Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

31.3.11

Πὲς ναί, Tobias Wolff

Ε­ΚΑ­ΝΑΝ ΤΗ ΛΑΝΤΖΑ, ἡ γυ­ναί­κα του ἐ­πλέ­νε τὰ πιά­τα κι αὐ­τὸς τὰ σκού­πι­ζε. Τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ τὰ εἶ­χε πλύ­νει ἐ­κεῖ­νος. Σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τοὺς πε­ρισ­σό­τε­ρους ἄν­τρες ποὺ ἤ­ξε­ρε, ἐ­κεῖ­νος συ­νει­σέ­φε­ρε οὐ­σι­α­στι­κὰ στὶς δου­λει­ὲς τοῦ σπι­τιοῦ. Πρὶν ἀ­πὸ λί­γους μῆ­νες εἶ­χε κρυ­φα­κού­σει μιὰ φί­λη τῆς γυ­ναί­κας του νὰ τὴ συγ­χαί­ρει ποὺ εἶ­χε ἕ­ναν τό­σο κα­λὸ σύ­ζυ­γο, καὶ εἶ­χε σκε­φτεῖ, Προ­σπα­θῶ. Τὸ νὰ βο­η­θά­ει στὸ πλύ­σι­μο τῶν πιά­των ἦ­ταν ἕ­νας τρό­πος ποὺ εἶ­χε βρεῖ γιὰ νὰ ἀ­πο­δει­κνύ­ει πό­σο κα­λὸς σύ­ζυ­γος ἦ­ταν.

Μι­λοῦ­σαν πε­ρὶ ἀ­νέ­μων καὶ ὑ­δά­των καὶ κά­πως ἦρ­θε ἡ κου­βέν­τα στὸ ἂν πρέ­πει οἱ λευ­κοὶ νὰ παν­τρεύ­ον­ται μὲ μαῦ­ρες ἢ τὸ ἀν­τί­στρο­φο. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε ὅ­τι, ἂν τὰ ἔ­βα­ζες κά­τω, ἦ­ταν μᾶλ­λον κα­κὴ ἰ­δέ­α.

«Για­τί;» τὸν ρώ­τη­σε.

Ὧ­ρες-ὧ­ρες, ἡ γυ­ναί­κα του ἔ­παιρ­νε ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο ὕ­φος: ἔ­σμι­γε τὰ φρύ­δια, δάγ­κω­νε τὸ κά­τω χεί­λι καὶ κάρ­φω­νε τὸ βλέμ­μα της κά­που χα­μη­λά. Ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­πε ἔ­τσι, κα­τα­λά­βαι­νε ἀ­μέ­σως ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ κρα­τή­σει τὸ στό­μα του κλει­στό, ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν τὸ ἔ­κα­νε. Μά­λι­στα, κά­τι τὸν ἔ­σπρω­χνε νὰ μι­λά­ει ἀ­κό­μα πιὸ πο­λύ. Ἐ­κεί­νη εἶ­χε πά­ρει τώ­ρα αὐ­τὸ τὸ ὕ­φος.

«Για­τί;» τὸν ξα­να­ρώ­τη­σε καὶ στα­μά­τη­σε μὲ τὸ χέ­ρι της μέ­σα σ’ ἕ­να μπόλ, δί­χως νὰ τὸ πλέ­νει πα­ρὰ κρα­τών­τας το μό­νο πά­νω ἀ­π’ τὴ σα­που­νά­δα.

«Ἄ­κου», τῆς εἶ­πε, «εἶ­χα συμ­μα­θη­τὲς μαύ­ρους, ἔ­χω συ­νερ­γα­στεῖ μὲ μαύ­ρους, ἔ­χω μεί­νει στὴν ἴ­δια γει­το­νιὰ μὲ μαύ­ρους, καὶ πάν­τα τὰ πη­γαί­να­με μιὰ χα­ρά. Δὲν μοῦ ἀ­ρέ­σει κα­θό­λου νὰ ὑ­παι­νίσ­σε­σαι ὅ­τι εἶ­μαι ρα­τσι­στής».

«Δὲν ὑ­παι­νίσ­σο­μαι τί­πο­τα», εἶ­πε ἐ­κεί­νη κι ἄρ­χι­σε πά­λι νὰ πλέ­νει τὸ μπόλ, στρι­φο­γυρ­νών­τας το στὸ χέ­ρι της σὰν νὰ τὸ σμί­λευ­ε. «Ἁ­πλά, δὲν κα­τα­λα­βαί­νω τί πει­ρά­ζει νὰ παν­τρεύ­ε­ται λευ­κὸς μὲ μαύ­ρη ἢ μαύ­ρη μὲ λευ­κό.»

«Ἔ­χουν ἄλ­λη κουλ­τού­ρα ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας. Στῆ­σε μιὰ φο­ρὰ αὐ­τὶ νὰ τοὺς ἀ­κού­σεις – ἔ­χουν καὶ τὴ δι­κή τους γλώσ­σα ἀ­κό­μα. Ἐ­γὼ δὲν ἔ­χω πρό­βλη­μα μ’ αὐ­τό, μ’­ἀ­ρέ­σει νὰ τοὺς ἀ­κού­ω νὰ μι­λᾶ­νε» —κι ἦ­ταν ἀ­λή­θεια, ὅ­ταν τοὺς ἄ­κου­γε, τὸν πλημ­μύ­ρι­ζε ἕ­να ἀ­νε­ξή­γη­το αἴ­σθη­μα εὐ­δαι­μο­νί­ας— «ἀλ­λὰ ἡ γλώσ­σα τους εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή. Ἕ­να ἄ­το­μο ἀ­πὸ τὸν δι­κό τους πο­λι­τι­σμὸ κι ἕ­να ἄ­το­μο ἀ­πὸ τὸν δι­κό μας, δὲν γί­νε­ται νὰ γνω­ρί­σουν πο­τὲ ἀ­λη­θι­νὰ ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο».

«Ὅ­πως γνω­ρί­ζεις ἐ­σὺ ἐ­μέ­να, δη­λα­δή;» ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα του.

«Ναί. Ὅ­πως γνω­ρί­ζω ἐ­γὼ ἐ­σέ­να.»

«Ἄν, ὅ­μως, ἀ­γα­πι­οῦν­ται», εἶ­πε. Τώ­ρα ἐ­πλέ­νε μὲ πιὸ γορ­γὲς κι­νή­σεις, δί­χως νὰ τὸν κοι­τά­ζει.

Ὤ, Θε­έ μου, συλ­λο­γί­στη­κε ἐ­κεῖ­νος. «Ἐν­τά­ξει, μὴν ἀ­κοῦς ἐ­μέ­να», εἶ­πε. «Γιὰ δές, ὅ­μως, τὶς στα­τι­στι­κές. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μι­κτοὶ γά­μοι δι­α­λύ­ον­ται.»

«Οἱ στα­τι­στι­κές!» Ἡ γυ­ναί­κα του στοί­βα­ζε τὰ πιά­τα μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα στὸ στραγ­γι­στή­ρι ἐ­νῶ μό­λις ποὺ τὰ εἶ­χε πε­ρά­σει μὲ τὸ σφουγ­γά­ρι. Πολ­λὰ εἶ­χαν λί­πη ἀ­κό­μα, ὑ­πῆρ­χαν κομ­μα­τά­κια φα­γη­τοῦ ἀ­νά­με­σα στὰ δόν­τια τῶν πι­ρου­νι­ῶν. «Ὡ­ραί­α», εἶ­πε. «Καὶ αὐ­τοὶ ποὺ εἶ­ναι ἀ­πὸ ἄλ­λες χῶ­ρες; Ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι ἔ­χεις τὴν ἴ­δια ἄ­πο­ψη καὶ γιὰ τοὺς ξέ­νους ποὺ παν­τρεύ­ον­ται με­τα­ξύ τους».

«Πράγ­μα­τι», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος, «τὸ ἴ­διο πι­στεύ­ω καὶ γι’ αὐ­τούς. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ κα­τα­λά­βεις κά­ποι­ον ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρι­βάλ­λον τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κό;»

«Δι­α­φο­ρε­τι­κό», εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα του. «Ὄ­χι ἴ­διο, ὅ­πως ἐ­μεῖς.»

«Ναί, δι­α­φο­ρε­τι­κό», τῆς πέ­τα­ξε, θυ­μω­μέ­νος μα­ζί της ποὺ κα­τέ­φευ­γε στὸ τέ­χνα­σμά του νὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τὶς δι­κές του λέ­ξεις ἔ­τσι ὥ­στε νὰ ἠ­χοῦν ἀ­νό­η­τες ἢ ὑ­πο­κρι­τι­κές. «Αὐ­τὰ εἶ­ναι βρό­μι­κα», εἶ­πε καὶ ξα­να­πέ­τα­ξε ὅ­λα τα μα­χαι­ρο­πί­ρου­να μὲς στὸ νε­ρο­χύ­τη.

Τὸ νε­ρὸ εἶ­χε γί­νει θο­λὸ καὶ γκρί­ζο. Ἐ­κεί­νη τὸ κοί­τα­ξε μὲ σφιγ­μέ­να χεί­λη, κι ὕ­στε­ρα βύ­θι­σε τὰ χέ­ρια της κά­τω ἀ­π’ τὴν ἐ­πι­φά­νεια. «Ἄ­ουτς!» ἔ­κα­νε κι ἀ­να­πή­δη­σε. Ἔ­πι­α­σε τὸ δε­ξί της χέ­ρι ἀ­π’ τὸν καρ­πὸ καὶ τὸ σή­κω­σε ψη­λά. Ὁ ἀν­τί­χει­ράς της ἔ­τρε­χε αἷ­μα.

