονομική δυνατότητα παραχωρήσεων που προσέφερε η (δεδομένης της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων από τον πόλεμο) μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι αστικές τάξεις, πιο έμπειρες από παλιότερα στην αντιπαράθεση με το κομμουνιστικό κίνημα, διαμόρφωσαν μια νέα τακτική υπεράσπισης της κυριαρχίας τους, η οποία ήταν σε θέση να εναλλάσσει την καταστολή με την πολιτική παραχωρήσεων κι ενσωμάτωσης και τον αντικομμουνισμό με την προσπάθεια χειραγώγησης των κομμουνιστικών κομμάτων.
Η ευρεία κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων και η βελτίωση του οικονομικού επιπέδου της εργατικής τάξης οδήγησε σε δύο αποτελέσματα. Κατ’ αρχήν αναπτύχθηκαν ευρέως μέσα στο εργατικό και στο κομμουνιστικό κίνημα αντιλήψεις περί αταξικότητας του κράτους47. Επιπλέον, στο πλαίσιο μιας σχετικής πολιτικής σταθεροποίησης, οι αστικές τάξεις χρησιμοποίησαν την τεράστια εμπειρία τους από τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού (σειρά πολιτικών δικαιωμάτων, νόμιμη δραστηριότητα συνδικάτων, λειτουργία εκλεγμένης τοπικής αυτοδιοίκησης, εκπροσώπηση των κομμουνιστών στο κοινοβούλιο) για τη δημιουργία μιας πληθώρας μηχανισμών ενσωμάτωσης, στους κόλπους των οποίων άνθησε μια πολυπληθής εργατική αριστοκρατία48. Αυτή συνέδραμε σε πολύ μεγάλο βαθμό στον αποπροσανατολισμό του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, αφού είχε πολύ περισσότερα να χάσει από τις αλυσίδες της49. Οι δύο συνέπειες λειτούργησαν συμπληρωτικά στην όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση των κομμουνιστικών κομμάτων από μια επαναστατική γραμμή πλεύσης.
Η επικράτηση μιας οπορτουνιστικής στρατηγικής στο πλαίσιο των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων βοήθησε στην κυριαρχία και την αναπαραγωγή των αντιλήψεων της εργατικής αριστοκρατίας, αφού θεώρησε την πάλη για την κατάληψη θεσμών μέσα στο αστικό κράτος πρωταρχικό της μέλημα και συνέβαλε στην ισχυροποίηση μικροαστικών στοιχείων στην οργανωτική τους βάση50. Τα μικροαστικά στοιχεία με τη σειρά τους βοήθησαν στην παραπέρα μετάλλαξή τους. Με αυτό τον τρόπο σχηματίστηκε στην ουσία ένας φαύλος κύκλος, όπου κάθε βήμα οδηγούσε στην όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση από το μαρξισμό-λενινισμό.
Μελετώντας την πολιτική ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης, θα διαπιστώσουμε ότι τα πρώτα χρόνια την πολιτική διαχείριση ανέλαβαν τα αστικά κόμματα, τα οποία, βασιζόμενα στην οικονομική ανάπτυξη, θεμελίωσαν μια εικόνα συμμαχίας των τάξεων για την κοινωνική προκοπή και την ανοικοδόμηση, που συμπληρωνόταν από τη ρεφορμιστική γραμμή πάλης των συνδικάτων. Τα συνδικάτα, μη τολμώντας να αμφισβητήσουν ποτέ το ίδιο το καθεστώς της μισθωτής εργασίας σε κοινωνικό επίπεδο51 και του ιμπεριαλισμού σε διεθνές, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εξιδανίκευση της αστικής δημοκρατίας (γεγονός ακόμα πιο έντονο σε χώρες όπως η Ισπανία, όπου το δίλημμα, αντί να είναι καπιταλισμός ή σοσιαλισμός, μεταφέρθηκε από το χαρακτήρα στη μορφή της πολιτικής εξουσίας με το δίλημμα ανοικτή στρατιωτική δικτατορία ή δημοκρατική μορφή δικτατορίας της αστικής τάξης). Η κρίση που ξέσπασε όμως απαιτούσε τη συναίνεση και των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων, προκειμένου να είναι «αναίμακτη» για τον ιμπεριαλισμό.
Η πολιτική μετάλλαξη των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων, σε αντιστοιχία και με την απώλεια της εργατικής ταυτότητάς τους, τα οδήγησε στην αδυναμία να ακολουθήσουν μια πολιτική ρήξης σε κρίσιμες περιόδους της ταξικής πάλης. Η συνεχή τους μετατόπιση προς τη σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε παράγοντα σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Η οικονομική κρίση που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μέσα στην οποία τα κομμουνιστικά κόμματα μπορούσαν και όφειλαν να προβάλλουν την επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, μετατράπηκε σε ταφόπλακα της «ευρωκομμουνιστικής» στρατηγικής, προσφέροντας -σε συνδυασμό και με τις εξελίξεις στα σοσιαλιστικά κράτη- παράταση ζωής στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία.