«Ἄνν, μὴ κου­νη­θεῖς», τῆς εἶ­πε. «Μεῖ­νε ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­σαι». Ἔ­τρε­ξε ἐ­πά­νω, στὸ λου­τρό, καὶ ψα­χού­λε­ψε στὸ ντου­λα­πά­κι τοῦ φαρ­μα­κεί­ου γιὰ νὰ βρεῖ οἰ­νό­πνευ­μα, βαμ­βά­κι καὶ λευ­κο­πλάστ. Ὅ­ταν ξα­να­κα­τέ­βη­κε, τὴ βρῆ­κε ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὸ ψυ­γεῖ­ο, μὲ τὰ μά­τια κλει­στά, νὰ κρα­τά­ει ἀ­κό­μα τὸ χέ­ρι της. Πῆ­ρε τὸ χέ­ρι καὶ σφούγ­γι­σε τὸν ἀν­τί­χει­ρά της μὲ τὸ βαμ­βά­κι. Τὸ αἷ­μα εἶ­χε στα­μα­τή­σει. Πί­ε­σε τὸ δά­χτυ­λο νὰ δεῖ πό­σο βα­θιὰ ἦ­ταν ἡ πλη­γὴ καὶ φά­νη­κε μό­νο μιὰ αἱ­μά­τι­νη στα­γό­να, τρε­μου­λια­στὴ καὶ κα­τα­κόκ­κι­νη, ποὺ ἔ­πε­σε στὸ πά­τω­μα. Ἐ­κεί­νη τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε πά­νω ἀ­π’ τὸν ἀν­τί­χει­ρά της μὲ κα­τη­γό­ρια. «Δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα», τῆς εἶ­πε. «Αὔ­ριο οὔ­τε ποὺ θὰ φαί­νε­ται.» Ἤλ­πι­ζε ὅ­τι θὰ ἐ­κτι­μοῦ­σε ἡ γυ­ναί­κα του τὸ πῶς εἶ­χε σπεύ­σει νὰ τὴν πε­ρι­ποι­η­θεῖ. Τὸ εἶ­χε κά­νει ἀ­πὸ γνή­σιο ἐν­δι­α­φέ­ρον, δί­χως νὰ σκε­φτεῖ νὰ ζη­τή­σει κά­τι σὲ ἀν­τάλ­λαγ­μα, τώ­ρα, ὅ­μως, τοῦ πέ­ρα­σε ἀ­π’ τὸ νοῦ ὅ­τι θὰ ἦ­ταν εὐ­γε­νι­κὴ κί­νη­ση ἐκ μέ­ρους της νὰ μὴν ἐ­πα­νέλ­θει σ’ ἐ­κεί­νη τὴν κου­βέν­τα, για­τί τὸν εἶ­χε κου­ρά­σει. «Θὰ τὰ τε­λει­ώ­σω ἐ­γώ», τῆς εἶ­πε. «Ἐ­σὺ ἄν­τε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖς.»

«Δὲν πει­ρά­ζει», εἶ­πε ἐ­κεί­νη. «Θὰ τὰ σκου­πί­ζω.»

Ἐ­κεῖ­νος ἄρ­χι­σε νὰ πλέ­νει πά­λι τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να, προ­σέ­χον­τας ἰ­δι­αί­τε­ρα τὰ πι­ρού­νια.

«Ὁ­πό­τε», εἶ­πε ἐ­κεί­νη, «ἂν ἤ­μουν μαύ­ρη δὲν θὰ μὲ εἶ­χες παν­τρευ­τεῖ».

«Ἄνν, γιὰ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ πιά!»

«Μά, αὐ­τὸ δὲν εἶ­πες;»

«Ὄ­χι, δὲν εἶ­πα αὐ­τό. Τὸ ὅ­λο ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι γε­λοῖ­ο. Ἂν ἤ­σουν μαύ­ρη, τὸ πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι δὲν θὰ εἴ­χα­με πο­τὲ γνω­ρι­στεῖ. Ἐ­σὺ θὰ εἶ­χες τὶς πα­ρέ­ες σου κι ἐ­γὼ τὶς δι­κές μου. Ἡ μό­νη μαύ­ρη κο­πέ­λα ποὺ γνώ­ρι­σα πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν ἡ παρ­τε­νέρ μου στὸν ρη­το­ρι­κὸ ὅ­μι­λο, καὶ τό­τε τὰ εἶ­χα ἤ­δη φτιά­ξει μα­ζί σου.»

«Ἄν, ὅ­μως, μὲ γνώ­ρι­ζες καὶ ἤ­μουν μαύ­ρη;»

«Τό­τε τὸ πι­θα­νό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­τι θὰ τὰ εἶ­χες ἤ­δη μὲ κά­ποι­ον μαῦ­ρο.» Πῆ­ρε τὸ ντοὺς τοῦ νε­ρο­χύ­τη καὶ ξέ­πλυ­νε τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να. Τὸ νε­ρὸ ἦ­ταν τό­σο καυ­τὸ ποὺ τὸ ἀ­τσά­λι ἔ­γι­νε στιγ­μια­ία γα­λα­ζω­πὸ πρὶν ξα­να­πά­ρει τὸ ἀ­ση­μέ­νιο χρῶ­μα του.

«Ἂς ποῦ­με ὅ­τι δὲν τὰ εἶ­χα μὲ κα­νέ­να», συ­νέ­χι­σε ἐ­κεί­νη. «Πὲς ὅ­τι εἶ­μαι μαύ­ρη, ἐ­λεύ­θε­ρη, γνω­ρί­ζω ἐ­σέ­να κι ἐ­ρω­τευ­ό­μα­στε.»

Τῆς ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιά. Τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μὲ μά­τια ποὺ ἔ­λαμ­παν. «Ἄ­κου», τῆς εἶ­πε, σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ τὴ λο­γι­κέ­ψει, «αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται. Ἂν ἤ­σουν μαύ­ρη δὲν θὰ ἤ­σουν ἐ­σύ». Κα­θὼς τὸ ἔ­λε­γε αὐ­τό, συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι ἴ­σχυ­ε πέ­ρα γιὰ πέ­ρα. Δὲν ὑ­πῆρ­χε ἡ πα­ρα­μι­κρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α πὼς ἂν ἦ­ταν μαύ­ρη δὲν θὰ ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ ἦ­ταν. Κι ἔ­τσι ἐ­πα­νέ­λα­βε: «Ἂν ἤ­σουν μαύ­ρη, δὲν θὰ ἤ­σουν ἐ­σύ.»

«Τὸ ξέ­ρω», εἶ­πε, «ἀλ­λά, ἔ­τσι, πές».

Ἐ­κεῖ­νος πῆ­ρε βα­θιὰ ἀ­να­πνο­ή. Τὴν εἶ­χε κερ­δί­σει μὲ τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­μά του, ἀλ­λὰ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ τὸν δι­α­κα­τέ­χει μιὰ ἀ­νη­συ­χί­α. «Νὰ πῶ τί;» ρώ­τη­σε.

«Πὲς ὅ­τι εἶ­μαι μαύ­ρη, κι ὅ­τι εἶ­μαι ἀ­κό­μα ἐ­γώ, κι ἐ­ρω­τευ­ό­μα­στε. Θὰ μὲ παν­τρευ­τεῖς;»

Ἐ­κεῖ­νος τὸ σκέ­φτη­κε.

«Λοι­πόν;» τοῦ εἶ­πε κι ἔ­κα­νε ἕ­να βῆ­μα πιὸ κον­τά του. Τὰ μά­τια της ἀ­στρα­πο­βο­λοῦ­σαν. «Θὰ μὲ παν­τρευ­τεῖς;»

«Τὸ σκέ­φτο­μαι», τῆς εἶ­πε.

«Δὲν θὰ τὸ κά­νεις, εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο. Θὰ πεῖς ὄ­χι.»

«Νο­μί­ζω ὅ­τι βι­ά­ζε­σαι πο­λύ», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος. «Ἔ­χου­με πολ­λὰ πράγ­μα­τα νὰ βά­λου­με κά­τω. Δὲν εἶ­ναι σω­στὸ νὰ κά­νου­με κά­τι γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ με­τα­νι­ώ­νου­με σ’ ὅ­λη τὴν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή μας.»

«Ἄ­σε ἔ­ξω τὴ λο­γι­κή. Ναὶ ἢ ὄ­χι;»

«Ἐ­φό­σον τὸ θέ­τεις ἔ­τσι…»

«Ναὶ ἢ ὄ­χι.»

«Κα­λά, Ἂνν – ἐν­τά­ξει. Ὄ­χι.»

«Εὐ­χα­ρι­στῶ», τοῦ εἶ­πε καὶ φεύ­γον­τας ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να πῆ­γε στὸ σα­λό­νι. Ἕ­να λε­πτὸ με­τά, τὴν ἄ­κου­σε ποὺ ξε­φύλ­λι­ζε ἕ­να πε­ρι­ο­δι­κό. Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ἦ­ταν πο­λὺ θυ­μω­μέ­νη ὥ­στε πραγ­μα­τι­κὰ νὰ τὸ δι­α­βά­ζει, ἀλ­λὰ δὲν γύ­ρι­ζε ἀ­πό­το­μα τὶς σε­λί­δες ὅ­πως θὰ ἔ­κα­νε αὐ­τὸς ἂν βρι­σκό­ταν σὲ πα­ρό­μοι­α θέ­ση. Τὶς γύ­ρι­ζε ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, σὰν νὰ με­λε­τοῦ­σε τὴν κά­θε ἀ­ρά­δα. Τοῦ ἔ­κα­νε ἐ­πί­δει­ξη τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας της καὶ αὐ­τὴ ἡ ἐ­πί­δει­ξη εἶ­χε τὴν ἐ­πι­θυ­μη­τὴ ἐ­πί­δρα­ση πά­νω του. Τὸν πλή­γω­νε.