Οι «ζημιές» που προκάλεσαν στο κομμουνιστικό κίνημα τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα δεν ήταν προσωρινές. Συνέβαλαν στη διαστρέβλωση της κομμουνιστικής στρατηγικής, στην απομαζικοποίηση των συνδικάτων και στην πολιτική ενσωμάτωση. Επιπρόσθετα, τα «ευρωκομμουνιστικά» κόμματα αποτέλεσαν έναν από τους παράγοντες οπορτουνιστικής πίεσης προς τα κομμουνιστικά κόμματα των σοσιαλιστικών κρατών, συμβάλλοντας στη νίκη της αντεπανάστασης. Η συγκεκριμένη δραστηριότητά τους, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, εξακολουθεί να επιδρά αρνητικά στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και τη διαπάλη για τον επαναστατικό προσανατολισμό του αγώνα της εργατικής τάξης.
  

5. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ «ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ»

 Η διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στα 1968 και η δημιουργία μετά από λίγο του «ΚΚΕ Εσωτερικού» θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η ελληνική έκφραση του «ευρωκομμουνισμού». Ωστόσο, η διάσπαση αυτή είναι απότοκος μιας σειράς εξελίξεων στο πλαίσιο του ελληνικού και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μια ενδεικτική καταγραφή των γεγονότων που αποτέλεσαν (πέρα από τα γενικότερα που επηρέασαν το σύνολο των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων) την κοιτίδα της έκφρασης του «ευρωκομμουνισμού» στην Ελλάδα.
Πριν από την 6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1956), στο πλαίσιο της συζήτησης της ήττας του 1949, μια σειρά κομματικών στελεχών εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τις αποφάσεις της τότε ηγεσίας του Κόμματος με επικεφαλής το Γενικό Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη, για τη στροφή στην ένοπλη πάλη και τη μη συμμετοχή στις εκλογές του Μαρτίου του 194652. Η κριτική αυτή εξέφραζε αυταπάτες περί της δυνατότητας ειρηνικής επίλυσης της διαμάχης με τον αγγλικό και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, προς όφελος της εργατικής τάξης και της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Την ίδια στιγμή αποσιωπούσε ότι η συστηματική και συνειδητή προσπάθεια να μην εκφραστεί η θέληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ξεκινούσε από τους ιμπεριαλιστές σε συνεργασία με τη ντόπια αστική τάξη.
Η 6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ αποτέλεσε τον ελληνικό αντίκτυπο του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Η Ολομέλεια (στην οποία αντικαταστατικά συμμετείχαν και καθαιρεμένα ή διαγραμμένα μέλη) δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έγινε σημείο αναφοράς. Η πλειοψηφία των ηγετών του λεγόμενου «ΚΚΕ Εσωτερικού» ανέτρεχε πάντα στην 6η πλατιά Ολομέλεια, χαρακτηρίζοντάς την ως ένα θετικό αλλά ημιτελές βήμα στην προοπτική «ανανέωσης» της πολιτικής του Κόμματος53.
Το 1958 η 8η Ολομέλεια του ΚΚΕ αποφάσισε τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων, τη συμμετοχή των κομμουνιστών στην ΕΔΑ και τη μετατροπή της τελευταίας σε ένα ενιαίο κόμμα. Η απόφαση αυτή μοιραία οδήγησε στην παραπέρα μη αυτοτελή ύπαρξη και δράση του Κόμματος, άφησε απροετοίμαστο το κομματικό δυναμικό για μια νέα περίοδο παρανομίας, αλλά και μαχητικής διεκδίκησης της νόμιμης δράσης του, καλλιέργησε λικβινταριστικές τάσεις. Στη 12η Ολομέλεια του 1968 υπήρξε ρήξη με τη συγκροτημένη οπορτουνιστική φραξιονιστική ομάδα μελών της ηγεσίας του ΚΚΕ54.
Η επιβολή του στρατιωτικού πραξικοπήματος τον Απρίλιο του 1967 λειτούργησε ως μεγεθυντικός φακός για τα προβλήματα του Κόμματος. Η ανάγκη επίλυσης του οργανωτικού προβλήματος και η συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής του Κόμματος έγινε απαραίτητη, ειδικότερα στις νέες πολιτικές συνθήκες. Η διάσπαση στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ δεν αποτέλεσε την έκφραση μιας διαμάχης ανάμεσα σε ομάδες στελεχών ούτε πολύ περισσότερο την αντίθεση ανάμεσα στα μέλη του Κόμματος που βρίσκονταν στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα του εξωτερικού (όπως χυδαία υποστήριξε η ηγεσία του «ΚΚΕ Εσωτερικού», ανατροφοδοτώντας την αστική προπαγάνδα για κόμμα εξάρτημα της Σοβιετικής Ενωσης), αλλά ήταν η ανοικτή εκδήλωση της ύπαρξης μιας συγκροτημένης φραξιονιστικής ομάδας σε επίπεδο κορυφής, η οποία προσπαθούσε να αναθεωρήσει τις αρχές λειτουργίας του Κόμματος. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τη διαμάχη σε όλες τις κομματικές οργανώσεις (εσωτερικού και εξωτερικού) και την υπερψήφιση της απόφασης της 12ης Ολομέλειας με συντριπτική πλειοψηφία στις περισσότερες οργανώσεις. Το ίδιο αυθαίρετος θα πρέπει να χαρακτηριστεί και ο ισχυρισμός για υπερίσχυση λόγω της στάσης του ΚΚΣΕ, μιας και τα στελέχη που αποχώρησαν πρώτα απ’ όλους απευθύνθηκαν στο ΚΚΣΕ, προσπαθώντας να το εμπλέξουν, αποσκοπώντας στην υποστήριξη της ηγεσίας του, πράγμα που όμως δεν κατόρθωσαν55.