Δὲν εἶ­χε ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γὴ πα­ρὰ νὰ τῆς δεί­ξει κι αὐ­τὸς τὴ δι­κή του ἀ­δι­α­φο­ρί­α. Ἔ­πλυ­νε ἥ­συ­χα καὶ προ­σε­κτι­κά τα ὑ­πό­λοι­πα πιά­τα. Με­τὰ τὰ σκού­πι­σε καὶ τὰ ἔ­βα­λε στὸ ντου­λά­πι. Σκού­πι­σε τοὺς πάγ­κους, τὴν ἑ­στί­α τῆς κου­ζί­νας κι ἔ­σκυ­ψε νὰ κα­θα­ρί­σει τὸ πά­τω­μα στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ εἶ­χε πέ­σει ἡ στα­γό­να τοῦ αἵ­μα­τος. Πά­νω ἐ­κεῖ ἀ­πο­φά­σι­σε ὅ­τι ἦ­ταν εὐ­και­ρί­α νὰ τὸ σφουγ­γα­ρί­σει ὅ­λο. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε, ἡ κου­ζί­να ἦ­ταν σὰν και­νού­ρια, ὅ­πως τὴ μέ­ρα ποὺ ὁ με­σί­της τοὺς ἔ­δει­χνε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ σπί­τι, πρὶν κὰν ἐγ­κα­τα­στα­θοῦν ἐ­κεῖ.

Πῆ­ρε τὴ σα­κού­λα τῶν σκου­πι­δι­ῶν καὶ βγῆ­κε ἔ­ξω. Ἦ­ταν ἀ­νέ­φε­λη ἡ βρα­διὰ καὶ στὰ δυ­τι­κά, ἐ­κεῖ ποὺ δὲν ἔ­φτα­ναν τὰ φῶ­τα τῆς πό­λης, δι­α­κρί­νον­ταν με­ρι­κὰ ἀ­στέ­ρια. Στὸ Ἒλ Κα­μί­νο, ἡ κί­νη­ση τῶν αὐ­το­κι­νή­των ἦ­ταν ἀ­ραι­ὴ καὶ στα­θε­ρή, σὰν ἤ­ρε­μο πο­τά­μι. Ἔ­νι­ω­θε ντρο­πὴ ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­τρέ­ψει στὴ γυ­ναί­κα του νὰ τὸν πα­ρα­σύ­ρει σ’ αὐ­τὸ τὸν κα­βγά. Σὲ κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ χρό­νια ἀ­πὸ τώ­ρα θὰ ἦ­ταν καὶ οἱ δυ­ό τους πε­θα­μέ­νοι. Τί ση­μα­σί­α θὰ εἶ­χαν ὅ­λα αὐ­τὰ τό­τε; Συλ­λο­γί­στη­κε τὰ χρό­νια ποὺ εἶ­χαν ζή­σει μα­ζὶ καὶ πό­σο στε­νὴ ἦ­ταν ἡ σχέ­ση τους, πό­σο κα­λὰ γνώ­ρι­ζαν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, κι ἔ­νιω­σε ἕ­να κόμ­πο στὸ λα­ρύγ­γι ποὺ δὲν τὸν ἄ­φη­νε νὰ πά­ρει ἀ­νά­σα. Ἕ­να φούν­τω­μα ἁ­πλώ­θη­κε στὸ πρό­σω­πο καὶ τὸ λαι­μό του. Μιὰ ζέ­στη πλημ­μύ­ρι­σε τὸ στῆ­θος του. Στά­θη­κε ἐ­κεῖ γιὰ λί­γο, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας αὐ­τὲς τὶς αἰ­σθή­σεις, κι ὕ­στε­ρα πῆ­ρε τὴ σα­κού­λα καὶ βγῆ­κε στὴν πί­σω αὐ­λή.

Τὰ δυ­ὸ ἀ­δέ­σπο­τα σκυ­λιὰ τῆς γω­νί­ας εἶ­χαν τρα­βή­ξει πά­λι τὸν κά­δο τῶν σκου­πι­δι­ῶν πιὸ πέ­ρα. Τὸ ἕ­να κυ­λι­ό­ταν κα­τα­γῆς ἀ­νά­σκε­λα, ἐ­νῶ τὸ ἄλ­λο εἶ­χε κά­τι στὸ στό­μα του. Γρυ­λί­ζον­τας, τὸ πέ­τα­ξε στὸν ἀ­έ­ρα, ἔ­κα­νε ἕ­να ἅλ­μα καὶ τὸ ἔπι­α­σε, γρύ­λι­σε ξα­νὰ καὶ κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι πέ­ρα-δῶ­θε. Ὅ­ταν τὸν εἶ­δαν νὰ πλη­σιά­ζει, ἔ­σπευ­σαν νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θοῦν μὲ κο­φτά, λε­πτε­πί­λε­πτα βή­μα­τα. Σὲ ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση θὰ τοὺς πέ­τα­γε πέ­τρες, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ τὰ ἄ­φη­σε νὰ φύ­γουν.

Τὸ σπί­τι ἦ­ταν σκο­τει­νὸ ὅ­ταν ξα­ναμ­πῆ­κε μέ­σα. Ἐ­κεί­νη ἦ­ταν στὸ μπά­νιο. Κον­το­στά­θη­κε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα καὶ φώ­να­ξε τὸ ὄ­νο­μά της. Τὴν ἄ­κου­σε ποὺ με­τα­κι­νοῦ­σε κά­τι μπου­κα­λά­κια, ἀλ­λὰ δὲν τοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ἄνν, συ­γνώ­μη – εἰ­λι­κρι­νά», εἶ­πε. «Θὰ ἐ­πα­νορ­θώ­σω, στὸ ὑ­πό­σχο­μαι.»

«Πῶς;» τὸν ρώ­τη­σε.

Αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση δὲν τὴν πε­ρί­με­νε. Ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸν τό­νο τῆς φω­νῆς της, ποὺ εἶ­χε μιὰ νό­τα ἤ­ρε­μη καὶ τε­λε­σί­δι­κη, μιὰ νό­τα πρω­τά­κου­στη γιὰ τὰ αὐ­τιά του, κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ δώ­σει τὴ σω­στὴ ἀ­πάν­τη­ση. Ἔ­γει­ρε πά­νω στὴν πόρ­τα. «Θὰ σὲ παν­τρευ­τῶ», ψι­θύ­ρι­σε.

«Θὰ δοῦ­με», εἶ­πε ἐ­κεί­νη. «Ἄν­τε στὸ κρε­βά­τι. Ἔρ­χο­μαι σὲ λί­γο.»

Ἔ­βγα­λε τὰ ροῦ­χα του καὶ χώ­θη­κε κά­τω ἀ­π’ τὰ σκε­πά­σμα­τα. Κά­ποια στιγ­μὴ ἄ­κου­σε ἐ­πι­τέ­λους τὴν πόρ­τα τοῦ μπά­νιου νὰ ἀ­νοί­γει καὶ νὰ κλεί­νει πά­λι.

«Σβῆ­σε τὸ φῶς», τοῦ εἶ­πε ἀ­π’ τὸ δι­ά­δρο­μο.

«Τί;»

«Σβῆ­σε τὸ φῶς.»

Ἐ­κεῖ­νος ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι καὶ τρά­βη­ξε τὴν ἁ­λυ­σί­δα τοῦ πορ­τα­τίφ. Τὸ δω­μά­τιο βυ­θί­στη­κε στὸ σκο­τά­δι. «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πε. Ἔ­μει­νε νὰ κεί­τε­ται ξα­πλω­μέ­νος, ἀλ­λὰ τί­πο­τα δὲν συ­νέ­βη. «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πε πά­λι. Ὕ­στε­ρα ἄ­κου­σε μιὰ κί­νη­ση στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ἀ­να­κά­θι­σε, μὰ δὲν ἔ­βλε­πε τὴ μύ­τη του. Ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε πά­λι σι­ω­πή. Ἡ καρ­διά του χτυ­ποῦ­σε ὅ­πως τὸ πρῶ­το-πρῶ­το βρά­δυ ποὺ πέ­ρα­σαν μα­ζί, χτυ­ποῦ­σε ὅ­πως ὅ­ταν ξύ­πνα­γε κα­μιὰ φο­ρὰ τὴ νύ­χτα ἀ­πὸ κά­ποι­ο θό­ρυ­βο κι ἔ­στη­νε αὐ­τὶ μή­πως τὸν ξα­να­κού­σει – τὸν θό­ρυ­βο κά­ποι­ου ποὺ κι­νεῖ­ται μὲς στὸ σπί­τι, μιᾶς πα­ρου­σί­ας ξέ­νης.


(Τομπάιας Γούλφ (Tobias Wolff) (Μπέρ­μιγ­χαμ, Ἀ­λαμ­πά­μα, 1945). Εἶ­ναι γνω­στὸς γιὰ τὰ χρο­νι­κὰ τοῦ T­h­is B­o­y­’s L­i­fe, κα­θὼς καὶ γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του, ἐ­νῶ ἔ­χει γρά­ψει καὶ δύ­ο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Οἱ κρι­τι­κοὶ τὸν κα­τέ­τα­ξαν στὸ κί­νη­μα τοῦ βρό­μι­κου ρε­α­λι­σμοῦ μα­ζὶ μὲ τὸν Ρέ­ι­μοντ Κάρ­βερ καὶ μί­λη­σαν γιὰ ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ δι­η­γή­μα­τος, ἀλ­λὰ ὁ ἴ­διος ἀρ­νεῖ­ται τέ­τοι­ους ἰ­σχυ­ρι­σμούς. Ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, ἐ­νῶ τὰ χρο­νι­κὰ καὶ ἕ­να δι­ή­γη­μά του ἔ­χουν με­τα­φερ­θεῖ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο. Βλ. καὶ Πλα­νό­διον ἀρ. 44 (Ἰ­ού­νιος 2008), μιὰ πρώ­τη ἐ­κτε­τα­μέ­νη γνω­ρι­μί­α μὲ τὸ ἔρ­γο του στὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα: «Ἡ χα­ρὰ τοῦ πο­λε­μι­στῆ καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα», Εἰ­σα­γω­γή-με­τά­φρα­ση-ση­μει­ώ­σεις: Τά­σος Ἀ­να­στα­σί­ου. Ἀπὸ τὶς ἐκδό­σεις Πό­λις κυ­κλο­φο­ροῦν ἐ­πί­σης τὰ βι­βλία του Τὸ πα­λιὸ σχο­λεῖο (μυ­θι­στό­ρη­μα, 2008) καὶ Ὁ κλέ­φτης τοῦ στρα­το­πέ­δου (δι­η­γήμα­τα, 2009)).

http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2011/02/21/tobias-wolff-pes-nai/

26.3.11

Προσευχή

Κύριε, νύχτωσε, και η ψυχή είναι εξαθλιωμένη.
Τόσο τρομερές ήταν η φουρτούνα και η θέληση!
Ό,τι μας έχει απομείνει στην εχθρική αυτή σιωπή,
Η νοσταλγία είναι και η θάλασσα η καθολική.

Όμως, η φλόγα που η ζωή μέσα μας άναψε
Ακόμα σιγοκαίει, αν ακόμα υπάρχει εδώ ζωή,
Θάνατος παγωμένος την έχει κρύψει μες τις στάχτες,
Αλλά το χέρι του ανέμου μπορεί και πάλι να την αναστήσει.

Δώσε πνοή, αέρα - τη λαχτάρα ή την κατάρα -
Τη φλόγα της προσπάθειας να ζωντανέψει.
Κάνε να επανακτήσουμε την Απεραντοσύνη της θάλασσας
Ή όποιουδήποτε άλλου συνόρου, που μπορούμε να κατέχουμε!


Φ. Πεσσόα

15.3.11

Το τρελό δίδυμο

Το τρελό δίδυμο Πέτρος Βαγιόπουλος και Μανώλης Ρασούλης.
Δυο τραγούδια για το αντίο. Με χαμόγελο.




14.3.11

Τώρα που είναι άνοιξη…

Ένα δύο τεστ, ένα δύο τεστ.

Τώρα που είναι άνοιξη…
Ευκαιρία να τα φορτώσω στον κόκορα.

Για να τα φορτώσω στον κόκορα, χρειάζεται μια κάποια ανακατανομή.


στόχοι Α (βαθμός δυσκολίας : 0/10)

1.μαθαίνω να φτιάχνω αγγουρόσουπα (τρώγεται κρύα, τώρα που είναι άνοιξη…)
2.χάνω 4 κιλά για να μου ξαναμπεί το μπικίνι (προτεινόμενη δίαιτα: Κ δύο εβδομάδων + αγγουρόσουπα 1 φορά τη μέρα)
3.κάνω γενική καθαριότητα – μα τι ωραία, τώρα που είναι άνοιξη...
4.γεμίζω το σπίτι με βάζα.
5.βάζω χαρούμενη μουσική και κάθομαι με τις ώρες στη βεράντα ρεμβάζοντας και χαμογελώντας. Ρίχνω πεταχτές ματιές στα βάζα μου.

στόχοι Β (βαθμός δυσκολίας : 3/10)

1.κάνω το πρώτο ανοιξιάτικο πάρτι (α χα,χαχα…α χα,χαχα)
2.βγάζω, πλένω, σιδερώνω όλα τα πολύχρωμα ανοιξιάτικα μου ρούχα (α χα,χαχα…α χα, χαχα)
3.τρώω τακτικά – δυό φορές τη βδομάδα ψάρι – απαραιτήτως
4.αποφασίζω να ανακαλύψω ξανά τις ομορφιές του νησιού μας, που δεν είναι μόνο πολύπαθο, πριτς.
5.γνωρίζω καθαρούς ξένους που ζουν στη χώρα μας και ανταλλάζουμε επισκέψεις επειδή δεν είμαι ρατσίστρια. Κατά προτίμηση πλούσιους ρώσους που έχουν δεύτερο διαμέρισμα στη Μόσχα μη φάμε τρία μηνιάτικα στα ξενοδοχεία όταν πάμε.

στόχοι Γ (βαθμός δυσκολίας : 6/10)

1.αποκτώ τη συνήθεια να πλένω το αυτοκίνητο μου ανελλιπώς μια φορά τη βδομάδα (σε κάνει να νοιώθεις όμορφα αυτό, κοιτάς αλλιώς τον κόσμο όταν φεύγεις από το πλυντήριο αυτοκινήτων)
2.γράφομαι στο γυμναστήριο σε κάνει να σκέφτεσαι καθαρότερα μου είπαν
3.ανακαλύπτω τη θηλυκότητα μου κάνοντας μανικιούρ-τζελ με εναλλακτικά σχέδια στο αριστερό παράμεσο δάκτυλο.
4.διαβάζω βιβλία και μπλογκς επαναστατικής αυτό-βοήθειας. Χωρίς έμπνευση τι να το κάνεις, θέλει κι ο αναγνώστης το κατιτίς του να φαντασιωθεί.
5.φορώ γάντια όταν πλένω τα πιάτα για να παραμείνουν τα χέρια μου λεία και τρυφερά και για να μην ξεθωριάζει το τζελ. Φαίνεται άσχημο όταν κρατάς – εναλλακτικά – το μπουκάλι της μπύρας.

Στόχοι Δ (βαθμός δυσκολίας : 10/10)

1.ξοφλώ τα χρέη μου με καρτερία και υπομονή και σταματώ να βλέπω ειδήσεις. δεν είναι κομψό να απελπίζεσαι και να θυμώνεις.
2.κάνω κάθε βράδυ την ευχή μου με ότι νάναι φτάνει να είναι αισιόδοξο και αποκηρύττω τους σκοτεινούς πειρασμούς. δεν βοηθά σε τίποτα ο σατανάς ούτε σε κάνει πιο έξυπνο.
3.βάζω την αγάπη, την ειρήνη και τη γλυκύτητα στη καρδιά μου τελειωτικά.
4.κόβω το κάπνισμα
5.γίνομαι δημοφιλής κάνοντας παρέα με άλλους δημοφιλείς.

Στόχοι Ε

1.καταλαβαίνω τη μοναδικότητα μου στον κόσμο
2.συνεισφέρω τα μέγιστα στο παρόν σεβόμενη την μοναδικότητά μου χωρίς να γίνομαι αντικοινωνική προς θεού.
3.πουλώ τη ψυχή μου στο διάολο σεβόμενη το παρόν που λέγαμε, δεν είν΄κακό.
4.δεν έχω κανένα στόχο που να μην είναι εμφανίσιμος (αμέ)
5.πετώ το μαχαίρι απ΄το στόμα. (αν ακόμα δεν έχει πέσει από μόνο του)

13.3.11

Αβάσταχτο Νησί, Virgilio Piñera

(απόσπασμα)

Οι αιώνιες ιστορίες μπροστά στην ιστορία μιας χρήσης του ήλιου,
οι αιώνιες ιστορίες αυτής της γης που ξεπετάει καραγκιόζηδες
και παπαγάλους,
οι αιώνιες ιστορίες των μαύρων που πήγαν
και των λευκών που δεν πήγαν,
ή αντιστρόφως ή όπως καλύτερα νομίζετε,
οι αιώνιες λευκές, μαύρες, κίτρινες, κόκκινες, μπλε ιστορίες,
- όλα τα χρώματα της ίριδας να παίρνουν φωτιά -,
η αιώνια ιστορία του ευρωπαίου με το κυνικό χαμόγελο
που ήρθε για να σφίξει τα βυζιά της μάνας μου.
Ο φρικτός κυκλικός περίπατος,
το ερεβώδες παιχνίδι των ποδιών πάνω στη κυκλική άμμο,
η σπασμωδική κίνηση της φτέρνας που αποφεύγει τη βεντάλια
του σκαντζόχοιρου,
τα καταθλιπτικά βαλτόδεντρα, σαν μια καρκινογόνα ζώνη
τριγυρίζουν το νησί,
τα βαλτόδεντρα κι η σαπισμένη άμμος
σφίξουν τα νεφρά των κατοίκων του νησιού.

Μόνον ανυψώνεται ένα φλαμίνγκο απολύτως.

Κανένας δεν μπορεί να φύγει, κανένας δεν μπορεί να φύγει!
Ένα χωνί η ζωή μας κι από πάνω ο αφρός απ’ την λύσσα.
Κανείς δεν μπορεί να φύγει:
κι ο μικρότερος καρχαρίας δεν θα δεχόταν να μεταφέρει ένα άθικτο
σώμα.
Κανείς δεν μπορεί να φύγει:
ένα τσαμπί σταφύλια στο μέτωπο της ντόπιας γυναίκας
που κάνει αέρα αργά σε μια κουνιστή πολυθρόνα,
και «κανείς δεν μπορεί να φύγει» καταλήγει απαίσια στο χτύπημα
των κλάβες.
Ο κάθε άνθρωπος να τρώει κομμάτια απ’ το νησί,
ο κάθε άνθρωπος να καταβροχθίζει τα φρούτα, τις πέτρες και τα τρέφοντα
περιττώματα,
ο κάθε άνθρωπος να δαγκώνει το χώρο που άφησε η σκιά του,
ο κάθε άνθρωπος να τρίζει τα δόντια του στο κενό όπου ο ήλιος
συνηθίζεται,
ο κάθε άνθρωπος, να ανοίγει το στόμα του σαν στέρνα κλείνει μέσα του
το νερό
της θάλασσας, αλλά όπως το άλογο του βαρόνου Μινχάουζεν
το πετάει με πάθος απ’ το πισινό του τέταρτο,
ο κάθε άνθρωπος στην κακιωμένη δουλειά να κόβει
τις άκρες από το ωραιότερο νησί του κόσμου,
ο κάθε άνθρωπος να προσπαθεί να θέσει σε κίνηση το κτήνος διασταυρωμένο
με πυγολαμπίδες.