Η ύπαρξη δύο αντιλήψεων μέσα στην ΚΕ καταγράφεται στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου του Αυγούστου του 1968. Το γεγονός αυτό επεσήμαναν ακόμα και οι ειλικρινείς εκφραστές της πολιτικής της ομάδας στελεχών που αποσπάστηκε από το ΚΚΕ. Χαρακτηριστικά, ο Μανώλης Γλέζος από την πρώτη στιγμή μίλησε για τη μη δυνατότητα επανένωσης και κάλεσε τους κομμουνιστές και τους άλλους αριστερούς να ενταχθούν στην ΕΔΑ56, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο τον απώτερο στόχο για τη διάλυση του ΚΚΕ.
Η ΕΔΑ, από την ίδια της τη φύση, ως συμμαχία κομμουνιστών με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην οποία κυριαρχούσαν σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, είχε πολιτική πρόταση στα όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Οι οξυμένες πολιτικές και οικονομικές αντιφάσεις εκείνης της περιόδου στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν να αξιοποιηθούν για τη διαμόρφωση ενός ριζοσπαστικού ρεύματος που θα αμφισβητούσε συνολικά την αστική εξουσία. Αντίθετα, οι δυνάμεις της ΕΔΑ με τη συμμετοχή των κομμουνιστών στήριξαν μια πολιτική συνεργασίας με την Ενωση Κέντρου, στο όνομα της εργατικής σύνθεσης μεγάλου μέρους της εκλογικής της βάσης, καλλιεργώντας την ψευδή αντίθεση «Δεξιάς - δημοκρατικών δυνάμεων», καταγράφοντας την ΕΡΕ ως εκφραστή των συμφερόντων της ξενόδουλης αστικής τάξης, σε διάκριση από την «εθνική» πατριωτική, που εξέφραζε η Ενωση Κέντρου, όπως υποστήριξε το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1961). Το ίδιο έκανε λόγο για την εθνική δημοκρατική αλλαγή, που τη θεωρούσε ως το πρώτο επαναστατικό στάδιο πριν το σοσιαλισμό.
Την ίδια στιγμή, στο πλαίσιο του ΚΚΕ κάποια από τα στελέχη του (και κυρίως αυτά που στη συνέχεια αποτέλεσαν τον ηγετικό πυρήνα του «ΚΚΕ Εσωτερικού») εξέφρασαν την άποψη ότι το ΚΚΕ δεν πάλευε αρκετά για τις μεταρρυθμίσεις και μάλιστα σε μια εποχή που οι κομμουνιστές και άλλοι ριζοσπάστες αγωνιστές πρωτοστάτησαν στην αναζωογόνηση του συνδικαλιστικού κινήματος και πέτυχαν την κατάκτηση δικαιωμάτων υπέρ της εργατικής τάξης. Σκοπός αυτής της κριτικής ήταν η προβολή της μεταρρυθμιστικής αντίληψης, δηλαδή η προβολή του σοσιαλισμού ως ένα άθροισμα μεταρρυθμίσεων του καπιταλισμού, κατά τα πρότυπα του «ευρωκομμουνισμού». Η έλλειψη μιας στρατηγικής «μετωπικής σύγκρουσης» με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε ως λίπασμα για την καλλιέργεια τέτοιων στρεβλώσεων.
Τέλος, κάποια κομματικά στελέχη μίλησαν ακόμα και για την ανάγκη ύπαρξης πολυκομματικού συστήματος στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, με την «ευρωκομμουνιστική» αστική έννοια βέβαια, η οποία δεν υποστηρίζει το δικαίωμα της αυτοτελούς έκφρασης των σύμμαχων δυνάμεων, αλλά ταυτίζει την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα με τη διατήρηση του δικαιώματος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας57.
  

6. Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΤΟΥ «ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ» ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΚΕ
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΑΔΕ ΚΑΙ Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΣΕ «ΕΑΡ»

 Την επόμενη της διάσπασης και για μεγάλο χρονικό διάστημα το «ΚΚΕ Εσωτερικού» προσπαθεί να εμφανιστεί ως η νόμιμη ηγεσία του Κόμματος, αλλά στην «Εκτακτη Ολομέλεια» που συγκαλεί φανερώνονται σε όλο τους το μεγαλείο οι αντιφάσεις και η υποκρισία του58.