Μετάφραση από τα ισπανικά: Γιώργος Ρούβαλης
Πηγή:http://poeticanet.com/main.php

10.3.11

Ben Fine:Προοπτικές της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας

Αυτό το άρθρο εξετάζει τις προοπτικές της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας. Η εξέταση αυτή περιορίζεται στην Δυτική Ακαδημαϊκή σκηνή, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι οι προοπτικές είναι λαμπρότερες σε σχέση με μια μεγάλη προηγούμενη περίοδο, υπό το φως της διπλής υποχώρησης αφενός μεν του νεοφιλελευθερισμού, αφετέρου δε του μεταμοντερνισμού. Αυτό αντανακλά μια ανανέωση του ενδιαφέροντος, κατά την τελευταία εικοσαετία, στην υλική και την συστημική πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Ένα ενδιαφέρον που θα ενισχυθεί από την παγκόσμια κρίση. Από την άλλη, η μη-ανεκτική δεσπόζουσα τάση στα οικονομικά συνιστά απειλή καθώς επιβουλεύεται να επεκταθεί στις κοινωνικές επιστήμες με τη μορφή του Ιμπεριαλισμού των οικονομικών. Παρά ταύτα, υπάρχουν σοβαροί λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι, ειδικά για το ρόλο της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στις κοινωνικές επιστήμες και στις διεπιστημονικές προσπάθειες (/προσεγγίσεις), με τις κοινωνικές επιστήμες να είναι πιο ανοιχτές στις μελλοντικές τους κατευθύνσεις και στο περιεχόμενο, όπου είναι κομβικό να παρέμβουμε και να κάνουμε τη διαφορά.


Προοπτικές της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας*
του Ben Fine

Η σημερινή ομιλία μου αφορά τις προοπτικές της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Οι κρίσεις είναι πολύ παράξενα γεγονότα. Σίγουρα κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο νεοφιλελευθερισμός διέρχεται σήμερα τόσο από μία οικονομική κρίση, όσο και από μια κρίση νομιμοποίησης. Φαίνεται λοιπόν να υπάρχει ένα κενό, που θα μπορούσε να καλυφθεί από το Μαρξισμό, για την κατανόηση και την απάντηση στην κρίση. Και ο Μαρξισμός έχει να υπάρξει τόσο δημοφιλής από το τέλος της μεταπολεμικής έκρηξης 30-40 χρόνια πριν. Κι όμως, εν γένει ο Μαρξισμός φαίνεται να παραμένει στο περιθώριο. Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι συνέπεια της αποδυνάμωσης και της περιθωριοποίησης του εργατικού κινήματος, των προοδευτικών κινημάτων και των αντί-ιμπεριαλιστικών αγώνων, οι τελευταίοι την επαύριον των εξελίξεων στα μετά-αποικιακά κράτη. Επιπροσθέτως, η πιο εντυπωσιακή ιδιορρυθμία αυτής της κρίσης είναι το βάθος της και το εύρος της, παρά την αδυναμία των αντικαπιταλιστικών κινημάτων, παρά την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και παρά τα χαμηλά επίπεδα των πραγματικών και των κοινωνικών μισθών. Ακριβώς επειδή η εργατική τάξη είναι τόσο αδύναμη, οι αναλύσεις και οι εναλλακτικές από μέρους της είναι τόσο αναγκαίες, και όμως τόσο απούσες.
Όταν λοιπόν μιλάω στο σήμερα για τις προοπτικές της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, αναφέρομαι στις προοπτικές που έχει στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Και αυτό όχι γιατί (ο Μαρξισμός) απουσιάζει από τον έξω-ακαδημαϊκό κόσμο, αλλά γιατί προσωπικά δεν γνωρίζω και πολλά γι’ αυτόν. Η αιτία είναι ότι, έξω από τον ακαδημαϊκό χώρο, είναι πολύ-διασπασμένος και ετερογενής, πράγμα το οποίο με στεναχωρεί πολύ. Και αυτό δεν αντανακλά μόνο την αδυναμία των προοδευτικών κινημάτων, και συγκεκριμένα του εργατικού κινήματος, αλλά και την αδύναμη θέση του μαρξισμού στους κόλπους της εργατικής τάξης. Όμως αυτό επιδρά στη φύση και το περιεχόμενο του Μαρξισμού ο οποίος προκύπτει ως αποτέλεσμα. Φυσικά, στο ένα άκρο έχουμε τον εκφυλισμό του Μαρξισμού –και εδώ έχω στο μυαλό μου την άνοδο και την πτώση του Αναλυτικού Μαρξισμού, ή αλλιώς του Μαρξισμού της Ορθολογικής Επιλογής. Η μελέτη (scholarship) του Μαρξισμού υποβαθμίζεται, φιλοδοξώντας να γίνει αποδεκτή από την «ορθόδοξη» οικονομική σκέψη και την «λόγια» ακαδημαϊκή ελίτ (scholarship). Πράγμα που γίνεται εις βάρος τόσο του περιεχομένου, όσο και της επιρροής του Μαρξισμού.
Αλλά ο εγκλεισμός του Μαρξισμού στον ακαδημαϊκό χώρο έχει πολύ ευρύτερες συνέπειες. Αυτές αφορούν το ποια ερωτήματα τίθενται, πώς τίθενται και σε ποιόν απευθύνονται. Όπως είπε κι ο ίδιος ο γέρο-Μαρξ, οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους, αλλά το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε. Αυτό δεν είναι μόνο μία αξιόλογη έκκληση για δράση, αλλά μια δήλωση για το πώς αποκτάται η γνώση: η δράση για την αλλαγή του κόσμου αποτελεί τη βάση για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Για εμένα προσωπικά, από τις συνεισφορές μου στο Μαρξισμό, μεγαλύτερη ικανοποίηση μου προσέφεραν όσες προσδέθηκαν στο εργατικό κίνημα και σε διάφορους ακτιβισμούς. Είναι αυτή η δραστηριότητα μέσα από ή ενάντια σε πολιτικά κόμματα, σε συνεργασία με το κίνημα των σωματείων για την οποία αυτού του είδους η μόρφωση και η έρευνα είναι απαραίτητες. Για να το πούμε διαφορετικά, ο Μαρξισμός είναι στα καλύτερά του όταν συνδέεται με την πάλη για την απελευθέρωση.
Βέβαια, δεν πρέπει να παραβλέψουμε τη δυνατότητα του μαρξισμού να γίνει ένα «δόγμα» στην υπηρεσία πολιτικών καθεστώτων και αγώνων. Άλλωστε πολλοί έλκονται από την ιδέα ενός δημοκρατικού συγκεντρωτισμού που μας τραβάει προς την πρόοδο, εις βάρος της ελευθερίας της έκφρασης και του διαλόγου. «Άγνωστες αι βουλαί» του κόσμου…. Όμως προσωπικά έχω την τάση να σέβομαι το αστικό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.
Όμως η αρχική πρόθεσή μου είναι να μιλήσω για τις προοπτικές της Μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στον ακαδημαϊκό κόσμο. Και χρειάζεται να περιορίσω ακόμα περισσότερο τον εαυτό μου σε ένα μόνο κομμάτι του Αγγλόφωνου κόσμου. Μπορώ μόνο να ελπίζω ότι η σημαντική επιρροή του μαρξισμού οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, θα έβρισκε ένα τρόπο να μου γνωστοποιηθεί. Όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση γι αυτό και ελπίζω να μάθω από εσάς. Σε αυτή τη βάση και κάτω από αυτόν τον, καθόλου θελκτικό, περιορισμό επιτρέψτε μου να συνεχίσω.
Πρώτο-ασχολήθηκα με τη μαρξιστική πολιτική οικονομία στις δεκαετίες του 1960’ και του 1970’. Τότε βρισκόταν στην κορύφωσή της, καθώς η μεταπολεμική ραγδαία ανάπτυξη πλησίαζε στο τέλος της. Ο ριζοσπαστισμός, οι αγώνες των σωματείων και τα προοδευτικά κινήματα κορυφώνονταν και αντιπολιτεύονταν σε μεγάλο βαθμό τον πόλεμο του Βιετνάμ. Αυτή ήταν η εποχή των μεγάλων αντιπαραθέσεων γύρω από τη μαρξιστική θεωρία της αξίας. Ήταν η εποχή κατά την οποία προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε την μεταπολεμική ξέφρενη ανάπτυξη και την κρίση της, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το Κεφάλαιο. Από τότε και για πολύ καιρό ακόμα, η μαρξιστική πολιτική οικονομία είχε πάρει την κάτω βόλτα. Γιατί όμως επήλθε αυτή η κατάπτωση; Και γιατί είναι οι προοπτικές της πολύ λαμπρότερες σήμερα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια;
Θέλω να προτάξω τέσσερις λόγους για τους οποίους η μαρξιστική πολιτική οικονομία είχε κακές επιδόσεις στην σκηνή της διανόησης. Ο πρώτος έχει να κάνει με της εξελίξεις στα ίδια τα οικονομικά. Παραδόξως, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1970’ έμελλε να επιταχύνει προϋπάρχουσες τάσεις μέσα στα οικονομικά. Ποιες ήταν αυτές οι τάσεις στα οικονομικά ως ακαδημαϊκή πειθαρχία; Ίσως γίνει λίγο τεχνική η κουβέντα, αλλά, πρώτα απ’ όλα, τα οικονομικά στηρίζονταν αποκλειστικά σε μια συγκεκριμένη τεχνική ανάλυσης και σε μια συγκεκριμένη μεθοδολογία. Αυτή ήταν η ιδέα ότι η οικονομία μπορεί να εξηγηθεί εξετάζοντας την ορθολογική συμπεριφορά των ατόμων, η οποία βελτιστοποιεί την ωφέλειά τους. Αυτά τα άτομα υπάρχουν στα πλαίσια των αγορών, που λειτουργούν τέλεια, και οι οικονομολόγοι ανέπτυξαν έναν τεχνικό μηχανισμό για να παρατηρούν τη συμπεριφορά τους, η οποία είναι παρόμοια με την συμπεριφορά όσων μελετούν οικονομικά. Αυτοί οι τεχνικοί μηχανισμοί ονομάστηκαν συναρτήσεις παραγωγής και συναρτήσεις ωφέλειας. Οπότε η εστίαση στο άτομο αντικατέστησε την εστίαση στο καπιταλιστικό σύστημα.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι υπάρχει ένα σημείο ισορροπίας. Το σημείο ισορροπίας υπάρχει, είναι μοναδικό, είναι σταθερό και αποδοτικό. Αυτό το σημείο ισορροπίας έχει ένα τρόπο να καταλαβαίνει τον κόσμο: όχι επειδή ο κόσμος βρίσκεται πάντα σε ισορροπία, αλλά επειδή θα πρέπει να τον αντιλαμβανόμαστε ως απόκλιση από αυτό το σημείο ισορροπίας.
Οπότε, πρώτον, άτομο, δεύτερον, σημείο ισορροπίας. Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι η ιδέα ότι οι αγορές δουλεύουν σωστά, αλλά οι αποκλίσεις λόγω ατελειών στην αγορά μπορούν να μεγαλοποιηθούν, όπως και η δυνατότητα των κρατών να βελτιώνονται από αυτές.
Ένα τέταρτο χαρακτηριστικό των οικονομικών ήταν η χρήση των στατιστικών μεθόδων ως ένας τρόπος κατανόησης των αιτιωδών σχέσεων, μέσω της λεγόμενης οικονομετρίας.
Μαζί με τα προηγούμενα, το πέμπτο χαρακτηριστικό είναι ότι τα οικονομικά θεωρούν τον εαυτό τους επιστήμη. Και απορρίπτουν άλλες μεθόδους, την ιστορία της οικονομικής σκέψης και τις σχέσεις με τις άλλες ακαδημαϊκές πειθαρχίες.
Επιπρόσθετα, οι αρχές της μικροοικονομίας, που μόλις περιέγραψα, άρχισαν να χρησιμοποιούνται και αλλού. Αυτό είναι που αποκαλώ «Ιμπεριαλισμός των Οικονομικών» (όχι οικονομικός ιμπεριαλισμός). Αυτό συνδέθηκε πιο στενά με κάποιον που λέγεται Γκάρυ Μπέκερ (Gary Becker) Η ιδέα του είναι ότι τα οικονομικά δεν μπορούν να εξηγήσουν μόνο την οικονομία, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή η ιδέα έκανε να «ανθίσουν» πολλά πεδία των οικονομικών: η θεωρία της Δημόσιας Επιλογής, τα Νέα Οικονομικά της Ανάπτυξης, τα Νέα Οικονομικά του Νοικοκυριού, η θεωρία του Ανθρώπινου κεφαλαίου κ.ο.κ.
Ένας άλλος κάτοχος βραβείου Νόμπελ, όχι ο Γκαρυ Μπέκερ, αλλά ο Τζέημς Μπιουκάναν (James Buchanan), το εξήγησε πολύ καλά αυτό. Εξήγησε την επιλογή μεταξύ πολέμου και ειρήνης όπως θα εξηγούσε την επιλογή μεταξύ ενός μήλου και ενός αχλαδιού. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι ότι τα οικονομικά έγιναν ακραία με δύο τρόπους. Πρώτα μέσα στο αντικείμενο των οικονομικών με πιο σημαντικά τα λεγόμενα «νεοκλασικά οικονομικά». Αυτή ήταν μια ακραία μορφή μονεταρισμού, για τον οποίον ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman) φάνταζε πολύ αριστερός, η κοινωνία αποτελούνταν από υπέρ-ορθολογικά άτομα, οι αγορές λειτουργούσαν τέλεια, το κράτος ήταν μη αποτελεσματικό και οι επιχειρηματικοί κύκλοι αναπαριστούσαν οικονομίες που λειτουργούν τέλεια (αντί για ατελώς). Αυτές οι αρχές πήραν τα ηνία στα οικονομικά και προσπάθησαν να κατακτήσουν και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες.
Αυτό ήταν, πρώτο απ’ όλα, ένα εξαιρετικά εχθρικό έδαφος για τoν Μαρξισμό. Και μάλιστα με ένα τρόπο πολύ οικείο στους Κορεάτες, κατά τη γνώμη μου. Αυτός είναι η επαγγελματοποίηση και η αμερικανοποίηση της ακαδημαϊκής πειθαρχίας των οικονομικών. Τα οικονομικά είναι ένα βαθιά μη δημοφιλές αντικείμενο. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ ο αριθμός των διδακτορικών διατριβών στα οικονομικά αυξάνεται, ο αριθμός των φοιτητών αμερικανικής καταγωγής που ασχολούνται με το αντικείμενο μειώνεται. Δηλαδή η Αμερική εκπαιδεύει τους οικονομολόγους όλου του κόσμου (Fine and Milonakis, op cit: 139)…[...]
Ότι έχω περιγράψει παραπάνω, αποτελεί την ακαδημαϊκή αντανάκλαση του Ριγκανισμού και του Θατσερισμού, σε μια χρονική περίοδο που αποτελεί για ‘μένα την πρώτη φάση του νεοφιλελευθερισμού. Σε αυτή τη φάση, το ιδιωτικό κεφάλαιο, εμφανώς υποστηριζόμενο από το κράτος, ξαμολήθηκε στον κόσμο προβαίνοντας σε μια «θεραπεία σοκ», που προηγήθηκε και ξεπέρασε τις πολιτικές που συστάθηκαν αργότερα για την Ανατολική Ευρώπη. Αυτή η εξέλιξη στα οικονομικά περίμενε να πλήξει τον Κεϋνσιανισμό. Ενάντια σ’ αυτή την εξέλιξη αναπτύχθηκε τα τελευταία 20 χρόνια και μια αντίδραση, που όμως ήταν ήπια και περιορισμένη: τα μίκρο-οικονομικά των ατελειών της αγοράς και ειδικά των ατελειών στην πληροφόρηση. Αυτή η αντίδραση προωθήθηκε και συσχετίστηκε κυρίως με τον Joe Stiglitz. Να τι είχε να πει, μόλις πριν από λίγους μήνες, για την κρίση: « Η Αριστερά καταλαβαίνει πλέον τις αγορές και το ρόλο που μπορούν και πρέπει να παίξουν στην οικονομία… η νέα Αριστερά προσπαθεί να κάνει τις Αγορές να δουλέψουν.»
Αυτό που εννοεί είναι, ότι προσπαθούν να κάνουν τον Καπιταλισμό να δουλέψει. Και ο τρόπος, με τον οποίο προσπαθούν να το καταφέρουν αυτό, είναι μέσα από μικρές διορθωτικές και υποστηρικτικές παρεμβάσεις στην αγορά. Δηλαδή, δεν έχουν να προσφέρουν κάποια συστημική ανάλυση του καπιταλισμού ή της ίδιας της οικονομικής κρίσης. Αυτά είναι τα οικονομικά που ανταποκρίνονται στην σημερινή κατάσταση. Αυτή είναι η «δεύτερη φάση του νεοφιλελευθερισμού», όπως την αποκαλώ. Και προσπαθεί να κάνει κάτι για τις χειρότερες πτυχές της πρώτης φάσης, αλλά κυρίως, κάνει ότι μπορεί, όπως φαίνεται από τις πολιτικές που υιοθετούνται για το ξεπέρασμα της σημερινής κρίσης, για να μπορέσει το οικονομικό σύστημα (financial system) να δουλέψει.