Το ΚΚΕ κατηγορήθηκε για την αδυναμία επίλυσης του οργανωτικού ζητήματος, τη στιγμή που η προσπάθεια ανασύστασης των κομματικών οργανώσεων παρακωλυόταν από τα ίδια τα στελέχη που ίδρυσαν αργότερα το «ΚΚΕ Εσωτερικού». Μάλιστα, το «ΚΚΕ Εσωτερικού» έφτασε να μιλά για λεγκαλιστική νοοτροπία, αναφορικά με την επιδίωξη του Κόμματος να νομιμοποιηθεί de facto έπειτα από το θετικό κλίμα που επικρατούσε μετά τις εκλογές του 1964. Οι ηγέτες του «ΚΚΕ Εσωτερικού» αποσιωπούσαν ότι οι αντιρρήσεις για την πραγματοποίηση αυτής της κίνησης δικαιολογούνταν με το ότι θα φόβιζε τους συμμάχους στην ΕΔΑ και θα εμπόδιζε τη συνεργασία με την «Ενωση Κέντρου».
Τα «λάθη» αυτά του ΚΚΕ αποδόθηκαν -σύμφωνα με τους ηγέτες του «ΚΚΕ Εσωτερικού»- στην αδυναμία κατανόησης της ελληνικής πραγματικότητας. Τη στιγμή που οι ίδιοι, σαμποτάροντας τη δημιουργία παράνομων κομματικών οργανώσεων, δεν έδιναν τη δυνατότητα σε ένα ευρύτερο κομματικό δυναμικό να προσφέρει συνθετικά την εμπειρία του και τασσόμενοι ενάντια στη νομιμοποίηση του Κόμματος δεν έκαναν εφικτή τη μεταφορά του κομματικού κέντρου στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά από τα στελέχη τους, όπως ο Λεωνίδας Κύρκος59, μέμφονταν το ΚΚΕ για την αδυναμία γνώσης της ελληνικής πραγματικότητας και της πρόβλεψης της Χούντας, όταν είναι γνωστό ότι το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου, τυπωνόταν η «Αυγή» με άρθρο σχετικά με το γιατί δε θα υπάρξει στρατιωτικό πραξικόπημα.
Επίσης, κατηγόρησαν το ΚΚΕ ότι δεν εκμεταλλεύτηκε την αντίφαση ανάμεσα στην ταξική σύνθεση της εκλογικής βάσης της Ενωσης Κέντρου και την αστική πολιτική της ηγεσίας της. Δεν αποζητούσαν βέβαια μια πολεμική που θα αναδείκνυε την αντίφαση και θα προσπαθούσε να απεγκλωβίσει κομμάτια της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων στρωμάτων από την επιρροή της αστικής πολιτικής. Αντίθετα, επέμεναν ότι θα ήταν σωστή μια συνεργασία της ΕΔΑ με την Ενωση Κέντρου, παρόλο που η τελευταία, ακόμα και μπροστά στον κίνδυνο της δικτατορίας, προτίμησε να συνεχίσει το διμέτωπο αγώνα της (από τη μια ενάντια στην ΕΡΕ και από την άλλη ενάντια στην ΕΔΑ), από το να προστατέψει την αστική δημοκρατία.
Τέλος, το «ΚΚΕ Εσωτερικού» κατηγόρησε το ΚΚΕ για τη μη χρησιμοποίηση όλων των μεθόδων πάλης (ακόμα και της ένοπλης) για την ανατροπή της δικτατορίας. Οι υπερασπιστές της ομαλής μετεξέλιξης, του ειρηνικού περάσματος και των στημένων εκλογών του 1946 βρέθηκαν να θυμούνται την ένοπλη πάλη με τρόπο τόσο υποκριτικό, ώστε ακόμα και στελέχη τους να επισημάνουν πως δεν επρόκειτο για τίποτα άλλο από μια κίνηση εντυπωσιασμού60.
Ταυτόχρονα, το «ΚΚΕ Εσωτερικού» έπρεπε να προβάλλει και τη δική του σύγχρονη πολιτική πρόταση. Η στρατηγική του έθετε ως το κεντρικό, μέγιστο και μοναδικό ζήτημα την ανατροπή της δικτατορίας και στιγμάτιζε την πρόταση του ΚΚΕ61, η οποία -δίχως να αποτραβιέται από το στόχο της ανατροπής της δικτατορίας- υπενθύμιζε ότι η δικτατορία είναι μία μόνο από τις εκφράσεις της αστικής κυριαρχίας και προχωρούσε στη χάραξη μιας πολιτικής πρότασης, η οποία θα εκτεινόταν και πέρα από την ανατροπή της Χούντας.