Όμως αυτά τα νέα «οικονομικά των ατελειών της αγοράς» είναι αυτό που θα αποκαλούσα οικονομικά-ζόμπι (Fine, 2008b. 2008b).Έχουν μεγάλη επιρροή: «Ας διορθώσουμε εδώ, ας διορθώσουμε εκεί, ας διορθώσουμε παραπέρα…». Είναι λοιπόν ζωντανά και καλοδιατηρημένα με τους δικούς τους όρους. Είναι όμως και νεκρά, καθώς δεν έχουν καμία νέα διανοητική ιδέα. Και μολύνουν οτιδήποτε έρθει σε επαφή μαζί τους –όπως και τα ζόμπι-, επειδή ακριβώς τα πάντα μπορούν να ειδωθούν ως ατέλειες της αγοράς ή θεσμικές αποκρίσεις σε ατέλειες της αγοράς. Δεν υπάρχει καμία τάξη, καμία σύγκρουση, καμία εξουσία. Και ως αποτέλεσμα, τα οικονομικά-ζόμπι συνοδεύονται από μία δηλητηριώδη και πολύ πετυχημένη μορφή οικονομικού ιμπεριαλισμού. Όπως είπα και πριν, ο παλιός οικονομικός ιμπεριαλισμός αντιμετώπιζε τα πάντα ως επιλογή μεταξύ μήλων και αχλαδιών. Ο νέος οικονομικός ιμπεριαλισμός αντιμετωπίζει και πάλι τα πάντα ως επιλογή μεταξύ μήλων και αχλαδιών, μόνο που αυτή τη φορά, δεν είναι σίγουρο ποιο είναι το μήλο και ποιο το αχλάδι. Αυτό σήμαινε, ότι ο νέος ιμπεριαλισμός των οικονομικών ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός. Έδωσε ζωή σε ένα σωρό άλλα πεδία – τα νέα θεσμικά οικονομικά, τη νέα οικονομική κοινωνιολογία, τη νέα οικονομική γεωγραφία κτλ. Μάλιστα, σε ένα βιβλίο που πούλησε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα, αυτό-αποκαλούνται και Φρικονομικά (Freakonomics), όπως και η απομίμησή του, που αποκαλείται Μια Οικονομική Θεωρία Σχεδόν για τα Πάντα.
Όμως, θα έπρεπε να τονίσω ότι αυτός ο Ιμπεριαλισμός των οικονομικών, δεν παρέμεινε αδιαμφισβήτητος. Υπάρχουν δύο ζητήματα που σημάδεψαν τις κοινωνικές επιστήμες τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το ένα είναι η απόσυρση από το άκρο του μεταμοντερνισμού –την ενασχόληση με το υποκειμενικό, την εφευρετικότητα, το αυτό-δομούμενο και το από-δομημένο άτομο, η εστίαση στο νόημα και στην ερμηνεία του κόσμου, σε αντίθεση με ή και αρνούμενος τις υλικές ιδιότητές του (κόσμου). Στην πρώτη φάση του νέο-φιλελευθερισμού, υπήρχε μια αξιοσημείωτη παράλληλη ύπαρξη του μεταμοντερνισμού και των mainstream (/της δεσπόζουσας τάσης των) οικονομικών. Ήταν δυο πράγματα εντελώς ασύμβατα μεταξύ τους. Από τη μία, στα οικονομικά, έχουμε το άτομο που μεγιστοποιεί την ωφέλειά του με δεδομένες τις προτιμήσεις του και τα διαθέσιμα αγαθά. Και από την άλλη, για τον μετά-μοντερνισμό, έχουμε την υποκειμενική, εφευρετική ενασχόληση με την ερμηνεία του κόσμου.
Υποδέχομαι με ευχαρίστηση την υποχώρηση από το άκρο του μεταμοντερνισμού, όχι εξαιτίας της καλοδεχούμενης κριτικής εξέτασης των εννοιών, αλλά λόγω της ανάγκης πρόσδεσης στις υλικές πραγματικότητες του σύγχρονου καπιταλισμού.
Το δεύτερο ζήτημα, σχετικά με τις κοινωνικές επιστήμες τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είναι η υποχώρηση από το άκρο του νεοφιλελευθερισμού –αν και, όπως ανέφερα προηγουμένως, τείνω να θεωρώ, ότι αυτή είναι η δεύτερη φάση του νέο-φιλελευθερισμού και όχι το τέλος του. Όπως προ-είπα, στην πρώτη φάση του νέο-φιλελευθερισμού, επιδιώκονταν η, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη, επέκταση του ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδιαίτερα του χρηματιστικού κεφαλαίου, αψηφώντας τις συνέπειες. Στη δεύτερη φάση, επιχειρήθηκε η διόρθωση των δυσλειτουργιών και των ανισοτήτων της πρώτης φάσης – κάτι που υποστηρίχθηκε από την αποσπασματική παρέμβαση, που σχετίζεται με της ατέλειες της αγοράς – αλλά κυρίως συνεχίστηκε η προσπάθεια επέκτασης του ιδιωτικού και ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η αντίδραση ενάντια στον νέο-φιλελευθερισμό, καθ-εαυτόν και δι-εαυτόν, καθώς και ως ένα μηχανισμό, που καθορίζει την ατζέντα της συζήτησης, αποτυπώνεται καλά στην ανάδυση δύο εννοιών: της παγκοσμιοποίησης και του κοινωνικού κεφαλαίου. Η βιβλιογραφία σχετικά με την παγκοσμιοποίηση, σχετικά με τον ίδιο τον κόσμο, δεν υπήρχε πριν το 1990. Και ήταν μια νέο-φιλελεύθερη ιδέα. Ήταν η ιδέα πως το κράτος σταδιακά μαραίνονταν και πως αυτό ήταν κάτι καλό. Εν συνεχεία, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία υιοθέτησε μια διαφορετική οπτική γωνία. Αφιέρωσε την προσοχή της στον ορισμό του σύγχρονου καπιταλισμού ως ένα παγκόσμιο σύστημα, αναγνώρισε την συνεχιζόμενη σημασία του κράτους και δεν αρνήθηκε την παγκοσμιοποίηση, αλλά υιοθέτησε την άποψη ότι είναι περίπλοκη και τα αποτελέσματά της διαφοροποιούνται ανάλογα με τον τόπο, τον χρόνο και την οπτική γωνία. Οπότε, η ανάδυση της έννοιας της παγκοσμιοποίησης καταδείκνυε την αντίδραση, μέσα από τις κοινωνικές επιστήμες , ενάντια στον νέο-φιλελευθερισμό, απορρίπτοντας τουλάχιστον την αρχική αντίληψη, κατά την οποία ο μαρασμός του κράτους ήταν πραγματικός και επιθυμητός. Ούτως ή άλλως ο νέο-φιλελευθερισμός αφορούσε πάντα κρατικές παρεμβάσεις για την προώθηση των συμφερόντων του ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδιαίτερα αναφορικά με την διεθνοποίησή του (με το χρηματοπιστωτικό τομέα να βγαίνει στο προσκήνιο στην παρούσα περίοδο).
Ίσως να μην γνωρίζετε την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, αλλά η άνοδός του είναι πολύ λιγότερο θετική. Μια σύντομη εξιστόρηση των ανεπαρκειών του περιλαμβάνει τα ακόλουθα: την ομογενοποίηση διαφορετικών περιβαλλόντων, την παραμέληση της οικονομικής, συνδικαλιστικής, κρατικής εξουσίας και σύγκρουσης, του φύλου, της φυλής, των τάξεων, την απόκρυψη της προέλευσή της από την κοινωνιολογία της ορθολογικής επιλογής, την εξιδανίκευση της αυτό-βοήθειας που εμφανίζεται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, τη μη απόδοση σημασίας στο παγκόσμιο και στις ελίτ και την υιοθέτησή της από την Παγκόσμια Τράπεζα ως μία συμβολική απάντηση στις επικρίσεις των οικονομικών και κοινωνικών της πολιτικών.
Αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτά τα δύο παραδείγματα είναι ότι οι απαντήσεις στην παρούσα κατάσταση μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές. Οπότε αυτό που μπορώ να πω είναι ότι, οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας είναι πολύ λαμπρότερες αν εξετάσουμε την έννοια της Παγκοσμιοποίησης, απ’ ότι αν εξετάσουμε την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου. Αλλά, οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας είναι εξαιρετικά λαμπρές μέσα στις κοινωνικές επιστήμες, εκτός των ίδιων των οικονομικών. Κι αυτό, επειδή ακριβώς υπήρξε αυτή η διπλή υποχώρηση από τον μετά-μοντερνισμό και από το νέο-φιλελευθερισμό. Αυτή η διπλή υποχώρηση αντικατοπτρίζει ένα πραγματικό ενδιαφέρον για τη φύση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Επομένως, στις κοινωνικές επιστήμες, εξαιρουμένων των οικονομικών, υπάρχει μια γνήσια επιθυμία να κατανοήσουμε την πραγματικότητα του σύγχρονου καπιταλισμού.
Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω, είναι ο τρόπος με τον οποίον οι εξελίξεις, από την προηγούμενη κρίση, στις κοινωνικές επιστήμες, περιθωριοποίησαν το μαρξισμό. Αυτό συνέβη εξαιτίας του Ιμπεριαλισμού των οικονομικών, του νέο-φιλελευθερισμού, του μετά-μοντερνισμού. Αλλά, ενώ ο Ιμπεριαλισμός των οικονομικών ζει νεκρό-ζώντανος ανάμεσά μας, ο μετά-μοντερνισμός και ο νέο-φιλελευθερισμός είναι διανοητικά σε υποχώρηση. Αυτό ενισχύθηκε από την παρούσα κρίση, και ιδιαίτερα από το πώς ο χρηματοπιστωτικός τομέας κατέληξε να κυριεύει τις ζωές μας. Προκαλώντας επιβράδυνση της μεταπολεμικής ραγδαίας ανάπτυξης, έκανε την οικονομία επιρρεπή στις οικονομικές κρίσεις. Αυτό δεν φαίνονταν σημαντικό, μέχρι που η κρίση χτύπησε τις ΗΠΑ και, παρά την αδυναμία του κινήματος της εργατικής τάξης και των λοιπών προοδευτικών κινημάτων, έφτασε σε τέτοιο βάθος και εύρος. Έτσι, αποκαλύφθηκαν απότομα τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία της Αμερικάνικης ηγεμονίας.
Σκοπός της σημερινής ομιλίας μου δεν είναι να περιγράψω τη μαρξιστική απάντηση σε αυτά τα ζητήματα. Σκοπός μου είναι περισσότερο να αποτιμήσω τη δυνατότητα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, υπό αυτές τις συνθήκες. Δεν αμφιβάλλω, ότι ο μαρξισμός γενικά και η πολιτική του οικονομία ειδικότερα είναι, διανοητικά, απαραίτητα στοιχεία για τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας. Υπάρχει για παράδειγμα, η ανάγκη να κατανοήσουμε τη χρήματο-οικονομική, αλλά και να την υπερβούμε. Υπάρχει επίσης η ανάγκη να συνδέσουμε την κρίση με την ταξική ανάλυση και με τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική. Και, πρώτα και κύρια, υπάρχει η ανάγκη να παρουσιάσουμε εναλλακτικές, που να υπερασπίζονται μεν τους εργαζόμενους απέναντι στην επίδραση της κρίσης, αλλά, ταυτόχρονα, να βοηθούν στο κτίσιμο της άλλης κοινωνίας. Όμως, για να γυρίσω στο αρχικό μου θέμα: Δεν έχω αμφιβολία ότι οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας εξαρτώνται από τη δύναμη του εργατικού κινήματος και των προοδευτικών κινημάτων. Αλλά η διανοητική προσπάθεια παραμένει και αυτή σημαντική.
Μπορώ να τα συνοψίσω όλα αυτά, για εσάς, σε ένα είδος επιλόγου; Ας το κάνω, δηλώνοντας ρητά όσα υπονοούσα. Αυτή η περίοδος θα είναι ενδιαφέρουσα και γεμάτη προκλήσεις για τις κοινωνικές επιστήμες, όπως φαίνεται από τις τάσεις που αναγνώρισα παραπάνω. Ας τα υπενθυμίσω: η εστίαση της προσοχής στην συστημική φύση του σύγχρονου καπιταλισμού και η διπλή υποχώρηση από τα άκρα του νέο-φιλελευθερισμού και του μεταμοντερνισμού –τα δύο τελευταία φαίνονται άσχετα από τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Ο μεταμοντερνισμός και ο νέο-φιλελευθερισμός δεν εξηγούν πώς το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού αύξησε το μερίδιο του πλούτου που κατέχει από 10% σε 20%. Στο διανοητικό επίπεδο, τα οικονομικά ως ακαδημαϊκή πειθαρχία έχουν χρεοκοπήσει ολοκληρωτικά. Όμως, ως ακαδημαϊκή πειθαρχία, αποτελούν ένα φρούριο και εφορμώντας από αυτό, τα οικονομικά επιχειρούν να αποικιοποιήσουν τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Και αυτό θα δημιουργήσει αντίσταση και συζήτηση. Από τη μία, υπάρχει μια δέσμευση στην δι-επιστημονικότητα, ενώ από την άλλη παρατηρείται η εξειδίκευση, η επαγγελματοποίηση, η εμπορευματοποίηση και η Αμερικανοποίηση της πνευματικής ζωής. Επίσης, υπάρχουν και οι αντιφάσεις της δεύτερης φάσης του νεοφιλελευθερισμού, όπως διαγράφονται υπό το φως της κρίσης και των τεράστιων πόρων, που διατέθηκαν για την διάσωση του χρήματο-οικονομικού συστήματος, σε βάρος της δικής μας τσέπης. Όσο συχνά κι αν τονίζω τα νούμερα, ποτέ δεν είναι αρκετό: το χρηματικό ποσό που δαπανήθηκε για τη διάσωση του παγκόσμιου χρήματο-οικονομικού συστήματος θα ήταν αρκετό για να εξαλείψουμε την παγκόσμια φτώχεια για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Ανάμεσα σε όλες τις τάσεις που διέκρινα, ανάμεσα στις ακαδημαϊκές πειθαρχίες και στα θέματα, η έκβαση είναι εξαιρετικά ανοιχτή. Το μέλλον των κοινωνικών επιστημών είναι μάλλον πιο ανοιχτό σήμερα, απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τότε που πρώτο-θεμελιώθηκαν τα όρια των διάφορων ακαδημαϊκών πειθαρχιών. Η επόμενη περίοδος, θα είναι μια περίοδος εφευρετική και ανανεωτική∙ μια περίοδος πνευματικής αμφισβήτησης και όχι συνένωσης συμβατικών σοφιστείων και μεθόδων.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον οι προοπτικές της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας είναι δυνητικά λαμπρές. Αλλά δεν είναι ούτε εξασφαλισμένες, ούτε σίγουρες. Χρειάζεται να εξετάσουμε το ρόλο της «χρηματιστικοποίησης» (financialization) και του κράτους, της νέας τάξης πραγμάτων και των αντιφάσεων της ηγεμονίας των ΗΠΑ, καθώς και τη θέση της ταξικής πάλης σε συνθήκες που ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποτύχει, αλλά οι εναλλακτικές παραμένουν αδύναμες στην πράξη. Ό, τι κάνουμε σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο, μπορεί να έχει κάποιο αντίκτυπο. Μπορούμε να επιλέξουμε να αγνοήσουμε τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις, μπορούμε να υποχωρήσουμε στις καλά οχυρωμένες δι-επιστημονικές πρακτικές και ανησυχίες, να παραχωρήσουμε τις νέες πεδιάδες σε αυτούς που θα τις καλλιεργήσουν, χωρίς απαραίτητα να έχουν ευρύτερες ανησυχίες. Ή μπορούμε να πάρουμε την υπόθεση στα χέρια μας. Εγώ ξέρω ποια είναι η δική μου επιλογή, και ελπίζω να είναι και η δική σας.
Μετάφραση: Δημήτρης Σουφτάς