Η εμμονή στην προάσπιση της αστικής δημοκρατίας συνεχίστηκε από το «ΚΚΕ Εσωτερικού» και μετά την πτώση της Χούντας. Το 1ο Συνέδριό του υιοθέτησε την πολιτική της Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας (ΕΑΔΕ), η οποία αποτελούσε την ελληνική εκδοχή του «ιστορικού συμβιβασμού» και έθετε το δίλημμα φασισμός ή δημοκρατία, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία δεν υπήρχε στρατιωτική δικτατορία. Σε αυτή τη βάση το «ΚΚΕ Εσωτερικού» μιλούσε για την ανάγκη μιας συμμαχίας που θα απλώνεται μέχρι την αντιχουντική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου η χώρα να μην εκτραπεί προς μια νέα φασιστική λύση62. Με αυτό τον τρόπο η αστική δημοκρατία μετατρεπόταν σε κολυμβήθρα του Σιλωάμ για την πολιτική του κεφαλαίου, η οποία εξαγνιζόταν μέσω του κοινοβουλίου. Η δε γενικότερη πολιτική αλλαγή δεν μπορούσε παρά να γίνει στο πλαίσιο μιας συναινετικής πολιτικής πειθούς και σταδιακών μεταρρυθμίσεων, την οποία δεν ευνοούσε η πολιτική των σκληρών διεκδικήσεων που πρόβαλλε το ΚΚΕ, μιας και όξυνε τα πάθη και μαζί με τη λογική της επαναστατικής ανατροπής ευνοούσε την προετοιμασία ενός νέου φασιστικού σεναρίου63. Εκφραση αυτής της πολιτικής του υποτακτικού ρεαλισμού ήταν η στήριξη που προσέφερε το «ΚΚΕ Εσωτερικού» στην είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ64.
Λίγο πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και μετά από αυτήν η αντιδικτατορική ενότητα μετατράπηκε σε γραμμή ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων (βλ. ΠΑΣΟΚ - ΚΚΕ- «ΚΚΕ Εσωτερικού»)65 που συνεχίστηκε ως το 1986, οπότε και στο 4ο Συνέδριό του το «ΚΚΕ Εσωτερικού» με οριακή πλειοψηφία (54%) αποφάσισε τη μετεξέλιξή του σε ένα καινούριο κόμμα, την «Ελληνική Αριστερά» (ΕΑΡ). Το ιδρυτικό συνέδριο της ΕΑΡ πραγματοποιήθηκε το 198766, ενώ το 1988 συντάχθηκε το κοινό πόρισμα ΚΚΕ - ΕΑΡ, βάσει του οποίου συγκροτήθηκε ο «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου». Στα πλαίσια του Συνασπισμού, κάτω και από την αρνητική επίδραση της νίκης της αντεπανάστασης στις σοσιαλιστικές χώρες και σε συνεργασία με τη νέα οπορτουνιστική ομάδα στελεχών του Κόμματος67, ο πολιτικός απόγονος του «ΚΚΕ Εσωτερικού» πρωτοστάτησε στη νέα προσπάθεια διάλυσης του ΚΚΕ.


ΕΝΑΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΓΡΑΦΤΕΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

 Φημολογείται ότι ο στρατηγός Ντε Γκωλ υποστήριζε πως σημασία δεν έχει η επιλογή της κυβέρνησης, αλλά της αντιπολίτευσης. Υπό αυτή την έννοια οι «ευρωκομμουνιστές» προσέφεραν και προσφέρουν υψηλές υπηρεσίες στο κεφάλαιο, διαδραματίζοντας το ρόλο πέμπτης φάλαγγας στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα και προσφέροντας στην κυριαρχία του κεφαλαίου ένα θεσμοποιημένο και ανώδυνο αριστερό αντίλογο. Και λέμε «προσφέρουν», τόσο επειδή μπροστά στις νέες κρίσεις του ιμπεριαλισμού τα βασικά ιδεολογήματα παρουσιάζονται ξανά ως καινοτόμα, όσο και επειδή οι εκφραστές τους αναπαράγονται κοινωνικά και είναι έτοιμοι (ανεξάρτητα από την κοινωνική και εκλογική τους δύναμη), ανά πάσα στιγμή, να προσφέρουν χείρα βοηθείας στον ιμπεριαλισμό, για να ξεπεράσει τις συνεχώς διογκούμενες εγγενείς του αντιφάσεις και ταξικές του αντιθέσεις.
Το ανοικτό σταθερό μέτωπο στον οπορτουνισμό είναι βασική προϋπόθεση για ν’ αποτραπεί η επανάληψη της ιστορίας ως φάρσας ή ως τραγωδίας για το κομμουνιστικό κίνημα, για να μη μείνουν αναξιοποίητες οι μελλοντικές δυνατότητες για την εργατική τάξη να κατακτήσει την επαναστατική εξουσία και να οικοδομήσει την κομμουνιστική κοινωνία.


ΣHMEIΩΣEIΣ:

* Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι Κοινωνιολόγος, συνεργάτης του ΚΜΕ.
1. David Bell: «Eurocommunism and the Spanish Communist Party», European Papers No 4, (p.1).
2. Εντουαρντ Μπερνστάιν: «Οι προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας», εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1996.