* Αυτό το άρθρο αποτελεί μια καταγραφή της ομιλίας του συγγραφέα που δόθηκε για τους φοιτητές του Εθνικού πανεπιστημίου της Gyeongsang στις 22 Οκτωβρίου του 2009. Τα περιεχόμενα αυτού του άρθρου βασίζονται στο άρθρο των Fine and Milonakis (2009a), στο οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Isaak and Tamara Deuxcher Prize για το 2009. Βλέπε επίσης από τους ίδιους το Fine and Milonakis (2009b), που κέρδισε το βραβείο Gunnar Myrdal Prize για το 2009.
** Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (School of Oriental and African Studies- SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.


Εισαγωγή-Μετάφραση: Δημήτρης Σουφτάς
πηγή: http://ilesxi.wordpress.com/

9.3.11

Φυσάει



…στα κοκκαλιάρικα απλωμένα χέρια των ζητιάνων
στα σκαλοπάτια των εκκλησιών
Φυσάει στις ξεπαγιασμένες σιωπηλές ουρές έξω απ΄τα λαϊκά συσσίτια
Φυσάει στα ορφανοτροφεία στα μπορντέλα στα παιδικά άσυλα
Φυσάει
Φυσάει

- Να διαφυλάξωμεν την ασφάλεια του έθνους
- Θα διώξουν λένε κι άλλους εργάτες αύριο – τι θα γίνουμε
- Σας πάει περίφημα η ερμίνα σας αγαπητή μου
- Ελεήστε με χριστιανοί, δώστε μου μια δραχμίτσα χριστιανοί
- Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες
- Κάνε πιο κει ντε το στόμα σου βρωμάει σαν απόπατος
- Η ελευθερία της πατρίδος
- Την πήγα στο νοσοκομείο μα θέλαν λεφτά…
- Απαιτεί να εξοπλισθώμεν
- Πέθανε
- Φυτίλια για τους αναφτήρες…φυτίλια για τους αναφτήρες
Φυσάει
Τι θα γίνει
Πάρτε αδέρφια έχουμε και φυτίλια για δυναμίτες

Φάτσες αυλακωμένες απ το χρόνο και τη βλογιά
Φάτσες σημαδεμένες απ΄τη πείνα και τα εργατικά ατυχήματα
Φάτσες πρησμένες βρώμικες τριχωτές
Φάτσες τραβηγμένες απ τις τανάλιες ενός άγριου χαμόγελου
Φάτσες φαρδειές σαν στήθεια μητρικά
Φάτσες σκληρές σαν αμμωνία

Μια γυναίκα βγάζει το στήθος της και θηλάζει ένα κίτρινο μωρό
Ο άνεμος μπερδεύει τα σύννεφα
Τα σύννεφα μπερδεύονται στις σημαίες
Ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού
Κλαίνε οι γυναίκες πλένοντας τα μαύρα ρούχα τους
Οι άνθρωποι κλαίνε στα κατώφλια στις γωνιές των δρόμων
Στα χωράφια
Κλαίνε στα χαρακώματα στα νοσοκομεία έξω απ τα ταμεία ανεργίας
Δάκρυα δάκρυα
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα απ΄το θάνατό μας
Για να κλαίνε
Φυσάει

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου, 1953
Τάσος Λειβαδίτης




8.3.11

2.3.11



ήμασταν λίγοι,
ανάμεσα μας υπήρχε χώρος
να σκεφτούμε ή να λυπηθούμε που δεν ήμασταν περισσότεροι
να ανάψουμε ένα τσιγάρο και να μιλήσουμε
δεν σήκωσα το βλέμμα
δεν σήκωσα το βλέμμα απέναντι
«είναι ζήτημα της αξιοπρέπειας μας», είπαμε
«δεν είναι μόνο πολιτικό το ζήτημα…»

πολλοί έγιναν σήμερα οι λίγοι.


η αποχή των απόντων στις εκλογικές αναμετρήσεις, εμείς
κι η άρχουσα τάξη του ψεύδους που γίναμε, εμείς
οι ειδικοί πολιτικολόγοι της άνευρης συναινέσεως, εμείς
το εύρος του κελιού μας, εμείς


ποιος ζει εδώ στο δικό μας τόπο;
ζει ο απών. ο ωραίος νεκρός
ο αποσυντεθημένος νεκρός
ο κατέχων την παπαγαλία του κόσμου μικροθεσίτης

απ΄ την ανάποδη αρχίζει ο κόσμος, δεν το ξέραμε
απ΄ το τέλος αρχίζει
απ΄το μεγάλο ερώτημα

το μεγάλο ερώτημα που θάψαμε ήταν η λύση
ο λόγος που δεν συναντηθήκαμε
το κενοτάφιο της ελευθερίας


εν αρχή ην το κενό του ερωτήματος
μα μείναμε άδειοι εμείς
και γεμάτοι μικρά και εύχρηστα για τα χεράκια μας ερωτήματα.