3. Βλ. Β. Ι. Λένιν: «Η χρεοκοπία της δεύτερης Διεθνούς», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1994, σελ. 59-60.
4. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα» τ. 37, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1982, σελ. 491-509.
5. ΚΕ του ΚΚΕ: «Για τα 60 χρόνια από την αντιφασιστική νίκη των λαών», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 2005, σελ. 7.
6. Τα κομμουνιστικά κόμματα συμμετέχουν στις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας και σε μια άλλη σειρά χώρες, όπως Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Δανία κλπ., έχοντας σαφώς μικρότερη επιρροή.
7. Ντοκουμέντα της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (15-16 Ιούλη 1995): «Προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και η επικαιρότητα του σοσιαλισμού», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1996, σελ. 49.
8. «Ντοκουμέντα των συσκέψεων των αντιπροσώπων των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στη Μόσχα το Νοέμβρη του 1957 και το Νοέμβρη του 1960», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα 1961, σελ. 34-35.
9. ΚΕ του ΚΚΣΕ: «22ο συνέδριο(Ντοκουμέντα)», «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα 1962.
10. Frank Andre Gunder: «Eurocommunism: Left and Right Variants», New Left Review I/108, 1978, σελ. 88-92, όπου υπάρχει μια καταγραφή των τάσεων μέσα στο ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού».
11. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 29, Περίληψη στο βιβλίο του Χέγκελ «Η λογική», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1987. Σε όλες τις σημειώσεις του ο Λένιν (οι οποίες πραγματοποιούνται αμέσως μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) επισημαίνει διαρκώς την ανάγκη λύσης της αντίθεσης του Ολου μέσα από τη σύγκρουση και την εξέλιξη της διαλεκτικής με βάση τα επαναστατικά άλματα.
12. Βλ. Κοινή δήλωση του Ιταλικού ΚΚ και του Γαλλικού ΚΚ, στο «Ο Ευρωκομμουνισμός», εκδόσεις «Πλανήτης», σελ. 24-25.
13. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 23, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981, σελ. 48.
14. Σαντιάγκο Καρίγιο: «Ευρωκομμουνισμός και κράτος», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 34-35.
15. Κ. Μαρξ: «Το εβραϊκό ζήτημα», εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1999, σελ.73-74, όπου ο Μαρξ ειρωνεύεται την πολιτική ισότητα του εργάτη μέσα στα πλαίσια της οικονομικής του υποδούλωσης.
16. Κ. Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία (1848-1850)», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2000, σελ.63.
17. Β. Ι. Λένιν: «Κράτος και επανάσταση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1975, σελ. 81-82.
18. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 14, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1987, σελ.388, όπου επισημαίνεται: «Σε μας στη Ρωσία έχει διαδοθεί καταπληκτικά μέσα στους σοσιαλδημοκράτες ένα είδος μικροαστικής αντίληψης για το μαρξισμό, ότι δήθεν η επαναστατική περίοδος με τις ειδικές μορφές πάλης της και με τα ειδικά καθήκοντα του προλεταριάτου αποτελεί σχεδόν μια ανωμαλία ενώ το «σύνταγμα» και η «άκρα αντιπολίτευση» είναι ο κανόνας».
19. Ερνεστ Μαντέλ: «Κριτική του ευρωκομμουνισμού», εκδόσεις «Νέα Σύνορα», Αθήνα 1978, σελ. 228-230, όπου παρατίθενται αποσπάσματα από ομιλία του Μπερλινγκουέρ για την ανάγκη να συμβάλει η εργατική τάξη στο ξεπέρασμα της κρίσης.
20. Fernando Claudin: «Ευρωκομμουνισμός και σοσιαλισμός», εκδόσεις «Μπουκουμάνης», Αθήνα 1978, σελ. 157.
21. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 30, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1981, σελ. 218.
22. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 26, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1980, σελ. 359-363.
23. Βλ. «22ο Συνέδριο Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1976, σελ. 30, όπου μιλά για μια ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των πατροπαράδοτων δεσμών της Γαλλίας με τις αραβικές και τις αμερικάνικες χώρες (πραγματικά πολύ sic έκφραση για την αποικιοκρατία) από τους Αμερικάνους. Ακόμα στο Ζωρζ Μαρσαί: «Η πολιτική του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1975, σελ.70, όπου ο Γενικός Γραμματέας καλεί τους εθνικά υπερήφανους οπαδούς του Ντε Γκωλ να ενωθούν με το κομμουνιστικό κόμμα, αποσιωπώντας ότι η μη συμμετοχή της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ είναι απότοκος ενδοϊμπεριαλιστικών συγκρούσεων και ότι η γαλλική κυβέρνηση συνέχισε παρ’ όλα αυτά τη ληστρική πολιτική της ενάντια στις χώρες της Αφρικής και της Ασίας.
24. Ντόναλντ Σασούν: «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού», Α΄ τόμος, εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001, σελ. 441.
25. Ο «πολυκεντρισμός» υποστήριζε την ύπαρξη πέραν του ενός επαναστατικού κέντρου. Πέρα, όμως, από την αμφισβήτηση της Σοβιετικής Ενωσης ο «πολυκεντρισμός» παραπέμπει και στον υποκειμενισμό, δηλαδή στην ύπαρξη πέραν της μιας ορθής πολιτικής.
26. Paul Ginsborg: «A History of Contemporary Italy», «Penguin Books» Editions, London 1990, σελ. 309-323.
27. Sidney Tarrow: «Historic compromise or bourgeois majority?» στο Howard Machin: «National Communism in Western Europe», «Methueun» Editions, London and New York 1983, σελ. 125-126.
28. Βλ. για πιο αναλυτικά Ενρίκο Μπερλινγκουέρ: «Ο ιστορικός συμβιβασμός», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
29. Βλ. Διάσκεψη των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ευρώπης, «Ντοκουμέντα», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1976.
30. Βλ. ενδεικτικά Πιέτρο Ινγκράο: «Η κρίση και ο τρίτος δρόμος», εκδόσεις «Πολύτυπο», Αθήνα 1983 και Ουμπέρτο Τσερόνι: «Κρίση του μαρξισμού;», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1979.
31. Akile Ochetto: «Ο νέος δρόμος: από το αξέχαστο 1989 στο Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1991.
32. Vincent Wright: «The French Communist Party during the Fifth Republic: The double Path», σελ. 97-100, στο Howard Machin: «National Communism in Western Europe», «Methueun» Editions, London and New York 1983.
33. Vincent Wright: «The French Communist Party during the Fifth Republic: The double Path», σελ. 100-103, στο Howard Machin: «National Communism in Western Europe», «Methueun» Editions, London and New York 1983.
34. Ζαν Ελλενστάιν: «Το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα», εκδόσεις «Θεμέλιο».
35. Jean Lantier: «Η μεγάλη παρακμή του Γαλλικού ΚΚ», περ. Μαρξιστικό Δελτίο, τ. 25 1-3/1985.
36. Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 25 Ιουνίου 1981.
37. «Ρήξη με τους σοσιαλιστές», περιοδικό «Ταχυδρόμος», τ. 2/85.
38. David Bell: «Eurocommunism and the Spanish Communist Party», European Papers No 4, (p.1), σελ. 12-14.
39. Για την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ισπανία βλ. Marselino Camacho: «Κείμενα της φυλακής: Οι εργατικές επιτροπές και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ισπανία», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1977.
40. Αναφορικά με το χαρακτήρα της αντίστασης στο Φράνκο και το Πρόγραμμα του Κόμματος για την επόμενη μέρα βλ. ενδεικτικά Σαντιάγκο Καρίγιο: «Η πολιτική της Ισπανίας αύριο» στο «Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1976, σελ. 75-78.
41. David Bell: «Eurocommunism and the Spanish Communist Party», European Papers No 4, (p.1), σελ. 37-39.
42. Αξίζει να σημειωθεί ότι τραπεζίτες και επιχειρηματίες συμμετείχαν στο αντιδικτατορικό κοινοβούλιο της Καταλονίας και σε άλλες πρωτοβουλίες συνεργασίας του κομμουνιστικού κόμματος.
43. Για τα εκλογικά αποτελέσματα στην Ισπανία βλ. Luis Ramiro Fernandez: «Electoral Incentives and Organisational Limits of the Communist Party of Spain and the United Left (IU)», «ICPS» Editions, Barcelona 2002.
44. Γιάννης Σαμοθράκης: «Η ισπανική πρόκληση», περιοδικό «ΑΝΤΙ», τ. 101, 17 Ιουνίου 1978.
45. Βλ. ενδεικτικά τα εκλογικά αποτελέσματα των Κομμουνιστικών Κομμάτων μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Ντόναλντ Σασούν: «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού», εκδόσεις «Καστανιώτης», Αθήνα 2001 και στην ιστοσελίδα www.parties-and-elections.eu.
46. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός. Ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2005, σελ.120. Το ζήτημα της εξαγοράς κομματιού της εργατικής τάξης από την αστική είχε τοποθετηθεί αχνά στην ιδρυτική διακήρυξη της Α΄ Διεθνούς και από τους Μαρξ-Ενγκελς. Βλ. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Διαλεχτά Εργα», τ. Α΄, εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, Μόσχα 1951, σελ. 447.
47. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα» τ. 20, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σελ. 70-71. Εδώ ο Λένιν επισημαίνει ότι για τον οπορτουνισμό ευθύνονται και οι «στροφές» της ταξικής πάλης. Τον καιρό των παραχωρήσεων το εργατικό κίνημα ρέπει στο ρεφορμισμό, ενώ τον καιρό της καταστολής στον αναρχοσυνδικαλισμό.
48. Πιο αναλυτικά βλ. Μάκης Παπαδόπουλος: «Η κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού: “Εργατική αριστοκρατία”, διάσπαση της εργατικής ενότητας», ΚΟΜΕΠ τ. 1/2008.
49. Paul Gottfried: «The Strange Death of Marxism», σελ. 41-42, όπου δείχνει από αστική σκοπιά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών στη δυτική Ευρώπη.
50. Φώντας Λάδης: «Τι είναι και πού πηγαίνει ο ευρωκομμουνισμός», εκδόσεις «Πύλη», Αθήνα 1980, σελ. 70-71.
51. Υπενθυμίζουμε ότι ο Καρλ Μαρξ από τον καιρό της Α΄ Διεθνούς προσανατόλιζε την πάλη των συνδικάτων στη συνολική αμφισβήτηση των θεμελίων του καπιταλισμού. Βλ. χαρακτηριστικά Κ. Μαρξ: «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο», εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1966, σελ153-154, όπου αναφέρεται: «Αντί για το συντηρητικό ρητό: «Ενα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα» θα πρέπει να γράψει στη σημαία της (η εργατική τάξη) το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση της μισθωτής εργασίας».
52. Για πρώτη φορά αυτή η άποψη εκφράστηκε από το Μάρκο Βαφειάδη. Βλ. ενδεικτικά Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ - Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Α΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ.19-20. Ομως αυτή η άποψη και ειδικότερα στη μεταπολίτευση αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο της κριτικής του «ΚΚΕ Εσωτερικού» απέναντι στην πολιτική του ΚΚΕ για το ΔΣΕ.
53. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα ηγετικά στελέχη του λεγόμενου «ΚΚΕ Εσωτερικού» αναφέρονται στην 6η πλατιά Ολομέλεια ως ένα πρώτο θετικό βήμα, το οποίο και δεν ολοκληρώθηκε. Βλ. Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ - Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Α΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ.48-66 και Σταύρος Καράς: «Σχετικά με το πρόβλημα της ηγεσίας» στο «Αποφάσεις και προβληματισμοί του ΚΚΕ Εσωτερικού», τ. Β΄, εκδόσεις της ΚΕ του «ΚΚΕ Εσωτερικού», Αθήνα 1976, σελ. 173-184.
54. ΚΕ του ΚΚΕ: «Διακήρυξη για τα 90χρονα του ΚΚΕ», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 2007, σελ.11. Υπενθυμίζουμε ότι οι αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1965 για δημιουργία μικρών κομματικών ομάδων δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στη ζωή.
55. Μάκης Μαΐλης, «Η 12η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1968)», ΚΟΜΕΠ τ. 2/2008.
56. Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ - Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Β΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 258-260.
57. Βλ. ενδεικτικά για τα δύο τελευταία σημεία την τοποθέτηση του Παρτσαλίδη στο πλαίσιο της 10ης Ολομέλειας στο Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ - Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Α΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 453-491.
58. Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ - Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Β΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 463-467.
59. Σταύρος Καράς: «Αποφάσεις και προβληματισμοί του ΚΚΕ Εσωτερικού», τ. Β΄, εκδόσεις της ΚΕ του «ΚΚΕ Εσωτερικού», Αθήνα 1976, σελ. 44-45.
60. Πάνος Δημητρίου (επ.): «Η διάσπαση του ΚΚΕ - Μέσα από τα επίσημα κείμενα του ΚΚΕ», τ. Β΄, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 1978, σελ. 455-456.
61. Βλ. ενδεικτικά Μπάμπης Δρακόπουλος: «Η ταχτική μας» στο Σταύρος Καράς: «Αποφάσεις και προβληματισμοί του ΚΚΕ Εσωτερικού», τ. Β΄, εκδόσεις της ΚΕ του «ΚΚΕ Εσωτερικού», Αθήνα 1976, σελ. 114-138.
62. Σταύρος Καράς: «Η ιδεολογία και πολιτική στο ΚΚΕ (εσωτερικού)», εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1978, σελ. 72-75.
63. Σταύρος Καράς: «Η ιδεολογία και πολιτική στο ΚΚΕ (εσωτερικού)», εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1978, σελ. 174-177.
64. Stathis Kalyvas - Nikos Marantzidis: «The Two Paths of the Greek Communist Movement», στο «The crisis of communism and party change» «ICPS» Editions, Barcelona 2003, σελ. 15-16.
65. Αντώνης Μπριλλάκης: «Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα», εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1980, σελ. 261.
66. Stathis Kalyvas - Nikos Marantzidis: «The Two Paths of the Greek Communist Movement», στο «The crisis of communism and party change» «ICPS» Editions, Barcelona 2003, σελ. 18.
67. Βλ. ΚΕ του ΚΚΕ: «14ο Συνέδριο (Ντοκουμέντα)», εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1994 και Τάσος Παππάς: «Η χίμαιρα της μεγάλης Αριστεράς», εκδόσεις «Δελφίνι», Αθήνα 1993, σελ. 34, όπου αναφέρεται η δήλωση του Μίμη Ανδρουλάκη περί από τα πριν σχεδιασμού για αλλαγή πορείας και όχι συνασπισμό κομμάτων.